Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

[Θεσσαλονίκη, Εβραίοι 11 * Thessaloniki, Jews 11]: parva iudaica thessalonicensia ΧΙ Εβραίες μαθήτριες και εβραίοι μαθητές, οι οποίοι εφοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Βαλαγιάννη από το σχολικό έτος 1929 - 1930 έως το σχολικό έτος 1942 – 1943. Προσθήκη Ι. Επίμετρο 4 [Ραφαήλ Ασέρ Μωυσής]. * Jewish schoolgirls and Jewish schoolboys who attended the Primary School of the Greek Educational Institutes Valagianni from 1929 - 1930 until 1942 – 1943


Ραφαήλ Ασέρ Μωυσής: Απόσπασμα κειμένου από τις Προσωπικές  του σημειώσεις.
                                  9 Ιουνίου 1933 – 27 Οκτωβρίου 1940:
                                                  Τα πρώτα βήματα



                                                  1933

 Στην αρχή της χρονιάς που γεννήθηκα, καταλαμβάνουν τη θέση τους στην εξουσία δύο πρόσωπα που έμελλε να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα δραματικά χρόνια που ακολούθησαν. Ο ένας είναι ο Adolph Hitler που έγινε Καγκελάριος της Γερμανίας στις 30 Ιανουαρίου και δεύτερος ο Franklin Roosevelt που άρχισε την πρώτη του θητεία ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις 3 Μαρτίου. Δίνοντας τα πρώτα τους «δείγματα γραφής», ο Hitler την 1η Απριλίου κήρυσσε το πρώτο boycott κατά των εβραίων ενώ ο Roosevelt ξεκινούσε την πολιτική του New Deal που τελικά έβγαλε την Αμερική και τον Κόσμο από την οικονομική κρίση του Κραχ του 1929. Την ίδια χρονιά στην Αμερική καταργείται η ποτοαπαγόρευση. Στην Ελλάδα, ο Ιωάννης Μεταξάς χαρακτηρίζει το 1933 ως έτος «Εξόδου από την Ομαλότητα». Στις 5 Μαρτίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος χάνει τις εκλογές ενώ στις 6 Ιουνίου, δηλαδή τρεις μέρες πριν γεννηθώ, έγινε η δεύτερη εναντίον του δολοφονική απόπειρα στη Λεωφόρο Κηφισίας.


 Γεννήθηκα στον δεύτερο όροφο της τριώροφης οικοδομής στην οδό Τσιμισκή 90 στη Θεσσαλονίκη που ανήκε ολόκληρη στον πατέρα μου. Λόγω ανυπαρξίας τότε οργανωμένων μαιευτηρίων, οι τοκετοί με βοήθεια μαμής, γινόταν κατά κανόνα στα σπίτια. Από την Τσιμισκή 90 θυμάμαι ότι στο ισόγειο ζούσε κάποια κυρία Γκράτσια, προφανώς εβραία. Στον πρώτο όροφο η οικογένεια Χατζηνάκου, με δύο παιδιά, μια κόρη μεγαλύτερή μου και το Γιαννάκη, λίγο μικρότερο. Στον δεύτερο εμείς και στον τρίτο, «σοφίτα» δύο νέες γυναίκες μια των οποίων κάποιο διάστημα μου έκανε μαθήματα Γαλλικής
Η «Αυτοβιογραφία» του Συμβολαιογράφου Σωτήρη Παπαδήμα δίνει μια καλή περιγραφή του άμεσου περιβάλλοντος στο οποίο γεννήθηκα:

Εις την Θεσσαλονίκην ήσκει την εποχήν εκείνην το επάγγελμα του δικηγόρου ο κ. Ασήρ Μωυσής, ισραηλίτης συμπολίτης μου εκ Τρικάλων καί συμμαθητής μου επί τετραετίαν εις το Γυμνάσιον, με τον όποιον με συνέδεε στενή φιλία. Αι δικηγορικαί του εργασίαι, αμέσως από της εγκαταστάσεώς του, ήσαν πολυπληθείς, διότι ήτο ίσως ο πρώτος ισραηλίτης δικηγόρος του Πανεπιστημίου Αθηνών, λίαν εγκρατής της Νομικής επιστήμης, ενεργητικώτατος και εργατικώτατος, με δημοσιογραφικόν ταλέντον, γλωσσομαθής, θαρραλέος καί φορτωμένος με όλα τα φυσικά προνομιακά προσόντα τα οποία διαθέτει αυτή η φυλή. Η φιλία μας ήτο πολύ στενή, τακτικώς δε συναντώμεθα καί περνούσαμε τα βράδυα. μετά το γραφείον, πηγαίναμε εις το θέατρον, τον κινηματογράφον, εις εξοχικά καί άλλα κέντρα διασκεδάσεως. Δεν ηρέσκετο είς συντροφιάς Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης, τους οποίους καταλλήλως απέφευγεν, ως έχοντας εντελώς ιδιάζουσαν νοοτροπίαν. Πολλάκις μετέβαινον εις το γραφείον του, διότι εγώ είχον καθωρισμένον ωράριον εργασίας, ενώ αυτός εκάθητο αργά προς διεκπεραίωσιν και τακτοποίησιν των κατά στιβάδας εισαγομένων εις το γραφείον του υποθέσεων˙ να μην θεωρηθή δε υπερβολή, οι πελάται έπρεπε να είναι εφοδιασμένοι με δελτίον προτεραιότητος δια να ίδουν τον ομαίμονα δικηγόρον των, προς τον oποίον έτρεφον απόλυτον εμπιστοσύνην. Αντιθέτως φιλύποπτα έβλεπον τους λοιπούς Έλληνας δικηγόρους, τους οποίους απεκάλουν «Χαμουτζήδες», διότι την εποχήν εκείνην ήσαν ελάχιστοι οι εντόπιοι Μακεδόνες δικηγόροι, κατά το πλείστον προερχόμενοι εκ του Τουρκικού Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ οι λοιποί ήσαν «επιδρομείς» εκ της Παλαιάς Ελλάδος, αρκετοί δε εκ της Θεσσαλίας.


