Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Ένα βιβλίο [2]: CYNTHIA CREWS – ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΝΑ, Σεφαραδίτικα παραμύθια των Βαλκανίων. Μετάφραση: Σάρα Μπενβενίστε, Αθήνα, “Απόπειρα“, 2013, σ.403


Κείμενα:
  1. Ρένα Μόλχο, Ισπανοεβραϊκές πηγές για την κοινωνική ιστορία των Βαλκανίων
  2. Τζέκυ Μπενμαγιόρ, Η γλώσσα των σεφαραδίτικων παραμυθιών της Βαλκανικής.
  3. Χρήστος Καββαδάς, Σημειώσεις για το βιβλίο.



                                                           
                                       μνήμη  Μερού Λεβή



Οι ερωτήσεις του πρίγκιπα

Κάποτε, λένε, ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός δεν είχε γιο ούτε κόρη, κι ήταν μεγάλη η στενοχώρια της βασίλισσας γι’ αυτό. Μια μέρα καθώς ήταν καθισμένη στο μπαλκόνι της, έβαλε τα κλάματα. Εκείνην τη στιγμή, πέρασε ένας δερβίσης. Ένα δάκρυ έπεσε πάλω στην κυουλά του και την έκαψε. Ο δερβίσης έριξε μια ματιά προς τα πάνω και είδε τη βασίλισσα που έκλαιγε. Τη ρώτησε λοιπόν:
- Βασίλισσα, βασίλισσα, γιατί κλαις; Τα πλούτη σου και τα χρυσάφια σου δώσ’ τα σε μένα, γιατί είμαι φτωχός. Τόσα πλούτη και τόσα αγαθά έχεις, τι σου λείπει;
- Πολλά πλούτη και πολλά αγαθά έχω, αλλά σαν δεν έχω παιδί, σε τι μου χρησιμεύουν;
- Εγώ θα σου δώσω ένα μήλο, μισό άσπρο και μισό κόκκινο. Αν θέλεις να κάνεις αγόρι, φάε εσύ το μισό το κόκκινο και δώσε το μισό το άσπρο στον άντρα σου.
- Πολύ καλά, είπε η βασίλισσα και πήρε το μήλο. Έδωσε το μισό το άσπρο          στον άντρα της και το μισό το κόκκινο το έφαγε η ίδια. Και επιτέλους έμεινε έγκυος.
Αφού πέρασαν ένας  δυο μήνες, ετοίμασε τα προικιά του νεογέννητου, κέντησε τα ρουχαλάκια του με χρυσοκλωστή και μετάξι., Πέρασαν οι εννέα μήνες και η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα πολύ όμορφο παιδί που είχα ένα χρυσό βέλος στο χέρι κι ένα αστέρι στο μέτωπο. Το θήλασε δυο χρόνια η βασίλισσα.
   Βλέποντάς το να μεγαλώνει, ο βασιλιάς το έκλεισε σ’ ένα παλάτι που δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Το φρόντιζε μια υπηρέτρια. Κάθε φορά που του έφερνε να φάει, φρόντιζε να μην υπάρχει ούτε το παραμικρό κοκαλάκι στο κρέας που του έδινε να φάει. Μια μέρα δεν πρόσεξε όπως το συνήθιζε κι άφησε ένα κοκαλάκι στο πιάτο του παιδιού. Τρώγοντας, το παιδί το βρήκε το κόκαλο. Το πήρε, το πέταξε στο τζάμι και το ’σπασε. Από το σπασμένο τζάμι μπήκε μέσα το φως. Το παιδί πλησίασε στο παράθυρο. Κοιτάζοντας στο δρόμο, είδε κάτι παιδιά που έπαιζαν κι έκαναν ένα σωρό τρέλες εκεί έξω. «Για δες»  σκέφτηκε «φαίνεται πως εκεί έξω υπάρχει ολόκληρος κόσμος κι εγώ μένω κλεισμένος  εδώ πέρα. Θα πάω στο δρόμο να παίξω με τα παιδιά». Χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, βγήκε στο δρόμο να παίξει. Ξάφνου, πέρασε μια γριούλα, απ’ αυτές που ξέρουμε, είδε το αγόρι και του είπε:
-        Γιόκα μου, εσύ είσαι ένα βασιλόπουλο, δεν είναι εδώ η θέση σου.
   Έβαλε το χέρι στο δισάκι της και του έδωσε ένα πορτρέτο. Μόλις το είδε, ο νέος φούντωσε από τον πόθο. Έτρεξε στη μητέρα του και της είπε:
- Μάνα, θα φύγω να δω τον κόσμο!
- Γιε μου, ένα γιο μονάκριβο κι αγαπημένο έχω κι εγώ και θα φύγεις; Ξέχνα αυτή σου την επιθυμία!
- Όχι, μάνα, πρέπει να φύγω.
Στο τέλος, αφού δεν μπορούσε να τον μεταπείσει, του έδωσε λεφτά,  απ’ αυτά που είναι ελαφρά στο βάρος αλλά βαριά στην αξία, κι ο νέος έφυγε. Βγήκε στη τράτα και πήρε μαζί του τρεις μελόπιτες και τρία κουβάρια χρυσοκλωστή. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και συναντά μια δράκαινα.
- Σταμάτα, ανθρώπου σπόρε, γιατί σ’ έφαγα, του είπε η δράκαινα.
- Δε θα με φας, και κακό δε θα μου κάνεις, γιατί γυρεύω την πεντάμορφη. 
Ο νέος ξεπέζεψε, έπλυνε τη δράκαινα, της έκοψε τα μαλλιά και της πρόσφερε μια μελόπιτα.
- Αχ, παλικάρι μου, ο Θεός να σ’ το ξεπληρώσει το  καλό που μου ’κανες. Κοίτα, έχω ένα καστανάκι. Θα σ’ το δώσω. Αν βρεθείς στα στενά, να το ξεφλουδίσεις και θα βρεις ό,τι θελήσεις.  
Έφυγε ο νέος. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και συναντά μια άλλη δράκαινα. 
- Σταμάτα, ανθρώπου σπόρε, γιατί σ’ έφαγα! του είπε η δράκαινα.
- Δε θα με φας, και κακό δε θα μου κάνεις, γιατί γυρεύω μια κοπέλα!. 
Ο νέος ξεπέζεψε. Την έπλυνε, της έκοψε τα μαλλιά και της πρόσφερε μια μελόπιτα.
- Αχ, παλικάρι μου, ο Θεός να σ’ το ξεπληρώσει το  καλό που μου ’κανες. Κοίτα, έχω ένα μυγδαλάκι. Θα σ’ το δώσω. Αν βρεθείς στα στενά, να το ξεφλουδίσεις και θα βρεις ό,τι θελήσεις.  
Έφυγε ο νέος. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει. Συναντά άλλη μια  δράκαινα. 
- Σταμάτα, ανθρώπου σπόρε, γιατί σ’ έφαγα!
 - Δε θα με φας, και κακό δε θα μου κάνεις, γιατί γυρεύω αυτήν την όμορφη κοπέλα!. 
Ξεπέζεψε ο νέος. Την έπλυνε, της έκοψε τα μαλλιά και της πρόσφερε μια μελόπιτα.
- Αχ, παλικάρι μου, ο Θεός να σ’ το ξεπληρώσει το  καλό που μου ’κανες. Κοίτα, έχω ένα καρυδάκι. Θα σ’ το δώσω. Αν βρεθείς στα στενά, να το σπάσεις και θα βρεις ό,τι θελήσεις.
Ο νέος έφυγε. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει μέχρι που έφτασε εκεί που έπρεπε.
Πού σταματάν οι ταξιδιώτες να ξαποστάσουν; Στο καφενείο. Μπήκε λοιπόν ο νέος στο καφενείο κι είδε μια παρέα νέους που πέθαιναν για ένα τσιγάρο. Κάθισε. Όταν τον είδαν να φτάνει, όλοι οι νέοι μαζεύτηκαν γύρω του. Ο πρίγκιπας έβγαλε την ταμπακιέρα του και πρόσφερε σε όλους τσιγάρο. Φώναξε τον σερβιτόρο και του είπε:
- Φέρε καφέ για όλους!
   Ήρθε ο καφές, τον ήπιαν και τον ρώτησαν:
- Τι ήρθες να κάνεις εδώ, παλικάρι; Αυτός που σ’ έστειλε εδώ, δεν ήθελε το καλό σου, το κακό σου ήθελε!
 Ο πρίγκιπας έβγαλε το πορτρέτο και τους το έδειξε. Τότε εκείνοι του είπαν:
 - Αχ, παλικάρι μου, βλέπεις σε ποιο μαύρο χάλι είμαστε όλοι; Όλοι μας έχουμε πατεράδες βασιλιάδες και κόμητες και εξαιτίας αυτής της κοπέλας γίναμε όλοι φτωχοί. Δεν έχουμε πια ούτε για ένα τσιγάρο!
- Μα πού είναι αυτή η κοπέλα;
- Δε θέλουμε να σ’ το πούμε μη γίνεις και συ σαν κι εμάς.
- Μα ποια είναι αυτή η κοπέλα;
- Είναι μια κοπέλα που ζητάει εκατό δουκάτα για να προβάλει στο παράθυρο! Να πώς χάσαμε όλα μας τα λεφτά.
- Α, εγώ όμως έχω πολλά λεφτά.
- Τότε του έδειξαν πού έμενε η κοπέλα. Ο νέος χτύπησε στην πόρτα. Άνοιξε η υπηρέτρια.
 - Τι γυρεύεις;
- Θέλω να δω την κοπέλα. Ορίστε εκατό δουκάτα, είπε ο νέος και της έδωσε τα χρήματα. Αυτός ήταν κάτω, η κοπέλα επάνω. Πέρασε από το ένα παράθυρο στο άλλο, έτσι ώστε να μην μπορέσει να τη δει ολόκληρη.
- Να περάσει ακόμη μια φορά! είπε ο νέος κι έδωσε άλλα εκατό δουκάτα για να ξαναπεράσει η κοπέλα από το παράθυρο. Έτσι, έδινε από εκατό δουκάτα για κάθε πέρασμα μέχρι που δεν του έμειναν άλλα λεφτά. Πήγε στο καφενείο και κάθισε μαζί με όλους τους άλλους.
   Καθόταν και σκεφτόταν πώς να κάνει, και τότε θυμήθηκε το καστανάκι που του είχε δώσει η δράκαινα. Το ξεφλούδισε και πρόβαλε ένα σινί με μια χρυσή κότα και τα δώδεκα κοτοπουλάκια της, που τσιμπούσαν κάτι χρυσά σποράκια σταριού. Ο νέος στάθηκε μπρος στην πόρτα της κοπέλας. Τα κλωσσόπουλα έλαμπαν τόσο που φώτιζαν όλον το δρόμο. Η νέα είδε να φέγγει ένα φως. Είπε λοιπόν στην υπηρέτριά της:
-Πήγαινε να δεις τι τρέχει. Μήπως έπιασε φωτιά;
Η υπηρέτρια κατέβηκε να δει τι έτρεχε. Άνοιξε την πόρτα και είδε τον νέο. Είπε λοιπόν στην κυρά της:
-Είναι ο νέος που ήρθε χθες κι έχει ένα σινί και μια χρυσή κότα.
- Αχ, Θεούλη μου, πες του να μου τα δώσει!
- Η κυρά μου ρωτάει αν θα της χαρίσεις  αυτό το σινί.
- Της το δίνω αν δεχθεί να προβάλει στο παράθυρο!
Έτσι κι έγινε. Η κοπέλα εμφανίστηκε στο παράθυρο κι ο νέος της έδωσε τη χρυσή κότα.
Την επόμενη νύχτα ο πρίγκιπας αναστέναζε και σκεφτόταν: «Αυτήν τη γυναίκα πως θα μπορέσω να την κατακτήσω;» Θυμήθηκε το μυγδαλάκι που του ’χε δώσει η δράκαινα. Το ξεφλούδισε. Ξεπρόβαλε μέσα από το μυγδαλάκι ένα άλογο. Η χαίτη του ήταν χρυσαφένια. Το άλογο άρχισε να καλπάζει από τη μια άκρη του δρόμου στην άλλη. Η νέα άκουσε το θόρυβο και βγήκε στο παράθυρό της. Μόλις είδε το άλογο σκέφτηκε: «Αυτό το άλογο είναι φτιαγμένο για μένα!» Η υπηρέτρια πήγε και ρώτησε:
- Παλικάρι, της το χαρίζεις;
 - Ας βγει στο παράθυρό της ολόγυμνη και της το δίνω!
Η νέα πρόβαλε ολόγυμνη στο παράθυρο. Πήρε το άλογο. Ο πρίγκιπας έμεινε μόνος κι άπρακτος.
Την επόμενη νύχτα ο νέος σκέφτηκε: «Τι να κάνω για να την κατακτήσω αυτήν την κοπέλα;» Σκέφτηκε, σκέφτηκε και του ήρθε μια ιδέα. Πήρε το καρύδι, το ’σπασε. Ξεπρόβαλε μια ομπρέλα. Όταν άνοιγε αυτήν την ομπρέλα κρυβόνταν όλο το φως της οικουμένης. Ο πρίγκιπας άνοιξε την ομπρέλα και το φως εξαφανίστηκε. Όλα σκοτείνιασαν.
Κι ήταν δέκα, έντεκα το πρωί και ήταν μαύρο σκοτάδι! Η κοπέλα είπε στην υπηρέτριά της:
Τι κακό είν’ αυτό σήμερα! Δε θα ξημερώσει; Είναι κιόλας έντεκα η ώρα κι είναι μαύρο σκοτάδι! Πήγαινε στο δρόμο να δεις τι τρέχει.
Η υπηρέτρια κατέβηκε στο δρόμο και είδε τον πρίγκιπα με την ομπρέλα του στο χέρι. Πήγε κι είπε στην κυρά της:
- Είναι ο νέος που ήρθε χτες, που κρατάει μια ομπρέλα που κρύβει όλο το φως!
- Πήγαινε να του ζητήσεις να μου τη δώσει.
- Θα της τη δώσω, αλλά θα της κάνω δεκατρείς ερωτήσεις. Θα πρέπει να απαντήσει «όχι» σε όλες. Αν απαντήσει «ναι» έστω και σε μια από τις ερωτήσεις μου, θα χάσει το στοίχημα και θα κερδίσω εγώ.
- Καλά, του είπε η κοπέλα.
Της έδωσε την ομπρέλα κι εκείνη έκλεισε την πόρτα.
- Και τώρα, παλικάρι, ρώτα μου τις ερωτήσεις σου!
- Αν χτυπήσω στην πόρτα, είν’ αμαρτία; ρώτησε αυτός
- Όχι.
Και ο νέος χτύπησε στην πόρτα.
- Αν ανοίξω στην πόρτα, είν’ αμαρτία;
 - Όχι.
Κι ο νέος άνοιξε την πόρτα.
- Αν μπω στην αυλή, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν κάνω μερικά βήματα στην αυλή, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν πλησιάσω τη σκάλα, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν ανέβω τη σκάλα, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν μπω στη βεράντα, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν διασχίσω τη βεράντα, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν πλησιάσω την πόρτα του σαλονιού, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν μπω στο σαλόνι, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν πάρω την καρέκλα και καθίσω  κοντά σου, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν σου δώσω ένα φιλάκι, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
- Αν ξαπλώσουμε μαζί στο κρεβάτι, είν’ αμαρτία;
- Όχι.
Πήρε τη νέα στην αγκαλιά του, την έγδυσε, γδύθηκε κι εκείνος. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι κι αγκαλιάστηκαν. Τότε της είπε:
- Είσαι δικιά μου κι είμαι δικός σου.
- Τόσοι και τόσοι νέοι ήρθαν εδώ για να με πάρουν και δεν τα κατάφεραν. Εσύ όμως με την εξυπνάδα σου μπόρεσες να με κατακτήσεις.
- Τώρα θα πάρουμε μαζί μας όλα αυτά τα πλούτη, θα πουλήσουμε το παλάτι και θα πάμε στο σπίτι του πατέρα μου.
Έτσι κι έγινε. Πήραν τα πλούτη, έφυγαν με το βαπόρι και πήγαν στο παλάτι του βασιλιά.
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα καταχάρηκαν.  Ο πρίγκιπας και η νέα παντρεύτηκαν κι έζησαν εκατόν ένα χρόνια.
Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 Ρένα Μόλχο, Ισπανοεβραϊκές πηγές για την κοινωνική ιστορία των Βαλκανίων.

