Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Δύο άγνωστα έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Kimon Loghi στο λεύκωμα της Δανάης Αναστασιάδου (Καβάλα, τέλη 19ου - αρχές 20ου αι.)



Two Unknown Works by Constantine Parthenis and Kimon Loghi in the Scrapbook of Danae Anastasiadou (Kavala, late 19th-early 20th century)

Κείμενο: Χρήστος Καββαδάς - Βασιλική Παπαγεωργίου
Μετάφραση από τα γαλλικά: Τασούλα Καββαδά


Εικόνα 1: Το έργο και η αφιέρωση του Κ. Παρθένη στο λεύκωμα της Δανάης Αναστασιάδου (1904).


Εικόνα 2: Το έργο του Kimon Loghi στο λεύκωμα της Δανάης Αναστασιάδου (1900).




Το λεύκωμα.


         Το δερματόδετο λεύκωμα της Δανάης Αναστασιάδου, διαστάσεων 23,5 x 14,5 cm φέρει στο βαθύ κόκκινο εξώφυλλό του, μέσα σε διακοσμητικό πλαίσιο από άνθη και περιστέρια, τον τίτλο «ALBUM». Το album περιέχει ογδόντα έξι σελίδες από σκληρό χαρτί, οι περισσότερες υπόλευκες με χρυσοτυπία στις ακμές τους, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται και τέσσερα δισέλιδα χρώματος χακί. Η πρώτη σελίδα, όπως και η τελευταία, δεν προορίζονται για εγγραφές.
Στην δεύτερη κατά σειρά δεξιά σελίδα αυτών που προορίζονται για εγγραφή υπάρχει τυπωμένο ένα διακοσμητικό θέμα, ένα κλαδί με ροζ λουλούδια, το οποίο – όπως και σε άλλα τέτοια λευκώματα, της εποχής ή νεότερα – οριοθετεί ένα χώρο όπου συνήθως αναγράφεται το όνομα της/του κατόχου ή η χρήση για την οποία προορίζεται το album, ή, όπως στην περίπτωσή μας, μία αφιέρωση από την/τον δωρήτρια/τή του album στην κάτοχό του. Εκεί, στην πρώτη σελίδα του λευκώματος, διαβάζουμε:

«Τῇ ἀγαπητῇ Δανάη
εὐτυχισμένον τό νέον ἔτος 1897.
Μ. Αναστασιάδου»

 Επομένως, το λεύκωμα είναι πρωτοχρονιάτικο δώρο στη Δανάη από την μητέρα της, Μαρία Αναστασιάδου.
Η χρήση του άλμπουμ ως λευκώματος προσδιορίζεται ασφαλώς από το περιεχόμενό του, δηλαδή τις αφιερωματικές σημειώσεις των φίλων της νεαρής κατόχου. Επιπλέον, η λέξη «λεύκωμα»  αναφέρεται στον τίτλο της δεύτερης αφιέρωσης του album από μία φίλη της Δανάης. Η εγγραφή επομένως της λέξεως «λεύκωμα» από νωρίς στις σελίδες του album  λειτουργεί και ως  γενικός τίτλος του.
Οι φίλοι της Δανάης, στην πλειοψηφία τους νέα κορίτσια, σημειώνουν στίχους ή μικρά κείμενα τα οποία γράφουν καθέτως ή διαγωνίως στις σελίδες του λευκώματος. Τα περισσότερα είναι στα γαλλικά – ενδεικτικό της κοινωνικής τάξεως και της εκπαιδεύσεως των νεαρών φίλων της Δανάης – ενώ όλα σχεδόν τα κείμενα είναι γραμμένα με μπλε ή μαύρο μελάνι˙ μερικά μάλιστα από αυτά βρίσκονται μέσα σε πλαίσια σχεδιασμένα από τις ίδιες τις φίλες της Δανάης. Κάποιες από τις φίλες της διακοσμούν το λεύκωμα, συνοδεύοντας τις αφιερώσεις τους με μπουκέτα λουλουδιών ή άλλα ρομαντικά σχέδια από χρωματιστό σκληρό χαρτί (“σκαλιστά”), τα οποία επικολλούν στις σελίδες του λευκώματος (σ.: 7, 29, 39, 43, 49, 51, 82) . Αφιερώσεις φέρουν οι μισές περίπου σελίδες, ενώ οι υπόλοιπες παρεμβάλλονται κενές. Επιπλέον, κάποιες σελίδες είναι ζωγραφισμένες είτε ως κυρίως αφιέρωση, είτε ως μέρος  των αφιερώσεων των φίλων της (σ.: 11, 17, 33, 41, 47, 55, 57, 83) .
Οι εγγραφές στο λεύκωμα, σύμφωνα με τις αναγεγραμμένες χρονολογίες, αρχίζουν από το 1897 και τελειώνουν το 1904˙ καλύπτουν δηλαδή διάστημα οκτώ ετών. Οι περισσότερες είναι γραμμένες στην Καβάλα και κάποιες από αυτές στις Σέρρες.

Πίνακας 1. Οι αφιερώσεις του λευκώματος ανά χρονολογία και γλώσσα εγγραφής των.

Χρονο-
λογίες
Αφιερώσεις
1897
1898
1899
1900
1901
1902
1903
1904
Σύνολο
Ελληνικά
2
1

2
3

1

9
Γαλλικά



5
5

4
2(1Π*)
16
Γερμανικά






1
1
2
Αγγλικά
1







1
Ζωγραφιές



1(K.L.*)
2


1(Π)
4

  • Όπου Π = Παρθένης, όπου K.L.=Kimon Loghi.



Πίνακας 2: Οι αφιερώσεις του λευκώματος στις οποίες αναγράφεται ο χρόνος και ο τόπος εγγραφής των.

Χρονολογίες
Πόλεις
1897
1898
1899
1900
1901
1902
1903
1904
Αχρονο-
λόγητα
Καβάλα
1


5
2

6
2
2
Σέρρες




5





Στο λεύκωμα συνολικά γράφουν 26 άτομα. Ανάμεσα στις αφιερώσεις ξεχωρίζουν εκείνες της μητέρας της Δανάης, Μαρίας Αναστασιάδου, της αδελφής της, Καρολίνας και ασφαλώς οι αφιερώσεις -  ζωγραφιές των Κ. Παρθένη και K. Loghi.  Τα ονόματα των φίλων της Δανάης – όσων από αυτούς υπογράφουν – είναι τα εξής:  Χρυσάνθη Α. Δανδήλη, Π.Β. Βουλγαρίδης, Β. Μπενβενίστε, Χατζηδήμος, Νέλλη Πεκιόλη, Αγλαΐα Μαρούλη, Κωνσταντίνος Γιασκατζής, Ι. Κ. Δακόπουλος, Κ. Παρθένης, Κλεονίκη Μαρούλη, Kimon Loghi, Καπέτης, Πίπιτσα Ανδριανού, Λύσανδρος Μαρούλης, Raoul Vinay. Στις υπόλοιπες αφιερώσεις οι φίλοι της Δανάης υπογράφουν με το μικρό τους όνομα (Μαίρη, Ματθίλδη) ή απλώς με τα αρχικά τους (D C P, Μ.Λ.Σ,  Ι Η Δ, ΙΧΔ) ή και καθόλου (μία περίπτωση). Αν εξαιρέσουμε τη μητέρα και την αδελφή της Δανάης, πάνω από μία φορά στο λεύκωμα γράφουν οι Νέλλη Πεκιόλη, Αγλαΐα Μαρούλη, Μ.Λ.Σ, Κλεονίκη Μαρούλη, Ματθίλδη και Raul Vinay.
Οι εγγραφές των αδελφών Αγλαΐας, Κλεονίκης και Λύσανδρου Μαρούλη – τέκνων του σπουδαίου εκπαιδευτικού Δημητρίου Μαρούλη1 – είναι γραμμένες στις Σέρρες. Πρώτη γράφει η Αγλαΐα δύο φορές την ίδια ημέρα, στις 4 Ιουλίου 1901, σε διαφορετικές σελίδες του λευκώματος που απέχουν μεταξύ τους, ακολουθεί η Κλεονίκη η οποία γράφει (και υπογράφει) σε 3 σελίδες αλλά χρονολογεί μόνο την τελευταία της εγγραφή (27 Ιουλίου 1901) και, τέλος, ο Λύσανδρος Μαρούλης σημειώνει τη φράση Rappelle - toi στις 9 Αυγούστου, υπονοώντας κάτι όμορφο πιθανόν, μία καλή στιγμή, που τον συνδέει με την Δανάη και θα την επαναφέρει αυτή στη μνήμη της, όταν αργότερα φυλλομετρώντας το λεύκωμα θα σταματά στις δυο λέξεις. Από τον τόπο και τον χρόνο των εγγραφών των τριών αδελφών Μαρούλη προκύπτει ότι η Δανάη έμεινε στις Σέρρες το καλοκαίρι του 1901 τουλάχιστον κατά τον μήνα Ιούλιο και το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου. Αργότερα, ο Λύσανδρος θα νυμφευθεί την Αικατερίνη Ευαγγελίδου από την Καβάλα και το ζεύγος, πιθανόν, θα είχε πυκνότερες επαφές με την οικογένεια Αναστασιάδου2.





Η προέλευση του Λευκώματος.


Το λεύκωμα σήμερα ανήκει στο αρχείο του διεθνούς φήμης πιανίστα Γιώργου Κωνσταντινίδη ο οποίος έχει, ως  κληρονόμος των Κοντορέπα και Χριστοδούλου, ένα τμήμα του σπουδαίου αρχείου των δύο αυτών παλαιών οικογενειών. Το άλλο μέρος του αρχείου, ανήκει στον Νέστορα Καββαδά. Πώς βρέθηκε όμως  το Λεύκωμα της Δανάης Αναστασιάδου στο αρχείο της οικογένειας Κοντορέπα και εν συνεχεία περιήλθε στον δισέγγονό τους Γ. Κωνσταντινίδη;
Η πρώτη επαφή των Κοντορέπα με την Καβάλα γίνεται μέσω του Κωνσταντίνου Κοντορέπα, όταν ο τελευταίος υποχρεώνεται να αφήσει τα Βελεσσά στα οποία, εργαζόταν ως ιατρός ήδη από της λήψεως του πτυχίου του και να μετοικήσει, πιθανόν το 1887, στην Καβάλα όπου θα ασκήσει στο εξής το επάγγελμά του. Ωστόσο, από τις επιστολές των μελών της οικογένειας Αναστασιάδου προς τον Δημήτριο Κοντορέπα των ετών 1900-1932, οι οποίες καλύπτουν και το χρονικό διάστημα από την έναρξη της μεταξύ των αλληλογραφίας (1900) έως το έτος θανάτου του Κωνσταντίνου Κοντορέπα (1904), προκύπτει ότι δεν υπήρξε οιαδήποτε σχέση επαγγελματική ή κοινωνική μεταξύ της οικογένειας και του ιατρού. Η  επαφή, επομένως, της οικογένειας με τον δεύτερο Κοντορέπα ο οποίος είχε σχέση με την Καβάλα, τον Δημητράκη (γιο του Αλεξάνδρου και ανεψιό του Κωνσταντίνου), προήλθε από άλλη οδό. Τον Δημητράκη, επειδή έμεινε σε μικρή ηλικία ορφανός μητρός, τον μεγάλωσε η θεία του, η καλή παιδαγωγός Ολυμπία Κοντορέπα η οποία ήταν σύζυγος του Τζων Σπύρη. Αδελφή του τελευταίου υπήρξε η Βικτωρία Πάνου, μητέρα της Μαρίκας και της Κατίνας Πάνου. Η οικογένεια Αναστασιάδου ήταν συγγενής με τους Πάνου και μέσω της Ολυμπίας συνδέθηκε με τον Δ. Κοντορέπα. Η πρώτη αναφορά της σχέσεως των οικογενειών  Κοντορέπα και  Αναστασιάδη στις διαθέσιμες επιστολές του αρχείου, εντοπίζεται σ’ αυτήν της 13ης Φεβρουαρίου 1896, την οποία αποστέλλει η Ολυμπία από τη Θεσσαλονίκη στον αδελφό της Κωνσταντίνο στην Καβάλα3. Γράφει σχετικώς η Ολυμπία: «Μ’ όλην την κακοκαιρίαν διήλθομεν καλώς τας απόκρεω, διασκεδάσαμεν εις της κ. Ελένης Χατζηλαζάρου4 το Σάββατον προ μεσημβρίας, επειδή δε από τινων ημερών μένει ενταύθα ο κ. Αναστασιάδης εκ Καβάλλας μετά της θυγατρός του Καρολίνας, είχομεν παραλάβει και την κόρην του ήτις έπαιξε πιάνο τόσον καλώς, ώστε παρ’ όλων εθαυμάσθη, είναι χαριέστατο κοριτσάκι, με καλήν ανατροφήν, καλούς τρόπους και μόρφωσιν πολύν σχετικώς με την ηλικίαν του».       
Από τις επιστολές του αρχείου, την πρώτη γράφει ο Αναστάσιος Αναστασιάδης προς την Ολυμπία, τον Νοέμβριο του 1899 και την δεύτερη πάλι ο ίδιος τον Ιούνιο του 1900, προς τον Δημητράκη. Ακόμη, η πρώτη επιστολή της Μαρίας προς τον Δημητράκη χρονολογείται τον Αύγουστο του 1900, ενώ η πρώτη των κοριτσιών της προς τον ίδιο το 1901.
Η σχέση μεταξύ του Δημητράκη και της οικογένειας Αναστασιάδου έγινε στενότερη λόγω των κοινών επαγγελματικών δραστηριοτήτων των δύο ανδρών, του Δημητράκη Κοντορέπα και του Αναστασίου Αναστασιάδη. Οι επαγγελματικές δραστηριότητες και των δύο εκάλυπταν παραλλήλως ομοειδείς χώρους ποικίλων δραστηριοτήτων (αντιπροσωπείες, ασφάλειες, εισαγωγές – εξαγωγές, καπνά κτλ.). Επομένως, ήταν δυνατό οι δύο άνδρες να συνεργάζονται κατά περίπτωση με μακροπρόθεσμo στόχο την αμοιβαία ωφέλεια. Ενδεικτικώς, αναφέρουμε τη σταθερή μέσα στο χρόνο δραστηριοποίηση του Δημητράκη Κοντορέπα στις εργασίες επί των μεταλλείων και ως εκ τούτου τη σχέση του με το χώρο των μεταλλείων στην ευρύτερη περιοχή της Καβάλας. Στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, τόσο από την άποψη του είδους όσον και της περιοχής, είχε συμφέροντα και ο Α. Αναστασιάδης, όπως φαίνεται από σχετική επιστολή του.    
Οι εγγραφές των φίλων της Δανάης στο λεύκωμά της καλύπτουν το διάστημα οκτώ ετών, από το 1897 έως και το 1904. Η Δανάη όταν απέκτησε το λεύκωμα ήταν ένα κορίτσι (ή νεαρή δεσποινίς) και στα έτη  που μεσολάβησαν μέχρι το 1904 – έτος που ο Παρθένης ζωγράφισε το έργο του  σε ένα φύλλο του λευκώματός της – μεγάλωσε και έγινε πλέον μία νέα γυναίκα. Εν τω μεταξύ, η Δανάη αλληλογραφεί με τον Δημητράκη και οι δυο τους συναντώνται, όταν αυτή  αφικνείται συνοδευόμενη στην Θεσσαλονίκη ή, το συνηθέστερον, όταν μεταβαίνει ο Δημητράκης στην Καβάλα. Το 1904 η Δανάη είναι γυναίκα σε ηλικία γάμου και ο Δημητράκης, ένας ώριμος άντρας έτοιμος να νυμφευθεί και να δημιουργήσει οικογένεια. Μεταξύ τους είχε δημιουργηθεί μία ιδιαίτερη σχέση στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Εδώ, σημειώνουμε ότι μέχρι το 1904 ο Δημητράκης δεν είχε γράψει στο λεύκωμα της Δανάης, είτε με την ιδιότητα του φίλου στην αρχή της γνωριμίας τους, είτε με την ιδιότητα του προσφιλούς προσώπου κατά το επόμενο διάστημα. Από μία επιστολή του αρχείου, την οποία έγραψε ο Νικόλαος Μάνος (ο μετέπειτα δύο φορές δήμαρχος Θεσσαλονίκης) στις 9 Σεπτεμβρίου 1904, από τη Θεσσαλονίκη προς τον στενό του φίλο Δ. Κοντορέπα στην Καβάλα, προκύπτει ότι ο Δημητράκης βρισκόταν στην πόλη της Δανάης τις ίδιες ημέρες με τον Παρθένη και μάλιστα, σίγουρα την 10 Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία υπογράφει ο Παρθένης το έργο του στο λεύκωμα. Ως εκ τούτου, μπορούμε να υποθέσουμε ασφαλώς ότι ο Δημητράκης Κοντορέπας γνώρισε τον ζωγράφο και πολύ πιθανόν να  είδε τα έργα τα οποία είχε ζωγραφίσει ο Παρθένης κατά την μέχρι τότε διαδρομή του στη Μακεδονία. 
 Επανερχόμενοι στο λεύκωμα και την τύχη του, υποθέτουμε ότι είτε η Δανάη το παρέδωσε στον Δημητράκη το Φθινόπωρο του 1904 (ή  λίγο αργότερα) και του ζήτησε να σημειώσει στα φύλλα του και τα δικά του προς αυτήν αφιερωματικά λόγια, είτε ο Δημητράκης το κράτησε με δική του πρωτοβουλία μέχρι να ετοιμάσει ένα  κείμενο αντάξιο των αισθημάτων του προς αυτήν. Όμως τα γεγονότα τα οποία επακολούθησαν δεν του επέτρεψαν να γράψει τα θερμά εκείνα λόγια τα οποία σχεδίαζε ενώ, ταυτοχρόνως, το λεύκωμα παρέμεινε στα χέρια του περισσότερο ως σημάδι για τον ίδιο,  μίας τραυματικής εμπειρίας στον ευαίσθητο χώρο των προσωπικών σχέσεων.
Σε αυτό το Λεύκωμα εποίησαν έργα τους δύο νέοι ζωγράφοι, ο Kimon Loghi και  ο  Κωνσταντίνος Παρθένης, οι οποίοι ήταν ήδη από τότε γνωστοί καλλιτέχνες, ενώ στη συνέχεια ο καθένας δημιούργησε σπουδαίο έργο στην καλλιτεχνική ιστορία της χώρας του, στην Ρουμανία και την Ελλάδα αντιστοίχως.

Εικόνα 3: Οικογένεια Αναστασάκη Αναστασιάδου, Καβάλα, προ του 1900.
Διακρίνονται όρθιοι από αριστερά: Δανάη, Αναστασάκης, Καρολίνα, άγνωστη.
Καθιστοί από αριστερά: Μαρία, άγνωστη [γιαγιά;], Ιωάννα.
Μπροστά καθιστοί οι Γιώργος και Θανασάκης.





Η Δανάη Αναστασιάδου.

Εικόνα 4: Η Δανάη Αναστασιάδου (Ιούνιος 1899).


