Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Καβάλα, 1 Αυγούστου 1913: η Ευθαλία Ν. Καρύδη σε επιστολή της περιγράφει την επίσκεψη του βασιλέως Κωνσταντίνου στην Καβάλα στις 30 Ιουλίου 1913. Kavala, August 1, 1913: Euthalia N. Karydis describes in a letter the King’s Constantine visit to Kavala, on July 30, 1913.

                            

                                                                                  Μνήμη 
Νικολάου Ρουδομέτωφ

Κείμενο: Χρήστος Καββαδάς - Βασιλική Παπαγεωργίου

Ο Κωνσταντίνος ο Α΄(πηγή: goo.gl/K2j9qj)

Την 1η Αυγούστου του 1913, η Ευθαλία Ν. Καρύδη, γράφει από την Καβάλα[1] στον θείο της, Δημήτριο Νάκο, δάσκαλο στη Θεσσαλονίκη, μία επιστολή. Η επιστολή της είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στην πρόσφατη επίσκεψη του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Καβάλα στις 30 Ιουλίου 1913, μετά την απελευθέρωση της πόλεως τον Ιούνιο του ιδίου έτους.
Η Ευθαλία σημειώνει με λεπτομέρειες κάθε στιγμή από την άφιξη του βασιλιά στην πόλη της Καβάλας, έως και την αναχώρησή του για τη Θεσσαλονίκη με το θωρηκτό «Αβέρωφ»: «Δεν παρέλειψα τίποτε˙ ο καλλίτερος δημοσιογράφος δεν θα τα έγραφεν ούτω» καταλήγει με δικαιολογημένη υπερηφάνια.
Το μόνο που γνωρίζουμε ασφαλώς για την Ευθαλία Ν. Καρύδη, είναι ότι υπήρξε ανεψιά του δασκάλου, Δημήτριου Νάκου[2]. Οι καλλιγραφημένες και ορθογραφημένες, σε γενικές γραμμές, επιστολές της φανερώνουν ότι είχε λάβει ανάλογη εκπαίδευση. Η ίδια, σε μία από τις διασωθείσες επιστολές – πάντα προς τον θείο της Δ.Νάκο – αναφέρεται στο θέμα της εκπαιδεύσεώς της με αφορμή επαίνους του τελευταίου για τα γραπτά της: «Έμαθον τόσα ολίγα, ώστε κ’ εγώ ως οι πλείστοι των ανθρώπων γράφω τετριμμένως αν και ο πόθος μου ήτο να μάθω πολλά διά να συγκαταλέγωμαι μετά των λογίων αλλά δυστυχώς δεν έμαθον. Δυστυχώς αυτός ο παράς ως έλεγεν ο Καποδίστριας παρεμβάλλει προσκώμματα ως εις παν ευγενές αίσθημα, ούτω και εις την παιδείαν».
Ο Δημήτριος Νάκος, υπηρέτησε ως διευθυντής της εν Φαναρίω Κωνσταντινουπόλεως δημοτικής σχολής κατά τα έτη 1879-1884, ως δημοδιδάσκαλος του εν Πέραν Ελληνογαλλικού Λυκείου Χρ. Χατζηχρίστου κατά το έτος 1884-1885, ενώ κατά τα έτη 1914-1916[3] υπηρέτησε στην Καβάλα, στην Κεντρική Δημοτική Σχολή Αρρένων (ή Αστική Σχολή της Ομόνοιας), ως διευθυντής[4]. Κατά την περίοδο της υπηρεσίας του στην Καβάλα (1914-1916) η οικογένειά του, σύζυγος και επτά τέκνα (Θηρεσία, Ζαχαρίας, Αγαθούλα, Αλέξανδρος, Ελενίτσα, Σόσιος, Νίκος;) παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη, πιθανόν για να συνεχίσουν κανονικά τα παιδιά το σχολείο τους.
 Στο αρχείο Ν. Καββαδά υπάρχουν επιστολές τις οποίες έγραψαν από τη Θεσσαλονίκη η σύζυγος του Δ. Νάκου, Αγγελική, και δύο κυρίως  από τα παιδιά του, η Θηρεσία και ο Ζαχαρίας, προς τον πατέρα τους, στην Καβάλα. Ο τελευταίος, σημείωνε συνήθως επάνω στις επιστολές τις οποίες ελάμβανε, πότε απάντησε και τι χρηματικό ποσό απέστειλε κάθε φορά στην οικογένειά του. Στις επιστολές περιγράφονται, οι σχέσεις μεταξύ των μελών της, οι οικονομικές δυσκολίες κ.λ.π. Αποτυπώνεται δηλαδή εύγλωττα ο τρόπος ζωής της οικογενείας στα χρόνια λίγο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και οι σχέσεις της με τον κοινωνικό της περίγυρο. Σε κάποιες από τις επιστολές μάλιστα, σημειώνονται και οι τότε τιμές των απαραιτήτων, για την διαβίωση της οικογενείας, αγαθών (φαγητό, ενδύματα και υποδήματα, κάρβουνο, φάρμακα, έξοδα για το σχολείο κ.ά.) καθώς και το ποσό που πλήρωναν για το ενοίκιο του σπιτιού τους.