Υπογραμμίζω τη φράση του Παπαδήμα «δεν ήρέσκετο είς συντροφιάς Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης, τους οποίους καταλλήλως  απέφευγεν» γιατί αυτή η προτίμηση του πατέρα μου καθώς και το γεγονός ότι η μητέρα μου, καταγόμενη από τα Γιάννενα ήταν «Ρωμανιώτισα» και δεν μιλούσε τα εβραιο-ισπανικά, εξηγεί την δημιουργία σε μένα από νωρίς καθαρά ελληνικής και πολύ λίγο εβραϊκής συνείδησης. Είναι βέβαια από τα πολύ παράδοξα ότι ο Ασέρ Μωυσής, ηγετική μορφή του μεγάλου Εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης και φανατικός Σιωνιστής, δεν «ηρέσκετο» στις παρέες των ομοθρήσκων του, δεν πήγαινε το γιο του στη Συναγωγή και τον έστελνε πάντα σε ελληνικά σχολεία!
Στις πρώτες αταξινόμητες χρονικά αναμνήσεις καταγράφω το μεγάλο θόρυβο που ακούστηκε όταν γκρεμίστηκε ένας όροφος στη σχολή Βαλαγιάννη ενώ χτιζόταν με κάποιους εργάτες νεκρούς καθώς και τους μαύρους καπνούς από τη φωτιά στο εργοστάσιο Αλλατίνη.
Πήγα στην πρώτη δημοτικού στη σχολή Βαλαγιάννη όπου θυμάμαι να πηγαίνω μόνος. Ίσως αρχικά με τη Μιρέττα αν και δεν θυμάμαι την εικόνα. Δεν προ-υπήρξε οποιοδήποτε Νηπιαγωγείο. Χάρις στον Καραγκιόζη είχα μεγάλη άνεση στην ανάγνωση. Επειδή δεν χρειαζόμουν εξάσκηση στο σπίτι ήμουν μάλλον γενικά αμελής. Πάντως το πήρα με δέκα, όπως φαντάζομαι όλοι!  Eίχαμε δύο δασκάλες, μια χοντρούλα που έπαιζε ένα μοναδικό μονότονο εμβατήριο στο πιάνο και μια λεπτή «ψηλομύτα» που έπαιζε έναν πιο γρήγορο ρυθμό. Καμιά ειδική διάκριση σε μένα, ούτε αίσθηση αντί-σημιτισμού. Από όλη τη χρονιά, εκτός από τις σκηνές με το πιάνο, θυμάμαι μόνο την τελετή αποφοίτησης και το σκετς όπου ντυθήκαμε ποντικάκια. Μας ζήτησαν να ράψουμε κατάλληλη στολή σκούρο γκρι, με σκούφο και ουρά από πίσω. Όλα ωραία και καλά εκτός από την Ηπειρώτικη τσιγκουνιά της Γέτης που αντί να αγοράσει γκρι ύφασμα, έβαψε γκρι μια πυτζάμα και μου την φόρεσε. Έλα όμως που η πιτζάμα ήταν ριγέ με αποτέλεσμα μόλις άνοιξε η αυλαία να ακουστούν γέλια από το ακροατήριο και η φωνή: «ένα ποντίκι είναι ριγέ!» Θυμάμαι να γυρίζω στο σπίτι με κλάματα και να πετάω την τσάντα στη Γέτη.
Η φωτογραφία που ακολουθεί είναι από την τελετή αποφοίτησης τον Ιούνιο του 1940, είναι πράγματι ιστορική! Είχα ήδη βγάλει τη στολή του ριγέ ποντικού σε αντίθεση με άλλα παιδιά που τη φορούσαν. Το «ιστορικό» πάντως είναι ότι στην πίσω σειρά βρίσκεται ο Ραϋμόνδος Ναάρ. Στο Κολλέγιο ο Ραϋμόνδος ήταν μια τάξη μεγαλύτερός μου αλλά όταν γίναμε φίλοι στο ΜΙΤ μιλήσαμε για τα παιδικά μας χρόνια και ανακαλύψαμε ότι επειδή στα χρόνια της Κατοχής ο Ραϋμόνδος είχε καταφέρει να «κλέψει» χρόνο, έπρεπε να υπήρξαμε συμμαθητές στην πρώτη δημοτικού. Από εκεί και πέρα έγινε η επιβεβαίωση με τη φωτογραφία.



 Εικόνα 1. Η φωτογραφία με τα «ποντικάκια» από την τελετή αποφοιτήσεως [Ιούνιος 1940] της Α’ τάξεως δημοτικού σχολείου της Βαλαγιάννη του σχολικού  έτους 1939 – 1940. Με το πρώτο βέλος, στη μέση μπροστά, σημειώνεται ο Ραφαήλ Μωυσής και με το δεύτερο βέλος, στην τελευταία πίσω σειρά, σημειώνεται ο Ραϋμόνδος Ναάρ. 


Εικόνα 2. Από δεξιά ο Συμβολαιογάφος Σωτήρης Παπαδήμας,  ο Διευθυντής της Εμπορικής Τράπεζας Γεώργιος Σκεύης, ο Διευθυντής της Εθνικής Πατακάκης, η Άννα Σκεύη, ο Ασέρ Μωυσης, η Κασάνδρα Παπαδήμα, άγνωστος με γιαλιά κι η Γέτη Μωυσή.