Η Δανάη Αναστασιάδου, η κάτοχος του λευκώματος, ήταν η μεγάλη κόρη της Μαρίας και του Αναστασίου Αναστασιάδη. Τα αδέλφια της Δανάης, με πιθανή σειρά γεννήσεως, ήταν οι: Καρολίνα, Ιωάννα, Θανασάκης, Γιώργος. Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεως της Δανάης δεν μας είναι γνωστή, ούτε και ο τόπος όπου γεννήθηκε· είμαστε σε θέση όμως με βάση τα πραγματολογικά και χρονολογικά στοιχεία που κομίζουν το λεύκωμα και οι επιστολές να υποθέσουμε, με σχετική ακρίβεια, ότι γεννήθηκε στην Καβάλα μεταξύ των ετών 1880-1882.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε σχετικά με την οικογένεια Αναστασιάδου, προέρχονται από μία σειρά 67 περίπου επιστολών τις οποίες απέστειλαν τα μέλη της προς τον σταθερό φίλο τους, Δημήτριο Κοντορέπα, κατά το χρονικό διάστημα 1900-1933. Οι 54 από αυτές είναι γραμμένες στην Καβάλα κατά τα έτη 1900-1915. Οι υπόλοιπες, των ετών 1924-1933, είναι γραμμένες στην Αθήνα, οι περισσότερες από την Μαρία και την Καρολίνα Αναστασιάδου, οι οποίες εν τω μεταξύ είχαν μετακομίσει στην πρωτεύουσα, όπως και δύο ακόμη μέλη της οικογένειας, η  Ιωάννα και ο Θανασάκης. Από αυτές τις τελευταίες επιστολές προκύπτει ότι μεταξύ των ετών 1915-1924, έτη κατά τα οποία δεν έχουν σωθεί επιστολές της οικογένειας στο αρχείο Κοντορέπα, μεσολάβησε ο θάνατος του Αναστασίου Αναστασιάδη. Το σύνολο αυτών των επιστολών αποστέλλεται στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου κατοικεί με τους συγγενείς του ο παραλήπτης, Δημήτριος Κοντορέπας, τον οποίο οι αποστολείς αποκαλούν πάντοτε  «Δημητράκη».
Η μόρφωση την οποία έλαβαν η Δανάη και τα αδέλφια της, λόγω ασφαλώς και της οικονομικής ευμάρειας της οικογένειάς τους, φαίνεται ότι ήταν αρκετά επιμελημένη για την εποχή. Το γεγονός αυτό προκύπτει από τις επιστολές όλων των μελών της οικογένειας, αλλά κυρίως φαίνεται σ’ αυτές της Καρολίνας, οι οποίες είναι γραμμένες με μεγαλύτερη συνέπεια από εκείνες των αδελφών της αλλά και των γονέων της, όσον αφορά τουλάχιστον στην ορθογραφία και στο συντακτικό. Οι ξένες γλώσσες (Γαλλικά, Αγγλικά και ίσως Γερμανικά) και η εκμάθηση πιάνου – για τις κόρες της οικογένειας – ή  βιολιού – για τον Θανασάκη – περιλαμβάνονταν στην εκπαίδευση και ταυτοχρόνως αποτελούσαν σημαντικά κοινωνικά εφόδια για τα νεαρά μέλη της οικογένειας.
Ειδικότερα η Δανάη, στα γράμματά της προς τον Δημητράκη, επικεντρώνεται κυρίως σε σχολιασμούς της καθημερινότητας της οικογένειάς της, σε λεπτομέρειες που αφορούν την εμφάνισή της, σε περιγραφές συχνά αναλυτικές εύθυμων ή μη περιστατικών, στα οποία συνηθίζει να παρουσιάζει τον εαυτό της σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο τρόπος με τον οποίο γράφει αποκαλύπτει έναν χαρακτήρα ζωντανό, ξέγνοιαστο, που διεκδικεί την προσοχή του περίγυρού της και χαίρεται να την απολαμβάνει.
Όσον αφορά στην καθημερινότητα, ιδίως αυτήν των γυναικών της οικογένειας, στις επιστολές τους προς τον Δημητράκη δεν γίνεται λόγος (ούτε καν υπονοείται) η ενασχόλησή τους με εργασίες που απαιτεί η καθημερινή φροντίδα ενός σπιτιού. Βεβαίως, αναφέρεται όπως είναι αναμενόμενο, η παρουσία «υπηρεσίας» η οποία όμως δεν περιλαμβάνει – απ’ όσο γνωρίζουμε – περισσότερα από ένα άτομο. Αντιθέτως, στις επιστολές είναι συχνότατες οι αναφορές σε χορούς, διασκεδάσεις, ανταλλαγές επισκέψεων με συστηματικό χαρακτήρα, περιπάτους, είτε στον κήπο του σπιτιού της οικογένειας, (ο οποίος φαίνεται ότι ήταν αρκετά μεγάλος και επιμελημένος), είτε σε μακρινούς προορισμούς, όταν το επέτρεπε ο καιρός. Συχνή είναι επίσης και η αναφορά σε θέματα που αφορούν στην εμφάνισή τους, εκ μέρους κυρίως της Μαρίας Αναστασιάδου, η οποία, σχεδόν σε κάθε επιστολή της επιφορτίζει τον φίλο τους να εκτελέσει για λογαριασμό της συγκεκριμένες παραγγελίες στην αγορά της Θεσσαλονίκης.
Επαναλαμβανόμενη μνεία γίνεται στην ενασχόληση της οικογένειας με την τέχνη της φωτογραφίας, η οποία κατά τα έτη αυτά αφορά μόνο μερικά άτομα της υψηλής αστικής τάξεως: Προσκαλούν φωτογράφους και φωτογραφίζονται τακτικά,  συζητούν πάντοτε για την αισθητική κάθε μίας τυπωμένης φωτογραφίας και αναλόγως επιλέγουν με ποιες θα δημιουργήσουν προσωπικές ή οικογενειακές cartes-postales, κάποιες τις αποστέλλουν  στους φίλους τους και γενικά αναφέρονται διεξοδικώς σε αυτές.
 Επιπλέον, τα νεότερα μέλη της οικογένειας, συλλέγουν διαφόρων ειδών έντυπες cartes-postales του εμπορίου (με τοπία, πρόσωπα ή γεγονότα), τις οποίες ανταλλάσσουν μέσω του ταχυδρομείου με τους γνωστούς τους στην Τουρκία, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Η ομήγυρις με την οποία η οικογένεια Αναστασιάδου συνδιαλέγεται και διασκεδάζει, εκτός από τους συγγενείς, περιλαμβάνει πρόσωπα από τα πλέον σημαίνοντα της κοινωνίας της Καβάλας, όπως υποπροξένους (Άννινος, Ζανέτος), επιχειρηματίες (Τόκος), αλλά και  άτομα μεγάλης οικονομικής δυνάμεως και αντιστοίχως υψηλής κοινωνικής θέσεως τα οποία παραλλήλως με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες εκτελούσαν χρέη υποπροξένου (βαρώνος Wix, Pecchioli, Kufler).
Την εικόνα ενός ανάλαφρου φλέρτ μεταξύ της Δανάης και του Δημητράκη, το οποίο  διαφαίνεται στις διασωθείσες επιστολές της Δανάης, ανατρέπει μία επιστολή της Ιωάννας προς τον Δημητράκη, γραμμένη το καλοκαίρι του 1905, με την οποία του ανακοινώνει τους αρραβώνες της αδελφής της με τον Χαράλαμπο Χαραλαμπίδη. Η  επιστολή της Ιωάννας μας αποκαλύπτει ότι μεταξύ της Δανάης και του Δημητράκη υπήρξε ένα ειδύλλιο για το οποίο, πολύ πιθανό,  ήταν ενήμεροι και οι γονείς τους, και ίσως αυτοί οι τελευταίοι να ανέμεναν ότι η σχέση θα κατέληγε σε γάμο. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι  η Δανάη απέφυγε την υποχρέωση την οποία είχε να ανακοινώσει η ίδια στον Δημητράκη την απόφασή της να αρραβωνιασθεί άλλον και συγχρόνως να του εξηγήσει τους λόγους της μεταστροφής της και ως εκ τούτου να υποστεί τη βάσανο μιας δύσκολης συζητήσεως. Έκτοτε, σταμάτησε η  αλληλογραφία μεταξύ Δανάης-Δημητράκη ενώ συνεχίστηκε απρόσκοπτα μεταξύ του τελευταίου και των υπολοίπων μελών της οικογένειας. Από τις επιστολές αυτών πληροφορείται ο Δημητράκης για ένα διάστημα, όλα όσα έχουν σχέση με την Δανάη: το γάμο της, τη διαμονή της αρχικά στη Ξάνθη και στη συνέχεια στη Ραιδεστό, τη γέννηση των παιδιών της. Πέντε χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1910, η Δανάη στέλνει ευχητήρια κάρτα στο Δημητράκη (υπογράφει ως Δανάη Χαραλαμπίδου φυσικά) από το κείμενο της οποίας προκύπτει ότι έχει επανέλθει η μεταξύ τους επαφή δια αλληλογραφίας αλλά και δια ζώσης, επομένως έχει αποκατασταθεί η σχέση τους εντός βεβαίως των νέων συνθηκών οι οποίες πλέον ισχύουν για τον καθένα από τους δύο.



Ο Κωνσταντίνος Παρθένης του 1904.
          Εικόνα 5: Κωνσταντίνος Παρθένης.

Ένα άγνωστο έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη ζωγραφισμένο το 1904 σε ένα φύλλο  του λευκώματος της Δανάης, αποκτά, την ίδια σημασία  την οποία θα είχε και η ανεύρεση ενός αγνώστου ποιήματος του Καβάφη, γραμμένου επίσης σε ένα λεύκωμα ή σε ένα μονόφυλλο. Περισσότερο και από τα δύο θα άξιζε βεβαίως ο εντοπισμός μιας εικόνας η ενός σχεδίου της μορφής του Ανδρέα Κάλβου, καμωμένου από ζωγράφο «εκ του φυσικού». Επειδή θεωρούμε ότι δεν έχουμε τις γνώσεις εκείνες, οι οποίες θα μας επέτρεπαν να αναφερθούμε, συνοπτικά έστω, στο έργο του Παρθένη, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε τις γνώμες δύο ανδρών, καθ’ ύλην αρμοδίων για τον ζωγράφο και το έργο του, των οποίων όμως τις απόψεις μπορούμε να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε επαρκώς.
Γράφει, λοιπόν, γι’ αυτόν ο συνομήλικός του Ζαχαρίας Παπαντωνίου, με την ιδιότητα του κριτικού τέχνης, εκτιμώντας τα ουσιώδη συστατικά του έργου του ζωγράφου κατά την ώριμο περίοδο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας: ο Παρθένης είναι «Ένας καλλιτέχνης εσωτερικός. Είναι ένας ποιητής και ανήκει εις το λυρικόν ρεύμα του αιώνος αυτού που λέγεται συμβολισμός, ρεύμα το οποίον συνέχεται με το λυρικόν ρεύμα των πριμιτίφ και με άλλες ανοίξεις της ανθρώπινης ψυχής εις την ιστορίαν της τέχνης. Είναι ένας ιδεαλιστής. Ιδεαλισμός, για να πάρω τον απλούν ορισμόν ενός φιλοσόφου, είναι η παράστασις των αντικειμένων επί του ψυχικού τύπου του ανθρώπου, επί των γεγονότων της συνειδήσεως. Αυτός είναι ο Παρθένης»5.
Μία γενιά νεότερος ό Νίκος Εγγονόπουλος και με την διπλή ιδιότητα, αυτή του ζωγράφου και του μαθητή του Παρθένη στη Σχολή Καλών Τεχνών, σημειώνει για τον δάσκαλό του κατά τρόπον απόλυτο και ταυτοχρόνως επιθετικό: «Ο Παρθένης ήταν ένας άνθρωπος υψηλόφρων, ευθύς, άτεγκτος και ανεπηρέαστος στον δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιέργειας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατος, απέραντα καλός, ένας αληθινός αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής»6.
Εμείς εδώ περιοριζόμαστε να αναφέρουμε μόνον ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία για τον Παρθένη καθώς είναι εύκολο στον καθένα να διαβάσει κείμενα για τη ζωή και τη ζωγραφική του, ενώ στο διαδίκτυο μπορεί να δει εικόνες σημαντικού αριθμού έργων του. Για την παρουσίαση του έργου του «Fleurs de Printemps», όπως ο ίδιος το επιγράφει, που βρίσκεται στο λεύκωμα της Δανάης, παραθέτουμε εκείνες κυρίως τις πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με την περίοδο κατά την οποία το ζωγραφίζει.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) έζησε από το 1895 έως το 1903 στη Βιέννη και σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ παραλλήλως παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλεως. Ζωγραφική και μουσική λοιπόν εποίει. Στη Βιέννη εκθέτει πρώτη φορά το έτος 1899. Τον επόμενο χρόνο, το 1900, συμμετέχει  με έργα του στην «Έκθεση των Φιλότεχνων», στην Αθήνα, το 1902 συμμετέχει στην έκθεση του ομίλου «Παρνασσός», ενώ το 1903 στη «Διεθνή Έκθεση» Αθηνών.
Το 1903 επιστρέφει στην Ελλάδα, εγκαθίσταται στην Αθήνα και πραγματοποιεί ταξίδια στην Καβάλα, στην Κωνσταντινούπολη και στον Πόρο. Η πληροφορία αυτή για τις μετακινήσεις του Παρθένη την εποχή εκείνη, μετά το πρώτο ξάφνιασμα που νιώσαμε όταν είδαμε την εικόνα στο λεύκωμα, ενίσχυσε την εντύπωσή μας ότι η ακουαρέλα είναι γνήσιο έργο του Παρθένη. Σε αυτή την πληροφορία προσετέθησαν αμέσως μετά, εις επίρρωση της πρώτης εκτίμησεώς μας, οι πίνακες δύο έργων του Παρθένη της ιδίας χρονολογίας με αυτή του έργου του στο λεύκωμα (1904) με θέμα και των δύο, τοπία από την περιοχή της Καβάλας. Είναι τα έργα «Πεδιάς των Φιλίππων» και «Τοπίο από την Καβάλα», τα οποία ζωγράφισε ο Παρθένης κατά την διάρκεια της παραμονής του τότε στην Καβάλα και στην περιοχή της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Κίμων Μιχαηλίδης, εκδότης του περιοδικού Παναθήναια, στο τεύχος του μηνός Δεκεμβρίου του 1904 δημοσιεύει άρθρο  με τίτλο «Κωνσταντίνος Παρθένης», στο οποίο αναφέρει και δύο από τα έργα που ο Παρθένης ζωγράφισε κατά τη διάρκεια του ταξιδίου του το ίδιο έτος στη Μακεδονία. Είναι το «Τοπίο από την Καβάλα» (στο κείμενο με τίτλο «Από την Καβάλλαν») και «Το Μοναστήρι της Εικοσιφοινίτσης». Ο Μιχαηλίδης θα παρουσιάσει και θα κρίνει τα δύο αυτά έργα μαζί με άλλα νέα έργα του ζωγράφου, αφού όμως προηγουμένως εκφράσει συνολικά την άποψή του για το έργο του Παρθένη.
Κατ’ αρχήν, στο γενικό τμήμα του κειμένου του προβαίνει σε μία αξιωματική διατύπωση: «Ό,τι νέον ξαφνίζει. Είναι κανών γενικός» και αμέσως μετά συμπληρώνει ότι θεωρεί την τέχνη του Παρθένη «νέα δια τας Αθήνας». Νέα τέχνη, επομένως, η τέχνη του Παρθένη, η οποία, κατά τον Μιχαηλίδη,  αντιπαρατίθεται στην υπάρχουσα «κατά συνθήκην ζωγραφική» των άλλων και επομένως απαιτεί έναν νέο τρόπο με τον οποίον οφείλει κανείς να την κοιτάξει και να την αισθανθεί, προκειμένου να την κατανοήσει. Νομίζουμε, ότι ο Μιχαηλίδης προβλέπει κατά τρόπο καίριο την εξέλιξη του Παρθένη καθώς και την αξία του καλλιτεχνικού του έργου. Συμπερασματικώς, αποφαίνεται για τον ζωγράφο και το έργο του: «Αυτό μου αρέσει ιδιαιτέρως εις τον κ. Παρθένην. Βλέπει ως αληθινός ζωγράφος, σχεδιάζει ως αληθινός τεχνίτης και εκτελεί ως αληθινός καλλιτέχνης». Αυτά όλα στο τέλος του 1904, όταν ο Παρθένης είναι μόλις 26 ετών και έχει δώσει μόνον δείγματα έργου. Εξ όνυχος, ασφαλώς, τον έκρινε ο Κίμων Μιχαηλίδης και τον έκρινε με παραδειγματική ευστοχία7.   

          Εικόνα 6: Πεδιάς των Φιλίππων 1904, λάδι σε καμβά 16x18 εκ. Ιδιωτική συλλογή.


Εικόνα 7: Τοπίο από την Καβάλα, 1904, λάδι σε καμβά , 63,3 x 52 εκ., Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη.