Παρακάτω παραθέτουμε το περιεχόμενο της επιστολής της Ευθαλίας Καρύδη.


Καβάλλα τη 1η Αυγούστου 1913

Αγαπητοί θείε και Αθανασάκη,

εις Θεσσαλονίκην,


Με το καλόν να δεχθήτε τον Βασιλειά μας. Σας έρχεται αφού πρώτον τον είδομεν ημείς, αφού εχόρτασε την Καβάλλαν, την οποίαν οι άτιμοι / έκφρασις του βασιλέως μας / ήθελον να την πάρουν από τους κόλπους του. Είδομεν τόν λατρευτόν μας βασιλειά και τρίβομεν τα μάτια μας και λέγομεν όνειρον είνε ή πραγματικότης;
Αλλά μέσα από το έρεβος προβάλλει η εικών του Κωνσταντίνου και λέγει˙ δεν είμαι οπτασία, αλλ’ είμαι η πραγματικότης˙ είμ’ ο Βασιλειάς σας και σεις τα τέκνα μου, οι υπήκοοί μου. Τον σφίγγομεν ‘ς την αγκαλιά μας, δεν τον αφίνομεν να φύγη... Μας λέγει˙ «Λησμονείτε τα αδέλφια σας; Με περιμένουν». Αι χείρες μας λύονται, φεύγει και ιδού Αυτός μεταξύ υμών. Χαρήτε τον χορτάσατέ τον είνε ο εκλεκτός του Πατρός ημών. Ακόμη δεν συνήλθομεν εκ της εκχειλιζούσης χαράς μας. Αγγελία της Δημαρχίας ανήγγειλεν ότι την Τρίτην περί την μεσημβρίαν φθάνει ο δαφνηφόρος βασιλεύς μας εις Καβάλλαν. Πάντες οι Καβαλλιώται μικροί, μεγάλοι άρρενες και θήλεις εξήλθον εις προϋπάντησιν Αυτού. Και έβλεπέ τις όλους τούς λόφους από Γεδίκι μέχρι καταλήματος του Βασιλέως υπερπλήρεις από στοιχεία πάσης εθνικότητος. Προηγουμένως η πόλις ολόκληρος εκαλλωπίσθη αρκετά καλά˙ εστήθησαν εις διάφορα σημεία αψίδες οπωσδήποτε καλλιτεχνικαί˙ άπασαι αι οικίαι εσημαιοστολίσθησαν η δε αγορά ήτο εξαιρετικώς εστολισμένη. Εις την προκυμαίαν έκαμαν εξέδραν ˙ δεν έβλεπέ τις παρά τα εθνικά χρώματα άσπρον και γαλάζιον˙ εξήλθον εις προϋπάντησιν αι αρχαί της πόλεως, στρατιωτικαί και θρησκευτικαί, μαθηταί και μαθήτριαι με τας σημαίας των και αι μουσικαί της πόλεως. Περί την ενδεκάτην και ημίσειαν εφάνη το αυτοκίνητον του Βασιλέως˙ δεξιά εκάθητο ο Βασιλεύς με απλήν στολήν εκστρατείας, αριστερά του ο Πρίγκηψ Νικόλαος, απέναντι του Βασιλέως ο διάδοχος και δεξιά του διαδόχου ο πρίγκηψ Αλέξανδρος. Τον εζητωκραυγάσαμεν με ακράτητον ενθουσιασμόν, μας εχαιρέτα και μας εμειδία˙ ηθέλησαν τινές στρατιώται να εμποδίσουν τον λαόν να προχωρήση προς αυτόν. Ηκούσθη λοιπόν λέγων: «Σεις, αφήστε τον λαόν μου να με ‘δή».  Είποντο άλλα αυτοκίνητα, εις τα οποία ήσαν ο Μητροπολίτης Δράμας, ο διοικητής Δράμας Χιλμή και στρατιωτικοί ακόλουθοι.
