Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

[Θεσσαλoνίκη, Εβραίοι 14 * Thessaloniki, Jews 14]: parva iudaica thessalonicensia XIV. Ηλίας [Λιάου] Σολομών Ερρέρα: ένας Έλληνας εβραίος κομμουνιστής, δημόσιος υπάλληλος, κατά την διάρκεια της κατοχής οργανώνεται στο ΕΑΜ και εν συνεχεία βγαίνει αντάρτης στον ΕΛΑΣ στη περιοχή του Σωχού, 1942-1944. * Elias (Liau) Solomon Errera a Greek communist jew, public servant, during the German occupation joins the ranks of EAM and afterwards goes with the rebels of ELAS in the area of Soxos village 1942-1944.

                            Στις εγγονές του, Έστερ και Εμμανουέλα και Ηλιάνα Ερρέρα

 

Εικόνα 1. Ο Ηλίας Ερρέρα στρατιώτης "Ενθύμιον στρατού 29/11/1936"1

 

 

Εικόνα 2. Η Λουκία Ερρέρα στο Σωχό κατά την διάρκεια της κατοχής2


 



 


Εικόνα 3. Φωτογραφία ταυτότητος του Ηλία Ερρέρα.

 

Α’ Προλογικά. Η δεκαετία του ’40 – η περίοδος της Κατοχής.

«Εγεννήθην εν Θεσ/νίκη το έτος 1915. Ο πατήρ μου ήτο περίφημος ψητάς κρεάτων και είχε κατάστημα εις την οδόν Βασ. Ηρακλείου ένθα σήμερον τα γραφεία της Ισραηλιτικής Κοινότητος». Έτσι αρχίζει το «Βιογραφικόν σημείωμα» με ημερομηνία την 22α Φεβρουαρίου 1966, το οποίον δακτυλογράφησε ο Ηλίας Ερρέρα και σήμερα σώζεται στο αρχείο της οικογένειάς του, στη Θεσσαλονίκη. Ο πατήρ του, Σολομών Ερρέρα, είχε κατάστημα (κρεοπωλείο) στην ίδια διεύθυνση και ταυτοχρόνως έψηνε για τους εργαζομένους στη περιοχή ή τους διερχομένους από την οδό Βασ. Ηρακλείου.      

Ο Σολομών/Solomon και η σύζυγός του, Λούνα (Luna) Ερρέρα/Errera απέκτησαν 7 τέκνα, 5 κορίτσια και δύο αγόρια: την Σάρρα/Sarra (1905), σύζυγο του Αλμπέρτο Ερρέρα, τον Αλμπέρτο/Alberto (1907), την Αλέγρα/Allegra (1908) σύζυγο του Άντζελ Σαρφατή/Angel Sarfatty, την Όλγα/Olga (1909), σύζυγο του Ζακ Μόλχο/Jacques Molho, την Παλόμπα/Palomba (1912), σύζυγο του Ισαάκ Νεχαμά/Isaac Nehama, τον Ηλία/Λιάου (1915) και την Λουκία (1923)3.

Η οικογένεια κατοικούσε σε μονόροφη οικοδομή με κήπο, στην οδό Αναλήψεως 47. Tην περίοδο πριν από τον πόλεμο στο πατρικό σπίτι διέμεναν οι γονείς και τα δύο ανύπαντρα αδέλφια, ο Ηλίας και η Λουκία. Οι άλλοι, οι τέσσερες αδελφές και ο αδελφός, είχαν παντρευτεί και είχαν κάνει τις δικές τους οικογένειες. Οι τέσσερες από τις αδελφές ήταν γνωστές καλές μοδίστρες, οι οποίες έραβαν στα σπίτια για τις γυναίκες, κυρίως των ευπόρων αστών της πόλεως. Η Παλόμπα εθεωρείτο μία από τις καλλίτερες μοδίστρες της Θεσσαλονίκης. Η Αλέγρα και ο Αλμπέρτο ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι. Η οικογένεια του Σολομών Ερρέρα χωρίς να είναι πλούσια, χάρις στην εργασία όλων των μελών και στη σωστή διαχείριση των οικονομικών της, ήταν μία τακτοποιημένη οικογένεια της μεσαίας τάξεως της Θεσσαλονίκης. 