            Ένα χρόνο περίπου αργότερα (1905-1906) η Επιτροπή του Ιερού Ναού της Θεοτόκου στη Χωριστή Δράμας αναθέτει στον Παρθένη να αγιογραφήσει μία σειρά 6 εικόνων μεγάλου μεγέθους, οι περισσότερες από τις οποίες ετοποθετήθησαν στο τέμπλο του ναού και έκτοτε αποτελούν μέρος του σπουδαίου κειμηλιακού του πλούτου8. Οι ενυπόγραφες από αυτές τις εικόνες φέρουν ως χρονολογία το έτος 1906. Αλλά και στην ίδια την Καβάλα, εντός του Μητροπολιτικού Οίκου, εντοπίστηκαν δύο εικόνες, ο  «Ανιστάμενος Χριστός» και η εικόνα «Ιδού ο Άνθρωπος» οι οποίες μελετήθηκαν και αποδόθηκαν μετά βεβαιότητος εις τον Παρθένη9.  Οι παραπάνω δύο  εικόνες είναι ανυπόγραφες και  θεωρούνται σύγχρονες με  αυτές της Χωριστής, με τις οποίες άλλωστε συγκρίθηκαν κατά την μελέτη εντοπισμού του δημιουργού τους. Θεωρούμε ότι οι εικόνες στη Χωριστή  έχουν στενή σχέση με το πρώτο ταξίδι του Παρθένη στην περιοχή, προήλθαν δηλαδή από την επαφή του ζωγράφου με τον τόπο και τους ανθρώπους του, οι οποίοι, αφού τον γνώρισαν, του παρήγγειλαν τις εικόνες  για τις λειτουργικές ανάγκες του ιερού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου. Οι δύο εικόνες της Μητροπόλεως Καβάλας φαίνεται ότι υπήρξαν δώρο του Παρθένη στον πρώτο Μητροπολίτη της νεοσυστάτου κατά το έτος 1924 Μητροπόλεως Καβάλας και Νέστου, Χρυσόστομο Χατζησταύρου με τον οποίον ο ζωγράφος είχε προσωπική σχέση10. Παρέμειναν μάλιστα στη Μητρόπολη και μετά την εκλογή του Χρυσοστόμου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος το έτος 1962 και την αναχώρησή του από την πόλη της Καβάλας.
Ο Παρθένης ευρίσκεται στην Καβάλα  μερικούς μήνες του έτους 1904 (Καλοκαίρι-Φθινόπωρο) και ζωγραφίζει τοπία της πόλεως και της ευρύτερης περιοχής· στις 10 Σεπτεμβρίου, μάλιστα,  υπογράφει το έργο του στο λεύκωμα της Δανάης. Ήταν τότε ένας νέος άνδρας 26 ετών. Δεν γνωρίζουμε, προς το παρόν ακριβώς την ηλικία της Δανάης την εποχή εκείνη, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε βασίμως ότι πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από είκοσι ετών όταν της αφιέρωσε το έργο του ο Παρθένης. Συνήθως, οι μικρές δεσποινίδες αποκτούσαν λεύκωμα σε ηλικία μεταξύ δεκατριών και δεκαπέντε ετών – πιο κοντά μάλλον στο δεύτερο ηλικιακό όριο – και η Δανάη απέκτησε το δικό της το έτος 1897. Επτά χρόνια αργότερα συναντά τον ζωγράφο και από την συνάντησή τους μένει ένα όμορφο έργο, ένα αληθινό έργο ζωγραφικής, ανάμεσα σε μερικές συμβατικές εικόνες με τις οποίες εστόλισαν το λεύκωμα οι φίλες/οι της κατόχου όπως άλλωστε συνήθιζαν να κάνουν όταν συμπλήρωναν τα λευκά φύλλα ενός λευκώματος. Παρότι είναι φθινόπωρο, ο Παρθένης ζωγραφίζει στο λεύκωμα την Άνοιξη, προφανώς επειδή  δωρίζει το έργο του σε μία εύμορφη νέα γυναίκα, σε ένα λουλούδι της Ανοίξεως όπως την αποκαλεί. Μία νέα στεφανωμένη με λουλούδια κρατά με τα δυο χέρια το φόρεμά της με τέτοιο τρόπο ώστε να χωρούν, μέσα στο κοίλωμά του όσα από τα κόκκινα άνθη – παπαρούνες – έδρεψε προηγουμένως η νεάνις. Ο αγρός μέσα στον οποίο κινήθηκε η νέα ορίζεται στο βάθος, από θάμνους και δέντρα του Παρθένη, ενώ το λευκό ανάμεσά τους φαίνεται να συμμετέχει και αυτό στην έντονη αίσθηση την οποία μας δημιουργεί το έργο. 
Ο Μάνος Στεφανίδης σε κείμενό του για το ζωγράφο, σημειώνει εκείνα τα «καθοριστικά στοιχεία» των αντιλήψεων του Παρθένη», τα οποία διακρίνονται στην ώριμη, κυρίως, περίοδο του έργου του: τη χρήση των «σχηματοποιημένων δέντρων» και τη χρήση επίσης «επιμέρους μορφών που λειτουργούν ως σημαίνοντα (…, γυναικείες φιγούρες με έντονη εξιδανίκευση…)»11. Εδώ, στη ζωγραφιά του λευκώματος, υπάρχει ασφαλώς το πρώτο από αυτά τα στοιχεία, η χρήση δηλαδή των σχηματοποιημένων δέντρων. Νομίζουμε, επιπλέον, ότι ο Παρθένης είχε κάθε λόγο να σχεδιάσει (και να εξιδανικεύσει εν μέτρω) την ίδια τη Δανάη, ως Άνοιξη, ντυμένη με το λευκό φόρεμα της αγνότητας και στεφανωμένη με το λευκό και το κόκκινο των ανθέων – το  κόκκινο της χαράς και του πάθους – ώστε  να μείνει η εικόνα της νέας αναλλοίωτη στο χρόνο, μέσα στο δικό της άλμπουμ μαζί με τις φράσεις πιστής φιλίας τις οποίες της αφιερώνουν οι νέες/οι φίλες/οι της.   
Εκείνο το καλοκαίρι του 1904 ο Παρθένης διαμένει στην Καβάλα και κατά τη διάρκεια της παραμονή του σε αυτήν εργάζεται, ζωγραφίζοντας τοπία από την ίδια την πόλη αλλά και από την περιοχή της. Θα θέλαμε βεβαίως να γνωρίζουμε  πώς ταξίδεψε ο ζωγράφος από την Αθήνα μέχρι την Καβάλα. Ίσως να έκανε το ταξίδι από τον Πειραιά δια θαλάσσης, οπότε είναι πολύ πιθανό να αντίκρυσε τη θέα της Θεσσαλονίκης από τη θάλασσα, όταν έπιασε το πλοίο στο λιμάνι της. Όταν στη συνέχεια έφτασε στην Καβάλα, κάποιος από την συντροφιά τον εγνώρισε (ή τον εγνώριζε ήδη) και τον παρουσίασε στην οικογένεια Αναστασιάδου, το πιθανότερον στην Μαρία, την μητέρα, και τις δύο μεγαλύτερες κόρες την Δανάη και την Καρολίνα.    
Είναι ακόμη η εποχή κατά την οποία ο Παρθένης μπορεί με άνεση να είναι μέλος μιας ομάδος νέων (ανδρών και γυναικών) σε μία μεσαίου μεγέθους πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πόλη όμως εξαιρετικά ανθηρή αυτή την περίοδο, της οποίας οι καλές οικογένειες διαθέτουν πολύ πλούτο αλλά και την δυνατότητα να συναναστρέφονται και να συνομιλούν με άτομα, τα οποία είτε γεννήθηκαν και έζησαν στην Ευρώπη είτε απέκτησαν επαφή με την Ευρώπη και τον πολιτισμό της. Επομένως, νομίζουμε ότι η οικογένεια Αναστασιάδου,  ασφαλώς,  μπορούσε να δεχθεί  τον Παρθένη και από την συνάντηση αυτή να μείνουν ικανοποιημένοι και οι δύο: η οικογένεια η οποία τον υποδέχεται, καθώς βεβαίως και ο φιλοξενούμενος ζωγράφος.    
Από τη συνάντηση των δύο και την επαφή την οποία είχαν η Δανάη και ο Κωστής, θεωρούμε ότι προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Εκίνησε το ενδιαφέρον του νέου άνδρα με την παρουσία της η Δανάη, όταν ευρέθησαν πρώτη φορά στην Καβάλα το 1904; Η Δανάη είχε όλα τα στοιχεία εκείνα τα οποία την έκαναν επιθυμητή σε έναν άνδρα και επιπλέον διέθετε τη δυνατότητα να κινείται με άνεση σε ένα σαλόνι, να συμμετέχει στις συζητήσεις και να αποτελεί η ίδια, συνήθως, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των καλεσμένων. Τι εγνώριζε μία νέα γυναίκα, γεννημένη και μεγαλωμένη επί τουρκοκρατίας στην επαρχία για ζωγραφική  και τι μπορούσε αυτή να  καταλάβει, από την παρουσία ενός ζωγράφου, ο οποίος ερχότανε από την Κεντρική Ευρώπη; Εγνώριζε, πολύ πιθανόν, όσα μπορούσε κανείς να κατανοήσει διαβάζοντας τα κείμενα και παρατηρώντας τις εικόνες των ξενόγλωσσων, κυρίως γαλλικών, περιοδικών ποικίλης ύλης τα οποία τότε κυκλοφορούσαν στην Ανατολή μεταξύ των ευπόρων και εγγραμμάτων οικογενειών. Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο ζωγραφίζει  το 1904 ο Παρθένης τα δύο τοπία από την Καβάλα και τους Φιλίππους (τα οποία θεωρούμε βέβαιον ότι τα είδε η Δανάη) πιστεύουμε ότι ευρίσκεται πλησιέστερα προς τις αντιληπτικές περί ζωγραφικής ικανότητες της Δανάης σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε  η Δανάη τοπία του Παρθένη  όπως αυτός θα τα ζωγράφιζε αργότερα, κατά την ώριμη περίοδο της τέχνης του. Αναγνώρισε η Δανάη, την προσωπικότητα του νέου άνδρα και συγχρόνως  αισθάνθηκε την υψηλή αξία του έργου του; Όταν συναντιούνται οι δυο τους στην Καβάλα το 1904, προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους. Γεννήθηκαν και έζησαν μέχρι τότε με τρόπο, ο οποίος διαμόρφωσε συγκεκριμένες αντιλήψεις στον καθένα, εν πολλοίς  αποκλίνουσες μεταξύ τους. Η Δανάη γεννήθηκε και έζησε σε μία επαρχιακή πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μέχρι τότε θα είχε, πιθανόν, την εμπειρία μερικών ταξιδιών στις δύο μεγάλες πόλεις της, τη Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Ο Παρθένης είναι ήδη ένας κοσμοπολίτης ο οποίος, όπως οι παλαιότεροι περιηγητές, αυτή την εποχή ταξιδεύει και ανακαλύπτει την πατρίδα του πατέρα του, ενώ ταυτοχρόνως δοκιμάζει την τέχνη του στα τοπία και στην ατμόσφαιρα του τόπου. Αλλά και η Δανάη, διαθέτει εκ φύσεως όλες εκείνες τις προϋποθέσεις οι οποίες της επιτρέπουν να αναγνωρίζει και να εκτιμά την αξία ενός έργου τέχνης. Παράλληλα, ως κόρη επιφανούς και εύπορης οικογένειας, έχει διδαχθεί τον τρόπο να αντιλαμβάνεται και να αφομοιώνει καινούργια πράγματα, ακόμα και αν η ίδια δεν κατείχε κάποια εξειδικευμένη γνώση.
Υπάρχει, βεβαίως, πρόβλημα σε μας σήμερα, ώστε να έχουμε έστω και κατ’ εκτίμηση την εικόνα του Κωστή Παρθένη των αρχών του 20ού αιώνος, καθώς ο τρόπος με τον οποίο έχει μείνει ως πρόσωπο στην ιστορία της τέχνης, βασίζεται στις περιγραφές και τις μαρτυρίες των μαθητών του στη Σχολή και σε δημοσιεύματα τα οποία αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικώς στο δεύτερο ήμισυ της ζωής του, στο διάστημα των ετών 1929-1967.
Ενδεικτικός για το θέμα μας είναι ο τίτλος του κειμένου του Ευγενίου Δ. Ματθιοπούλου, «Σχεδίασμα βιογραφίας του ζωγράφου», με το οποίον ανοίγει το αφιέρωμα στον Παρθένη των Επτά Ημερών της Καθημερινής, με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον θάνατό του. Ο τίτλος: «Κωστής Παρθένης: Από τη λύρα του Αρχάγγελου στα κλειδοκύμβαλα της σιωπής»12. Σε αυτή την πορεία, από την μία κατάσταση στην άλλη, είμαστε βέβαιοι ότι η εποχή του ταξιδιού στη Μακεδονία ευρίσκει τον Παρθένη στην αφετηρία της διαδρομής: τότε είναι ο Αρχάγγελος και κρατεί λύρα. Από το ίδιο αφιέρωμα αντιγράφουμε τους τίτλους μόνον των κειμένων των μαθητών του, οι οποίοι τον έζησαν και τον περιγράφουν, όταν βαθμιαίως ολοκληρώνει την καλλιτεχνική του προσωπικότητα και το ζωγραφικό του έργο ενώ, παραλλήλως, ο ίδιος ολοένα και περισσότερο, απομονώνεται από τον κόσμο και  βυθίζεται στη σιωπή. Οι τίτλοι, εν σειρά, των κειμένων των μαθητών για τον δάσκαλό τους είναι οι εξής: «Τον περιέβαλε μεγάλη αίγλη», «Ισχυρή καλλιτεχνική προσωπικότητα», «Τί πήραμε από τον Δάσκαλο της σιωπής», «Το έργο του, μεγάλο και ελληνικό», «Προκαλούσε το σεβασμό και το δέος», «Προσέξετε το χρώμα», «Τα χρώματά σας να είναι μελωδικά και αρμονικά». Αυτά όλα όμως απέχουν μία ή δύο γενιές από το 1904, έτος κατά το οποίο ο Παρθένης, νέος άνδρας, ταξιδεύει στη Μακεδονία και φτάνει στην Καβάλα. Σ’ αυτήν την εποχή, της εν πολλοίς άγνωστης περιόδου του Παρθένη, το λεύκωμα και η ζωγραφιά του ανοίγουν ένα μικρό παράθυρο, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε μίαν άλλη πλευρά της προσωπικότητας του μεγάλου ζωγράφου, αυτήν της λαμπερής νεότητός του.
Δεν γνωρίζουμε πως εξελίχθηκε η γνωριμία της Δανάης Αναστασιάδου και του Κωνσταντίνου Παρθένη εκείνων των ημερών του καλοκαιριού του 1904. Αντήλλαξαν μεταξύ τους επιστολές όταν ο Παρθένης επέστρεψε στην Αθήνα; Έστειλε ο ίδιος μία ευχαριστήρια επιστολή συνολικά στην οικογένεια (μητέρα και κόρες) και αυτό ήταν όλο; Ή ούτε αυτό συνέβη και ο νέος ζωγράφος επισκέφθηκε την οικογένεια μία τελευταία φορά, στην Καβάλα, και αφού πέρασαν όλοι μαζί ένα ευχάριστο βράδυ τους ευχαρίστησε ευγενικά για την φιλοξενία τους και αναχώρησε επιστρέφοντας στην Αθήνα; Δεν έχουμε καμία απολύτως ένδειξη αν υπήρξε κάποια συνέχεια και ποια ήταν αυτή στη σχέση του Παρθένη και των μελών της οικογένειας Αναστασιάδου. Όπως όμως ευρέθη στο λεύκωμα της Δανάης ένα έργο του Παρθένη (και άλλο ένα του Loghi) 110 χρόνια περίπου μετά από τότε που τα ζωγράφισαν οι δύο καλλιτέχνες, με παρόμοιο τρόπο μπορεί να εντοπισθούν κάποτε επιστολές του Παρθένη (και του Loghi) προς τις δύο αδελφές Αναστασιάδου.
Συμπληρώνουμε την παρουσίαση του Παρθένη με τις απόψεις δύο σύγχρονων κριτικών οι οποίοι αναφέρονται στο σύνολο των δημιουργών της νεοελληνικής τέχνης του 20ού αι. - μελετούν και κρίνουν τα έργα τους και την συμβολή του καθενός στην εθνική καλλιτεχνική παραγωγή. Εκτιμούν την συνολική στάση του ζωγράφου ως πνευματικού ανθρώπου και την περιγράφουν ως εξής: «Ο Παρθένης εκφράζει την ανάταση του ελληνισμού μετά τους βαλκανικούς πολέμους, τον βενιζελισμό που προσπαθεί να υλοποιήσει μεγαλοϊδεατικά οράματα και να επεκτείνει γεωγραφικά την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα την ανασυγκροτεί σ’ ένα σύγχρονο κράτος. Έχει την υψηλή εθνική έξαρση που έχουν και οι εθνικοί ποιητές Κ. Παλαμάς και Α. Σικελιανός»13. Σε ό,τι αφορά το καλλιτεχνικό του έργο και τη θέση του Παρθένη στην ιστορία της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής σημειώνουν: «Η προσφορά του… υπήρξε καθοριστική όσον αφορά την απομάκρυνση από την ακαδημαϊκή παράδοση και τη στροφή αφενός προς τα φιλελεύθερα καλλιτεχνικά κινήματα και αφετέρου προς το ενδογενές πολιτιστικό βίωμα. Το καλλιτεχνικό του έργο είναι αυτό που ουσιαστικά θεμελιώνει τη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική»14.    



Ο Kimon Loghi.

Εικ.8: Φωτογραφία του Kimon Loghi που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Luceafărul» τον Ιανουάριο του 191415.

Το δεύτερο έργο έκαμε ο ζωγράφος Kimon Loghi φίλος, όπως φαίνεται, της οικογένειας Αναστασιάδου. Στο λεύκωμα της Δανάης ο Loghi σχεδιάζει το έργο το έτος 1900, ενώ το όνομά του αναφέρεται δύο φορές σε ισάριθμες επιστολές της Καρολίνας προς τον Δημητράκη, του έτους 1906, με τρόπο που δείχνει την καλή σχέση του ζωγράφου με την οικογένεια και κυρίως με την Καρολίνα, την συντάκτρια αυτών των  επιστολών. Στις δύο  επιστολές το επίθετο του ζωγράφου σημειώνεται με δύο τύπους ελαφρώς παραλλαγμένους μεταξύ τους, «Λόγκης» και «Λόγης», ενώ το ίδιο διάστημα υπογράφει τα έργα του ως «Kimon Loghi» και με αυτόν τον τύπο του ονόματος, έμεινε στην ιστορία της ρουμανικής ζωγραφικής.
Ο  Kimon Loghi γεννήθηκε στις Σέρρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1873 και  από την αρχή είχε συνδεθεί με τη Ρουμανία καθώς θεωρούσε τον εαυτό του Ρουμάνο και τη ζωγραφική που έκανε, μέρος της ρουμανικής ζωγραφικής. Με τη συνδρομή του Δρ. Νίκου Σιώκη, καλού γνώστη όλων των περί των Βλάχων θεμάτων, διαπιστώσαμε ότι η οικογένεια του Kimon Loghi καταγόταν από τη Βλάστη και μετοίκησε για λόγους ασφαλείας (μαζί με άλλες σπουδαίες και πολυμελείς οικογένειες Βλάχων) από τη Βλάστη στις Σέρρες, κάποτε, στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνος. Για το ίδιο θέμα ο Ζήκος Τσίρος σημειώνει: «Οι λόγοι δια τους οποίους διεσκορπίσθησαν και πάλι και εξεπατρίσθησαν οι ευγενέστερες και πλουσιώτερες οικογένειες της Βλάστης ήσαν οι ληστρικές επιδρομές των Τουρκοαλβανών»16. Σε υποσημείωση, μάλιστα, ο ίδιος μας δίνει την παρακάτω ενδιαφέρουσα πληροφορία για τον Kimon Loghi: «…και στην Ρουμανία αναφέρεται Λόγας Κίμων διάσημος ζωγράφος, ο οποίος στα 1902 εξέθεσε διάφορα έργα τέχνης στην Έκθεση Ζωγραφικής των Αθηνών. Τέτοια έργα ηγοράσθησαν και από την κόρη του αοιδίμου Ακαδημαϊκού Αντωνίου Κεραμοπούλου17».  Γνωρίζουμε επίσης ότι κατά το διάστημα από τις 5 έως τις 18 Νοεμβρίου 1904, στο Paratul Ateneul του Βουκουρεστίου, πραγματοποιήθηκε έκθεση του Kimon Loghi με πίνακες και ακουαρέλες18. 
Ο Kimon Loghi σπούδασε πρώτα στη Σχολή Καλών Τεχνών Βουκουρεστίου˙ εκεί εργάστηκε για τρία χρόνια στο εργαστήρι των ζωγράφων – καθηγητών της Σχολής – Theodor Aman και George Demetrescu Mirea. Στη συνέχεια γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, πρώτα στο εργαστήρι του Νικολάου Γύζη και ακολούθως στην τάξη του Fritz von Stuck, στο εργαστήρι του οποίου εργάζεται από το 1895 μέχρι το 1898.  Στο γύρισμα του αιώνα (1900) ευρίσκεται στο Παρίσι. Σύμφωνα με την Marianna Vida  «Η τέχνη του προσλαμβάνονταν από τους συγχρόνους του σαν ρομαντισμός, στην πραγματικότητα όμως κατάγονταν από τον έκδηλο  θαυμασμό του στον Böklin. O Loghi τροφοδότησε τις συνθέσεις του με το μυστήριο των Ναϊάδων και των Τριτώνων του Φλαμανδού δασκάλου στο οποίο προστίθενται προσωπικά στοιχεία  που έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική μυθολογία και το Βυζάντιο»19.
Η La Secession – η απόσχιση από το ακαδημαϊκό ρεύμα – δημιουργήθηκε  στο Μόναχο το 1892 και στην ίδρυσή της συμμετείχαν (εκτός των άλλων) οι δύο ζωγράφοι, οι οποίοι – αυτοί κυρίως – επηρέασαν την καλλιτεχνική δημιουργία του Kimon Loghi: ο καθηγητής του, Franz von Stuck και ο Arnold Böklin. Η Βιεννέζικη εκδοχή της La Secession ιδρύεται το 1897 γύρω από το περιοδικό Ver Sacrum με πρόεδρο τον Gustav Klimt, τον άλλο ζωγράφο του οποίου το έργο επηρέασε σημαντικά τον Kimon Loghi.       
Ο Kimon Loghi με την σειρά του,  ήταν ένας από τους 12 νέους Ρουμάνους καλλιτέχνες (9 ζωγράφους και 3 γλύπτες) οι οποίοι στις 3 Δεκεμβρίου 1901 ίδρυσαν στο Παρίσι και εν συνεχεία μετέφεραν στο Βουκουρέστι την καλλιτεχνική Εταιρεία Timorinea Artistică (Καλλιτεχνική Νεολαία). Η Vida γράφει γι’ αυτούς: «επισημαίνουμε την συντροφικότητά τους, την καλή επαγγελματική τους εκπαίδευση, τον αυτοέλεγχό τους και τα υψηλά τους πρότυπα, το μοντέρνο πρόγραμμα, την διαθεσιμότητά τους προς τους νέους. Έγιναν βαθμιαία αποδεκτοί στην κοινωνία σύμφωνα με αξιολογικά κριτήρια. Η διπλωματία τους και η καλή τους διαχείριση, φάνηκε από την οργάνωση των εκθέσεων, την δημοσίευση των καταλόγων και την απόκτηση δικού τους χώρου»20. Είναι αξιοθαύμαστο ότι ο συμβολισμός εμφανίζεται στη Ρουμανία συγχρόνως με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο Kimon Loghi εκθέτει πρώτη φορά το 1898 στο Βουκουρέστι και το έργο του αποσπά την προσοχή του Leo Bachelin, βασιλικού βιβλιοθηκαρίου και χρονικογράφου, ο οποίος θα σημειώσει: «Ο κ. Loghi είναι και νεωτεριστής» και θα αναγνωρίσει ότι σε δύο έργα του καλλιτέχνη το “Entre des fleurs” και το “Tête dexpression” υπάρχει «πολύς χαρακτήρας» στο πρώτο και ότι το δεύτερο «αποδίδει ωραία την εμπιστοσύνη και την ελπίδα που η ζωγραφική θέλησε να εκφράσει»21. Η συμμετοχή του καλλιτέχνη στο Salon του Βουκουρεστίου το επόμενο έτος 1899 κρίθηκε ως ιδιαίτερα επιτυχής, και τρία από τα εκτεθέντα έργα του επελέγησαν για την επίσημη συμμετοχή της Ρουμανίας στην Διεθνή Έκθεση Παρισιού του 1900. Για ένα από τα έργα του αυτά, το «Post mortem laureates», η Andriana Sotropa σημειώνει: «Αυτός ο πίνακας επιβεβαιώνει κατά  κάποιο τρόπο την επιρροή του Stuck στον μαθητή του, τόσον όσον αφορά την θεματική όσο και το στυλ, συναντάμε σ’ αυτό [το έργο] το γούστο της συμμετρίας και του ιερατικού στην πόζα, τάση για το μακάβριο, το ανησυχητικό, συνδεδεμένο με ένα αισθησιακό γυναικείο πρόσωπο»22. Ενδεικτικό της πρώιμης επιτυχίας του Kimon Loghi είναι το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι, του ανετέθη να εκτελέσει την προσωπογραφία του νεκρού παλιού ηγέτη του Φιλελεύθερου κόμματος, του Ion Bratianu, «του πιο μεγάλου των Ρουμάνων» όπως τον αποκαλεί ο ίδιος ο ζωγράφος σε επιστολή του με ημερομηνία 29 Δεκεμβρίου 1900 προς τον αρχηγό των Φιλελευθέρων – διάδοχο του Bratianu – τον D.A.Sturdza. Την παραπάνω πληροφορία δίδει ο Angelo Mitchievici στο κείμενό του με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Kimon Loghi, Le symboliste23. Στο ίδιο κείμενο ο Mitchievici σημειώνει ότι το ενδιαφέρον του Loghi για τη βυζαντινή τέχνη έχει απήχηση στη ζωγραφική του. Ο Mitchievici θεωρεί, επίσης,  ότι «η προσωπικότητα του Kimon Loghi και το προφίλ της τέχνης του αποκαλύπτονται καλύτερα μέσα από τους “λοιδωρούς του”» και ο πιο επίμονος από αυτούς ήταν ο ποιητής Tudor Arghezi, μέλος και αυτός της Εταιρείας Timorinea Artistică. Για τον Arghezi ο Loghi αποτελεί αρνητικό μοντέλο στη ζωγραφική της Ρουμανίας  καθώς η επιτυχία των έργων του συνδέθηκε με τον καταναλωτισμό και το κακό γούστο. Ο Arghezi, κάνοντας ένα βήμα περισσότερο εκτιμά ότι από το 1911 η ζωγραφική του Loghi εξελίχθηκε πλέον σε ένα είδος εμπορικού προϊόντος, ακολούθησε την μόδα της εποχής και, όπως συμβαίνει συχνά στην τέχνη ο ζωγράφος, υπέκυψε στην αισθητική των αγοραστών προκειμένου να εξασφαλίσει την οικονομική επιτυχία. Θεωρεί μάλιστα ότι η αδυναμία του Loghi να συγκινήσει τον θεατή της ζωγραφικής του και να ασκήσει με την ποιότητα του έργου του όσα η αληθινή τέχνη επιφέρει στους μυημένους, καλύπτεται με την επανάληψη κοινών μοτίβων και θεμάτων τα οποία στο έργο του παρουσιάζονται με  μηχανικό τρόπο24.
Σημειώσαμε παραπάνω ορισμένα στοιχεία για τον Kimon Loghi, περιοριζόμενοι χρονικά στο διάστημα των τελευταίων ετών του 19ου και των πρώτων του 20ου αιώνα˙ εκείνη την περίοδο δηλαδή η οποία περιλαμβάνει και τα διαπιστωμένα έτη της φιλίας του ζωγράφου με την οικογένεια Αναστασιάδου (1900-1906) καθώς και την εποχιακή του παρουσία στον χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα). Σύμφωνα με τον A. Mitchievici, το έτος 1945, σε μία νέα και διαφορετική πολιτική κατάσταση για την Ρουμανία, η αίθουσα Dalles του Βουκουρεστίου παρουσίασε «με την ενεργό υποστήριξη του  Kimon Loghi (1873-1952), την τελευταία του έκθεση που, όχι μόνο έβαζε τέλος στην δημιουργική περίοδο του σχεδόν τυφλού καλλιτέχνη, αλλά, και σε μια ολόκληρη εποχή»25. Από το ίδιο κείμενο παραθέτουμε απόσπασμα από την εισαγωγική του «Περίληψη» που παρουσιάζει μία συνολικότερη αποτίμηση του έργου του ζωγράφου: «Kimon Loghi) ζωγράφος ρομαντικός από ταμπεραμέντο και συμβολιστής από την εκπαίδευση του στο Μόναχο (…) επιδεικνύει πραγματική ευαισθησία συμβολιστή η οποία είναι εμφανώς επηρεασμένη   σε ένα μεγάλο μέρος των έργων του της πρώτης περιόδου. Πραγματοποιεί ενδιαφέρουσα συμβίωση ανάμεσα σε θέματα συμβολιστών τα οποία παρουσιάζονται στα έργα των Γερμανών συμβολιστών, αλλά είναι και θέματα δημοφιλή στα πλαίσια της απόσχισης και στα πλαίσια του ειδυλλιακού – μαγικού, με έντονα χρώματα, ζεστού, μεσογειακού χώρου μέσα στον οποίο τα τοποθετεί. Η τέχνη του πορτραίτου σαν έκφραση ψυχικής κατάστασης αντικατοπτρίζει ισότιμα την συμβολιστική ευαισθησία του ζωγράφου με την κλίση του για το μυστήριο, την περισυλλογή και το σύμβολο»26.   
Μετά την έκθεση του 1945 στο Βουκουρέστι και τον θάνατο του ζωγράφου το 1952 το όνομα και το έργο του Kimon Loghi περνούν βαθμιαία στην αφάνεια· τα τελευταία χρόνια όμως υπάρχει μία επαναφορά και μία θετική επανεκτίμηση της αξίας του έργου του. Η Sotropa σημειώνει σχετικά: «Μετά από δεκαετίες που είχε ξεχαστεί, το πρόσωπο του ζωγράφου Kimon Loghi επανέρχεται κάπως στο καλλιτεχνικό προσκήνιο της Ρουμανίας. Η ζωγραφική του γνωρίζει ενδιαφέρουσα επιστροφή αρκετά θεαματική τα τελευταία δέκα χρόνια, κυρίως  ανάμεσα στους ιδιώτες  συλλέκτες»27. Ενδεικτικό αυτής της επανεκτιμήσεως είναι το γεγονός ότι το διάστημα Μάϊος-Αύγουστος 2016, στη Λισαβόνα και στο National Palace εκτίθενται έργα Ρουμάνων καλλιτεχνών κάτω από τον γενικό τίτλο «Modern Romanian Painting Exhibition (1875-1945). Bonte Foundation Collection», ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και έργα του Kimon Loghi. Όπως μάλιστα σημειώνεται στην σχετική ανακοίνωση της εκθέσεως στη Λισαβόνα, «οι ρουμανικές καλές τέχνες αξίζουν να είναι γνωστές και πέραν των συνόρων της χώρας»28. Ιδιαίτερη θέση σε αυτή την περίοδο της ρουμανικής τέχνης φαίνεται να καταλαμβάνει και ο Kimon Loghi με το έργο του.
Η Κεντρική Ευρώπη, το Μόναχο και η Βιέννη μετά το Παρίσι είναι οι πόλεις στους οποίους έζησαν και σπούδασαν οι δύο ζωγράφοι του λευκώματος της Δανάης κατά τα τελευταία έτη του 19ου και τα πρώτα του 20ού αιώνα. Εκινήθησαν και οι δύο αυτό το διάστημα μέσα στο ρεύμα της La Secession»/ Sezession (Art Nouveau), στις δύο εκδοχές της (ο Kimon Loghi σε αυτήν του Μονάχου και ο Κ. Παρθένης στης Βιέννης) ενώ στο πρώιμο έργο και των δύο διακρίνονται οι ισχυρές επιδράσεις του G. Klimt της Βιέννης. Οι λέξεις ‘συμβολισμός’ και ‘συμβολιστής’ χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον χαρακτήρα της τέχνης καθώς  και την ιδιότητα των δύο καλλιτεχνών κατά το διάστημα αυτό. Η τέχνη και των δύο  χαρακτηρίζεται ως «νέα τέχνη» για την ιστορία της ζωγραφικής αντιστοίχως στην Ρουμανία και την Ελλάδα. Η παρουσία τέτοιων κοινών ή η επισήμανση διαφόρων συμπληρωματικών στοιχείων στο έργο των δύο καλλιτεχνών δεν σημαίνει  αξιολόγηση  της ποιότητας του έργου του καθενός, ούτε βεβαίως σύγκριση μεταξύ του έργου των δύο  ζωγράφων, ούτε ακόμη, πολύ περισσότερο, μεταξύ του έργου αυτών και του έργου των συγχρόνων τους Ρουμάνων ή Ελλήνων – για να μείνουμε μόνον στους εθνικούς  χώρους των δύο καλλιτεχνών. Απλώς χαρτογραφείται ο χώρος μέσα στον οποίον εκινήθησαν δύο νέοι ζωγράφοι, - περίπου συνηλικιώτες - κατά το διάστημα δύο δεκαετιών. 
Ο Kimon Loghi εκθέτει πρώτη φορά στο Βουκουρέστι το 1898 και στην ίδια πόλη, δεύτερη φορά, το 1899. Το 1904, πάλι στο Βουκουρέστι, εκθέτει με μεγάλη επιτυχία 120 έργα του. Ενδιαμέσως, το 1902 εκθέτει έργα του στην Αθήνα. Ακριβώς τα ίδια έτη εμφανίζεται ο Παρθένης. Πρώτη φορά εκθέτει στη Βιέννη το 1899 και στη συνέχεια στην Αθήνα τα έτη 1900, 1902 και 1903. Σε ένα κείμενο όπως αυτό με βέβαιες πληροφορίες αλλά και αρκετά κενά τα οποία καλύψαμε με υποθέσεις (ελπίζουμε εύλογες) μπορούμε να υποστηρίξουμε ακόμη μία: ότι δηλαδή οι δύο ζωγράφοι γνωρίζονταν προσωπικά η αναγνωρίστηκαν μεταξύ τους στην Καβάλα και  φυσικά ήξερε ο ένας το έργο του άλλου. Επομένως, συναντήθηκαν στην Καβάλα το καλοκαίρι του 1904 και ήταν ο Kimon εκείνος ο οποίος παρουσίασε τον Κωστή στην οικογένεια των φίλων του, στην οικογένεια Αναστασιάδου. Μετά από αυτή την αβέβαιη υπόθεση νομίζουμε ότι πρέπει να σημειώσουμε μία βέβαιη, αυτή τη φορά,  λεπτομέρεια της ιστορίας: Ο Παρθένης όταν ζωγραφίζει στο λεύκωμα (1904) βλέπει το έργο το οποίο είχε κάμει ο Loghi (1900) αλλά, φυλλομετρώντας, διαβάζει και όλα όσα έγραψαν οι φίλες/οι της Δανάης προηγουμένως και συνάμα περιεργάζεται τις εικόνες ή τα σκαλιστά με τα οποία στόλισαν το λεύκωμα. Σε αυτό το λεύκωμα, ο Παρθένης συμβάλει και αυτός με τον απολύτως πάντα σοβαρό σε ό,τι αφορά την τέχνη του, δικό του τρόπο. Υπογραμμίζουμε συνεπώς το γεγονός ότι ο Παρθένης δεν θεώρησε με κανένα τρόπο ότι το λεύκωμα της Δανάης δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να εντάξει και ο ίδιος ένα δικό του έργο και μία φράση ανάμεσα σε όσα υπήρχαν ήδη εκεί.  