Αφού τον προσεφώνησαν, διηυθύνθη εις την εκκλησία του Αγ. Ιωάννου[5]˙ εψάλη δοξολογία κεκλεισμένων των θυρών ίνα μη εισορμήση το πλήθος˙ ημείς όμως εβλέπομεν και ηκούομεν από του Κου Διαμαντή. Ακολούθως πεζή διηυθύνθη εις το κατάλυμά του, / οικία Γρηγοριάδου σ’  τον πλατύν δρόμον, παρακάτω από το καφενείον Σαμιώτη ./ Το πλήθος εξέσπα εις ζητωκραυγάς και ηναγκάσθη επανειλημένως να εξέλθη εις τον εξώστην και να ευχαριστήση έφαγε και ανεπαύθη˙ το πλήθος όμως δεν διεσκορπίσθη˙ ανέμενεν υπό τα παράθυρα˙ από την τρίτην και ημίσειαν μ.μ. εδέχθη τους προξένους και λοιπούς επισήμους˙ την δε τετάρτην και ημίσειαν εξήλθεν εφ’ αμάξης και εζήτησε να τον οδηγήσουν εις τα μέρη, τα οποία επεσκέφθη ο Φερδινάνδος. Τη συνοδεία λοιπόν του Κου Στάνη[6] των ακολούθων και του λαού, ωδηγήθη εις τα φρούρια του Μαχαλά˙ εστάθη ‘ς το φρούριον  είδε την Θάσον και είπε «Και αυτήν ήθελον να με την πάρουν οι άτιμοι». Εκτύπησε τον αγκώνα του και είπε «απ’ εδώ όμως». Έπειτα προυχώρησε παρακάτω, όπου εφωτογραφήθη ο Φερδινάνδος, εστάθη εκεί και είπε αφού ήνοιξε τας χείρας του. «Εμπρός φωτογραφίσατέ μοι και μένα». Πολύ αργά κατήλθεν εις κατάλυμά του˙ εκείνην την ώραν ήρχετο και ο στόλος «Αβέρωφ και άλλα πολεμικά». Το εσπέρας επαιάνισεν η μουσική αρκετά τεμάχια εις το Γυμναστήριον˙ έγινε λαμπαδηφορία παρήλασεν επανειλημένως το πλήθος προ του βασιλικού μεγάρου, ωμίλησεν προς το πλήθος ξένος τις δημοσιογράφος, ακολούθως ο Βασιλεύς εκ του εξώστου ωμίλησε και είπε: «Ευχαριστώ τους Καβαλλιώτας διά τας τιμάς αυτάς που με αποδίδουν˙ είμαι καταγοητευμένος από το αίσθημά σας˙ αι τιμαί όμως αυταί δεν πρέπει ν’ αποδίδωνται προς εμέ αλλά εις τον στόλον μου και εις τον στρατόν μου. Ζήτω ο στόλος ζήτω ο στρατός». Κατόπιν τούτων διελύθη το πλήθος νουθεσία στρατιωτικού, όστις είπεν ότι ο Βασιλεύς έχει ανάγκην αναπαύσεως. Τα πολεμικά καθ’ όλην την νύκτα έρριπτον τους προβολείς. Την επαύριον υπήγεν χωρίς ν’ αντιληφθή κανείς ‘ς την Θάσον κ’ επέστρεψεν την μεσημβρίαν. Το απόγευμα περί την τετάρτην και ημίσειαν υπό τα ζητωκραυγάς επεβιβάσθη ‘ς τον Αβέρωφ˙ τα πολεμικά απέδωκαν τας νενομισμένας [κανονισμένας] τιμάς και διηυθύνθη ολόκληρος ο στόλος προς την Θεσσαλονίκην. Εγώ τον είδον εξ φοράς. Τον έρρανον με άνθη από τριών βημάτων απόστασιν, εσηκώθη να τα συλλέξη, εγέλασε και μ’ είπεν ευχαριστώ.
Δεν παρέλειψα τίποτε˙ ο καλλίτερος δημοσιογράφος δεν θα τα έγραφεν ούτω. Σεις τεμπελιάζετε να μας γράφητε. Συ Αθανασάκη ενώ μ’ έγραφες πολύ συχνά τώρα τι παθαίνεις δεν ‘ξεύρω. Δια θέσιν φροντίζετε;
Όλοι ήμεθα καλά. Ασπάζομαι όλην την οικογένεια
Σας φιλώ,
Ευθαλία.