Εικόνα 3. Ασέρ και Γέτη Μωυσή, προπολεμική φωτογραφία βγαλμένη στην Θεσσαλονίκη, ΦΩΤΟ ΜΙΣΕΛ.



Εικόνα 4. Ασέρ και Γέτη Μωυσή, φωτογραφία βγαλμένη στην Θεσσαλονίκη το 1930, ΦΩΤΟ ΜΙΣΕΛ.



Εικόνα 5. Μιρέτα και Ραφαήλ Μωυσής - Καρναβάλι  στην Θεσσαλονίκη, 1939, ΦΩΤΟ ΜΙΣΕΛ.

Όταν, πριν από μερικούς μήνες,  εργαζόμουνα με το υλικό της Σχολής Βαλαγιάννη διαπίστωσα ότι υπήρχε μία έλλειψη την οποία, παρ’ όλες τις προσπάθειες τις οποίες έκαμα, δεν μπορούσα να την καλύψω. Δεν κατάφερα να εντοπίσω φωτογραφίες από τα παιδιά, τα οποία εφοίτησαν στο δημοτικό σχολείο κατά το διάστημα 1929  - 1943. Και κάτι ιδιαίτερο: καταλάβαινα ότι ήταν ακόμα πιο δύσκολο να αποκτήσω φωτογραφίες από τις εβραίες μαθήτριες και τους εβραίους μαθητές κατά το παραπάνω διάστημα, καθώς αυτό ήταν το θέμα της εργασίας μου. Βεβαίως δημοσιεύτηκαν εκεί οι εξαιρετικές φωτογραφίες των δύο από τις αδελφές Πάρδο με την μητέρα τους καθώς και οι φωτογραφίες της Φρίντας Κουνέ με τα εξαδέλφια της στην παραλία. Είναι φωτογραφίες αυτής της περιόδου και οι μικρές είναι μαθήτριες του δημοτικού, αλλά οι φωτογραφίες δεν είναι από το σχολείο τους και δεν απεικονίζεται σε αυτές κάποια σχολική εκδήλωση. Πίστευα όμως ότι κάποια στιγμή θα παρουσιαστεί και μία τέτοια εικόνα. Και αυτή είναι η παραπάνω ανέκδοτη φωτογραφία με τα «ποντικάκια» την οποία μου έστειλε από την πρωτότυπη του αρχείου του ο κ. Ραφαήλ Ασέρ Μωυσής, μαθητής της πρώτης τάξεως κατά το σχολικόν έτος 1939 – 1940 και ένα από τα ποντικάκια της φωτογραφίας.             
Εξίσου  όμως ενδιαφέρον με την αποστολή της φωτογραφίας αποτέλεσε για μένα και το απόσπασμα του ανεκδότου κειμένου από τις προσωπικές του αναμνήσεις. Σε μερικές γραμμές καταγράφει με ακρίβεια και επάρκεια ό,τι σημειώνει ο τίτλος του κειμένου: τα πρώτα του βήματα. Σε αυτά τα βήματα περιλαμβάνεται και η φοίτησή του στην πρώτη τάξη, ένα ξεχωριστό και έντονο έτος της παιδικής ηλικίας του καθενός. Από εδώ σχηματίζονται οι πρώτες ομαδικές συγκεντρώσεις συνηλικιωτών και εγγράφονται στη μνήμη οι πρώτοι στη σειρά δάσκαλοι και δασκάλες. Στην περίπτωση αυτή ο Ραφαήλ θυμάται τις δασκάλες του με τα φυσικά χαρακτηριστικά τους και τις διακρίνει ακόμα από τον τρόπο με τον οποίον έπαιζαν μουσική στο πιάνο. Μία διευκρίνιση μόνο, με βάση το αρχείο της Βαλαγιάννη: Η αδελφή του, η Μιρέτα Μωυσή, δεν φοίτησε στο δημοτικό της Βαλαγιάννη και επομένως σωστά ο κ. Μωυσής δεν θυμάται την εικόνα να πηγαίνει δηλαδή μαζί με την, μεγαλύτερη, Μιρέτα στο σχολείο. Το απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του συμβολαιογράφου Σωτήρη Παπαδήμα, το οποίον χρησιμοποιεί ο κ. Ρ. Μωυσής  σκιαγραφεί με ακρίβεια  την παρουσία του Ασέρ Μωυσή στην  προπολεμική Θεσσαλονίκη ταυτοχρόνως όμως δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. [1]  
Στο βιβλίο «Νέοι στη Δίνη της Κατοχικής Ελλάδας»[2] ο κ. Μωυσής παρουσιάζει, σε μία συνέντευξη του, την συνέχεια της πορείας της οικογενείας του από το 1940 έως το τέλος της Κατοχής.  Η οικογένεια Μωυσή φεύγει από την Θεσσαλονίκη κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου [3 Μαρτίου 1941] και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Ο Ραφαήλ αρχίζει την Δ’ Δημοτικού το έτος 1943 στο Παράρτημα Ψυχικού του Κολλεγίου Αθηνών, αλλά λίγο αργότερα όλη η οικογένεια υποχρεώνεται να μετακομίσει στα ιταλοκρατούμενα και επομένως ασφαλή για τους εβραίους Γιάννενα. Ήδη από τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου 1943 άρχισε η εφαρμογή των αντισημιτικών μέτρων στη Θεσσαλονίκη και στις 15 Μαρτίου «έφυγαν» τα πρώτα τραίνα. Όμως, τον Σεπτέμβριο του 1943 συνθηκολογεί η Ιταλία και αλλάζει στρατόπεδο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αντικατάσταση των Ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων από Γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Τα Γιάννενα παύουν να είναι ασφαλής τόπος για τους εβραίους και η οικογένεια Μωυσή μετακινείται, ακόμα μία φορά και μεταβαίνει στην Αθήνα, επιστρέφοντας στο σπίτι τους στο Ψυχικό. Όταν μετά από λίγους μήνες εξεδόθη η διαταγή, η οποία υποχρέωνε τους εβραίους  των Αθηνών να παρουσιάζονται και να δηλώνονται μία φορά την εβδομάδα στη Συναγωγή, ο Ασέρ Μωυσής αποφάσισε να μην υπακούσει και δεν προσήλθε, αυτός και η οικογένειά του, για να καταγραφούν  στη Συναγωγή. Η οικογένεια απέκτησε πλαστές ταυτότητες και μετακόμισε - κρύφτηκε στην Κηφισιά στο εξοχικό του συμβολαιογράφου Κώστα Γιαννίτση, ο οποίος ήταν στενός φίλος του Ασέρ. Εδώ αξίζει να αντιγράψω από το βιβλίο την παρακάτω παράγραφο από την συνέντευξη του κ. Μωυσή: «Το σπίτι όπου κατοικούσαμε ήταν κυριολεκτικά περικυκλωμένο από σπίτια επιταγμένα από τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν βέβαια απλοί στρατιώτες, δεν έπαυαν πάντως να είναι στρατεύματα Κατοχής. Και είχαν το καταπληκτικό, το πιο περιζήτητο για εμάς απόκτημα, μια αληθινή μπάλα ποδοσφαίρου. Έχετε ακούσει τι τόπι χρησιμοποιούσαν τα παιδιά της Κατοχής; Κάποια παλιά κάλτσα – αν υπήρχε – την οποία γεμίζαμε με πίτουρα, άχυρα ή ροκανίδια και κάναμε ένα οποιοδήποτε δέσιμο, κάτι που να πλησιάζει σε σφαιρικό σχήμα. Αυτό ήταν το τόπι με το οποίο παίζαμε ποδόσφαιρο. Εκτός από όταν έβγαιναν οι Γερμανοί και είχαν κέφι να παίξουν μαζί μας. Και παίζαμε με αληθινή μπάλα, που ήταν κάτι τόσο σπουδαίο και απλησίαστο για μας, ώστε το ότι παίζαμε με Γερμανούς, γινόνταν εντελώς δευτερεύον. Όλα ξεχνιόνταν μπροστά σ’ εκείνο που είχαν να μας προσφέρουν, την μπάλα»!  
Η οικογένεια Μωυσή θα κινδυνεύσει από καταδότες τον Αύγουστο του 1944, αλλά με την βοήθεια των γειτόνων και την προστασία της Αντίστασης φυγαδεύονται και μένουν σε άλλο σπίτι, μέχρι την απελευθέρωση και την οριστική πλέον διάσωσή τους.
Το κείμενο και η συνέντευξη του κ. Μωυσή διαθέτουν ένα σπάνιο χάρισμα: γράφει τι έζησε εκείνη την περίοδο από τα 7 έως τα 11 χρόνια της ζωής του και ποια ήταν τα αισθήματά του εκείνων των ημερών χωρίς το απόλυτο σκοτάδι όσων, λίγο αργότερα, πληροφορήθηκαν όλοι και χωριστά, αναλόγως με την ηλικία, έμαθε και συνειδητοποίησε το καθένα από τα μέλη της οικογενείας του Ασέρ Μωυσή. Όταν σημειώνει τις γραμμές του κειμένου για τις δασκάλες του στη Βαλαγιάννη και την εορτή στο τέλος του σχολικού έτους, γράφει τα γεγονότα τα οποία θυμάται και τα αισθήματα τα οποία αυτά του δημιούργησαν τότε, στην πραγματική ηλικία των επτά ετών και όχι όσα συνολικά αισθάνεται για την περίοδο εκείνη, όταν μεγάλος πια καταγράφει τις αναμνήσεις του. Αλλά και στη δημοσιευμένη συνέντευξή του προχωρεί περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση και φτάνει στην άκρη της. Το 1944 η οικογένεια κρύβεται με πλαστά ονόματα, χριστιανικά, σε μια περιοχή στην οποία μένουν πολλοί Γερμανοί στρατιώτες. Ο Ραφαήλ είναι 11 ετών και το όνομά του έγινε Τάκης- Δημήτριος Μάντζαρης ακριβώς. Είναι ένα από τα παιδιά της περιοχής τα οποία μαζεύονται για να παίξουν. Το παιγνίδι, το οποίον φυσικά χαίρονται όλοι περισσότερο να παίζουν, είναι το ποδόσφαιρο. Αλλά δεν έχουν το σπουδαιότερο: μία μπάλα. Τέτοια έχουν οι Γερμανοί στρατιώτες των γειτονικών σπιτιών. Και ο νέος, μικρό παιδί ακόμα, είτε Ραφαήλ είτε Τάκης λέγεται, θέλει με το ίδιο πάθος να συμμετάσχει σε έναν αγώνα με πραγματική μπάλα. Όταν λοιπόν οι Γερμανοί θέλουν να παίξουν, βγαίνουν στον χώρο με τη μπάλα τους και παίζουν με την ομάδα των νέων παιδιών, τα οποία επιτέλους θα χτυπήσουν μία πραγματική μπάλα. «Το ότι παίζαμε με Γερμανούς, γινόνταν εντελώς δευτερεύον» γράφει και συμπληρώνει «Όλα ξεχνιόνταν μπροστά σ’ εκείνο που είχαν να μας προσφέρουν, την μπάλα».