Εικόνα 9: Kimon Loghi, 1906, “Girl from Tassos island”29.


Εικόνα 10: Kimon Loghi, 1915, “The Lake Fairy”30.



Εικόνα 11: Kimon Loghi, Αυτοπροσωπογραφία 31.



Καβάλα – η πόλη: Μέρος πρώτο.

Εικόνα 12: Καβάλα 1900. Διακρίνονται αριστερά οι Κοντορέπας και Francois Blanc.

Πώς ήταν η πόλη της Καβάλας στις αρχές του 20ού αιώνος, τότε όταν την επεσκέφθη ο Παρθένης; Πριν δώσουμε ορισμένα στοιχεία για την πόλη, παραθέτουμε την περιγραφή της από τον Γεώργιο Χατζηκυριακού όπως τη δίνει στο βιβλίο με τις εντυπώσεις του από την ανά την Μακεδονία περιοδεία του το οποίον εκδόθηκε στην Αθήνα το 1906.
Γράφει στο κεφάλαιο «Καβάλλα ή Καβάλα»  με την ιδιάζουσα και εξαιρετικής ακριβείας γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί: «Η Ορθόδοξος Ελληνική κοινότης Καβάλας… αποτελεί συμπαγή κοινότητα εκ των σημαντικοτέρων της καθ’ ημάς ομογενείας. Εκπροσωπεί… την υπεροχήν του Ορθοδόξου Ελληνικού στοιχείου… εν τοις έργοις της προόδου και του πολιτισμού, καταρρίπτουσα εις άβυσσον αφανείας πάσαν την των υπεναντίων διαβολήν και πάσαν αυτών κακόβουλον της αξίας αυτού παραποίησιν». Οι υπενάντιοι είναι φυσικά οι Βούλγαροι. Ικανοποιημένος, θα απαριθμήσει όσα σπουδαία έργα είδε να κοσμούν την πόλη και εξ αυτών θα προτάξει  το σημαντικότερο, τις Σχολές της: «Και τι ευγλωττότερον διαλάλημα των κοινοτικών αυτής ιδρυμάτων; Διδακτήρια αρρένων και θηλέων ευπρεπή και αρτίας διοργανώσεως˙ ημιγυμνάσιον και επτατάξιον παρθεναγωγείον˙ γυμναστήριον πλήρες, αρτίως ιδρυθέν˙ νοσοκομείον ο «Ευαγγελισμός», ιερός της φιλανθρωπίας βωμός… Αδελφότητες αλληλουχίας και συναρωγής , ευποιΐας ιδρύματα και γνώμονες προϊούσης πολιτισμού εξελίξεως».
 Ιδιαίτερη μνεία θα κάμει στην ανέγερση, εκ μέρους της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών, σειράς αποθηκών καπνού από την ενοικίαση των οποίων οι πρόσοδοι  διατίθενται για την υποστήριξη των πτωχών της Καβάλας, εκείνων των ανθρωπίνων υπάρξεων τις οποίες πλήττει η «αγχίστροφος μοίρα» και έχουν την ανάγκη αρωγής της Κοινότητος. Όλα αυτά  τα δημιούργησε και τα διαχειρίζεται μία κοινωνία η οποία έχει συνείδηση του προορισμού της «όν μόνον η πατρώα πίστις και παιδεία και η αγνεία των παραδόσεων του Γένους σαφώς διορίζει».

Το όνομα Καβάλα συναντάται αρχικώς ως τοπωνύμιο πλαγιάς βουνού. Εν συνεχεία, η ονοματοθεσία επεκτείνεται και συμπεριλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή της παλαιότερης πόλης, της Χριστουπόλεως. Η Καβάλα επομένως αποτελεί το όνομα της νέας πόλεως που οικοδομήθηκε στην ίδια τοποθεσία, μετά από τη Νεάπολη και τη Χριστούπολη (οι οποίες προϋπήρξαν στον ίδιο χώρο). Πρώτοι άποικοι της πόλεως με το νέο όνομα Καβάλα ήταν εβραίοι ασκεναζίμ, τους οποίους έφεραν οι Τούρκοι όταν επέστρεψαν από τον εναντίον της Ουγγαρίας πόλεμο και τους εγκατέστησαν στην περιοχή, περίπου στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 16ου αιώνος. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Χιόνη αυτός «ο αρχικός μικρός πληθυσμός των Εβραίων αυξήθηκε με την εγκατάστασιν Ελλήνων και Τούρκων οι οποίοι συνέρρευσαν τα επόμενα έτη, ώστε μέσα εις 20 περίπου χρόνια η Καβάλα να έχη όψιν μιας μικράς και ωραίας πόλεως». Τότε, όταν την επεσκέφθη ο Pierre Belon, μεταξύ 1546 και 1549, «υπήρχαν εις την Καβάλα επάνω από 500 Εβραίους εκτός από τους Έλληνας και τους Τούρκους».  
Όπως αναφέρει η Αιμιλία Στεφανίδου, το 1859 ο συνολικός πληθυσμός της Καβάλας – μόνιμοι και παρεπίδημοι κάτοικοι – ανέρχεται στα 8000 άτομα, το 1885 στα 11.000-12000, το 1902 στα 19.000, το 1905 στα 22.000, ενώ το 1913 φθάνει στα 23.378 άτομα. Η μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση μεταξύ των ετών 1885 και 1913 οφείλεται κυρίως στην παρουσία των παρεπιδημούντων και εργαζομένων εποχιακώς εργατών στα καπνά, οι οποίοι σταδιακώς εγκαταλείπουν τους τόπους καταγωγής τους και τις γεωργικές ασχολίες και εγκαθίστανται μονίμως ως καπνεργάτες στην πόλη της Καβάλας. Οι εργατοτεχνίτες αυτοί  αποτελούν το έτος 1905 το 45% του συνολικού πληθυσμού της πόλεως και οι περισσότεροι εξ αυτών είναι Έλληνες, χριστιανοί. Η μόνιμη    εγκατάστασή τους στην πόλη επιφέρει ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της συνθέσεως του πληθυσμού της Καβάλας. Συγκεκριμένα, ο μουσουλμανικός πληθυσμός το 1859 αντιπροσωπεύει το 75%, στη συνέχεια το ποσοστό αυτό μειώνεται για να «φτάσει στις αρχές του 20ού αιώνος το 40-45% περίπου». Εξακολουθούν όμως οι μουσουλμάνοι να αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του μονίμου πληθυσμού της πόλεως το οποίο κατά το έτος 1905 φθάνει στο 55% του συνολικού αριθμού των κατοίκων. Αντιστρόφως, οι Έλληνες χριστιανοί το έτος 1859 αποτελούν μόνον το 25% για να φτάσουν στις αρχές του 20ού αιώνος το 45-50% του συνολικού πληθυσμού. Οι Εβραίοι, που αποτελούν την τρίτη πληθυσμιακή ομάδα, αυξάνονται κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και το 1905 αποτελούν το 6-8% του συνολικού πληθυσμού της πόλεως. Μετά τον 16ο αιώνα σταδιακώς συρρικνώνονται πληθυσμιακά και το πιθανότερον είναι ότι στους επομένους αιώνες παραμένουν στην πόλη, αλλά αποτελούν μία μικρή κοινότητα, μέχρι την εκ νέου ανάπτυξή τους στα μέσα του 19ου αιώνος η οποία συμβαδίζει με την συνολική ανάπτυξη της πόλεως. Η κοινότητά τους το έτος 1876 αποτελείται από 80 άτομα ενώ 25 χρόνια περίπου αργότερα, το 1900, ο αριθμός των μελών υπερβαίνει τα 1000 για να φτάσει το έτος 1912 τα 2500 άτομα.
Η πόλη της Καβάλας κτίστηκε και αναπτύχθηκε στην περιοχή της χερσονήσου της Παναγίας, εντός των παλαιών τειχών. Σε όλη τη διαδρομή της υπήρξε μία περιτειχισμένη πόλη η οποία, αναπτυσσόμενη συν τω χρόνω, εκάλυψε τις οικιστικές της δυνατότητες και άρχισε να ασφυκτιά από την ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της. Η συγκέντρωση καπνεργατών και εμπόρων κυρίως, δημιουργεί την ανάγκη εξευρέσεως  των απαραιτήτων χώρων τόσον για τη στέγασή των νεοεισερχομένων όσο και για την κάλυψη των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Η Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου σημειώνει σχετικά με τη διαδικασία της εξελίξεως της Καβάλας: «Η μικρή πόλη (…) αρχίζει να προσελκύει σημαντική εμπορική κίνηση από το 1860, με την ανάπτυξη της ατμοπλοΐας. Η εγκατάσταση τηλεγραφικής γραμμής, η παρουσία προξενικών πρακτορείων των ευρωπαϊκών χωρών, η εντυπωσιακή αύξηση του εξαγωγικού εμπορίου του καπνού από το λιμάνι της μαρτυρούν για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία περνούσε στα χέρια των χριστιανών κυρίως».
Η επιδίωξη των χριστιανών να εξασφαλίσουν άδεια προκειμένου να αγοράσουν από το δημόσιο άγονη γη ως οικόπεδα και να κτίσουν κατοικίες και εργαστήρια εκτός των τειχών, υπήρξε σταθερή και επίμονη επειδή οι συμπολίτες τους οθωμανοί αντιδρούσαν στην ανέγερση νέων χώρων εντός των τειχών. Οι τελευταίοι κατείχαν τα μεγαλύτερα κτίρια καθώς και όλα τα εργαστήρια (εντός των τειχών) τα οποία ενοικίαζαν «υπερτίμως». Στις 3 Νοεμβρίου 1864 οι εκπρόσωποι των χριστιανών υποβάλλουν υπόμνημα στο Πατριαρχείο  με το οποίο ζητούν να μεσολαβήσει στην «Υψηλή Κυβέρνηση» και να επιτύχει την έκδοση αδείας που θα επιτρέπει την εκτός των τειχών οικοδόμηση οικιών και εργαστηρίων. Στο έγγραφο περιγράφουν τη δεινή κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η πόλη από την άποψη των διαθεσίμων χώρων και εξηγούν ότι αυτή  ολοένα επιδεινώνεται με την άφιξη και τη μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη νέων εμπόρων και των οικογενειών τους. Υποστηρίζουν ότι η έκδοση της αδείας θα εξυπηρετήσει βεβαίως τους ίδιους αλλά ταυτοχρόνως θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση και τον καλλωπισμό της πολιτείας της Καβάλας. Συμπληρώνουν ακόμη ότι, θα ωφεληθεί η Κυβέρνηση από την πώληση των οικοπέδων της εκτός των τειχών γης και τέλος βεβαιώνουν ότι «θα πολλαπλασιασθή το προϊόν του καπνού… και θα εκατονταπλασιασθή το τελώνειον». Η αίτηση αυτή τη φορά είχε θετικό αποτέλεσμα: εξεδόθη αυτοκρατορικό διάταγμα το οποίο επέτρεψε την επέκταση και αργότερα, το 1866, ακολούθησε αυτοκρατορική άδεια για την ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη στη νέα ομώνυμη συνοικία.         
Την ελληνική Κοινότητα διοικούσαν τα δύο κορυφαία σώματά της, η Αντιπροσωπεία και η Δημογεροντία. Εκπρόσωποι των Χριστιανών σε κάθε περίπτωση απέναντι στη Τουρκική διοίκηση, όπως προέβλεπε ο νόμος και αναγνώριζε το επίσημο κράτος, ήταν τα μέλη της Δημογεροντίας (στην Καβάλα συνήθως 4, σπανίως περισσότερα), τα οποία εκλέγονταν τον Φεβρουάριο εκάστου έτους από τη Γενική Συνέλευση των Ορθοδόξων κατοίκων της. Στις ίδιες εκλογές εκλεγόταν και ο Μουχτάρης της Κοινότητας, γι’ αυτό το λόγο η διαδικασία ονομαζόταν «εκλογές Μουχταροδημογεροντίας». Μετά το 1900 η Κοινότητα εκλέγει δύο Μουχτάρηδες.
Την πραγματική διοίκηση της Κοινότητος ασκεί η Αντιπροσωπεία η οποία σύμφωνα με τον Κανονισμό του 1899 αποτελείται  από 35 μέλη, τα οποία εκλέγονται με άμεση εκλογή ενώ αργότερα, με τον Κανονισμό του 1907, ο αριθμός των μελών περιορίζεται στα 21 και η εκλογή τους γίνεται με έμμεσο τρόπο. Σημαντικό ρόλο και στα δύο σώματα έχει αυτή την περίοδο ο εκάστοτε Μητροπολίτης Ξάνθης, στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η Κοινότητα. Αυτός προεδρεύει και στα δύο σώματα είτε ο ίδιος, είτε ο αντιπρόσωπός του – στην προκειμένη περίπτωση ο Αρχιερατικός Επίτροπος Καβάλας. Σε ένα μεγάλο μέρος του διαστήματος της εξαιρετικής ακμής της Καβάλας (τέλη του 19ου, αρχές του 20ού αι.) την πόλη ποιμένει ως  Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθωρίου, ο εκ Χίου σπουδαίος ιερωμένος, Ιωακείμ Σγουρός ο οποίος διοικεί την τοπική εκκλησία συνολικά επί 19 έτη από  το 1891 έως το 1910. Ένας εκ των αρίστων συνεργατών του Ιωακείμ υπήρξε ο Σπυρίδων Βλάχος, ο οποίος κατά τα έτη 1901-1906 υπηρέτησε ως Αρχιερατικός Επίτροπος Καβάλας, εν συνεχεία εξελέγη Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης, μετέπειτα Μητροπολίτης Ιωαννίνων και εν τέλει το έτος 1949 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Το είδος των καλλιεργουμένων εδαφών στις περιοχές της Καβάλας, της Δράμας και της Ξάνθης και οι κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την καλλιέργεια και την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας ανατολικών καπνών.  Παραλλήλως, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πόλης διεδραμάτισε η γεωγραφική θέση  και ο λιμήν της, στον οποίο μπορούσαν να προσεγγίζουν μεγάλα πλοία και να φορτώνουν τα καπνά. Αναφορικώς με τη σχέση και τις αλληλοεπιδράσεις του καπνού της Καβάλας και του λιμένος της ο Ιωάννης Ιωαννίδης έγραψε: «Η ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας, η επέκτασή της στην περιοχή, η φήμη της εξαιρετικής ποιότητας των ανατολικών καπνών, η διεύρυνση των εξαγωγών καθιστούν την Καβάλα πρώτο καπνικό εξαγωγικό κέντρο».
Έμποροι εξήγαν σιγαρέτα και ψιλοκομμένο καπνό σε πακέτα τα οποία τα κατασκεύαζαν στην Καβάλα. Η διαδικασία αυτή δημιούργησε έμπειρο εργατικό δυναμικό αποτελούμενο κυρίως από έλληνες εργάτες. Από αυτούς μεταφέρονταν κάθε φορά το απαραίτητο προσωπικό στο εξωτερικό, όταν αργότερα έλληνες επιχειρηματίες ίδρυσαν βιομηχανίες σιγαρέτων στην Ευρώπη (Βερολίνο, Αμβούργο, Μάντσεστερ).
«Η κατάκτηση της ξένης αγοράς εν τούτοις είχε κι ένα αντίστροφο αποτέλεσμα». Μεγάλοι εμπορικοί οίκοι του εξωτερικού εγκαθίστανται στην Καβάλα, κτίζουν αποθήκες, αγοράζουν και επεξεργάζονται καπνά επί τόπου. Η πρώτη εταιρία η οποία εγκαταστάθηκε στην Καβάλα το 1850 ήταν αυτή της οικογένειας των Αλλατίνι της Θεσσαλονίκης την οποία διαδέχεται η εταιρία Commercial Company of Salonica Ltd, συμφερόντων της ίδιας οικογένειας, ενώ αργότερα το 1890 ιδρύεται η αυστροουγγρική The Oriental Tobacco Trading Company Ltd (M. L. Herzog et Cie/Χέρτσογκ Κόμπανυ) με έδρα τη Βουδαπέστη και  με διευθυντή της εταιρείας στην Καβάλα τον Adolph Wix (Άντολφ Βιξ) «ο οποίος ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα, έδωσε νέα ώθηση στην επιμελέστερη επεξεργασία και στην επέκταση των ελληνικών καπνών στις διάφορες αγορές κατανάλωσης». Τον ίδιο χρόνο, το 1890 ιδρύεται η αγγλική N. Mayer et Cie Ltd με έδρα το Λονδίνο ενώ το 1901 η American Tobacco συνεργαζόμενη με διάφορες εταιρείες και έδρα τη Νέα Υόρκη. Το 1910 ιδρύονται δύο εταιρείες με έδρα τη Καβάλα: η εταιρεία Kiazim Emin et Cie του ντονμέ Kiazim Emin και η ελληνική Macedonian Tobacco Company Ltd.  Μικροί εξαγωγικοί εμπορικοί οίκοι ιδρύονται κυρίως από Έλληνες ενώ μερικοί ιδρύονται από Τούρκους και ένας μικρός αριθμός από Εβραίους και Ευρωπαίους κατοίκους της Καβάλας.
Ενδιαμέσως, το 1884 εγκαθίσταται στη Καβάλα η οθωμανική Régie - το μονοπώλιο καπνού της αυτοκρατορίας η οποία αποκτά το αποκλειστικό δικαίωμα της διακινήσεως των καπνών στην εσωτερική αγορά της Τουρκίας καθώς και το προνόμιο να δραστηριοποιείται μόνη αυτή  στο βιομηχανικό στάδιο επεξεργασίας των καπνών, στη παραγωγή δηλαδή των σιγαρέτων. Παρά το γεγονός ότι η Régie έχει το δικαίωμα να λειτουργεί και ως εξαγωγέας, εντούτοις το  εξωτερικό εμπόριο καπνών παραμένει στα χέρια ιδιωτών επιχειρηματιών και μεγάλων καπνεμπορικών εταιριών.
Κατά χρονική σειρά στο λιμάνι εμφανίζονται τα γαλλικά και αυστριακά μονοπώλια, ακολούθως παρουσιάζεται η Αγγλία και με μικρότερη συμμετοχή από τις προηγούμενες, η Ελλάδα και η  Ιταλία. Η Ρωσία από τη δεκαετία του 1870 και ως το τέλος του 19ου αι. εξάγει μεγάλες ποσότητες καπνών καλής ποιότητος. Ακολούθως, εμφανίζονται η Αίγυπτος η Γερμανία η Ρουμανία και στις αρχές του 20ου αι., η Αμερική. «Το 1909-1912 τριάντα ένα κράτη συμμετέχουν στο εξωτερικό εμπόριο της Καβάλας». Την πρώτη θέση στις εξαγωγές από το 1870 και έως το τέλος της τουρκοκρατίας κατέχει η Αυστρία και ακολουθεί η Αμερική.
Αμερικανικές καπνικές εταιρίες είχαν εμφανισθεί ήδη από το 1884 αλλά «η παρουσία τους διευρύνθηκε από το 1900 και μετά ώστε κυριάρχησαν στην αγορά (…)». Επιπλέον, σύμφωνα με τον Νικόλαο Πάτρα: «Κατά τα έτη 1888-1902 μία πλειάς Ελλήνων πρωτοπόρων επιχειρηματειών έδρασεν (…) επιτυχώς εις τον κλάδον της σιγαρετοβιομηχανίας εις τας Ην. Πολιτείας». Η επιτυχία μάλιστα των Ελλήνων καπνοβιομηχάνων της Αμερικής υποχρέωσε και τις άλλες αμερικανικές καπνοβιομηχανίες «να αναμειγνύουν καπνά ανατολικά μετά των αμερικανικών τοιούτων, προς βελτίωσιν της ποιότητος  των σιγαρέττων των (…)». 
Τα άλλα γεωργικά προϊόντα τα οποία καλλιεργούνταν στον καζά της Καβάλας ήταν τα δημητριακά, το βαμβάκι, το μαλλί, το μετάξι και τα κουκούλια, το ρύζι καθώς και τα προϊόντα της Θάσου (το λάδι, το κερί και το μέλι). Σταδιακά, από τα μέσα του 19ου αιώνος, οι καλλιέργειες και οι εξαγωγές όλων αυτών των προϊόντων υποχωρούν, εκτός από την καλλιέργεια του βαμβακιού η οποία παρουσιάζει διακυμάνσεις έως το 1870, έτος ύστερα από το οποίο και αυτή βαθμιαία μειώνεται και περιορίζεται τελικά έως το τέλος της τουρκοκρατίας. Η δεσπόζουσα θέση την οποία αποκτά ο καπνός φαίνεται από την συνολική αξία των εξαγωγών του έτους 1912, τελευταίου χρόνου της τουρκοκρατίας. Η αξία των εξαγωγών ανήλθε στα 72.000.000 εκατ. δραχμές, από τα οποία τα 65 εκατ. ήταν η αξία του εξαχθέντος καπνού και τα 7 των υπολοίπων προϊόντων (δημητριακά, βαμβάκι, μαλλί, κουκούλια, σουσάμι, όσπρια).
Η μεγάλη ζήτηση επέφερε την υψηλή ανάπτυξη της καλλιέργειας των καπνών και επέβαλε τον καπνό ως το κορυφαίο εξαγωγικό προϊόν στον καζά της Καβάλας. Η καλλιέργεια του καπνού καλύπτει όλα τα γόνιμα εδάφη: από 1.500 στρέμματα το 1847 αυξάνεται σε 4.600 το 1912, ενώ η παραγωγή του από 5 εκ. χλγρ. το 1883 φθάνει τα 11.5 εκ. το 1906 και συνεχίζει την αυξητική της πορεία κατά τα επόμενα έτη.
Ο Ιωαννίδης αποκαλεί τον καπνό «χρυσοφόρο προϊόν» και τέτοιο υπήρξε όσον αφορά την πόλη της Καβάλας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του μισού αιώνος. Φυσικά, ωφελήθηκαν κατ’ εξοχήν τα πλουσιότερα μέλη της αστικής τάξεως, εκείνα τα οποία ασχολήθηκαν κυρίως με την εμπορία και την εξαγωγή των καπνών, είτε όταν είχαν τα ίδια στα χέρια τους αυτές τις δραστηριότητες ή ακόμη και όταν, αργότερα, μετά το 1913 εκτοπίστηκαν από την παρουσία των ισχυρών αμερικανικών εταιριών και ο  ρόλος τους περιορίστηκε και παρέμεινε διαμεσολαβητικός μεταξύ των παραγωγών και των εκπροσώπων των μεγάλων ξένων εταιριών στην Καβάλα. Σε αυτούς προστίθενται και όσοι από την ίδια τάξη, την αστική, δραστηριοποιήθηκαν στο χώρο των ασφαλειών και των πάσης φύσεως αντιπροσωπειών, οι οποίοι επίσης απέκτησαν πλούτο εκμεταλλευόμενοι με αυτό τον τρόπο συμπληρωματικώς, την ευφορία των εδαφών σε καπνά στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. 
Επίσης, ένα σημαντικό τμήμα της τοπικής βιοτεχνίας αναπτύχθηκε από τη ζήτηση υλικών την οποία δημιούργησε η επεξεργασία των καπνών. Για τη συσκευασία του καπνού σε δέματα κατασκευάζονται υφάσματα από μαλλί αιγών καθώς επίσης και υφάσματα από το φυτό γιούτα.
Στην Καβάλα λειτουργούν από το 1878 ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι και την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα 3 οινοπνευματοποιεία, 5 σαπωνοποιεία, ένα παγοποιείο (των Αλλατίνι και Φερνάντεζ), σπαγγοποιείο και ένα ατμοκίνητο ξυλουργείο. Τέλος, στην πόλη λειτουργεί ένα λιθογραφείο και 4 τυπογραφεία. 
Σημαντική υπήρξε η παρουσία και οι δραστηριότητες στη πόλη των εκπροσώπων των διαφόρων χωρών, εκείνων που συμμετείχαν στο εμπόριο του καπνού. Από το 1861 έως το τέλος της τουρκοκρατίας την  Γαλλία εκπροσωπούν Έλληνες υπήκοοι κάτοικοι Καβάλας, ο Π. Βάρδας και στη συνέχεια ο Π. Βουλγαρίδης. Την Ιταλία εκπροσωπεί με την ιδιότητα του προξενικού πράκτορα  από το 1877 έως το 1911 ο Ιταλός γιατρός St. Pecchioli ο οποίος το ίδιο διάστημα εκπροσωπεί και την Αγγλία.   Ο Μιχαήλ Σπόντης Έλληνας με αυστριακή υπηκοότητα εκτελεί τα καθήκοντα του προξενικού πράκτορα για λογαριασμό της Αυστρίας από το μέσον έως την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. – μέχρι την άφιξη  και την εγκατάσταση στην Καβάλα μίας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της περιόδου, του Adolph Wix de Zsolnay.  Ο Wix μαζί με τον A. Kuffler ανέλαβαν από το 1896 ο πρώτος ως διευθυντής και ως αναπληρωτής ο δεύτερος την διεύθυνση της Harzog et Cie και παραλλήλως την εκπροσώπηση της Αυστρίας στη Καβάλα. Αυτοί οι δύο ανέλαβαν στο τέλος του αιώνα και την εκπροσώπηση της Γερμανίας την οποία προηγουμένως  είχε (από το έτος 1870) ο Έλληνας Μάρκος Φώσκολος.  
Η ελληνική προξενική αρχή στην Καβάλα ιδρύεται το 1834 και αναβαθμίζεται σε υποπροξενείο τη δεκαετία του 1860. Την πρώτη κρίσιμη δεκαετία του  20ου αι. υποπρόξενοι τοποθετήθηκαν κατά σειρά οι Γεώργιος Σάρρος, Α. Π. Τζανέτος, Άγγ. Γ. Άννινος, Ν. Μαυρουδής, Ν. Σουΐδας και  Ευγένιος Άννινος Καβαλλιεράτος. Ο ρόλος των προξενικών πρακτόρων αυτή την περίοδο δεν περιορίζεται στα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από τη συγκεκριμένη θέση, αλλά επεκτείνεται πολύ πέραν αυτών επειδή ο υποπρόξενος υποστηρίζει τη γενική στρατηγική της χώρας του στην ευρύτερη περιοχή. Ιδιαίτερα κρίσιμος καθίσταται ο ρόλος του Έλληνα υποπροξένου όταν κατά τη διάρκεια των έτών 1904-1908 διεξάγεται ο Μακεδονικός Αγώνας. Επί του θέματος αυτού αναφέρει χαρακτηριστικά η Στεφανίδου: «Στην προξενική αλληλογραφία λίγες και αποσπασματικές είναι οι πληροφορίες για την εμπορική κίνηση του λιμανιού. Κυρίως αναφέρεται [ο υποπρόξενος] σε άλλα θέματα τα οποία σχετίζονται με έναν άλλο ρόλο, το σημαντικότερο ίσως, που το προξενικό ίδρυμα καλείται να παίξει. Η προσπάθειά του επικεντρώνεται στη συσπείρωση του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού και στην τόνωση της εθνικής συνείδησης».   
Όσον αφορά στα επαγγελματικά σωματεία, αυτά αρχικώς υπήρξαν κοινές ενώσεις εργοδοτών και εργατών τα οποία στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. αντικαταστάθηκαν με τη δημιουργία από το ένα μέρος αμιγών συλλόγων εργατών (ομοεθνών και ομοθρήσκων) και από το άλλο με τις συσπειρώσεις εργοδοτών και κεφαλαιούχων. Ανάμεσα στον μεγάλο αριθμό των καπνεργατών περιλαμβάνονται και οι γυναίκες καπνεργάτριες, οι διαλογείς των φύλλων καπνού. Οι εργαζόμενες αμοίβονται με χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τους άνδρες εργάτες και η θέση τους στο χώρο της εργασίας είναι υποβαθμισμένη όπως άλλωστε συμβαίνει και με την εν γένει παρουσία τους στην οικογένεια και στο σπίτι. Οι έλληνες καπνεργάτες ιδρύουν το 1896 αδελφότητα  και το 1905 το σωματείο «Η Εγκράτεια». Το 1909 ιδρύεται ο Διεθνής Σύνδεσμος των Καπνεργατών Καβάλας, «Η Ευδαιμονία» ο οποίος αποτελείται από 3 τμήματα: το τουρκικό, το ελληνοχριστιανικό και το εβραϊκό. Μέλη του εγγράφονται οι δεματοποιοί των καπνών ενώ από τις γραμμές του αποκλείονται οι γυναίκες εργαζόμενες, οι καπνεργάτριες. Στην Καβάλα ιδρύεται Η Σοσιαλιστική Νεολαία Καβάλας η οποία έχει  σκοπό να διαδώσει στους νέους τις ιδέες της Φεντερασιόν και εδώ ιδρύεται επίσης η «Κεντρική Επιτροπή Δράσεως» με στόχο να συντονίσει τις κινήσεις των καπνεργατών των απασχολουμένων στις διάφορες καπνοπαραγωγούς πόλεις της Μακεδονίας. Επιπλέον, στην πόλη ιδρύονται παραρτήματα των δύο σημαντικών πολιτικών κινήσεων των μουσουλμάνων οι οποίες δραστηριοποιούνται αυτή την εποχή, η μία με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και η άλλη την Κωνσταντινούπολη. Πρώτα ιδρύεται ο σύλλογος του Κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος» και εν συνεχεία η Λέσχη του κόμματος «Ελευθερία και Συνεννόησις». Στις δύο τελευταίες ενώσεις συμμετέχουν μαζί με τους Τούρκους και Έλληνες οθωμανοί υπήκοοι. 
Παραλλήλως με τις ενώσεις των εργαζομένων και ως αντίβαρο σε αυτές δημιουργείται η συσπείρωση των κεφαλαιούχων και εργοδοτών – κυρίως των καπνεμπόρων - γύρω από την Μεγάλη Λέσχη (1910). Το κοινό οικονομικό συμφέρον και η εξ αυτού κυρίως απορρέουσα κοινωνική καταξίωση συνδέει επί το αυτό μουσουλμάνους, χριστιανούς (ορθοδόξους,  καθολικούς, διαφόρους άλλων δογμάτων) και εβραίους.
          Η κοινωνική επαφή και ο συγχρωτισμός των πλουσίων αστών με τα άτομα εκείνα που έρχονται από την Ευρώπη και εγκαθίστανται στο λιμάνι κυρίως ως υψηλόβαθμα στελέχη των μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην πόλη και στο εσωτερικό της Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην ανώτερη τάξη μία καθημερινή ζωή μεικτή, με πολιτισμικά στοιχεία από την Ανατολή και (ολοένα περισσότερα) στοιχεία από τη Δύση. Οι πλούσιοι αστοί συγκεντρώνονται στις λέσχες όπου συζητούν, κυρίως παίζουν χαρτιά και διασκεδάζουν στις βραδιές χορού, οι οποίες διοργανώνονται τακτικά. Δέχονται καλεσμένους, συνήθως μία ορισμένη ημέρα την εβδομάδα, στις  βίλλες που κατοικούν με τους έξοχους κήπους. Διαθέτουν ιδιωτικές άμαξες και όχι σπάνια ιδιωτικά σκάφη. Παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις, λεμβοδρομίες και ιπποδρομίες. Έχουν την ευχέρεια και τις δυνατότητες να προμηθεύονται απευθείας από την Ευρώπη ή μέσω αντιπροσώπων από την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη  πολυτελή αντικείμενα, είδη καλλωπισμού καθώς και ενδύματα σύμφωνα με την τελευταία ευρωπαϊκή μόδα (περισσότερο οι γυναίκες αλλά τις ενδυματολογικές εξελίξεις παρακολουθούν και οι άνδρες).   
Με εύστοχο τρόπο ο Κυριάκος Λυκουρίνος περιγράφει την κοινωνία της Καβάλας, κυρίως όμως την ανώτερη τάξη της πόλεως, κατά την περίοδο της ακμής της και δίνει συνοπτικά την εικόνα της κάθε μίας από τις συνιστώσες κοινότητες ενώ  υπογραμμίζει και τις μεταξύ των αλληλεπιδράσεις: «Η Καβάλα στα τέλη του 19ου αιώνα δεν είναι πια ένας καθυστερημένος μικρόκοσμος, αλλά μια κοινωνία ανεπτυγμένη και ανοικτή σε φιλελεύθερες ιδέες. Τα μέλη του ανώτερου στρώματος της πόλης (καπνέμποροι και αντιπρόσωποι μεγάλων ξένων εμπορικών οίκων, Ευρωπαίοι, Έλληνες, Εβραίοι αλλά και Τούρκοι) είναι φορείς μοντέρνων αντιλήψεων και αναπτύσσουν ανάλογες συμπεριφορές: Ενισχύουν οικονομικά τα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα των άλλων κοινοτήτων, συμμετέχουν στις εκδηλώσεις τους, συνυπάρχουν σε κοινές κοινωνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις κλπ. Υιοθετούν, με δύο λόγια, μορφές κοινωνικότητας που σπάζουν τα στεγανά των εθνο- θρησκευτικών ομάδων και επιβάλλουν νέα πρότυπα συμπεριφοράς. Επιπλέον στις νέες εκτός τειχών περιοχές της πόλης, όπου δεν ισχύουν οι απόλυτοι εθνοθρησκευτικοί διαχωρισμοί των παλιών συνοικιών, οι κάτοικοι συμβιώνουν και επικοινωνούν ακώλυτα, με αποτέλεσμα να υποχωρεί η παραδοσιακή προκατάληψη».
Εδώ, κλείνουμε το πρώτο μέρος του κειμένου μας για την πόλη της Καβάλας. Οι γυναίκες και οι άνδρες που μας απασχόλησαν ανήκαν όλοι στην αστική τάξη και μάλλον στο ανώτερο στρώμα της. Η παρουσία τους στη πόλη καλύπτει τη χρονική περίοδο της τελευταίας δεκαετίας του 19ου και της πρώτης του 20ου αι. – επομένως υπόκεινται ακριβώς σε όσα συνοψίζει παραπάνω ο Κυριάκος Λυκουρίνος.

Εικόνα 13: Στη φωτογραφία, ο Δημητράκης Κοντορέπας ποζάρει με φόντο την Καβάλα.



Εικόνα 14α: Λεπτομέρεια της εικόνας 13 (δεξιά).

.
Εικόνα 14β : Λεπτομέρεια της εικόνας 13 (δεξιά, πιο κοντά).




Εικόνα 14γ: Λεπτομέρεια της εικόνας 13 (αριστερά).



Εικόνα 15: Souvenir de Cavalla. Le Transport des Tabacs au Bateau, ταχυδρομημένη   (29/5/1913).


Εικόνα 16: Cavalla. Κάρτα με ευχές που έστειλε ο ιατρός Κ. Κοντορέπας στον ανεψιό του Δ. Κοντορέπα την 31η Δεκεμβρίου 1898.