Χθες ήλθε τηλεγράφημα από την Αυστριακήν Κυβέρνησην ‘ς του Κου Κούφλερ[7] ότι κατόπιν ενεργειών του Κου Βηξ[8] και τη ενεργεία της Αυστριακής Κυβερνήσεως απελύθη ο Στέργιος Φέσσας, απολύονται δε οσονούπω και οι λοιποί όμηροι[9].




Αναχώρηση Κωνσταντίνου από Καβάλα, Αύγουστος 1913 (Αρχείο Γ. Κωνσταντινίδη)



Αναχώρηση Κωνσταντίνου από Καβάλα, Αύγουστος 1913 (Αρχείο Γ. Κωνσταντινίδη)



Σε άλλη επιστολή προς τον θείο της Δ.Νάκο, η Ευθαλία αναφέρεται ξανά στην τύχη των ομήρων[10]:

 «Καβάλλα τη 17η / 8 / 1913
…. Ας αφήσω όμως αυτά και ας έλθω άγγελος καλής ειδήσεως. Την παραμονήν της Παναγίας, έσχομεν την ανέλπιστον χαράν να υποδεχθώμεν τους φιλτάτους Ηλίαν και Στέργιον μετά των λοιπών ομήρων, πλην ενός του μακαρίτου Γούλια γείτονός μας, φονευθέντος υπό των αιμοχαρών βαρβάρων, εν τω πρώτω σταθμώ μετά του Μουσταφά Πασιά. Ανεκδιήγητα τα όσα υπέφερον. Προπηλακισμούς, κακουχίας και το κυριώτερον ότι από στιγμής εις στιγμήν εκινδύνευεν η ζωή των. Μ’ όλα τα βάσσανα όμως και τα κακουχίας που υπέστησαν, ήλθον παχείς ανεξαιρέτως / ο θ. Ηλίας και με ξυρισμένα μουστάκια, συγγνώμην διορθωμένα /. Φαίνεται ότι το κλίμα του Τατάρ Παζαρτζίκ[11] ως και Βατκούμ /Τεπελέντζια/ τους ωφέλησεν. Αι οικογένειαι ησύχασαν πλήρως…».



Ο Κωνσταντίνος κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (πηγή: goo.gl/K2j9qj)

Υστερόγραφο:

Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης [1889-1975], ο παπα - Κώστας, γεννήθηκε στο χωριό Σύβρο της νήσου Λευκάδος. Το έτος 1912 έφυγε μετανάστης στην Αμερική και έφθασε στη Νέα Υόρκη στα τέλη Ιουλίου του ιδίου έτους. Μετά την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο Κ. Κακαβούλης, υπακούοντας στη σθεναρή απαίτηση του πατρός του, επιστρέφει στην Ελλάδα και φθάνει στο χωριό του την 2α Ιανουαρίου 1913, για να συμμετάσχει στον πόλεμο.  Κατατάσσεται, και την 20η Φεβρουαρίου ευρίσκεται με τη μονάδα του στο Μπιζάνι, στα Ιωάννινα. Στην περίοδο του Β’ Βαλκανικού Πολέμου η μονάδα του μάχεται στη Μακεδονία και ο Κακαβούλης φθάνει μέχρι την Τσουμαγιά και από εκεί στο Νευροκόπι και στη Δράμα, στην οποία παρέμεινε επί αρκετές ημέρες. Μέχρι το τέλος του 1919 συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στον οποίον, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του, εόρτασε ως επιστρατευμένος πέντε φορές το Άγιον Πάσχα, μεταξύ των ετών 1913 και 1919.   
Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης χειροτονήθηκε ιερέας το 1926 και υπηρέτησε την Εκκλησία της Λευκάδος επί 43 έτη. Συνταξιοδοτήθηκε το 1969 και απεδήμησεν εις Κύριον το 1975.
Οι εγγονές του, Λίτσα και Καίτη Κακαβούλη, θυμούνται ένα τραγούδι από αυτά που τους τραγουδούσε ο παππούς τους, όταν τις εσπέρες τον επισκέπτονταν στο δωμάτιό του και περνούσαν υπέροχες ώρες μαζί του.
Το δημοσιεύουμε εδώ γιατί αναφέρεται στην απελευθέρωση πόλεων της Μακεδονίας και πρώτη ανάμεσα σε αυτές αναφέρει την  Καβάλα. 