Ο συγγραφέας, ο οποίος γράφει με αυτόν τον τρόπο, είχε μετακινηθεί αρκετές φορές από τότε που η οικογένειά του άφηνε την πόλη τους, την Θεσσαλονίκη, μέχρι να ζήσουν την απελευθέρωση της Αθήνας και όλης της Ελλάδος. Κάθε μετακίνηση γινόντανε κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, λόγω της εποχής και των απρόβλεπτων κινδύνων, τους οποίους αυτή  σε κάθε βήμα περιέκλειε.  Επιπλέον επάνω στην οικογένεια  Μωυσή επικρέμονταν πάντα ο κίνδυνος να εντοπισθούν ως  εβραίοι, να συλληφθούν και να οδηγηθούν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ο Ραφαήλ μεγαλώνει κατά την διάρκεια της κατοχής και τα γεγονότα τον ωριμάζουν, όπως και όλους της ηλικίας του, γρηγορότερα και, συνήθως, με οδυνηρό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά όταν αποφασίζει να γράψει τις σημειώσεις του ή να αναφέρει όσα έζησε, έχει την ψυχική δύναμη να κρατήσει μία απόσταση από τα γεγονότα και να δώσει κομμάτια της πραγματικής ζωής, τα οποία είχαμε ξεχάσει ότι έζησαν τότε οι άνθρωποι – κυρίως όμως τα παιδιά.   
Υπάρχει ακόμα μία ιδιαίτερη κατάσταση την οποία αναφέρει, δια τον εαυτό του, ο κ. Μωυσής: O πατέρας του εφρόντισε και ο Ραφαήλ  δημιούργησε «από ενωρίς καθαρά ελληνική και πολύ λίγο εβραϊκή συνείδηση». Αυτό ο ίδιος ο κ. Μωυσής το θεωρεί «παράδοξο» και εξηγεί τους λόγους αυτής της παραδοξότητας στο κείμενό του. Ο Ασέρ Μωυσής υπήρξε ηγετική μορφή του εβραϊσμού της μεγάλης Κοινότητος της Θεσσαλονίκης και φανατικός σιωνιστής. Η προσωπική του διαδρομή εκάλυψε, περισσότερο από δύο  δεκαετίες, κρίσιμους τομείς της Κοινότητoς, πρώτα στην Θεσσαλονίκη  και μετά στην Αθήνα: Πρόεδρος της Κοινότητος το 1934  - ένας νέος Θεσσαλός - ευρίσκεται στην υψηλότερη βαθμίδα του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης στην προπολεμική περίοδο και στη συνέχεια στην Αθήνα, στην Κατοχή, προσπάθησε,  επιμένοντας μέχρι την τελευταία στιγμή, να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει, υπέρ των εβραίων Ελλήνων πολιτών, τον Έλληνα πρωθυπουργό. Εν συνεχεία είχε το δύσκολο προνόμιο να αναστήσει από τα ερείπια, μετά το τέλος του πολέμου, τον ελληνικό εβραϊσμό.    Αργότερα, από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948  υπήρξε ο πρώτος διπλωματικός εκπρόσωπος του στην Ελλάδα, και παρέμεινε σταθερά ο συνδετικός κρίκος, μεταξύ των δύο κρατών. Η παρουσία του για τα δύο έθνη υπήρξε τέτοια, ώστε αυτή επέτρεψε στον γιο του, τον κ. Ραφαήλ Μωυσή να κλείσει την δημόσια ομιλία του το 1988 στην πρεσβεία του Ισραήλ –για τα σαράντα χρόνια από την ίδρυση του κράτους - με τον παρακάτω επίλογο.        «Ας είναι λοιπόν γνωστό, ότι ανάμεσα στις προσωπικότητες που οι φωτογραφίες τους κοσμούν τους τοίχους της Πρεσβείας του Ισραήλ, πρόσωπα που όλα τίμησαν τη θέση τους και εκτέλεσαν σωστά την αποστολή τους, ο ένας, ο πρώτος στη σειρά, δεν ήταν στην πραγματικότητα ο εκπρόσωπος μιας χώρας στην άλλη, παρόλο ότι υπηρέτησε το Ισραήλ με πίστη και αφοσίωση, Ο Ασέρ Μωυσής ήταν στην αλήθεια πρεσβευτής και εκπρόσωπος ταυτόχρονα σε δύο χώρες, την Ελλάδα και το Ισραήλ. Πρεσβευτής και εκπρόσωπος ενός ιδεώδους. Του ιδεώδους της φιλίας ανάμεσα στους Έλληνες και τους Εβραίους.».  
Με τον ίδιο τρόπο ο κ. Ρ. Μωυσής τελείωσε την ομιλία του και στα Τρίκαλα, την πατρίδα του πατέρα του, στα πλαίσια Ημερίδας της Ισραηλιτικής Κοινότητας Τρικάλων στις 24 Οκτωβρίου 2010.[3] Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να υπογραμμίσει ότι ο πατέρας του υπήρξε, εν τέλει,  πρεσβευτής και εκπρόσωπος ενός ιδεώδους: « Του ιδεώδους της φιλίας  ανάμεσα στους Έλληνες και τους Εβραίους».
 Ο κ. Ραφαήλ Μωυσής εγνώρισε και μελέτησε, καλύτερα από τον καθένα, ποιες υπήρξαν οι μικρές ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις από τα πυκνά ιστορικά γεγονότα της εποχής στη συνείδηση και στο μυαλό του πατέρα του – με τι τρόπο, μεγαλώνοντας, ωρίμασε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του εβραϊκού ελληνισμού  στα πρώτα δύο τρίτα του εικοστού αιώνος. [4]
Ο Ραφαήλ Μωυσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1933. Μητέρα του ήταν η Εριέτη [Γέτη] Λεβή από τα Ιωάννινα και πατέρας του ο Ασέρ Μωυσής από τα Τρίκαλα. Αδελφή του η Μιρέτα. Επομένως και τα δύο αδέρφια είναι Θεσσαλονικείς: Εδώ πρόλαβαν και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα τους, πριν υποχρεωθούν να αφήσουν την πόλη  και να ακολουθήσουν, ο καθένας, την πορεία του στην μετέπειτα ζωή τους. Η διαδρομή του κ. Ρ. Μωυσή υπήρξε, και παραμένει, σημαντική στους τομείς της παιδείας, του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέως, πάντοτε στις υψηλότερες βαθμίδες  των αντιστοίχων υπηρεσιών και θέσεων. Εφοίτησε στην πρώτη τάξη στην Σχολή Βαλαγιάννη και εν συνεχεία στο Κολλέγιο Αθηνών. Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός στο Μάντσεστερ και πήρε Μάστερ και Διδακτορικό στο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης. Έκτακτος Καθηγητής στη Σχολή Μηχανολόγων του ΜΙΤ και πρώτος Πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων του ΜΙΤ. Από τις πολλές υψηλές θέσεις τις οποίες κατέλαβε αναφέρω ενδεικτικά την θέση του Διοικητή της ΔΕΗ, του Προέδρου του Δ.Σ. της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε  και του Προέδρου του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (Σ.Ε.Ε.Σ.).
Μπορώ να χρησιμοποιήσω, νομίζω, για μία φορά την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού την οποία έχω για να επισημάνω πόσο σπουδαίο γεγονός θεωρώ  την παρουσία δύο παίδων από την πρώτη τάξη της Βαλαγιάννη του σχολικού έτους 1939 – 1940 στο περίφημο ΜΙΤ. Σπουδάζουν μαζί οι Ραφαήλ Μωυσής και Ραϋμόνδος Ναάρ και αυτό αποτελεί  ένα εξαιρετικό δείγμα από τη Βαλαγιάννη – από τα ποντικάκια της – αλλά και από όλη την προπολεμική εκπαίδευση της Θεσσαλονίκης.
Θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Ραφαήλ Μωυσή για την καλοσύνη του να μου στείλει   το κείμενο και τις φωτογραφίες από το αρχείο του. Πιστεύω ότι θα συμφωνήσει και ο ίδιος να κλείσω το Επίμετρο 4 [Ραφαήλ Ασέρ Μωυσής] με τον τρόπο του πατέρα του: να αντιγράφω τον  65ο  Ψαλμό  του Δαβίδ, όπως τον μετέφρασε ο Ασέρ Μωυσή. [5]
Λαμνατσέαχ μιζμόρ λε Δαβίδ σσίρ (=Εις τον Αρχιμουσικόν Ψαλμός ωδής του Δαβίδ).
Ύμνος Σε προσμένει Κύριε απ’ της Σιών την κορυφή
Και σε Σένα θ’ αποκαλυφθή η ευχή μας η κρυφή.
Συ Θεέ που τώρα ακούς της καρδιάς την προσευχή μας
Και την σάρκα θα δεχθής Εσύ μαζί με την ψυχή μας.
Παρανόμων συμβουλές μέσα στο νου μου δυναμώσαν
Πλύνε με και ξεχώρισέ με απ’ αυτούς που εξωμώσαν.
Καλότυχος όποιος διάλεξες να κατοική κοντά Σου
Να χορταίνη και να χαίρεται τα ιερά σκηνώματά Σου.
Με τρόπο τρομερό μα δίκαιο σε μας θα απαντάς
Κι’ όπου ξηρά και θάλασσα όλους μας εκεί θα συναντάς.
Συ που με τη δύναμί Σου τα βουνά τα στερεώνεις
Τα κύματα σιγάς και τους θυμωμένους ξεθυμώνεις.
Γι’ αυτούς που ζουν στα πέρατα τα σημάδια Σου υφαίνεις
Χαρές δίνεις στις αυγές και τις εσπέρες ομορφαίνεις.
Την γη την επισκέπτεσαι, με βροχή αυτήν ποτίζεις
Και με δροσερά νερά τα ποτάμια ξεχειλίζεις.
Το σιτάρι ετοιμάζεις, το προστάζεις να ωριμάση
Κι’ αυλάκι ανοίγεις στο χωράφι τους σβώλους του να σπάση.
Την γη την μαλακώνεις με σιγανές σταλαγματιές
Τα χλωρά βλαστάρια ευλογείς για ν’ αρέσουν στις ματιές.
Την χρονιά με της γης την εσοδειά πάντα στεφανώνεις
Και τις ξέρες της ερήμου με βοσκές τις δυναμώνεις.
Με άσπρα προβατάκια είναι ντυμένα τα λειβάδια
Και ύμνους σε Σένα φέρνουν των ανθρώπων τα κοπάδια.   