Εικόνα 17: Δημητράκης Κοντορέπας. Λεπτομέρεια της εικόνας 13.


Επιλογικά.

Είχαμε συμφωνήσει να τακτοποιήσουμε ένα καλό αρχειακό υλικό (από το αρχείον Νέστορος Καββαδά), να το μελετήσουμε και να το δημοσιεύσουμε εδώ, στο blog Νήσος Λευκάς. Πρόκειται για το αρχείον της αειμνήστου Έλλης Γεωργίτσα-Παπαδημητρακοπούλου, αρχηγού της Παιδοπόλεως «Αγία Τριάς». Η Παιδόπολις λειτούργησε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στις θερινές εγκαταστάσεις του ΠΙΚΠΑ, πλησίον του ομωνύμου χωρίου της Αγίας Τριάδος. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, η οποία θα απαιτήσει πολλή εργασία και ικανό χρόνο, σκεφτήκαμε να μελετήσουμε παραλλήλως ένα συγκεκριμένο θέμα – έναν αριθμό λευκωμάτων – και να ετοιμάσουμε ένα ανάλογο κείμενο. Είχαμε ένα λεύκωμα του έτους 1915 το οποίον ανήκε στην Αμαλία Φαρμακίδη, μετέπειτα σύζυγο του Αλεξάνδρου Πετρίδη, διευθυντή επί σειρά ετών του Παπαφείου Ορφανοτροφείου, αλλά σύντομα αποκτήσαμε και μερικά άλλα νεοτέρων ετών. Εκείνες τις ημέρες, σε μια επίσκεψή του στο χώρο στον οποίο εργαζόμαστε, ο κ. Γιώργος Κωσταντινίδης προσφέρθηκε να μας δανείσει προς μελέτη το λεύκωμα της γιαγιάς του, Άννας Χριστουδούλου, κόρης του Κωνσταντίνου Χριστοδούλου και της Αικατερίνης Κοντορέπα, της άλλης θείας του Δημητράκη Κοντορέπα. Την επαύριον μας έφερε τέσσερα λευκώματα από το αρχείο του - ένα από αυτά είναι το λεύκωμα της Δανάης Αναστασιάδου. Αποφασίσαμε τότε, να δημοσιεύσουμε το λεύκωμα καθώς και το σύνολο των επιστολών, οι οποίες εγράφησαν στην Καβάλα από τα μέλη της οικογένειας Αναστασιάδου και εστάλησαν, σχεδόν όλες, στον Δημητράκη Κοντορέπα στη Θεσσαλονίκη. Θα δημοσιεύσουμε επίσης τις επιστολές με αποστολέα τον, εγκαταστημένο στην Καβάλα, ιατρό Κωνσταντίνο Κοντορέπα, αλλά και όσα έγγραφα υπάρχουν στο αρχείο τα οποία αναφέρονται σε αυτόν και στις ποικίλες δραστηριότητές του στην ίδια πόλη. Πιστεύουμε ότι από τη δημοσίευση αυτού του υλικού θα προκύψουν μερικά χρήσιμα στοιχεία για μία περίοδο ακμής της Καβάλας, διαρκείας ενός τετάρτου του αιώνος, από το 1890 έως το 1915.
Δημοσιεύουμε εδώ το λεύκωμα ως πρώτο μέρος και θα συνεχίσουμε αργότερα με τη δημοσίευση των επιστολών, ελπίζοντας πως όταν κλείσει η παρέκβαση αυτή θα επανέλθουμε στο αρχείον της Έλλης Γεωργίτσα.  
Το λεύκωμα της Δανάης, οι κάρτες και οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται εδώ, ανήκουν όλα στο σπουδαίο αρχείο του κ. Γιώργου Κωνσταντινίδη τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για την γενναιοδωρία την οποία έδειξε καθώς μας επέτρεψε να τα μελετήσουμε και να τα δημοσιεύσουμε. Οι επιστολές από τις οποίες χρησιμοποιήσαμε πληροφορίες για τα πρόσωπα του κειμένου (και μία από αυτές δημοσιεύουμε ως Παράρτημα Ι) ανήκουν όλες εκτός από μία, στο αρχείο Νέστορος Καββαδά. Η επιστολή της Ιωάννας με την οποία ενημερώνει τον Δημητράκη για τον αρραβώνα της Δανάης, ανήκει στο αρχείο του κ. Κωνσταντινίδη. 
Ευχαριστούμε επίσης τον κ. Νίκο Σιώκη, Δρ. Ιστορίας Ελληνισμού ο οποίος μας κοινοποίησε τις πηγές από τις οποίες προέκυψαν τα στοιχεία για την καταγωγή από την Βλάστη της οικογένειας του Kimon Loghi καθώς και δύο πληροφορίες για την πρώιμη καλλιτεχνική του δραστηριότητα.
Τέλος ευχαριστούμε τον Νέστορα Καββαδά ο οποίος με διαφόρους τρόπους μας βοήθησε καθ’ όλη την διάρκεια της συγγραφής του κειμένου.

Παράρτημα Ι.


Στη συνέχεια δημοσιεύεται μία από τις 67 επιστολές, τις οποίες έστειλαν τα μέλη της οικογένειας Αναστασιάδου στον Δημητράκη Κοντορέπα, με ημερομηνία αποστολής την 25η Ιανουαρίου 1912.
Στο ίδιο επιστολόχαρτο γράφουν με τη σειρά, οι αδελφές Καρολίνα και Ιωάννα, ακολουθεί η μητέρα τους Μαρία και τέλος την επιστολή κλείνει με δύο γραμμές κειμένου ο μεγαλύτερος από τους δύο γιους, ο Θανασάκης. Με το λιτό κείμενο των ολίγων γραμμών η Καρολίνα σημειώνει ότι οι διασκεδάσεις, οι καθημερινές προσκλήσεις και οι χοροί δεν άφησαν χρόνο σε αυτήν, στην αδελφή της και στη μητέρα τους ώστε να είναι συνεπείς στην αλληλογραφία τους προς τον φίλο τους. Εν συνεχεία, με περισσότερα λόγια, η  Ιωάννα επιβεβαιώνει και αυτή με τη σειρά της ότι τα γλέντια και οι χοροί το τελευταίο διάστημα ελάμβαναν χώρα καθημερινά στην πόλη και εξακολουθούν να διοργανώνονται και άλλοι μέσα σε έναν «λαμπρόν χειμώνα» για όλους τους. Ενδιαφέρον αποκτά η πληροφορία την οποία σημειώνει η Ιωάννα, ότι δηλαδή η οικογένεια διαθέτει βάρκα για τις εκδρομές της και μεγαλύτερο ακόμη ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμπληρωματική είδηση πως ο μικρότερος αδελφός της, ο Γιώργος, παρήγγειλε στην Αμερική ένα μοτέρ για την κίνηση της βάρκας τους.
Ακολουθούν τα νέα της Μαρίας Αναστασιάδου˙ αυτή φαίνεται ότι γνωρίζει καλύτερα από τις κόρες της τον τρόπο με τον οποίο προτιμά να πληροφορείται ο φίλος τους ό,τι έχει σχέση με τις κοσμικές εκδηλώσεις στους δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, εκεί όπου συγκεντρώνεται και διασκεδάζει η αστική τάξη της Καβάλας. Με τη σειρά λοιπόν, απαριθμεί πρώτα τις τρεις απογευματινές συγκεντρώσεις στη Λέσχη και μετά αυτήν στου Wix, στις οποίες φαίνεται ότι παρευρέθησαν άπαντες οικογενειακώς. Πρόκειται για συγκεντρώσεις, με ποτά και χορό, οι οποίες  κράτησαν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ενδιαμέσως, σε δύο αράδες του κειμένου, η ιδιαίτερη είδηση: παρέστησαν στον γάμο του «λόγη» που έγινε στην πόλη τους. Πρόκειται για τον φίλο τους τον ζωγράφο Kimon Loghi ή για κάποιον άλλο από εκείνον τον κλάδο των Λόγη, που όταν έφυγε από την Βλάστη εγκαταστάθηκε εξαρχής στην Καβάλα και παρέμεινε έκτοτε μονίμως σε αυτή;
Την σπουδαιότερη όμως είδηση η Μαρία Αναστασιάδου την αφήνει για το τέλος: το Σάββατο, παραμονή της εορτής του συζύγου της Αναστασάκη, (22 Ιανουαρίου) έδωσαν στην οικία τους επίσημο χορό. Στην αρχή, τσάι και «άπειρα γλυκίσματα», εν συνεχεία στις 3 τη νύχτα τραπέζι με κρύο φαγητό, το πρωί παγωτό ενώ η σαμπάνια και η μπύρα έρρεαν άφθονες. Καθώς μάλιστα την ενδιαφέρουν πολύ οι εντυπώσεις των καλεσμένων της, η Μαρία του γράφει χαρακτηριστικά ότι «όλος ο κόσμος έχει να λέγει» για την επιτυχία της βραδιάς.
 Αναφέρει μάλιστα την «κυρία Λαζάρου Μισδραχή», εβραία της σπουδαίας οικογένειας των Μισδραχή της Θεσσαλονίκης, η οποία  της εξέφρασε τον ενθουσιασμό της για την υπέροχη βραδιά και επιπλέον την πληροφόρησε ότι έγραψε στη μητέρα της και στις αδερφές της στη Φλωρεντία (για εκείνο το βράδυ στην οικία Αναστασιάδου) πως «ενόμισε, ότι ευρίσκετο εις Ευρώπην». Ο σπουδαιότερος συνεπώς έπαινος για την ίδια την Μαρία Αναστασιάδου καθώς και για την οικογένειά της, προήλθε από μία πραγματική Ευρωπαία που συγχρόνως ανήκε στο υψηλότερο τμήμα της αστικής τάξεως, η οποία ένοιωσε εκείνη τη βραδιά σαν να βρισκόταν στην Ευρώπη και όχι σε μία μεσαίου μεγέθους περιφερειακή πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τη διαπίστωση αυτή της κυρίας Μισδραχή, η οποία ήταν περισσότερο ένα κομπλιμέντο με στοιχεία αλήθειας παρά η ίδια η πραγματικότητα, η Μαρία Αναστασιάδου  φροντίζει με ικανοποίηση να την κοινοποιήσει στον φίλο της, τον Δημητράκη Κοντορέπα. Άλλωστε γνωρίζει καλά τον άνδρα και είναι βέβαιη ότι αυτός μπορεί να εκτιμήσει δεόντως τα καλά λόγια της κυρίας Μισδραχή.
Η Μαρία στην επιστολή της αναφέρει όσα συνέβησαν μέχρι την ημέρα που την γράφει (25η Ιανουαρίου). Εν συνεχεία, προσθέτει όσα πρόκειται να συμβούν την ίδια καθώς και τις αμέσως επόμενες ημέρες. Μέσα στην ίδια μέρα – την Πέμπτη – θα δεχθούν τους καλεσμένους τους και δύο μέρες αργότερα έχουν τον «χορό του γυμναστηρίου», ενώ την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου θα κλείσει την σειρά των πρόσφατων εκδηλώσεων στην πόλη, «ο χορός των παιδιών».   
Η επιστολή θα δημοσιευτεί σχολιασμένη στην επόμενη ανάρτηση μαζί με το σύνολο των επιστολών τις οποίες έστειλαν από την Καβάλα τα μέλη της οικογένειας Αναστασιάδου στον φίλο τους Δημητράκη Κοντορέπα στη Θεσσαλονίκη. Εδώ, δημοσιεύεται ως παράρτημα του κειμένου γιατί παρουσιάζει ενδιαφέροντα στοιχεία του τρόπου ζωής μιας οικογένειας αστών της Καβάλας, της οικογένειας Αναστασιάδου, η οποία μερικά χρόνια ενωρίτερα γνώρισε τους δύο ζωγράφους και τους υποδέχθηκε στο φιλόξενο σαλόνι της.    

Καβάλλα 25 Ιανουαρίου 1912.
Ευτυχισμένον το νέον έτος.

Φίλε Δημητράκη,
Φαντάζομαι πόσον θυμωμένος θα είσαι εναντίον μας και δικαίως. Αυτήν την φοράν το ομολογώ πως αι διασκεδάσεις δεν μας αφήκαν καιρόν και διά την αλληλογραφίαν μας.
Εφέτος πλέον δεν έχομεν παράπονα διότι εχορεύσαμεν υπέρ το δέον.
Καθημερινώς με την Ιωάνναν σκεπτόμεθα να σε γράψωμεν και όμως που καιρός˙ προσκλήσεις εδώ προσκλήσεις εκεί και αι ημέραι παρήρχοντο.
Συ, βεβαίως θα περνάς καλλίτερα. Πότε επιστρέφεις;
Σε χαιρετώ φιλικά
Κ. Αναστασιάδου.



Φίλε Δημητράκη,
Σε ευχαριστώ πολύ διά τας επί τω νέω έτι και ονομαστικής εορτής μου ευχάς, σου εύχομαι επίσης αν και ολίγον αργά ευτυχές το νέον έτος.
Πιστεύω να καλοπερνάς εις Σερβίαν διά να μένης τόσον καιρόν εκεί.
Ημείς εφέτος περάσαμεν λαμπρόν χειμώνα, γλέντια και χορούς καθημερινώς, ακόμη δε εξακολουθούν, δι’ αυτό και παραμελήσαμεν ολίγον τι την αλληλογραφίαν μας.
Αλλά που καιρός, όταν κάθε βράδυ έχει κανείς να υπάγη κάπου, κουράζεται, ζαλίζεται και ξεχνά τα χρέη του.
Βλέπεις ότι ομολογούμεν το σφάλμα μας και ελπίζω να μας συγχωρήσης.
Και ημείς εδώ είχαμεν πολλά χιόνια αλλά τώρα ο καιρός είναι έκτακτος, σωστή άνοιξις, ο κήπος γεμάτος ία. Όταν πλέον παύσουν αι διασκεδάσεις και ησυχάσωμεν θα αρχήσωμεν να κάμνωμεν τακτικούς περιπάτους.
Ήλθεν τέλος και η βάρκα μας και μόλις διορθωθή ο καιρός θ’ αρχήσωμεν τας εκδρομάς, ο Γεώργος παρήγγειλεν εις την Αμερικήν και ένα moteur και θα περάσωμεν επίσης ωραία το καλοκαίρι.
Σε χαιρετώ φιλικώτατα Ιωάννα.

Αγαπητέ Δημητράκη.
Τα κορίτσια έχουν δίκαιον που γράφουν ότι παραζαλίσθηκαν διότι δεν σε γράφουν τίποτε σωστά. Ας τα συμπληρώσω εγώ. Είχαμεν τρεις απογευματινάς εις την λέσχην μίαν εις του λόγη (διότι υπανδρεύθη και ήλθαν και συγγενείς του εκ Ρουμανίας πατήρ μήτηρ και δύο νέαι αρκετά ζωηραί) μίαν εις του Wix όλα αυτά έως το μεσονύκτιον αλλά το ωραίον ήτο το ιδικόν μας. Το Σάββατον παραμονήν της εορτής του Αναστασάκη εδόσαμεν χορόν τέλειον όλο το σπίτι ανοικτό με τσάι και άπειρα γλυκίσματα τα μεσάνυκτα εις τας 3 κρύο τραπέζι τέλειο και το πρωί παγωτά. Αν σε είπω ότι κολυμβούσαμεν εις μπίρα και σαμπάνια δεν είναι υπερβολή. Όλος ο κόσμος έχει να λέγει.
Η Κυρία Λαζάρου Μισδραχή τόσον ενεθουσιάσθη, που χθες μου έλεγε, ότι έγραψε την μητέραν της και τας αδελφάς της εις Φλωρεντίαν ότι τόσον ωραία ήτο εκείνη την βραδιάν όλα, ώστε ενόμισε, ότι ευρίσκετο εις Ευρώπην.
Σήμερον είναι πέμπτη δηλ. η ημέρα της υποδοχής μας φαντάσου τι κόσμον θα έχομεν.
Το Σάββατον θα έχωμεν τον χορόν του γυμναστηρίου πιστεύω να περάσωμεν καλά την δε τελευταίαν Κυριακήν ο χορός των παιδιών τον οποίον θα εξακολουθήσουν οι μεγάλοι έως το πρωί πιστεύω.
 Βλέπεις Δημητράκη ότι εγώ σε γράφω όλα όταν το καλοκαίρι μας έλθης πάλιν θα τα λέγομεν.
Ο Αναστ. παιδιά και Κατίνα σε χαιρετούν.
Και εγώ φιλικά
Μαρία Αναστασιάδου

Αγαπητέ μοι Δημητράκη
Κι εγώ σοι ευχαριστώ διά τας καλάς σου ευχάς και σοι εύχομαι καλήν διασκέδασιν.
Σε φιλώ
Θανασάκης.  


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ.

Ως «Παράρτημα ΙΙ» δημοσιεύουμε  την κάρτα με το ζευγάρι που κάθεται γύρω από ένα τραπέζι υψώνοντας το ποτήρι τους για να ευχηθούν. Η κάρτα είναι γραμμένη στην Καβάλα στις 5 Σεπτεμβρίου 1904, στα γερμανικά  και παραλήπτης είναι ο Δημήτριος Κοντορέπας, στη Θεσσαλονίκη. Τη δημοσιεύουμε για δύο λόγους: ο πρώτος, επειδή είναι γραμμένη 5 ημέρες πριν υπογράψει την ακουαρέλα του ο Παρθένης στο λεύκωμα και υποθέτουμε ότι ο ίδιος ευρίσκεται αυτή την ημέρα (5 Σεπτεμβρίου) στην Καβάλα. Ο δεύτερος, επειδή το περιορισμένο κείμενο δεν εξαντλείται στις συνήθεις τυποποιημένες ευχές, αλλά έχει έναν περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα.



Τὰ «σκληρὰ καρύδια», ποὺ ἡ ζωὴ μᾶς βάζει νὰ σπάσουμε, ἀπαιτοῦν ἐπανειλημμένως γερὰ δόντια· δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ εἶναι (ἐνν. τὰ «σκληρὰ καρύδια») διαφόρων εἰδῶν - ἀνάλογα μὲ τὴν προέλευσή τους – και ποὺ μπορεῖ κανεὶς ταυτοχρόνως να χρησιμοποιήσει καρυοθραύστη.

Καβάλλα 5 Σεπτ. 1904.


Εικόνα 18: Κάρτα γραμμένη στα γερμανικά, Καβάλα, 5 Σεπτεμβρίου 1904.





Σημειώσεις.


1.    Αργυρός Αθανάσιος, Η παιδεία εν Σέρραις: Η δράσις και το έργον του Δημητρίου Μαρούλη. Διάλεξις…δοθείσα εν Σέρραις την 3ην Απριλίου 1934 εις το κινηματοθέατρον ”Κρόνιον”, έκδοσις της εφημερίδος των Σερρών «Εμπρός», 1938, σ.20. Ο  Ηπειρώτης Δημήτριος Μαρούλης [1840-1892] με εξαιρετικές σπουδές στην   Ελλάδα και την Γερμανία (διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης) έφτασε στις Σέρρες το 1870 σε ηλικία 30 ετών και ανέλαβε την διεύθυνση του Ανωτάτου Ελληνικού Σχολείου των Σερρών. Το 1872 εισηγήθηκε στο Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο και επέτυχε την ίδρυση του Διδασκαλείου Σερρών, του οποίου ανέλαβε την διεύθυνση ο ίδιος. Ίδρυσε, εν συνεχεία στις Σέρρες και Διδασκαλείον Θηλέων.  Ο Πάνος Πίερρος, διευθυντής του «Εμπρός» σημειώνει στον Πρόλογο του φυλλαδίου, το οποίον εξέδωσε η εφημερίδα του: «η εκπαιδευτική κίνησις την οποίαν προώθησε και ανήγαγε εις περιωπήν ο Δημήτριος Μαρούλης συνετέλεσε τα μέγιστα εις την αναζωπύρωσιν του Εθνικού φρονήματος του υποδούλου Ελληνισμού και απετέλεσε μετέπειτα την βάσιν του καθιερωθέντος παιδαγωγικού συστήματος εις το Ελεύθερον Κράτος δια την μόρφωσιν των διδασκάλων.». Ο Μαρούλης πίστευε ο ίδιος  και ετόνιζε στους μαθητές του «ότι ο διδάσκαλος δια να εκπληρώση ευδοκίμως την αποστολήν του, πρέπει να είναι δια το έργον κεκλημένος προς τούτο, να έχει κλήσιν…αντιλαμβανόμενος την κλήσιν ταύτην ως κάποιον από θεού προορισμόν δια το έργον».  Έμεινε στις Σέρρες δεκαπέντε έτη [1870-1885] διευθύνων το Διδασκαλείο  και διδάσκων σε αυτό τα παιδαγωγικά μαθήματα αλλά και την γυμναστική, η οποία μαζί με την μουσική (την  εδίδασκε ο Δανογερμανός Τζιόντσεν) αποτελούσαν μαθήματα «… εξόχως ψυχής τε και σώματος μορφωτικά». Ο Μαρούλης, στη σχέση του με τους μαθητές, επανέφερε την «Σωκρατικήν μαιευτικήν» και ακόμη εκόμισε στη παιδαγωγική πράξη την αρχή της αυτενέργειας του μαθητή. Ίδρυσε τυπογραφείο, ετύπωσε βιβλία, εξέδωσε εφημερίδα και επί των ημερών του «συνεκροτήθη η πρώτη Ελληνική χορωδία». Ο Αθ. Αργυρός, εκτιμώντας  την συνολική δράση του Μαρούλη στις Σέρρες, διατυπώνει την άποψή του με τρόπο συγκινητικό,  όπως θα έκανε ένας αφοσιωμένος μαθητής· συγχρόνως όμως όσα καταθέτει για τον δάσκαλό του ανταποκρίνονται με ακρίβεια σε όλα όσα προσέφερε ο Δημήτριος Μαρούλης στην παιδεία των Σερρών κατά το αναφερόμενο διάστημα. Συνοψίζοντας, λοιπόν,  ο Αργυρός γράφει: «η δεκαπενταετής περίπου δράσις του Δημητρίου Μαρούλη εν Σέρραις υπήρξε ου μόνον γενικώς υψίστης εθνικής σημασίας έργον, αλλά και ειδικώς, έργον πρωτοπορείας εν τω σταδίω της Εκπαιδευτικής ανά τον Ελληνικόν κόσμον αναμορφώσεως και αι Σέρραι δύνανται και δικαιούνται να είναι υπερήφανη, ότι εδώ, εν τη υποδούλω τότε ακόμη πόλει των Σερρών ανήφθη [άναψε] …η λαμπάς μιας συνειδητής του Ελληνικού Λαού Εκπαιδεύσεως και εντεύθεν το φως μετεδόθη ου μόνον ανά τον υπόδουλον τότε Ελληνισμόν αλλά και εις αυτήν την ελευθέραν Ελλάδα.».  Ο Μαρούλης υπήρξε «πρωτοπόρος αναμορφωτής της καθ’ όλον τον ελληνικόν κόσμον εκπαιδεύσεως» και επέτυχεν το επώνυμό του,  Μαρούλης, να μεταβληθεί «εις ιδέαν». Αυτήν ακολούθησε το πλήθος των αφοσιωμένων μαθητών, των Μαρουλιστών, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Αθ. Αργυρός.   