Επήραμε και την Καβάλα μας
τας όμορφας τας Σέρρας και τη Δράμα,
που τας κατείχε αυτός ο Βούλγαρος
ο άτιμος, ο άπιστος ο σύμμαχος.   
Ενόμιζε πως ήτο δυνατόν,
ο Φερδινάνδος για να γίνει Τσάρος,
και αυτός ο στρατηγός ο Ιβάνωφ
να μπει στη Σαλονίκη νικηφόρος.

-----------------------------------

Συμπληρωματικώς με το κείμενο της επιστολής παραθέτουμε εν συντομία και την περιγραφή της επισκέψεως του βασιλιά στην Καβάλα με βάση εφημερίδες της εποχής (Μακεδονία 31/7/1913, σ.9, Σκριπ 1/8/1913, σ.5, Εμπρός 1/8/1913, σ. 3).



30 Ιουλίου 1913.

Στις 10 το πρωί, αναφέρουν οι εφημερίδες ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και οι πρίγκιπες ξεκίνησαν οδικώς από την Δράμα προς την Καβάλα. Οδηγός στο αυτοκίνητο που μετέφερε τον βασιλιά ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Στο πρώτο αυτοκίνητο μετά από αυτό του βασιλιά και των πριγκίπων, επέβαιναν ο μητροπολίτης Δράμας[12] και ο Νομάρχης[13]. Οι κάτοικοι της Δράμας συνόδευσαν την πομπή μέχρι να βγει από την πόλη.
Στην Τσατάλτζα, χωριό έξω από την Δράμα, είχε οργανωθεί προς τιμήν του βασιλιά μια γιορτή. «Θριαμβευτική αψίς», φιλαρμονική, ιερείς και μαθητές ντυμένοι ομοιόμορφα, ήταν τα στοιχεία που ξεχώριζαν μαζί με το πλήθος των ενθουσιωδών Ελλήνων αλλά και Οθωμανών που περίμεναν να υποδεχτούν την πομπή.
Στο Δοξάτο η εικόνα που αντίκρισαν ο βασιλιάς, οι πρίγκιπες και η συνοδεία τους ήταν διαφορετική. Εκεί, δεν υπήρχε ενθουσιώδες πλήθος να τους αναμένει, ούτε στοιχεία εορτασμού. Το χωριό είχε καεί πρόσφατα από τους Βούλγαρους και τα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία. Οι λιγοστοί άνδρες ζητωκραύγαζαν, ενώ οι γυναίκες σιωπούσαν, αναφέρει η εφημερίδα Μακεδονία. Ο βασιλιάς, αφού έλαβε τις σχετικές πληροφορίες και απηύθυνε κάποια ενθαρρυντικά λόγια, αναχώρησε συνεχίζοντας την πορεία του.
Από το Δοξάτο μέχρι την Καβάλα, αναφέρεται ότι υπήρχαν χωρικοί κατά το μήκος του δρόμου, Έλληνες και Οθωμανοί, οι οποίοι επευφημούσαν τον βασιλιά.
Πλησιάζοντας στην πόλη της Καβάλας το συγκεντρωμένο πλήθος που ανέμενε φαινόταν και ακουγόταν από μακριά. Δύο «κομψές, τετράβαθρες, πλούσια διακοσμημένες» αψίδες ήταν στημένες στην είσοδο της πόλης, με ενδεικτικές προσφωνήσεις προς τον βασιλιά: «Ως ευ παρέστης λυτρωτά Κωνσταντίνε Αύγουστε», «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Ο πρώτος χαιρετισμός απευθύνθηκε στον βασιλιά από τον δήμαρχο Πρωτοπαπά. Υπό τους ήχους της φιλαρμονικής και των κραυγών του συγκεντρωμένου πλήθους, παρουσιάστηκαν οι εκπρόσωποι των διπλωματικών (οι πρόξενοι της Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστρίας και Ιταλίας), στρατιωτικών, πολιτικών και θρησκευτικών αρχών της πόλης, ανάμεσά τους, ο Μουφτής, ο αρχιραββίνος καθώς και οι πρόκριτοι των Οθωμανών και των Ισραηλιτών υπηκόων.
Με το αυτοκίνητο, ο βασιλιάς με τους πρίγκιπες έφθασαν στον κατάμεστο ναό του Αγ. Ιωάννου για την δοξολογία, με χοροστατούντα τον μητροπολίτη Δράμας, αφού ο Αρχιερατικός Επίτροπος Καβάλας ήταν ακόμη όμηρος των Βουλγάρων[14]. Ο μητροπολίτης Δράμας στον λόγο του μετά την δοξολογία, στον ναό που δονούνταν από τις επευφημίες του κόσμου, ζητωκραύγασε τον συγκινημένο βασιλιά. Μετά τη δοξολογία, ο βασιλιάς με τους πρίγκιπες κατευθύνθηκαν πεζή στο μέγαρο του Δ. Γρηγοριάδη, όπου θα κατέλυαν. Μπροστά στο μέγαρο το συγκεντρωμένο πλήθος εξακολουθούσε να είναι ενθουσιασμένο και άρχισε να διαλύεται, εν μέρει, μόνο κατά τις 14:00, για τη μεσημεριανή ανάπαυση του βασιλιά.  
Το πρόγραμμα του βασιλιά το απόγευμα περιελάμβανε, ακροάσεις επιτροπών της μουσουλμανικής και ισραηλιτικής κοινότητας, επίσκεψη στο φρούριο της Καβάλας, στη Συναγωγή της Καβάλας, στο μέγαρο του Μεχμέτ Αλή πασά και στο ίδρυμα Ιμαρέτ, το οποίο τότε λειτουργούσε και ως σχολή ιεροσπουδαστών. Νωρίς το βράδυ, ο βασιλιάς επανήλθε στο μέγαρο Γρηγοριάδη, όπου συναντήθηκε με τον ναύαρχο Κουντουριώτη, ενώ αμέσως μετά ακολούθησε λαμπαδηφορία μπροστά από το βασιλικό κατάλυμα, στο τέλος της οποίας ο βασιλιάς απευθύνθηκε στον λαό, ευχαριστώντας τον. Έως το βράδυ κράτησαν οι πανηγυρισμοί, με τους πολίτες να ψέλνουν το «Χριστός Ανέστη» και τους προβολείς του «Αβέρωφ» στραμμένους στο μπαλκόνι του δωματίου του βασιλιά. 