Η ισπανοεβραϊκή, που σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας υπήρξε η «κοινή» γλώσσα των εβραϊκών κοινοτήτων στα Βαλκάνια, αποτέλεσε στη Θεσσαλονίκη την πιο διαδεδομένη τοπική γλώσσα.  Η ισπανοεβραϊκή λογοτεχνία και παραλογοτεχνία, που αναπτύχθηκε  στις σεφαραδίτικες κοινότητες επί τέσσερεις και άνω αιώνες[1], απασχολεί την τελευταία πενηντακοετία σημαντικό αριθμό κοινωνικών επιστημόνων και φιλολόγων σε  ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής, που την μελετούν ως ιδιαίτερο φαινόμενο γλώσσας επειδή πρόκειται για  ισπανική γλώσσα που διαμορφώθηκε εκτός και μακριά από την Ιβηρική και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής[2].  Στη Ελλάδα, η οποία, εξαιτίας του εβραϊκού χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε την κατεξοχήν κοιτίδα  του ισπανοεβραϊκού πολιτισμού[3], το γνωστικό αυτό αντικείμενο εκτός μεμονωμένων εξαιρέσεων[4],  αγνοείται ακόμη εντελώς. Εφόσον η ελληνικότητα της πόλης, αλλά και των ελάχιστων  εναπομείναντων Εβραίων, έχει  πλέον εξασφαλισθεί, τι μπορεί να σημαίνει ο αποκλεισμός της μελέτης του πολιτισμού μιας μειονότητας που εισήγαγε στην Ελλάδα αν μη τι άλλο, τουλάχιστον το «ελληνικότατο» πια κασhέρι, το ούζο ή τον πατροπαράδοτο πασατέμπο(passa tiempo);
Πρόκειται για πολιτισμό «αλλογενών» τα προβλήματα των οποίων, «δεν  ενδιαφέρουν» τον ελληνικό επιστημονικό χώρο; όπως δηλώθηκε από καθηγητές σε πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας, το οποίο έχει ωστόσο τμήματα αφιερωμένα σε άλλες ‘ανώτερες’ ευρωπαϊκές και μη γλώσσες και πολιτισμούς, ή μήπως αυτό οφείλεται σε κάποια δυσφορία αναγνώρισης του άλλου ή του «ξένου» στον εαυτό μας; 
Με σκοπό τη την ανίχνευση του μυστήριου αυτού, του αλλογενούς τέρατος,  παραπέμπω σε ένα ελλιπές -αναγκαστικά- επιλεγμένο δείγμα του περιεχομένου της θεματολογίας των ισπανοεβραϊκών έργων που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη στην αυγή του 20ου αιώνα, ώστε να διαπιστωθεί πως θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πηγές κατανόησης και ανασυγκρότησης της κοινωνικής φυσιογνωμίας της πόλης η οποία, όσο διάστημα υπήρξε η «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» ήταν επίσης και η ‘Ιερουσαλήμ των.

Αρχικά δημοσιευμένα σε γραφή rashi[5], πολλά ισπανοεβραϊκά κείμενα  είναι πλέον προσιτά σε όλους τους ενδιαφερόμενους λατινομαθείς επειδή πρόσφατα ευρωπαίοι και αμερικανοί φιλόλογοι ερευνητές τα συνέλεξαν και τα μετέγγραψαν σε λατινική γραφή. Υπάρχουν βέβαια και πολλά ακόμη που γράφτηκαν από Θεσσαλονικείς Εβραίους και δημοσιεύθηκαν στον μεσοπόλεμο κατευθείαν σε λατινική γραφή.
Τα περισσότερα από αυτά τα ισπανοεβραϊκά κείμενα  δημοσιεύθηκαν στον τοπικό εβραϊκό τύπο[6] που χρησιμοποιήθηκε τότε, όπως και ο ελληνόφωνος, ως φορέας κοινωνικής κριτικής και εκσυγχρονιστικών προτάσεων. Αρθρα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, παραμύθια και ευθυμογραφήματα, που τα περισσότερα δημοσιεύθηκαν στις τοπικές ισπανοεβραϊκές εφημερίδες, –όποια και αν είναι η πολιτική τους απόχρωση-, προβάλλουν τα κατ’αυτούς σημαντικότερα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας.
Ως παράδειγμα,  η  σιωνιστική εφημερίδα της πόλης El Avenir  τον Μάρτιο του 1898[7],  δημοσιεύει άρθρο με τίτλο “Como se pasa el tiempo” ή «Πώς περνάει η ώρα» που παραπέμπει στο πρόβλημα της χαρτοπαιξίας.  Σε έξι παραγράφους περιγράφεται πως ο πιο δημοφιλής τρόπος να περνά ο κόσμος την ώρα του στη Θεσσαλονίκη του 1898, είναι τα χαρτιά. Φαίνεται μάλιστα ότι οι Θεσσαλονικείς όλων των ηλικιών και των κοινωνικών στρωμάτων[8] και αδιακρίτως θρησκεύματος, ψυχαγωγούνταν συστηματικά με τα παιγνιόχαρτα, ορισμένοι από αυτούς μάλιστα ήταν φανατικοί. Ο συγγραφέας, βέβαια, που αναγνωρίζει ότι όσο και αν καταδικάζεται η πρακτική αυτή δεν πρόκειται να καταργηθεί, προτείνει εναλλακτικές λύσεις ψυχαγωγίας όπως επισκέψεις σε φίλους που διαμένουν μακριά, ή εκδρομές στα περίχωρα της πόλης. Επισημαίνει ότι αυτή η «ωραία» ευρωπαϊκή συνήθεια εισήχθη στη Θεσσαλονίκη από τους λεβαντίνους κατοίκους,  και προτρέπει τους αναγνώστες να γνωρίσουν την περιφέρεια της πόλης, τουλάχιστον όσο και οι κατ’αυτόν «ξένοι»[9]. Τους προτρέπει επίσης ευθέως να μιμηθούν τους Ευρωπαίους και να μην φοβούνται την πεζοπορία, έναν ωραίο τρόπο να περνούν την ώρα τους και να συνηθίζουν στον καθαρό αέρα. Με άλλα λόγια  οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς την ίδια περίοδο δεν ένδιαφέρονταν για εκδρομές ή περιπάτους.
Ενα άλλο στοιχείο που προβάλλει ο συγγραφέας είναι ότι η συνήθεια αυτή θα μπορούσε να τους οδηγήσει  να μετοικίσουν στις πιό αραιοκατοικημένες περιοχές των Εξοχών, όπου μόλις είχε αρχίσει να μετακινείται η αστική τάξη[10],  και να εγκαταλείψουν τις  πυκνοκατοικημένες του κέντρου, που κατά την Avenir δεν διαφέρουν από τους στενούς και γεμάτους καπνό χώρους όπου έπαιζαν χαρτιά.

Είναι βέβαιο ότι αυτό το κοινωνικό σχόλιο αφορά εξίσου τους εβραίους και τους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, που  όπως συμβαίνει και γενικότερα στη Μεσόγειο περισσότερο μοιάζουν παρά διαφέρουν. Είναι άλλωστε γνωστό ότι την ίδια περίοδο τα άτομα των δύο αυτών κοινοτήτων συντονίζονται συνειδησιακά όχι μόνον στη δημιουργία κοινών μεικτών συνοικιών εκτός κέντρου, την ίδρυση πολυεθνικών συλλόγων ψυχαγωγίας ή στην  προώθηση της νεοτουρκικής και σοσιαλιστικής ιδεολογίας, αλλά και στην ίδρυση σχεδόν ταυτόχρονα, το 1908, των πρώτων ποδοσφαιρικών ομάδων της πόλης, την Μακαμπή και τον Ηρακλή[11]. Ακόμη ως σήμερα και οι δύο παλινδρομούν με πάθος μεταξύ των φυσικών και των πνευματικών «αθλημάτων» της καρέκλας, όπως το ποδόσφαιρο και το καζίνο.  
Σε άλλο κείμενο στην ίδια εφημερίδα σε στήλη που επιγράφεται “En Salonico” επισημαίνεται η κατάσταση που επικρατεί στην πόλη και  η λαϊκή αντίδραση που ξεσπάει με απεργία των φούρνων για την αύξηση της τιμής του αλευριού και την επιτυχία της με τη μείωση της νέα τιμής.  Παρατηρούμε πως ακόμη και στις στρατευμένες ιδεολογικά εφημερίδες όπως η σιωνιστική Avenir, η αθρογραφία δεν περιορίζεται μόνον σε εβραϊκά, τοπικά ή εθνικά ζητήματα.
Αντίθετα, οι περισσότερες από τις 37 σημαντικές ισπανοεβραϊκές, και ειδικά η τριακονταπενταετής  αφομοιωτικής ιδεολογίας Epoca (1875-1911),  περιέχουν σημαντικότατα  στοιχεία για την κατάσταση της μικρής ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης, τις σχέσεις της με τις άλλες κοινότητες  και ιδιαίτερα την εβραϊκή,  στην οποία συχνά καταφεύγει και υποστηρίζεται από αυτήν, όταν αντιμετωπίζει προβλήματα[12]. Ανεξάρτητα αν τα  ελληνικού ενδιαφέροντος άρθρα αναδημοσιεύονται σε μετάφραση και στις ελληνικές εφημερίδες[13],  ανάλογες ενέργειες αλληλεγγύης και επικοινωνίας καθορίζουν τη συνείδηση αλλά και τη φυσιογνωμία της πόλης. 
Μεγαλύτερο ακόμη ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρώτες σοσιαλιστικές εφημερίδες Jornal del laborador ή Εφημερίδα του Εργάτου (1909-1911) και την Solidaridad Obradera ή Εργατική Αλληλεγγύη(1911-1915) που αν και εβραϊκές είναι όμως οι μοναδικές  που απευθύνονται στο χριστιανικό προλεταριάτο, καθώς για ένα διάστημα τα κύρια άρθρα τους δημοσιεύονται και στα ελληνικά;

Εκτός από την αρθρογραφία και την επιρροή που επιχειρήται αυτή να ασκήσει με την ανάδειξη δυτικών προτύπων και αξιών, με το ίδιο σκεπτικό δημοσιεύονται στον τύπο και κείμενα του ισπανοεβραϊκού θεάτρου[14]. 

Στα έργα αυτά περιλαμβάνονται 6 διασκευασμένες μεταφράσεις, 2 από τα γαλλικά[15],  και 4 από τα εβραϊκά[16],  που δημοσιεύθηκαν μεταξύ του 1909 και του 1920. Τα υπόλοιπα 8 έργα είναι πρωτότυπα, γραμμένα από ταλαντούχους ντόπιους συγγραφείς στα ισπανοεβραϊκά[17] και καλύπτουν μια περίοδο 30 ετών από το 1900 εώς το 1930.
Στο διάστημα αυτό, το ισπανοεβραϊκό θέατρο  χρησιμοποιήθηκε ως το πλέον εκλαϊκευμένο μέσον διαφώτισης των Εβραίων και της μύησής τους στις ιδέες του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, που συνέβαλαν στη χειραφέτησή τους στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της Αυτοκρατορίας. Στα λίγα αυτά θεατρικά έργα που διασώθηκαν αποτυπώνεται η νοοτροπία της σεφαραδίτικης κοινωνίας  προς όλα τα ζητήματα που συσχετίζονται με την πρόκληση της αλλαγής και της προόδου π.χ. : τους ρόλους και τις σχέσεις των φύλων, των γενεών και των κοινωνικών τάξεων, την οικιακή οικονομία, την τεχνολογία, το θεσμικό και το κοινωνικό κατεστημένο, τις παραδοσιακές ηθικές επιταγές και προκαταλήψεις, τους εθνικούς και τους ταξικούς διαχωρισμούς, τη σιωνιστική ιδεολογία και αυτήν της αφομοίωσης και του σοσιαλισμού, την εκπαίδευση, τα επαγγέλματα,  την κοινωνική διαστρωμάτωση, κ.ά.  Τα σημεία ταύτισης  του κοινού, που ο συγγραφέας αναδεικνύει για να ενεργοποιήσει  τον θεατή συγκροτούν και αναπαράγουν μια γνήσια  εικόνα της εβραϊκής κοινωνίας της ιδιαίτερης αυτής πόλης της Ανατολής, στη δεδομένη χρονική στιγμή.
Επιλέχτηκαν τρία παραδείγματα τα οποία αποτυπώνουν τα αντιπροσωπευτικά είδη θεατρικών έργων που ψυχαγωγούσαν τους Θεσσαλονικείς. Το πρώτο του 1900 με τίτλο Los males de la collada(Τα δεινά της μπουγάδας), εστιάζεται στον τρόπο που μια αστική εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης διαχειρίζεται την πρόκληση του εκσυγχρονισμού. Μέσα από τη συζήτηση που στοχεύει στην προώθηση της νέας τεχνολογίας πλυντηρίων στην οικιακή οικονομία, αποκαλύπτονται με χιούμορ οι ρόλοι και οι σχέσεις των δύο φύλων, τα κοινωνικά στερεότυπα και οι αντιστάσεις τους,  οι καθημερινές προδιαγραφές και συνήθειες σωματικής καθαριότητας και  η πληρότητα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που χαρακτηρίζει την εβραϊκή κοινωνία στη Θεσσαλονίκη.
Το δεύτερο έργο Nessef Pourim (Ο χορός του Πουρίμ), του 1909, αποτελεί παράδειγμα των μεθόδων ιδεολογικής διαφώτισης που εφάρμοζαν οι πολιτικά στρατευμένοι, και στην περίπτωση αυτή οι σιωνιστές. Η συζήτηση διεξάγεται σε μιά οικογένεια που γευματίζει με τα παιδιά και τους συγγενείς της τη μέρα του εβραϊκού καρναβαλιού ή Πουρίμ. Με πρόσχημα την ιστορία της γιορτής, την οποία όπως γίνεται αντιληπτό τα παιδιά της οικογένειας δεν γνωρίζουν επειδή δεν την έχουν διδαχθεί, ο συγγραφέας προειδοποιεί για την απώλεια της εβραϊκής παιδείας στους νέους η οποία αποδίδεται στις αφομοιωτικές τάσεις που εμφορεί η σύγχρονη επικρατούσα παιδεία της Alliance israélite universelle.
Τέλος, η σατιρική φαρσοκωμωδία, El belachi (Ο μπελαλής), αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της τοπικής πολιτικής ζωής των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη του 1930. Μέσα από την αντιπαραβολή των δύο επικρατουσών ιδεολογιών στην εβραϊκή κοινωνία του μεσοπολέμου του Σιωνισμού και του Σοσιαλισμού, περιγράφονται η κοινωνική διαστρωμάτωση, το θεσμικό και το κοινωνικό κατεστημένο, οι παραδοσιακές ηθικές επιταγές και προκαταλήψεις, οι σχέσεις των φύλων, οι ταξικοί και οι εθνικοί διαχωρισμοί, η εκπαίδευση,  τα επαγγέλματα και άλλες δυναμικές που ξεχωρίζουν τους Θεσσαλονικείς από τους Εβραίους της Ανατολής. Υποθέτω ότι υπάρχουν πηγές με αντίστοιχο υλικό στα ελληνικά και στις άλλες βαλκανικές γλώσσες και φαντάζομαι ότι ο μόνος τρόπος για να γίνουν ενδιαφέρουσες συγκρίσεις είναι μια παράλληλη μελέτη των πηγών αυτών. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τα ισπανοεβραϊκά θεατρικά κείμενα είναι και θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πηγές της κοινωνικής ιστορίας της πόλης.
Υπάρχουν επίσης και τα ισπανοεβραϊκά ευθυμογραφήματα  τα οποία επεξεργάστηκε υποδειγματικά ο David Bunis, στο έργο του Voices from Jewish Salonika σε δίγλωσση έκδοση το 1999, αλλά και εγώ με τις Αναμνήσεις του γιατρού Μ.Γιοέλ που δημοσιεύθηκαν το 2012 στα ελληνικά και στα ισπανοεβραϊκά από τις εκδόσεις Πατάκη. Αυτά εστιάζονται σε ζητήματα εξευρωπαϊσμού των Θεσσαλονικέων Εβραίων και αποκαλύπτουν  τις γλώσσες που μιλιούνται στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου. Ακόμη αποτυπώνουν  τον υλικό τους πολιτισμό, τις προκαταλήψεις, τις λαϊκές δοξασίες,  τα έθιμα, και τα τοπικά γιατροσόφια, τις σχέσεις τους με τους μη-εβραίους- δηλαδή «τους άλλους».
Τέλος μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η πολυποίκιλη προφορική παράδοση, όπου εκτός των παροιμιών, το παραμύθι δεν προσφέρει μόνο μια καθημερινή ψυχαγωγία για όλες τις ηλικίες, αλλά διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ παιδιών, εφήβων και ενηλίκων που εναλλάσσονται στους ρόλους του ακροατή και του αφηγητή.  Βέβαια όπως διαπιστώνεται και με την ελληνική μετάφραση των ισπανοεβραϊκών παραμυθιών που έγινε με ιδιαίτερη αγάπη και επιμέλεια από την Σάρα Μπενβενίστε με σχολιασμό της κατεξοχήν ειδικού του ελληνικού παραμυθιού Άννας Αγγελοπούλου, στις εκδόσεις Απόπειρα, το παραμύθι των χωρών της Βαλκανικής ή της Μεσογείου, όπως και η μουσική και η μαγειρική, δεν  γνωρίζουν εθνικά σύνορα και δεν περιορίζονται από τις διαφορές των πολιτισμών που αντιπροσωπεύονται από τις τοπικές γλώσσες. Αντίθετα το παραμύθι προσφέρεται ως τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των τοπικών πολιτισμών επειδή εκεί αναδεικνύονται οι κοινές ηθικές αξίες και ανάγκες των βαλκανικών λαών σε ζητήματα διακρίσεων και δικαιοσύνης  όπως στα «Για έναν άνδρα κάνεις έτσι» και «Οι δύο θυγατέρες»…, ή αυτοκριτικής βλ. στο «Ο Τζοχάς και οι καμήλες»…  ζητούμενα και ζητήματα υπό διαπραγμάτευση στους λαούς της βαλκανικής σε εποχές που αναγκαστικά παλινδρομούν μεταξύ του ισλαμικού καθεστώτος και της εκάστοτε παραδοσιακής τους ταυτότητας. Το σημαντικό, ακόμη και εκείνων των ισπανοεβραϊκών παραμυθιών που εκπηγάζουν από τη βιβλική και ταλμουδική προβληματική και ηθική, είναι ότι οι αξίες που μεταφέρουν περισσότερο ταυτίζονται παρά διαφέρουν από αυτές των υπολοίπων βαλκανικών πολιτισμών.
Και για να κλείσω προσωρινά αυτήν τη συζήτηση -αναζήτηση που μόλις τώρα αρχίζει στην Ελλάδα- παραθέτω ένα δείγμα σαρκασμού και αυτοσαρκασμού των Θεσσαλονικέων Εβραίων σε μορφή  παροιμιακού λόγου, που δημοσιεύθηκε το 1928 στο πλαίσιο ενός άλλου ευθυμογραφήμματος, στην θεσσαλονικιώτικη σατιρική εφημερίδα Gata[18]:
“Un grego es un deputado; dos gregos, un miting; tres gregos, una revolucion.
          Un turco es un cavedji; dos turcos “ut y mekam”; tres turcos, un harem.
          Un frances es una conferencia; dos franceses, una universita; tres franceses, un cabaret;
          Un judio es mercancia; dos judios, una bursa; tres judios, una banca.”

Ενας έλληνας ίσον βουλευτής, δύο έλληνες ένα meeting, τρεις έλληνες, μια επανάσταση.
Ενας τούρκος ίσον καφετζής, δύο τούρκοι ούτι και μεκάμ, τρεις τούρκοι ένα χαρέμι.
Ενας γάλλος ίσον μιά διάλεξη, δύο γάλλοι ένα πανεπιστήμιο, τρεις γάλλοι ένα καμπαρέ.
Ενας εβραίος ίσον εμπόριο, δύο εβραίοι χρηματιστήριο, τρεις εβραίοι μιά τράπεζα.

Μπορεί αυτές να ήταν οι πολιτιστικές και κοινωνικές διαφορές μεταξύ των εθνοτήτων που συμβιούσαν στην Βαλκανική πόλη, ωστόσο το αστείο το κατάλαβαν όλοι. Η μελέτη ανάλογων ισπανοεβραϊκών πηγών, αντιπροσωπευτικών της πολυκοινοτικής κοινωνίας των Βαλκανίων, όπου η διαφορετικότητα διακωμωδείται χωρίς να ακυρώνεται,  εκτός από διασκεδαστική πιστεύω πως θα ήταν και χρήσιμη να συμπεριληφθεί στις ερευνητικές επιδιώξεις σε ένα από τα επιστημονικά ιδρύματα της χώρας μας. 









[1] Ρένα Μόλχο, «Τα ισπανοεβραϊκά:μια μεσογειακή γλώσσα στην καθημερινή ζωή της Θεσσαλονίκης του 20ού αιώνα», Τα Ιστορικά, τομ.15, τεύχ.28,29, Ιουν.-Δεκ.1998, σσ.123-146.
[2] Ως παράδειγμα ας αναφερθούν ορισμένα μόνον διεθνή επιστημονικά ιδρύματα : στις ΗΠΑ το πανεπιστήμιο της California Davis στο Λος Αντζελες, στον Καναδά το πανεπιστήμιο του York στο Τορόντο, στην Ισπανία τα πανεπιστήμια της Γρανάδας, του Βαλαντολίντ, το Universidad del Pais Basco (πανεπιστήμιο της χώρας των Βάσκων), το ίδρυμα “Arias Montano” στο Consejo Superior de Investigationes Scietificas (Ανώτερο Συμβούλιο Επιστημονικών Ερευνών), στη Μαδρίτη, στην Ελβετία το πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στη Βουλγαρία το Πανεπιστήμιο της Σόφιας κτλ. Institut fur romanische Philologie του Freie Universitat στο Βερολίνο. Επιπλέον, τα Ισπανοεβραϊκά αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος στα πανεπιστήμια Τίμπινγκεν, Μονάχου, Τρίερ, Άαχεν και Φρανκφούρτης, Ίνσμπρουκ, Φράιμπουργκ, Νεσατέλ και Γενεύης, καθώς και στα τμήματα της Ισπανικής γλώσσας στα πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβα. Επίσης, κι άλλα πανεπιστήμια ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο θέμα στα τμήματα των Ιβηρικών ή Εβραϊκών μελετών. Τα τμήματα Ισπανικών σπουδών στην Αγγλία ενδιαφέρονται εξίσου για τα Ισπανοεβραϊκά. Σήμερα, ο συγκεκριμένος επιστημονικός κλάδος διδάσκεται στα περισσότερα πανεπιστήμια του Ισραήλ.
[3] Ρένα Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919. Μια ιδιαίτερη κοινότητα, Θεμέλιο, Αθήνα, 2001, β΄έκδοση 2006, γ΄έκδοση Πατάκης, Αθήνα 2014.
[4] Ρένα Μόλχο, «Τα ισπανοεβραϊκά...» ό.π.; Idem,  «Ιδεολογικές αναζητήσεις, προβληματισμοί και απόψεις των Σεφαραδίμ σε έργα του ισπανοεβραϊκού θεάτρου» στο Ραφ.Γκατένιο, επιμέλεια, Judeo-Espaniol:Μια εβραϊκή γλώσσα σε αναζήτηση του λαού της,  Πρακτικά 2ου Διεθνούς συνεδρίου Ισπανο-Εβραϊκής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 16-17Απριλίου 2000, Ιδρυμα Ετς Αχαϊμ, Θεσσαλονίκη, 2003, σσ. 25-34; Το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών που αποφάσισε να συμπεριλάβει τις ισπανοεβραϊκές εφημερίδες στα λήματα της υπό εκτύπωση Εγκυκλοπαίδειας του ελληνικού τύπου; Haralambos Symeonidis, «El judeoespañol de Tesalónica en contacto con la lengua griega; ιnvestigación sobre ejemplos fonéticos seleccionados»στο Jewish Studies at the Turn of the Twentieth Century II (1999) σσ. 658-666;  Dimitrios Filippis, “An Introduction to the Sepharadic language and Literature of the Spanish-speaking Jews of Thessaloniki”, στο Ioannis  Hassiotis,(επιμ.), The Jewish Communities of Southeastern Europe from the Fifteenth Century to the End of  Worl war II, Institute for Balkan Studies, thessaloniki, 1997, σσ.123-145; Victor Ivanovici, “Migrant Sepharad and Frederico Garcia Lorca”, Ioannis  Hassiotis,(επιμ.), The Jewish Communities..., ό.π., σσ.185-211; Albertos Nar, “ ‘Una pastora yo ami’ An Oriental sepharadic Folksong and its Origins”, Ioannis  Hassiotis,(επιμ.), The Jewish Communities..., ό.π., σσ.365-374; Dimitri Theodoridis,  «Der Euphemismus "Los mizores de mozotros" im Judezmo und seine Parallelen in anderen Sprachen», στο Mediterranean Language Review 6-7 (1993) σσ.105-112.
[5] Τα ισπανοεβραϊκά κείμενα γράφονταν και δημοσιεύονταν στη γραφή rashi η οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους ιταλούς τυπογράφους για την εκτύπωση των επί της Βίβλου και της Ταλμούδ σχολίων του ραββίνου Solomon ben Isaac ή Shlomo Yitzhaki γνωστού ως  Rashi(1040-1105).  Επειδή η γραφή rashi έχει 6 διαφορετικούς χαρακτήρες από την κλασσική εβραϊκή γραφή χρησιμοποιήθηκε, στη συνέχεια, από όλες τις εβραϊκές διαλέκτους π.χ.ισπανοεβραϊκά, λαντίνο, γίντις κλπ., στις οποίες γράφονταν τα μη-θρησκευτικά κείμενα  έτσι ώστε να αποφευχθεί ο μαγαρισμός της άγιας γλώσσας από καθημερινά πράγματα.
[6] Ρένα Μόλχο, «Ο εβραϊκός τύπος της Θεσσαλονίκης», στα πρακτικά του συνεδρίου Ο ελληνικός εβραϊσμός, 3 & 4 Απριλίου 1998, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού : Αθήνα,  2000, σσ.149-169.
[7] Αγνώστου, “Como se pasa el tiempo”, στο Beatrice Schmid(επιμ..), “Sala de pasatiempo”: Textos judeoepanioles de Salonica-impresos entre 1896 y 1916, Arba 14 : Acta romanica basiliensa,  Universitat Basel, Μάιος 2003, σσ.115-116.
[8] Ρένα Μόλχο,  «Ιδεολογικές αναζητήσεις, προβληματισμοί και απόψεις των Σεφαραδίμ...», ό.π.
[9] Στην περίπτωση αυτή οι Λεβαντίνοι.
[10] Ρένα Μόλχο, «Tο Cercle de Salonique1873-1958 : Σύλλογος Θεσσαλονικέων», Πρακτικά του   A’ Συμποσίου της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού : Οι Εβραίοι στον ελληνικό χώρο : Ζητήματα ιστορίας στη μακρά διάρκεια, Αθήνα, 1995, σσ.103-127.
[11] Meropi Anastassiadou, Salonique, 1830-1912 : Une ville ottomane à l’age des reformes, Brill, Leiden, 1997, σσ.127-135, 285-291, 373-375.
[12] La Epoca, 11 Φεβρουαρίου 1880. Παράδειγμα  το δημοσίευμα με το οποίο η Epoca διαψεύδει τις  δήθεν «στατιστικές πληροφορίες» του Ρουμανικού Προξενείου που δημοσιεύθηκαν στον Μηνύτορα του Βουκουρουστίου όπου η ύπαρξη ελληνικής κοινότητας και σχολείου στη Θεσσαλονίκη αποσιωπούνταν σκόπιμα.
[13] Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, «Ο τύπος και η διαμόρφωση μιας συνείδησης της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα»,  στο Η νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης και ο τύπος, Κεντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993, σς.111-129.
[14] Το 1979 το Ινστιτούτο Arias Montano δημοσίευσε στη Μαδρίτη το τρίτομο έργο της Ελενα Ρομέρο El Teatro de los Sefardies Orientales. Στον δεύτερο τόμο της σημαντικότατης αυτής φιλολογικής έρευνας και της αποδελτίωσης της, που επίσης δημοσιεύθηκε από τους 684 τίτλους που κατέγραψε η συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην ανθολόγηση 14 θεατρικών έργων που διασώθηκαν ολόκληρα.Elena Romero, Repertorio de noticias sobre el mundo teatral de los sefardies orientales, InstitutoArias Montano”, Μαδρίτη, 1983.
[15] Δύο  από τα γνωστά γαλλικά έργα Mιdecin malgrès lui  του Μολιέρου και το Le maître des forges του George Ohnet,  που δημοσιεύθηκαν το 1873 και το 1892 αντίστοιχα ως El Medico Jugueton,  στην El Tiempo, της Κωνσταντινούπολης το 1873 και .(H.Romero, El Teatro de los Sefardies Orientales, τομ.ΙΙ, σσ.883-898) και El fabricante de los fieros, στην El Telegrafo,  Κωνσταντινούπολη,  1892.( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.899-913).
[16] Nesef Purim, μονόπρακτη κωμωδία του Mordehay M.Monassewitz, μετάφραση από τα εβραϊκά από τον Νisim Natan Catalan, εκδ.στο Kazanlik, γύρω στα 1909( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.975-984).  Gueto, δράμα τρεις πράξεις,  του  Herman Heyermans, σε μεταφρ. Μ.Κοέν, δημοσιεύθηκε στην La Nacion, στη Θεσσαλονίκη, το 1910, ( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ. 985-1018). El Medico, κωμωδία σε τέσσερεις σκηνές του Shalom Alechem, που δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1920, .( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.1049-1058). Los Macabeos, ιστορικό έργο σε δύο πράξεις,  μεταφρ. από τα εβραϊκά του D.Elnecave, εκδ.Κωνσταντινούπολη το 1920, .( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.1059-1072).
[17] Τα έργα αυτά με χρονολογική σειρά δημοσίευσης είναι τα εξής : Los males de la colada (Τα δεινά της μπουγάδας), δημοσ. στην La Epoca, της Θεσσαλονίκης το 1900.( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.915-926). Rinu o el amor salvaje,( Ρηνιώ ή ο άγριος-παθιασμένος έρωτας),  δράμα σε 4 πράξεις του Αβραάμ Γκαλάντε, εκδ.το 1906 στο Κάϊρο ή στην Ιερουσαλήμ, .( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.927-948). Lo que hicieron todos,(Αυτό που κάναν όλοι), μονόπρακτη κωμωδία σε 6 σκηνές του Νισήμ Μπεχάρ, που δημοσιεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη στην El Burlon, το 1909, .( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.949-962). Ocho dias antes de Pesah, (Οκτώ ημέρες πριν το Πέσσαχ), μονόπρακτη κωμωδία του Υ. n. S.B. σε έκδοση του El Jugueton της Κων/πολης, 1909.( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.963-974).Yosef topado por sus hermanos,(Ο Ιωσήφ ανακαλύπτεται απ΄’τα αδέλφια του), El Judio,  Κωντινούπολη 1915-16.( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.1018-1047). El triumpho de la justicia, δράμα σε τρεις πράξεις για τη ζωή των Εβραίων στη Ρωσία του 1917, του Μωύς Νατζαρί., Θεσσαλονίκη,  1921.( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.1073-1085). Musiu Jac el parisiano quere esposar,(Ο κύριος Ζάκ, ο παριζιάνος ψάχνει νύφη), μονόπρακτη κωμωδία σε δύο σκηνές, El Jugueton, Κων/πολη, 1929.( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.1087-1093). El belachi,(Ο Μπελατζής), μονόπρακτη κωμωδία σε 9 σκηνές, του Αλμπέρτο Μόλχο, Θεσσαλονίκη, 1930, .( H.Romero, El Teatro ..., ό.π., σσ.1095-1115).
[18] Aναφέρεται από τον David Bunis στο ό.π., Voices from Jewish Salonika, σ.241.



Jacky Benmayor, Η γλώσσα των σεφαραδίτικων παραμυθιών των Βαλκανίων

Ο τίτλος του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα είναι “Σεφαραδίτικα Παραμύθια των Βαλκανίων”. Ο τίτλος του ίδιου βιβλίου που επιμελήθηκε και μετέφρασε στα Γαλλικά η Αννα πριν πέντε χρόνια ήταν: “Εβραιο-Ισπανικά Παραμύθια των Βαλκανίων”.  Γιατί αυτή η διαφορά; και είναι όντως διαφορά; Χωρίς να έχω συζητήσει το θέμα ούτε με την Άννα ούτε με την πολύ καλή μεταφράστρια στα Ελληνικά, την Κα Σάρα Μπενβενίστε, πιστεύω ότι η διαφορά αυτή προέρχεται από τη σύγχυση που επικρατεί στα Ελληνικά γράμματα αλλά και στην καθημερινή χρήση των όρων Σεφαραδίτες, Σεφαρδίτες, Σφαραντίμ, ΙσπανοΕβραίοι, Έλληνες Εβραίοι με καταγωγή από την Ισπανία και πιο συγκεκριμένα Έλληνες Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη.   Ποιοι ακριβώς ήταν (είναι) αυτοί; Σε ποιες ιστορικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές συνθήκες γεννήθηκαν αυτά τα παραμύθια, τα τραγούδια, οι αφηγήσεις;  Σε τί γλώσσα νανούριζαν τα παιδιά τους οι Εβραίες μανάδες των Βαλκανίων, σε τί γλώσσα ήταν τα παραμύθια που τους λέγανε;
Υποθέτω ότι στο ερώτημα σχετικά με την κοινωνική, πολιτιστική και λογοτεχνική όψη των παραμυθιών των Εβραίων των Βαλκανίων θα απαντήσουν η Άννα και η Ρένα.  Εγώ θα προσπαθήσω να σας διαφωτίσω, όσο γίνεται πιο σύντομα, σχετικά με τη γλώσσα των παραμυθιών.
Πριν απ’ αυτό όμως: Ποιοι ήταν (είναι) οι Σεφαραδίτες;  Η ετυμολογία της λέξης παραπέμπει στη λέξη Σεφαράντ της Εβραϊκής γλώσσας που τη συναντάμε για πρώτη φορά στον Προφήτη Οβαδιά στη Βίβλο ως τοπωνύμιο μιας χώρας όπου κατέφυγαν Εβραίοι που διώχθηκαν από την Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή του 1ου ναού.  Η παράδοση λέει ότι αυτή η χώρα ήταν η Ισπανία.  Ετσι, Σεφαράντ στα Εβραϊκά σημαίνει Ισπανία, και Σεφαραντί είναι ο Ισπανός.   Τον 8ο αιώνα οι Μουσουλμάνοι που είχαν έρθει από τη Συρία και τη Βόρειο Αφρική κατέκτησαν σχεδόν όλη την Ισπανία.  Μαζί τους ήρθαν και Εβραίοι που είχαν εκδιωχθεί νωρίτερα από την Ισπανία.  Τότε αρχίζει και η χρυσή εποχή των Εβραίων στην Ισπανία  Από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα οι Εβραϊκές κοινότητες της Ισπανίας εξελίχθηκαν στο θρησκευτικό, πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο του παγκόσμιου Εβραϊσμού.
Τί γλώσσες μιλούσαν οι Εβραίοι της Ιβηρικής χερσονήσου στη διάρκεια της χρυσής εποχής; Και σε τί γλώσσες γράφανε; Στη διάρκεια της Αραβικής κυριαρχίας στην Ισπανία οι Εβραίοι μιλούσαν Εβραιο-Αραβικά.  Δηλαδή μία γλώσσα που ήταν βασικά Αραβικά, περιείχε όμως λέξεις και εκφράσεις Εβραϊκές και Αραμαϊκές.
Όταν πια επικράτησαν οι Καθολικοί βασιλιάδες στην Ισπανία, οι Εβραίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την Καστιλιάνικη εκδοχή της Ισπανικής γλώσσας.  Πολύ γρήγορα όμως την έφεραν στα μέτρα τους και τη διάνθισαν με Εβραϊκές και Αραμαϊκές λέξεις και εκφράσεις και έτσι δημιουργείται η πρώτη μορφή της εβραιοϊσπανικής γλώσσας.  Η δε  Αραβική επιρροή τόσων ετών τους έδωσε τη δυνατότητα να αποφύγουν ορισμένες Ισπανικές λέξεις που δεν ήταν αποδεκτές για θρησκευτικούς λόγους. Παραδείγματος χάριν,  για την πρώτη ημέρα της εβδομάδας προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν μια ισπανοποιημένη εκδοχή της Αραβικής λέξης Al uahat - Alhad αντί του χριστιανικού Domingo που παρέπεμπε στον Κύριο.
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι μετά από τις προηγούμενες εξηγήσεις είναι πια φανερό ότι ο όρος ισπανοεβραϊκά είναι λανθασμένος.  Η γλώσσα δεν ήταν Εβραϊκά διανθισμένη με Ισπανικές λέξεις ή εκφράσεις, αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Μία ακόμη συνηθισμένη παρεξήγηση είναι ότι όσο οι Εβραίοι ζούσαν στην Ισπανία, δηλαδή μέχρι το διάταγμα εξορίας τους ή του αναγκαστικού εκχριστιανισμού τους το 1492, μιλούσαν Ισπανικά όπως όλοι οι υπόλοιποι.  Και όμως, τα εβραιοϊσπανικά υπήρχαν στην Ισπανία και πριν το διωγμό.  Ο καθ. Μπούνις, ειδικός στις Εβραϊκές γλώσσες, φέρνει παραδείγματα κειμένων προ του διωγμού σε εβραιοϊσπανικά που περιέχουν πολλές Εβραϊκές λέξεις και εκφράσεις, όχι αναγκαστικά θρησκευτικού περιεχομένου.
Ίσως εδώ είναι και το κατάλληλο σημείο για να ξεκαθαρίσουμε ακόμη κάτι.  Η εβραιοϊσπανική γλώσσα είναι γνωστή και ως Λαντίνο.  Όταν όμως άρχισε να γράφεται ήδη από την Ισπανία, πριν το διωγμό δηλαδή, η Λαντίνο ήταν ένα μάλλον παράξενο μόρφωμα: Ήταν η λέξη προς λέξη μετάφραση Εβραϊκών ιερών κειμένων στα Ισπανικά κρατώντας όμως και την Εβραϊκή σύνταξη.  Π. χ. la noche la esta.  (esta noche) - kiero ver a ti (kiero verte).  Αλλά οι Εβραίοι δεν μιλούσαν αυτή τη γλώσσα.  Μιλούσαν τα Ισπανικά με ορισμένες λέξεις και εκφράσεις από τα Εβραϊκά και τα Αραμαϊκά.  Ο όρος Λαντίνο έχει επικρατήσει όμως διεθνώς και για την καθομιλούμενη εβραιοϊσπανική γλώσσα.  Για μας όμως που μεγαλώσαμε με τα εβραιοϊσπανικά παραμύθια και τραγούδια η γλώσσα ήταν πάντα: τα Ισπανικά.  Οι γονείς μας, και εμείς αργότερα, favlavan en Espanyol (μιλούσαν Ισπανικά).
Είναι γνωστό ότι στη Θεσσαλονίκη ήρθαν Εβραίοι από πολλές περιοχές της Ιβηρικής χερσονήσου: την Καταλονία, την Αραγκόν, την Ανδαλουσία, την Πορτογαλία. Στην αρχή της εγκατάστασής τους εδώ, κάθε ομάδα προσφύγων ήταν φυσικό να χρησιμοποιεί τη δική της εκδοχή των εβραιοϊσπανικών, δηλαδή Εβραίο Καστιλιάνικα, Εβραίο Καταλάνικα, Εβραίο Πορτογαλέζικα.  Με τον καιρό όμως όλοι οι Σεφαραδίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υιοθέτησαν την Καστιλιάνικη εκδοχή.
Όπως ήταν επόμενο από τον 16ο ως και τον 20ο αιώνα η εβραιοϊσπανική αναπτύχθηκε, άλλαξε και ανανεώθηκε όπως όλες οι γλώσσες άλλωστε, για να συμπεριλάβει έννοιες επιστημονικές, εμπορικές, πολιτιστικές, πολιτικές που ήταν άγνωστες νωρίτερα.  Η πιο απλή λύση για τους Εβραίους των Βαλκανίων ήταν να ενσωματώσουν στη γλώσσα τους τις αντίστοιχες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι γείτονές τους - οι Βαλκάνιοι λαοί, αλλά και οι Ευρωπαίοι συνεργάτες τους, κυρίως Ιταλοί και Γάλλοι, προμηθευτές ή πελάτες.  Βέβαια οι περισσότερες ξένες λέξεις που αφομοιώθηκαν στα εβραιοϊσπανικά ήταν Τουρκικές - λογικό αφού πάνω από 400 χρόνια ζούσαν υπό την Τουρκική κυριαρχία. Η Τουρκική επιρροή εξ άλλου είναι φανερή μέχρι σήμερα σε όλες τις γλώσσες της Βαλκανικής, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των Ελληνικών.
Με τον καιρό η καθομιλούμενη εβραιοϊσπανική γλώσσα διαφοροποιήθηκε ανάλογα με τη χώρα που ήταν εγκαταστημένοι οι Εβραίοι που τη μιλούσαν.  Έτσι, στις περιοχές των Βαλκανίων όπου μιλούσαν διάφορες μορφές σλαβικής γλώσσας, οι Εβραίοι αφομοίωσαν στη γλώσσα τους όχι μόνο σλαβικές λέξεις, αλλά άλλαξαν και την προφορά τους και τον τονισμό, έτσι ώστε να ταιριάζει καλύτερα στους σλαβικούς ήχους.  Παραδείγματος χάριν: Η αρχική φράση των παραμυθιών “μια φορά κι έναν καιρό” ή “ήτανε μια φορά” στη Θεσσαλονίκη ήταν “era buenos”, ενώ στο Μοναστήρι “eran buenu”.   Παρόμοια διαφοροποίηση συνέβη και στην Τουρκία, στη Ρουμανία αλλά και στην Ελλάδα, ειδικά μετά το 1912.  Π. χ. ο ήχος sh που δεν υπάρχει στα Ελληνικά αντικαταστάθηκε από το συριστικό σίγμα.  Στην καθομιλούμενη εβραιοϊσπανική και ειδικά στις φτωχογειτονιές και μεταξύ των λιγότερο μορφωμένων δεν λέγανε πια Shabat ή Shaba αλλά Σαμπά (Σάββατο).
 Από την άλλη, εντείνονταν οι εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με Ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα όταν άρχισε να φθάνει κι εδώ ο Διαφωτισμός, η σιδηροδρομική σύνδεση με τη Βιέννη, η βιομηχανοποίηση, και κυρίως τα ξένα σχολεία και ειδικά το σχολείο της Αλιάνς.  Το αποτέλεσμα ήταν ότι άλλαξε και η γλώσσα.  Λέξεις και εκφράσεις κυρίως Γαλλικές ή Ιταλικές χρησιμοποιούνταν ή αυτούσιες ή Ισπανοποιημένες, ειδικά στις καταλήξεις.  Σ’ αυτές τις δύο γλώσσες ήταν σχετικά πιο εύκολη η αφομοίωση των λέξεων επειδή ήταν κι αυτές λατινογενείς όπως και τα Ισπανικά.  Ακόμη όμως και για τα Ελληνικά η λύση ήταν απλή: Χρησιμοποιούσαν αυτούσια την Ελληνική λέξη ή την Ισπανοποιούσαν - Σ΄ ένα χρονογράφημα, το 1939, του διευθυντή της εφημερίδας Αξιόν,  Αλμπέρτο Μόλχο, περιγράφει τη χρήση των Ελληνικών στα εβραιοϊσπανικά:
“Alhad ay la ekdromi del orivatikon.  Vamos a suvir asta el katafighio.Vienes?
Veremos. Na, aki no es la stasis miya! Yo me abasho.  Yasou!
Ke hara sou! i por el pezodromio!”
Όπως σ’ όλες τις γλώσσες η γλώσσα μαρτυράει και τη μορφωτική στάθμη του ομιλούντα ή του γράφοντα και κατ’ επέκταση και τις κοινωνικές του καταβολές.  Έτσι στα εβραιοϊσπανικά η ομιλία αλλά ειδικότερα τα γραπτά των μορφωμένων περιείχαν περισσότερες Γαλλικές και Ιταλικές λέξεις από ότι η γλώσσα της εργατικής τάξης, όπου οι Τουρκικές και οι Ελληνικές λέξεις και εκφράσεις ήταν συχνότερες. 
Οι διαφορές αυτές στη γλώσσα είναι εμφανείς και στα παραμύθια που έχουμε μπροστά μας.  Ειδικά στα παραμύθια από τη Θεσσαλονίκη έχουμε δύο βασικές αφηγήτριες: Τη Μερού Λεβή, μία μεγάλη γυναίκα, αμόρφωτη που ήξερε μόνο εβραιοϊσπανικά και την Αλίκη Αλτσέχ, ένα κορίτσι 16 χρονών που μεγάλωσε σε μία εύπορη οικογένεια με τη σχετική μόρφωση.  Παρ’ όλη την πολύ καλή μετάφραση της Κας Μπενβενίστε δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τη διαφορά στη γλώσσα των δύο αφηγητριών.  Μία σύγκριση των πρωτότυπων κειμένων όμως αποκαλύπτει μία συχνότερη χρήση Τουρκικών και Εβραϊκών λέξεων, εκφράσεων και συντακτικών μορφών στις αφηγήσεις της Μερού Λεβή απ’ ότι στης Αλίκης Αλτσέχ, όπως εξ άλλου ήταν αναμενόμενο.   Από την άλλη η γλώσσα της Αλίκης Αλτσέχ περιέχει μεν περισσότερους γαλλικισμούς και ιταλικισμούς απ’ ότι της Μερού Λεβή, χαρακτηρίζει όμως και τη μόρφωση της αφήγητριας.  Χρησιμοποιεί το αρχικό φ στις Ισπανικές λέξεις όπως στα αρχαία Ισπανικά ή στα Λατινικά π.χ. fazer αντί azer, favlar αντί avlar.  Οι μορφωμένοι, ειδικά στα γραπτά κείμενα, χρησιμοποιούσαν την εξευρωπαϊσμένη εκδοχή χωρίς το φ.  Τώρα, το γεγονός ότι η Αλίκη Αλτσέχ χρησιμοποιεί την παλιότερη μορφή με το φ μπορεί να εξαρτάται από την ηλικία της που δεν είχε ακόμη τη σχετική μόρφωση, είτε απλώς επειδή διηγόταν ένα παραμύθι στην καθομιλούμενη γλώσσα έτσι όπως πρέπει να είναι τα παραμύθια και όχι στην “καθώς πρέπει” γλώσσα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε λοιπόν ότι παρ’ όλες αυτές τις διαφορές, όπως εξ άλλου και οι γλωσσικές διαφορές από τα κείμενα από τις άλλες βαλκανικές πόλεις, πως όλα τα παραμύθια του βιβλίου είναι αφηγήσεις στην καθομιλούμενη γλώσσα των Εβραίων των Βαλκανικών χωρών.  Μην ξεχνάμε επίσης τον διδακτικό χαρακτήρα που έχουν όλα τα παραμύθια όλου του κόσμου, είτε έχουν τραγικά, είτε κωμικά στοιχεία.  Για να είναι προσιτά και κατανοητά από όλους έπρεπε να είναι στην καθομιλούμενη γλώσσα τους.  Όπως αναφέρει και η Άννα στην εισαγωγή, παραθέτοντας τον Ισπανό συγγραφέα και ποιητή του 17ου αιώνα de Figueroa, αν αλλάξουμε μόνο το τελικό γράμμα της Ισπανικής λέξης conseja, που σημαίνει παραμύθι, σε consejo το παραμύθι θα αποκτήσει την πραγματική του σημασία, συμβουλή.  Είναι ενδιαφέρον ότι στα μοντέρνα Ισπανικά η λέξη που χρησιμοποιείται για παραμύθι είναι cuento - αφήγηση, ενώ στα εβραιοϊσπανικά παρέμεινε μέχρι σήμερα conseja. Δυστυχώς όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειες που γίνονται διεθνώς, αλλά και εδώ, τα εβραιοϊσπανικά δεν είναι πια καθομιλούμενη γλώσσα μετά τον αφανισμό του Εβραϊκού πληθυσμού στις Βαλκανικές χώρες και δεν έχουμε πια παραμύθια - συμβουλές για τις νέες γενιές σ’ αυτήν τη γλώσσα.  Ας τα χαρούμε και ας συνετισθούμε όσο γίνεται, τουλάχιστον από τις προσπάθειες της Cynthia Crews παλιότερα και της 'Αννας Αγγελοπούλου σήμερα.







Χρήστος Καββαδάς, Σημειώσεις για το βιβλίο


 Όταν ο καλός συγγραφέας βιβλίων ιστορίας για την πόλη της Θεσσαλονίκης και συλλέκτης κ. Γιάννης Μ. με ερώτησε πώς θα γράψω για το βιβλίο με τα σεφαραδίτικα παραμύθια και τι γνωρίζω για το θέμα, προς στιγμήν σκέφτηκα να του αποκαλύψω την αλήθεια αλλά, μετά, άλλαξα γνώμη. Δεν θα το πιστέψει, αποφάσισα. Η αυστηρή λογική εμποδίζει αρκετές φορές τους μεγάλους και δεν τους επιτρέπει  να καταλάβουν την πραγματικότητα.  Έτσι σε σας, σήμερα, μπορώ να πω, με λίγα λόγια, όλη την αλήθεια:  Όπως και στο χωριό μου - στο νησί - έτσι και εδώ στην πόλη, όπου ήρθαμε όλη η οικογένεια, ότι μικρές ή μεγαλύτερες αγγαρείες  ήθελαν στην γειτονιά, σε εμένα έλεγαν να «τρέξω μια στιγμή». Όσο μπορούσα το απέφευγα, αλλά αρκετές φορές με εντόπιζαν και με υποχρέωναν να κάνω ότι μου ζητούσαν – μου έλεγαν μάλιστα ότι αυτό ήταν  «για το καλό μου». Αυτή τη φορά   έπρεπε να μεταφέρω και να προσέχω μία τσάντα – έπρεπε να δείξω σε μία Αγγλίδα καθηγήτρια το σπίτι της θείας Μερού, της πλύστρας. Η κυρία που θα συνόδευα ήτανε φιλόλογος, μου είπανε, αλλά αυτό δεν ήξερα τι σημαίνει, όμως γνώριζα τι είναι μία καθηγήτρια - τέτοια ήταν η όμορφη Ελισάβετ, που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα από το δικό μας και άκουσα την μάνα μου να λέει ότι είναι καθηγήτρια, δασκάλα σε μεγαλύτερα παιδιά, μου εξήγησε.            
Περπατούσα έξω στην πόλη κοιτάζοντας τις βιτρίνες συγκεκριμένων καταστημάτων, ήταν αργά και μόλις άφησα αυτήν την ξένη κυρία  να μιλήσει με την  θεία Μερού. Βέβαια ήθελα πολύ να ακούσω τις ιστορίες και τα παραμύθια της θείας Μερού αλλά δεν μου επέτρεψαν να μείνω. – Θα είσαι δέκα τόσα  χρόνια αργότερα, μου είπαν και ποιος ξέρει άλλα πόσα ακόμα θα περάσουν μέχρι να τα διαβάσεις, μην ανησυχείς όμως, μέχρι τότε θα έχεις μάθει όσα χρειάζονται για  να τα καταλάβεις καλλίτερα. Αυτά σκεφτόμουνα επιστρέφοντας στο σπίτι μου που αυτή την φορά, ανοίγοντας και περνώντας από εκείνη την πόρτα που μου έδειξε η γιαγιά μου,  άλλαξε και  ήταν το πατρικό  σπίτι στο νησί. Σκοτάδι στον δρόμο, όμως γνωρίζω καλά  κάθε παλάμη του χώρου και μπορώ να περπατήσω μέχρι την πόρτα χωρίς καμία αμφιβολία και να πάω κατευθείαν κοντά της, όπως κάθεται στην κορυφή, πρώτη από αριστερά μπροστά στο αναμμένο τζάκι και συδαυλίζει την φωτιά με ένα λεπτό και μικρό σίδηρο. Τώρα ότι παρατηρήσεις και να μου κάμουν  οι άλλοι δεν με νοιάζει, ξέρω ότι θα με προστατεύσει χωρίς δεύτερη κουβέντα.- Σε έδιωξαν, μου είπε,  δεν σε άφησαν να μπεις μέσα. Δεν πειράζει, αυτά που θα σου πω εγώ είναι το ίδιο καλά.   
 Έτσι ησύχασα, βγήκα έξω, τώρα είχα επιστρέψει στην πόλη  από την ίδια πόρτα – εύκολο είναι όταν σου δείξει «μία από αυτές» τον  τρόπο -  και άρχισα να μετρώ πόσες χιλιάδες ήταν οι μαθητές του δημοτικού  εδώ στην μεγάλη πόλη και πόσες τα πολύ μικρά από την ηλικία των δύο ετών μέχρι τα επτάχρονα, της πρώτης. Θα ήταν τόσα και άλλα τόσα και περισσότερα, ακριβώς τόσα, και σε αυτά τώρα εκατοντάδες μπορεί και χιλιάδες γιαγιάδες λένε από ένα παραμύθι - ίσως χρειαστεί ακόμα ένα για να τα ησυχάσουν και να τα κοιμήσουν. Είμαι βέβαιος ότι μέσα σε αυτές,  μπορώ να φέρω από το νησί και εγώ την δική μου γιαγιά, Σταθούλα την λένε,  κανείς δεν πρόκειται να το προσέξει τόσες πολλές που είναι, ίσως μάλιστα προλάβει να πει ένα από τα δικά της παραμύθια σε κάποιο από τα άλλα παιδιά της γειτονιάς ή μπορεί, μία από τις γιαγιάδες αυτών των παιδιών να μου αφηγηθεί ένα δικό της παραμύθι. Δεν θα είναι πρόβλημα η γλώσσα, καθώς την ίδια ζέστη εκπέμπουν με το σώμα τους όλες και με τα ίδια μέσα σε πηγαίνουν να δεις πράγματα που μόνον αυτές γνωρίζουν και μόνον αυτές έχουν τους τρόπους να σου τα φανερώσουν. Άλλωστε και την  άλλη φορά η θεία Μερού μου  έλεγε το παραμύθι στην γλώσσα της κι εγώ το άκουγα στην γλώσσα της γιαγιάς μου ακριβώς όπως αργότερα  η Σάρα θα αλλάζει τα γράμματα στο βιβλίο της Σύνθιας και της Άννας και θα διαβάσω αυτά που δεν άκουσα τότε κι άλλα περισσότερα, ακόμα  και παραμύθια και ιστορίες από άλλες περιοχές.
 Έχω επάνω  στο γραφείο μου μία προπολεμική φωτογραφία από μία τέτοια γιαγιά,  άλλη από την δική μου, δεν ξέρω το μικρό της όνομα, ίσως  το επίθετο της να είναι Ραφαέλ, αλλά δεν νομίζω ότι έχει καμία σημασία αυτό άλλωστε, αφού σας είπα ότι  είναι μία γιαγιά, είναι έτσι ακριβώς όπως μπορείτε να φανταστείτε μία γιαγιά που είναι έτοιμη να αρχίσει να σε ετοιμάζει να κοιμηθείς. Μπορεί κάποια στιγμή, κανείς δεν ξέρει, να βγει από το πλαίσιο και να αρχίσει από εκεί που σταμάτησε. Θυμάται πολύ καλά πότε, που και γιατί είχε σταματήσει.      
Πως είναι δυνατόν να οδηγείς σειρές μικρών παιδιών στα τραίνα; Ατελείωτες σειρές από ανθρώπους μεγάλης ή πολύ μεγάλης ηλικίας; Παλαιότερα έβλεπα στους δημόσιους χώρους υπερήλικες και παρατηρούσα την δυσκολία στην κίνηση, την δυσκολία τους  να παραμένουν όρθιοι για αρκετό χρονικό διάστημα. Συχνά το μυαλό μου πήγαινε στις χιλιάδες εκείνους, που το 1943 έπρεπε να μετακινηθούν από τα σπίτια τους αρχικά σε ένα δωμάτιο και μετά  στο τραίνο – εφτά μέρες ταξίδι μέχρι την Πολωνία. Τα τελευταία δύο χρόνια το σκέφτομαι σχεδόν καθημερινά. Βλέπω την υπερήλικη μητέρα μου που δυσκολεύεται να μετακινηθεί μερικά βήματα, ακόμα και με τη βοήθεια δύο ανθρώπων. Πόσες και πόσοι υπερήλικες ταξίδευσαν, πόσες δεν μπορούσαν να μετακινηθούν ούτε ένα βήμα; Τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες, ίσως και περισσότερες. Πόσες γιαγιάδες ταξίδευσαν μαζί με τα εγγόνια τους στο ίδιο βαγόνι και πόσα εγγόνια μαζεύτηκαν και, συνηθισμένα από πριν,  κουλουριάστηκαν επάνω τους; Τότε είναι που πρέπει να σταμάτησαν τα παραμύθια.   
Έτσι, όταν πρόσφατα ρώτησα την Λουκία να μου πει τι σεφαραδίτικα παραμύθια είχε ακούσει από την γιαγιά ή τον παππού, μου απάντησε με χαμηλό τρόπο: «Από πού να ακούσω παραμύθια, αφού το ξέρεις ότι από αυτή την πλευρά δεν σώθηκε κανείς.».  Όχι δεν άκουσε, αλλά η κυρία που δημοσιεύει τα παραμύθια, η Άννα, τυχαίνει να είναι φίλη της.   
 Εμένα φίλη μου, αν μπορώ να την πω έτσι, έμεινε η Σύνθια. Όταν, πολύ αργότερα, είδα το όνομά της αμέσως σκέφτηκα: μόνο μία Αγγλίδα βέβαια θα μπορούσε σε ηλικία 27 ετών να σκεφτεί και να πραγματοποιήσει αυτά τα ταξίδια στα βαλκάνια  το διάστημα από το 1930 έως το 1935. Στη συνέχεια πρόσθεσα την μεγάλη εκείνη Αγγλίδα που το 1932 επισκέφτηκε για δεύτερη φορά την Ελλάδα, μετά το πρώτο της ταξίδι στα 1905. Μόνο που αυτή την ενδιέφερε, όπως και τους περισσότερους επισκέπτες τότε, η αρχαιότητα και αυτό  την οδήγησε  στην Αθήνα και νοτιότερα. Είχαν περάσει μόλις επτά χρόνια από το 1925, το έτος που κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Η κυρία Ντάλογουεη» και έμεναν λιγότερα από δέκα μέχρι να βαδίσει στην κοίτη του ποταμού κατέναντι και να περάσει στην άλλη όχθη. Θέλω πολύ να βάλω εδώ μία από τις φωτογραφίες της αλλά πάλι θα πείτε ότι δεν έχει καμία σχέση. Καιρός όμως να επιστρέψω στο βιβλίο με τα παραμύθια.     Κάτι πρέπει να λείπει από ένα βιβλίο για να είναι πολύτιμο – όταν μάλιστα, όσα περιέχει είναι πραγματικά. Εδώ κατ’ αρχήν, λείπουν στοιχεία για την Σύνθια. Ποια είτανε πραγματικά; Ούτε μία φωτογραφία; Δυστυχώς,  φαίνεται να μην υπάρχει φωτογραφία της στο διαδίκτυο. Αλλά και εάν υπήρχε δεν θα την παρουσίαζα εδώ – θα σεβόμουνα την απόφαση της Άννας. Σκέφτομαι ότι  η Άννα προτίμησε να μείνει το βιβλίο μόνο με τα παραμύθια του.  Όμως θα σας πω μία πληροφορία που την  άκουσα ο ίδιος – απάντηση και στην Άννα όταν αναρωτιέται για το είδος των σχέσεων της Σύνθιας με τις πλύστρες αφηγήτριες. Γράφει, τελειώνοντας την Εισαγωγή της: «Αναρωτιόμαστε κάποιες στιγμές, αν υπήρχε πράγματι επικοινωνία ανάμεσα στην Αγγλίδα συλλογέα και στις τυφλές Εβραίες πλύστρες που της αφηγόντουσαν τα  παραμύθια αυτά». Όπως γνωρίζετε, και η Σύνθια με την Άννα γνωρίζουν  καλύτερα από όλους εμάς, οι πλύστρες των παραμυθιών είναι τυφλές με την έννοια ότι γύρισαν τα μάτια τους προς τα μέσα και βλέπουν τι συμβαίνει μέσα τους και τι συμβαίνει στο μέσα των άλλων ανθρώπων, με τους οποίους έρχονται σε επαφή. Έτσι, όπως μου είπε η θεία Μερού, όταν την πλησίασε η Σύνθια και αυτή κοίταξε μέσα της κατάλαβε ότι αν θέλει να μη χαθούν τα παραμύθια και οι ιστορίες που γνώριζε και μετέφερε, τότε είχε συναντήσει το κατάλληλο πρόσωπο για να του αφήσει το πολύτιμο φορτίο της. Και φυσικά κοιτάζοντας μέσα στην Σύνθια  είδε την αλήθεια της άλλης και διέκρινε σωστά την αξία της και την αφοσίωσή της. Απόδειξη ότι είδε σωστά η θεία Μερού είναι η καλή δουλειά που έκανε η Σύνθια και βεβαίως το βιβλίο με τα παραμύθια που τώρα κυκλοφορεί και στην πόλη της αφηγήτριας. Τι άλλο λείπει από το βιβλίο; μία γιαγιά ή καλύτερα μία γιαγιά -  πλύστρα να αφηγηθεί στην γλώσσα της ένα από τα παραμύθια. Πάντοτε πετούσα ότι έδιναν οι εφημερίδες, ακόμα και τα βιβλία. Είναι τόσο φτηνή η εμφάνισή τους, το χαρτί και το τύπωμα  έχουν κάτι άσχημο και χυδαίο.  Και αυτό σε μία πόλη, στην οποία έζησε και εργάστηκε για δεκαετίες ένας μυθικός τυπογράφος: ο Νίκος Νικολαΐδης. Αξίζει οπωσδήποτε  να δείτε ένα από τα πολλά έντυπα που τύπωσε ο Νικολαΐδης κατά προτίμηση με εξώφυλλο του Κάρολου Τσίζεκ ή του Γιάννη Σβορώνου. Μία ποιότητα ακριβώς  όμοια με αυτή που έχει ένα παραμύθι της θείας  Μερού. Ελπίζω να βρω τρόπο και ν’ ακούσω στην γλώσσα τους, έστω,  τις ερωτήσεις,  από το παραμύθι «Οι ερωτήσεις του πρίγκιπα» που μπορείτε να διαβάσετε παραπάνω. Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο, αλλά δεν γίνεται αλλιώς,  πρέπει να το διατυπώσω: αν το βιβλίο είχε ένα cd με τα παραμύθια στη γλώσσα τους θα τα άκουγα συχνά και θα φύλαγα την φωνή των παραμυθιών ως κόρην οφθαλμού. Δεν περίμενα ποτέ πως θα έγραφα την τελευταία φράση, αλλά με αναγκάζει το γεγονός ότι αυτός είναι δυστυχώς ο μόνος τρόπος, προς το παρόν, με τον οποίον μπορεί να ακούσει κανείς σήμερα μία γυναίκα να διαβάζει τις ιστορίες  όπως, περίπου,  θα τις αφηγήθηκε τότε η θεία Μερού στην Σύνθια. Με την ευκαιρία να σας ενημερώσω ότι, όπως μου έλεγαν  τότε με την σειρά  όλες οι γιαγιάδες που γνώρισα,  η σχέση που έχουμε με αυτές  εδώ παραμένει ίδια και εκεί. Ναι αυτό εννοώ: μπορεί εκεί που είναι τώρα όλες, μαζί και η δική μου γιαγιά, να ξαναπούν, εννοείται με καλλίτερο τρόπο,  τα παραμύθια στα εγγόνια τους αλλά και στους φίλους των εγγονιών τους.                     
Γιατί επιλέγω το παραμύθι «Οι ερωτήσεις του πρίγκιπα»; Όλα ξεκίνησαν από την φράση: «Ένα δάκρυ έπεσε πάνω στην κυουλά του και την έκαψε». Έκλαψε η βασίλισσα γιατί δεν είχε παιδιά και το δάκρυ της έκαψε την καλύπτρα του δερβίση, που πέρασε εκείνη την στιγμή από κάτω στον δρόμο. Αυτό είναι πραγματικό δάκρυ, κυλάει από τα μάτια αλλά η πηγή του είναι βαθύτερα – βγαίνει από εκεί που μπορούν να φλέγονται ή να ψύχονται τα αισθήματα του ανθρώπου. Έτσι το κατάλαβε και ο δερβίσης και της έδωσε το δίχρωμο μήλο που έφερε το παιδί. Τα άλλα παίρνουν εύκολα τη σειρά τους, μέχρι την συνάντηση του βασιλόπουλου  με μια γριούλα  «απ’ αυτές που ξέρετε». Αυτή του έδειξε τον δρόμο του.
Πήρε μαζί του τρεις μελόπιτες, τρία κουβάρια χρυσοκλωστή και τα χρήματα που του έδωσε η μητέρα του για το ταξίδι «από αυτά που είναι ελαφρά στο βάρος αλλά βαριά στην αξία» και ξεκίνησε. Στο δρόμο του συναντά στη σειρά τρεις δράκαινες, τις οποίες θα περιποιηθεί τρυφερά: τις πλένει, κόβει τα μαλλιά της κάθε μίας και τις δίνει από μία μελόπιτα. Οι τρεις τους θα του δώσουν αντίδωρα ένα καστανάκι, ένα μυγδαλάκι και ένα καρυδάκι. Μικροί περίκλειστοι καρποί που κρύβουν την δύναμη μέσα τους.  Στο τέλος του δρόμου τον «περιμένει» μία κοπέλα. Θα δώσει όλα του τα χρήματα και τα δύο από τα τρία δώρα του από τις δράκαινες και θα δει την κοπέλα – την τελευταία φορά θα την δει ολόγυμνη στο παράθυρό της. Του έμενε το τρίτο δώρο, το καρύδι της τρίτης δράκαινας – το έσπασε και άνοιξε την ομπρέλα που βγήκε από μέσα του. Το φως εξαφανίστηκε και μαύρο σκοτάδι κάλυψε την γη. Η κοπέλα δεν άντεχε στο σκοτάδι και ζήτησε από τον πρίγκιπα την ομπρέλα του. Την έδινε ευχαρίστως απάντησε εκείνος εάν δεχόντανε να απαντήσει σε 13 ερωτήσεις και η απάντησή της έπρεπε να είναι «όχι» σε όλες . Η κοπέλα δέχτηκε. Τώρα την δύναμη αποκτά ο λόγος του πρίγκιπα. Είναι δέκα τρεις ερωτήσεις, δέκα τρία βήματα τα οποία κάνει ο πρίγκιπας μέχρι να ξαπλώσουν με την κοπέλα στο κρεβάτι και να αγκαλιαστούν.  Τα πρώτα έντεκα βήματα, ώσπου να βρεθεί ο πρίγκιπας από τον δρόμο έξω, στην καρέκλα κοντά στην κοπέλα είναι από εκείνα που η καθεμία θα έλεγε εύκολα «Όχι». Η αλλαγή γίνεται στα δύο τελευταία. Στο προτελευταίο θα την ρωτήσει «Αν σου δώσω ένα φιλάκι, είν’ αμαρτία;» - Όχι, θα απαντήσει η κοπέλα, ένα μόλις βήμα πριν να αγκαλιαστούν στο κρεβάτι.
            Ένας νέος ξεκινάει να συναντήσει την μοίρα του: την διαδρομή και την όμορφη κοπέλα που δεν μπόρεσε κανείς άλλος νέος να κερδίσει. Την είδε για λίγο στην αρχή και μετά την έβλεπε, όσο του επέτρεπαν τα χρήματα που είχε από την μητέρα του   και τα δώρα από τις δράκαινες. Όσο την έβλεπε, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η επιθυμία του να την κατακτήσει. Έτσι χρησιμοποίησε δύο από τα ισχυρότερα όπλα: το μυαλό και τον λόγο.
Γιατί οι ερωτήσεις του πρίγκιπα; Γιατί είναι ένα παραμύθι με γυναίκες και έναν νέο που επιμένει. Η βασίλισσα, η γριούλα που του έδειξε την εικόνα της κοπέλας, οι τρεις δράκαινες και στο τέλος η κοπέλα με την υπηρέτριά της. Το αφηγείται γυναίκα, η θεία Μερού Λεβή, η καλή πλύστρα.  Και η παρέα των νέων παραμένει  ένας χορός ηττημένων ανδρών που προσπαθεί να συμβουλεύσει τον πρίγκιπα και να τον αποτρέψει.
Νομίζω ότι στις γυναίκες του παραμυθιού μπορώ να προσθέσω κι εγώ ακόμα μία, την κυρία Τίνα Γώδη, «δεινή φιλόλογο», όπως ήτανε και η Σύνθια των παραμυθιών. Είναι η εντύπωση από την παρουσία  μιας γυναίκας που την έχω δει δύο ή τρεις φορές και επί πλέον είναι μερικές σκόρπιες φράσεις που άκουσα να λένε γι’ αυτήν αρκετές κυρίες σήμερα – νέες μαθήτριές της, τότε,  στο Κολλέγιο. Έτσι όταν ο Γιάννης Μ. μου είπε ότι έδωσε το βιβλίο στην κ. Γώδη και αυτή το διάβασε σε μία ημέρα, τον ρώτησα  αν γνώριζε ποιο από τα παραμύθια της άρεσε περισσότερο. Οι δεκατρείς ερωτήσεις,  με πληροφόρησε. Επομένως,  είμαι απολύτως βέβαιος ότι επιλέγοντας το συγκεκριμένο παραμύθι με επηρέασε το γεγονός πως αυτό άρεσε περισσότερο στην Τίνα – μία κυρία που μπορεί ασφαλέστερα από τον καθένα, νομίζω, να επιλέξει το καλύτερο κείμενο. Αφού και τώρα που σημειώνω αυτές τις γραμμές σκέφτομαι ότι θα προτιμούσα να διάβαζα εδώ ένα κείμενο της κ. Γώδη  για τα σεφαραδίτικα παραμύθια, ή ένα κείμενο για την ζωή των τελευταίων τόσων ετών στην πόλη που έζησε και  ακόμα για το σχολείο στο οποίο εργάστηκε και για τους ανθρώπους που γνώρισε -  και περισσότερο θα με ενδιέφερε να διαβάσω ένα δικό της κείμενο για  τα νέα παιδιά  που τα δίδαξε και τα διαμόρφωσε.  
Η θεια Μερού από την Θεσσαλονίκη ήταν πλύστρα, τυφλή κι αγράμματη.
Αν μου ζητήσετε να σας αναφέρω  δύο ξεχωριστά διηγήματα,  μετά τον Μπάρτλεμπυ του Χέρμαν Μέλβιλ,  είμαι έτοιμος να σας τα πω αμέσως: ο Άϊ -Γιώργης του Δημήτρη Χατζή και η Πλύστρα του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ. Για το πρώτο, αφήνω να σας γράψω μία άλλη φορά, για να σας μιλήσω τώρα για την πραγματική ιστορία της πλύστρας της οικογένειας Σίνγκερ, στην Πολωνία. Όπως ξέρετε, παλαιότερα,  υπήρχαν χώροι στους οποίους σύχναζαν άνθρωποι που έκαναν το ίδιο επάγγελμα ή ασχολούνταν με πάθος με μία δραστηριότητα. Έτσι υπήρχαν καφενεία στα οποία συναντιόνταν οι επαγγελματίες μουσικοί και χώροι στους οποίους σύχναζαν οι κυνηγοί. Οι πλύστρες, ιδίως αυτές από τα μέρη με κρύο και χιόνι, προτιμούσαν κάθε απόγευμα να αφήνουν για λίγο την καθημερινή βαριά δουλειά τους με το νερό, το σαπούνι και τα ρούχα και να συγκεντρώνονται όλες στην αυλή της θείας Μερού, εδώ, στην πιο ζεστή Θεσσαλονίκη. Έτσι μπορούσαν να δουν άλλα νερά που τις γαλήνευαν και να μιλήσουν μεταξύ τους για όσα τις απασχολούσαν: τα παιδιά και τα εγγόνια, την δουλειά τους και τους ανθρώπους, στα σπίτια των οποίων έπλεναν ή, όπως η πλύστρα των Σίνγκερ, τους ανθρώπους από τα σπίτια των οποίων έπαιρναν τα ρούχα για να τα πλύνουν, να τα στεγνώσουν και να τα σιδερώσουν στον δικό τους χώρο.  Έτσι δεν θα γράψω τι λέει το διήγημα – θα ήτανε ύβρις άλλωστε – αλλά θα σας πω όσα άκουσα από την θεία Μερού ο ίδιος  γι’ αυτή την πραγματική ιστορία που η θεία Μερού  την είχε ακούσει με την σειρά της  να την λέει εκείνη  η φίλη της – η  πλύστρα από την Πολωνία. Αυτήν την ιστορία  που έκανε διήγημα ο  Σίνγκερ.
Μια φορά [era buenos] λοιπόν οι Σίνγκερ είχαν μία χριστιανή πλύστρα κοντά εβδομήντα χρονών, την  θυμάμαι  ήταν μία από αυτές που τα απογεύματα τις έβλεπα να συζητούν, χωρίς να ακούγονται,  στης  θείας Μερού. Όπως η ίδια είπε λοιπόν στις άλλες γυναίκες,  κάθε φορά έπαιρνε τον βαρύ μπόγο με τα ρούχα από το σπίτι του Ισαάκ και περπατούσε μιάμιση ώρα δρόμο μέχρι το σπίτι της. Εκεί άρχιζε η σκληρή δουλειά: το πλύσιμο και μετά το στέγνωμα και στο τέλος το σιδέρωμα και μετά το τέλος έπρεπε να ξαναφορτωθεί τον μπόγο για την επιστροφή. Σε πλύστρες όμως μιλούσε και αυτές καταλάβαιναν καλλίτερα από όλους  πόσο υπέφερε η εβδομηντάχρονη γριούλα μέχρι να ξαναφορτωθεί τον μπόγο με τα σιδερωμένα και να τον επιστρέψει στους Σίνγκερ. Δέκα χρόνια περίπου έπαιρνε και έφερνε ρούχα φορτώνοντας την ράχη της κάθε φορά με τον βαρύ μπόγο των ρούχων και τον βαρύτερο – του χρόνου. Έτσι έφτασε στα ογδόντα. 
Αυτόν τον χειμώνα, που θα σας πω τι συνέβη, όλα είχαν παγώσει,   έκανε ένα δαιμονισμένο κρύο και τίποτε δεν μπορούσε να ζεστάνει τα δωμάτια λίγο πιο πέρα από τις σόμπες. Με αυτό τον καιρό, είπε, ότι πήγε και πήρε έναν από τους βαρύτερους μπόγους ρούχων, τον σήκωσε βάζοντας μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που είχε και πήρε τον δρόμο προς το σπίτι της, τρεκλίζοντας από το βάρος. Πάντα επέστρεφε με τα καθαρά  ρούχα μετά  από δύο ή τρεις εβδομάδες. Αυτή την φορά περάσανε δύο μήνες και οι Σίνγκερ, όπως έμαθε,  πίστεψαν ότι  πέθανε, μάλιστα η μητέρα τους είπε ότι την τελευταία φορά που την είδε να φεύγει, είχε προαίσθημα πως την βλέπει για τελευταία φορά. Μαζί με την πλύστρα σκεφτόντανε πώς  θα έχαναν και όλα τα ασπρόρουχα της οικογένειας. Σε αυτό το σημείο είναι που η θεία Μερού άπλωσε το χέρι της και για μοναδική φορά το ακούμπησε τρυφερά στα γόνατα της χριστιανής πλύστρας από την Πολωνία για να της δείξει ότι όλες έχουν καταλάβει και να μείνει ήσυχη. Περάσανε  λοιπόν δύο μήνες και μία άλλη θεομηνία είχε διαδεχθεί την πρώτη. Σε αυτή την δεύτερη παγωνιά ένα βράδυ, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και πρόβαλε ένας μπόγος με την ίδια κυρτωμένη να παραπατάει από το βάρος του. Έτρεξε να την βοηθήσει ο καλός γιος της οικογένειας ο Ισαάκ – ίδιος ο Χριστός μοιάζει, είπε στις πλύστρες που την άκουγαν – την φρόντισε και η μητέρα μέχρι να την συνεφέρει. Αρρώστησε,  τους εξήγησε και όλοι πίστεψαν πως θα πεθάνει. Αυτή όμως επέμενε να μείνει ζωντανή: έπρεπε πρώτα να πλύνει, να στεγνώσει και να παραδώσει τα ρούχα των οικογενειών, αυτά  που είχε πάρει στο σπίτι της. Και ο θεός της επέτρεψε να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες της. Καλυτέρεψε, έπλυνε τα ρούχα και τα επιστρέφει εκεί από όπου τα παρέλαβε – τώρα έφερε τα δικά τους, των Σίνγκερ, και με αυτά τελειώνει.
Δεν χρειάστηκε να συνεχίσει περισσότερο: οι άλλες πλύστρες, όπως μου είπε η θεία Μερού, κατάλαβαν όλες, ότι ήταν η τελευταία φορά που την είχαν μεταξύ τους στην αυλή με το χαμηλό σπίτι στην μία πλευρά, τα παιδιά να κυνηγιούνται παντού  ένα γύρο και να φωνάζουν χαρούμενα. Ήταν έτοιμη και ήρθε να τις αποχαιρετήσει και να τους πει πως είναι  μία πλύστρα όπως και αυτές -  είναι  μία πλύστρα και δεν θέλει να γίνει βάρος σε κανέναν.
Μπαίνω στον πειρασμό να αντιγράψω μία μόνο φράση από το διήγημα: «Δεν μπορώ να φανταστώ την Εδέμ χωρίς αυτή την χριστιανή πλύστρα.». Πρέπει,  σκέφτομαι, να εννοεί ότι η πλύστρα θα πάει εκεί να προετοιμάσει τον χώρο και κάθε μία από τις άλλες, όταν θα τελειώνει τις υποχρεώσεις της εδώ στη γη θα πηγαίνει,  με την σειρά,  και θα κάθεται στην καρέκλα της για να συνεχιστεί η συζήτηση και προς το βράδυ, αργά, θα αρχίσουν να λένε τα παραμύθια στην γλώσσα τους που δεν θέλουν και δεν πρέπει να σταματήσουν να ακούγονται ποτέ. 
Σύμφωνα με την κ. Αγγελοπούλου η συλλογή αυτών των παραμυθιών «αποτελεί ένα προπολεμικό καθρέφτισμα της προφορικότητας μιας ζωντανής κοινωνίας». Και τα παραμύθια της συλλογής «συνυφαίνουν κυρίως βαλκανικά και κάποια ισπανικά στοιχεία» - προσαρμόστηκαν  «στον τόπο εγκατάστασης» και διαμορφώθηκαν από την «πρόσμειξη παλαιών και νέων στοιχείων». Συμπεραίνει ακόμα ότι τα ισπανοεβραϊκά παραμύθια ανήκουν κυρίως στη βαλκανική παράδοση «ωστόσο υπάρχουν παραλλαγές άγνωστες στη βαλκανική χερσόνησο, όπου παρατίθενται μοτίβα που απαντώνται στην Ισπανία, Πορτογαλία και στη Βόρεια Αφρική…». 
Υπάρχουν 43 συνολικά ιστορίες και παραμύθια από τα οποία 13  αφηγείται η θεια Μερού στη Θεσσαλονίκη, 8 η Εστέρ στο Μοναστήρι και 8 η Τζόγια στα Σκόπια. Η Djoya Kamhi [πλύστρα κι αγράμματη], η Esther Kohen [τυφλή, μονήρης κι αγράμματη] και η Merou Levy [πλύστρα, τυφλή κι αγράμματη]. Τον θησαυρό εφύλαξαν και παραδίδουν, κυρίως, τρεις πτωχές γυναίκες, και οι τρεις αγράμματες, οι δύο από τις τρεις πλύστρες και ακόμα οι δύο από τις τρεις τυφλές. Και οι τρεις μαζί αφηγούνται τα 29 από τα 42 παραμύθια της συλλογής, έδωσαν  στην Σύνθια περίπου τα 2/3 του υλικού της συλλογής.
Η Εστέρ θα αφηγηθεί το παραμύθι «Η κόρη με τα κομμένα χέρια». Πάλι κάποιος βασιλιάς δεν είχε παιδιά. Η βασίλισσα θα κάνει συμφωνία με ένα προσκυνητή: θα αποκτήσουν δύο παιδιά αλλά, μόλις γεννηθούν, θα πεθάνει και αυτή κι ο άνδρας της, ο βασιλιάς. Τα παιδιά μεγάλωσαν και ανακάλυψαν τον θησαυρό που έκρυψαν γι’ αυτά οι γονείς τους. Έτσι το αγόρι έγινε ένας πλούσιος έμπορος  και το κορίτσι βοηθούσε τους φτωχούς. Μια μέρα της ζήτησε ψωμί μια γριά και της πρότεινε ο αδελφός της κοπέλας να παντρευτεί την εγγονή της. Έτσι και έγινε. Σύμφωνα με το σχέδιο της γριάς η εγγονή της έβαζε πολύ αλάτι στο φαγητό, που μαγείρευε η αδελφή, για να γίνει λύσσα και να θυμώσει ο αδελφός. Έγινε και ξαναέγινε, αλλά στο τέλος η αδελφή εύρισκε μία λύση και ο αδελφός της έμενε ευχαριστημένος. Τότε η γριά συμβούλευσε την εγγονή της να βάλει σε μία στάμνα με νερό βατράχια και να φροντίσει ώστε η κουνιάδα της να πιει  από αυτήν και έτσι μαζί με το νερό να καταπιεί και τα βατράχια. Όλα έγιναν σύμφωνα με το σχέδιο της γριάς και η κοιλιά της αδελφής φούσκωσε και το πρόσωπό της μαράθηκε. Εύκολα τότε η εγγονή την κατηγόρησε ότι είναι έγκυος. Ο αδελφός της κοπέλας την τιμώρησε σκληρά. Όμως ο προφήτης που πέρασε από κει και την είδε της έδωσε τρία βοτάνια και την έκανε καλά. Πέρασε κι ένας πρίγκιπας και την πήρε μαζί του στο παλάτι. Παντρεύτηκαν κι έκαναν τρία παιδιά. Ο πρίγκιπας τώρα έτυχε να έχει συνεταίρο τον αδελφό της γυναίκας του και χρειάστηκε να πάει στο σπίτι του για να κοιτάξουνε τους λογαριασμούς. Εκεί βέβαια ζει η γριά με την εγγονή της και η γριά γνωρίζει ποια παντρεύτηκε ο πρίγκιπας. Έστελνε γράμματα ο πρίγκιπας στους γονείς του και τους παρακαλούσε να φροντίζουν τα παιδιά του και την γυναίκα του, αλλά η γριά τα άλλαζε και έγραφε στους γονείς του πρίγκιπα να διώξουν από το παλάτι την γυναίκα του και τους γιους του, αν θέλουν να τον ξαναδούν. Στο τέλος η μητέρα του πρίγκιπα, για να μην τον χάσει, έδιωξε από το παλάτι τη νύφη της και τα εγγόνια της. Πήρε η μητέρα τα παιδιά και πήγε στο σπίτι του αδελφού της. Μέσα στο σπίτι εκτός από αυτόν ήταν ο άντρας της, ο πρίγκιπας, η κακή γριά και  η εγγονή της. Στο τέλος αποκαθίσταται η δικαιοσύνη. Ο πρίγκιπας θα σμίξει με την γυναίκα του και τα παιδιά του ενώ θέλει να τιμωρήσει την γριά, την εγγονή της και τον κουνιάδο του με την ποινή του θανάτου. Η γυναίκα του πρίγκιπα θα σώσει τον αδελφό της και η γριά με την εγγονή της θα θανατωθούν.
 Όσα παραμύθια άκουσα από την γιαγιά μου είχαν μέσα τους, έντονα, την παρουσία της σκληρής τιμωρίας, του θανάτου και της ωμοφαγίας – της σκληρότερης μορφής θανάτου. Ο επίσημος τρόπος τιμωρίας ήταν πάντα ο θάνατος, αλλά και μεταξύ των προσώπων του παραμυθιού εύκολα ένα από αυτά, το ισχυρό,  σκότωνε τον/την αντίζηλο όπως εξίσου εύκολα μπορούσε κάποιος να σκοτώσει αυτόν που έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά του. Και ένας τρόπος θανάτου που πάντοτε με τρόμαζε ήταν η ωμοφαγία.  Έτσι, όσες φορές, στο παρελθόν έγινε αναφορά στις γιαγιάδες και στα παραμύθια τους, απέφευγα να αναφέρω τι παραμύθια άκουσα από την γιαγιά μου. Έπρεπε να φτάσω σε αυτή την ηλικία και να διαβάσω προσεκτικά τα παραμύθια του βιβλίου για να  συμφιλιωθώ με το μεγαλύτερο μέρος των παραμυθιών που άκουσα τόσα βράδια στο σκοτάδι, σχεδόν, του δωματίου μου. Εδώ, στο παραμύθι που αφηγείται η Εστέρ , όταν η εγγονή λέει – ψέματα - στον άντρα της ότι η αδελφή του είναι έγκυος αυτός θα εκραγεί:
«Έγκυος; Αν είναι έγκυος, εγώ δε θέλω μια αδελφή που είναι πουτάνα!
Της είπε λοιπόν:
-Αδελφή μου έλα να περπατήσουμε.
Την έβγαλε στο δρόμο και την πήγε σ’ ένα μέρος ερημικό. Εκεί της έκοψε τα πόδια και τα χέρια. Της έβγαλε τα μάτια και την εγκατάλειψε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.».
Βέβαια σε αυτό το παραμύθι  μια στιγμή μετά – στην επόμενη αράδα – θα περάσει ο προφήτης [Ηλίας] και θα αποκαταστήσει το δίκαιο. Όμως πάλι με δύο θανάτους θα τελειώσει το παραμύθι: έτσι θα τιμωρηθεί η κακή γριά και η εγγόνα της.
Προκειμένου ν’ αποκτήσουν παιδιά δέχονται την συμφωνία: μόλις γεννηθούν αυτοί, οι γονείς, θα πεθάνουν. Τέτοια είναι η επιθυμία να γίνουν γονείς και να δουν την σειρά να συνεχίζεται που δέχονται να το πληρώσουν με την ζωή τους. Αυτή είναι η αξία των παιδιών, τονισμένη με ιδιαίτερο τρόπο στις πολύτεκνες  εβραϊκές οικογένειες της εποχής. Και όπως συμβαίνει πάντα, ακόμα και σήμερα, οι γονείς φρόντισαν να αποκαταστήσουν τα παιδιά τους: αποθήκευσαν και έκρυψαν έναν θησαυρό, που θα τον εύρισκαν αυτά αργότερα. Καταλυτική είναι η παρουσία της γυναίκας, της εγγονής της κακής γριάς, στη σχέση των δύο αδελφών. Η αδελφή είναι πιστή στον αδελφό της, εκείνος όχι. Το ξέρω, αυτό πάντα συνέβαινε στα παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά μου. Είχε μάλιστα και μία φράση έτοιμη να απαντήσει στην απορία μου. «Είναι το φουστάνι» έλεγε, απαξιωτικά πάντοτε για το φύλο της. Έτσι όταν την ρώτησα τι θα πει «πουτάνα» στο δικό της παραμύθι μου απάντησε αμέσως με το όνομα μιας γυναίκας,  από το διπλανό χωριό, και έφτυσε στον αγέρα. Εδώ ήταν από τις σπάνιες φορές που δεν ταυτίστηκαν οι απόψεις μας. Μια βδομάδα νωρίτερα με είχε συναντήσει αυτή η γυναίκα στο δρόμο με την μάνα μου, μιλήσανε λίγο οι δύο τους και ύστερα η ξένη μου χάιδεψε τα μαλλιά. Αυτό το χάδι το θυμόμουνα έντονα, όταν έφτυσε η γιαγιά μου καθώς ανέφερε το όνομά της γυναίκας από το διπλανό χωριό και αυτό το χάδι δεν με άφησε να συμφωνήσω.
Η Τζόγια αφηγείται την «αρνοκόρη», ένα αρνάκι που αγόρασε μια γριά από το παζάρι επειδή δεν είχε παιδί. Η γριά ήταν πλύστρα. Μια μέρα το αρνάκι έβγαλε την προβιά του και έγινε μία όμορφη κόρη. Σκούπισε, έστρωσε, ετοίμασε το φαγητό και πήγε να πλύνει τα ρούχα στις όχθες του Βαρδάρη. Πέρασε καβάλα στο άλογό του το βασιλόπουλο. Το άλογο είναι ένα από τα ωραιότερα ζώα και ήταν πολύ φυσικό να δει και να εκτιμήσει την ομορφιά της νέας, όπως  αυτή καθρεφτιζόντανε στα νερά του ποταμού. Έτσι την  πρόσεξε και ο πρίγκιπας, την ακολούθησε και αποφάσισε να την ζητήσει. Όταν  παρουσιάστηκαν στην  γριά οι απεσταλμένοι του βασιλιά αυτή τους εξήγησε ότι δεν  έχει κόρη παρά μόνο ένα αρνάκι - όμως ο πρίγκιπας επέμενε να πάρει το αρνάκι από το σπίτι της γριάς και να το αρραβωνιαστεί. Τρεις φορές ήρθαν σε «σύγκρουση» το αρνάκι με την μητέρα του πρίγκιπα - η νέα γυναίκα με την ρίζα του πρίγκιπα – και αμέσως μετά κάθε φορά η αρνοκόρη γινόντανε η όμορφη νέα και  βρισκόντανε καθισμένη δίπλα στην πεθερά της, καλεσμένες, στο  τραπέζι ενός γάμου. Η ομορφιά και η χάρη της νέας μάγευαν ολοένα και περισσότερο την μητέρα του πρίγκιπα ώστε  δεν ήθελε τίποτε περισσότερο παρά να τη δει γυναίκα του γιου της. Τώρα έπρεπε μετά την αποδοχή της μητέρας – το δύσκολο μέρος – να δράσει με την σειρά του και ο πρίγκιπας. Έψαξε, βγήκε την αρνίσια φορεσιά και την έριξε στη φωτιά. Μένει η αναγνώριση της νέας από την πεθερά της και σειρά έχουν πλέον οι ετοιμασίες του γάμου. 
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενότητα «Παραμύθια από τη Σαλονίκη ΙΙ» (έκδοση μετά θάνατον), στην οποία περιέχονται αφηγήσεις μόνον της Μερού Λεβή. Η ενότητα ξεκινά με ένα διαμάντι, την ιστορία «Ο ράφτης κι ο ραββίνος». Ο ραββίνος που ερχόνταν από τα Ιεροσόλυμα θα πει στον ράφτη τέσσερες φορές «Σαλώμ» και θα πάρει τις αντίστοιχες απαντήσεις: «Ένας πήχης ύφασμα» και μετά «Ψαλίδι» και ύστερα «Βελόνα» και στο τέλος «Δαχτυλήθρα». Ο ραββίνος είπε τότε στο ράφτη: «Με τη θέληση του Θεού να εγγραφούν μέσα σου τα τέσσερα γράμματα του αλφαβήτου» και διευκρίνισε τη σημασία τους: Άλεφ [επιτυχία], Μπετ [ευλογία], Γκίμελ [φιλανθρωπία] και Ντιβρέ [λόγια (της Τορά)]. Ο ράφτης θα απαντήσει στον ραββίνο ότι προτιμά τα τελευταία τέσσερα γράμματα: Κοφ, Ρες, Σιν, Ταβ. Η φράση ολόκληρη κλείνει την ιστορία: «Corta, ropa, sovra toma, δηλαδή, Κόψε το ύφασμα, πάρε το περίσσευμα!».     
Πάλι ο λόγος έχει την πρώτη θέση και ο καθένας από τους δύο συνομιλητές χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις από τον χώρο του, μεταχειρίζεται οικείες έννοιες τις οποίες γνωρίζει καλά και ο καθένας επιμένει να παραμένει σταθερά στις θέσεις του για να μπορεί να έχει ισότιμη σχέση με τον άλλο, εδώ ο ράφτης με τον ραββίνο. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο και «Το αίνιγμα του διαβόλου». Ο διάβολος έκαμε μία συμφωνία με έναν φτωχό εβραίο, ο οποίος δεν μπορούσε να θρέψει την γυναίκα του και τις εφτά κόρες του. Ο διάβολος δάνεισε τον φτωχό με ένα πουγκί γεμάτο λεφτά και ο φτωχός συμφώνησε ότι, μετά την νύχτα του Πέσσαχ,  οφείλει να απαντήσει σε εννιά ερωτήσεις του διαβόλου. Αν απαντήσει σωστά, τότε, θα ευτυχήσει και θα κρατήσει δικό του το πορτοφόλι. Διαφορετικά ο διάβολος θα πάρει τις εννιά ψυχές, την δική του, της γυναίκας του και των εφτά κοριτσιών του. Ο Θεός έστειλε τον προφήτη Ηλία να βοηθήσει τον φοβισμένο φτωχό και τις τρομαγμένες κόρες του. Έτσι στις εννιά ερωτήσεις του διαβόλου θα απαντήσει, αντί του φτωχού, ο προφήτης. Οι ερωτήσεις του διαβόλου επαναλαμβάνονται όμοιες και αλλάζει κάθε φορά μόνον ο αριθμός της ερωτήσεως, από το ένα μέχρι το εννιά. Αντιγράφω δύο από τα ζεύγη ερώτηση – απάντηση: - Απάντησέ μου, δύο λόγοι τι είναι. – Ο Θεός είναι καλύτερος από εσάς τους δύο. –Απάντησέ μου, έξι λόγοι. – Για τη μάνα έξι κόρες, για τον πατέρα σωστό μαρτύριο. Ευέλικτος ο λόγος των απαντήσεων καλύπτει ποικίλα θέματα και θα μπορούσε να συνεχίζεται  περισσότερο, ξαφνιάζοντας με την δύναμη που περιέχει κάθε φράση – κάθε απάντηση στην ερώτηση του διαβόλου. Ο διάβολος θα δει από το μάτι της πόρτας ποιος απάντησε στις ερωτήσεις του και η αφήγηση θα κλείσει με την ανταλλαγή μερικών ακόμα φράσεων, κατά τον ίδιο τρόπο, μεταξύ του προφήτη και του διαβόλου. Όλο το τελευταίο μέρος του παραμυθιού – το καλύτερο – μοιάζει να μπορεί κάθε φορά να παίρνει άλλη μορφή, ανάλογα με τις ικανότητες της αφηγήτριας. Είναι δυνατόν να τροποποιήσει ή να αλλάξει μία φράση όπως, επίσης, είναι δυνατόν να επιφέρει μεγαλύτερες αλλαγές. Η κ. Αγγελοπούλου στο Επίμετρο σημειώνει ότι η αφήγηση «συνδυάζει …τη νουβέλα…”Το αίνιγμα του διαβόλου”, και ένα κλιμακωτό ασμάτιο θρησκευτικού χαρακτήρα το…”Ehod mi yodea?” (Ένα, ποιος ξέρει;)…Οι απαντήσεις [στο διάβολο] έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα συνήθως.».
Ενδιαμέσως περιέχονται 4 σύντομες και ενδιαφέρουσες ιστορίες με  περισσότερο ευκίνητη και εύστοχη την ιστορία «Ο εβραίος και το φίδι». Εδώ λαμπερή είναι η παρουσία της αλεπούς με την θηλυκή πονηριά, η οποία βάζει το φίδι στην θέση του και σώζει τον εβραίο από βέβαιο θάνατο. Το επιμύθιο βέβαια παραμένει διπλό και μοιάζει να προνοεί για ένα από τα αντισώματα τα οποία  καλόν είναι να αποκτήσει όσο μεγαλώνει ο νέος, ο οποίος θα βγει στην αγορά και θα αντιμετωπίσει τις καθημερινές περιστάσεις της ζωής του εμπόρου. «Όποιος κάνει το καλό εισπράττει το κακό» θα πει στην αρχή του παραμυθιού το φίδι στον έκπληκτο έμπορο και ακριβώς με την ίδια φράση θα επισφραγίσει το μάθημά της στον ίδιο εβραίο έμπορο η αλεπού. Βέβαια στο τελευταίο μέρος περιγράφεται και η απαίτηση  αυτού που κάνει το καλό να έχει μόνιμη ανταμοιβή από αυτόν τον οποίον ευεργέτησε.
Την ενότητα κλείνουν δύο νουβέλες – τα παραμύθια «Ένας φίλος και μισός» και «Ο τροχός της τύχης». Στο πρώτο, αφού πρώτα δοκιμάζονται οι εκατό πιστοί φίλοι του γιου του ραββίνου, «φιλίες για τα γλέντια» όπως αναγκάζεται ο ίδιος ο νέος να ομολογήσει μετά την δοκιμασία,  στη συνέχεια ο νέος επιδιώκει να γνωρίσει τον ένα φίλο ολόκληρο του πατέρα του και το ένα μισό φίλο του, όπως τους είχε αναφέρει στην αρχή του παραμυθιού ο ίδιος ο πατέρας του. Η φιλία των φίλων του ραββίνου –του μισού και του ενός– δοκιμάζεται ακόμα μία φορά και αποδεικνύεται η κάθε μία άξια, αναλόγως βέβαια με τον τρόπο που τις ονόμασε ο ραββίνος, καθώς διαφορετική αξία έχει αυτή του μισού φίλου από την φιλία ενός ολόκληρου φίλου.  Στο Επίμετρο σημειώνεται ότι « Η νουβέλα αυτή είναι γνωστή σε ολόκληρη την Ευρώπη» και η «R. Haboucha πιστεύει ότι η αφηγήτρια αυτοσχεδιάζει. Ωστόσο δεν παραλείπει να σημειώσει κάποιες αναφορές σε τυνησιακές, υεμενίτικες και αιγυπτιακές παρόμοιες παραλλαγές…[οι οποίες] και μοιάζουν αρκετά με το θεσσαλονικιώτικο παραμύθι.». Έτσι φαίνεται ότι ένα σεφαραδίτικο παραμύθι των Βαλκανίων είναι γνωστό στην Ευρώπη και ταυτοχρόνως περιέχει αναφορές από παραλλαγές  ευρύτερων περιοχών, οι οποίες μοιάζουν στο παραμύθι της θείας Μερού. Αυτό όμως  που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι η «αφηγήτρια αυτοσχεδιάζει.». Στις νουβέλες, είναι ευκολότερο η ικανή αφηγήτρια να κρατήσει το στημόνι  και να πλέξει με τις κλωστές όλο τον χρόνο που της χρειάζεται προσθέτοντας, όσα η δημιουργική της ικανότητα της επιτρέπει να πλάσει, δοκιμάζοντας κάθε φορά καινούργια μονοπάτια μέχρι να αποφασίσει τον οριστικό λόγο της, απέναντι στην ίδια και τον ένα ή τους ολίγους πολύτιμους  ακροατές της.  Με τον ίδιο τρόπο μοιάζει να αρθρώνεται, περνώντας από τις διάφορες στάσεις, ο εξαιρετικός «Τροχός της τύχης». Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι όσοι δεν έχουν παιδιά και θέλουν να αποκτήσουν είναι πλούσιοι, όπως ο πάμπλουτος ραββίνος του παραμυθιού. Η αφηγήτρια αρχίζει με ένα παραμύθι μέσα στο παραμύθι και μάλιστα στην αρχή του. Ο ραββίνος και η γυναίκα του θα δεχθούν ένα ορφανό κορίτσι, το οποίο έφερε στο σπίτι τους μία φτωχή γυναίκα – μια υπηρέτρια. Αργότερα παρουσιάστηκε ένα ωραίος νέος και όλα ακολούθησαν τον δρόμο τους. Βέβαια ο νέος δεν είναι ένα πρίγκιπας από τον επάνω κόσμο, όπως συνήθως, αλλά από τον κάτω και μετά τον γάμο του θα χρειασθεί να κατέβει και να πάρει τον θρόνο που του ανήκει. Η νέα γυναίκα του θα τον ακολουθήσει και ο ραββίνος με την γυναίκα του θα μείνουν πάλι μόνοι τους.
Τώρα ο ραββίνος προσεύχεται για να έχουν ένα δικό τους παιδί μόνον που αυτή την φορά  γνώριζαν από την αρχή ότι αυτό το παιδί θα είναι αγόρι και δεν θα έχει τύχη στην ζωή του καθώς «Δεν θα κάνει ποτέ λεφτά, πάντα θα αποτυγχάνει!». Πράγματι, την πρώτη φορά απέτυχε με έναν παράδοξο τρόπο στην εμπορική του δραστηριότητα και αργότερα επέμεινε να συμμετάσχει σε ακόμα μία παρόμοια κίνηση. Όπως γίνεται συχνά στα παραμύθια, συνέβη μία απρόσμενη συνάντηση: ο γιος του ραββίνου συνάντησε τον νέο εκείνο που έμεινε στο σπίτι του πατέρα του πριν παντρευτεί την νέα – αυτή που έμενε σαν κόρη κοντά τους -  και κατέβουν να βασιλεύουν στον κάτω κόσμο. Όμως έπρεπε να αλλάξει ο τροχός της τύχης για τον γιο του ραββίνου και ταυτοχρόνως υπήρχε αρκετός χρόνος για να τον καλύψει η θεία Μερού με το παραμύθι της εκείνη την εσπέρα στην Θεσσαλονίκη: έτσι αφηγήθηκε την ιστορία του  κακού Γιαγκιγιά με την καλή σύζυγο και τις επτά κόρες. Θα αλλάξει η τύχη του νέου και μαζί θα μεταβληθεί και ο χαρακτήρας του Γιαγκιγιά . «Ο νέος εγκαταστάθηκε σ’ ένα μαγαζί και πλούτισε.  Όλη του τη ζωή ήταν πάμπλουτος.». Βλέπετε, μιλάμε για ένα εβραϊκό παραμύθι και καλύτερο τέλος από αυτό για ένα νέο  δεν θα μπορούσε να έχει, γι’ αυτό η θεία Μερού εύχεται – κι εγώ επαναλαμβάνω: «Να ’ναι εκείνοι ευτυχισμένοι, κι εμείς το ίδιο!».
Επιτέλους, μία σειρά 8 παραμυθιών, από τα οποία τα δύο είναι εκτενείς νουβέλες, και δεν συναντώ σε αυτά κανένα βίαιο θάνατο - τίποτε δεν με κάνει να διαβάσω γρήγορα τις λέξεις ή τις φράσεις – δεν αντιμετωπίζω καμία περιγραφή από αυτές τις οποίες συνάντησα σε άλλα παραμύθια του βιβλίου ή ενεργοποιήθηκαν αντανακλαστικά μέσα μου, από τις πυκνές αφηγήσεις θανάτων που είχα ακούσει πριν από τόσα χρόνια και δεν σβύστηκαν ποτέ από την μνήμη μου.        
Τα σεφαραδίτικα παραμύθια, λένε πολλοί, έχουν τελειώσει πια σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής, καθώς οι κοινότητες – οι άνθρωποί τους - χαθήκανε μέσα σε δύο χρόνια, από το 1943 έως το 1944. Λένε ότι χαθήκανε μετά από 500 χρόνια και στην μεγαλύτερη κοινότητα σε αυτήν,  στην οποία έζησε η θεια Μερού. Χαθήκανε μαζί με τις γιαγιάδες και τα εγγόνια, έσβησαν, λένε, μαζί με την γλώσσα τους. Η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να φανούν τα πρώτα άνθη  στα  ερείπια. Όμως στην πόλη υπάρχουν πάντα οι φωνές όλων όσων περπάτησαν στους δρόμους της, ακούγεται το θρόισμα από τα γυναικεία ρούχα όπως έβγαιναν οι εβραίες από τις πόρτες των σπιτιών τους και τα φορέματά τους άγγιζαν τις ξύλινες παραστάδες.
  Έμειναν οι μυρωδιές των φαγητών που κάποτε γέμισαν τους στενούς δρόμους, υψώθηκαν αγγίζοντας τους τοίχους και μερικές φορές πλημμύρισαν τις πολυάνθρωπες γειτονιές σε αλλεπάλληλα κύματα εντάσεων. Ωραίες φωνές τραγούδησαν και σπουδαίοι τεχνίτες επέστρεψαν από την δουλειά τους, έπλυναν τα χέρια και κάθισαν στο τραπέζι με τους γονείς και  τα παιδιά τους […].
Από όλους περισσότερο ξεχωρίζω τους πολυάριθμους παίδες,  όταν ανοίγουν σαν τα άνθη στα βλαστάρια,  και τις γιαγιάδες, καθώς μεγαλώνουν  και κλείνουν μέσα τους όλη την πολύτιμη σοφία του λαού τους. Όλα όσα υπήρξαν στην πολυάνθρωπη πόλη μένουν πάντα μυστικά παρόντα και κάποια στιγμή θα συμβεί το θαύμα: οι γιαγιάδες – οι γριούλες, «απ’ αυτές που ξέρουμε» - θα αποτινάξουν από τα πρόσωπα τον σταματημένο χρόνο και θα πιάσουν από την αρχή το πρώτο παραμύθι. Είναι να μη γίνει η αρχή, καθώς, μετά, εύκολα  θα μάθουν στα εγγόνια την πολύτιμη γλώσσα και όλα τα  σπουδαία μυστικά που κρύβουν οι ίδιες μέσα τους. Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, αυτός είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για να σώζονται τα πρόσωπα και οι πράξεις τους: από τις γιαγιάδες στα εγγόνια τους. Έτσι τις τελευταίες μέρες διάβασα ότι ένας εγγονός, ο ιστορικός κ. Devin Naar, σε διάλεξη που έδωσε στην Θεσσαλονίκη και σε ένα τμήμα της ομιλίας του  μίλησε στην γλώσσα των γιαγιάδων του – ακούστηκαν δημόσια  οι ίδιες λέξεις, όπως τις έλεγε η μεγάλη σειρά των γυναικών μέχρι τις πρώτες εκείνες, που ήρθαν διωγμένες από τους Ισπανούς βασιλείς. Εύκολα επομένως συμπεραίνει κανείς- εγώ είμαι απολύτως βέβαιος - ότι η Μερού, η Εστέρ και η Τζόγια φρόντισαν να μείνει το βιβλίο της Σύνθιας και της Άννας σαν ένας προπομπός ιστοριών, οι οποίες θα ακουστούνε ξανά και θα γεμίσουν πάλι μερικά δωμάτια με τα λόγια εκείνα που έφεραν μαζί τους οι παλαιές γυναίκες και τα κράτησαν, αφού προηγουμένως – ως μητέρες -  τα έδωσαν, μαζί  με το μητρικό γάλα, από την μία, την δική τους,  στη επόμενη γενιά των τέκνων τους.