Ο Ηλίας Ερρέρα γεννήθηκε στο πατρικό της Αναλήψεως και φοίτησε σε ένα από τα σχολεία της Alliance Israélite Universelle. Γυμνάσιο πήγε στο Α’ Αρρένων Θεσσαλονίκης μέχρι και την Ε’ τάξη. Φαίνεται ότι από πολύ ενωρίς, έφηβος ακόμη, ήρθε σε επαφή με την ιδεολογία εκείνη η οποία θα ρύθμιζε κατά καίριο τρόπο όλη την μετέπειτα ζωή του. Όταν το Α’ Γυμνάσιο ενημερώθηκε πως ο Ηλίας Ερρέρα παρακολούθησε την ομιλία του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη στην Θεσσαλονίκη, τον απέβαλε «δια παντός» από τις τάξεις του και από τις τάξεις όλων των γυμνασίων της πόλεως, γεγονός, το οποίον υποχρέωσε τον Ηλία να τελειώσει την Στ’ τάξη στο Γυμνάσιο Λαρίσσης. Αργότερα (και για χρόνια), τα μέλη της οικογένειάς του τον θυμούνται να επαναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση που έπρεπε να αιτιολογήσει την στάση του, τις λέξεις: «Ό,τι πει ο Νικολάκης», πρόταση η οποία σήμαινε πως στην πολιτική ακολουθούσε, απαρεγκλίτως, τις εκάστοτε θέσεις του Νίκου Ζαχαριάδη, του «Νικολάκη» της φράσεως του.        
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου ο Ηλίας έπαιζε στην ποδοσφαιρική ομάδα του Γ.Σ. Μακαμπή4, η οποία καθ’ όλη  την διάρκεια της δεκαετίας του ’30 αγωνιζόταν, άλλοτε στην β’ και άλλοτε στη γ’ κατηγορία του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Σε αυτόν τον ίδιο Σύλλογο, μία γενιά αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, θα παίξουν οι δύο γιοί του, ο Λέων και ο  Αλμπέρτος, στην ομάδα μπάσκετ εφήβων και παίδων αντιστοίχως. Η σοβαρή ενασχόληση με τον αθλητισμό συνεχίζεται και με την παρούσα γενιά των Ερρέρα, καθώς οι δύο κόρες του Λέων, η Ηλιάνα και η Εμμανουέλα, είναι αθλήτριες του Αθλητικού Ομίλου Ιππασίας  Θεσσαλονίκης και η μικρή Έστερ, κόρη του Αλμπέρτου, ασχολείται με την ενόργανη γυμναστική στην πόλη όπου κατοικεί με την οικογένειά της, στη Νέα Υόρκη.
Μετά το Γυμνάσιο, το έτος 1934, ο Ηλίας Ερρέρα εγγράφεται, κατόπιν εξετάσεων, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην οποία όμως δεν θα φοιτήσει, καθώς το ίδιο έτος δίδει εξετάσεις και εισάγεται στην Σχολή των ΤΤΤ, την οποία παρακολούθησε και τελείωσε. Αποφοίτησε από τη σχολή το 1935 και αμέσως διορίστηκε στην Καστοριά, υπάλληλος στην υπηρεσία των ΤΤΤ. Τον Δεκέμβριο του 1935 κατατάσσεται στο στρατό και υπηρετεί στο Γ’ Τάγμα Πεδινού Πυροβολικού. Όταν αποστρατεύτηκε τοποθετήθηκε από την υπηρεσία των ΤΤΤ στα Γιαννιτσά και από εκεί, το 1939, μετετέθη στο Κεντρικό Ταχυδρομείο Θεσσαλονίκης. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, μετατίθεται εκ νέου, στη Νιγρίτα αυτή τη φορά, ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής υπηρετεί στο Σωχό ως διευθυντής της υπηρεσίας των ΤΤΤ στην κωμόπολη. Την 28η Οκτωβρίου επιστρατεύεται αλλά θα παραμείνει στη θέση του ως επιστρατευμένος, σύμφωνα με τα άρθρα 29 του Α.Ν. (Αναγκαστικού Νόμου) 832/37 και 1 του Α.Ν.2383/40. Οι παραπάνω Αναγκαστικοί Νόμοι επιβάλουν, σε περίπτωση επιστρατεύσεως την αναστολή προσελεύσεως στο στρατό εκείνων των πολιτών των οποίων η παρουσία στις υπηρεσίες και τους οργανισμούς του δημοσίου όπου υπηρετούν ή εργάζονται είναι απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλισθεί η λειτουργία του Κράτους. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και οι υπάλληλοι των ΤΤΤ, οι οποίοι συμφώνως με το οικείο άρθρο 29 του Α.Ν. 832/37 «άμα τη κηρύξει της επιστρατεύσεως παραμένουσιν υποχρεωτικώς εις τας θέσεις των θεωρούμενοι ως επιστρατευμένοι και υπόκεινται εις την στρατιωτικήν δικαιοδοσίαν και Νομοθεσίαν εν τη εκτελέσει των, εκ της υπηρεσίας των, καθηκόντων και υποχρεώσεών των»5.
Την ιστορία των κατοχικών γεγονότων στο Σωχό και στην περιοχή του,  συνέγραψε ο Χαράλαμπος Κορτσίδας σε πολυσέλιδο κείμενο δημοσιευμένο σε 3 συνεχόμενα τεύχη  του περιοδικού «Εθνική Αντίσταση», του έτους 1980. Κάτω από τον τίτλο «Ημερολόγιο αντίστασης Σωχού και περιφέρειας» σημειώνεται εντός παρενθέσεως ότι αυτό «(Άρχισε να γράφεται στις 21-11-1965)»6. Το κείμενο του Χ. Κορτσίδα, εφόρου καπνού στο Σωχό από τον Σεπτέμβριο του 1941, μας δίδει βασικές πληροφορίες για τη στάση και τη δράση του Ηλία Ερρέρα κατά την διάρκεια της Κατοχής, πληροφορίες τις οποίες συμπληρώνουν τα παρακάτω δημοσιευόμενα έγγραφα από το αρχείο της οικογένειας Ερρέρα .       
Η πρώτη αναφορά του Κορτσίδα στον Ερρέρα ευρίσκεται στην αρχή της αφηγήσεως, όταν απαριθμεί τους συναδέλφους του, δημοσίους υπαλλήλους, που υπηρετούσαν στο Σωχό το φθινόπωρο του 1942 και τους οποίους συνάντησε εκεί, όταν μετά την μετάθεσή του εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη. Γράφει για τον Ηλία: «Ο Ηλίας Ερρέρας, Δ/τής Ταχυδρομείου (εβραίος), σώθηκε απ’ την οργάνωση Ε.Α.Μ., αυτός η αδελφή του Λόρα7 [=Λουκία], ο πατέρας του και η μάννα του. Η οργάνωσή τους είχε στο χωριό Αυγή, μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ο Ηλίας πήγε στον ΕΛΑΣ και ήταν στο τμήμα Τύπου… »8. Για τον τρόπο ζωής στο Σωχό κατά την διάρκεια της Κατοχής σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κορτσίδας: «Ο Σωχός και η περιφέρειά του, ορεινή και άγονος, χωρίς αποθέματα τροφίμων, ήταν επόμενο τον πρώτο χειμώνα της κατοχής 1941 να δοκιμαστεί από μεγάλη ανέχεια και πείνα. Την κατάσταση δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο ο βαρύς χειμώνας9… Ο κόσμος σε όλη την περιφέρεια του Σωχού πεινούσε πραγματικά και υπέφερε»10. Τις μεγαλύτερες δυσκολίες από όλους αντιμετώπιζαν βεβαίως οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τη γη και τα παραγόμενα αγαθά της. Ιδιαιτέρως για αυτούς, ο Κορτσίδας γράφει: «Γενικά όλοι οι Δημόσιοι υπάλληλοι το είχαν ρίξει στη διακονιά, γυρίζοντας στα χωριά για τρόφιμα»11. Ο Κορτσίδας εντάσσεται στο ΕΑΜ και το καλοκαίρι του 1942 ορίζεται υπεύθυνος της οργανώσεως  για τους δημοσίους υπαλλήλους Σωχού, ενώ αργότερα, «προς το φθινόπωρο», ορίζεται υπεύθυνος του ΕΑΜ Σωχού. Η θέση του Κορτσίδα ως εφόρου καπνού στο Σωχό, πρωτίστως δε ως υπευθύνου του ΕΑΜ στην κωμόπολη, νομίζω ότι μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως ο ίδιος γνώρισε πολύ καλά τα πρόσωπα και τα συμβάντα της περιόδου της κατοχής στο συγκεκριμένο χώρο. Επομένως, είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι  αρκετές από τις πληροφορίες του άνισου αλλά χρήσιμου κειμένου που συνέγραψε, πρέπει να είναι σχετικώς αξιόπιστες. Σε ένα υποκεφάλαιο με τον τίτλο «Οι εβραίοι του Σωχού» ο συγγραφέας μας δίνει μία καλή πληροφορία σχετική με τον τίτλο και σημειώνει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Ηλία Ερρέρα και την οικογένειά του, στα μέλη της οποίας ουσιαστικώς αναφέρεται στο συγκεκριμένο τμήμα του κειμένου. Όπως γράφει, στο Σωχό αυτή την περίοδο είχαν έρθει «μερικές οικογένειες από τη Θεσ/νίκη [χριστιανών], που είχαν γνωστούς στο Σωχό, και 4-5 οικογένειες εβραίων, για ν’ αποφύγουν κι’ αυτοί το τρομερό διωγμό των Γερμανών»12. Για την οικογένεια Ερρέρα (μία από τις «4-5» οικογένειες εβραίων στο Σωχό) σημειώνει, επί πλέον εκείνων τα οποία ήδη αναφέρθηκαν και τα εξής: «Ο πατέρας του και η μάνα του δεν ήξεραν καθόλου Ελληνικά, μιλούσαν μόνον Εβραϊκά [ισπανοεβραϊκά] και Τούρκικα. Η Λόρα [= Λουκία] εργάζονταν σαν μοδίστρα με είδος, και τα κουτσοβόλευαν, ακόμα και αλάτι έπαιρνε για ραφτικά»13. Είναι προφανές ότι οι δύο νέοι, ο Ηλίας και η Λουκία, έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να επιβιώσει η οικογένεια στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες της εποχής. Έπρεπε να εξασφαλισθούν τα ουσιώδη για τέσσερα άτομα, τα οποία δεν είχαν καμία δυνατότητα να προμηθευτούν οτιδήποτε από τη γη (εκτός από χόρτα) ή από τα κάθε είδους οικόσιτα ζώα, δυνατότητα που είχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι εντόπιοι κάτοικοι. Επιπλέον, έπρεπε να πληρώνουν ενοίκιο για το σπίτι στο οποίο διέμεναν αυτοί οι δύο και οι γονείς τους. Ο μισθός ενός δημοσίου υπαλλήλου, όσο περνούσαν οι ημέρες της κατοχής, αντιπροσώπευε ελάχιστη πραγματική ανταλλακτική αξία και με αυτόν δύσκολα κανείς μπορούσε να προμηθευτεί μερικές από τις απαραίτητες ποσότητες τροφίμων για τη διατροφή του. Έμενε λοιπόν για την οικογένεια Ερρέρα το βελόνι της Λουκίας και κυρίως, οι λίρες της οικογένειας τις οποίες έφεραν μαζί τους όταν άφησαν τη Θεσσαλονίκη και ανέβηκαν στο Σωχό. Με τα ίδια μέσα, τις λίρες, θα επιβίωσαν προσωρινά και οι άλλες 3-4 οικογένειες εβραίων οι οποίες είχαν μετεγκατασταθεί από τη Θεσσαλονίκη στο Σωχό κατά το πρώτο εκείνο διάστημα της κατοχής. Στην αρχή του 1943, ο Κορτσίδας έκρυψε στο σπίτι όπου έμενε μαζί με την μητέρα του ένα ραδιόφωνο, και κάθε βράδυ στις 8 άκουγε τις ειδήσεις. Αμέσως μετά συνέτασσε ένα δελτίο ειδήσεων το οποίο την άλλη μέρα το «κτυπούσε» στη γραφομηχανή του γραφείου του, στην Εφορία Καπνού και έβγαζε από αυτό 6-8 αντίτυπα, ένα από τα οποία το έδινε στον Ερρέρα και αυτός, με το τηλέγραφο, το μετέδιδε προς τα στελέχη της οργανώσεως, στον Λαγκαδά και  στη Νιγρίτα.
Εν τω μεταξύ, κατά το ίδιο περίπου διάστημα, κατόπιν εντολής των Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής, η Διεύθυνσις των ΤΤΤ της Διοικήσεως Μακεδονίας με επείγουσα διαταγή την οποία εκδίδει την 28η Φεβρουαρίου 1943, μεταθέτει τον υπάλληλο της Υπηρεσίας Εκτελωνισμού Δεμάτων Θεσσαλονίκης Ιωάννη Καλογιάννη ως αντικαταστάτη του Ηλία Ερρέρα, και τον διατάσσει να μεταβεί «πάραυτα» στη νέα του θέση και να αναλάβει την Διεύθυνση του Γραφείου των ΤΤΤ Σωχού. Πράγματι ο Ι. Καλογιάννης αναλαμβάνει προϊστάμενος ΤΤΤ Σωχού και την 16 Μαρτίου 1943 αποστέλλει εγκύκλιο προς τον Ηλία Ερρέρα με την οποία τον διατάσσει να απομακρυνθεί από την υπηρεσία «άμα λήψει παρούσης», κατόπιν εντολής των Στρατιωτικών αρχών Κατοχής. Μία μέρα ενωρίτερα, στις 15 Μαρτίου, είχε αναχωρήσει ο πρώτος συρμός των τραίνων με Θεσσαλονικείς εβραίους για την «Κρακοβία». Ο Ερρέρα από την ημέρα της απολύσεώς του παραμένει στο Σωχό μαζί πάντα με την αδελφή του Λουκία και τους δύο γονείς τους.
Το πιο ενδιαφέρον τμήμα του κειμένου του Κορτσίδα, όσον αφορά τον Ηλία Ερρέρα και τους εβραίους στο Σωχό, είναι το κεφάλαιο με τον τίτλο «Πώς σώζεται η εβραϊκή οικογένεια του τηλεγραφητή Ηλία Ερρέρα»14, το οποίον καταλαμβάνει τις σελίδες 56 έως 59 της 23ης Συλλογής του περιοδικού. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, την Μεγάλη Τρίτη του 1943 ο Διοικητής της Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Σωχού, μοίραρχος Καββαδίας, κάλεσε τον ίδιο στο γραφείο του και του ανακοίνωσε εμπιστευτικώς ότι είχε λάβει διαταγή να συγκεντρώσει και να αποστείλει στη Θεσσαλονίκη τις οικογένειες των εβραίων οι οποίες έμεναν στο Σωχό. Επιπλέον, του εξήγησε ότι πριν από «πολύ χρόνο» είχε αναφέρει στους Γερμανούς «ότι στο Σωχό βρίσκονται 3-4 οικογένειες» εβραίων και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωμένος όσους κατέγραψε να τους συγκεντρώσει και να τους παραδώσει. Ο Κορτσίδας, σύμφωνα με όσα γράφει, προσπάθησε να τον μεταπείσει προκειμένου να μην εκτελέσει τη διαταγή, αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν κατέστη δυνατό, μολονότι  το ΕΑΜ αναλάμβανε να κρύψει τα μέλη αυτών των οικογενειών στα χωριά της περιοχής, τα οποία ήταν ήδη ενταγμένα στην οργάνωση. Ο Καββαδίας συγκατατέθηκε  μόνο (και αυτό, μετά από πολλές αντιρρήσεις) να επιτρέψει ώστε το ΕΑΜ να κρύψει την οικογένεια του Ηλία Ερρέρα, «ο οποίος ήταν και μέσα στην οργάνωση [ΕΑΜ Σωχού]». Το ΕΑΜ τότε αποφάσισε να φυγαδεύσει από το Σωχό τον Ηλία Ερρέρα και τα άλλα τρία μέλη της οικογένειάς του, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, κατά τη διάρκεια της τελετής του Επιταφίου. Τη διαδικασία περιγράφει ο Κορτσίδας στο κείμενό του ως εξής: «Άρχισε να νυχτώνει. Η καμπάνα καλούσε τους Σωχιανούς στην εκκλησία για τον Επιτάφιο. Εγώ είχα ειδοποιήσει πριν δύο μέρες τον Ηλία Ερρέρα να είναι όλοι τους έτοιμοι. Από μέρα ακόμη (ήταν μέρα ακόμη όταν), ένα τετράτροχο αμάξι είχε σταματήσει στην πόρτα του Ηλία χωρίς άλογο… Μόλις ο κόσμος όλος μαζεύτηκε στην εκκλησία, εγώ και με άλλα παιδιά συναγωνιστές, φορτώσαμε όλα τα πράγματα σε μπόγους, βάλαμε και όλη την οικογένεια απάνω και κάτω από τα δέματα των ρούχων και από πάνω διάφορα κλαριά και αμέσως έγινε το ξεκίνημα προς την Αυγή». Την άμαξα παρακολουθούσαν πεζοπορώντας οι δυο τους, ο Ηλίας Ερρέρα και ο Χαράλαμπος Κορτσίδας, καθ’ όλη τη διαδρομή μέχρι τη γειτονική Αυγή· εκεί, στην είσοδο του χωριού, τους περίμενε ένας συναγωνιστής – μέλος του ΕΑΜ – «ο οποίος οδήγησε την οικογένεια σε ένα σπίτι μοναχικό και έρημο προς την κορυφή και την ανατολική πλευρά του χωριού». Στο σπίτι της Αυγής τακτοποιήθηκαν οι γονείς Ερρέρα και η Λουκία, ενώ το ΕΑΜ τοποθέτησε τον Ηλία στο μηχανισμό του παράνομου τύπου της περιοχής Λαγκαδά. Οι άλλες «3-4 οικογένειες» εβραίων οδηγήθηκαν από την Χωροφυλακή Σωχού στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στα τραίνα για το ταξίδι της Ανοίξεως του 194315.
Η πρώτη παρατήρηση επί του κειμένου έχει να κάνει με το ίδιο το γεγονός της παρουσίας «4-5» οικογενειών εβραίων στο Σωχό κατά τα πρώτα έτη της Κατοχής. Εξ αυτού ανακύπτει το ερώτημα: σε ποια άλλα μέρη της  Μακεδονίας ευρέθησαν εβραίοι κατά το ίδιο διάστημα και ποια ήταν η τύχη τους; Ήδη, ο συνάδελφος παλαιοπώλης Κυριάκος Αλμετίδης, που γεννήθηκε το 1937, με πληροφόρησε ότι στο χωριό του, το Μεταλλικό [Γιάννες] Κιλκίς, ο θείος του Σάββας Αλμετίδης κατά τη διάρκεια της Κατοχής έκρυψε στο σπίτι του και έσωσε δύο νέες εβραίες από τη Θεσσαλονίκη16.
Γνωστή είναι ακόμη η περίπτωση του Αλμπέρτου Πρίζναλη, εβραίου από τις Σέρρες, τον οποίο στα μέσα του 1942 έκρυψε στην Νιγρίτα ο ικανός Βασίλης Ραφτούδης μαζί με τον κοινό τους φίλο Κλέωνα Τόλιο, μέχρι τον Μάρτιο του 1943. Εν συνεχεία «και ενώ αρχίζει η βίαιη συγκέντρωση των Εβραίων» οι δύο φίλοι φροντίζουν να τον φυγαδεύσουν από τη Νιγρίτα και να τον βοηθήσουν να εγκατασταθεί, ως χριστιανός πρόσφυγας, στο χωριό Δάφνη. Όταν ο Ραφτούδης και ο Τόλιος ανεβαίνουν στο βουνό θα τους ακολουθήσει και ο Αλμπέρτος Πρίζναλης, ο οποίος θα ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και θα αναλάβει τη διαχείριση της Επιμελητείας17. Μία πληροφορία με ιδιαίτερο βάρος παρουσιάζει ο κ. Ιωάννης Χρ. Πέτρου, ο οποίος σε κείμενό του που αναρτήθηκε πρόσφατα στο διαδίκτυο γράφει ότι στο χωριό του, το δυσπρόσιτο Σπήλαιο Γρεβενών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής κρύφτηκαν και σώθηκαν «περίπου 40 Ισραηλίτες»18.        
Παραμένοντας στην περίπτωση του θέματος των  εβραϊκών οικογενειών, προσωρινών κατοίκων του Σωχού, διαπιστώνουμε ότι ένα  χαμηλού βαθμού στέλεχος του ΕΑΜ, όπως ήταν ο Χαράλαμπος Κορτσίδας, ανέλαβε την ευθύνη να διαπραγματευθεί την τύχη αυτών των οικογενειών με τον Μοίραρχο Καββαδία και χωρίς προηγουμένως να λάβει οδηγίες από τους ανωτέρους του, συμφώνησε τον τρόπο με τον οποίο τελικώς  «ρυθμίστηκε» το συγκεκριμένο ζήτημα. Άλλωστε, το σχετικό κεφάλαιο του κειμένου του Κορτσίδα επικεντρώνεται στην περιγραφή της διασώσεως της οικογένειας Ερρέρα και μόνο μία συμβατική παράγραφος αναφέρεται στην τύχη των άλλων εβραϊκών οικογενειών. Η οικογένεια Ερρέρα σώθηκε επειδή ο Ηλίας ήταν δημόσιος υπάλληλος και παραλλήλως, υπήρξε ένας από τους πρώτους οργανωμένους πολίτες στο ΕΑΜ Σωχού. Τον Ηλία συνδέει με τον Κορτσίδα η συναδελφική ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου καθώς και η συναγωνιστική του Εαμίτη˙ επομένως, μπορεί κανείς να καταλάβει την ιδιαίτερη φροντίδα με την οποία περιβάλλεται την ώρα της κρίσεως η οικογένεια Ερρέρα από τον υπεύθυνο του ΕΑΜ Σωχού. Το ΕΑΜ σε αυτή την περίπτωση έπραξε το καθήκον του: με  τις απαραίτητες ενέργειες έκρυψε κατ’ αρχήν και εν συνεχεία εφρόντισε τους γονείς και την αδερφή του Ηλία Ερρέρα, ενώ τον ίδιο τον χρησιμοποίησε στον κρίσιμο τομέα του τύπου, στην έκδοση των παρανόμων  εντύπων, τα οποία εξέδιδε στην περιοχή της Νιγρίτας-Λαγκαδά. Αντιθέτως, η  στάση του υπευθύνου του ΕΑΜ Κορτσίδα, όσον αφορά τις άλλες οικογένειες των εβραίων στο Σωχό, υπήρξε εξαρχής  λανθασμένη και μόνο διότι δέχθηκε να συζητήσει με τον Μοίραρχο Καββαδία την περίπτωση της συγκεντρώσεως από τη Χωροφυλακή των εβραίων και της μεταφοράς τους στη Θεσσαλονίκη. Η πράξη του διοικητή να καλέσει και να ενημερώσει τον υπεύθυνο του ΕΑΜ περί του ζητήματος των εβραϊκών οικογενειών στο Σωχό δείχνει, κατά τον πιο εύγλωττο τρόπο, ότι ο πρώτος έλαβε υπόψη του τη δύναμη και τη δυνατότητα αντιδράσεως του δευτέρου, ως εκπροσώπου φυσικά του ΕΑΜ. Με την κίνησή του αυτή ο Διοικητής αναγνώριζε ότι στην κωμόπολη και στην περιοχή υπήρχε πλέον και άλλη πηγή εξουσίας και δυνάμεως εκτός από αυτήν της υπηρεσίας του, της Χωροφυλακής. Ίσως μάλιστα ο Καββαδίας είχε εκτιμήσει ότι προκειμένου να εκτελέσει τη συγκεκριμένη αποστολή ήταν απαραίτητο προηγουμένως να εξασφαλίσει, μέσω της σύμφωνης γνώμης του Κορτσίδα, τη συναίνεση του ΕΑΜ. Η στάση του Κορτσίδα  στη συνάντησή του με τον Μοίραρχο υπήρξε εμφανώς υποχωρητική καθώς δεν χρησιμοποίησε τις δυνατότητες εκείνες που ήδη  διέθετε στην περιοχή το ΕΑΜ και οι οποίες ασφαλώς  θα του επέτρεπαν να φυγαδεύσει τα μέλη των εβραϊκών οικογενειών από το Σωχό και να τα κρύψει στα οργανωμένα ορεινά χωριά. Η αποδοχή, εν τέλει, εκ μέρους του Κορτσίδα του σχεδίου της Χωροφυλακής «επέτρεψε» στην τελευταία να συγκεντρώσει και να οδηγήσει στη Θεσσαλονίκη τα μέλη των 3-4 εβραϊκών οικογενειών. Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1943, ο Κορτσίδας ο ίδιος ενημέρωσε τον νέο Μοίραρχο Σωχού ότι ο ΕΛΑΣ θα έπαιρνε στο βουνό όλους εκείνους τους άνδρες της Υποδιοικήσεως Σωχού οι οποίοι συμφωνούσαν να ενταχθούν στις γραμμές του και μέσα από αυτές να πολεμήσουν τον κατακτητή. Εάν μάλιστα ήθελε ο Διοικητής, μπορούσε και αυτός να  ενταχθεί στις ανταρτικές δυνάμεις. Το σύνολο σχεδόν των ανδρών,  απεδέχθη την πρόσκληση του ΕΛΑΣ και ακολούθησε τους αντάρτες. Το κτίριο της Χωροφυλακής στο Σωχό άδειασε από τους άνδρες της υπηρεσίας καθώς και από όλα τα εφόδια (κυρίως τρόφιμα, ρούχα και σκεπάσματα) τα οποία ευρίσκονταν αποθηκευμένα μέσα στο οίκημα. Αυτή η κίνηση που συνέβη το 1943 (και όχι το επόμενο έτος, με τις ραγδαίες εξελίξεις σε όλους τους τομείς), μαρτυρεί ότι από την Άνοιξη ακόμη υπήρχαν οι απαραίτητες εκείνες προϋποθέσεις οι οποίες σταδιακά  ωρίμασαν και κατέληξαν το φθινόπωρο στην εκδήλωση μιας τέτοιας κρίσιμης μεταστροφής στη στάση της Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Σωχού.        
Στο κείμενο σημειώνεται ότι ο Μοίραρχος Καββαδίας νωρίτερα, από τον Απρίλιο του 1943, είχε αναφέρει στους Γερμανούς την παρουσία των εβραϊκών οικογενειών στο Σωχό και ως εκ τούτου τώρα ήταν υποχρεωμένος αυτές τις συγκεκριμένες οικογένειες εβραίων να τις προωθήσει στη Θεσσαλονίκη.
Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Όπως η απόλυση του Ηλία Ερρέρα, ως εβραίου, από την υπηρεσία των ΤΤΤ έγινε μέσω της Διευθύνσεως των ΤΤΤ της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, έτσι και ο εντοπισμός, αρχικά, αλλά και η συγκέντρωση, στη συνέχεια, των εβραϊκών οικογενειών και η προώθηση αυτών από τον Σωχό μέχρι την Θεσσαλονίκη, πραγματοποιήθηκε από τους άνδρες της Υποδιοικήσεως  Χωροφυλακής Σωχού κατόπιν διαταγής της Διοικήσεως Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης. Είναι, δηλαδή, οι αρμόδιες υπηρεσίας του Ελληνικού κράτους εκείνες οι οποίες εκτελούν ή βοηθούν κατά τρόπον ουσιαστικό στην υλοποίηση των διαταγών των δυνάμεων κατοχής. Ο τρόπος της λειτουργίας τους εξάλλου παραμένει ακόμη σε γενικές γραμμές ίδιος με τον προπολεμικό: αξιοποιείται το σύνολο των υπηρετούντων ανδρών και των οργανωμένων τμημάτων κατά το εύρος όλης της πυραμίδος της υπηρεσίας, ώστε να επιτυγχάνεται συνολικά η αποτελεσματικότερη απόδοση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι τώρα πλέον τις υποχρεώσεις του Σώματος καθορίζουν και επιβλέπουν οι αρχές κατοχής.
Επιπλέον, εάν υπήρξε κατάλογος των εβραϊκών οικογενειών στο Σωχό, τα μέλη των οποίων θα έπρεπε να συγκεντρώσει η Ελληνική Χωροφυλακή και να τα παραδώσει στους Γερμανούς, τότε αυτός  θα συμπεριελάμβανε και την οικογένεια Ερρέρα την οποία εντούτοις ο Καββαδίας εξαίρεσε από τη συγκέντρωση των περιλαμβανομένων σε αυτόν.
Επιμένω στην υπόθεση των εβραϊκών οικογενειών για δύο, τουλάχιστον, λόγους. Ο πρώτος είναι σχετικός με το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό: Ένας αριθμός περίπου 20 ατόμων συγκεντρώνεται από την Ελληνική Χωροφυλακή, οδηγείται συνοδεία ανδρών του Σώματος και παραδίδεται στους Γερμανούς, στη Θεσσαλονίκη. Ο δεύτερος λόγος είναι, κατά την εκτίμησή μου, εξ ίσου σοβαρός με τον πρώτο: Οι εβραίοι αυτοί, έμειναν εκτός Θεσσαλονίκης σε μία ορεινή περιοχή, στην οποία το ΕΑΜ είχε οργανώσει τον κόσμο των χωριών της περιοχής και ως εκ τούτου είχε την δυνατότητα να κρατήσει εκεί τους διωκομένους εβραίους, να τους κρύψει και να τους φροντίσει. Αντ’ αυτού, η οργάνωση ανέχθηκε οι οικογένειες αυτές να μετακινηθούν και να μεταφερθούν στη Θεσσαλονίκη. Αυτά συμβαίνουν στο διάστημα μεταξύ 20 και 23 Απριλίου 1943 (Μεγάλη Παρασκευή) όταν από την 15η Μαρτίου έως και την 20η Απριλίου από τη Θεσσαλονίκη είχαν αναχωρήσει ήδη οι 12 από τις 19 συνολικά αποστολές των βιαίως εκτοπισθέντων εβραίων. 
Πάντοτε υφίσταται ένα κρίσιμο ερώτημα σχετικό με τις δυνατότητες τις οποίες είχε το ΕΑΜ (στο βαθμό στον οποίον βαθμιαίως αναπτυσσόταν σε κάθε περιφέρεια της Ελλάδος κατά το κρίσιμο για τους εβραίους τρίμηνο  Φεβρουαρίου - Απριλίου 1943), να αντιδράσει στον εγκλεισμό και στη βίαιη εκτόπιση των εβραίων όλων των Κοινοτήτων της Ελλάδος με στόχο να περιορίσει, όσο ήταν δυνατόν,  τις απώλειες αυτών των Ελλήνων πολιτών. Το  ερώτημα τίθεται παρότι θα παραμείνει, εξ αντικειμένου, αναπάντητο: τι αποτέλεσμα θα είχαν οι ενέργειες του ΕΑΜ (και του ΚΚΕ) αν η οργάνωση αντιδρούσε στον εγκλεισμό και στην εκτόπιση των εβραίων Ελλήνων πολιτών,  όπως ακριβώς θα έπραττε στην περίπτωση κατά την οποία οι βιαίως εκτοπιζόμενοι πολίτες (το πέμπτον του πληθυσμού της πόλεως, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης) ήταν Έλληνες χριστιανοί πολίτες; Θεωρώ, ότι η αντίδραση θα είχε αποτελέσματα που κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει εκ των υστέρων σήμερα καθώς τότε δεν προβλήθηκε εκ μέρους των οργανώσεων οιαδήποτε κίνηση – δεν υπήρξε από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ καμία οργανωμένη αντίδραση των πολιτών η οποία εάν είχε εκδηλωθεί θα δοκίμαζε και τη στάση των Γερμανών απέναντι σε αυτή19.
Μία απρόσμενη αναφορά σε δύο από τους εβραίους που διέμειναν στο Σωχό απαντά στο βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε, Αυτοί που επέζησαν…20. Σημειώνει η Μπενβενίστε: «Τον Ιούνιο του 1949, ο [διασωθείς] Σαλβατώρ Σαπόρτα γράφει από το Μόναχο ένα γράμμα προς την Κοινότητα [Θεσσαλονίκης] αναζητώντας τον μικρό του αδελφό. Ο πεντάχρονος Μουζίκο, το 1943, βρισκόταν μαζί με τον πατέρα του στο Σωχό του Λαγκαδά»21. Η Κοινότητα προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες προσπαθώντας να μάθει κάτι για την τύχη του μικρού, καθώς υπήρχαν πληροφορίες ότι κάποιοι τον έκρυψαν τότε και δεν ακολούθησε τον πατέρα του και τους άλλους από το Σωχό προς τη Θεσσαλονίκη και από εκεί, με τα τραίνα, στις γραμμές για το Άουσβιτς. Μετά την έρευνά της, η Κοινότητα  θα απαντήσει στον Σαπόρτα ότι, δυστυχώς, ο Μουζίκο πρέπει να έμεινε κοντά στον πατέρα του και να τον ακολούθησε στο κοινό τους ταξίδι.  
Τον Σεπτέμβριο του 1943 ο Ηλίας αρρώστησε σοβαρά από τύφο και, ως εκ τούτου, χρειάστηκε να μεταφερθεί στο Σωχό, στο σπίτι της οικογένειας Σαρακίνου, για να νοσηλευθεί κάτω από την επίβλεψη του ιατρού Δημήτρη Κανδυλιάρη και με την αμέριστη φροντίδα της Μαγδαληνής Σαρακίνου,  μητέρας της οικογένειας, αγωνίστριας και μέλους του ΕΑΜ. Ένα μήνα ο Ηλίας πάλεψε και με τη συνδρομή κυρίως των δύο προαναφερθέντων, κρατήθηκε στη ζωή. Οι συνθήκες ήταν για όλους εξαιρετικά δύσκολες: εάν οι Γερμανοί ανακάλυπταν τον Ερρέρα, θα τυφέκιζαν αμέσως, όχι μόνον αυτόν τον ίδιο αλλά και τα μέλη της οικογένειας που τον έκρυβε. Επιπλέον, θα έψαχναν να εντοπίσουν τη δική του οικογένεια, για την οποία πλέον θα είχαν  βάσιμες ενδείξεις, ότι κρύβεται στην περιοχή. Ο Ηλίας αισθανόταν πλήρως το ιδιαίτερο βάρος το οποίο έφεραν, λόγω της δικής του καταστάσεως, οι δύο αυτές οικογένειες και το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχαν εάν εγένετο γνωστή, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, η παρουσία του στο Σωχό. Σύμφωνα με την εξιστόρηση του Κορτσίδα (ο οποίος, όπως γράφει, τον επισκεπτόταν καθημερινά και παρακολουθούσε την εξέλιξη της ασθενείας του), ο Ηλίας, έχοντας πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας της καταστάσεως, φρόντιζε και «έδινε οδηγίες, [τους έλεγε] όταν πεθάνει να τον βάλουν μέσα σε τσουβάλι και να τον θάψουν μακριά στα χωράφια, για να μη πάθει κακό κανένας» άλλος. Να μη μαθευτεί ποιος πραγματικά ήταν και  ποια οικογένεια τον φρόντιζε. Μερικές φορές οι άνθρωποι, όπως στην περίπτωση αυτή ο Ηλίας Ερρέρα, υπερβαίνουν τον εαυτό τους και υπολογίζουν εξίσου ή περισσότερο από αυτούς τους ίδιους, είτε τα οικεία τους πρόσωπα, είτε άτομα στα οποία οφείλουν πολλά, με αποτέλεσμα να εκτιμούν τις ζωές αυτών ως ίσης αξίας με τη δική τους ή ενίοτε να τις μετρούν περισσότερο και από τη δική τους ζωή.
Ο Κορτσίδας επανέρχεται στον Ηλία Ερρέρα ακόμα μία φορά, όταν εξετάζει συνοπτικώς τη στάση του καθ’ ενός δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος υπηρέτησε κατά την διάρκεια της κατοχής στον Σωχό και προβαίνει σε απολογιστικό συμπέρασμα για τη συμπεριφορά του συνόλου αυτών, από την πλευρά βεβαίως από την οποία ο ίδιος κρίνει και εκτιμά τα γεγονότα. Για τον Ερρέρα σημειώνει: «Ο δε Ηλίας Ερρέρα, ο τηλεγραφητής, όπως προαναφέραμε προσέφερε πολλά και ως τηλεγραφητής, στη μετάδοση του δελτίου ειδήσεων και μετά στον πολύγραφο του κρυφού μηχανισμού»22.
Το επόμενο διάστημα, από τη θεραπεία του μέχρι την απελευθέρωση, καλύπτεται επαρκώς από το συνοπτικό κείμενο το οποίο μαζί με τα άλλα δικαιολογητικά κατέθεσε ο Ερρέρα στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Κρίσεως στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, προκειμένου να του αναγνωρισθεί η αντιστασιακή ιδιότητα. Αυτό το διάστημα εργαζόταν συνεχώς «με το ραδιόφωνο και τον πολύγραφο», τύπωνε δελτία ειδήσεων με τα νέα από τις κινήσεις των συμμαχικών δυνάμεων καθώς και πολυγραφημένη εφημερίδα. Τα έντυπα κάθε είδους, παραλαμβάνουν οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ για τη διανομή  και τα μοιράζουν, ώστε να φτάσουν τελικώς στο «λαό των χωριών και των πόλεων». Η θέση του Ηλία στον παράνομο εκδοτικό μηχανισμό τον υποχρέωσε να ζήσει περισσότερο από ένα χρόνο μέσα σε διάφορα ειδικά υπόγεια κρησφύγετα. Γράφει ο ίδιος για την περίοδο αυτή: «Εβδομάδες ολόκληρες έμνησκα θαμμένος κάτω από την γη χωρίς φως και ήλιο, μόνο με μία λάμπα πετρελαίου…». Εδώ, θέλω να σημειώσω την επάρκεια του λιτού κειμένου, ασφαλές δείγμα της καλής γνώσεως της ελληνικής γλώσσας την οποία είχε ο Ηλίας Ερρέρα. Παραλλήλως, πρέπει να επισημάνω τη χρήση της ιδιωματικής λέξεως «έμνησκα» (αντί της «έμενα»), η οποία παραπέμπει σε στίχο δημοτικού τραγουδιού και εκφράζει ευστοχότερα την περιγραφή της μόνιμης και επικίνδυνης παραμονής του, στα διάφορα κρησφύγετα των εκδοτικών μηχανισμών του ΕΛΑΣ στην ευρύτερη περιοχή του Λαγκαδά.
Συμπληρώνω με μία ακόμα παράγραφο από το δικό του κείμενο, «Κάναμε μεγάλη εκστρατεία για να μην παραδίνει ο αγρότης την σοδειά του, να ματαιώσει την επιστράτευση που σχεδίαζε ο εχθρός και ιδιαίτερα για την μη προσάρτηση εδαφών μας στην Βουλγαρία» από την οποία απομονώνω την καταληκτική πρόταση, «…ιδιαίτερα για την μη προσάρτηση εδαφών μας στην Βουλγαρία», και υπενθυμίζω ότι αυτός ο οποίος  γράφει είναι εβραίος και οι λέξεις «εδαφών μας» αναφέρονται στην πατρίδα του, την Ελλάδα – την κοινή μας πατρίδα.
Στους νομούς της Ανατολικής Μακεδονίας συνέβησαν πολύ ενωρίς στην κατοχή, τρία μείζονα γεγονότα τα οποία με την εξέλιξη και την κατάληξή  τους  ρύθμισαν, εν συνεχεία, την εμφάνιση και την ανάπτυξη των ανταρτικών δυνάμεων στις περιοχές των νομών αυτών ενώ, ταυτοχρόνως, προσδιόρισαν τη δυναμική αλλά και τον αριθμητικό συσχετισμό μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των εθνικιστικών δυνάμεων, οι οποίες, τόσον οι πρώτες όσο και οι δεύτερες, αναπτύχθηκαν και έδρασαν στο βορρά της Ελλάδος. Τα τρία αυτά γεγονότα ήταν, με χρονολογική σειρά εμφανίσεώς τους, η παρουσία των Μπαφραίων, προσφύγων από τις υπό βουλγαρική κατοχή περιοχές στην επαρχία Βισαλτίας, τα γεγονότα της Δράμας και η καταστροφή των Κερδυλίων.
Μετά την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης εκ μέρους της Γερμανίας στη Βουλγαρία, η τελευταία θεώρησε ότι  αυτές οι περιοχές «απελευθερώθηκαν» και τις προσάρτησε de facto στο βουλγαρικό κράτος. Τότε, χιλιάδες Ελλήνων επέλεξαν ή υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, να μετακινηθούν δυτικά του Στρυμόνος και να εγκατασταθούν σε περιοχές υπό γερμανική ή ιταλική κατοχή· πολλοί (οι περισσότεροι) έφθασαν πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη και άλλοι, μεταξύ των οποίων οι ευπορότεροι, φρόντισαν να μεταβούν στην Αθήνα.
Ως πρόσφυγες, λόγω της βουλγαρικής κατοχής, μετακινήθηκαν και οι Μπαφραίοι, οι οποίοι ήλθαν πρώτη φορά στη Βόρεια Ελλάδα από τον δυτικό Πόντο το 1924 και εγκαταστάθηκαν, εκτός των άλλων περιοχών, στην παραμεθόριο ζώνη του νομού Σερρών και στους πρόποδες του Παγγαίου23. Μετά την είσοδο του βουλγαρικού στρατού στις περιοχές στις οποίες διέμεναν, κινήθηκαν μαζικά και εγκαταστάθηκαν σε συμπαγείς ομάδες – δεύτερη φορά πρόσφυγες – στην επαρχία Βισαλτίας. Οι Μπαφραίοι ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι, τους οποίους διέκρινε  στέρεη χριστιανική  πίστη και τους συνέδεε η ισχυρή αφοσίωση στην ορθόδοξη εκκλησία. Διέθεταν εξαιρετική πολεμική ικανότητα, αποτέλεσμα του τρόπου ζωής στους τόπους της καταγωγής τους, ενώ όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, παρέμειναν πιστοί και αφοσιωμένοι στους παλαιούς ποντίους οπλαρχηγούς τους. Υπερασπίζονταν με σθεναρό τρόπο την αυτονομία τους απέναντι σε ευρύτερους στρατιωτικούς συνασπισμούς και έδειχναν εξαιρετική απροθυμία στην ιδέα να συνεργασθούν με τους κομμουνιστές. Επιπρόσθετα, οι Μπαφραίοι πέρα από την αντιβουλγαρική στάση τους (την ίδια στάση  εξέφραζε και το σύνολο, σχεδόν, του πληθυσμού της Μακεδονίας) εκδήλωναν εχθρική στάση απέναντι και στους άλλους Σλαύους, ιδίως μάλιστα τους Ρώσους. Κατά συνέπεια, αντιδρούσαν  στις προσκλήσεις των Εαμικών οργανώσεων να ενταχθούν σε αυτές και να πολεμήσουν τους κατακτητές μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Στις συνθήκες της εποχής πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι δεν υπήρξαν στην περιοχή από την πλευρά του ΕΑΜ, εκείνες οι πολιτικές προσωπικότητες οι οποίες θα υπερέβαιναν ή θα αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά τα εμπόδια και θα επετύγχαναν τη σταδιακή συνεργασία των Μπαφραίων πολεμιστών με τις μονάδες  του ΕΛΑΣ. Οι εθνικιστικές δυνάμεις παρέμειναν ισχυρές καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, τόσο στις υπό τη βουλγαρική, όσο και στις υπό  τη γερμανική κατοχή  περιοχές.
Τα γεγονότα της Δράμας, της 28/29 Σεπτεμβρίου 1941, υπήρξαν το αποτέλεσμα μίας πρώιμης και πλημμελώς οργανωμένης, κυρίως από την Περιφερειακή Επιτροπή του ΚΚΕ Δράμας, εξεγέρσεως η οποία βασίστηκε, από τους διοργανωτές της σε λανθασμένες πολιτικές και στρατιωτικές εκτιμήσεις, τόσο όσον αφορά την εξέλιξη του πολέμου γενικότερα, όσο και την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση στη βαλκανική (και στον ελληνικό βορρά) ειδικότερα. Τα σκληρά βουλγαρικά αντίποινα τα οποία επακολούθησαν, προξένησαν ως αποτέλεσμα περισσότερα από 2000 θύματα (μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και μία σειρά από υψηλόβαθμα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ), επέφεραν τη διόγκωση του ρεύματος φυγής των Ελλήνων χριστιανών προς τις γερμανοκρατούμενες περιοχές και συνέτειναν στην αύξηση του αριθμού εκείνων των πολιτών οι οποίοι δήλωναν Βούλγαροι στην καταγωγή, «βουλγαρογράφονταν» δηλαδή, σύμφωνα με τον ακριβή γλωσσικό όρο της εποχής. Είναι προφανές ότι η εξέλιξη των προεαμικών αυτών γεγονότων της Δράμας και η εξ αυτών προκληθείσα σειρά των βουλγαρικών αντιποίνων χρεώθηκε στο ΚΚΕ και αποτέλεσε  έναν σταθερά ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη εν συνεχεία του ΕΑΜ (κυρίως όμως των δυνάμεων του ΕΛΑΣ), ενώ παραλλήλως τα γεγονότα αυτά βοήθησαν τις εθνικιστικές δυνάμεις να αναπτυχθούν και να παραμείνουν ισχυρές μέχρι την απελευθέρωση και σε μερικές περιοχές και μετά από αυτήν.
Το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ έλαβε απόφαση για την δημιουργία ομάδων ανταρτών πολύ ενωρίς, ακόμη από τον Μάιο του 1941 και όπως είναι φυσικό επιτάχυνε τις σχετικές διαδικασίες για τη συγκρότησή τους μετά την 22α Ιουνίου και την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως. Τέλος Ιουλίου, δημιουργήθηκε στην περιοχή της Νιγρίτας η ομάδα ανταρτών υπό την επωνυμία «Οδυσσέας Ανδρούτσος» και ένα μήνα αργότερα, έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή του Κιλκίς η ομάδα «Αθανάσιος Διάκος». Η δράση των προελασιτικών αυτών δυνάμεων αντιμετωπίστηκε από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις με σκληρότατο τρόπο, καθώς οι τελευταίες   επεδίωξαν την επιτυχία ενός διπλού στόχου: να καταστείλουν τις δράσεις των ανταρτών στον τόπο και στο χρόνο στον οποίον αυτές επισυμβαίνουν και  ταυτοχρόνως, με τη βιαιότητά τους να διαλύσουν τις υπάρχουσες, αλλά και να αποτρέψουν τη δημιουργία νέων ομάδων ανταρτών. Εν τω μεταξύ, η διαταγή του αρχηγού της Ανωτάτης Διοικήσεως των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατάρχη  Wilhelm Keitel, της 16ης Σεπτεμβρίου 1941, παρείχε συγκεκριμένες οδηγίες στις γερμανικές δυνάμεις, προκειμένου αυτές να αντιμετωπίσουν τα αντιστασιακά κινήματα στη κατεχόμενη Ευρώπη με ενιαίο (και πολύ σκληρό) τρόπο. Σύμφωνα με τη διαταγή, οποιαδήποτε εκδήλωση ανταρσίας έπρεπε να θεωρείται κομμουνιστικής προελεύσεως, ενώ για την απώλεια  κάθε Γερμανού στρατιώτη από τη δράση των ανταρτών, θα εκτελούνταν  50-100 κομμουνιστές.   
Η δράση, ιδιαιτέρως, του «Οδυσσέα Ανδρούτσου» κατά το διάστημα Αύγουστος – Οκτώβριος 1941 αντιμετωπίστηκε από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής με την καταστροφή στις 17 Οκτωβρίου 1941 των χωριών Άνω και Κάτω Κερδύλλιο, την εκτέλεση δια τυφεκισμού του συνόλου των ανδρών ηλικίας από 16 έως 60 ετών και το κάψιμο όλων των οικιών των δύο χωριών24. Τα γεγονότα της Δράμας και η καταστροφή των Κερδυλλίων δημιούργησαν αίσθηση στο σύνολο του ελλαδικού χώρου, σφράγισαν όμως κυρίως τους τοπικούς πληθυσμούς, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα υπέστησαν τη βιαιότητα των αντιποίνων των βουλγαρικών και γερμανικών κατοχικών δυνάμεων.      
Ακολούθησαν στις 20 Οκτωβρίου οι δέκα αγχόνες στο Καλόκαστρο Σερρών των κρατουμένων-ομήρων από το στρατόπεδο «Παύλου Μελά», ως αντίποινα για την απώλεια δύο υπαξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού από την ενέδρα της ομάδος Μερκουρίου στο δρόμο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Σερρών, σε απόσταση επτά χιλιομέτρων από το Καλόκαστρο. Τα αντίποινα των Γερμανών για την ενέδρα του Καλοκάστρου ολοκληρώνονται την 25η Οκτωβρίου 1941 με το ολοκαύτωμα των τριών ορεινών χωριών του νομού Κιλκίς στην Κεντρική Μακεδονία, του Κλειστού, της Κυδωνιάς και του Αμπελοφύτου, τα οποία θεωρήθηκαν οι βάσεις ενισχύσεως και υποστηρίξεως των ανταρτών της περιοχής – του τμήματος «Αθανασίου Διάκου». 