Λαϊκή λιθογραφία του 1913 που εικονίζει τον Κωνσταντίνο ως «Κωνσταντίνο ΙΒ΄», νόμιμο διάδοχο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (πηγή: goo.gl/K2j9qj)


Είσοδος της 7ης Μεραρχίας στη Καβάλα τον Ιούλιο του 1913, μετά την απελευθέρωση της πόλεως 26 Ιουνίου 1913, πηγή: http://www.balkanwars.gr/images/j43aa6aj43a6a138x88.jpg



[1] Η Ευθαλία δεν διέμενε στην Καβάλα. Πιθανόν, ήταν κάτοικος Σερρών.
[2] Θείο τον αποκαλεί στις τρεις επιστολές που έχουμε στα χέρια μας. Επίσης αναφέρεται ως εξαδέλφη σε επιστολές των τέκνων του Δ. Νάκου προς τον πατέρα τους, οι οποίες βρίσκονται – όπως και οι επιστολές της Ευθαλίας – στο αρχείο Νέστορος Καββαδά.
[3] Τα έτη 1914-1916, είναι αυτά που καλύπτονται από την αλληλογραφία.
[4] Χιόνης Ι. Κωνσταντίνος, Η Παιδεία στην Καβάλα 1864-1919, Δημοτικό Μουσείο Καβάλας, Δημοσιεύματα Ιστορικού Αρχείου, Καβάλα 1990, σ. 98. Ο Κ. Χιόνης αναφέρει τα εξής σχετικά με την θητεία του Δ. Νάκου στην Καβάλα: (υποσ. 29) «Διευθυντής στην αστική σχολή της Ομόνοιας κατά τα σχολικά έτη 1912-1913 και 1913-1914, όπως μας βεβαιώνουν οι τότε μαθητές, ήταν ο Δημ. Νάκος, που συνέχισε να είναι διευθυντής και κατά τα σχολικά έτη 1914-1915 και 1915-1916, όπως πληροφορούμαστε από τις σημειώσεις του εφόρου Ηλία Φέσσα και από τον τότε μαθητή Γιάννη Παρασχίδη…». Συνεπώς, οι πληροφορίες του συγγραφέα για την διαμονή του Δ. Νάκου στην Καβάλα και την ιδιότητά του ως διευθυντή της συγκεκριμένης σχολής κατά το διάστημα 1912-1914, προέρχονται από προφορικές μαρτυρίες, ενώ η παρουσία του Δ. Νάκου στην πόλη και στη σχολή κατά το διάστημα 1914-1916 επιβεβαιώνεται, εκτός από τις πηγές που αναφέρει ο συγγραφέας και από την αλληλογραφία του Δ. Νάκου με μέλη της οικογένειάς του που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη κατά το ίδιο διάστημα. Στο ίδιο έργο, σ. 78, αναφέρεται ανάμεσα στο διδακτικό προσωπικό και το όνομα Α. Καρύδης, όπως και ο μισθός που λάμβανε ως μέλος του προσωπικού του ημιγυμνασίου Καβάλας κατά το σχολικό έτος 1914-1915. Πιθανότατα, πρόκειται για τον αδελφό της Ευθαλίας, Αθανασάκη, ο οποίος, όπως προκύπτει και από  τις επιστολές της, ήταν εκπαιδευτικός.
[5] Η ελληνική κοινότητα ανήγειρε τον ναό του Αγίου Ιωάννου Τιμίου Προδρόμου κατά τα έτη 1866-1867 στην νέα ελληνική συνοικία - του Αγίου Ιωάννου - η οποία άρχισε να κτίζεται μετά το 1864 στο χώρο εκτός των τειχών δυτικά της πόλεως.