       
    
              

[1] ΣΩΤΗΡΙΟΣ, ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ, Αυτοβιογραφία, Θεσσαλονίκη 1974, σ.218. Το βιβλίο του συμβολαιογράφου Σωτ. Παπαδήμα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την ζωή στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη, κατά τις πρώτες επτά δεκαετίες του προηγουμένου αιώνος. Προσωπικά  με έχει απασχολήσει η στάση του συγγραφέα και η επαγγελματική του  διαδρομή,   καθώς και η σχέση του, κυρίως,  με τους εβραίους φίλους του αλλά και, συνολικότερα, με την Κοινότητα της Θεσσαλονίκης.  Εδώ μου δίδεται η ευκαιρία να αναφέρω την σχέση του  με τον Ασέρ Μωυσή, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις σελίδες  της Αυτοβιογραφία του. Οι δύο νέοι κατάγονταν από τα Τρίκαλα, ήτανε συμμαθητές επί τετραετίαν εις το Γυμνάσιο Τρικάλων και είχαν συνδεθεί έκτοτε με στενή φιλία. Όταν αργότερα συναντώνται στην Θεσσαλονίκη, νομικοί και οι δύο, είναι φυσικό να κάνουν καθημερινή συντροφιά. Ο Ασέρ είναι ελεύθερος επαγγελματίας και ο Σωτήρης μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, διορισμένος στην Στρατιωτική Δικαιοσύνη. Ενωρίτερα είχε εγκατασταθεί στην πόλη ως δικηγόρος ο Γιομτώβ Γιακοέλ, καταγόμενος επίσης εκ Τρικάλων και μεγαλύτερος κατά έναν χρόνο, από τους δύο, στο Γυμνάσιο Τρικάλων. Το ίδιο διάστημα δραστηριοποιείται στην πόλη και ο εκ Λαρίσης Ισαάκ Σιακή, ο οποίος «διετήρει στενάς σχέσεις με αμφοτέρους τους προαναφερθέντας δικηγόρους εκ Τρικάλων, Α. Μωυσή και Γ. Γιοκέλ…».  Σύμφωνα με τον Σ. Π., ο Σιακή έπεισε τους δύο νομικούς να συνεργαστούν επαγγελματικά προκειμένου με αυτό τον τρόπο να τους απομακρύνει από την πολιτική και, επιπλέον, να τους έχει υποστηρικτές στις προσωπικές του πολιτικές βλέψεις. Όταν επρόκειτο να συνεργασθούν οι δύο νομικοί, συνέπεσε η ψήφιση ενός νόμου με τον οποίον τα προικοσύμφωνα [κετουμπά], τα οποία μέχρι τότε συντάσσονταν από τα Θρησκευτικά Δικαστήρια και δεν επλήρωναν φόρο, έπρεπε, σύμφωνα με τον νέο νόμο, να κατατεθούν ενώπιον Συμβολαιογράφου και να καταβάλουν φόρο. Αυτήν ακριβώς την περίοδο ο Ασέρ πρότεινε στον φίλο του Σ. Παπαδήμα να συνεργαστεί μαζί τους ως συμβολαιογράφος – να συμπράξει με τα ενωμένα δικηγορικά γραφεία των Α. Μωυσή και Γ. Γιακοέλ. Ο Σ. Παπαδήμας απεδέχθη την πρόταση, παραιτήθηκε από δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε συμβολαιογράφος στη Θεσσαλονίκη, στις 26 Απριλίου 1926. Στο ίδιο όροφο, δίπλα στο γραφείο του Σ. Παπαδήμα, ελειτούργησαν τα «δύο εταιρικά γραφεία Α. Μωυσή και Γ. Γιακοέλ και έν έτερον γραφείον του δικαστικού κλητήρος Ισαάκ Μωυσή, θείου προς πατρός του Α. Μωυσή, καταγομένου και αυτού εκ Τρικάλων.». Οι πρώτοι του πελάτες μάλιστα, υπήρξαν δύο ισραηλίτες «κατά σύστασιν βεβαίως του Α. Μωυσή.». Εντός πέντε ετών ο Σ. Παπαδήμας με τις ικανότητές του, την εργασία του και προφανώς με την συνδρομή των Μωυσή και Γιακοέλ κατέλαβε θέση μεταξύ των πρώτων συμβολαιογράφων της Θεσσαλονίκης. Νομίζω ότι επειδή γράφει την Αυτοβιογραφία του ως συνταξιούχος πλέον και, επομένως, διαθέτει όλη την προηγούμενη εικόνα της επαγγελματική του πορείας, μπορούμε να μετρήσουμε τον τρόπο με τον οποίον εκτιμά ο ίδιος την αλλαγή της ζωής του το 1926, όταν απεφάσισε να συνεργασθεί με τους Μωυσή και Γιακοέλ. Γράφει σχετικά: «…μία τυχαία συνάντησίς μου με τον φίλον μου Ασήρ Μωυσή συνετέλεσεν εις το να μεταβληθή ο ρους της ζωής μου.». 
  Ο Σ.Π. υπηρέτησε κατά την διάρκεια του ελληνο ιταλικού πολέμου ως Γραμματεύς εις το Στρατοδικείον Θεσσαλονίκης και μετά το τέλος του πολέμου έζησε με την οικογένειά του καθ’ όλη την περίοδο της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη. Αντιμετώπισε και αυτός, όπως και ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλεως, τις δύσκολες συνθήκες επιβιώσεως της οικογενείας του, ιδίως κατά τον φοβερό χειμώνα του 1941 – 1942. Έζησε με την οικογένειά του τις ελλείψεις των απαραιτήτων αγαθών αλλά αισθάνθηκε και την ηθική και ψυχική κατάπτωση στην οποία οδηγεί τον  καθένα η αδυναμία να εξασφαλίσει τα αγαπημένα του πρόσωπα, ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά του. Τότε εμφανίζεται ο φίλος του Αθανάσιος Σκορδέλης κάτοικος Τριλόφου Χαλκιδικής, γεωργός και κτηνοτρόφος, ο οποίος, μόλις  αντιλαμβάνεται την κατάσταση του Σ. Παπαδήμα, προστρέχει  αρωγός και αναλαμβάνει την πλήρη κάλυψη των αναγκών της οικογενείας του φίλου του. Η στάση αυτή του Αθ. Σκορδέλη δικαίως δίδει την ευκαιρία στον συγγραφέα να αφιερώσει μερικές εξαιρετικές γραμμές για την αξία της φιλίας και επίσης να σημειώσει με ικανοποίηση την εκτίμησή του στον ακέραιο χαρακτήρα του φίλου του,  όπως αναδείχτηκε κατά τις δύσκολες εκείνες ημέρες.
Εντούτοις προξενεί  εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά κατά την διάρκεια του πολέμου και της κατοχής για τους εβραίους φίλους του και ταυτοχρόνως στενούς του συνεργάτες, τους δύο νομικούς - συμπολίτες του εκ Τρικάλων. Φαίνεται ότι γράφει ακόμα το βιβλίο κατά το έτος 1971, επομένως έχουν περάσει περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή μνεία για τον απώλεια του Γιομτώβ Γιακοέλ στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως  όπως επίσης δεν αναφέρεται ούτε μία φορά στο στενό του φίλο Ασέρ Μωυσή, ο οποίος με την παρέμβασή του προπολεμικά, άλλαξε την πορεία της ζωής του συγγραφέα. Η σιωπή του Σ. Παπαδήμα γίνεται περισσότερον ανεξιχνίαστη καθώς όλες οι προπολεμικές αναφορές   στους δύο συμπολίτες του, οι οποίες περιλαμβάνονται στην Αυτοβιογραφία, παραμένουν εξαιρετικά θετικές, ιδίως βεβαίως οι αναφορές στον στενό του φίλο Ασέρ Μωυσή. Υπάρχει όμως κάτι περισσότερο, το οποίον προξενεί εντύπωση στον αναγνώστη του βιβλίου. Και αυτό είναι η σιωπή του Σωτ. Παπαδήμα για την τύχη της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης στο σύνολό της. Ο ίδιος συνεργάζεται ως συμβολαιογράφος με δύο από τα λαμπρότερα ονόματα των δικηγόρων της Θεσσαλονίκης και από τα γραφεία αυτών των δύο εκινήθησαν οι υποθέσεις των εβραίων της Κοινότητας προς το Συμβολαιογραφείο του. Παρ’ όλα αυτά απουσιάζει από την Αυτοβιογραφία η περιγραφή του αφανισμού σχεδόν όλων  των εβραίων της πόλεως, έστω, και με την μορφή ενός μείζονος ιστορικού γεγονότος της κατοχής. Ένας ζωντανός και πολύβουος κόσμος χάθηκε από την πόλη – και για την πόλη – και όσο εξυφαίνεται η αποσιώπηση της  αρχαίας  παρουσίας του και ο τρόπος του αφανισμού του  τόσο αυξάνεται, με έναν εκκωφαντικό τρόπο, η ανάγκη της διατηρήσεως της ιστορικής του μνήμης και ταυτοχρόνως της μελέτης των πολυσχιδών  δραστηριοτήτων του στη πόλη.

[2] Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, Νέοι στη Δίνη της Κατοχικής Ελλάδας. Ο Διωγμός και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων 1943-1944

[3] ΧΡΟΝΙΚΑ, έκδοση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος, Αθήνα. Τόμος 34ος, αρ. φύλλου 231, Ιανουάριος – Μάρτιος 2011

[4] ΜΩΥΣΗΣ, ΑΣΕΡ, Κληροδότημα. Επιλογή από μελετήματα του Έλληνα – Εβραίου ηγέτη και συγγραφέα με εισαγωγή και σχόλια από το γιο του Ραφαήλ Μωυσή, Αθήνα., 2011. Στο βιβλίο, το οποίον εκδόθηκε με την υιϊκή φροντίδα του κ. Ραφαήλ Μωυσή και περιλαμβάνει κείμενα του Ασέρ Μωυσή, υπάρχουν κεφάλαια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Θεσσαλονίκη, τους εβραίους και την οικογένεια Μωυσή, κατά την περίοδο της Κατοχής.  Στο κεφάλαιο με τίτλο  «Από του Χάρου τα δόντια (από τις προσωπικές σημειώσεις του Ραφαήλ Μωυσή)» ο κ. Ρ. Μωυσής περιγράφει, κυρίως, τις προσωπικές του εμπειρίες από την τελευταία, πριν την απελευθέρωση κατοχική περιπέτεια, στην οποία η ευφυής κίνηση του πατέρα του απεσόβησε την παρ’ ολίγο μοιραία κατάληξη όλων των μελών της οικογενείας Μωυσή. Στο κεφάλαιο με τίτλο «Ο ρόλος του Αρχιρραβίνου Koretz στην εξόντωση των εβραίων Θεσσαλονίκης» δημοσιεύεται σχετικό κείμενο του Ασέρ Μωυσή, ο οποίος υπήρξε Πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης το 1934, μερικούς μήνες μετά την έλευση στην Θεσσαλονίκη και την ανάληψη από τον Τσεβί Κόρετς των καθηκόντων του και είχε, από τότε μέχρι τον Μάρτιο του 1941, επαφή και συνεργασία με τον τελευταίο. Τέλος στο κεφάλαιο με τίτλο «Ένορκος κατάθεσις στη δίκη Eichmann» ο Ασέρ Μωυσής δίδει με συνοπτικό τρόπο τις κινήσεις της οικογενείας του καθώς και τις μετακινήσεις του φίλου και συνεργάτη του Γιομτώβ Γιακοέλ μέχρι την κατάδοση και την σύλληψη του Γιομτώβ Γιακοέλ τον Δεκέμβριο του 1943.  Εξηγεί επίσης τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στα χέρια του το ημερολόγιο το οποίον έγραφε ο Γ. Γιακοέλ και την αξιόπιστη πληροφορία την οποία είχε από επιζήσαντα συγκρατούμενο του Γιομτώβ Γιακοέλ ότι  ο τελευταίος έγραφε ημερολόγιο και στο στρατόπεδο για να διασώσει την κόλαση του χώρου και των ημερών του εγκλεισμού.    

[5] Οι Ψαλμοί του Δαβίδ. Εβραϊκόν κείμενον και παράλληλος κατά σελίδα έμμετρος εις δεκαεξασυλλάβους και ομοιοκαταλήκτους διδύμους στίχους μετάφρασης εις την νεοελληνικήν υπό Ασσέρ Ρ. Μωυσή, Αθήναι, 1973, σ. 351