2.    Γαλάνη Ζωή, Η εκπαίδευση στο σαντζάκι Σερρών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2009, σ.95. Σύμφωνα με την Γαλάνη, η Ελένη και ο Δημήτριος Μαρούλης απέκτησαν 5 τέκνα:  τα ονόματα των 3 από αυτά αναφέρθησαν ήδη στο κείμενο, καθώς έγραψαν στο λεύκωμα της Δανάης – τα άλλα δύο ήταν  ο καπνέμπορος Κώστας Μαρούλης [1885-1944] και ο Αριστείδης Μαρούλης. Καπνοβιομήχανος ήταν και ο Λύσανδρος Μαρούλης. Πολύ πιθανόν η καπναποθήκη Μαρούλη, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τους Βούλγαρους ως τόπος συγκεντρώσεως των Εβραίων των Σερρών, όταν τους συγκέντρωσαν την 4η Μαρτίου 1943, να ανήκε σε έναν από τους δύο αδελφούς Μαρούλη. 

3.    Η επιστολή δημοσιεύεται στο κείμενο: ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΟΝΤΟΡΕΠΑ, Επιστολές, και αποσπάσματα επιστολών, της Ολυμπίας προς τον Κωνσταντίνο Κοντορέπα (1887-1899) στο http://palaiabiblia.blogspot.gr/2012/02/blog-post.html .

4.    Ελένη Χατζηλαζάρου: μέλος σπουδαίας οικογένειας Ελλήνων της Θεσσαλονίκης η οποία υπήρξε διευθύντρια του Ανώτερου Κεντρικού Παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 1887-1891 (Γιώργος Κωνσταντινίδης, «Πρόσωπα της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης», σ.45, εφημ. Μακεδονία, 7/2/2016, Αφιέρωμα σ.27-28, 45-46).

5.    http://www.lifo.gr/team/pinakothiki/46729. Ο  Ζαχαρίας Παπαντωνίου θα δημοσιεύσει, επίσης, στην εφημερίδα «Πατρίς» την 26η Ιανουαρίου 1920 κείμενο για τον ζωγράφο από το οποίο, το παρακάτω απόσπασμα, χρησιμοποιήθηκε ως εισαγωγή στο Ημερολόγιον της  Ανωνύμου Γενικής Εταιρείας Τσιμέντων ΗΡΑΚΛΗΣ – ΟΛΥΜΠΟΣ του έτους 1964, το οποίον με καλλιτεχνική επιμέλεια του Παναγιώτη Τέτση, είναι αφιερωμένο στο έργο του Παρθένη:  «Ο θεατής θα πεισθή σαφώς για ένα πράγμα. Ό,τι εις όλους εκείνους τους πίνακας (του Παρθένη) η φύσις έχει χάσει την αυθυπαρξίαν της και υπέστη την ύπαρξιν του ζωγράφου. Έχει διαμορφωθή από την ψυχήν του. Έχει ταραχθή από αυτήν. Την έχει ακολουθήσει εις την λύπην, εις την χαράν, εις τον ρεμβασμόν, εις την έκστασιν. Δεν είναι πλέον η φύσις, το τέρας που συντρίβει τον άνθρωπον. Είναι η ζύμη την οποίαν ο άνθρωπος πλάττει σύμφωνα με τον εσωτερικόν του κόσμον, μία δύναμις που του υπετάχθη, τον νανουρίζει, τον παρηγορεί, τον ακολουθεί». Αυτή είναι κατά την γνώμη του Παπαντωνίου, η σχέση του Παρθένη με την φύση όπως παρουσιάζεται στο ζωγραφικό του έργο.


7.    Κίμων Μιχαηλίδης, «Κωνσταντίνος Παρθένης», ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ, έτος Ε΄, 31/12/1904, σ. 170. Στο ίδιο τεύχος ο Μιχαηλίδης για τα δύο έργα του Παρθένη από τη Μακεδονία, γράφει (σ.170-171): «Κυττάζω τας δύο εικόνας του, τας εμπνευσμένας από την Μακεδονίαν. Η μία “Από την Καβάλλαν”, μία γωνία της πόλεως ζωγραφισμένη από υψηλά, με τα σπίτια της με το τζαμί της με τα δένδρα της, πόλις πραγματική βουτηγμένη εις τόνους κυανούς˙ και τα σπίτια εκείνα, και το τζαμί και τα δένδρα εγκλείουν ένα φως που τα θερμαίνει και τα εμψυχώνει. Η άλλη εικών το ιστορικόν μοναστήρι του Παγγαίου όρους, σου ενθυμίζει ή σου γεννά μίαν ωραίαν στιγμήν, την οποίαν στολίζουν τα γύρω αντικείμενα με την ομορφιά των, με το σχήμα των, με την ατμοσφαίραν που μέσα εις αυτήν πλέουν, σαν να επλάσθησαν δι’ αυτό μόνον˙ και όμως αυτά, και τίποτε άλλο, αποτελούν την εικόνα που βλέπεις εκεί εμπρός σου. Έχουν ένα ιδικόν των χαρακτήρα, μία ιδικήν των ζωήν».

8.    Οι 6 μεγάλων διαστάσεων εικόνες του Παρθένη στη Χωριστή Δράμας είναι:
-Ο Ιησούς Χρηστός ο Παντοκράτορας.
-Η Θεοτόκος.
-Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
-Τα Εισόδια της Θεοτόκου.
-Οι Άγιοι Απόστολοι Παύλος και Σίλας.
-Ο Προφήτης Ηλίας.
9. Έλενα Αγγ. Παπασταύρου, «Δύο εικόνες του Κωνσταντίνου Παρθένη στη Μητρόπολη Καβάλας», σ. 203-220, Η Καβάλα και η περιοχή της. Β’ τοπικό συμπόσιο, τ.α,: πρακτικά. Κέντρο Ιστορικών Μελετών Καβάλας, Καβάλα 1987.

10. Από επιστολή του κ. Προκοπίου Μητροπολίτου Φιλίππων Νεαπόλεως και    Θάσου στην εφημερίδα το Βήμα (10/4/83, σ.77) σχετική με τις δύο εικόνες οι οποίες κατά παράδοση αποδίδονταν στον Παρθένη: «Πρόβλημα ακόμη το πώς διασώθηκαν στη Μητρόπολη Φιλίππων, η οποία ανασυστήθηκε το 1924. Όμως το γεγονός ότι πρώτος Ιεράρχης της νεοσυσταθείσης Μητροπόλεως υπήρξε ο αείμνηστος   Χρυσόστομος η μετά του Παρθένη προσωπική σχέση του οποίου μπορεί να θεωρηθεί βεβαία αποτελεί ένα στοιχείο υποβοηθητικό προς αυτή την κατεύθυνση».  

11. Μάνος Στεφανίδης, «Ο Κωνσταντίνος Παρθένης ιδεολογικός άξονας της γενιάς του ‘30», σ. 45-52 στο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), ΙΘ΄ Δημήτρια, Δήμος Θεσσαλονίκης, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη, Οκτώβρης-Νοέμβρης 1984, σ.48.

12. Ευγένιου Δ. Ματθιόπουλου, «Κωστής Παρθένης», Επτά Ημέρες, η Καθημερινή, σ.2-11, «Κωστής Παρθένης: Από τη λύρα του Αρχάγγελου στα κλειδοκύμβαλα της σιωπής», σ. 2-31.

13. Χ. Καμπουρίδης - Γ. Λεβούνης, Νεοελληνική Τέχνη, 20ος αιώνας. Ζωγραφική - Χαρακτική - Γλυπτική. Οι πολύτιμες συλλογές της Πινακοθήκης Ρόδου, Αθήνα 1999, σ. 40.

14. Ό.π., σ.41.

15. Luceaferul, An. VIII, Nr.1, 1-Jan-1914.

16. Ζήκος Γεωργ. Τσίρος, Η Βλάστη (τ.Μπλάτσι). 1. Σκόρπια φύλλα της πατρίδος μου. Τόμοι 1-3, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 72.

17. Ό.π., σ. 72, υποσημ. 2. Επιπλέον, σχετικά με τον Αντώνιο Κεραμόπουλο: ήταν αρχαιολόγος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός, γεννήθηκε στη Βλάστη το 1870 και πέθανε στην Αθήνα το 1960. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακά σε άλλες χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Ιταλία, Αυστρία), εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση αλλά δίδαξε και Ιστορία της Τέχνης στη σχολή Καλών Τεχνών. Υπηρέτησε επίσης, ως καθηγητής Αρχαιολογίας στην Αθήνα και ως έφορος αρχαιοτήτων (1904). Το 1932 ανακάλυψε τυχαία τον οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς, την ακριβή θέση του οποίου επιβεβαίωσε με νέα έρευνα το 1940. Επιπλέον, συμμετείχε στην συνδιάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. (Πηγή: goo.gl/jJUOQt).

18. Luceaferul, An.III, Nr. 22-23, Budapesta, 1 Decembre, st. v., 1904, σ.379.

19. Mariana Vida, «La société Tinerimea Artistică de Bucarest et le Symbolisme Tardif entre 1902-1910», σ.55-66,  Revue roumaine d'histoire de l'art. Série Beaux-arts, Vol. XLIV, 2007: σ.57: «Son art était assimilé par les conteporains au romantisme, mais en fait, il avait comme ascendance l’ admiration manifeste envers Böcklin. Loghi nourrit ses compositions du mystère des naïades et des tritons du maître allemande, à qui s’ ajoutent de propres éléments identitaires ayant les sources dans l’ antiquité grecque et byzantine».

20. Ό.π., σ.55: «Nous signalons leur camaraderie, leur formation professionnelle solide, leur maîtrise et leurs hauts étalons de niveau européen, le programme moderne et la disponibilité envers les jeunes, acceptés graduellement dans la société selon des critéres de valeur, aussi leur diplomatie et bon management mis en évidence par l’organisation d’expositions, la publication de catalogues ou l’acquisition d’un espace propre».


21. Adriana Sotropa, «Le peintre Kimon Loghi (1871-1952) face aux critiques et à l’ histoire», σ. 171-191, Quêtes de modernité(s) artistique(s) dans les Balkans au tournant du XXe siècle, σ. 173: «M. Kimon Loghi est également un novateur. À sa remarquable tête intitulée Entre fleurs, on reconnaît un élève de Stuck. Malgré le modelé un peu négligé de l’encolure, il y a dans ce profil entouré de fleurs jaunes beaucoup de caractère. Quant à sa “Tête d’ expression”, une vieille femme en voile blanc, le profil levé, il rend bien la foi confidante et l’ espoir que le peintre a voulu exprimer».

22. Sotropa, ό.π., «Ce tableau confirme dans une certaine mesure l’emprise de Stuck sur son élève, aussi bien sur le plan de la thématique que sur le plan stylistique: on y retrouve le goût de la symétrie et le hiératisme de la pose, un penchant pour le macabre, l’inquiétant, associé à une figure féminine érotisée».

23. Angelo Mitchievici, «Kimon Loghi, Le symboliste», σ.65-74, Revue Roumaine d'Histoire de l'Art. Série Beaux-Arts, Tome XLVIII, Bucarest 2011, σ.65.

24.  Ό.π., σ.66: «Pour Arghezi, le modèle négatif dans la peinture est Kimon Loghi (…) parce que, en quelque sorte, il devient un cas d’école, un anti-modèle, autant par le succès de ses tableaux, que par un certain consumérisme associé au kitsch qui tend mimétiquement vers une homologation avec les nouvelles directions abordées par les peintres de Tinerimea artistică qui ont provoqué une rupture fondatrice avec l’académisme ossifié»… «Dans l’une des chroniques publiées dans Facia en 1911, Arghezi soulignait, à propos de Loghi, l’entrée de la peinture dans une zone commerciale et la formation d’un marché ayant un goût tributaire à la mode, “l’esthétique des acheteurs”»…. «L’incapacité du peintre de transmettre une émotion ou une réflexion, d’où, la mise en évidence d’un répétitif obsédant, d’une circularité mécanique des thèmes et des motifs».

25. Ό.π., σ. 65: «…sous le patronage de Kimon Loghi (1873-1952), son dernier vernissage qui, non seulement mettait fin à la période créatrice de l’artiste presqu’aveugle, mais, également, à toute une époque».

26. Ό.π., σ. 65: «Peintre romantique par tempérament et par sa formation munichoise… relève une véritable sensibilité symboliste visiblement marquée dans une bonne partie par les peintures de sa première période. Il réalise une intéressante symbiose entre les thèmes symbolistes présents dans les peintures des symbolistes allemands, mais également populaires dans le cadre de la secession et celui idyllique féerique, vivement colorié, chaud, méditerranéen dans lequel il les place. L’art du portrait en tant qu’expression d’un état d’âme reflète en égale mesure la sensibilité symboliste du peintre avec son penchant vers le mystère, la contemplation et le symbole».

27. Adriana Sotropa, ό.π., σ. 171: «Après des décennies d’oubli, la figure du peintre Kimon Loghi revient quelque peu sur le devant de la scène artistique roumaine. Sa peinture connaît un regain d’intérêt assez spectaculaire depuis une dizaine d’années, surtout parmi les collectionneurs privés».





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

1. Στεφανίδου Αιμιλία, Η πόλη – λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, Καβάλα 2007. 2. Δήμος Θεσσαλονίκης – ΙΘ’ Δημήτρια, «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967)», Θεσσαλονίκη, 1984.

2. Λυκουρίνος Κυριάκος, «Η Καβάλα της Οθωμανικης περιόδου (τέλη 14οαι. 1912). Η παλιά πόλη – συνοικία της Παναγίας», σ. 51-231, Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.Χ. – 20ος αι.). Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας. Τόμος I, Α’ έκδοση, Εξωραϊστικός Πολιτιστικός Σύλλογος Παναγίας «Το Κάστρο», 2005.

3. Χατζηκυριακού Γεώργιος, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906), δευτέρα έκδοσις, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1962. 

4. Καραδήμου-Γερόλυμπου Αλέκα, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη & Βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα, University Studio Press,  Δεύτερη έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2004.

5. Ιωαννίδης Ιω., Το καπνικό στην Καβάλα. Μαρτυρίες και στοιχεία από το καπνεμπόριο και την καπνεργασία, «έκδοσις Ιστορικού Αρχείου Δημοτικού Μουσείου Καβάλας», Καβάλα 1998.

6. Χιόνης Κωνσταντίνος, Ιστορία της Καβάλας, Εξεδόθη εις τον Εκδοτικόν Μηχανισμόν της εφημερίδος «Η ΠΡΩΪΝΗ», Καβάλας, Καβάλα 1968,.

7. Ρουδομέτωφ Νικόλαος,  Η Ελληνορθόδοξη κοινότητα Καβάλας από έναν Κώδικα των ετών 1895 – 1908, Νομαρχία Καβάλας - Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, Καβάλα 1998.

8. Καμπουρίδης Χ. – Λεβούνης Γ., Νεοελληνική τέχνη 20ός αιώνας. Ζωγραφική – Χαρακτική – Γλυπτική. Οι  πολύτιμες συλλογές της Πινακοθήκης Ρόδου, Υπουργείο Αιγαίου, Αθήνα 1999.

9. Τσιμέντα Ηρακλής-Όλυμπος 1964, Ανώνυμος Γενική Εταιρεία Τσιμέντων, [Ημερολόγιον του έτους 1964, αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Παρθένη], καλλιτεχνική επιμέλεια: Παναγιώτη Τέτση.

10. Επτά Ημέρες, η Καθημερινή, Κυριακή 27 Ιουλίου 1997, «Κωστής Παρθένης [αφιέρωμα]».

11. Αργυρός Αθανάσιος, Η παιδεία εν Σέρραις: Η δράσις και το έργον του Δημητρίου Μαρούλη. Διάλεξις…δοθείσα εν Σέρραις την 3ην Απριλίου 1934 εις το κινηματοθέατρον ”Κρόνιον”, έκδοσις της εφημερίδος «Εμπρός» των Σερρών 1938.

12. Γαλάνη Ζωή, Η εκπαίδευση στο σαντζάκι Σερρών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2009.

13. Έλενα Αγγ. Παπασταύρου, «Δύο εικόνες του Κωνσταντίνου Παρθένη στη Μητρόπολη Καβάλας», σ. 203-220, Η Καβάλα και η περιοχή της. Β’ τοπικό συμπόσιο, τ.α,: πρακτικά. Κέντρο Ιστορικών Μελετών Καβάλας, Καβάλα 1987.

14. Μάνος Στεφανίδης, «Ο Κωνσταντίνος Παρθένης ιδεολογικός άξονας της γενιάς του ‘30», σ. 45-52 στο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), ΙΘ΄ Δημήτρια, Δήμος Θεσσαλονίκης, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη, Οκτώβρης-Νοέμβρης 1984.

15. Ζήκος Γεωργ. Τσίρος, Η Βλάστη (τ.Μπλάτσι). 1. Σκόρπια φύλλα της πατρίδος μου. Τόμοι 1-3, Θεσσαλονίκη 1964.

16. Luceaferul, An.III, Nr. 22-23, Budapesta, 1 Decembre, st. v., 1904.

17. Mariana Vida, «La société Tinerimea Artistică de Bucarest et le Symbolisme Tardif entre 1902-1910», σ.55-66,  Revue roumaine d'histoire de l'art. Série Beaux-arts, Vol. XLIV, 2007.

18. Adriana Sotropa, «Le peintre Kimon Loghi (1871-1952) face aux critiques et à l’ histoire», σ. 171-191, Quêtes de modernité(s) artistique(s) dans les Balkans au tournant du XXe siècle.

19. Angelo Mitchievici, «Kimon Loghi, Le symboliste», σ.65-74, Revue Roumaine d'Histoire de l'Art. Série Beaux-Arts, Tome XLVIII, Bucarest 2011.

20. Eφημερίδα το Βήμα, 10/4/83.





Το λεύκωμα-Αφιερώσεις.





«Τῇ ἀγαπητῇ Δανάη

εὐτυχισμένον τό νέον ἔτος 1897.

Μ. Αναστασιάδου»





























































IL y aurait de quoi faire des heureux

avec tout le bonheur qui se perd en ce monde.       (Pythagore)



                               C.Anastassiadès



[Με όλη την ευτυχία που χάνεται σε αυτόν τον κόσμο

θα μπορούσαμε να κάνουμε ευτυχισμένους ανθρώπους. (Πυθαγόρας)  

                                    

                                                  K. Αναστασιάδου]







Η εὐτυχία ἔχει ἀνάγκη

διαλειμμάτων ἵνα γίνηται

αἰσθητή.

Κ. Αναστασιάδου



Wherever thou may tread

Be thy path with flowers spread.





[Όπου κι αν πατήσεις,



Ας είναι ο δρόμος σου με άνθη σπαρμένος]

























Εις λεύκωμα.

         Είναι το λεύκωμα βωμός & δενδρον της φιλίας

         με δάκρυ ποτιζόμενον με αίμα της καρδίας.

         Και έκαστος στα φύλλα του εν όνομα χαράττει 

         και όνειρα ατέρμονος φιλίας διαπλάττει. 



          Είναι μικρόν κιβώτιον εγκλείον αναμνήσεις

          βίβλος μικρά, ήτις δωρεί τω βίω συγκινήσεις.

          Της μοίρας δέλτος απηνής, η λαλιά θανόντος

          ηχούσα μελαγχολικώς εις ώτα επιζώντος.





Διά των ολίγων τούτων γραμμών, ενθυμού

αγαπητή Δανάη και την αγαπώσαν σε πολύ, πολύ.

Τη 22/2/1897                                           

                                                                     Μαίρη





































Η αναχώρησις



Λοιπόν ιδού μακράν σου

            Αναχωρώ Δανάη

Το στήθος μου σπαράττει

           ώρα παθών δεινή



                     ~ ~ ~

Υγίαινε αναχωρώ

κ’ υπάγω εις γην άλλην

Και τις ηξεύρει αν ποτέ

θα σ’ επανίδω πάλιν

                     ~ ~ ~

Υγίαινε Δανάη μου υγίαινε

              Χαίρε και ευδαιμόνει

Κι εμέ την αγαπώσαν σε Χρυσάνθη

             ω μη! ω μη λησμόνη

                       ~ ~ ~



Διά των ολίγων τούτων γραμμών ενθυμού εάν

θέλης ενίοτε την εξαδέλφη σου

               Χρυσάνθη Α. Δανδήλη

                  Τη 13η Ιουνίου

                             1898 ~ ~ ~









Un coeur à lautre uni jamais ne sen retire.

Et pour l’en separer il faut qu’on le déchire



Cavalla le 25 Avril 1900

……P/B..Bulgaridis









[Μια καρδιά ενωμένη με μία άλλη ποτέ δεν υποχωρεί

Για να την χωρίσει κανείς  πρέπει να την ξεσκίσει.



Καβάλλα 25 Απριλίου 1900

Π/Β. Βουλγαρίδης]



























































               Souvenir



Oh! ma chère petite amie

Quand tu seras loin de moi

N’oublie pas, je t’en supplie

Celle qui pensera toujours à toi

Et quand dans une heure de loisir,

En feuilletant ces pages aimés

Regarde souvent le souvenir,

De ta petite amie Chérie.

   ---------------------------------

B.Benveniste à sa chère amie Danaé Anastassiadès



        Cavalla, le 1 Janvier 1901



[Ενθύμιο

Ω! μικρή μου φίλη αγαπημένη

Όταν θα είσαι μακριά μου

Μην ξεχνάς σε παρακαλώ

Εκείνη που θα σε σκέφτεται πάντα

Και  όταν σε κάποια ώρα σχόλης,

Θα ξεφυλλίζεις αυτές τις αγαπημένες σελίδες,

Κοίταζε συχνά το ενθύμιο,

Της μικρής Πολυαγαπημένης σου φίλης.





Β. Μπενβενίστε στην αγαπημένη της φίλη Δανάη Αναστασιάδη



Καβάλλα, 1 Ιανουαρίου 1901]



















ζωγραφιά με υπογραφή:                      Serres

                                                         D C P

                                                          1901













Dieu a créé trois chefs-d’oeuvre de grace, d’humilité et de suave parfum;

Une fleur, un fruit et une creature;

Elles se cachent toutes trois sous leurs de couvertures de feuillage ou de lui

La fleur……………………………violette

Le fruit…………………………… fraise

La creature……………………….la jeune fille

Elles forment la plus exquise trinité dont Dieu  ait doté cette terre!



[υπογραφή]











[Ο Θεός δημιούργησε τρία αριστουργήματα φτιαγμένα από χάρη, ταπεινοφροσύνη και ευωδιαστό άρωμα∙ το λουλούδι, το φρούτο και το πλάσμα∙

Κρύβονται και τα τρία κάτω από το προστατευτικό φύλλωμα τους ή από εκείνον.

Το λουλούδι……………………η βιολέτα

Το φρούτο………………………η φράουλα

Το πλάσμα……………………..το νεαρό κορίτσι

Σχηματίζουν την πιο εξαίσια  τριάδα με την οποία ο Θεός προίκισε αυτή τη γη!]



















Une sincere affection a plus de poids

que toutes les joies du monde.

Cavalla le 3 Octobre 1900









[Υπογραφή: πιθανόν Χατζηδήμος].



[Η ειλικρινής τρυφερότητα έχει περισσότερο βάρος

από όλες τις χαρές του κόσμου.

Καβάλα 3 Οκτωβρίου 1900]



















































Les choses les plus graves, les plus belles, les

plus saintes ne se prouvent pas mais se

revèlent: nous comprenons l’amour en aimant,

la charité en donnant, la foi en

croyant.



                                                  Nelly Pecchioli







[Τα πιο σοβαρά πράγματα, τα πιο ωραία, τα

πιο ιερά δεν αποδεικνύονται αλλά

αποκαλύπτονται: καταλαβαίνουμε την αγάπη αγαπόντας,

την ευσπλαχνία δίνοντας, την πίστη

πιστεύοντας.

                                                      Νέλλη  Πεκιόλη]









































A ma chère Danaé

Aimes-tu la vie, alors

ne gaspille pas le temps car c’est

de l’étoffe dont ta vie est faite.



(…)                                 Olga [Giuliany;]



2/9he 1901











[Στην αγαπημένη μου Δανάη

 Αγαπάς τη ζωή; Τότε

 μην σπαταλάς το χρόνο γιατί είναι

 το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η ζωή σου.

 (….)                                                                  Όλγα…]





      2 Σεπτεμβρίου 1901



































Συ μόνη τ’ άνθη αρετή αμάραντα φυλάττης

εις πάσαν ηλικίαν

Το κάλλος το αληθινόν συ μόνη εγχαράττεις

εις αγαθήν καρδίαν.



                                 Αγλαΐα



   Σέρραι, Τη 4η Ιουλίου 1901.

































































Das Leben ist ein Baum,

dessen Frucht oft bitter ist.

                     Κωνσταντίνος Γιασκατζής.



                                   Καβάλλα 17/9.1903





[Η ζωή είναι ένα δέντρο,

  του οποίου οι καρποί είναι συχνά πικροί.]





























































                                A une Danaé moderne!

                                               ------

Danaé aux  beaux yeux, au regard plein de flamme,

si vos yeux imcendient, votre regard enflame,

le charme de ton regard, sa souplesse fuyante

versent la lumière mystique d’une âme errante.

Si Jupiter logeait sur son Olympe encore,

il aurait sûr fondu son trône en gouttes d’or,

pour les verser en pluie sur ton coeur indomptable,

et te ravir au ciel entourée d’un cyclone.

Je t’aurais suivie à cheval sur un rayon,

pour que ma lyre repète tous vos cris lamentables,

au combat d’une mortelle avec le Roi des Dieux!

Quel dommage! Jupiter n’existe plus!... Adieu!



12.Septembre 1904  Cavalla.-                J.C.Dacopoulos









                             [Σε μια μοντέρνα Δανάη

                                                 -------

Η Δανάη με τα ωραία μάτια, με το γεμάτο φλόγα βλέμμα.

Αν  τα μάτια σας ανάβουν πυρκαγιά, το βλέμμα σας ανάβει φωτιά.

Η γοητεία του βλέμματος σου, η φευγαλέα του πονηριά

σκορπίζουν το μυστικιστικό φως μιας περιπλανώμενης ψυχής.

Αν ο Δίας κατοικούσε ακόμα στον Όλυμπό του

θα είχε σίγουρα λιώσει  το θρόνο του σε χρυσές στάλες

για να τις ρίξει σαν βροχή στην αδάμαστη καρδιά σου

και να σε αρπάξει δια της βίας στον ουρανό περιβεβλημένη από έναν κυκλώνα.

Θα σε είχα ακολουθήσει ιππεύοντας πάνω σε κάποια ακτίνα

για να επαναλάβει η λύρα μου όλες τις γοερές σου κραυγές

στον αγώνα της θνητής με το Βασιλιά των Θεών.

Τι κρίμα!  Ο Δίας δεν υπάρχει πια!... Αντίο!     



12 Σ/βρίου 1904 Καβάλλα   

              

 Ι. Κ. Δακόπουλος.]               













A une fleur de Printemps

                      Mlle Danaé.



                         10 Septembre 904.    

                                         Cavalla_



C. PARTHENIS.    FLEURS DE PRINTEMPS





[Σε ένα ανοιξιάτικο λουλούδι

τη  δεσποινίδα Δανάη.

10   Σεπτεμβρίου 904. Καβάλλα_]





     [Κ.Παρθένης ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ.]




(Εκ των του Σαιξπήρου Ασμάτων.)

Ουδέν η μούσα μου έχει καινόν

Προς την ογκώδη μούσαν την πλαστήν

Την όψιν έχουσα ψιμμυθιωτήν

Την γην μιγνύουσαν και ουρανόν.



Ήλιον και Σελήνην με την γην

Παν ότι έχ’ ο κόσμος ποθεινόν

Του Απριλίου τ’ άνθη την αυγήν

Ω! πως μιγνύει μ’ αίσθημα δεινόν.

Εγώ δεν θέλω αίσθημα ψευδές,

Έρωτα θέλω θείον, αληθή

Όχι με βλέμμα πλάνον, αναιδές



Την φίλην μου το στήθος μου ποθεί

Ως πάσαν άλλην πλάσμα ευειδές

Αγνώς λατρεύω μ’ έρωτα εμπαθή.



    Η φίλη σου Μ.Λ.Σ.

Καβάλλα 9/22/11/1900



[William Shakespeare,  Sonnets, XXI]

So it is not with me as with that muse,

Stirr'd by a painted beaty to this verse;

Who heaven it self for ornament doth use,

And every fair with his fair doth rehearse;

………………………………………………

………………………………………………]







«Μία μόνη ευτυχία υπάρχει, το καθήκον

Μία μόνη παρηγοριά, η εργασία

Μία μόνη ηδονή, το ωραίον.»

                               Μαρίκα

                    Καβάλλα 9/22/11/1900



Έσο γενναία πάντοτε, μνησίκακος μη ήσαι,

Δίδον[ε]  καλόν αντί κακού και ούτως εκδικείσαι

                                                                     Μ.

















































Comme l’âme est triste quand elle est triste par l’amour!



[Τι θλιμμένη  που είναι η ψυχή όταν είναι θλιμμένη από αγάπη!]



                                        Ι Η Δ 

                                        1900































































Ως της αμάξης ο τροχός όστις

ταχέως τρέχει ο βίος σου κυλιόμενος φορά ομοίαν

έχει ως μένει εις τον άνθρω-

πον τερπνή παρηγορία

η μόνη και άδολος αληθηνή φιλία



η αγαπώσα σε φίλη

                 Κλεονίκη Μαρούλη























































Οπόταν ιλαρά της

λίμνης τα νερά σελήνη

αργυρόνει φίλη μου μη με λησμόνει

                         την φίλην σου

                                   Κλεονίκη Μαρούλη





Σοι εύχομαι πάντοτε ν’ ανθίζης ωσάν τα ρόδα του Μαΐου.





























































            Αγαπητή μοι Δανάη

Όταν πρωΐαν εξυπνήσης &[και]  την ηώ

προβαίνουσαν ροδόχρουν απαντήσης

  ενθυμού την φίλην σου Κλεονίκην

ήτις με δάκρυ εις τους οφθαλμούς σε είπεν

 έχε υγείαν χαίρε χαίρε και ευδαιμόνει

    έλπιζε και μη λησμόνει εμέ την

                         υπεραγαπώσαν φίλην σου

                                Κλεονίκην Μαρούλη

                          Σέρραι τη 27η Ιουλίου 1901.

















































2

Αν τα είχαμε σβύσει όλα αυτά μέσα μας – αν κρατούσαμε μόνο και τρέφαμε την εγωϊστική αριστοκρατία του πνεύματος– για μοναδικό στέμμα της ψυχής, πόσο θα είμαστε ευτυχείς – Και όμως ο ταπεινός πόθος να επιζήση κανείς στην ανάμνηση ενός άλλου… φυτρώνει μέσα μας μόνος του, με το αίτιο του οργανισμού της ζωής… της ζωής που συνηθίσαμε να ζούμε..

Μόνο μια παρηγοριά μένει σε μας, πως ελπίζουμε να ζήσουμε ….. απ’ τον τάφο σε μια γωνιά του Ολύμπου.

6/_ Μαρτίου/ 1903

Καβάλλα

(υπογραφή)

Συγνώμην για τη γραφή μου που είνε με μολύβι. Τι σημαίνει;









































1

Το πλοίο… το πλοίο… και ακούγεται μυστικά μια φωνή – θα φύγης – πού; γιατί; Ο άνθρωπος απαντά… η Μοίρα όμως σωπαίνει. «Το πλοίο θα φύγη…» μεσ’ τη φράση αυτή κρύβεται ίσως ένας θάνατος… δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλει κανείς ότι το φευγιό[φεύγω] δεν είναι πεθαίνω χωρίς ν’ αρνηθή ότι το πεθαίνω είνε φευγιό[φεύγω]… Δεν ήθελα να ζήσω πουθενά για κανένα, και όμως κάθε στιγμή του ανθρώπου ελπίζη την αθανασία. Ο ουρανός, τ’ αστέρια, η νύχτα κρύβουνε τόσα αινίγματα… θα βρούμε ίσως την απάντηση στον τάφο – να ένα είδος αθανασίας! – Τι μάταιοι πόθοι, και όμως τους έχουμε. Να θέλη να επιζήση κανείς στην ανάμνηση ενός άλλου. – Είνε αποτέλεσμα της φιλίας, του έρωτος, της αγάπης… και όλων αυτών των πρόσκαιρων αισθημάτων.



















Une femme doit être gracieuse même

 lorsqu’elle pleure.



Femme est double chose assez douce

et aussi belle qu’enfant  royal



Cavalla le 22 juillet 1903



                                 Mathilde





[Μια γυναίκα πρέπει να είναι θελκτική

ακόμα και όταν κλαίει.



Μια γυναίκα είναι πράγμα γλυκό,  τόσο γλυκό

και τόσο όμορφο όπως είναι ένα  παιδί από βασιλική γενιά.



Καβάλλα 22 Ιουλίου 1903



                                  Ματθίλδη]















































On se console toujours



[Παρηγορούμαστε πάντοτε]



                  Ι Η Δ.

                   1900











Γυναικί κόσμος ο τρόπος, και ου χρυσία

                       ΙΧΔ













































Le monde est un

spectacle: on entre, on

 regarde, on s’ennuie et l’on sort.



[υπογραφή: Πολύ πιθανόν Capetis/Καπέτης]



Cavalla, 10.3.903





[Ο κόσμος είναι ένα

θέαμα: μπαίνεις,

κοιτάζεις, πλήττεις  και βγαίνεις.



Καβάλλα 10.3.903]

































Ένα βράδυ που ήρθα στο πλευρό σου κλαμένη

Κ’ ήτο κάθε ματιά μου φλογερή θολωμένη

Και μας φώτιζε μόνους θαμπωμένο καντύλι καντήλι

Κάθε δάκρυ μου πήρε το λευκό σου μαντήλι.

Κι΄ όρκο μου καμες τότε στην εικόνα θυμήσου,

Σαν αγγέλου αγνή ν’ απομείνη η ψυχή σου.

Κι’ αν ποτέ με ξεχάσεις από άκρη ως άκρη

Το λευκό σου μαντήλι πούχε κάθε μου δάκρυ

Σάβανό σου να γίνη και το δάκρυ μου κύμα

Να φουσκώση, ν’ ανοίξη της ζωής σου το μνήμα.

Μπρός στην ίδια εικόνα με μάτια θολωμένα,

Μιαν αχτίδα θρηνώ, μιαν ελπίδα χαμένη,

Και μια χάρη ζητούν τα πικρά μου τα χείλη

Σάβανό μου να γίνει το λευκό σου μαντίλι.

[Υπογραφή: Πίπιτσα

Ανδριανού;]























Aucun remède ne guerit mieux les maladies du Coeur, que

        la pratique du devoir.

                                            Calliope []

                           Cavalla le 25 Fevrier 1903







[Κανένα φάρμακο δεν γιατρεύει καλύτερα τις ασθένειες  της καρδιάς από

              την άσκηση του καθήκοντος.



                                                 Καλλιόπη…

                         Καβάλλα 25 Φεβρουαρίου 1903]











































Rappelle-toi



Lys. Maroulis



                           Serrès le 9 Août 1901









  [Θυμήσου



   Λυσ. Μαρούλης



                            Σέρρες 9 Αυγούστου 1901]





































   Εις λεύκωμα κόρης.

Η μία χάρις σ’ έδωσεν ως δώρον

Τ’ όνομά της και με καρδίαν αγαθήν

σ’ εστόλισεν η άλλη, η τρίτη σου προστάτις.

Εκόσμισε το σώμα σου με των τριών τα κάλλη.

Τριών χαρίτων αδελφή, τετάρτη χάρις χαίρε!

Εγκάρδιον την μνήμην μου Δανάη μου

                                                   ω φέρε.

                                  Αγλαΐα Μαρούλη.

                                 Σέρραι Τη 4η Ιουλίου 1901      



















































Partir cest mourir un peu

C’est dire adieu à ceux qu’on aime.

On laisse un peu de soi-même.

En toute heure et dans tout lieu.

Partir c’est mourir un peu…..



                            Mathilde



Cavalla le 22 Juillet 1903





[Το να φεύγεις είναι λίγο σαν να πεθαίνεις.

 Είναι σαν να λες αντίο σ’αυτούς που αγαπάς.

 Αφήνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου.

 Οποτεδήποτε  και οπουδήποτε

 το να φεύγεις είναι λίγο σαν να πεθαίνεις… 

                         

                                   Ματθίλδη   



Καβάλλα 22 Ιουλίου 1903]































Entre les regrets

et les desirs, il n’ya pas

de place pour

le Bonheur.



     Nelly  Pecchioli









 [Ανάμεσα στις μεταμέλειες

  και τους πόθους, δεν υπάρχει

  θέση για

   την ευτυχία



       Νέλλη Πεκιόλη]























Δ α ν ά η (γραμμένο στα πλάγια ως αρκτικόλεξο)   

Δι’ εσέ η μαμά τι να γράψη

Από καρδιά να σ’ ευχηθή;

Να είσαι όπως σε ποθώ

Απλή ελεήμων και καλή

Η και η μόνη της ευχή.







Cest une vraie amie, celle là seule

 qui pleure lorsque vous avez des larmes

                et cest la mère.

                                MA.



[Πραγματική φίλη, είναι εκείνη

    που κλαίει όταν έχετε δάκρυα

     και αυτή  είναι η μητέρα.

                                 ΜΑ.]



















Oh vous   qui   dans la vie faites les premiers pas.

Vous qu’un âge encore vert éloigne du trépas.

Vous qui ne  connaisserz les intrigues du monde,

Qui ne nous laissent pas en faire une seconde,

Tâchez que votre vie soit parsemée de fleurs,

Et que vous ignorιez l’amertume des pleurs;

La  vertu pour cela doit habiter votre âme,

Votre front peut briller du rayon qui l’enflamme.

Mais si vos douces lèvres effleurent un sourire,

La modestie sied bien, il ne faut la proscrire,

Et le travail toujours doit occuper vos mains,

Pour être preparée au mauvais lendemain.        

      

                                   Raoul Vinay



                                     1901.fevrier  9/22.





    [Ω εσείς που στη ζωή κάνετε τα πρώτα βήματα.

     Ω εσείς που στη ζωή κάνετε τα πρώτα βήματα

     Εσείς που ηλικία ακόμα άγουρη σας  κρατάει μακριά από το

     θάνατο.        

     Εσείς  που δεν γνωρίζετε τις μηχανορραφίες του κόσμου.

     Που δε μας αφήνουν  δευτερόλεπτο να ησυχάσουμε,

    Προσπαθήστε η ζωή σας να είναι σπαρμένη με λουλούδια,

    Και να αγνοείτε την πίκρα των δακρύων,

    Η  αρετή πρέπει να κατοικεί την ψυχή σας.

    Το μέτωπο σας μπορεί να λάμπει από τις ακτίνες που το φλογίζουν.

    Αλλά αν τα γλυκά σας χείλη διαγράφουν ένα χαμόγελο

    Η μετριοφροσύνη όμορφα αρμόζει, δεν πρέπει να την εξοστρακίζεις

    Και η δουλειά πρέπει να απασχολεί τα χέρια σας

   Για να είσαστε έτοιμη για το δύσκολο αύριο.



                                                 Ραούλ  Βινέ

                                        1901 Φεβρουάριος 9/22]















Rien ne peut resister aux élans de deux coeurs

L’amour est très puissant,  jamais il ne désarme

Ou il tourney au tragique, ou il devient vainqueur

Tout mortel devant lui doit déposer les armes



                                     R.V.[Raul Vinay] 1901 7/fevrier





    [Τίποτε  δεν μπορεί  να αντισταθεί στον ενθουσιασμό δυο καρδιών

    Η αγάπη είναι πολύ ισχυρή,  δεν  καταθέτει ποτέ τα όπλα

    Ή αποβαίνει τραγική, ή γίνεται νικήτρια

    Κάθε θνητός μπροστά της καταθέτει τα όπλα.



                                   R.V.[Raul Vinay]1901 7 Φεβρουαρίου]















La vie est un livre suprême

où la page attachante ne s’y lit pas. 

On voudrait revenir à la page où l’on aime deux fois.

Et la page où l’on meurt est déjà sous les doigts.



                              C. Anastaciades.



    [Η ζωή είναι ένα έξοχο βιβλίο

    όπου η ενδιαφέρουσα σελίδα δεν διαβάζεται.

    Θα ήθελε κανείς να επανέρθει στη σελίδα που αγαπάει δυο φορές.

    Και η σελίδα όπου πεθαίνει είναι ήδη προ των πυλών.

                                          Κ. Αναστασιάδου.]





Dans cette vie rien n’est bon

que d’aimer, de vrai que

   de souffrir.



Le 16 9/bre 1900





[Σ’αυτή τη ζωή το μόνο καλό

είναι ότι αγαπάς, και το μόνο αληθινό

ότι υποφέρεις.



Την 16 Νοεμβρίου 1900]