[6] Χιόνης Κωνσταντίνος, Η παιδεία στην Καβάλα 1864-1919, Καβάλα 1990. Ο Χιόνης αναφέρει τον Αρ. Στάνη σε εκτεταμένη υποσημείωση [σ.92] του βιβλίου του από την οποία, κυρίως, συγκεντρώσαμε τις παρακάτω πληροφορίες για τον σπουδαίο εκπαιδευτικό: Ο Αριστοτέλης Στάνης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1868 και πέθανε κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στην ίδια πόλη το 1942. Κατά πάσα πιθανότητα, ξεκίνησε την εκπαιδευτική του διαδρομή από τις Σέρρες και την σπουδαία Σχολή Μαρούλη, στην οποία λέγεται ότι δίδαξε περί το 1890. Υπήρξε «ο καλύτερος γνώστης» της ιστορίας της Καβάλας αλλά δεν κατέστη δυνατό να αφοσιωθεί στην έρευνα και να παρουσιάσει ιστορικό έργο για την πόλη. Ο έρωτας προς την Αθηνά, μετέπειτα Καλέντζη, αλλά και η αδυναμία του να προχωρήσει σε γάμο μαζί της απετέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την εξέλιξή του, καθώς τον οδήγησε  στο ποτό και τον απομάκρυνε από την ιστορική έρευνα.     
Σύμφωνα με μαρτυρίες μαθητών του, στον Κ. Χιόνη, ο Αριστοτέλης Στάνης συμπλήρωσε 43 έτη διδασκαλίας καθώς το τελευταίο (σχολικό του) έτος στην εκπαίδευση  ήταν το 1932-1933. Σπουδαία ημέρα για τον Στάνη υπήρξε η 27η Ιουνίου 1913 όταν επικεφαλής των μαθητών του Ημιγυμνασίου υπεδέχθησαν το υπό τον πλωτάρχη Αντώνη Κριεζή ναυτικό άγημα και το συνόδευσαν, μαζί με το πλήθος, έως το Διοικητήριο, από τον εξώστη του οποίου υψώθηκε η ελληνική σημαία.
[7] Ο A. Kuffler ανέλαβε (από το 1896) αναπληρωτής διευθυντής της Harzog et Cie στην Καβάλα και παραλλήλως, υπό τον Wix, και την εκπροσώπηση της Αυστρίας. Οι δύο άνδρες, με το ίδιο σχήμα, υπήρξαν στο τέλος του αιώνα  εκπρόσωποι και της Γερμανίας.
[8] Ο Adolph Wix de Zsolnay, βαρόνος εβραϊκής καταγωγής,  υπήρξε μία από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της Καβάλας κατά τα τελευταία έτη του 19ου και τα πρώτα του 20ού αιώνος. Μετά την ίδρυση της αυστροουγγρικής εταιρείας καπνών The Oriental Tobacco Trading Company Ltd (M. L. Herzog et Cie/Χέρτσογκ Κόμπανυ) το έτος 1890 με έδρα τη Βουδαπέστη, ο A. Wix, από το έτος 1896,  ανέλαβε την διεύθυνση της εταιρείας στην Καβάλα.  Παραλλήλως, ανέλαβε και  την εκπροσώπηση της Αυστρίας στη θέση του μέχρι τότε προξενικού πράκτορα της Αυστρίας στην Καβάλα, Μιχαήλ Σπόντη, Έλληνα με αυστριακή υπηκοότητα. Στο τέλος του αιώνα ανέλαβε και την εκπροσώπηση της Γερμανίας, την οποία προηγουμένως  (από το έτος 1870) είχε ο Έλληνας Μάρκος Φώκολος. Εκτός της κύριας ασχολίας στο χώρο των καπνών ο Wix, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη, δραστηριοποιήθηκε στο χώρο της συλλογής (και εξαγωγής) αρχαίων της ευρύτερης περιοχής.