Η παρουσία των Μπαφραίων  προσφύγων στην περιοχή της Νιγρίτας και η δράση τους αλλά και η αντίδρασή τους στις ενέργειες του ΕΑΜ /ΕΛΑΣ καθώς και τα γεγονότα της Δράμας μαζί με την καταστροφή των Κερδυλλίων και των τριών χωριών του Κιλκίς, ενωρίς κατά τη διάρκεια της κατοχής, υπήρξαν τα γεγονότα εκείνα τα οποία επηρέασαν κρισίμως τη δημιουργία, την ανάπτυξη και την εξελικτική πορεία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στις περιοχές των νομών της Ανατολικής Μακεδονίας. Αποτέλεσμα της καταστάσεως αυτής υπήρξε το γεγονός της περιορισμένης αναπτύξεως των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ στο χώρο, σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδος25 και της φανερής αδυναμίας αυτών των δυνάμεων να εκτελέσουν κεντρικές αποφάσεις περί εξουδετερώσεως των εθνικιστικών σωμάτων της περιοχής. Όπως υπογραμμίζει επαρκής γνώστης του χώρου σημειώνοντας τα συμπεράσματα από τη δράση του ΕΛΑΣ το 1943, αυτά «θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: Το 1943 είναι χρονιά ανασυγκρότησης [του ΕΛΑΣ] μετά το κύμα άγριας καταστολής σε ολόκληρη την περιοχή που ακολούθησε τα γεγονότα της Δράμας του Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 1941»26.     
            Υπ’ αυτές τις συνθήκες ανεπτύχθησαν  και οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην περιοχή της Νιγρίτας και του Σωχού, στις οποίες ανήκε (στην πρώτη) και υπηρέτησε (στη δεύτερη)  ο Ηλίας Ερρέρα. Η θέση στην οποία τον τοποθέτησαν οι υπεύθυνοι του ΕΛΑΣ, επικεφαλής του αντιστασιακού τύπου της περιοχής, είχε ως αποτέλεσμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη στενότερη ή την αποκλειστική σχέση του Ερρέρα  με την οργάνωση του ΕΑΜ. Το γεγονός αυτό καθώς και το σχετικώς περιορισμένο επίπεδο αναπτύξεως των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην περιοχή, έκαμε τον Ερρέρα, αργότερα, όταν μιλούσε στην οικογένειά του για τα γεγονότα εκείνων των ημερών να αναφέρεται συχνά στην ένταξή του στο ΕΑΜ, αλλά και να αφηγείται περιστατικά από τη δράση του στην κατοχή, κυρίως  υπό την ιδιότητα (την οποία είχε) του μέλους του ΕΑΜ. Έμεινε επομένως και εξακολουθεί να διατηρείται στη μνήμη των δύο γιών του, ως ο Εαμίτης αγωνιστής ο οποίος κατά τη διάρκεια της κατοχής εντάχθηκε στις οργανώσεις  ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και με την στάση του αυτή και τη δράση του βεβαίως σώθηκε ο ίδιος καθώς επίσης μαζί του σώθηκαν και  άλλα 3 μέλη της οικογένειάς του. Επί πλέον, ο Ηλίας Ερρέρα υποστήριξε με συνέπεια και αξιοπρέπεια, ως το τέλος της ζωής του, την επιλογή την οποία έκαμε κατά την διάρκεια της κατοχής, παρότι οι μεταπολεμικές εξελίξεις την κατέστησαν αιτία πολλαπλών και σοβαρών διώξεων εναντίον του.
Μετά την απελευθέρωση, όταν ο Ερρέρα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και μετέβη στο πατρικό του, διαπίστωσε ότι το είχαν καταλάβει και έμεναν σε αυτό χριστιανοί πολίτες, οι οποίοι, όπως συνέβαινε τότε συνήθως σε κάθε παρόμοια περίπτωση, δεν δέχθηκαν  να αποδώσουν ελεύθερο το κτίριο στους ιδιοκτήτες του, υποστηρίζοντας πραγματικές ή προσχηματικές δικές τους ανάγκες στεγάσεως. Τώρα η Θεσσαλονίκη ευρίσκεται υπό Εαμική διοίκηση, ο Ηλίας Ερρέρα  οπλοφορεί και επί πλέον τον διακατέχει, όπως είναι φυσικό, η νοοτροπία του αγωνιστή αντάρτη, του αντάρτη νικητή. Προκειμένου να επανακτήσει τη χρήση του πατρικού του σπιτιού ακολούθησε μία αποτελεσματική τακτική: απείλησε τους εγκατεστημένους σε αυτό ότι εάν δεν αποχωρήσουν εντός της ημέρας, θα τους βγάλει έξω με τις χειροβομβίδες. Με αυτό τον τρόπο κατέστη δυνατό να εκκενωθεί αυθημερόν η οικοδομή και να επανεγκατασταθεί σε αυτήν η οικογένειά του – οι γονείς του και η Λουκία, οι μόνοι οι οποίοι (μαζί με τον Ηλία) επιβίωσαν από την πολυμελή οικογένεια του Σολομών Ερρέρα. Αργότερα, όταν άρχισαν να επιστρέφουν οι ελάχιστοι διασωθέντες των στρατοπέδων, επανήλθε και ο Σολομών, γιος της Σάρας, ο μόνος ο οποίος επέζησε από τις οικογένειες των άλλων 5 τέκνων του Σολομών και της Λούνας Ερρέρα. Ο Ηλίας, για τις αδελφές και τον αδελφό του, οι οποίοι εκτοπίστηκαν με τις οικογένειές τους και δολοφονήθηκαν στο Μπίρκεναου, θα αναφερθεί δύο φορές σε ισάριθμα έγγραφα, τα οποία θα υποβάλλει αργότερα, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες υπηρεσίες. Στο πρώτο από αυτά σημειώνει: «Δεν παραλείπω να τονίσω, ότι οι ναζήδες συνέλαβαν τις 4 παντρεμένες αδελφές και τον παντρεμένο αδελφό μου μαζί με τα παιδιά τους και τους έστειλαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου εξοντώθηκαν με τον φρικτότερο τρόπο», ενώ στο δεύτερο γράφει μόνον μία φράση: «Οι λοιποί πέντε αδελφοί μου μετά των τέκνων των εθανατώθησαν εις το στρατόπεδον του Άουσβιτς». Στη μνήμη αυτών των αδελφών του και των μελών των οικογενειών τους ο Ηλίας Ερρέρα σε όλη την υπόλοιπη ζωή του μετά την κατοχή, άναβε κεριά στο σπίτι του κάθε Παρασκευή βράδυ.

 B’. Η δεκαετία του ’40 - Τα μετά την κατοχή
            Σύμφωνα με το πιστοποιητικό το οποίον εζήτησε και έλαβε από τη Γενική Διεύθυνση Ταχυδρομείων-Τηλεπικοινωνιών του Υπουργείου Συγκοινωνιών την 27 Νοεμβρίου 1979, ο Ηλίας Ερρέρα επανήλθε στην υπηρεσία του «αυτοδικαίως από 16-7-1945», εν συνεχεία μάλιστα «προήχθη σε τηλεγραφητή Γ’ τάξεως με βαθμό γραμματέα Β΄ τάξεως…» με την υπ’ αριθ.208640/1945 απόφαση της 25-10-1945. Ακολούθως όμως «Απελύθη της Υπηρεσίας από 23 Νοεμβρίου 1946 για αυτόβουλη και αδικαιολόγητη αποχή από τα καθήκοντά του…». Αυτή είναι η υπηρεσιακή διαδρομή του Ηλία Ερρέρα μετά το τέλος του πολέμου και μετά, βεβαίως, από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, σύμφωνα με το επίσημο έγγραφο του αρμοδίου Υπουργείου: Επανήλθε, προήχθη, απελύθη. Στο οικογενειακό αρχείο,  υπάρχει το έγγραφο της Υπηρεσίας με το οποίο κοινοποιείται προς τον Ηλία Ερρέρα το «Απόσπασμα εκ των Πρακτικών Συνεδριάσεων του Συμβουλίου Προσωπικού ΤΤΤ…». Σε αυτό, αφ’ ενός περιγράφεται συνοπτικά η επίσημη θέση της υπηρεσίας των ΤΤΤ και αφ’ ετέρου σημειώνεται η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου αναφορικά με την υπόθεση του Ηλία Ερρέρα. Σύμφωνα με την Υπηρεσία ο Ηλίας Ερρέρα έλαβε δύο συνεχόμενες άδειες στο διάστημα από 28ης Οκτωβρίου έως 20ης Νοεμβρίου 1946, αλλά μετά τη λήξη και της δεύτερης αδείας του δεν επανήλθε στη θέση του. Η συνέχεια της υποθέσεως με τη γλώσσα του υπηρεσιακού εγγράφου έχει ως εξής: «ούτος ειδοποιηθείς εγγράφως…όπως επανέλθη εις την θέσιν του δεν  συνεμορφώθη…αλλά δι’ αιτήσεώς του από 12.12.46 …ητήσατο όπως υποβληθή εις ιατρικήν εξέτασιν». Παρεπέμφθη στο Υγειονομικό Κέντρο, το οποίο δε του χορήγησε περαιτέρω αναρρωτική άδεια και το αρμόδιο όργανο «εγνωμοδότησεν όπως απολυθή της υπηρεσίας ο υπό κρίσιν» υπάλληλος. Στην απολογία του την οποία υπέβαλλε την 25.5.47, ο Ερρέρα «διατείνεται» (πάντα σύμφωνα με το έγγραφο), ότι σοβαροί οικογενειακοί λόγοι αλλά και λόγοι υγείας του ιδίου τον υποχρέωσαν να μην επανέλθει στη θέση του. Τέλος, ο εισηγητής προτείνει «την κατ’ αυτού επιβολήν ποινής οριστικής απολύσεως» και το Συμβούλιον Προσωπικού ΤΤΤ «αποφαίνεται παμψηφεί όπως επιβληθή εις τον… Ηλία Ερρέρα η ποινή της οριστικής απολύσεως […] επί αυτοβούλω και αδικαιολογήτω εκ των καθηκόντων του αποχή…». Όλα αυτά, όσα αναφέρονται στο κείμενο, συμβαίνουν στην περιοχή της Νιγρίτας και καλύπτουν το χρονικό διάστημα του δευτέρου εξαμήνου του 1945 και ολόκληρο σχεδόν το 1946˙ συγκεκριμένα, από την 16 Ιουλίου 1945, οπότε επανήλθε στην υπηρεσία, έως την 20η Νοεμβρίου 1946, όταν έληξε και η δεύτερη άδειά του. Αυτό το διάστημα η ζωή των κομμουνιστών και των αριστερών αντιστασιακών στις πόλεις, ιδίως τις μικρές της περιφερείας, καθίσταται οσημέραι δυσκολότερη και σε αρκετές περιπτώσεις ανυπόφορη.  Ο Ερρέρα, γνωστός στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες για τα φρονήματα και τη δράση του, είναι υποχρεωμένος να κινείται σε μία μικρή πόλη όπως είναι η Νιγρίτα και να ζει μέσα σε ένα περιβάλλον απολύτως εχθρικό. Στο έγγραφο με το οποίο κοινοποιήθηκε στη διεύθυνσή του, στη Θεσσαλονίκη η απόφαση της οριστικής απολύσεώς του από την υπηρεσία, δεν αποτυπώνεται φυσικά, η παραμικρή  ένδειξη των πραγματικών συνθηκών της περιόδου, εκείνων που επικρατούσαν στη Νιγρίτα και κάτω από τις οποίες έπρεπε να υπηρετήσει ο Ερρέρα στα ΤΤΤ. Αντιθέτως, παρουσιάζεται μία κανονική (και ειρηνική) εικόνα της περιοχής και της υπηρεσίας και είναι ο υπάλληλος αυτός ο οποίος αφού άσκησε όλες τις δυνατότητες που του παρείχε ο νόμος προκειμένου να αποφύγει την εκτέλεση της υπηρεσίας του, εν τέλει εξακολουθεί να απέχει από αυτήν. Στο διάστημα κατά το οποίον ο Ερρέρα δεν προσήρχετο στην υπηρεσία, περιλαμβάνεται και η τετράμηνη κράτησή του, αρχικά στο Α’ Αστυνομικό Τμήμα και εν συνεχεία, στο Τμήμα Μεταγωγών Θεσσαλονίκης, καθώς είχε συλληφθεί από τα αστυνομικά όργανα ήδη από τον Ιούλιο του 1946.       
Την άποψη του Ηλία Ερρέρα – και την αλήθεια – θα την δείτε στο τμήμα του δικού του κειμένου, στο οποίο περιγράφει τη ζωή του κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση έως το τέλος περίπου της δεκαετίας του ’40. Γράφει: «Στη Νιγρίτα υπέστην τα πάνδεινα λόγω της αντιστασιακής μου δράσης από τον Στρατό, την Χωροφυλακή και τα ΤΕΑ. Με απειλούσαν συνεχώς ότι θα με σκότωναν…». Προκειμένου να σωθεί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την υπηρεσία τον Ιούνιο του 1946 και να φύγει από τη Νιγρίτα κρυφά και νύχτα για τη Θεσσαλονίκη. Ένα μήνα μετά συλλαμβάνεται, κρατείται επί τρίμηνο στο Α’ Αστυνομικό Τμήμα και εν συνεχεία για έναν ακόμα μήνα στο Τμήμα Μεταγωγών, ενώ ακολουθεί η Λήμνος και ο Άη Στράτης. Απολύεται αμέσως από τον Άη Στράτη και επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Επιστρατεύεται η κλάση του και τον Μάϊο του 1947 παρουσιάζεται στο στρατό. Υπηρετεί στην Κατερίνη και τη Θεσσαλονίκη, ενώ τον Μάιο του 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο, στο Α’ Τάγμα Οπλιτών, από το οποίο θα πάρει απολυτήριο την 27/5/1949. Αυτή η διαδρομή της ζωής του (Θεσσαλονίκη, σύλληψη, κρατήσεις, Λήμνος, Άη Στράτης, Μακρόνησος) αποτελεί, εξ αντικειμένου και την πραγματική ερμηνεία των αμέσως προηγουμένων επιλογών του, αυτών μάλιστα που αναφέρονται στη δυνατότητα ή όχι, να διαμείνει εκείνη την περίοδο στη Νιγρίτα και κατά συνέπεια, να διατηρήσει ή να απολέσει τη θέση του δημοσίου υπαλλήλου στα ΤΤΤ. Ενδιαφέρον αποκτά το γεγονός ότι ο Ηλίας Ερρέρα απολύθηκε από την υπηρεσία των ΤΤΤ δύο φορές: την πρώτη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κατόπιν εντολής των γερμανικών αρχών επειδή ήταν εβραίος και την δεύτερη, μετά την Κατοχή, από το ελληνικό κράτος, αυτή τη φορά επειδή εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και πολέμησε εναντίον των κατοχικών δυνάμεων. Μάλιστα, η δεύτερη αυτή απόλυση, σήμαινε και την οριστική του απομάκρυνση από την Υπηρεσία. Είναι πλέον 34 ετών, εβραίος, κομμουνιστής και άνεργος. Τότε μία εβραία συντρόφισσα τον βοήθησε να βρει εργασία και να τακτοποιηθεί. 
Η Φλώρα Εσκαλονί ήταν σύζυγος του ηλεκτρολόγου Αλμπέρτο Σαφάν και ήταν κομμουνίστρια. Έπεισε τον σύζυγό της να μεσολαβήσει για τον άνεργο ομοϊδεάτη της και ο Ηλίας προσελήφθη ως διευθυντής στο Bikur Cholim, φιλανθρωπικό ίδρυμα της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης, το οποίο μετά τον πόλεμο στεγαζόταν στην Κλινική Χαΐμ Πίγχας. Εκεί, στο Ίδρυμα, συναντήθηκαν πρώτη φορά ο Ηλίας και η Στερίνα [Νίκα] Εσδρά. Η Στερίνα γεννήθηκε στα Τρίκαλα και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Μία μεγαλύτερη κατά 6 χρόνια αδελφή της, η Ρασέλ, είχε παντρευτεί πριν από τον πόλεμο στα Γιάννενα και από τον γάμο της είχε αποκτήσει ένα παιδί. Όταν την οδήγησαν στα τραίνα προκειμένου να την εκτοπίσουν μαζί με τους άλλους ομοθρήσκους της, κάποιος από τους στρατιώτες της άρπαξε το μωρό από την αγκαλιά,  άλλος την έσπρωξε βιαίως για να επιβιβασθεί και η Ρασέλ δεν είδε έκτοτε το παιδί της.
Η Ρασέλ επέστρεψε από το Άουσβιτς και αργότερα παντρεύτηκε τον Ισαάκ Παρέντε από τη Θεσσαλονίκη. Η Στερίνα ερχόταν από την Καρδίτσα κατά διαστήματα για να επισκεφτεί την αδελφή της και όταν η Ρασέλ απέκτησε το δεύτερο παιδί της με τον Ισαάκ (δεύτερο με τον δεύτερο γάμο της), ήλθε για να δει τη λεχώνα αδελφή της και το νέο μέλος της οικογένειας. Πήγε στο μαιευτήριο του Bikur Cholim και εκεί συναντήθηκε με τον Ηλία Ερρέρα. Ο γάμος τους έγινε την 17ην Ιουνίου 1951 από τον Ραβίνο Χαλέγουα στην Θεσσαλονίκη και στην ένδειξη “επάγγελμα” της Ληξιαρχικής πράξεως γάμου, ο Ηλίας δηλώνει «άεργος» και η Νίκα «οικιακά». Τώρα όμως πρόκειται για το μικρό χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολάβησε μεταξύ του πέρατος της εργασίας του εις το Bikur Cholim (όταν αυτό έκλεισε) και  της προσλήψεώς στη νέα θέση του, ως λογιστού στα γραφεία της Κοινότητος. Σε αυτή την θέση θα εργασθεί ο Ηλίας Ερρέρα μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Σημειώνω εδώ μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: η Νίκα δεν μιλούσε ισπανοεβραϊκά αλλά τα έμαθε μετά το γάμο της, κυρίως από την πεθερά της, προκειμένου να μπορούν οι δύο γυναίκες να συνεννοούνται στην καθημερινή τους επαφή καθώς συγκατοικούσαν στο πατρικό των Ερρέρα επί της οδού  Αναλήψεως.      
Από τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας η Λουκία (ή Λέα) γνώρισε στη Θεσσαλονίκη τον Ισαάκ Νεχαμά, ο οποίος είχε επιστρέψει από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ο Ισαάκ μετανάστευσε πρώτος στη Παλαιστίνη και τον ακολούθησε το 1948, περίπου, η Λουκία. Ο γάμος τους έγινε εκεί και έζησαν μαζί μέχρι το τέλος, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Ο Ισαάκ Νεχαμά/Itzchak Nechama, το 1961, κατέθεσε ως μάρτυς στην δίκη του Άϊχμαν για όσα συνέβησαν το Σάββατο της 11 Ιουλίου 1942 στην πλατεία Ελευθερίας. Στο Ισραήλ, στη Χάϊφα, μετανάστευσε και ο Σολομών, ο γιος της Σάρας. Παντρεύτηκε την Νταίζυ  και έκαμαν δύο παιδιά, την Σάρα και τον Αλμπέρτο.
Ο Σολομών και η Λούνα Ερρέρα είδαν τα 5 από τα 7 παιδιά τους και όλα τα παιδιά των παιδιών τους, εκτός από ένα, να δολοφονούνται στα κρεματόρια και μετά το γεγονός αυτό έζησαν τα επόμενα χρόνια μαζί στη Θεσσαλονίκη έως το 1955, όταν πέθανε ο Σολομών σε ηλικία 88 ετών. Η Λούνα, τα τελευταία χρόνια, επιζητούσε να μετακομίσει στο Ισραήλ. Ήθελε να δει την Παλαιστίνη, να τελειώσει τις ημέρες της στο Ισραήλ και να ταφεί σε εκείνα τα χώματα. Το 1956, μετά τον θάνατο του Σολομών, ταξίδευσε στο Ισραήλ, ενώ το επόμενο έτος απεβίωσε σε ηλικία 78 ετών και τάφηκε εκεί που ήταν η επιθυμία της.
Ο Ηλίας, μετά το 1951 και το γάμο του με την Στερίνα, έζησε στη Θεσσαλονίκη με τη δική του οικογένεια, τα πρώτα έτη στην πατρική κατοικία  και εν συνεχεία σε ιδιόκτητο διαμέρισμα επί της οδού Λασάνη. Σε αυτό ζει σήμερα η Νίκα Ερρέρα. Ο Ηλίας, κατά το έτος 1995 υπήρξε θύμα τροχαίου ατυχήματος και από τότε έως το 2004 - έτος του θανάτου του - εβίωσε μία δύσκολη κατάσταση από την άποψη της υγείας του.

Γ’. Ηλίας Ερρέρα: Αναγνώριση της ιδιότητας του ως αντιστασιακού - μέλους του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ .
            Τις δύο υπεύθυνες Δηλώσεις τις οποίες θα καταθέσει ο Ηλίας Ερρέρα στη  Επιτροπή Κρίσεως αντιστασιακής ιδιότητας τις υπογράφουν δύο συναγωνιστές του,  ο Γεώργιος Σαξιόγλου [Σαατσόγλου], κάτοικος Σωχού και ο γνωστός, Χαράλαμπος Κορτσίδας. Ο πρώτος σημειώνει την ιδιότητα την οποία είχε τότε ο ίδιος - υπήρξε «υπεύθυνος της Επιτροπής Προστασίας του Αντάρτη ΕΠΑ [και εν συνεχεία] της ΕΤΑ [Επιμελητείας του Αντάρτη]» στο Σωχό -  και δηλώνει ότι «ο Ηλίας Ερρέρα …ήταν από τους πρώτους Εαμίτες δημοσίους υπαλλήλους του Σωχού… κατατάχτηκε από τους πρώτους [στον ΕΛΑΣ] και δούλεψε …στον παράνομο εκδοτικό μηχανισμό…Σαν τηλεγραφητής μετέδιδε στη περιοχή Λαγκαδά – Σωχού τα δελτία ειδήσεων των συμμαχικών σταθμών… Συνελήφθηκε από τα τάγματα ασφαλείας και διεσώθηκε την τελευταία στιγμή προ της εκτελέσεώς του…». Ο Χ. Κορτσίδας δηλώνει και αυτός ότι ο Ηλίας Ερρέρα υπήρξε μέλος του ΕΑΜ Σωχού και εν συνεχεία εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ της περιοχής. Γράφει συγκεκριμένα για τη δράση του Ερρέρα: «Ο δε τηλεγραφητής Ηλίας Ερρέρα, από τους πρώτους Εαμίτες δημοσίους υπαλλήλους του Σωχού κατετάγη στον ΕΛΑΣ και δούλευε στον παράνομο εκδοτικό μηχανισμό, προσφέρων τεράστιες υπηρεσίες στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα κατά των κατακτητών και ως τηλεγραφητής μεταδίδων στην περιοχή το δελτίον ειδήσεων της Οργάνωσης του ΕΑΜ και ως Ελασίτης στο παράνομο εκδοτικό μηχανισμό του ΕΛΑΣ και των άλλων Εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, μέχρι το τέλος του αγώνα». 
Είναι προφανές ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δικαιολογείται η σχετική υπερβολή στην διατύπωση των φράσεων, καθώς αγωνιστής γράφει για τον συναγωνιστή του· επιπλέον, μπορεί ο συντάκτης της δηλώσεως να θεωρεί ότι αυτός ο τρόπος διατυπώσεως διευκολύνει τον αιτούντα να επιτύχει ασφαλέστερα τον επιδιωκόμενο σκοπό του. Έτσι εξηγείται εν προκειμένω η χρήση της λέξεως «τεράστιες» αλλά και το συνολικό αίσθημα το οποίο μεταδίδει η γλώσσα του κειμένου των δηλώσεων. Όμως η διπλή προσφορά του Ηλία Ερρέρα ως τηλεγραφητή κατά την πρώτη περίοδο και εν συνεχεία ως υπευθύνου του παρανόμου εκδοτικού μηχανισμού των αντιστασιακών οργανώσεων στην περιοχή μπορεί, ασφαλώς, να αποτιμηθεί ως ιδιαιτέρως σοβαρή στον αγώνα εναντίον των κατακτητών. Όποιος τότε μπορούσε να χρησιμοποιεί τον τηλέγραφο και τον πολύγραφο για τις ανάγκες του αγώνος, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες και η εργασία του θεωρούνταν (και ήταν) από τις σοβαρότερες. Στην περιοχή Σωχού-Λαγκαδά-Νιγρίτας την υπηρεσία αυτή έφερε εις πέρας ο Ηλίας Ερρέρα, «Έλληνας Ισραηλίτης, γέννημα και θρέμμα Θεσσαλονίκης» όπως γράφει γι’ αυτόν, στην υπεύθυνη δήλωσή του, ο Χ. Κορτσίδας.
Ο Ηλίας Ερρέρα αναγνωρίστηκε ως αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης 1941/1944 σύμφωνα με τον Ν.1285/82, όπως φαίνεται από το υπ’ αριθ. 11951/3.4.1985 πιστοποιητικό της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.
Στο αρχείο  Ερρέρα υπάρχει και μία υπεύθυνη δήλωση, την οποία συμπληρώνει ο ίδιος ο Ηλίας Ερρέρα την 25η Ιανουαρίου 1985, προκειμένου να την υποβάλει η αναφερομένη σε αυτήν Χρυσάνθη Σαρακίνου, στην Επιτροπή Κρίσης Αντιστασιακής ιδιότητας. Η Χρυσάνθη ήταν κόρη της Μαγδαληνής Σαρακίνου και είχε ακόμα μία αδελφή και 4 αδελφούς. Από την οικογένεια Σαρακίνου, η μητέρα, η Μαγδαληνή, καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σε θάνατο και εκτελέστηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Επίσης, στον εμφύλιο σκοτώθηκε και ένας από τους γιους της, ο Θανασάκης. Από τα άλλα παιδιά, ο Άγγελος εξορίστηκε και η Χρυσάνθη φυλακίστηκε για πολλά χρόνια. Γι’ αυτήν, την Χρυσάνθη ο Ερρέρα    δηλώνει ως «υπεύθυνος του παράνομου [εκδοτικού] μηχανισμού του ΕΛΑΣ περιφέρειας Σωχού-Λαγκαδά-Νιγρίτας, [ότι:] η Χρυσάνθη σύζυγος Παν. Πούλου, το γένος Σαρακίνου…πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον αντιστασιακό αγώνα. Μετέφερε πολλές φορές τα δελτία ειδήσεων και τις αντιστασιακές εφημερίδες στις κωμοπόλεις και χωριά της περιφέρειας. Στο σπίτι της κατέφυγα όταν τον Σεπτέμβρη του 1943 αρρώστησα από τύφο…Την χρησιμοποιούσαμε λόγω της νεαρής ηλικίας της για δουλειές που δεν μπορούσαν να κάνουν οι μεγάλοι (αγορά φαρμάκων για τραυματίες αντάρτες, συνοδεία στελεχών του ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, μεταβάσεις σε παρακολουθούμενα ύποπτα σπίτια κλπ.κλπ. […] Για την κατοχική αντιστασιακή της δράση φυλακίσθηκε και εξορίσθηκε πολλές φορές μετά την απελευθέρωση». Νομίζω ότι εδώ είναι η κατάλληλη θέση να σημειώσω ότι ο Ηλίας Ερρέρα έγινε μέλος του κόμματος πριν από τον πόλεμο˙ το πιθανότερο είναι να εντάχθηκε σε αυτό όταν σπούδασε στη Σχολή των ΤΤΤ (στο μέσον περίπου της δεκαετίας του 30) και παρέμεινε πιστός στην επιλογή του εκείνη σε όλη του τη ζωή. Ακριβώς όπως και η Χρυσάνθη Σαρακίνου η οποία: «δε λύγισε, δεν έκαμε πίσω ούτε στιγμή έως την ώρα που η καρδιά της έπαψε να χτυπά», όπως έγραψε στο Ριζοσπάστη μνημονεύοντάς την, μία συντρόφισσα και φίλη της27.   

Δ’.  Αποκατάσταση της υπαλληλικής θέσεως του Ηλία Ερρέρα.  
Το αρμόδιο Συμβούλιο της Υπηρεσίας των ΤΤΤ επέβαλε στον Ηλία Ερρέρα την ποινή της οριστικής απολύσεως εκ της Υπηρεσίας από 23ης Νοεμβρίου 1946. Αυτή η απόφαση του Συμβουλίου κοινοποιείται την 25 Ιουνίου 1947 με σχετικό έγγραφο προς τον Ερρέρα, ο οποίος ενημερώνεται επιπλέον, ότι έχει το δικαίωμα να ασκήσει «εντός 10ημέρου προθεσμίας… αίτησιν αναθεωρήσεως ενώπιον του Αναθεωρητικού Συμβουλίου Προσωπικού ΤΤΤ» της παραπάνω αποφάσεως. Προφανώς, το έγγραφο με την απόφαση της απολύσεως θα παραδόθηκε στους υπερήλικες γονείς του Ηλία ή στην Λουκία, καθώς ο ίδιος είχε επιστρατευθεί από τον Μάϊο του 1947 και υπηρετούσε ως έφεδρος στον Ελληνικό Στρατό. Μοιάζει απολύτως ειρωνικό το γεγονός, ότι σε εκείνες της συνθήκες ζητείται από έναν αγωνιστή της εθνικής αντιστάσεως, επιστρατευμένο στον Εθνικό Στρατό, να υποβάλει «εντός 10ημέρου» αίτηση αναθεωρήσεως της ποινής, η οποία του επιβλήθηκε από το αρμόδιο όργανο των ΤΤΤ. Το πιθανότερον είναι ότι θα χρειάστηκε διάστημα μεγαλύτερο των 10 ημερών μέχρι να πληροφορηθεί ο Ηλίας Ερρέρα για την παραλαβή του εγγράφου από  την οικογένειά του και να λάβει ο ίδιος γνώση του περιεχομένου του. Όπως φαίνεται λογικό, δεν έκανε τότε καμία αίτηση αναθεωρήσεως˙ άλλωστε, θα έμενε επιστρατευμένος συνολικά δύο έτη από τα οποία το ένα  θα «υπηρετούσε» στη Μακρόνησο.  Το 1979 όμως, μετά από 30 περίπου έτη από την απόλυσή του, επανέρχεται στο θέμα της Υπηρεσίας: ζητεί και λαμβάνει, από τη Διεύθυνση Ταχυδρομικής Εκμεταλλεύσεως του Υπουργείου Συγκοινωνιών, πιστοποιητικό εις το οποίο απεικονίζεται η υπαλληλική του κατάσταση, όπως αυτή προκύπτει από τις εγγραφές στα επίσημα μητρώα της Υπηρεσίας. Παραλείποντας τις ενδιάμεσες μεταβολές, αντιγράφω από αυτό το πιστοποιητικό τις σχετικές με την πρόσληψη και απόλυση του Ερρέρα πληροφορίες. Ο Ερρέρα «… διορίστηκε στη πρώην ΤΤΤ υπηρεσία… και ανέλαβε υπηρεσία την 1-10-1935 (…) Απελύθη της υπηρεσίας από 23 Νοεμβρίου 1946… ». Το έτος 1985, όπως αναφέρθηκε, αναγνωρίστηκε ως αγωνιστής της Εθνικής Αντιστάσεως. Το ίδιο έτος, με αίτησή του προς την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Συγκοινωνιών, υποβάλλει σειρά δικαιολογητικών και παρακαλεί τους υπευθύνους, αφού τα μελετήσουν να προβούν στην ηθική του αποκατάσταση ως υπαλλήλου, σύμφωνα με τον Ν. 1543/198528. Σκοπός του είναι να αναγνωρισθεί επισήμως από την υπηρεσία του Υπουργείου ότι δεν παραιτήθηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του, γιατί στη Νιγρίτα τότε κινδύνευε η ζωή του. 
Οι 3 υπεύθυνες δηλώσεις των συναγωνιστών, τις οποίες κατέθεσε, επικεντρώνονται κυρίως στο χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση και περιγράφουν τις συνθήκες τις οποίες αντιμετώπιζε ο Ερρέρα (και κάθε αγωνιστής της αντιστάσεως) κατά τη διαμονή του ως δημόσιος υπάλληλος στη Νιγρίτα. Ο Χαράλαμπος Κορτσίδας δηλώνει σχετικώς: «Μετά την απελευθέρωση [ο Ερρέρα] επέστρεψε στη θέση του, ως προϊστάμενος του Τηλεγραφείου Σωχού, πλην όμως, μετετέθη δυσμενώς στη Νιγρίτα, ως υφιστάμενος και όχι ως προϊστάμενος, σύμφωνα με τον υπηρεσιακό βαθμό που είχε. Στη Νιγρίτα η ζωή του κατέστη αφόρητος, από τις πιέσεις, εκβιασμούς και απειλές από ανεύθυνα άτομα και δήθεν, εθνικών οργανώσεων, ώστε ηναγκάσθη να εγκαταλείψει την υπηρεσία του και να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, στο πατρικό του σπίτι, (Αναλήψεως 47), όπου ευρίσκεται και η πατρική του οικογένεια, αποφεύγων την δημόσια εμφάνισή του».  
Ο Κωνσταντίνος Ακρίδας, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην Εαμική κίνηση των Τριατατικών υπαλλήλων της Θεσσαλονίκης και περιφερείας κατά την κατοχή, δηλώνει επίσης ότι «ο… Ηλίας Ερρέρα υπηρετούσε το έτος 1945 στο ΤΤΤ Σωχού. Μετατέθηκε την ίδια χρονιά στο ΤΤΤ Νιγρίτας δυσμενώς και κάτω από τις διαταγές κατωτέρου του συναδέλφου λόγω της αντιστασιακής του δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του στη Νιγρίτα απειλήθηκε από την Εθνοφρουρά και την Χωροφυλακή ότι θα τον σκοτώσουν επειδή συναναστρέφονταν με ανθρώπους που υπηρέτησαν στην Εθνική Αντίσταση και τους βοηθούσε όταν συλλαμβάνονταν. Κατά τους τελευταίους μήνες του 1945 ο Ανθυπασπιστής και Διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας… μέσα στο Αστυνομικό Τμήμα Νιγρίτας τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει αν συνέχιζε να συναναστρέφεται με πρώην αντιστασιακούς. Επειδή κινδύνευε η ζωή του… αναγκάσθηκε να φύγει νύχτα, χωρίς ειδική αστυνομική άδεια (διότι δεν του την χορηγούσαν) από την Νιγρίτα με φορτηγό αυτοκίνητο… και να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη όπου διέμεναν οι γονείς του. Η χωροφυλακή Νιγρίτας ειδοποίησε την Διοίκηση Χωρ/κής Θεσ/νίκης, η οποία τον συνέλαβε και τον κράτησε επί 5 μήνες περίπου στο Α’ Αστυνομικό Τμήμα και στο Τμήμα Μεταγωγών Θεσ/νίκης». Την ίδια, σε γενικές γραμμές,  κατάσταση στη Νιγρίτα περιγράφει και ο Δημήτριος Βλάχος, «υπεύθυνος και μέλος… του ΕΑΜ», ο τρίτος συναγωνιστής που υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση για τον Ηλία Ερρέρα. Η μεταπολεμική κατάσταση όπως περιγράφεται στις 3 δηλώσεις για τη Νιγρίτα, επικρατεί και στις άλλες μικρές η μεσαίου μεγέθους πόλεις της περιφερείας της Ελλάδος και αφορά τον καθένα ο οποίος επιμένει στην επιλογή την οποία έκαμε προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της κατοχής, με τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ.
Ο Ερρέρα με επιστολή του  απευθύνεται στον εισηγητή της Επιτροπής Κωνσταντίνο Σταματούκο, τον ευχαριστεί για το ενδιαφέρον που έδειξε για την υπόθεσή του και του επεξηγεί τον λόγο για τον οποίο ζητεί να αποκατασταθεί, ως πρώην υπάλληλος των ΤΤΤ στην υπηρεσία του. «Ανεξάρτητα από την έκβαση του αποτελέσματος είμαι υποχρεωμένος να τονίσω με την παρούσα μου, ότι δεν ενδιαφέρομαι να αποκομίσω υλικά οφέλη από την αίτηση που υπέβαλα στο Υπουργείο. Σκοπός μου είναι να αποκατασταθώ ηθικά στο υπαλληλικό μου μητρώο. Και απορώ πως δεν έπιασε η Επιτροπή σας το θέμα παρόλο ότι [αυτό το] ετόνισα ιδιαίτερα, εκτός αν απεκόμισε την εντύπωση, ότι πρόκειται να την εξαπατήσω και εκ των υστέρων να ζητήσω υλικές αμοιβές ή αποζημιώσεις». Εν συνεχεία, επαναλαμβάνει συνοπτικά τους λόγους για τους οποίους αναγκάσθηκε να φύγει από τη Νιγρίτα τον Ιούνιο του 1946 και συμπληρώνει την επιστολή με όσα αντιμετώπισε από τον Ιούλιο του 1946 στη Θεσσαλονίκη, μέχρι  την απόλυσή του από τον στρατό (και τη Μακρόνησο), στο τέλος Μαΐου του 1949. Από όσα αναφέρει, ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία ότι πριν αναγκασθεί να φύγει από τη Νιγρίτα είχε ζητήσει δύο φορές με αιτήσεις του (χωρίς αποτέλεσμα) προς την Περιφερειακή Διεύθυνση ΤΤΤ Θεσ/νίκης να μετατεθεί σε οποιοδήποτε άλλο γραφείο της Υπηρεσίας, σε περιοχή στην οποία δεν θα ήταν γνωστή η αντιστασιακή του δράση. Παρακάτω, σε μία παράγραφο, αποτυπώνει την κατάστασή του μετά το τέλος του εμφυλίου και με μία φράση υπογραμμίζει πως ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα: «Πρέπει να καταλάβουν τα μέλη της αρμόδιας Επιτροπής, ότι μετά την απόλυσή μου από την Μακρόνησο δεν μπόρεσα να πιάσω πουθενά δουλειά. Ήμουνα όπως όλοι οι άλλοι όμοιοι μου ανεπιθύμητος. Ευτυχώς που με προσέλαβε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσ/νίκης και μπόρεσα να συντηρηθώ. Δεν είχα άλλες πηγές εισοδήματος. Επομένως δεν εγκατέλειψα την Υπηρεσία μου εκούσια αλλά αναγκαστικά». Κλείνοντας την επιστολή, επανέρχεται στο θέμα που θεωρεί ότι αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα προκειμένου η Επιτροπή να ικανοποιήσει αιτήσεις όπως τη δική του. Συμπληρώνει λοιπόν, διευκρινίζοντας ότι «Τώρα συνταξιοδοτούμαι ικανοποιητικά από το ΙΚΑ και δεν ενδιαφέρομαι ούτε με συμφέρει να ζητήσω υλική αποκατάσταση, αλλά ζητάω μόνο ηθική, για να μη φαίνεται στο υπαλληλικό μητρώο μου, ότι εγκατέλειψα την Υπηρεσία μου από συμφέρον ή άλλο λόγο».
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν.1543/85 «η απόλυση ή ο εξαναγκασμός σε παραίτηση ή εγκατάλειψη της θέσης για τα «κοινωνικά φρονήματα» πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου ή από άλλα επίσημα υπηρεσιακά έγγραφα ή, εφ’ όσον βεβαιώνεται ότι αυτά έχουν καταστραφεί, από ένορκο βεβαίωση δύο μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη». Ο φάκελος του Ηλία Ερρέρα υπήρχε, συμπληρωμένος όμως σύμφωνα με τις απόψεις της υπηρεσίας, τις απόψεις βάσει των οποίων τον απέλυσαν από τα ΤΤΤ το έτος 1946. Ακολουθώντας το υλικό του υπηρεσιακού φακέλου, η 5μελής Επιτροπή Αποκατάστασης Διωχθέντων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών με την απόφαση αριθ. 3993/1987, απέρριψε την αίτηση του Ηλία Ερρέρα με το αιτιολογικό ότι «από τα στοιχεία του φακέλου [του] δεν προκύπτει ότι ο αιτών απολύθηκε … για τα κοινωνικά του φρονήματα». Μάλιστα η αρμοδία υπηρεσία του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών στο έγγραφο της «Αποστολής της απόφασης» πληροφορεί τον παραλήπτη Ηλία  Ερρέρα, όπως έκαμε και η αντίστοιχη στο παρελθόν, ότι μπορεί να ασκήσει εναντίον της συγκεκριμένης αποφάσεως «το ένδικο μέσο της εφέσεως».


Ε’. Επιλογικά.
Προτιμώ να κλείσω το κείμενο αυτό, το οποίον αναφέρεται στη διαδρομή του Ηλία Σ. Ερρέρα κατά την περίοδο, κυρίως, της  δεκαετίας του ’40, με  την τελευταία παράγραφο με την οποία κλείνει ο ίδιος το «Βιογραφικόν σημείωμα» το οποίον έγραψε το 1966. Γράφει και συνοψίζει σε μερικές γραμμές κειμένου τη ζωή του, των  προηγουμένων 15 ετών ως εξής: «Το 1951 ήρθα εις γάμου κοινωνίαν μετά της Νίκας Εσδρά εκ Καρδίτσης μετά της οποίας απέκτησα το 1955 τον υιόν μου Λέων και το 1956 τον υιόν μου Αλμπέρτον, οίτινες σήμερον φοιτούν εις τα Μακεδονικά Εκπαιδευτήρια ο μεν πρώτος εις την ΣΤ’ τάξιν και ο δεύτερος εις την Δ’. Είναι αρκετά καλοί μαθηταί και παρακολουθούν μαθήματα της Αγγλικής γλώσσης εις το ίδιον σχολείον. Οι γονείς μου απεβίωσαν εκ φυσικού θανάτου το 1955 (πατήρ) και το 1957 (μήτηρ). Με κληροδότησαν τον οικίσκον ένθα διαμένω επί της οδού Αναλήψεως 51 ».
Στον Ηλία Ερρέρα, αρκεί η παράθεση των ονομάτων των οικείων του και η μόλις διαφαινομένη υπερηφάνεια για την παρουσία και τις προόδους των δύο γιων του, προκειμένου να περιγράψει αυτό το ειρηνικό διάστημα της ζωής του, ώστε μπορώ βασίμως να υποθέσω, τι επί πλέον θα προσέθετε σήμερα με δύο γραμμές κειμένου για όλα όσα ακολούθησαν μετά το 1966: θα προσέθετε την καλή κατάσταση των τέκνων του και των συζύγων, της Γεωργίας Φωτίου και της Σάρρας Αγγέλου, καθώς  και τα ονόματα της Ηλιάνας, της Εμμανουέλας και της Έστερ29, των εγγονών του, με τις προόδους που αυτές κάνουν σήμερα.

Αισθάνομαι την υποχρέωση, τελειώνοντας, να ευχαριστήσω τους αδελφούς Ερρέρα, τον Λέων και τον Αλμπέρτο γιατί έθεσαν στη διάθεσή μου όσα έγγραφα και φωτογραφίες της οικογένειάς τους σώθηκαν από εκείνη την εποχή, ή όσα δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα αλλά αναφέρονται σε αυτήν. Επίσης, τους ευχαριστώ για τα γεγονότα που μου αφηγήθηκαν (κυρίως ο Λέων), τα οποία συμπλήρωσαν, κατά το δυνατόν, τη διαδρομή του Ηλία Ερρέρα. Ακόμη, ευχαριστώ τον ιστορικό κ. Ιάσονα Χανδρινό για τη χρήσιμη συζήτηση την οποία είχαμε με αφορμή ένα καίριο ζήτημα σχετικό με το θέμα του κειμένου. Τέλος, ευχαριστώ και την ιστορικό κ. Βασιλική Παπαγεωργίου η οποία διάβασε και φρόντισε το τελικό κείμενο. 
   
Εικόνα 4. Ο Ηλίας Ερρέρα με την μπάλα.



Εικόνα 5. Μακαμπή - Ηρακλής, 1933.
Ο Ηλίας Ερρέρα φαίνεται τρίτος από αριστερά στην κάτω σειρά.
Εικόνα 6. «Ενθύμιον για την οικογένεια Αλβ. Σ. Ερρέρα από μέρος του Ηλία Ερρέρα, Λάρισα 30/6/34».


Εικόνα 7.   Η φοιτητική ταυτότητα του Ηλία Ερρέρα, εκδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1935 και ανανεώθηκε στις  13-10-1936



Σημειώσεις

1. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας με σφραγίδες σημειώνονται  τα παρακάτω: 
Ενθύμιον  στρατού *1936*
Σφαλνούμεν την επιστολή / και παύει η ομιλία / και την καλήν αντάμωσι / να δώσει η Παναγία.
2. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας σημειώνεται με στυλό: «Αυγή 1941, Λουκία Ερρέρα Ισραηλίτισσα με την οικογένειά της. Τους κρύβαμε από τους Γερμανούς στο χωριό Αυγή Σωχού. Και τον αδερφό της Ηλία στο βουνό και στον Σωχό τον κρύβαμε, και ζούνε». Η φωτογραφία της Λουκίας είναι η μόνη  γνωστή, μέχρι σήμερα, εικόνα από την παρουσία των 4 μελών της οικογένειας Ερρέρα κατά τη διάρκεια της κατοχής, στην περιοχή του Σωχού. Το κείμενο φαίνεται ότι είναι γραμμένο μεταγενέστερα από τον χρόνο εκτυπώσεως της φωτογραφίας – πιθανόν το έγραψε κάποιος από την περιοχή όταν, μετά τον πόλεμο, προσέφερε τη φωτογραφία στους Ερρέρα. Η Λουκία και οι γονείς της έμεναν στο Σωχό μέχρι το τέλος Απριλίου 1943. Επομένως, το πιθανότερο είναι ότι η φωτογραφία τραβήχτηκε κάποια στιγμή στο Σωχό κατά το διάστημα της παραμονής των Ερρέρα σε αυτόν. Οι συνθήκες άλλωστε κάτω από τις οποίες οι τρεις Ερρέρα ευρίσκονταν στην Αυγή δεν προσφέρονταν για τη φωτογράφηση της Λουκίας σε αυτό το χωριό.  
3. Τα ονόματα και το έτος γεννήσεως του κάθε τέκνου της Λούνα και του Σολομών Ερρέρα, καθώς και τα ονόματα των συζύγων αυτών (εκτός της συζύγου του Αλμπέρτου),  εσώθησαν στα έγγραφα «A Page of Testimony», τα οποία συμπλήρωσε και κατέθεσε ο Ηλίας Ερρέρα στο Vad Vashem στις 9 Ιουνίου 1991. Από αυτά συμπληρώνεται και το γένος – Pitchon – της Λούνα Ερρέρα.
4. Ζάικος Νίκος, Γυμναστικός Σύλλογος Μακαμπή Θεσσαλονίκης 1908-2010. Έλληνες Εβραίοι αθλητές και αθλήτριες. Η συμβολή της Θεσσαλονίκης, «Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης», σ.158. Στη σ.101 δημοσιεύεται φωτογραφία των παικτών του Γ.Σ. Μακαμπή, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Ηλίας Ερρέρα. Επίσης, στη σ.129 δημοσιεύεται φωτογραφία του Αλβέρτου Ερρέρα, παίκτη της παιδικής ομάδος μπάσκετ και στη σ.135 φωτογραφία του Λέων Ερρέρα από αγώνα της Μακαμπή της δεκαετίας του 1970. Ο Ζάικος, ειδικά για τον Λέων, σημειώνει: «Ο Λέων Ερρέρα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους καλύτερους παίκτες του μπάσκετ που πέρασαν από τον Γ. Σ. Μακαμπή… κατά την διάρκεια της μακρόχρονης αθλητικής σταδιοδρομίας του έλαβε μέρος σε 4 Μακαμπιάδες…».  
5. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτον, αριθμός φύλλου 350, εν Αθήναις τη 7 Σεπτεμβρίου 1937 – σε αυτή περιέχεται ο Α.Ν. 832 «Περί αναστολής προσελεύσεως εις εφέδρους εν επιστρατεύσει». Στο άρθρον 1 αναφέρεται σχετικώς: «Ίνα εξασφαλισθή εν περιπτώσει γενικής ή μερικής επιστρατεύσεως η λειτουργία των Κρατικών Υπηρεσιών… επιτρέπεται εις τους Υπουργούς Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας όπως χορηγώσιν αναστολήν προσελεύσεως … εις Αξιωματικούς… και οπλίτας ανήκοντας εις την εφεδρείαν του Στρατού… και υπηρετούντας ή εργαζομένους παρά ταις ως άνω Υπηρεσίαις ή Οργανισμούς…». Ειδικότερα το άρθρον 29 αναφέρεται εις τους τηλεγραφικούς και ταχυδρομικούς υπαλλήλους του δημοσίου και ορίζει ότι «και δια τους υπαλλήλους τούτους ισχύουσιν αι ανωτέρω γενικαί διατάξεις ως προς την χορήγησιν αυτοίς αναστολής προσελεύσεως». Ομοίως, εις το φύλλο υπ’ αριθμόν 177 της 11ης Ιουνίου 1940 δημοσιεύεται  ο Α.Ν. 2383/40 «Περί τροποποιήσεως διατάξεων του Α.Ν. 832/37 περί χορηγήσεως αναστολής προσελεύσεως εις εφέδρους εν επιστρατεύσει»  στο άρθρον 1 του οποίου αναφέρεται ότι: «Το άρθρον 29 του Α.Ν. 832/37 αντικαθίσταται ούτω: Δημόσιοι Τηλεγραφικοί και Ταχυδρομικοί υπάλληλοι… 1.Οι εις την εφεδρείαν…ανήκοντες κατά την κήρυξιν της επιστρατεύσεως, υπηρετούντες δε ως μόνιμοι υπάλληλοι των Τ.Τ.Τ. … εν περιπτώσει γενικής ή μερικής επιστρατεύσεως, παραμένουσιν εις τας θέσεις των ανεξαρτήτως της κλάσεως, εις ήν ούτοι ανήκουσιν».  
6. Εθνική Αντίσταση. Επίσημα κείμενα – Αναμνήσεις – Χρονικά – Στοιχεία. Συλλογή 23η, Μάης 1980, σ.32-68. Συλλογή 24η, Αύγουστος 1980, σ.52-77, Συλλογή 25η, Νοέμβρης 1980, σ.65-79. Με τον αριθμό των σελίδων σημειώνονται σε κάθε μία από τις 3 συλλογές εκείνες στις οποίες περιλαμβάνεται το κείμενο του Χαράλαμπου Κορτσίδα.
7. Εθνική Αντίσταση, ό.π., Συλλογή 23η, Μάης 1980, σ.33. Ο Κορτσίδας όσες φορές στο κείμενό του αναφέρεται στη μικρότερη αδελφή του Ηλία κάνει λάθος στο όνομά της και την γράφει  Λόρα, ενώ το σωστό είναι Λουκία (ή Λέα).  
8. ό.π., σ.33.   
9. ό.π., σ.33.
10. ό.π., σ.36.
11. ό.π., σ.36.
12. ό.π., σ.43.
13. ό.π., σ.43-44.
14. ό.π., σ.54.
15. ό.π., σ.55. Σημειώνει ο Κορτσίδας: «Την άλλη μέρα, Μεγάλο Σάββατο, που πιάνονταν οι άλλες οικογένειες των Εβραίων του Σωχού, ο κόσμος διερωτάτο πώς χάθηκε μονομιάς η οικογένεια Ερρέρα»
16. Ο Κυριάκος Αλμετίδης, γεννηθείς το 1937, καταθέτει την μαρτυρία ότι στο χωριό του, το Μεταλλικό (Γιάννες) Κιλκίς και στο σπίτι του θείου του, Σάββα Αλμετίδη (αδελφού του πατέρα του, Χαράλαμπου) έμειναν και κρύφθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής δύο νέες εβραίες από τη Θεσσαλονίκη. Τα σπίτια των δύο αδελφών Αλμετίδη ήταν το ένα δίπλα στο άλλο και ο Κυριάκος θυμάται πολύ καλά την εικόνα των δύο γυναικών, οι οποίες, όταν έμπαιναν στο χωριό «οι Παοτζήδες», έτρεχαν να κρυφτούν σε ένα συγκεκριμένο μέρος, στον αχυρώνα των Αλμετίδηδων και έμεναν εκεί, μέχρι να φύγουν οι οπλοφόροι. Ευτυχώς, εσώθησαν οι δύο εβραίες και για χρόνια μετά τον πόλεμο (και το τέλος του εμφυλίου), όπως αφηγείται ο Κυριάκος,  επισκέπτονταν την οικογένεια του Σάββα Αλμετίδη για «μια εβδομάδα – δέκα μέρες το καλοκαίρι και πάντοτε έφεραν δώρα, ρούχα – ένα παλτό, πουκάμισα, πουλόβερ – διάφορα χρήσιμα πράγματα για το σπίτι, ίσως και να έδιναν χρήματα στον θείο Σάββα από ευγνωμοσύνη γιατί στην κατοχή τις εφύλαξε και τις έσωσε». Το όνομα της μιας ήταν Νότα (ή έτσι την αποκαλούσαν τότε) σύμφωνα με τη μαρτυρία της μεγαλύτερης αδελφής του Κυριάκου, της  Μαρίκας (Μαρίας) Αλμετίδου.
17. Πασχάλης Κώστας, Βασίλης Ραφτούδης 1914-1948. Ιστορικό αφήγημα, Αθήνα, «Φιλίστωρ», 2006, σ.327. Στο παράρτημα του καλού αυτού βιβλίου και στο κεφάλαιο «Αναφορά σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη του αφηγήματος. Τα πρόσωπα του περιβάλλοντος Ραφτούδη», ο συγγραφέας αναφέρει τέσσερα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του Ραφτούδη με τα οποία μίλησε (για τον Ραφτούδη) και αυτά ήταν: η μητέρα και η σύζυγος του Ραφτούδη, ο Κώστας Χονδροκούκης, φίλος και κουμπάρος του Ραφτούδη, εν συνεχεία όμως αντίπαλος του και ο Αλμπέρτος Πρίζναλης, για τον οποίον ο συγγραφέας σημειώνει: «Αλμπέρτος Πρίζναλης. Απεβίωσε στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ως ένας από τους ελάχιστους διασωθέντες Έλληνες εβραϊκής καταγωγής έμεινε στο “απυρόβλητο” των Αρχών Ασφαλείας. Μέχρι το τέλος του κράτησε σαν ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της ζωής του τη σχέση του με τον Ραφτούδη (στον οποίο χρωστούσε και τη ζωή του) καθώς και τις μνήμες του από τη συμμετοχή του στον αντιστασιακό αγώνα του ΕΛΑΣ».   
Θεωρώ αναγκαία μία διευκρίνιση: Ο Α. Πρίζναλης, σύμφωνα με τον συγγραφέα, έμεινε στο απυρόβλητο των Αρχών Ασφαλείας, κατά την γνώμη μου όμως, όχι γιατί ήταν ένας από τους «ελάχιστους διασωθέντες» Έλληνες εβραίους. Υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις εβραίων από εκείνους τους ελάχιστους διασωθέντες, οι οποίοι ευρέθησαν στο στόχαστρο των Αρχών Ασφαλείας – άλλωστε και  ο Ηλίας Ερρέρα ήταν μία τέτοια περίπτωση εβραίου.
18. Ιωάννης Χρ. Πέτρου, Η διάσωση των κειμηλίων της μονής Ζάβορδας στη δίνη του πολέμου και του Εμφυλίου, 1941-50, και η ανεύρεση του Λεξικού του Φωτίου, από: https://asynedrioedymme.wordpress.com. Στο κείμενο υπάρχει η πληροφορία ότι η οικογένεια του συγγραφέα (οικογένεια του πατρός του, ιερέα Χρήστου Πέτρου) στο χωριό Σπήλαιο Γρεβενών, φιλοξένησε από το φθινόπωρο του 1943 την τετραμελή οικογένεια Αμπαστάδο από τη Θεσσαλονίκη. Η οικογένεια Αμπαστάδο ήταν μία από τις περίπου οκτώ  οικογένειες, οι οποίες ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη και διέμειναν στο Σπήλαιο, η απόκρημνη θέση του οποίου προσφέρονταν για την απόκρυψη των εβραϊκών αυτών οικογενειών.
Τον Ιούλιο του 1944 γερμανικές δυνάμεις προέβησαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή, ενώ στις 8 Ιουλίου δύο διμοιρίες εισήλθαν στο Σπήλαιο και το απόγευμα της 9ης Ιουλίου έκαψαν τα 95 από τα 160 σπίτια του χωριού. Όλοι οι κάτοικοι έφυγαν προηγουμένως (στις 6 Ιουλίου) και κρύφτηκαν σε κατάλληλα μέρη. Φυσικά, κρύφτηκαν και οι εβραίοι: «Συγχρόνως, υποδείξαμε και ασφαλές κρησφύγετο στους Ισραηλίτες φιλοξενουμένους του χωριού», γράφει ο Πέτρου. Ποια ήταν η τύχη τους; Ο συγγραφέας διευκρινίζει σχετικώς: «Διεσώθησαν επίσης και οι άνδρες του Νοσοκομείου στον λάκκο του Χότζα, καθώς και όλοι οι περίπου 40 Ισραηλίτες, κρυμμένοι κάπου στη θέση Σταυρός είμαστε κρυμμένοι απέναντι και ήταν στο οπτικό μας πεδίο». Ο συγγραφέας του κειμένου ήταν 13 ετών όταν συνέβησαν όσα καταγράφει. Το θέμα του κειμένου του είναι η διάσωση των κειμηλίων της μονής Ζάβορδας (μαζί και το Λεξικόν του Φωτίου) και παρεμπιπτόντως αναφέρεται και στην παρουσία και τη διάσωση των εβραϊκών οικογενειών, οι οποίες προηγουμένως φιλοξενήθηκαν και κρύφτηκαν στο Σπήλαιο.
Δεν υπάρχει άλλη αναφορά για τους «περίπου 40 Ισραηλίτες». Τα κειμήλια στα οποία αναφέρεται το κείμενο σώθηκαν, φαίνεται όμως, ότι παραλλήλως σώθηκαν και  οι πολύτιμες οικογένειες των εβραίων ικετών.
Η πληροφορία αυτή, θεωρώ ότι είναι σοβαρή, μολονότι ο αριθμός 40 των διασωθέντων εβραίων μοιάζει υπερβολικός. Μία οικογένεια για να φθάσει από τη Θεσσαλονίκη στο Σπήλαιο θα έπρεπε να ταξιδεύσει τουλάχιστο για χρονικό διάστημα δύο ημερών και ένα τέτοιο ταξίδι τότε, θα το έκανε μία απολύτως αποφασισμένη εβραϊκή οικογένεια. Αποφασισμένη να δραπετεύσει από την πόλη και να διακινδυνεύσει τις ζωές όλων των μελών της, προκειμένου να αποφύγει την εκτόπιση «στην Κρακοβία».
Είχα τελειώσει το κείμενο και τις υποσημειώσεις όταν τυχαίως έμαθα  τον τόπο καταγωγής της φίλης Αντριάνας Κιτσούλη: η οικογένειά της κατάγεται από το Σπήλαιο Γρεβενών. Τα άλλα έγιναν εύκολα. Πρώτα, συνομίλησα στο τηλέφωνο με τον παππού της, τον κ. Πέτρο Ζαρκογιάννη, ο οποίος γεννήθηκε στο Σπήλαιο το 1927 και εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κάθε έτους. Ο Ζαρκογιάννης ήταν έφηβος το 1944 και έμενε με την οικογένειά του και με άλλες, περισσότερες από 15, οικογένειες συγχωριανών του στη θέση Καλύβια, τοποθεσία ευρισκομένη σε απόσταση δύο ωρών πεζοπορίας από το Σπήλαιο. Στα Καλύβια υπήρχαν τα ποτιστικά κτήματα, οι αποθήκες και οι στάνες των παραπάνω οικογενειών. Επειδή μάλιστα η απόσταση από το Σπήλαιο ήταν μεγάλη, οι γεωργοκτηνοτρόφοι ιδιοκτήτες των Καλυβίων διέμεναν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σε αυτή την περιοχή για να είναι κοντά στις καλλιέργειες και στα ζώα τους. Ο κ. Ζαρκογιάννης επομένως, έχει άμεση αντίληψη όσων συνέβησαν τον Ιούλιο του 1944˙ ο ίδιος μάλιστα συνελήφθη από τους Γερμανούς όμως σώθηκε επειδή τόλμησε να αποδράσει και βεβαίως επειδή γνώριζε πολύ καλά την περιοχή. Θυμάται ότι στη θέση Καλύβια τότε κρύφτηκαν και σώθηκαν δύο ισραηλιτικές οικογένειες και επιπλέον αυτών, δύο εβραιόπαιδες, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε ετών ο καθένας. Περισσότερα στοιχεία δεν γνώριζε γι’ αυτούς εκείνο το διάστημα, καθώς όσα συνέβησαν δεν του επέτρεψαν να έχει εναργέστερη εικόνα για τα πρόσωπα και τις ιδιότητές τους.
Μέσω του κ. Ζαρκογιάννη ήρθα σε τηλεφωνική επαφή και με τον κ. Ιωάννη Πέτρου, ο οποίος πρώτος έγραψε για την παρουσία των εβραϊκών οικογενειών στο χωριό του, το Σπήλαιο. Η οικογένεια Αμπαστάδο η οποία έμενε στο πατρικό του, στο σπίτι του παπα-Χρήστου Πέτρου, «οι δικοί μας εβραίοι», όπως τους αποκάλεσε χαρακτηριστικά στην επικοινωνία μας ο κ. Ιωάννης Πέτρου, ήταν τετραμελής. Αποτελούνταν από τους  γονείς και δύο τέκνα – ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Η οικογένεια Πέτρου και η οικογένεια Αμπαστάδο διατήρησαν σχέσεις και μετά τον πόλεμο: ο κ. Ιωάννης Πέτρου σπούδασε διδάσκαλος στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 1949-1951 και ως εκ τούτου, επισκεπτόταν συχνά τον πατέρα Αμπαστάδο, στο κατάστημά του στην πλατεία Εμπορίου 5 και την οικογένεια στην κατοικία τους, στην περιοχή στην οποία είναι σήμερα το Θεαγένειο. Επειδή μάλιστα η οικογένεια του παπαΧρήστου ευρέθη στην ανάγκη να εγκαταλείψει το Σπήλαιο και να εγκατασταθεί στα Γρεβενά, οι Αμπαστάδο τους προσκάλεσαν να έλθουν στη Θεσσαλονίκη και να μείνουν φιλοξενούμενοι κοντά τους όσο διάστημα χρειαζόταν μέχρι να λήξει ο εμφύλιος πόλεμος. Ο παπα-Χρήστος δεν το απεφάσισε καθώς είχαν τακτοποιηθεί στα Γρεβενά και, όπως έλεγε, δεν υπήρχε λόγος να επιβαρύνουν τους Αμπαστάδο ερχόμενοι στη Θεσσαλονίκη. Ίσως δεν ήθελε να απομακρυνθεί περισσότερο από την περιοχή και την ενορία του. 
Ο κ. Πέτρου είναι βέβαιος ότι οι ισραηλίτες οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στο Σπήλαιο ήταν 40 άτομα και σώθηκαν όλα, εκτός από μία νέα γυναίκα η οποία μάλιστα υπηρετούσε ως νοσοκόμα στον ΕΛΑΣ. Ανάμεσα σε αυτά τα 40 άτομα υπολογίζει και τα μέλη των δύο οικογενειών μαζί με τους δύο νεαρούς, τους εβραίους στη θέση Καλύβια, για τους οποίους μου μίλησε προηγουμένως ο κ. Ζαρκογιάννης. Παρακάλεσα τον κ. Πέτρου να γράψει ό,τι γνωρίζει για το σοβαρό αυτό ζήτημα και ελπίζω ότι θα το κάνει.
Νομίζω, ότι στην παρέκβαση αυτή αξίζει να συμπληρώσω και τον τρόπο με τον οποίο, σύμφωνα με την αφήγηση του κ. Πέτρου, κρύφτηκαν οι εβραίοι στην περιοχή του Σπηλαίου, όταν οι Γερμανοί προέβησαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 6ης-9ης Ιουλίου 1944. Ο παπα-Χρήστος έστειλε τον Κωνσταντίνο Βαβρίτσα, αδελφό της πρεσβυτέρας του, να οδηγήσει τους Αμπαστάδο σε μία σπηλιά της περιοχής, στην ασφαλέστερη κρυψώνα, στην οποία, εάν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, θα κρυβόταν ο ίδιος ο παπάς με την οικογένειά του. Προτίμησε να τακτοποιήσει σε ασφαλέστερο μέρος τους «εβραίους του», από εκείνο στο οποίο κρύφτηκε ο ίδιος και η οικογένειά του. Στους υπολοίπους, επικεφαλής των οποίων ήταν «κάποιος Μεντές» ο παπάς, αφού τους έδωσε «ψωμί, τυρί και τρεις-τέσσερες γκαζοτενεκέδες νερό», έβαλε το μπαστούνι του ανάμεσα σε δύο κλαδιά, σημάδεψε ένα συγκεκριμένο τόπο και έδειξε σε έναν από τους εβραίους, που ήξερε από όπλα και σημάδι, το μέρος ακριβώς εκείνο στο οποίο έπρεπε να κρυφτούν. Εκεί κρυφτήκανε και σωθήκανε όλοι, εκτός από την νέα εβραία νοσοκόμα.
19. Από το σύνολο του γνωστού, μέχρι σήμερα, αρχειακού υλικού προκύπτει ότι η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν είχε ενιαία και σαφή κεντρική πολιτική γραμμή σε ό,τι αφορά το ζήτημα των Ελλήνων εβραίων. Επομένως έμενε στη διάθεση των υπευθύνων των Περιφερειακών Επιτροπών ή των Επιτροπών Πόλεων του ΕΑΜ (και των αντιστοίχων Επιτροπών του ΚΚΕ), να ασχοληθούν κατά περίπτωση με το μείζον αυτό ζήτημα. Αναζητώ τα τελευταία σαράντα, περίπου, έτη μία προκήρυξη του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης αναφερομένη στους εβραίους, στην εκτόπισή τους καθώς και στην τύχη της κινητής και της ακινήτου περιουσίας τους, ή μία σειρά δημοσιεύσεων για το ίδιο ζήτημα στις τοπικές εφημερίδες του αντιστασιακού τύπου – την «Ελευθερία» και τη «Λαϊκή Φωνή» – αλλά μέχρι σήμερα δεν εντόπισα ούτε μία προκήρυξη, δεν διάβασα ούτε μία είδηση επί του θέματος αυτού. Για τον αντιστασιακό τύπο, τα κάθε είδους έντυπα (προκηρύξεις, φέιγ-βολάν) καθώς και τις εκδόσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, αλλά και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων στη Θεσσαλονίκη και στη Μακεδονία, είναι σαν να μην έχει συμβεί  η δραματική εκτόπιση των εβραίων της Μακεδονίας αλλά και όσα αυτή προκάλεσε γεγονότα. Είναι αδιανόητο το γεγονός της πλήρους αποσιωπήσεως, εκ μέρους των αντιστασιακών οργανώσεων της Βορείου Ελλάδος, αυτού του κορυφαίου ζητήματος της κατοχικής περιόδου. Σε αυτή την εκκωφαντική σιωπή εξ άλλου προστίθεται και η σιωπή για τη στάση των υπευθύνων και της τοπικής κοινωνίας εις ότι αφορά το Κοινοτικό νεκροταφείο καθώς και το σύνολο των περιουσιών των βιαίως εκτοπισθέντων εβραίων. Ακόμη περισσότερο, μέχρι σήμερα δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε ιδιωτική μαρτυρία, η οποία να αναφέρεται σε όσα υπέστησαν τότε οι εβραίοι. Απουσιάζει, δηλαδή, η περιγραφή ενός χριστιανού πολίτη γραμμένη σε ιδιωτική  επιστολή, δελτάριο ή προσωπικό ημερολόγιο, η οποία να αναφέρεται έστω σε ένα γεγονός από όσα συνέβησαν στους εβραίους εκείνες τις ημέρες του διωγμού. Το μαρτύριο των Ελλήνων εβραίων διήρκεσε πολύ χρόνο, κάλυψε το διάστημα, τουλάχιστον, από την 11η Ιουλίου 1942 μέχρι την απελευθέρωση, την 30η Οκτωβρίου 1944, ενώ για ορισμένα σοβαρά ζητήματα συνεχίστηκε και για αρκετό χρονικό διάστημα μετά από αυτήν. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα έλειψε κάθε υποστήριξη προς τα θύματα με το λόγο, τη γραφή ή τη πράξη εκ μέρους, είτε  των αρμοδίων και των επισήμων φορέων της πόλεως, είτε του συνόλου σχεδόν, των πολιτών της.
20. Μπενβενίστε Ρίκα, Αυτοί που επέζησαν. Αντίσταση, Εκτόπιση, Επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940,  Αθήνα, «Πόλις», 2014, σ.443  Ο Σαλβατώρ Σαπόρτα γνώριζε ότι ο πατέρας του, ο οποίος έμεινε  μαζί με τον Μουζίκο στο Σωχό, συνελήφθη και εκτοπίστηκε. Για τον αδελφό του είχε ακούσει ότι κάποιοι τον έκρυψαν και σώθηκε. Επειδή ο Σαλβατώρ επρόκειτο να αναχωρήσει οριστικώς από την Ευρώπη, αναζήτησε τον μικρό του αδελφό μέσω των υπευθύνων της Κοινότητος. Η απάντηση της Κοινότητος προς αυτόν δεν ήταν θετική αλλά ταυτοχρόνως δεν ήταν και οριστική. Όπως σημειώνεται στην απαντητική επιστολή της προς τον Σαλβατώρ, η Κοινότητα θα συνεχίσει  την έρευνα «μόλις το επιτρέψουν οι πολεμικές συνθήκες», όταν δηλαδή τελειώσει ο ελληνικός εμφύλιος. Αυτή η αναφορά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έμειναν ευάριθμες οικογένειες εβραίων στο Σωχό κατά τη διάρκεια της κατοχής, όπως αναφέρει και ο Κορτσίδας στο κείμενο του. Ποια και πόσα ακριβώς μέλη της οικογένειας του Σαλβατώρ Σαπόρτα έμειναν στο Σωχό δεν γνωρίζουμε, καθώς στην επιστολή του ο Σαλβατώρ αναφέρεται στον πατέρα του και σε ένα μόνο άλλο πρόσωπο για το οποίο ήλπιζε ότι μπορεί να είχε σωθεί. 
21. ό. π., σ.203.
22. Εθνική Αντίσταση, Συλλογή 24η. Αύγουστος 1980, σ.60 (δεύτερη συνέχεια του κειμένου του Χαράλαμπου Κορτσίδα).
23. Οι τουρκόφωνοι Έλληνες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στους νομούς της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Εδώ, αναφέρονται οι νομοί και οι πληθυσμοί εκείνοι των Μπαφραίων οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της κατοχής, επηρέασαν τη διαμορφωθείσα κατάσταση στη Νιγρίτα και στην περιοχή της, είτε άμεσα με την μετεγκατάστασή τους και τη δράση τους στην επαρχία της Βισαλτίας, είτε έμμεσα με την δράση τους στους όμορους νομούς της Δράμας και της Καβάλας. 
24. Δορδανάς Στράτος, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Αθήνα, «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2007, σ.607. Σύμφωνα με τον Δορδανά, ο συνολικός «αριθμός των εκτελεσθέντων από το Άνω και Κάτω Κερδύλιο, συμπεριλαμβανομένων όσων βρέθηκαν ως επισκέπτες στα δύο χωριά, ανήλθε πιθανότατα σε 214 άτομα, ενώ πυρπολήθηκαν 189 δημόσια και ιδιωτικά κτίρια».
25. Ο Δημήτριος Νικ. Δημητρίου (Νικηφόρος) σε κείμενό του με τίτλο: «Η συμμετοχή των Εβραίων στην Εθνική Αντίσταση» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Χρονικά, όργανο του ΚΙΣ,  αριθμός φύλλου 104, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1989, αναφέρει τα τμήματα του ΕΛΑΣ στα οποία έδρασε διαδοχικώς, από τη «δημιουργία του αντάρτικου κινήματος έως την πλήρη ανάπτυξή του». Τον Οκτώβριο του 1943 ήταν στρατιωτικός αρχηγός στο V/34 τάγμα του ΕΛΑΣ στη Στερεά Ελλάδα το οποίον είχε δύναμη 550 αντρών.  Αντιστοίχως, σύμφωνα με τον Κ. Πασχάλη, το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα το υπαρχηγείο Νιγρίτας του ΕΛΑΣ με στρατιωτικό τον Βασίλη Ραφτούδη, είχε δύναμη λίγο μεγαλύτερη από 80 άντρες. Τον ίδιο αριθμό ανδρών για το τμήμα της Νιγρίτας του ΕΛΑΣ, «εβδομήντα - ογδόντα αντάρτες», δίνει και ο Βαγγέλης Κωστούλης (Αλέξης) στο βιβλίο του, Η ΕΑΜική Αντίσταση και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας στην περιοχή των Σερρών 1940-1949, Αθήνα, «Σύγχρονη Εποχή», 2010, σ.247.
26. Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι. Η Εθνική Αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης 1942-1944, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 2016, σ.306.
27. Στον Ριζοσπάστη της 15ης Γενάρη 2010 και στη σελίδα με τίτλο «Στη μνήμη αγωνιστών», σημειώνεται: «Τον περασμένο Ιούλιο, χάσαμε την συντρόφισσα, αγωνίστρια και αγαπημένη μου φίλη Χρυσάνθη Σαρακίνου - Πούλιου. Η Χρυσάνθη, παρ' όλη την επιβαρυμένη της υγεία, δε λύγισε, δεν έκαμε πίσω ούτε στιγμή έως την ώρα που η καρδιά της έπαψε να χτυπά. Πολλά θα μπορούσα να γράψω για σένα Χρυσάνθη, μα νιώθω πως είναι περιττό. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν τα όσα θα ήθελα να πω για σένα. Στη μνήμη σου προσφέρω 50 ευρώ στο ΚΚΕ, μέσω ΚΟΘ.  Η συντρόφισσα και φίλη σου. Μητρογώγου Μάγδα». Η ίδια Μάγδα  (με επίθετο Μήτρογλου) στην παρόμοια σελίδα του Ριζοσπάστη της 6 Οκτώβρη 2013, προσφέρει στο ΚΚΕ 50 ευρώ στη μνήμη της Χρυσάνθης και ακόμα μίας φίλης της, αγωνίστριας.
28. Ο Νόμος 1543/1985 αναφέρεται στη «Συνταξιοδότηση των παθόντων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, αποκατάσταση των αγωνιστών που διώχτηκαν για τα «κοινωνικά τους φρονήματα» και συνταξιοδότηση των αγωνισθέντων κατά της δικτατορίας και άλλες διατάξεις».
29. Είχα την καλή τύχη να συναντήσω, λόγω των καλοκαιρινών διακοπών, τον δεύτερο γιο του Ηλία, τον Αλμπέρτο Ερρέρα ο οποίος ζει με την οικογένειά του μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Ο Αλμπέρτο είναι παντρεμένος με Ελληνίδα εβραία, την Σάρρα Αγγέλου «η οποία όμως  δεν είναι από την Θεσσαλονίκη» αλλά από την Αθήνα. Τον ερώτησα αν η εννιάχρονη κόρη τους Έστερ, γεννημένη στη Νέα Υόρκη, καταλαβαίνει Ελληνικά και περίμενα ως πιθανή απάντηση τη φράση, «Όχι, βέβαια». Η Έστερ, λοιπόν, μιλάει καλά Ελληνικά. Οι γονείς της μάλιστα, φρόντισαν το φετινό καλοκαίρι [2016], κατά τη διάρκεια της παραμονή τους στην Ελλάδα, να μείνει  η κόρη τους μερικές ημέρες σε κατασκήνωση στην Πιερία για να αποκτήσει ελληνίδες φίλες και να μιλάει αυτό το διάστημα μόνον Ελληνικά. Προηγουμένως, όταν προγραμμάτιζαν το ταξίδι τους, οι γονείς πρότειναν στην Έστερ να μεταβούν για  μερικές ημέρες στην Ιταλία και να κάνουν εκεί ένα μικρό τμήμα των διακοπών τους πριν να έρθουν στην Ελλάδα. Η Έστερ αρνήθηκε αμέσως κάτι τέτοιο και δήλωσε ότι θέλει να έλθει κατευθείαν «στη Θεσσαλονίκη, στην  οικογένειά της».
30. Ευχαριστώ πολύ τον κ. Yakov Schiby, ο οποίος ταυτοποίησε τη φωτογραφία. Για την Ντόνα, της οποίας δεν θυμάται (ή δεν γνώριζε ποτέ) το επίθετο της, σημειώνει: «Η Ντόνα, μια προσωπικότητα που ήταν πάντα μαζί μας στις κατασκηνώσεις και παντού». Επίσης, θυμάται ότι ο Βαρσάνο ήταν συλλέκτης γραμματοσήμων. Ο γιατρός Αλμπέρ Μενασσέ, υπήρξε πρόεδρος της Κοινότητος μετά τον πόλεμο και συγγραφέας του βιβλίου: Μενασσέ, Αλβέρτος – Ιατρός (Αριθμός 124.454), Birkenau (Auschwitz II). Αναμνήσεις ενός αυτόπτου μάρτυρος. Πώς εχάθησαν 72.000 Έλληνες Εβραίοι. Ελληνική απόδοσις: Γεωργίου Κ. Ζωγραφάκη, έκδοσις Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης, 1974.          



Εικόνα 8. "Με τη Σχολή ΤΤΤ εκδρομή στη Σίνδο, 9/6/1935"

Εικόνα 9. "Ενθύμιον για την οικογένειαν Ερρέραν από τα Γιαννιτσά, [υπογραφή]". Ο Ηλίας Ερρέρα εικονίζεται πρώτος από αριστερά.

Εικόνα 10. Δελτίον αστυνομικής ταυτότητος της Λουκίας Ερρέρα, 3-8-45

Εικόνα 11 α, β. Δύο φωτογραφίες του Ηλία Ερρέρα στη Μακρόνησο,      

                         2-3-1949 [Ο Ερρέρα φαίνεται αριστερά]

 

 

Εικόνα 12. Το προσωπικό του Bikur Cholim στη κλινική Χαΐμ Πίγχας. Πρώτος από δεξιά ο διευθυντής Ηλίας Ερρέρα, στο κέντρο ο γιατρός Αλμπέρ Μενασσέ, αριστερά ο νοσοκόμος Σάμπυ Βαρσάνο και αριστερά, πίσω από τον Αλμπέρ Μενασσέ, η νοσοκόμα Ντόνα30.

 

Εικόνα 13. Επάνω φωτογραφία: "Για τα αγαπημένα μας παιδιά και

εγγονάκια και αδέλφια, Μαμά, Λουκία Ισαάκ,12/2/57"

 Κάτω φωτογραφία: "Ερχόμεθα να τα πούμε, Χρόνια Πολλά και

                 καλά, Λουκία & Ισαάκ, 25/XII/60 "

 

 

Εικόνα 14. Λούνα Ερρέρα, η μητέρα.







           Έγγραφον 1. Διαταγή της Διευθύνσεως των ΤΤΤ  της Ελληνικής Διοικήσεως Μακεδονίας [υπογράφει ο υπουργός – Γεν. Διοικητής Βασίλειος Σιμωνίδης], με την οποία ορίζεται ο υπάλληλος  - αντικαταστάτης του απομακρυθέντος εκ της υπηρεσίας, ως εβραίου, Ηλία Ερρέρα.

Ελληνική Πολιτεία
Ελληνική Διοίκησις Μακεδονίας    Εν Θεσσαλονίκη τη 28η Φεβρουαρίου 1943
Διεύθυνσις Τ.Τ.Τ.
Αριθ. 33962                                    Επείγουσα
                                                    Επί αποδείξει
                                                          Προς
                                             Το Γραφείον Εκτελωνισμού Δεμάτων
Διατάξατε παρακαλούμεν, άμα λήψει παρούσης τον παρ’ υμίν Βοηθόν α’ τάξεως Ιωάννην Καλλογιάννην, όπως μεταβή πάραυτα και αναλάβη την Δ/νσιν και εν γένει υπηρεσίαν του ΤΤΤ Γραφείου Σωχού, παρ’ ώ μετατίθεται δαπάναις του Δημοσίου, παρά του εκείσε τηλ-του[τηλεγραφητού] γ’ τάξεως Ηλία Ερρέρα, εντελλομένου ταυταρίθμως, όπως εντολή των Στρ. Αρχών Κατοχής, [άμα τη παραδόσει] του Γραφείου εις τον ανωτέρω Βοηθόν, απομακρυνθή τούτου μέχρι νεωτέρας διαταγής ημών.
Αναφέρατε εκτέλεσιν
                                                Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΓΕΝ. ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
                                                   Β. ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ
Ανακοίνωσις
1)     Υπηρεσία Εντελλ. Εξόδων Γ.Δ.Μ. Ενταύθα
Παρακαλουμένην όπως μεριμνήση δια την σύντομον έκδοσιν χρημ. εντάλματος προπληρωμής Δραχμ. 25.000 επ’ ονόματι του ως άνω μετατιθεμένου και επί του ενταύθα Ταμείου Πληρωμών.
2)     ΤΤΤ Γραφείον Σωχού
        Όπως εν καιρώ αναφέρη τηλ-κώς τα της παραδόσεως και παραλαβής.
3)     παρ’ ημίν Λογιστήν      

Έγγραφον 2. Ταχ. Τηλ. Σωχού, Εντολή προς τον Ηλία Ερρέρα περί απομακρύνσεώς του εκ της υπηρεσίας των ΤΤΤ, 16 – 3 - 1943


Ταχ. Τηλ. Γραφείον
Σωχού           
Αρ. Πρωτ. 181                        Εν Σωχώ τη 16- 3- 43
                                                     Προς
                Τον παρ’ ημίν τηλ/τήν Γ’ τάξεως
                     Ηλίαν Ερρέρα
                               Ενταύθα.
            Κατόπιν της υπ’ αριθ. 33962/28-2-43
διαταγής Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας <Δ/Β ΤΤΤ>
εντελλόμεθα όπως άμα λήψει παρούσης απομακρυνθήτε εκ της καθ’ ημάς υπηρεσίας εντολή των Στρατιωτικών αρχών Κατοχής.
               Ο Προϊστάμενος ΤΤΤ
                 Ι. Καλογιάννης



Έγγραφον 3. Ηλίας Ερρέρα, Συνοπτική έκθεση περί της δράσεως μου κατά την διάρκεια της κατοχής και μετά από αυτήν, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’40. 

Συγκεκριμένα οργανώθηκα στο ΕΑΜ τον Απρίλη του 1942 από τον Τομεάρχη του ΕΑΜ της Νομαρχιακής Επιτροπής της Επαρχίας Λαγκαδά - Σωχού, όταν  υπηρετούσα στον Σωχό, σαν προϊστάμενος του ΤΤΤ Γραφείου του.
   Τον Μάρτη του 1943 απολύθηκα από την υπηρεσία ύστερα από την υπ' αριθμ. 33962/25-2-43 δ/γή της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας (Διεύθυνσης ΤΤΤ) (βλέπετε συνημμένη διαταγή Νο 1)
   Από τον Απρίλη του 1942 μέχρι τον Μάρτη του 1943 μεταβίβαζα τηλεφωνικώς ή τηλεγραφικώς τα δελτία ειδήσεων και τις οδηγίες των αντιστασιακών οργανώσεων, τις στρατιωτικές  επιτυχίες των συμμαχικών δυνάμεων, την καταστροφική δράση των αρχών Κατοχής και αντίστροφα την δράση των αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ Λαγκαδά - Νιγρίτας και περιχώρων.
Με τις ειδήσεις μας, με τις οδηγίες καλλιεργούσαμε το μίσος ενάντια στον κατακτητή και εμφυσούσαμε ελπίδες για το μέλλον.
   Τον Απρίλη του 1943 (Μεγάλη Παρασκευή) το ΕΑΜ με φυγάδευσε στα βουνά, διότι  κινδύνευα και από τα στρατεύματα Κατοχής και από τα προδοτικά στοιχεία.
   Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα με παρέλαβαν οι ανταρτικές ομάδες του ΕΛΑΣ, οι οποίες μου ανέθεσαν τον παράνομο εκδοτικό μηχανισμό τους.
   Τον Ιούνιο του 1943 αρρώστησα από τύφο και κατέβηκα από το βουνό στον Σωχό. Με πήγαν στο σπίτι της Μαγδαληνής Σαρακίνου, που με την βοήθειά της, των παιδιών της, του ΕΑΜ και του ιατρού Κανδυλιάρη σώθηκα από βέβαιο θάνατο.
   Μετά την ανάρρωση και μέχρι την Απελευθέρωση εργάσθηκα συνεχώς με το ραδιόφωνο και τον πολύγραφο σε διάφορα υπόγεια ειδικά κρησφύγετα  (για να μην ανακαλύψουν οι εχθροί τον παράνομο μηχανισμό) σε πόλεις (Λαγκαδά) και χωριά (Πέντε Βρύσες, Κρύα Νερά, Ευαγγελισμός, Πολυδένδρι κλπ, κλπ).   Εβδομάδες ολόκληρες έμνησκα θαμμένος κάτω από την γη χωρίς φως και ήλιο, μόνο με μια λάμπα πετρελαίου, ακούοντας τα δελτία ειδήσεων των συμμαχικών δυνάμεων και τυπώνοντας σε ειδικά δελτία στον πολύγραφο. Επίσης τύπωνα οδηγίες, προσκλήσεις και πολυγραφημένη πολυσέλιδη εφημερίδα, τις οποίες έπαιρναν οι καθοδηγητές και τις μοίραζαν στις διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις και στελέχη, για να τις διαβάσει ο λαός των χωριών και των πόλεων. Με αυτά τα μέσα διαφωτίζαμε τον λαό. Τον εμπνέαμε το θάρρος να παλέψει ενάντια στον καταχτητή για την επιβίωσή του και για την ελευθερία του.
   Κάναμε μεγάλη εκστρατεία για να μην παραδίνει ο αγρότης την σοδειά του, να ματαιώσει την επιστράτευση που σχεδίαζε ο εχθρός και ιδιαίτερα για την μη προσάρτηση εδαφών μας στην Βουλγαρία.
   Κατά τις γερμανικές εκκαθαρίσεις του γερμανικού στρατού μαζί με τα προδοτικά τάγματα την άνοιξη του 1944, πήρα εντολή να φύγω από την περιφέρεια Σωχού και να τραβήξω  προς την περιφέρεια Νιγρίτας. Συνελήφθηκα μαζί με τον Υπεύθυνο της ΕΠΟΝ Σωχού Χρίστο Σελίδη. Οι εχθροί πληροφορήθηκαν από μερικά συλληφθέντα παιδιά την ιδιότητά μας και διέταξαν να μας εκτελέσουν. Σωθήκαμε από βέβαιο θάνατο χάρις στο μεγάλο σκοτάδι και στην ψυχραιμία μας.
   Μετά την απελευθέρωση ανέλαβα πάλιν υπηρεσία στο ΤΤΤ γραφείο Σωχού. Μετά από ένα μήνα με μετάθεσαν δυσμενώς στο ΤΤΤ γραφείο Νιγρίτας, κάτω από διαταγές κατωτέρου σε βαθμό προϊσταμένου, για τιμωρία.
   Στη Νιγρίτα υπέστην τα πάνδεινα λόγω της αντιστασιακής μου δράσης από τον Στρατό, την Χωροφυλακή και τα ΤΕΑ.
   Με απειλούσαν συνεχώς ότι  θα με σκότωναν. Για να σωθώ αναγκάσθηκα να εγκαταλείψω την Νιγρίτα και να φύγω νύκτα κρυφά στην Θεσσαλονίκη. Ζήτησα από την Υπηρεσία μετάθεση σ' άλλο μέρος, αλλά μου την αρνήθηκαν. Με απέλυσαν οριστικά  από την Υπηρεσία, διότι εγκατέλειψα οικειοθελώς και αδικαιολόγητα την υπηρεσία. Η απόλυση έγινε με την υπ' αριθμ. 108018/30-8-1947 απόφαση του Γενικού Διευθυντού του Συμβουλίου Προσωπικού. (έγγραφο αριθ. 2)
   Μετά ένα μήνα από την άφιξή μου στην Θεσσαλονίκη συλλαμβάνομαι για την αντιστασιακή μου δράση κατά την διάρκεια της Κατοχής από αστυνομικά όργανα και με κρατάνε σε διάφορα τμήματα Χωρ/κής και Μεταγωγών επί τρίμηνο. Μετά με στέλνουν εξορία στη Λήμνο και Αη Στράτη, όπου μένω μόνο λίγες μέρες. Απολύομαι γιατί στρατευόμουνα (Κλάση 1936). Με στέλνουν στη Μακρόνησο, όπου μένω δύο χρόνια στο Β' και μετά στο Α'  Τάγμα. (Επισυνάπτω το υπ' αριθμ. 3 απολυτήριο στρατού μαζί με μια φωτογραφία της Μακρονήσου)
   Δεν μπόρεσα να επανέλθω στην Υπηρεσία. Έμεινα επί πολύ χρονικό διάστημα χωρίς δουλειά. Δεν πήρα ούτε αποζημίωση ούτε σύνταξη από την Υπηρεσία.
   Δεν παραλείπω να τονίσω, ότι οι ναζήδες συνέλαβαν τις 4 παντρεμένες αδελφές και τον παντρεμένο αδελφό μου μαζί με τα παιδιά τους και τους έστειλαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας, όπου εξοντώθηκαν με τον φρικτότερο τρόπο.
   Συνημμένα υποβάλλω:
1)   Αντίγραφο υπ' αριθμ. 181/16-3-1943 έγγραφο ΤΤΤ Σωχού για απομάκρυνσή μου από την Υπηρεσία.
2)   Αντίγραφο της υπ' αριθμ. 58338/25-6-1947 έγγραφο απόλυσής μου της Γενικής Διεύθυνσης ΤΤΤ για απόλυσή μου από την Υπηρεσία.
3)   Το υπ' αριθμ. 005993/37-5-1949 φύλλο πορείας από το Α' Τάγμα Σκαπανέων Μακρονήσου με σχετική φωτογραφία.
4)   Φωτοτυπίες των σελίδων 33-43-44-45-54-55-56 και 60 των υπ' αριθμ. 23 και 24 συλλογών του περιοδικού ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, για την ζωή και την δράση μου στη Κατοχή.
5)   Το υπ' αριθμ. 106309 πιστοποιητικό του Δήμου Θεσσαλονίκης. (12)
6)    Την από 23-9-63 υπεύθυνη δήλωση του Νόμου 105 του τότε Τομεάρχη του ΕΑΜ Σωχού - Λαγκαδά Χαράλαμπου Κορτσίδα. (13)
7)   Την από 30-12-1983 επίσης υπεύθυνη δήλωση του τότε υπευθύνου του ΕΠΑ (Επιμελητή προστασίας Ανταρτών) και ΕΤΑ Αυγερινού Σαατσόγλου και
8)    Φωτοτυπία της ταυτότητάς μου της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης της 6-1-1983 (αριθμ. 15)
                                                               Με τιμή
                                 ΗΛΙΑΣ ή ΛΙΑΟΥ ΕΡΡΕΡΑ





Έγγραφον 4. Κοινοποίησις προς τον Ηλία Ερρέρα της αποφάσεως του Συμβουλίου Προσωπικού ΤΤΤ περί  οριστικής απολύσεώς του εκ της Υπηρεσίας των ΤΤΤ.

Βασίλειον της Ελλάδος
Περιφερειακή Διεύθυνσις ΤΤΤ               Εν Θεσσαλονίκη τη 25η Ιουνίου 1947
Αρ. Πρωτ. 58338                                                        Προς 
                                                                      Τον παρά τω ΤΤΤ Νιγρίτης
                                                                    Τηλ/τήν Γ’ τάξ. Ηλίαν Ερρέραν      
                                                                      Οδός Αναλήψεως 47
                                                                           Ενταύθα
Κοινοποιούμεν υμίν κατωτέρω ως έχει, απόσπασμα εκ των πρακτικών της από 12.6.47 συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού ΤΤΤ. ίνα λάβητε γνώσιν.
            Επιπροσθέτομεν ότι κατά της κοινοποιημένης αποφάσεως του Συμβουλίου δικαιούσθε, συμφώνως τω άρθρω 63 του Νόμου 3811, ν’ ασκήσητε εντός 10ημέρου προθεσμίας από της παραλαβής ταύτης αίτησιν αναθεωρήσεως ενώπιον του Αναθεωρητικού Συμβουλίου Προσωπικού ΤΤΤ υποβαλλομένην ημίν.
Ανακοίνωσις                                            Ο Περιφ/κός Δ/ντής ΤΤΤ
ΤΤΤ Γραφείον Νιγρίτης                            Μ. Σακελλαρίδης
                                                                Ακριβές αντίγραφον                    

                                                 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

          Ειλημμένον εκ των Πρακτικών Συνεδριάσεων

      Του Συμβουλίου Προσωπικού ΤΤΤ. νομίμως συγκροτηθέντος

   Κατά την Συνεδρίαν του της 12ης Ιουνίου 1947.

Ο αρμόδιος Τμηματάρχης Πειθαρχικού εισηγείται την υπόθεσιν του Τηλ/του Γ’ τάξ. Ηλία Ερρέρα καταθέτων τον φάκελλον της πειθαρχικής κατ’ αυτού διώξεως μετ’ εγγράφου εισηγητικής εκθέσεως ήν και προφορικώς αναπτύσσει.

Ο ειρημένος έτυχε δι’ αποφάσεως της Γ.Δ.Α.Μ. πενθημέρου κανονικής αδείας χρησιμοποιηθείσης από 28.10.46-2.11.46 εν συνεχεία ταύτης τω εχορηγήθη 20ήμερος αναρρωτική τοιαύτη υπό της Γεν. Διοικήσεως λήξασα την 20ην Ν/βρίου 1946 ουχ’ ήττον όμως ο υπό κρίσιν μετά την λήξιν της καθόλου αδείας δεν επανήλθεν εις τα καθήκοντά του αλλ’ απέχει έκτοτε τούτων αυτοβούλως μέχρι του νυν. Ούτος ειδοποιηθείς εγγράφως υπό της Χ. Περιφερ/κής ΤΤΤ. Δ/νσεως,, όπως επανέλθη εις την θέσιν του δεν συνεμορφώθη προς την τοιαύτην παραγγελίαν, αλλά δι’ αιτήσεώς του από 12.12.46 υποβληθείσης εις την Περιφ/κήν ΤΤΤ. Δ/νσιν Θεσ/νίκης ητήσατο όπως υποβληθή εις ιατρικήν εξέτασιν. Το Υγειονομικόν Κέντρον Θεσ/νίκης εις ό παρεπέμφθη εγνωμοδότησεν ότι δεν χρήζει αναρρωτικής αδείας. Το παρά τη Γ.Δ.Α.Μ.  Δ.Σ. ενώπιον του οποίου ήχθη προς συζήτησιν η προκειμένη υπόθεσις εγνωμοδότησεν όπως απολυθή της υπηρεσίας ο υπό κρίσιν αναπέμψον τον οικείον φάκελλον τω Υπουργείω. Εις την υποβληθείσαν από 25.5.47 απολογίαν του ο ειρημένος διατείνεται ότι λόγοι σοβαροί οικογενειακοί και τοιούτοι υγείας υποχρέωσαν αυτόν να μη επανέλθη εις την παρά τω ΤΤΤ. Νιγρίτης θέσιν του.  

Εφ’ ώ ο Εισηγητής προτείνει την κατ’ αυτού επιβολήν ποινής οριστικής απολύσεως το Συμβούλιον λαβόν υπ’ όψιν του τ’ ανωτέρω και πάντα τα εν τω φακέλλω έγγραφα και στοιχεία προς δε κρίνον ότι οι επικαλούμενοι υπό του εν …ισχυρισμοί δεν ανταποκρίνονται εις τα πραγματικά περιστατικά αφού η αρμοδία Υγειον. Επιτροπή εγνωμοδότησεν ότι δεν χρήζει αναρρωτικής αδείας.

                                                   Αποφαίνεται

παμψηφεί όπως επιβληθή εις τον Τηλ/την Γ’ τάξ. Ηλίαν Ερρέραν η ποινή της οριστικής απολύσεως εκ της υπηρεσίας συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρ. 57-59 του Ν.3811 ως συνεπληρώθησαν και ετροποποιήθησαν υπό των υπ’ αριθ.653/37 και 2518/40 Α.Ν. επί αυτοβούλω και αδικαιολογήτω εκ των καθηκόντων του αποχή από της 23.11.46 και μέχρι σήμερον εξακολουθητικώς.

   Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

Π. ΠΑΠΑΛΕΚΑΣ                                                                    Χ. ΚΟΛΛΙΑΣ    

 

Έγγραφον 5. Αίτηση του Ηλία Ερρέρα περί αποκαταστάσεως της υπαλληλικής του θέσεως, 13-9-1985

 

Αίτηση
Αποκατάστασης υπαλληλικής θέσης πρώην υπαλλήλου ΤΤΤ Ηλία (Λιάου) Σολομώντα Ερρέρα κατοίκου Θεσσαλονίκης οδός Γ. Λασσάνη αριθμ.6 ΤΤ 54622 τηλ .270256, Θεσσαλονίκη.
Θεσ/νίκη, 13-8-1985.
Προς το Υπουργείο Συγκοινωνιών, Γενική Διεύθυνση Ταχ/μείων – Τηλ/νιών, Διεύθυνση Ταχ. Εκμεταλλεύσεως Τμήμα Β’, Λεωφόρος Συγγρού 39, Αθήνα.
Κύριοι,
Σας υποβάλλω συνημμένα:
1)     Την υπ’ αριθμ. 20/26.6.1985 βεβαίωση του ΙΚΑ ότι είμαι ασφαλισμένος σ’ αυτό, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. 2393/25.2.1982 απόφασή του από την 19/10/1981 μέχρι σήμερα.
2)     Φωτοτυπία του υπ’ αριθμ. Πρωτ. 17096/27.11.1979 πιστοποιητικού του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Γενική Δ/νση Ταχυδρομείων) με το οποίο πιστοποιεί ότι απολύθηκα από την Υπηρεσία ΤΤΤ την 29/11/46 για αυτόβουλη και αδικαιολόγητη αποχή από τα καθήκοντά μου.
3)     Φωτοτυπία του υπ’ αριθμ. 11951/3.4.1985 πιστοποιητικού της Νομαρχίας Θεσ/νίκης από το οποίο προκύπτει, ότι αναγνωρίσθηκα σαν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης 1941/1944.
4)     Τρεις υπεύθυνες δηλώσεις αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης που βεβαιώνουν, ότι εξαναγκάσθηκα να εγκαταλείψω την Υπηρεσία μου, διότι καταδιωκόμουνα από τις αστυνομικές αρχές και κινδύνευε η ζωή μου για την αντιστασιακή μου δράση κατά τα έτη 1941/1944.
 Σημειώνω ιδιαίτερα ότι, μετά την εγκατάλειψη της θέσης μου στη Νιγρίτα συνελήφθηκα τον Μάϊο του 1946 από τον Διοικητήν του Α’ Αστυνομικού Τμήματος Θεσ/νίκης κ. Π…Στο Τμήμα του κρατήθηκα επί τρίμηνο και επί ένα μήνα στο Τμήμα Μεταγωγών Θεσ/νίκης, μετά με τριγύριζαν σε διάφορα ξερονήσια και τέλος κατέληξα στην Μακρόνησο, όπου έμεινα επί δύο χρόνια περίπου.
5)     Φωτοτυπία του υπ’ αριθμ. 5993 Φύλλου Πορείας του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών Μακρονήσου.
Σας παρακαλώ αφού μελετήσετε τα συνημμένα δικαιολογητικά να προβήτε στην ηθική αποκατάστασή μου σαν υπαλλήλου, διότι ποτέ δεν θα εγκατέλειπα την Υπηρεσία μου οικειοθελώς και αυτοβούλως  αν δεν κινδύνευα και αν δε με συνελάμβαναν και με κρατούσαν για την αντιστασιακή μου δράση.
Αν τυχόν τα συναφθέντα στοιχεία δεν επαρκούν σας παρακαλώ να μου απαντήσετε το ταχύτερο δυνατόν, για να σας υποβάλλω ό,τι άλλο χρειάζεσθε.
Με πολλή τιμή, ο αιτών, Ηλίας Ερρέρας.