[9] Οι αναφορές  στο γράμμα της Ευθαλίας στους  Στέργιο και Ηλία Φέσσα, μας οδηγούν στην υπόθεση ότι υπήρχε κάποια συγγένεια ανάμεσα στην οικογένεια Φέσσα και την οικογένεια της Ευθαλίας. Σύμφωνα με το βιβλίο του Νικολάου Ρουδομέτωφ, Η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Καβάλας, από έναν Κώδικα των ετών 1895-1908, Καβάλα 1998, οι Στέργιος και Ηλίας Φέσσας, υπήρξαν σημαίνοντα μέλη της κοινότητας της Καβάλας. Τα ονόματά τους, αυτό το διάστημα, απαντώνται σχεδόν συνεχώς  ως μέλη Εφορειών σχολείων, νοσοκομείων και Εκκλησιών, Επιτροπών για την διαχείριση λογαριασμών και εκκρεμοτήτων, μελών της κοινοτικής αντιπροσωπείας και Δημογερόντων. Επίσης, η Αιμιλία Στεφανίδου στο βιβλίο της Η Πόλη-λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), Καβάλα 2007, αναφέρει ότι ο Ηλίας Φέσσας ίδρυσε το 1910, για πρώτη φορά στην πόλη, μια μικρή εργοστασιακή μονάδα παραγωγής περιτυλίγματος καπνού από το φυτό γιούτα (σ.185).
[10] Σύμφωνα με τον Κ. Χιόνη (Ιστορία της Καβάλας, Καβάλα 1968, σ. 96), οι Βούλγαροι συγκέντρωσαν τους επιφανείς Έλληνες της Καβάλας και τους κράτησαν ομήρους όταν κηρύχτηκε ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος.
[11]Τατάρ Παζαρτζίκ σημαίνει «μικρή αγορά των Τατάρων». Πρόκειται για βουλγαρική πόλη στην νότια Βουλγαρία, στις όχθες του Έβρου. Η σημερινή της ονομασία είναι Πάζαρτζικ (Пазарджик) (goo.gl/DxXTbg). Το 1903 κατοικούσαν εκεί 310 Έλληνες (goo.gl/b5Wc4q).
[12] Μητροπολίτης Δράμας τότε (1913) ήταν ο Αγαθάγγελος Β΄ Κωνσταντινίδης. Ο Αγαθαγγελος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας στις 27 Δεκεμβρίου 1864. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1886, σπούδασε νομικά στο Βερολίνο και στο Παρίσι, ενώ πήγε και στο Λονδίνο για ένα χρονικό διάστημα, για την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Έως την εκλογή του ως μητροπολίτη Γρεβενών το 1901, δίδασκε νομικά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Όσο έμεινε μητροπολίτης Γρεβενών, στήριξε τον Μακεδονικό Αγώνα και βοήθησε την τότε ακριτική του μητρόπολη. Τον Μάρτιο του 1910 μετατίθεται ως μητροπολίτης Δράμας στην ομώνυμη επαρχία, για τη συμβολή του στην απελευθέρωση της οποίας του απονεμήθηκε το παράσημο των Ταξιαρχών. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη αναγκαστικά, αφού δεν του επιτρεπόταν η επάνοδος στη Δράμα λόγω των πολιτικών του φρονημάτων (ήταν βασιλόφρων). Στη Δράμα επανήλθε τον Ιούνιο του 1919. Το 1922 μετατέθηκε στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας, το 1924 στη μητρόπολη Πριγκηποννήσων και το 1927 στη μητρόπολη Χαλκηδόνος. Το 1932 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας και του απονεμήθηκε τιμητικά ο τίτλος του μητροπολίτη Εφέσου. Απεβίωσε 3 χρόνια αργότερα, στις 16 Αυγούστου 1935 στη Χάλκη όπου και ενταφιάστηκε. (πηγή:goo.gl/X6khrN)
[13] Πιθανότατα, ο Αλή Ναΐπ Ζαδέ βέης (Ali Nayip Zade).
[14] Ο επίσκοπος Μυρέων Αθανάσιος, είχε απαχθεί από τους Βούλγαρους, με άλλους 26 Καβαλιώτες προκρίτους.


Μακεδονία, Τετάρτη 31 Ιουλίου 1913, σ.9














                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου