Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

[Θεσσαλoνίκη, Εβραίοι 17 * Thessaloniki, Jews 17]: parva iudaica thessalonicensia. Γιομτώβ Γιακοέλ: Σχέδιον Ρυθμίσεως Εβραϊκού Προβλήματος Θεσσαλονίκης. * Yomtov Yakoel, Plan for the Regulation of the Jewish Issue in Thessaloniki.






Μνήμη Γιομτώβ Γιακοέλ



Σχέδιον
Ρυθμίσεως Εβραϊκού Προβλήματος Θεσσαλονίκης

Α'  Πολιτικόν μέρος

I.     Εκτοπισμός εις Πολωνίαν κατοίκων Εβραϊκού Συνοικισμού Δυτικής Πλευράς της πόλεως & των πέριξ (Βαρώνου Χιρς- Αγ. Παρασκευής - Ρεζή Βαρδάρι- Νεαπόλεως κλπ). Άτομα περίπου 15.000.
II.     Χρησιμοποίησις δια στρατιωτικάς ανάγκας των εργατών των Εβραϊκών Συνοικισμών Ανατολικής πλευράς της πόλεως (Συνοικισμός 151, ΝΟ 6, & Καλαμαριά). Άτομα περίπου 12.000. Παραμονή των οικογενειών των εν Θεσσαλονίκη.
III.  Εκτοπισμός εις νήσους Ιταλοκρατουμένας (Σκιάθον, Σκόπελον, Εύβοιαν, Σύρον κλπ) ή εις Πελοπόννησον, των Εβραίων κατοίκων των δύο κεντρικών Γκέττο (Συγγρού - Εξοχών) υπό την υπεύθυνον επιτήρησιν των Ελλην. Αρχών. Άτομα περίπου 16000 – 17000.
IV.  Εις τους εκτοπιζομένους εντός της Ελλάδος να επιτραπή η μεταφορά χρημάτων & πολυτίμων αντικειμένων (κοσμημάτων κλπ) ως και ειδών ενδύσεως μόνον μέχρι βάρους 30 κιλών κατ' άτομον.
V.    Ανάθεσις εις την Ισραηλ. Κοινότητα Θεσ/νίκης, υπό την εποπτείαν της Στρατ. Διοικήσεως Θεσ/νίκης - Αιγαίου,  
a.    της οργανώσεως της προσλήψεως των Εβραίων εργατών δια τα έργα του Στρατού Κατοχής.
b.      της οργανώσεως της μεταφοράς των Ισραηλιτών εκ του κεντρικού Γκέττο εις Παλαιάν Ελλάδα.
VI.  Προς τούτο να συσταθή αμέσως εις την Ισραηλιτικήν       Κοινότητα Γραφείον Εργατικής Εξυπηρετήσεως Αρχών Κατοχής, το οποίον θα λειτουργή υπό την επίβλεψιν της Στρατ, Διοικήσεως Θεσ/νίκης - Αιγαίου. Αφ' ετέρου να μεταβή πάραυτα εις Αθήνας ειδική αποστολή  προς συνεννόησιν μετά της Ελλην, Κυβερνήσεως και καθορισμόν των λεπτομερειών της εφαρμογής του Σχεδίου εγκαταστάσεως των Εβραίων εις τα  κέντρα της Παλαιάς Ελλάδος.
VII.              Επί σκοπώ υποβολής του παρόντος σχεδίου προς έγκρισιν υπό των Κεντρικών Γερμανικών Αρχών & διεξαγωγής των σχετικών συνεννοήσεων μετά της Ελλην. Κυβερνήσεως να χορηγηθή 15ήμερος αναστολή παντός ανθεβραϊκού μέτρου εκ μέρους της Ειδικής Γερμανικής Αστυνομίας.           


Β'  Οικονομικόν μέρος

        I.            Τα εμπορικά κεφάλαια των Ισραηλιτών (εμπορεύματα, μηχανήματα, εγκαταστάσεις κλπ) θα τεθώσιν υπό ομαδικήν εκκαθάρισιν εκ μέρους των διορισθέντων διαχειριστών και βάσει της γενομένης απογραφής. Η εκκαθάρισις θα διαρκέση το πολύ τρείς μήνας δια τα μεγάλα καταστήματα & ένα μήνα δια τα μικρά.
    II.        Εκ του προϊόντος της εκκαθαρίσεως θα πληρωθώσι πρώτον αι δαπάναι αυτής. Το καθαρόν υπόλοιπον θα διατεθή ως ακολούθως:
a.                Εν τρίτον δια το Ελληνικόν Δημόσιον (δια τας δαπάνας περιθάλψεως προσφύγων Θράκης& Μακεδονίας).
b.                Εν τρίτον δια την Ισραηλ. Κοινότητα & υπέρ του φιλανθρωπικού έργου αυτής &
c.                Εν τρίτον δια τον ιδιοκτήτην της εμπορικής επιχειρήσεως & το υπαλληλικόν του προσωπικόν.
  III.        Τα εμπορικά καταστήματα των Ισραηλιτών, μετά την λήξιν της εκκαθαρίσεως, θα παραχωρηθώσιν εις Έλληνας πρόσφυγας  Μακεδονίας & Θράκης, προς εμπορικήν των αποκατάστασιν.
  IV.            Αι κατοικίαι των εκτοπιζομένων Εβραίων μετά των επίπλων των θα παραχωρηθώσιν ωσαύτως εις τους Έλληνας πρόσφυγας.
    V.            Η ακίνητος & κινητή περιουσία της Ισραηλ. Κοινότητος Θεσ/νίκης θα εξακολουθήση εξυπηρετούσα τους φιλανθρωπικούς και άλλους σκοπούς αυτής. Προς τούτο ωρισμένος αριθμός κοινοτικών επιτροπών & κοινοτικών υπαλλήλων θα εξαιρεθή του εκτοπισμού & θα χρησιμοποιηθή δια την διοίκησιν του κοινοτικού οργανισμού & την διαχείρισιν  της περιουσίας αυτού. 






Εικόνα 1. Αριστερά το ζεύγος Γιομτώβ Γιακοέλ και δεξιά το ζεύγος  Ασέρ Μωυσή,  στο Θερμαϊκό  [η φωτογραφία  προέρχεται  από το αρχείο του κ. Ραφαήλ Μωυσή].







Σχόλια.



Το «Σχέδιον» είναι ένα χειρόγραφο κείμενο του Γιομτώβ Γιακοέλ γραμμένο σε τέσσερα φύλλα διαστάσεων 12Χ17cm, αποσπασμένα από μπλοκ. Είναι γραμμένο στα ελληνικά1 με μελάνι, εκτός από δύο αριθμούς που σημειώνονται με κόκκινο μολύβι· επάνω δεξιά είναι γραμμένο και υπογραμμισμένο από τον ίδιον,  το όνομα του συντάκτη του κειμένου, του Γιομτώβ Γιακοέλ. 

Το Σχέδιο είναι αχρονολόγητο, αλλά ισχυρά εσωτερικά στοιχεία του κειμένου θα μας επιτρέψουν, νομίζω, να εντοπίσουμε με ακρίβεια τον χρόνο  - την ημέρα – της συγγραφής του. Το κείμενο αναφέρεται στη ρύθμιση του «εβραϊκού προβλήματος Θεσσαλονίκης»  και είναι διαρθρωμένο σε δύο μέρη: το πολιτικό και το οικονομικό.   Στα τρία πρώτα άρθρα του Α’ μέρους ο Γιακοέλ προτείνει (αποδέχεται κατ’ ανάγκην, πιο σωστά) την διάσπαση του εβραϊκού πληθυσμού της πόλεως, ενώ στα πέντε άρθρα του δευτέρου μέρους, του οικονομικού, διατυπώνει τις θέσεις του για το σύνολον της εβραϊκής περιουσίας, τόσον  αυτής των ιδιωτών όσον και εκείνης  της Ισραηλιτικής Κοινότητος.

Στον προσδιορισμό της ημερομηνίας συγγραφής του Σχεδίου θα μας βοηθήσουν τα Απομνημονεύματα2  του Γιομτώβ Γιακοέλ και το In Memoriam3 των Μικαέλ Μόλχο και Ιωσήφ Νεχαμά.

Ο Γιακοέλ χώρισε τα  απομνημονεύματά του (το κείμενο που πρόλαβε να γράψει πριν την σύλληψή του) σε δύο κεφάλαια, από τα οποία τελείωσε το πρώτο (10 υποκεφάλαια) και τα 4 υποκεφάλαια του δευτέρου, ενώ από το δεύτερο έμεινε  ημιτελές το πέμπτο υποκεφάλαιο. Στα υποκεφάλαια προτάσσονται οι  τίτλοι των περιεχομένων τους και η εξιστόρηση των συμβάντων ακολουθεί  χρονολογική σειρά. Το ημιτελές υποκεφάλαιο καλύπτει χρονικά  την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου 1943 και τρείς από τους τίτλους των περιεχομένων του δίνουν το στίγμα των σπουδαιοτέρων γεγονότων  των πρώτων ημερών του μηνός. Οι τίτλοι αυτοί είναι οι εξής: «Εκτέλεσις της απογραφής των περιουσιών …Συγκέντρωσις εκατοντάδος προκρίτων Ισραηλιτών και δηλώσεις του Brunner προς αυτούς [7 Μαρτίου]…Σάββατον 6 Μαρτίου. Ομαδική φρούρησις των συνόρων των ισραηλιτικών περιοχών και απαγόρευσις εξόδου [των εβραίων] εξ αυτών». Από την παράθεση στην αρχή του υποκεφαλαίου όλων των τίτλων των περιεχομένων σε αυτό γεγονότων,  προκύπτει ότι μέχρι την 7η Μαρτίου (αλλά και μερικές ημέρες αργότερα από τότε) ο Γιακοέλ δεν γνωρίζει τίποτε συγκεκριμένο για την προγραμματισμένη εκτόπιση των ομοθρήσκων του, της οικογενείας του καθώς και αυτού του ιδίου. Η δυσοίωνη όμως λέξη  υπάρχει σε έναν από τους τίτλους των περιεχομένων του ημιτελούς πέμπτου υποκεφαλαίου, συγκεκριμένα στον τίτλο: «Διαδόσεις περί εκτοπισμού και καθησύχασις της κοινής γνώμης υπό Δρος Μέρτεν», γεγονός το οποίο σημαίνει πως ο Γιακοέλ επρόκειτο στη συνέχεια των Απομνημονευμάτων να γράψει σχετικά με ό,τι δηλώνει ο συγκεκριμένος αυτός  τίτλος. Φαίνεται δηλαδή ότι,  μετά την 7η Μαρτίου, είχαν κυκλοφορήσει «διαδόσεις» περί εκτοπίσεως των Εβραίων τις οποίες όμως διέψευσε ο Μέρτεν και, κατά συνέπεια, φρόντισε να παραπλανήσει, ακόμη μία φορά, τους καθημαγμένους  Εβραίους  των γκέτο.   

Στο In memoriam ο Μίκαελ Μόλχο, αναφερόμενος στο ίδιο χρονικό διάστημα (πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου), περιγράφει και αυτός, σε δύο διακριτά μέρη του κειμένου, τις διαδόσεις που κυκλοφόρησαν, τότε, μεταξύ των μελών της Κοινότητος4. Στο πρώτο μέρος σημειώνει: «Ό,τι επρόκειτο να αποκοιμήση την προσοχή [των Εβραίων] είχε συντελεσθή. Ωστόσο οι Εβραίοι ησθάνοντο τον ερχομό της καταιγίδος. Μιλούν μυστηριωδώς για μαζική εξορία. Αυτή είναι, ψιθυρίζουν, η αφορμή της απογραφής [των περιουσιών] και του περιορισμού στα γκέττο». Λίγο αργότερα επανέρχεται: «Ξάφνου προμηνύεται ένα μεγάλο κακό. Επαναλαμβάνεται επίμονα πως όλος ο εβραϊκός πληθυσμός θα εξορισθή. Τριακόσια βαγόνια είναι έτοιμα στον σταθμό».  Οι  διαδόσεις επιμένουν και υποχρεώνουν  τον Κόρετς να παρουσιαστεί στον Μέρτεν και να προσφέρει το 50% της κινητής και ακινήτου περιουσίας των Εβραίων προκειμένου να σωθεί ο λαός του Ισραήλ, να παραμείνει δηλαδή στην πόλη χωρίς να επικρέμεται επί της κεφαλής του η απειλή της εκτοπίσεως. Αυτή η κίνηση του Κόρετς πρέπει να πραγματοποιήθηκε στο διάστημα μεταξύ της 8ης και της 13ης Μαρτίου, κατά την εκτίμησή μου, πιο κοντά στο δεύτερο χρονικό όριο. Πάντως, η «Τρόμου ημέρα» ήταν η 14η Μαρτίου. Ο Μόλχο γράφει: «Έφθασεν η μοιραία ημέρα. Οι απαίσιες φήμες μεταβάλλονται σε βεβαιότητα. Την Κυριακή, 14 Μαρτίου η Σ. Δ.  [SD, Sicherheitsdienst]5 διατάσσει τον Αρχιραββίνο να καλέση στη συναγωγή του Συνοικισμού Χιρς, όλους τους εγκλείστους του Στρατοπέδου για να τους αναγγείλει την αναχώρησή των για την Κρακοβία, στην Πολωνία. Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στις 11 το πρωΐ». Επομένως, ο Κόρετς πληροφορείται την απόφαση των Γερμανών περί εκτοπίσεως των ομοφύλων του την Κυριακή το πρωΐ  και αμέσως μετά, σύμφωνα με τον Μόλχο, ευρίσκεται ενώπιον αυτών, εντός της Συναγωγής, στην δυσκολότερη ασφαλώς ώρα της ζωής του Εκεί τους εμψυχώνει: «Σκορπά αφειδώς τον παρήγορο λόγο»6 καθώς αυτή ήταν η μόνη οδός που του έμεινε να ακολουθήσει, ως συνέχεια της στάσεως την οποία εκράτησε ο ίδιος όλο το προηγούμενο διάστημα, κυρίως  όμως αυτής που επρότεινε (και ακολούθησε) τις τελευταίες κρίσιμες πέντε εβδομάδες, πριν από την 14η Μαρτίου.

Ο Γιακοέλ δεν θα μπορούσε να συντάξει «σχέδιο ρυθμίσεως του εβραϊκού προβλήματος Θεσσαλονίκης» με το συγκεκριμένο περιεχόμενο του παρόντος κειμένου, παρά μόνον μετά την φρικτή ανακοίνωση  της ημερομηνίας  εκτοπίσεως των ομοθρήσκων του – δηλαδή αμέσως μετά τις πρωϊνές ώρες της 14ης Μαρτίου. Ο Γιακοέλ (και οι ομόθρησκοί του), όταν συντάσσει το «Σχέδιον», γνωρίζει βέβαια την ημερομηνία της πρώτης αποστολής, αλλά όμως  η εκτόπιση αυτή, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο του Σχεδίου, δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί.  Αυτό συμβαίνει για μια μόνον ημέρα, την 14η Μαρτίου 1943, την παραμονή της πρώτης αποστολής.

Επομένως, αυτή είναι και η ημέρα συντάξεως του Σχεδίου.

 Μία τέτοια πρωτοβουλία του Γιακοέλ είναι βέβαιον ότι θα είχε τη σύμφωνη γνώμη των μελών της Διοικητικής Επιτροπής και απαραιτήτως την έγκριση του Αρχιραβίνου και προέδρου της Κοινότητος, του Τσβι Κόρετς. Ο Γ. Γιακοέλ κατέγραψε τις «κατ’ ανάγκην αντιπροτάσεις» του Κοινοτικού Συμβουλίου στην αναγγελθείσα εκτόπιση,  οι οποίες προέκυψαν από την μεταξύ των μελών συζήτηση και οριστικοποιήθηκαν με βαρύνουσα στην τελική διαμόρφωση του κειμένου, την άποψη του Κόρετς. Το επείγον της περιστάσεως προκύπτει και από τις λέξεις – τα χρονικά επιρρήματα -  τα οποία χρησιμοποιούνται στο VI άρθρο του κειμένου: συγκεκριμένα ο Γιακοέλ γράφει ότι πρέπει «να συσταθή αμέσως» στην Ισραηλιτική Κοινότητα  αρμόδιο Γραφείο για την οργάνωση της καταναγκαστικής εργασίας από τους  Εβραίους που θα παρέμεναν στην πόλη με τις οικογένειές τους και ταυτοχρόνως ειδική αποστολή  να «μεταβή πάραυτα» στην Αθήνα για τις απαραίτητες συνεννοήσεις με την Ελληνική Κυβέρνηση, σε περίπτωση εγκρίσεως του Σχεδίου από τις Αρχές Κατοχής. Ακολούθως, στο επόμενο άρθρο, ζητεί «να χορηγηθεί 15ήμερος αναστολή παντός ανθεβραϊκού μέτρου» ώσπου να εγκριθεί και να υλοποιηθεί το Σχέδιο. Εκτιμώ ότι η αιτουμένη αναστολή ανθεβραϊκών μέτρων αναφέρεται, κυρίως, στην  προγραμματισμένη πρώτη αποστολή  της επομένης ημέρας, της 15ης Μαρτίου 1943 ή - εφ’ όσον τούτο λόγω του περιορισμένου χρόνου είναι πρακτικώς αδύνατον - η αναστολή αφορά στην ακύρωση της σειράς των επομένων αποστολών. 

Όπως φαίνεται στο Σχέδιο, το σύνολον του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης εκείνο το διάστημα υπολογίζεται, κατ’ εκτίμηση, από 43.000 έως 44.000 άτομα7. Από αυτά, αντιπροτείνεται να εκτοπισθούν στη Πολωνία οι 15.000  και να μετεγκατασταθούν εκτός Θεσσαλονίκης (αλλά εντός της Ελλάδος)  άλλες 16.000-17.000. Τέλος, 12.000 άτομα να παραμείνουν στη πόλη προκειμένου οι ικανοί εξ αυτών προς εργασία, να χρησιμοποιηθούν για τις στρατιωτικές ανάγκες των αρχών κατοχής.

Σε ό,τι αφορά τις περιουσίες, προβλέπεται η εκκαθάριση των εμπορικών κεφαλαίων των Ισραηλιτών και από το προϊόν αυτής, προτείνεται, το εν τρίτον να περιέλθει στο ελληνικό δημόσιο και τα δύο τρίτα να μοιρασθούν μεταξύ της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης και του ιδιοκτήτη της επιχειρήσεως (συμπεριλαμβανομένων, στο τελευταίο αυτό μερίδιο και των ποσών τα οποία θα δοθούν στο υπαλληλικό προσωπικό). Τα εμπορικά καταστήματα και οι κατοικίες των εκτοπιζομένων  θα παραχωρηθούν για την επαγγελματική και οικογενειακή αποκατάσταση των προερχομένων από τις κατεχόμενες υπό των Βουλγάρων περιοχές της  Ανατ. Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης, Ελλήνων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Ζητείται, τέλος,  η κινητή και ακίνητη περιουσία της Ισραηλιτικής Κοινότητος να παραμείνει στη δικαιοδοσία της ώστε αυτή να εξακολουθήσει να εξυπηρετεί τους σκοπούς της εκ των οποίων ο σοβαρότερος, ιδιαιτέρως αυτή την περίοδο,  είναι ο φιλανθρωπικός.  

Από την μελέτη του Σχεδίου προκύπτει ότι το ενδιαφέρον του συντάκτη –πάντα ως εκπροσώπου των ιθυνόντων της Κοινότητος - εντοπίζεται περισσότερο στο πρώτο μέρος, το πολιτικό, στη κατανομή  δηλαδή και τη ρύθμιση των πληθυσμιακών μεγεθών της Κοινότητος. Προτείνεται να παραμείνουν εντός της χώρας τα 2/3 των Εβραίων και το 1/3 να εκτοπισθεί στη Πολωνία.  Βέβαια, ο συνολικός αριθμός των Εβραίων της πόλεως που θα παραμείνουν στην Ελλάδα θα μοιρασθεί ανάμεσα σε αυτούς που θα μετακινηθούν και θα εγκατασταθούν εκτός της Θεσσαλονίκης και σε αυτούς που θα εξακολουθήσουν να ζουν στην πόλη τους.

Κατ’  αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τα άρθρα του Σχεδίου, αφενός μεν  απομειώνεται σημαντικά ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλεως (τόσον αριθμητικά όσον και ως ποσοστό του συνολικού της πληθυσμού) αφετέρου δε περιορίζεται δραστικά η οικονομική του ισχύς καθώς τα περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων εκποιούνται και διανέμονται ενώ, επιπλέον,  το σύνολον των ευπόρων (εκ των δύο κεντρικών γκέτο) προβλέπεται να μετεγκατασταθεί σε άλλες περιοχές της Ελλάδος. Στην Θεσσαλονίκη θα παραμείνει ο φτωχός ή πολύ φτωχός εβραϊκός πληθυσμός των Συνοικισμών 151, Νο 6 και της Καλαμαριάς, ενώ, εξ ίσου φτωχοί ή πολύ φτωχοί θα είναι και όσοι, αντιπροτείνεται, να εκτοπισθούν στην Πολωνία από την άλλη πλευρά της πόλεως, την δυτική.

Συμπερασματικά, στη θέση μίας εύρωστης και δυναμικής Κοινότητος, το σχέδιο, κατ’ ανάγκην, αποδέχεται  (και σκιαγραφεί) την δυνατότητα να διατηρηθεί μία Κοινότητα περιορισμένη πληθυσμιακά  και αδύναμη οικονομικά, η οποία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επ’ ουδενί ως  απειλή  για τις κατοχικές δυνάμεις, αλλά ούτε και για τους τοπικούς εκείνους παράγοντες,  οι οποίοι, προτάσσοντας τα δικά τους  οικονομικά συμφέροντα στη παρούσα κατάσταση, συναινούσαν  στην εκτόπιση των Εβραίων συνοίκων.    

Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή  των απομνημονευμάτων του Γιομτώβ Γιακοέλ,   εξετάζοντας το περιεχόμενο του Σχεδίου8   παρατηρεί ότι αυτό «απηχεί την θέση πολλών ηγετών των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης, οι οποίοι έδωσαν μίαν ανάλογη προτεραιότητα στις ενέργειές τους …   οι ηγέτες μεγάλων κοινοτήτων ενδιαφέρονταν για τη μεγιστοποίηση της διάσωσης των ομοθρήσκων τους και όχι για επιχειρήσεις αυτοκτονίας»9.  Προφανώς, σε αρκετές περιπτώσεις συνέπεσαν οι εκτιμήσεις (και οι αποφάσεις)  των επικεφαλής  των διαφόρων  εβραϊκών κοινοτήτων (οι οποίοι λόγω των συνθηκών δεν είχαν μεταξύ τους,  καμία επαφή) καθώς  κοινή επιδίωξη    ήταν η υποστήριξη και η διάσωση του εβραϊκού πληθυσμού της κάθε μίας κοινότητος, οπουδήποτε στην κατεχόμενη Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά η Αμπατζοπούλου θεωρεί ότι, τον συντάκτη του παρόντος σχεδίου τον απασχολεί η «ανεύρεση μιας λύσης για την παραμονή των ομοθρήσκων του στην Ελλάδα, έστω με μία πρόταση μειοδοσίας και έναντι υψηλών ανταλλαγμάτων». Συμφωνώ με το δεύτερο τμήμα της τελευταίας προτάσεως περί παραχωρήσεως υψηλών ανταλλαγμάτων, αλλά θεωρώ ότι, προκειμένου να παραμείνει ένας σημαντικός αριθμός Εβραίων με ασφάλεια στην Ελλάδα, θα ήταν δυνατόν να δοθούν ακόμα υψηλότερα ανταλλάγματα (κυρίως οικονομικά) από αυτά που περιγράφονται στο Σχέδιο, αλλά, και τότε ακόμα, δεν θα ονόμαζα την συμφωνία μειοδοτική.   Προκειμένου να εκτιμηθεί το είδος της συμφωνίας (που αντιπροτείνει η Κοινότητα)  πρέπει αυτή  να συγκριθεί με την πραγματική κατάσταση όπως διαμορφώνονταν  εκείνη την ημέρα,  και όπως απολύτως καθορίζονταν από τους Γερμανούς. Το «Σχέδιον» με τα άρθρα του αντιμετώπιζε τις δράσεις των Γερμανών: Την εκτόπιση του συνόλου του  εβραϊκού πληθυσμού και την απώλεια όλων των περιουσιακών του στοιχείων. 

Οι επικεφαλής της Κοινότητος διαπιστώνουν κατά την διάρκεια της κατοχής ότι οι Εβραίοι ευρίσκονται απομονωμένοι10 και παντελώς αβοήθητοι από το κράτος του οποίου είναι πολίτες, ενώ συγχρόνως είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τις αλλεπάλληλες εντολές των στρατιωτικών δυνάμεων, οι οποίες εκδίδονται με καταιγιστικό ρυθμό το τελευταίο διάστημα. Ευρίσκονται αντικειμενικά σε πλήρη αδυναμία ενώ είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν την απόλυτη δύναμη (σε σχέση με αυτούς), η οποία προγραμμάτισε την εκτόπισή τους και την ανακοίνωσε στον Κόρετς - και δι’ αυτού στους ομήρους των γκέτο -  μόλις την προηγούμενη ημέρα από την πραγματοποίησή της. Απέναντι σε ένα επεξεργασμένο σχέδιο το οποίο εφαρμόζουν  οι Γερμανοί,  ευρίσκεται μία απομονωμένη ηγεσία η οποία κάτω από αφόρητες πιέσεις (και τον χρόνο να μετρά ασφυκτικά γι αυτήν και το λαό της)   προσπαθεί να προχωρήσει σε ένα τρόπο αντιδράσεως. Αυτός ο τρόπος είναι που  καταγράφεται στο παρόν «Σχέδιον» με το χέρι του Γιακοέλ. Σε μία τέτοια κρίσιμη περίπτωση, προκύπτει από το κείμενο,  ότι η εβραϊκή ηγεσία ήταν ικανή να διατηρεί τη ψυχραιμία της και να αντιπροτείνει μία σειρά συνεκτικών άρθρων υποστηρίζοντας μία πρόταση περί «ρυθμίσεως του εβραϊκού προβλήματος Θεσσαλονίκης» η οποία λαμβάνει υπ’ όψη τις (κατά την εκτίμησή της) επιθυμίες των Γερμανών κατακτητών ενώ συγχρόνως, προσπαθεί να καλύψει  τις πιεστικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου και, με αυτό τον τρόπο, να αποκτήσει ένα «συμμαχητή» παραχωρώντας σημαντικό  μέρος της περιουσία της σε αυτόν.      

Το Σχέδιο γράφει ο Γιομτώβ Γιακοέλ την 14η Μαρτίου 1943 και την ίδια ημέρα το εγχειρίζει στον συνάδελφό του, τον δικηγόρο Ιωάννη Σταθάκη, στο αρχείο του οποίου σώθηκε το χειρόγραφο. Είναι βέβαιον ότι ένα  τέτοιο έγγραφο  δεν θα περιέρχονταν σε χέρια  τρίτου, παρά μόνον όταν η Διοικητική Επιτροπή της Κοινότητος  θα είχε εξασφαλίσει το κατάλληλο  άτομο  το οποίον θα μπορούσε να φέρει εις πέρας, με σεβασμό στις θέσεις του σχεδίου, μία σύνθετη αποστολή: Να το προωθήσει στον τελικό αποδέκτη και να το υποστηρίξει απέναντι σε αυτόν, ως τον εκπρόσωπο  βεβαίως των κατοχικών δυνάμεων. Από τις προσωπικότητες των χριστιανών συμπολιτών,  τις οποίες ασφαλώς μελέτησαν τα μέλη της Επιτροπής, επέλεξαν ως καταλληλότερο τον δικηγόρο Ιωάννη  Σταθάκη.   Το πιθανότερο είναι ότι το όνομα του διαμεσολαβητή επρότεινε ο Γιακοέλ και σε αυτό συμφώνησαν  ο Αρχιραβίνος και τα μέλη της Επιτροπής.

Αυτή την περίοδο στη πόλη και στον χώρο των κατοχικών δυνάμεων υπάρχουν: ένας «αόρατος» στρατηγός, ο Κουρτ φον Κρέντσκι, ο διοικητής σύμβουλος της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης - Αιγαίου Μαξ Μέρτεν και οι Wisliceni και Brunner, δύο αξιωματικοί των SS οι οποίοι μόλις αφίχθησαν στη πόλη την 6 Φεβρουαρίου 1943,  ενεργοποίησαν τα  αντιφυλετικά μέτρα και εξ αρχής  έδειξαν ότι διαθέτουν εξαιρετικά ισχυρή δύναμη σχετικώς με το «εβραϊκό ζήτημα». Η Κοινότητα (και προσωπικά ο Γιακοέλ) είχε διαπραγματευθεί με τον Μέρτεν  επιτυχώς έξι μήνες ενωρίτερα σχετικώς με το θέμα των εργαζομένων στα καταναγκαστικά έργα ισραηλιτών.  Ο Μέρτεν, το προηγούμενο διάστημα, φέρονταν  με ένα τρόπο τυπικά ευγενικό προς τους εκπροσώπους της Κοινότητος,  σε αντίθεση με το σκαιό των Wisliceni και Brunner απέναντι στους ίδιους. Ακόμη,  όσοι μπορούσαν να σκεφτούν και να μιλήσουν  για τα θέματα που αφορούσαν την Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της, χριστιανούς και ισραηλίτες,  όλοι, εκείνες τις ημέρες, εκτιμούσαν ότι τον τελευταίο λόγο για τα πάντα είχε ή μπορούσε να έχει ο Μέρτεν. Ο Ασέρ Μωυσής, ένας από τους  καλύτερα ενημερωμένους πολίτες ανάμεσα στους χριστιανούς και τους Εβραίους  για όσα σημαντικά συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη11, καταθέτοντας στη δίκη του Μέρτεν  θα χαρακτηρίσει τον τελευταίο με τις φράσεις: «Ο Μέρτεν ο παντοδύναμος υπερστράτηγος της Θεσσαλονίκης12» και «ο Μέρτεν, τύραννος και κυρίαρχος της Θεσσαλονίκης13». 

Εξ όλων αυτών,  εκτιμώ ότι ο Ιωάννης Σταθάκης  θα φρόντιζε να ενημερώσει  τον Μαξ Μέρτεν  και θα επεδίωκε, κατά την συνάντηση (και τη συζήτηση), να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του σχετικώς με το περιεχόμενο του Σχεδίου.  Εάν δε ήταν δυνατόν, θα κατέβαλε προσπάθεια προκειμένου να τον επηρεάσει υπέρ της συγκεκριμένης αντιπροτάσεως των επικεφαλής της Κοινότητος.

Στο In Memoriam περιλαμβάνεται το Κεφάλαιο VII με τίτλο «Διαβήματα για ν’ ανακοπούν οι αποστολές»14, στο οποίο περιγράφονται οι κινήσεις που έγιναν στη Θεσσαλονίκη και, περισσότερο, στην Αθήνα προκειμένου να διασωθούν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης.   Σε μία από αυτές, εκατόν πενήντα δικηγόροι της Θεσσαλονίκης υποβάλλουν αίτημα στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως και ζητούν από αυτόν να εξαντλήσει κάθε δυνατή ενέργεια υπέρ των Εβραίων ενώ υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά: «Αν η εξορία δεν μπορεί ν’ αποφευχθή επιμείνατε ώστε οι Εβραίοι να συγκεντρωθούν όλοι σε ένα νησί του Αιγαίου. Το ίδιο το Κράτος θ’ αναλάβη την υποχρέωση να εξασφαλίση την φύλαξή των, καθώς και την ευθύνη για την συμπεριφορά και τις πράξεις των»15.   Εν συνεχεία, και μετά την έναρξη των αποστολών, οι θεσσαλονικείς Εβραίοι των Αθηνών προσφεύγουν στην Ελληνική Κυβέρνηση και την ικετεύουν να κινητοποιηθεί υπέρ της σωτηρίας των ομοθρήσκων τους. Διατυπώνουν μία κλιμακωτή σειρά προτάσεων και ζητούν από την Κυβέρνηση, με τη σειρά της, να τις υποβάλλει και να τις υποστηρίξει απέναντι στους Γερμανούς σε μία προσπάθεια να επιτύχει αρχικώς το δυνατόν καλύτερο  αποτέλεσμα, αλλά αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε, να επιτύχει τον αμέσως επόμενο στόχο, μία χαμηλότερη βαθμίδα προσδοκιών και ούτω καθεξής μέχρι την πρώτη βαθμίδα, την πρώτου βαθμού επιδίωξη των κινητοποιημένων Εβραίων.

Το καλύτερο, σύμφωνα με αυτή τη σειρά των προτάσεων,  θα ήταν να μετεγκατασταθούν οι Εβραίοι σε μια υπό ιταλική κατοχή  περιοχή της Ελλάδος και την επίβλεψή τους ν’ αναλάβει η ιταλική αρχή ή η ελληνική αστυνομία. Η περιουσία τους, τότε, θα παραχωρείτο στο ελληνικό Δημόσιο, το οποίο θα αναλάμβανε και την υποχρέωση να φροντίσει για την συντήρησή τους μέχρις ότου οι ίδιοι, εργαζόμενοι στο νέο τόπο,  καταστούν ικανοί να συντηρηθούν με τις ίδιες δυνάμεις τους. 

Είναι φανερή η ομοιότητα των προτάσεων τις οποίες  προτείνουν  «οι Θεσσαλονικείς των Αθηνών» με εκείνες οι οποίες περιέχονται  στο «Σχέδιον» του Γιομτώβ Γιακοέλ και τις οποίες «αντιπροτείνουν» οι υπεύθυνοι της Κοινότητος Θεσσαλονίκης. Το ευκταίον και στις δύο περιπτώσεις θα ήταν η παραμονή όλων (ή των περισσοτέρων)  Εβραίων της Θεσσαλονίκης  στον ελληνικό χώρο. Και  η διαχείριση των περιουσιών τους --  με διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο περιπτώσεων -  περιλαμβάνει την μεταβίβαση του συνόλου ή του ενός τρίτου, αντιστοίχως για την κάθε μία περίπτωση,  στο ελληνικό δημόσιο.  Εξ αυτών προκύπτει το  συμπέρασμα ότι οι δύο ομάδες  Εβραίων υπευθύνων  η μία στη Θεσσαλονίκη και η άλλη στην Αθήνα, χωρίς συνεννοήσεις μεταξύ των και σε διαδοχικούς χρόνους, εκφέρουν παραπλήσιο λόγο και διατυπώνουν παρόμοιες προτάσεις για το πιο κρίσιμο ζήτημα στην ιστορία του εβραϊκού ελληνισμού. Οι προτάσεις των αυτές, βασισμένες σε δύο παρεμφερείς άξονες, εκφράζουν την θέλησή τους για τα δύο πιο σημαντικά θέματα της υπάρξεώς τους κατά τις κρίσιμες αυτές ώρες: Επιμένουν, εφ’ όσον απαιτείται να μετακινηθούν από την πόλη τους,  να παραμείνουν τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο. Και καθώς υποχρεώνονται να αποξενωθούν από την περιουσία τους, αποδέχονται μέρος αυτής ή ολόκληρη να αποδοθεί στο ελληνικό δημόσιο.    

Ο Γιομτώβ Γιακοέλ υπήρξε εξέχουσα μορφή της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης και μία από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της πόλεως επί δύο δεκαετίες [1923-1943], τις τελευταίες της παρουσίας των πολυαρίθμων ομοθρήσκων του στην πόλη. Όταν συζητεί, συναποφασίζει και συντάσσει το Σχέδιο δεν έχει καμία άλλη ιδιότητα παρά μόνον την ιδιότητα του Εβραίου, του εγκλείστου στο γκέτο.  Εξάλλου, βάσει αυτής της ιδιότητος  αντιμετωπίζουν πλέον οι Γερμανοί τον ίδιο καθώς και το σύνολο των μελών της Κοινότητος: αυτός είναι Εβραίος και αυτοί είναι Εβραίοι. Ακόμη και μερικοί – ελάχιστοι – εκ των Εβραίων που προσδοκούσαν μία διαφορετική μεταχείριση για τον εαυτό τους ή για την οικογένειά τους θα διαπίστωναν, εντός ολίγου χρόνου, ότι και αυτοί θα είχαν την ίδια μοίρα με τους ομοφύλους τους, γιατί ακριβώς και αυτοί ήταν Εβραίοι. Ο Γιομτώβ Γιακοέλ, δίδοντας γραπτή μορφή στις σκέψεις και τους φόβους της Διοικητικής Επιτροπής της Κοινότητος, συμμετέχει σε μία προσπάθεια να ανατραπεί, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, η προγραμματισμένη πορεία των Εβραίων, να παραμείνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του εβραϊκού πληθυσμού εντός της Ελλάδος και να διατηρηθεί στα χέρια των κατόχων της μέρος της εβραϊκής, κινητής κυρίως, περιουσίας. Όταν έγραφε το κείμενο του Σχεδίου ασφαλώς πίστευε  ότι θα υπήρχαν κάποιες πιθανότητες προκειμένου να μεταπεισθούν οι Γερμανοί και να εκκινήσει μία διαπραγμάτευση για την ρύθμιση του «εβραϊκού  προβλήματος» μεταξύ των κατοχικών δυνάμεων, της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης και του ελληνικού κράτους.    

Αργότερα, ο Γιομτώβ Γιακοέλ κρύβεται, αυτός και η οικογένειά του, στην Αθήνα· εκεί γράφει τα απομνημονεύματα του  ενώ,  από κοινού με τον Ασέρ Μωϋσή, συμμετέχει,  με  θετικά αποτελέσματα αυτή τη φορά, στη προσπάθεια διασώσεως των Εβραίων της πρωτευούσης. Όμως, οι τολμηρές εμπορικές δραστηριότητες του γαμβρού του Μωϋσή Φαρατζή,  καθώς και μία  σειρά ατυχών συμπτώσεων σε συνδυασμό με την επιμονή ενός Εβραίου δοσιλόγου οδήγησαν στη σύλληψη του, την 22α Δεκεμβρίου 1943 στην Αθήνα, ενώ, αργότερα, την 25η Μαρτίου 1944  συνελήφθησαν η σύζυγος και τα δύο τέκνα τους. Η οικογένεια εκτοπίζεται με την αποστολή της 2ας Απριλίου 1944 και στο τέλος της διαδρομής αποβιβάζεται στο Άουσβιτς. Εκεί ο Γιομτώβ Γιακοέλ θα προλάβει να γνωρίσει το ανείπωτο και ανέκφραστο τέλος του ταξιδιού όλων των  προηγηθέντων ομοθρήσκων του, εκεί θα διαπιστώσει το τέλος  των μελών της οικογενείας του και σ’ εκείνο το μέρος έζησε ο ίδιος μετρημένες  ημέρες γνωρίζοντας ποια θα ήταν η κατάληξη και της δικής του διαδρομής - ποιο θα ήταν το τέλος το οποίο μετά βεβαιότητος θα επακολουθούσε -  καθώς εργάζονταν στη Ζόντερκομάντο/Sonderkommando του στρατοπέδου Μπίρκεναου.









Εικόνα 2. Από αριστερά: Λουίζα Μωυσή - Σιακή, Γιομτώβ Γιακοέλ, Γέτη Μωυσή και Μύριαμ Μωυσή. Στο σπίτι των Γέτης και  Ασέρ Μωυσή, Τσιμισκή 90, Θεσσαλονίκη [η φωτογραφία  προέρχεται  από το αρχείο του κ. Ραφαήλ Μωυσή].















Παράρτημα Α΄. Ο «διαμεσολαβητής» νομικός Ιωάννης Σταθάκης: ορισμένα στοιχεία, κυρίως, για τις σχέσεις του με τους Εβραίους και την σχέση του με τον Μαξ Μέρτεν.



Βλάχος από το Περτούλι Τρικάλων, ο Σταθάκης ήταν ένας ακόμα Θεσσαλός δικηγόρος με επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή στη Θεσσαλονίκη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20.  Το 1933 εξελέγη βουλευτής στις εκλογές του Μαρτίου με το κόμμα του Εθνικού Συνασπισμού και επανεξελέγη στις εκλογές της 2ας Ιουλίου του ιδίου έτους. Στην Κατοχή διετέλεσε νομικός σύμβουλος της υπό τον Νικόλαο Χερτούρα  Γενικής Διευθύνσεως  Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας [Γ.Δ.Μ.]. Ο Ιωάννης Σταθάκης υπήρξε έγκριτος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης και κατά την μακράς διαρκείας επαγγελματική του δραστηριότητα  χειρίστηκε σημαντικές υποθέσεις - την υπεράσπιση   αρκετών μάλιστα  εξ αυτών, του ανέθεσαν  Εβραίοι δημότες της πόλεως.  

Η μελέτη του προσωπικού του αρχείου – έγγραφα και επιστολές -   αποκάλυψε ότι ο Σταθάκης εκτός από νομική επάρκεια, διέθετε και μία άλλη ιδιότητα ιδιαιτέρως αποτελεσματική για την [θετική] έκβαση κάθε δικαστικής υποθέσεως: μπορούσε να παρακολουθεί και να «τελειώνει δουλειές» διατηρώντας προσωπική  επαφή με τα κατάλληλα πρόσωπα στα υπουργεία και στις  δημόσιες υπηρεσίες είτε στη Θεσσαλονίκη είτε, κυρίως,  στην Αθήνα την οποία επισκέπτονταν συχνά και παρέμενε σε αυτήν αρκετές ημέρες κάθε φορά, φροντίζοντας για την προώθηση ή την επίλυση των θεμάτων που τον ενδιέφεραν. Στο συγκερασμό των παραπάνω δύο ιδιοτήτων πιστεύω  ότι οφείλεται ο σημαντικός αριθμός υποθέσεων, των οποίων την υπεράσπιση ανέθεταν οι Εβραίοι (όπως και οι χριστιανοί) πελάτες στον Ι. Σταθάκη, προπολεμικά16 αλλά και κατά την διάρκεια του πολέμου και της κατοχής. 

Αναλογικά, περισσότερες είναι οι υποθέσεις που του ανατίθενται από Εβραίους κατά την διάρκεια της κατοχής17, ιδιαιτέρως μάλιστα από τους τελευταίους μήνες του 1942 και αργότερα, για προφανείς λόγους. Η άσκηση του επαγγέλματος για τους Εβραίους δικηγόρους όσο περνούσαν οι ημέρες καθίστατο ολοένα και περισσότερο προβληματική και οι Εβραίοι, κατ’ ανάγκη, απευθύνονταν σε χριστιανούς δικηγόρους18. Σημειώνεται ακόμα, ότι με αίτησή του προς την Υ.Δ.Ι.Π. την 19 Ιουνίου 1944 ο Ι. Σταθάκης φαίνεται να συμμετέχει (από κοινού με τον Γ. Μπρόβα), ως συνιδιοκτήτης κατά 50% εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη, το εν τέταρτον του οποίου ανήκει σε δύο  Ισραηλίτες επιχειρηματίες19. 

Ο ίδιος ο Σταθάκης τον Φεβρουάριο του 1959,   κατά την παρουσία  του ως μάρτυς υπερασπίσεως στην δίκη του Μέρτεν, δήλωσε στο δικαστήριο ότι: «…από την εποχή που ήσκουν το δικηγορικόν επάγγελμα οι περισσότεροι των πελατών μου ήσαν ευκατάστατοι Εβραίοι»20. Εξ αυτού του γεγονότος, θα υποστηρίξει στην κατάθεσή του ότι κατά την διάρκεια της Κατοχής, τον επισκέφτηκαν πολλοί Εβραίοι και τον παρακάλεσαν να κάνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να σώσει [αυτούς και] τους ομοθρήσκους τους.  Κατέθεσε πως, τότε, επισκέφτηκε τον Μέρτεν και συζήτησε μαζί του  για το ζήτημα των Εβραίων αλλά, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι δεν είχε καμία δυνατότητα επεμβάσεως καθώς   το ζήτημα υπάγονταν στην αρμοδιότητα της ομάδος Ρόζενμπεργκ. Αυτή ήταν, άλλωστε, η μόνιμη απάντηση των μαρτύρων υπερασπίσεως σε όσες ερωτήσεις της έδρας του δικαστηρίου διερευνούσαν την σχέση και την ευθύνη του κατηγορουμένου Μέρτεν με την εκτόπιση και το τραγικό τέλος των Εβραίων της πόλεως.

Ενδεικτική της καταθέσεως του Σταθάκη είναι η απάντηση την οποία έδωσε σε ερώτηση στρατοδίκη, όταν εδήλωσε: «Εγώ εκείνο που ημπορώ να σας πω  είναι ότι δεν άκουσα κανένα παράπονον εναντίον του» και αναφέρονταν στο Μέρτεν  και στη σχέση του τελευταίου με τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Αλλά και στην  ερώτηση:  «Ξέρετε εάν έκαμε μεταβιβάσεις; [εβραϊκών περιουσιών]» θα απαντήσει αρνητικά, ενώ στην  νέα ερώτηση -   του ίδιου στρατοδίκη - ο οποίος επανήλθε επιμένοντας: «Εάν σας πω ότι έκαμε [μεταβιβάσεις] θα αλλάξουν αι σκέψεις [σας]  περί του κατηγορουμένου;» θα απαντήσει με ένα «Όχι».  

Ο Σταθάκης μετά τον πόλεμο  κατηγορήθηκε, εκτός των άλλων, και για το γεγονός  ότι κατά την 30η Οκτωβρίου 1943  ετέλεσε στην οικία του πολυτελή γάμο της κόρης του,  στον οποίον παρέστη προσκεκλημένος ο Μαξ Μέρτεν. Η δική του εκδοχή αποτυπώνεται σε ιδιόγραφο σημείωμα21 στο οποίον διευκρινίζει ότι ο Μέρτεν προσήλθε στην τελετή του γάμου22, καλεσμένος της  γερμανομαθούς Λιλής Μπρούνο23 (συζύγου Ισραηλίτου και φίλης του Μέρτεν) της οποίας η  αδελφή Αφροδίτη Στεφ. Γκόφα [Κόφφα]24 διέμενε στην ίδια οικοδομή στην οποία κατοικούσε και ο Ι. Σταθάκης  με την οικογένειά του - αυτό το διάστημα μάλιστα, οι οικογένειες των δύο αδελφών συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα Γκόφα [Κόφφα]. Καθημερινός επισκέπτης τους υπήρξε ο Μέρτεν, ο οποίος πολλές φορές έτρωγε μαζί τους. Ο Μέρτεν παρακολούθησε το μυστήριο του γάμου, το οποίον ετέλεσε ο μητροπολίτης Γεννάδιος, ενώ έφυγε αμέσως μόλις αυτό τελείωσε. Συμπληρώνοντας την εξιστόρηση,  ο Σταθάκης, διευκρινίζει ότι η μόνη πολυτέλεια που σημειώθηκε στον γάμο ήταν τα άνθη τα οποία έστελναν οι προσκεκλημένοι αντί οποιουδήποτε άλλου δώρου.

Ο Σταθάκης, στη κατάθεσή του στη δίκη, υποστηρίζει ότι τον Μέρτεν συνάντησε (και εγνώρισε) πρώτη φορά, τότε, όταν ο Γερμανός αξιωματούχος προσήλθε, ακάλεστος, στο γάμο της κόρης του με τον επιχειρηματία Νικόλαο Καμπάνη. Όμως, ο γάμος ετελέσθη τον Οκτώβριο του 1943 και επομένως η  γνωριμία των δύο ανδρών, σύμφωνα με τον Σταθάκη, συνέβη ένα τρίμηνο περίπου αργότερα από τότε που είχαν εκτοπισθεί και οι τελευταίοι Εβραίοι της πόλεως.

Οι δύο άνδρες είναι βέβαιον ότι γνωρίζονταν, αλλά είναι δύσκολο να ορίσουμε ακριβώς το είδος της μεταξύ των σχέσεως, με τα έως σήμερα γνωστά στοιχεία. Πάντως η σχέση αυτή οδήγησε, αργότερα, τον Μέρτεν να καλέσει στη δίκη του τον Σταθάκη ως μάρτυρα υπερασπίσεως, κίνηση η οποία σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος  ήταν βέβαιος για  την ευνοϊκή υπέρ αυτού κατάθεσή του μάρτυρος. Πράγματι ο Σταθάκης υπήρξε από τους σταθερότερους μάρτυρες – υπερασπιστές του Μέρτεν. Επί πλέον η επιλογή εκ μέρους των επικεφαλής της Κοινότητος του Σταθάκη ως διαμεσολαβητή καταδεικνύει ότι οι πρώτοι εκτιμούσαν πως ο δεύτερος διέθετε τις απαραίτητες εκείνες συνθήκες προσβάσεως προς τον Μέρτεν, οι οποίες θα του επέτρεπαν να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις της τόσον σοβαρής αποστολής του. 

Το πιθανότερο είναι ότι ο Σταθάκης διεκπεραίωσε την υπόθεση την οποία ανέλαβε,  μετέφερε στον Μέρτεν όσα περιελάμβανε το «Σχέδιον»,  την δε απάντηση του τελευταίου γνωστοποίησε στον Γιακοέλ. Άλλωστε τώρα πλέον δεν υπήρχε λόγος να παραπλανήσει κανείς τους Εβραίους - αμέσως ή εμμέσως- καθώς τα πυκνά δρομολόγια των τραίνων ήταν εκείνα που διαμόρφωναν την καθημερινή τους πραγματικότητά.     

Προσφάτως ήλθε στη δημοσιότητα η ιστορία διασώσεως ενός βρέφους Εβραίων25, στην οποία  θετικό ρόλο διεδραμάτισε ο Ι. Σταθάκης. Το ζεύγος Ματθίλδης και Ζακ Μασαράνο, τον Μάρτιο του 1943, παρέδωσε στα χέρια του δικηγόρου τους  Ιωάννη Σταθάκη, το μόλις ολίγων ημερών βρέφος  τους μαζί με τα οικογενειακά τιμαλφή και τον παρακάλεσε να φροντίσει το μωρό και να φυλάξει τα πολύτιμα αντικείμενα μέχρι αυτοί να επιστρέψουν.  Ο Σταθάκης κανόνισε να παραδοθεί από έναν αστυνομικό το βρέφος, ως έκθετο, στο  βρεφοκομείο Άγιος Στυλιανός και – σε συνεννόηση με μία τροφό [γαλακτοκόμο] του ιδρύματος-  φρόντισε κατά την διάρκεια της κατοχής το μωρό που του εμπιστεύτηκαν. Το βρέφος, ο Ντάριο,  επέζησε και μετά τον πόλεμο τον παρέλαβε από τον Άγιο Στυλιανό ο αδελφός της μητέρας του, Ζακ Μπαρζιλάι. 

Ο Σταθάκης δεν εκμεταλλεύθηκε ποτέ την ιστορία αυτή: Δεν δημοσιοποίησε τη συμμετοχή του στη διάσωση του Ντάριο και δεν μίλησε ποτέ για την διπλή εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι Μασαράνο (και οι Μπαρζιλάι) στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραδίδοντας στα χέρια του το μωρό και τα οικογενειακά τιμαλφή. Επίσης αν και διέθετε ένα σημαντικό έγγραφο όπως είναι το «Σχέδιον» του Γιακοέλ, εν τούτοις δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτό και δεν το χρησιμοποίησε σε καμία περίπτωση για να υποστηρίξει τον εαυτό του στις προσωπικές ή οικογενειακές περιπέτειες που δοκίμασε μετά τον πόλεμο.

Χρονικά η 15η Μαρτίου θα είναι το σημείο καμπής της παρουσίας των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και  εν όψει  της διαμορφωθείσης καταστάσεως, οι κινήσεις των ιθυνόντων της Κοινότητος είναι ιδιαίτερα κρίσιμες. Ουσιαστικά, εκείνες τις ώρες, η Κοινότητα αναθέτει στον Σταθάκη να επιχειρήσει όσα απαγορεύονται στην ίδια, ως το αρμόδιο συλλογικό όργανο,  να πράξει  ενώπιον των αρμοδίων κατοχικών αρχών. Ως εκ τούτου είμαι βέβαιος ότι και ο Γιακοέλ και οι υπεύθυνοι εκτίμησαν πως ο Ιωάννης Σταθάκης (με όσα εγνώριζαν γι αυτόν μέχρι τότε) ήταν από πάσης απόψεως το κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει, εξ ονόματος της Κοινότητος, αυτή την  αποστολή. 

Είναι δύσκολο να ανασυστήσει κανείς την σειρά των γεγονότων εκείνων που συνέβησαν σε μία εποχή όπως ήταν η περίοδος της Κατοχής. Υπήρξαν αρκετοί πολίτες οι οποίοι έκριναν απαραίτητο, προκειμένου να επανακαθορίσουν τη θέση τους στον κοινωνικό και πολιτικό βίο της χώρας μετά τον πόλεμο, να επιλέξουν ποια στοιχεία από την προηγούμενη δράση τους  θα ήταν προτιμότερο να μείνουν στο ημίφως και ποια, αν ήταν δυνατόν, θα έπρεπε να απαλειφθούν χωρίς να αφήσουν ίχνη στη προσωπική διαδρομή τους. Στις κατοχικές δράσεις αρκετών ατόμων υπήρξαν μεταπολεμικά, ποικίλες προσαρμογές.  Πολλές καταστάσεις και γεγονότα τροποποιήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, προκειμένου να προσαρμοστούν στις συνθήκες οι οποίες επικράτησαν αργότερα στην Ελλάδα. 

Δεν έχουμε στοιχεία για την διαδρομή του Σχεδίου του οποίου το πρωτότυπο έμεινε στα χέρια του Σταθάκη. Πιστεύω ότι ο Γιακοέλ (και η Κοινότητα) έδωσαν το κείμενο αφού προηγουμένως είχαν εξασφαλίσει ότι θα προωθείτο στον επόμενο – τον υψηλό – παραλήπτη. Αυτό κατέστη δυνατό με την επιλογή  του διαμεσολαβητή, του Ιωάννη Σταθάκη. Η ισχυρή παρουσία του Μέρτεν στη πόλη και η σχέση του με τον Σταθάκη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι  το «Σχέδιον» θα περνούσε από τα χέρια του δικηγόρου σε αυτά του Γερμανού διοικητή. Από την πλευρά του, ο Ι. Σταθάκης επέλεξε,  καταθέτοντας στη δίκη του Μέρτεν, να μιλήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργηθούν σκέψεις στους φιλύποπτους για την ποιότητα της στάσεως  την οποία εκράτησε εκείνες τις ώρες, στην πιο τραγική περίσταση για τους Εβραίους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Προτίμησε να παρουσιάσει ότι η επαφή του με τον Μέρτεν  προήλθε από τον ενδιαφέρον του για όλους τους εγκλείστους Εβραίους της πόλεως,  το οποίον εθέρμαναν με τις παραστάσεις και τις παρακλήσεις τους προς αυτόν, οι Εβραίοι φίλοι ή γνωστοί του. Είναι φανερόν ότι η περιγραφή της σχέσεως του με το Μέρτεν καθώς και η εξιστόρηση του τρόπου με τον οποίον τον συνάντησε προκειμένου να τον παρακαλέσει υπέρ των Εβραίων, χωρίς να έχει ή να εκπροσωπεί ο ίδιος κάποιον θεσμικό ρόλο δεν αντέχει σε καμία σοβαρή ή μη σοβαρή εξήγηση.  Πρόκειται απλώς για μία προσχηματική αφήγηση η οποία δεν είχε ως στόχο να παρουσιάσει τι ακριβώς συνέβη κατά τον χρόνο εκτυλίξεως των πραγματικών γεγονότων αλλά είχε ως επιδίωξη να υποστηρίξει έναν σημαντικό Γερμανό – ίσως τον σημαντικότερον και πάντως έναν εκ των πλέον σημαντικών – στην κορυφή της πυραμίδος της κατοχικής εξουσίας στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος συνδέθηκε με ποικίλους τρόπους με πρόσωπα που προέρχονταν από διαφορετικά στρώματα της τοπικής κοινωνίας.      





Εικόνα 3. Ο συμβολαιογράφος Σωτήρης Παπαδήμας φροντίζει τη σούβλα. Στην αγκαλιά του Γιομτώβ ο γιός του Γεχιέλ (Λελάκης). Αριστερά του, κάτω, ο Διευθυντής της Εμπορικής Τραπέζης Γιώργος Σκέβης και πλάι του ο μικρός Ραφαήλ Μωυσής.  Η μικρή Γιόλα ντροπαλή στο δεξιό άκρο [η φωτογραφία  προέρχεται  από το αρχείο του κ. Ραφαήλ Μωυσή].





  Παράρτημα Β’. Βιογραφικά Γιομτώβ Γιακοέλ



 Ο Γιομτώβ Γιακοέλ γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 189926, φοίτησε στο γυμνάσιο της πόλεως και παρακολούθησε μαθήματα εβραϊκής στο σχολείο της ισραηλιτικής κοινότητος Τρικάλων. Το 1916, δεκαεπταετής, μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Ασέρ Μωϋσή ίδρυσαν τον σύλλογο «Έρες Σιών/Eretz Zion» και το 1917  εξέδωσαν το μηνιαίο περιοδικό «Ισραήλ» που τυπώνονταν στα Τρίκαλα και διανέμονταν, επίσης, στη Λάρισα και στο Βόλο27. Στο «Ισραήλ» πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα το 1918  ο Γιωσέφ Ελιγιά  με το πρωτόλειο ποίημά του «Οι 3 Ραββίνοι»28. Ο Λεών Α. Ναρ, ο νέος επιμελητής του έργου του Ελιγιά, αποτιμώντας μία σημαντική πλευρά του περιοδικού των Τρικάλων γράφει σχετικά: «Η μελέτη του συγκεκριμένου περιοδικού αποδεικνύεται πολλαπλά χρήσιμη γιατί παρέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τη σιωνιστική κίνηση στις διάφορες ελληνικές πόλεις γεγονός που μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη.»29.

Οι Γιακοέλ και Μωυσής σπούδασαν στη νομική Σχολή Αθηνών και μετά το πέρας των σπουδών τους εγκαταστάθηκαν  στη Θεσσαλονίκη, την οποία επέλεξαν ως το πεδίο των  επαγγελματικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων τους30 - σε αυτήν ο Γιακοέλ έφερε από τα Τρίκαλα όλη την οικογένειά του. Το 1932 παντρεύτηκε τη Σάρα Μπαρούχ («κόρη πλούσιου χρηματιστή από το Μοναστήρι»31) και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τα οποία κατά την περίοδο των διωγμών ήταν μικρότερα από 10 ετών το καθένα.

 Στη Θεσσαλονίκη ο Ασέρ Μωϋσής έγινε πρόεδρος της Σιωνιστικής Ομοσπονδίας και ο Γιομτώβ Γιακοέλ δραστηριοποιήθηκε στη Στοά Μπενέ Μπερίθ, της οποίας ανέλαβε την προεδρία. Η στοά διαθέτει πλούσια βιβλιοθήκη, προβαίνει στην οργάνωση σειράς μαθημάτων  και διαλέξεων από εξέχοντες λογίους και, επί πλέον, χορηγεί υποτροφίες σε μαθητές γυμνασίου και φοιτητές πανεπιστημίου. Στο πρόλογο των Απομνημονευμάτων του Γιακοέλ,  η Φρ. Αμπατζοπούλου επισημαίνει ότι η Στοά   Μπενέ Μπερίθ «σε συνεργασία με την Alliance Israelite Universelle έπαιζε ρυθμιστικό ρόλο στη κοινοτική ζωή» και ο πρόεδρος της πρώτης, ο Γιομτώβ Γιακοέλ, «αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του στο σιωνιστικό κίνημα, στο οποίο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο…»32. Παραλλήλως, ο Γιομτώβ Γιακοέλ δίδασκε πολιτική οικονομία στην ιδιωτική σχολή Αλτσέχ  και συνέγραφε μελέτες και άρθρα33.

Την λίαν επιτυχή επαγγελματική διαδρομή των Ασέρ Μωυσή και  Γιομτώβ Γιακοέλ, ως δικηγόρων στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζει ο συνεργάτης τους, συμβολαιογράφος Σωτήριος Παπαδήμας στην «Αυτοβιογραφία» του34. Ο Παπαδήμας, συμπολίτης των Ασέρ και Γιομτώβ, συμμαθητής στο Γυμνάσιο Τρικάλων και στενός φίλος του Ασέρ, συναντάται μαζί του στη Θεσσαλονίκη, όταν μετατέθηκε σε αυτήν ως Γραμματεύς της Διευθύνσεως Δικαστικού του Γ’ Σώματος Στρατού. Σύμφωνα με τον Παπαδήμα, ο Μωυσής υπήρξε «λίαν εγκρατής της Νομικής επιστήμης, ενεργητικώτατος και εργατικώτατος, με δημοσιογραφικόν ταλέντον, γλωσσομαθής, θαρραλέος και φορτωμένος με όλα τα φυσικά προνομιακά προσόντα τα οποία διαθέτει αυτή η φυλή.»35. Αλλά και για τον Γιακοέλ γράφει ότι υπήρξε «το ίδιον εγκρατής της Νομικής επιστήμης [με τον Μωυσή], σεμνός και ηρέμου χαρακτήρος, υστέρει όμως του Μωυσή εις εμφάνισιν, θάρρος και μαχητικότητα»36. Όταν οι Μωυσής και Γιακοέλ ετοιμάζονταν να συνεργασθούν επαγγελματικά (το έτος 1926) ο Ασέρ επρότεινε στον Παπαδήμα να παραιτηθεί από την μόνιμη θέση του στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη και να τους ακολουθήσει ως τρίτος συνεταίρος, διοριζόμενος συμβολαιογράφος στη Θεσσαλονίκη. Την εικόνα της επαγγελματικής επιτυχίας του Ασέρ Μωυσή, περιγράφει ο Παπαδήμας ως εξής: «να μην θεωρηθή δε υπερβολή, οι πελάται έπρεπε να είναι εφωδιασμένοι με δελτίον προτεραιότητος δια να ίδουν τον ομαίμονα δικηγόρον των, προς το οποίον έτρεφον απόλυτον εμπιστοσύνην.»37. Ο Παπαδήμας απεδέχθη την πρόταση και οι τρεις Θεσσαλοί νομικοί συνεργάστηκαν: δημιούργησαν ένα «νομικόν συνεργείον» το οποίον αποτελείτο από τα δύο γραφεία των δικηγόρων, το γραφείο του συμβολαιογράφου και ένα ακόμα γραφείο, του Ισαάκ Μωυσή δικαστικού κλητήρος, θείου του Ασέρ, καταγομένου και αυτού εκ των Τρικάλων. Η επιτυχία των συνεργαζομένων νομικών υπήρξε τέτοια ώστε ο Παπαδήμας σημειώνει για τον εαυτό του ότι «εντός της πρώτης πενταετίας της Συμβολαιογραφίας  μου [επέτυχα] να καταλάβω μεταξύ των συναδέλφων ζηλευτήν θέσιν και να ευρεθώ μεταξύ των διεκδικούντων τα πρωτεία.»38.   

Εκτός της τελευταίας αυτής εμμέσου πληροφορίας, η οποία χρονικά μας οδηγεί στις αρχές της δεκαετίας του ’30, δεν υπάρχει μετέπειτα στην «Αυτοβιογραφία» του Παπαδήμα καμία αναφορά ούτε στους δύο φίλους και συνεταίρους  του  ούτε στην ισραηλιτική Κοινότητα και στην κατοχική πορεία της39.

Η Αμπατζοπούλου, στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων, σημειώνει ότι οι Μωϋσής και Γιακοέλ εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1923, «όπου άνοιξαν δικηγορικό γραφείο στην οδό Ερμού»40.  Ο Μωϋσής στην  Ένορκον κατάθεσή του στη δίκη Άϊχμαν/Eichmann δηλώνει ότι διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στη Θεσσαλονίκη από το 1926 μέχρι το 1941 «σε συνεταιρισμό και συνεργασία με τον δικηγόρο Γιομτώβ Γιεχιέλ Γιακοέλ»41. Το 1926 αναφέρει στην Βιογραφία του και ο Παπαδήμας ως το έτος της συνεργασίας του με τους δύο φίλους νομικούς. Από δύο έγγραφα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης42 φαίνεται ότι ο Γιομτώβ δικηγορούσε ήδη το 1925 και ο Ασέρ Μωϋσής το 1924. Στον οδηγό της Θεσσαλονίκης43 των ετών 1932-1933 οι επαγγελματικές διευθύνσεις των τριών συνεταίρων είναι στην ίδια διεύθυνση, σε γραφεία του νεοδμήτου μεγάρου Ηλύσια, γεγονός το οποίον  σημαίνει ότι μέχρι τότε εξακολουθεί η μεταξύ τους συνεργασία. Όμως, στον κατάλογο των συνδρομητών τηλεφώνου Θεσσαλονίκης44 του 1940 τα γραφεία των Μωυσή και Γιακοέλ ευρίσκονται στην Ερμού 6, ενώ του Παπαδήμα στην Βασιλέως Κωνσταντίνου [σημερινή Βενιζέλου] και Ερμού· έγκυρος προφορική μαρτυρία βεβαιώνει ότι τότε [1940] είχε ήδη διαρραγεί η συνεργασία των δύο δικηγόρων με τον συμβολαιογράφο και παρέμεινε ενεργή φυσικά αυτή μεταξύ των Μωυσή και Γιακοέλ. Η συνεργασία τους διατηρείται μέχρι την 3 Μαρτίου 1941, ημέρα κατά την οποία ο Μωυσής μετακινείται και εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Αθήνα. Στο δικηγορικό του γραφείο στην Ερμού 6 θα παραμείνει ο Γιακοέλ κατά την διάρκεια της Κατοχής έως τις πρώτες  ημέρες του Φεβρουαρίου 1943 που μπορούσε να μεταβαίνει και να εργάζεται σε αυτό.

Ο Γιομτώβ Γιακοέλ ασχολήθηκε με την πολιτική στο επίπεδο του δήμου  Θεσσαλονίκης. Αυτός και άλλοι 4 Εβραίοι, όλοι εκπρόσωποι του Λαϊκού Κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη, συμμετείχαν ως υποψήφιοι με το ψηφοδέλτιο του Νικολάου Μάνου στις τελευταίες πριν από τον πόλεμο  δημοτικές εκλογές,  οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 11 Φεβρουαρίου 1934. Οι εσωτερικές έριδες και οι αντιτιθέμενες  επιλογές μερικών εκ των τοπικών πολιτικών δυνάμεων, που συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο,  είχαν ως αποτέλεσμα την εκλογή ενός μόνον εκ των εβραίων υποψηφίων - του Σαμουήλ Ναχμία - ενώ ο Γιομτώβ Γιακοέλ κατετάγη έβδομος επιλαχών. Αργότερα, μετά το πραξικόπημα της 1ης Μαρτίου 1935, εξέπεσαν από την θέση τους 12 βενιζελικοί δημοτικοί σύμβουλοι και αντικαταστάθηκαν από επιλαχόντες· τότε εισήλθε στο Δημοτικό Συμβούλιο ο Γιακοέλ και παρέμεινε σε αυτό μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1936, όταν τότε «απέβαλε την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου»45.  Μερικούς μήνες ενωρίτερα, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1933, ο Γιομτώβ Γιακοέλ και ο Ελή Φρανσές είχαν εκλεγεί μέλη του ενδεκαμελούς Διοικητικού Συμβουλίου της Λέσχης του Λαϊκού Κόμματος Θεσσαλονίκης46. 

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς ο Γιομτώβ Γιακοέλ  συλλαμβάνεται και κρατείται μαζί με άλλους επιφανείς Εβραίους πολίτες αλλά σύντομα, όλοι οι συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι . Περί τα μέσα Μαΐου 1941 οι κατακτητές ανέθεσαν την  διοίκηση όλων των ισραηλιτικών κοινοτικών οργανισμών της Θεσσαλονίκης (καθώς και αυτών της υπολοίπου Ελλάδος) στον πρώην διευθυντή των Γραφείων της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης, τον Σάμπυ Σαλτιέλ, άτομο παντελώς ακατάλληλο για τις υψηλές απαιτήσεις της θέσεως στην οποία τοποθετήθηκε Η πλήρης αποτυχία του Σ. Σαλτιέλ και των συνεργατών του στην διαχείριση των κοινοτικών ζητημάτων τους υποχρέωσε  να προσφύγουν στις εμπειρίες και στις ικανότητες των μελών μίας ομάδος ισχυρών προσωπικοτήτων της Ισραηλιτικής Κοινότητος, η οποία το ίδιο διάστημα (χειμώνας του 1941-’42)  θεώρησε απολύτως αναγκαίο να κινητοποιηθεί  υπέρ του λιμοκτονούντος μεγάλου μέρους του εβραϊκού πληθυσμού. Προκειμένου μάλιστα να υποστηριχθεί η ευπαθέστερη ομάδα, αυτή των μικρών παιδιών, ανασυστάθηκε η οργάνωση των παλαιών παιδικών συσσιτίων (Ματανώθ) η οποία άρχισε στους πρώτους μήνες του 1942  να φροντίζει 200 άπορα παιδιά και γρήγορα, στα  μέσα Απριλίου του ιδίου έτους, επέτυχε να εξασφαλίζει το γεύμα (και το ψωμί) σε 2000 ισραηλιτόπαιδες, των οποίων η ζωή κινδύνευε σοβαρά από την ασιτία και την συνολική ένδεια των οικογενειών τους.

Κρίσιμο ρόλο στην λειτουργία και ανάπτυξη του Ματανώθ διεδραμάτισε ο Γιομτώβ Γιακοέλ· επί πλέον, αυτό το διάστημα επρότεινε την δημιουργία μιας κοινοτικής επιτροπής, η οποία θα συντόνιζε και θα διηύθυνε το σύνολο των κοινωφελών οργανισμών και ιδρυμάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συστάθηκε η «Κεντρική Επιτροπή Συντονισμού Έργων Κοινωνικής Προνοίας», η οποία θα φρόντιζε για την ανακούφιση και θεραπεία του μεγάλου αριθμού των δυστυχούντων Εβραίων. Μέλος του ενδεκαμελούς Συμβουλίου της Επιτροπής47 ο Γιομτώβ Γιακοέλ, έμπειρος  της λειτουργίας του κοινοτικού οργανισμού (εχρημάτισε επί εικοσαετία νομικός σύμβουλος της Κοινότητος) αλλά και βαθύς γνώστης της ανθρώπινης συμπεριφοράς,  ήταν αυτός, κατά την εκτίμησή μου, ο οποίος  επρότεινε να τεθεί επί κεφαλής της Κεντρικής Επιτροπής ο πρόεδρος της Κοινότητος Σ. Σαλτιέλ (ο διορισμένος και ακατάλληλος) προκειμένου να επιτευχθεί απρόσκοπτα η αποτελεσματική και σωτήρια λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής – αυτό άλλωστε αποτελούσε το μείζον ζήτημα εκείνης της περιόδου για τον Γιακοέλ και τα άλλα μέλη της Επιτροπής.

Στα απομνημονεύματα του, ο Γιομτώβ Γιακοέλ σημειώνει ότι το πρώτον 15μηνον της Κατοχής δεν εξεδηλώθη εκ μέρους των Γερμανών  οργανωμένη  αντισημιτική κίνηση. Θεωρεί ότι η πρώτη τέτοια κίνηση έλαβε χώρα το Σάββατο της 11ης Ιουλίου 1942. Στην περιγραφή του Σαββάτου διατηρεί μία ελάχιστα συναισθηματική στάση καθώς καταγράφει γυμνά τα γεγονότα της ημέρας, με αποτέλεσμα αυτά να αναδεικνύονται από την ίδια την δύναμή τους αλλά και από την υφισταμένη αντίθεση  ανάμεσα στη βάναυση συμπεριφορά του θύτη και στην ανίσχυρη θέση του θύματος - μία μόνιμη κατάσταση η οποία περιβάλλει τα γεγονότα και λειτουργεί συνεχώς ως ένα σταθερό πλαίσιο σε αυτά. Γράφει: «Άλλους Ισραηλίτας οι οποίοι, κουρασθέντες από πολλών ωρών αναμονήν, εκάθησαν κατά γης, οι άνθρωποι της Γκεστάπο δέρνουν και μέχρις αιματώσεως»48.

Περί τα μέσα Αυγούστου 3500 εβραίοι είχαν οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα, εις τα οποία εργάζονταν επί δεκάωρον ημερησίως κάτω από στρατιωτική πειθαρχία. Ο μεγάλος αριθμός αυτών των εργαζομένων  δημιουργούσε στην Κοινότητα  οξύτατα προβλήματα. Αύξαινε τον αριθμό των παίδων που είχαν ανάγκη προστασίας και  καθιστούσε άπορο ένα (επί πλέον) σημαντικό τμήμα του εβραϊκού πληθυσμού καθώς οι άνδρες  εργάζονταν καταναγκαστικώς στα έργα, χωρίς εν τούτοις  να προσφέρουν βοήθεια στις ούτως ή άλλως χειμαζόμενες οικογένειές τους. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν οι πληροφορίες που έφθαναν από το χώρο των έργων  για τις συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτά και για την κακή κατάσταση της υγείας των εργαζομένων. Οδύνη, όπως ήταν φυσικό, προξένησε και η εικόνα των πρώτων νεκρών που μεταφέρθηκαν από τον χώρο των έργων στη πόλη. 

Με πρωτοβουλία του εργολάβου Ι. Μύλλερ (ο οποίος ενεργεί ασφαλώς με την άδεια του Μέρτεν και   σε συνεννόηση με αυτόν) άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του ιδίου, ως του σημαντικοτέρου αναδόχου έργων οδοποιΐας των γερμανικών αρχών κατοχής, και της Ισραηλιτικής Κοινότητος. Στις συζητήσεις με τον Μύλλερ συμμετείχε εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής ο Γιακοέλ μαζί με ένα ακόμα  μέλος της και τον πρόεδρο  Σαλτιέλ. Τελικώς, επετεύχθη συμφωνία εκ τεσσάρων σημείων μεταξύ της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης – Αιγαίου και της Ισραηλιτικής Κοινότητος αποτέλεσμα της οποίας ήταν ότι το ζήτημα της αναγκαστικής εργασίας των Ισραηλιτών περιήλθε εις την δικαιοδοσία της Κοινότητος. Το πρωτόκολλο της επιτευχθείσης συμφωνίας (το σχέδιο του οποίου εκπόνησε ο Γιακοέλ)   υπεγράφη από τον Μέρτεν την 29η Αυγούστου 1942 και ετέθη αμέσως σε εφαρμογή. Βάσει του πρώτου σημείου της επιτευχθείσης συμφωνίας «Συνιστάτο Γραφείον Συνδέσμου μεταξύ της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης – Αιγαίου και της Ισραηλιτικής Κοινότητος, διευθυνόμενον υπό τετραμελούς επιτροπής Ισραηλιτών εργατών, σκοπόν έχον την οργάνωσιν της στρατολογίας των Ισραηλιτών και την εποπτείαν επί των όρων εργασίας αυτών και επί της ιατρικής περιθάλψεώς των.»49.  Ο Γ. Γιακοέλ είναι μέλος της τετραμελούς Διοικητικής Επιτροπής του Γραφείου Συνδέσμου50 και συμμετέχει στην κρισιμότερη μέχρι τότε Επιτροπή της Κοινότητος, κατά την διάρκεια της Κατοχής.     

Την 1η Οκτωβρίου 1942 ο Γιακοέλ ως αντιπρόσωπος της Διοικητικής Επιτροπής συνοδεύει (μαζί  με τον Στρατηγό Λαβράνο51) τον Ι. Μύλλερ σε επιθεώρηση του τελευταίου στα εργοτάξια της εταιρείας του, στα οποία απασχολούνταν οι Εβραίοι εργάτες και  καταγράφει τις εντυπώσεις του από  τις άθλιες συνθήκες διαβιώσεως  και την τραγική κατάσταση της υγείας των ομοθρήσκων του.  Τις ίδιες εντυπώσεις απεκόμισε και ο Μύλλερ, όπως φάνηκε από την  μεταξύ των δύο ανδρών συνομιλία, ο οποίος μάλιστα εξέφρασε την γνώμη ότι τόσον για τη απρόσκοπτη εκτέλεση των στρατιωτικών έργων όσον και για τους ίδιους τους  Ισραηλίτες, θα ήταν καλύτερα   να καταβάλει η Κοινότητα  το ποσόν εκείνο με το οποίο θα αμείβονταν χριστιανοί εργάτες  κατάλληλοι για την κατασκευή οδών,  προκειμένου να αντικαταστήσουν τους παντελώς αμάθητους σε τέτοια εργασία Ισραηλίτες. Θα επρόκειτο με άλλα λόγια για την εξαγορά καταναγκαστικής εργασίας. Οι απόψεις του Μύλλερ φαίνεται ότι συνάντησαν την αποδοχή του Μέρτεν, ο οποίος ακολούθως δραστηριοποιήθηκε  και  κατά το διάστημα μεταξύ της 13ης και 17ης Οκτωβρίου συναντήθηκε επανειλημμένως με  την υπό την προεδρία του Αρχιραβίνου Κόρετς (πλέον τώρα) Κεντρική Επιτροπή, με αποτέλεσμα την επίτευξη συμφωνίας για την αντικατάσταση των εκτός Θεσσαλονίκης καταναγκαστικώς εργαζομένων Ισραηλιτών και την επάνοδο αυτών πλησίον των οικογενειών τους. Κεντρικό ρόλο σε αυτή την σημαντική συμφωνία διαδραματίζει ο Γ. Γιακοέλ. Προτείνει στην Κεντρική Επιτροπή τους όρους, η εκπλήρωση των   οποίων  θα ήταν απαραίτητη προκειμένου να εφαρμοστεί επιτυχώς η πρόταση του Μέρτεν, η Επιτροπή συμφωνεί και αναθέτει στον ίδιο τον Γιακοέλ να τους εκθέσει στην συνάντηση των μελών της με τον Μέρτεν, όπως πράγματι συνέβη στη συνέχεια. Την επαύριον της υπογραφής,  συγκεντρώθηκαν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής στην οικία του Γ. Γιακοέλ με σκοπό να εξετάσουν τον τρόπο εφαρμογής της υπογραφείσης συμφωνίας. Ο Γιακοέλ εισηγείται το πρόγραμμα δράσεως της Κεντρικής Επιτροπής προκειμένου αυτή να επιτύχει ένα διπλό στόχο: αφ’ ενός να απολυθούν και να επανέλθουν το ταχύτερο δυνατόν στις εστίες τους οι εργαζόμενοι και αφ’ ετέρου να συγκεντρωθεί το  ποσό της συμφωνίας  εντός των καθορισθέντων χρονικών ορίων.

 Στο ζήτημα των νεκροταφείων, η Κεντρική Επιτροπή προχώρησε στην σύσταση μεγάλης επιτροπής υπό τον Κόρετς, η οποία ανέλαβε την διαχείριση του θέματος  και  σε αυτήν δεν συμμετέχει ο Γιομτώβ Γιακοέλ. Για το καθοριστικό όμως αυτό γεγονός σημειώνει χαρακτηριστικά στα «Απομνημονεύματα»: «Ούτω έκλεισε κατά τον θλιβερώτερον και απρεπέστερον τρόπον, η ιστορία των εβραϊκών νεκροταφείων, δια της ομαδικής καταστροφής και διαρπαγής αυτών, προάγγελος της γενικής  μετ’ ολίγον καταστροφής ολοκλήρου της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης, του πολυπληθεστέρου κέντρου του Εβραϊσμού της Ανατολής»52.

 Τον Δεκέμβριο του 1942 ο Δρ Κάλμες, υπεύθυνος - επόπτης εκ μέρους της Γκεστάπο για την Ισραηλιτική Κοινότητα, κάλεσε μεταξύ άλλων και τον Γιακοέλ από τον οποίον εζήτησε να ακούσει την γνώμη του για την προσωπικότητα των επικεφαλής της Κοινότητος δύο ανδρών, των Σαλτιέλ και Αλμπάλα. Αμέσως μετά, το απόγευμα της ιδίας ημέρας, φίλος του Δρ Κάλμες μετέφερε πρόταση, από τον τελευταίο στον Γιακοέλ,  να αναλάβει την προεδρία της Κοινότητος, την οποία αρνήθηκε φοβούμενος, όπως γράφει, μήπως «φθαρεί ανεπανορθώτως αναλαμβάνων τας ευθύνας της Κοινότητος υπό τοιαύτας συνθήκας και περιστάσεις»53. Τελικώς, στην προεδρία της Κοινότητος διορίστηκε ο Αρχιραβίνος Κόρετς ο οποίος και αποδέχθηκε την θέση παρά την αντίθετον γνώμη του συνόλου των μελών της Κεντρικής Επιτροπής  - ανέλαβε επικεφαλής ο ίδιος μίας ομάδος συνεργατών μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβάνονταν ο Γ. Γιακοέλ.

 Η συγκρότηση  της Διοικητικής Επιτροπής της Κοινότητος54 με ικανά και επαρκή μέλη υπό τον Αρχιραβίνο Κόρετς είχε ως αποτέλεσμα την μεταφορά σε αυτή του κέντρου βάρους των εβραϊκών ζητημάτων και το περιορισμό της Κεντρικής  Επιτροπής Συντονισμού Έργων Κοινωνικής Προνοίας κυρίως στο έργο της συγκεντρώσεως του υπολοιπομένου ποσού δια την εξαγορά της αναγκαστικής εργασίας. Προς τούτο, ο Γιομτώβ Γιακοέλ μαζί με το μέλος της Διοικητικής Επιτροπής Ιούλιο Νάαρ μετέβησαν στην Αθήνα το τελευταίο δεκαήμερο του 1942 προκειμένου να εξασφαλίσουν από τους ευπόρους Θεσσαλονικείς Εβραίους - οι οποίοι είχαν μετεγκατασταθεί  στην Αθήνα κατά το προηγούμενο διάστημα  της Κατοχής - το ποσό των 500 εκατομμυρίων δραχμών. Κατά την  παραμονή του στην Αθήνα συνάντησε τον καθηγητή Ν. Λούβαρι (προσωπικό του φίλο αλλά και φίλα προσκείμενο  στους Ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης) στον οποίον αφού εξέθεσε τα εφαρμοσθέντα αντισημιτικά μέτρα, εξέφρασε τους φόβους του για το μέλλον των ομοθρήσκων του και, εν συνεχεία, του εζήτησε να μεσολαβήσει στον πρωθυπουργό (και φίλο του Λούβαρι) Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, υπέρ των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης.

Η άφιξη στη Θεσσαλονίκη  των Wisliceni και Brunner, επικεφαλής της ειδικής υπηρεσίας των SS, σήμανε την έναρξη των φυλετικών μέτρων εναντίον των Ισραηλιτών, που αποτυπώθηκαν στα τέσσερα σημεία της διαταγής της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης – Αιγαίου  της 6ης Φεβρουαρίου 1943 την οποία επέδωσε στον Κόρετς η υπηρεσία των SS το πρωί της μεθεπομένης 8ης του μηνός, ενώ ταυτοχρόνως, του ανακοίνωσε ότι (ο ίδιος και η Κοινότητα) εις το εξής θα υπακούει μόνο στις διαταγές αυτής της υπηρεσίας. Σύμφωνα με το τέταρτο σημείο της παραπάνω διαταγής,  οι Ισραηλίτες ήταν υποχρεωμένοι να μετακινηθούν και να κατοικήσουν σε ορισμένη περιοχή (γκέτο), υποχρέωση η οποία αφορούσε 7500 οικογένειες εγκατασπαρμένες σε περιοχές εκτός εκείνων των αμιγώς εβραϊκών συνοικισμών. Στην κατεπείγουσα σύγκληση υπό τον Κόρετς της Κεντρικής Επιτροπής Συντονισμού Έργων Κοινωνικής Προνοίας και της Διοικητικής Επιτροπής της Κοινότητος ανετέθη στον Γιακοέλ να συντάξει σημείωμα, το οποίον θα επέδιδε την επαύριον [9 Φεβρουαρίου] η Διοικητική Επιτροπή στην υπηρεσία των SS και σύμφωνα με το οποίον, η Κοινότητα  επρότεινε την  συγκέντρωση των Ισραηλιτών σε δύο περιφέρειες (αντί μίας) προκειμένου να περιορισθούν οι μεγάλες αναστατώσεις εκ των μετακινήσεων του εβραϊκού πληθυσμού· την πρόταση, εν τέλει, απεδέχθησαν oι Wisliceni και Brunner.  

 Ακολούθως ο Γιακοέλ συμμετέχει σε συζητήσεις της Κεντρικής Επιτροπής, οι οποίες καταλήγουν στη κοινή αντίληψη των μελών της ότι η Κοινότητα έπρεπε να προσφύγει στην Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου και με υπόμνημά της να  ζητήσει την αναθεώρηση των αποφάσεων της διαταγής της 6ης Φεβρουαρίου ή τουλάχιστον την επιεικέστερη εφαρμογή αυτών. Το σχέδιον του υπομνήματος συνέταξε ο Γιακοέλ και αυτό συζητήθηκε στην κοινή σύσκεψη υπό τον Κόρετς της Κεντρικής Επιτροπής και της Διοικητικής Επιτροπής της Κοινότητος. Όμως, καθοριστική υπήρξε η άρνηση του Αρχιραβίνου να υπογράψει το υπόμνημα είτε στην αρχική μορφή του κειμένου είτε στη διατύπωση, η οποία θα ελάμβανε υπόψη τις παρατηρήσεις του ιδίου, καθώς και η αντίρρησή του να προβεί η Κοινότητα έστω και σε προφορικό διάβημα ενώπιον του Δρ Μέρτεν.     

 Το  διάστημα μεταξύ 10ης και 25ης Φεβρουαρίου 1943 ο διοικητικός μηχανισμός της Κοινότητος εκλήθη να εκτελέσει μία σειρά μέτρων επιβληθέντων υπό των Γερμανών ανάμεσα στα οποία το σημαντικότερο ήταν «η σύμπτυξις και συστέγασις των οικογενειών εντός των δύο ωρισμένων επιτρεπομένων ζωνών»55. Κατά το ίδιο διάστημα η Κεντρική Επιτροπή «είχε τεθεί εν αχρηστία εκ μέρους της διοικήσεως της Κοινότητος.»56. Ο Γιακοέλ συμμετέχει σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τα άλλα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής καθώς και στη διαμόρφωση διαφόρων προτάσεων σχετικών με την αποτελεσματικότερη διαχείριση των σημαντικών ζητημάτων, τα οποία προκύπτουν καθημερινώς, αλλά καθίσταται αδύνατος η συνεργασία και η κοινή δράση των δύο Επιτροπών – πολύ πιθανόν εξ αιτίας και μόνον της παρουσίας σε αυτές των δύο ισχυρών ανδρών της Κοινότητος αυτή την περίοδο, των Κόρετς και Γιακοέλ. Η προσωπική διαδρομή του καθ’ ενός εκ των δύο, όσο το σκοτάδι αρχίζει να πυκνώνει στον ουρανό και να σκεπάζει τα τέκνα του Ισραήλ στη πόλη, αποδεικνύει την διαφορετική αντίληψη την οποία διαμόρφωσαν  βαθμιαίως οι δύο άνδρες  για τα «εκ των μελλόντων … προσερχόμενα» εις ότι αφορά τους θεσσαλονικείς Εβραίους.

Μετά την 25η Φεβρουαρίου η Κοινοτική Αρχή κινείται μέσα  σε ένα κυκεώνα αντιφατικών και αποπροσανατολιστικών μέτρων με τα οποία επιφορτίζεται καθημερινά  εκ μέρους της υπηρεσίας των SS. Αυτές τις ημέρες η  Διοίκηση της Κοινότητος αναθέτει στον Γιακοέλ, με την ιδιότητα του νομικού συμβούλου της, να καταρτίσει διάφορα σχέδια κανονισμών τα οποία, φυσικά, δεν επρόκειτο να εφαρμοσθούν ποτέ.  

 Ο Γιομτώβ Γιακοέλ στο τελευταίο υποκεφάλαιο των απομνημονευμάτων, το οποίο καλύπτει περίπου την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, σημειώνει  ότι «ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλεως, ωσάν να διησθάνετο την μέλλουσαν καταστροφήν και εκρίζωσίν του, η οποία προητοιμάζετο υπό των Γερμανών, κατείχετο από διάχυτον ανησυχίαν»57. Για τον εβραϊκό πληθυσμό προσθέτει ακόμα ότι αυτός «αρχίζει πλέον να διατυπώνη φόβους προς τους διοικούντας την Κοινότητα δια το μέλλον, το οποίον φαίνεται να διαγράφεται εις τον ορίζοντα σκοτεινόν»58. Μετά την φυλάκιση του εβραϊκού πληθυσμού την 6η Μαρτίου 1943 στα γκέτο της πόλεως θα γράψει  για την «ζωηρά ανησυχία» η οποία κατέβαλε τον ίδιο πληθυσμό από τις συνεχόμενες εις βάρος του ενέργειες  των Γερμανών καθώς και από τις διάχυτες «διαδόσεις επικειμένων κακών».   

Ο Γιακοέλ μαζί με την οικογένειά του διέφυγε στην Αθήνα μετά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου 1943. Στα Απομνημονεύματα δεν κάνει καμία αναφορά στην απόφαση του να πραγματοποιήσει την έξοδο από το γκέτο και να επιχειρήσει το επικίνδυνο ταξίδι της αποδράσεως. Όμως, όσο δύσκολο ήταν να σχεδιάσει και να υλοποιήσει κανείς ένα τέτοιο ταξίδι, έχοντας μάλιστα και την ευθύνη των υπολοίπων μελών της οικογενείας του,  άλλο τόσο - αν όχι περισσότερο δύσκολο - ήταν να παραμένει στο γκέτο της Θεσσαλονίκης  μετά την 15η Μαρτίου και τις εν συνεχεία πυκνές αποστολές των Εβραίων προς την «Κρακοβία». Ο Γιακοέλ  φαίνεται ότι συνειδητοποίησε εγκαίρως την τομή που συνέβη την 6η Φεβρουαρίου και την  αλλαγή η οποία επήλθε,  αναφορικώς με την πορεία των Εβραίων, μεταξύ των δύο διαστημάτων: του χρόνου πριν και του  χρόνου μετά την 6η Φεβρουαρίου. Επομένως, εκτιμώ ότι το ταξίδι προς την Αθήνα πραγματοποιήθηκε μετά, αλλά κοντά στην ημερομηνία της 15ης Μαρτίου, πιθανότατα εντός του αυτού μηνός ή των αρχών του Απριλίου59.

Το διάστημα της παραμονής του Γιομτώβ Γιακοέλ στην Αθήνα καλύπτεται απολύτως ικανοποιητικά από την ένορκη κατάθεση του  Ασέρ Μωυσή στη δίκη  του Άϊχμαν60  την οποία έγραψε στην Αθήνα, στις 4 Ιανουαρίου 1961 καθώς και από την επιστολή του ιδίου προς τον Ι. Νεχαμά61 γραμμένη επίσης στην Αθήνα την 6 Δεκεμβρίου 1962. Σύμφωνα με την διπλή μαρτυρία του Ασέρ, ο Γιομτώβ απέδρασε από το γκέτο στη Θεσσαλονίκη και αφίχθη στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1943. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο σπίτι των Μωυσή στο Ψυχικό, στην οδό Γασεμιών 22. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, ανέλαβαν οι Γερμανοί και η πόλη κατέστη τόπος επικίνδυνος για κάθε Εβραίο. Τότε, οι δύο οικογένειες κρύφτηκαν σε ένα σπίτι στη Κηφισιά ενώ  χρησιμοποιούσαν πλέον πλαστές ταυτότητες, με τα ονόματα Αλέξανδρος Μάντζαρης και Αριστοτέλης Γεωργιάδης για τον Ασέρ Μωυσή και για τον Γιομτώβ Γιακοέλ αντιστοίχως. Πριν κρυφθούν στην Κηφισιά οι δύο τους  επεσκέφθησαν τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος τους ενημέρωσε για το αρνητικό αποτέλεσμα του διαβήματος που, κατά παράκλησή τους, έκανε ενώπιον του   Ανωτάτου Επιτρόπου Άλτενμπουργκ/Altenburg προκειμένου να μην εκτοπισθούν οι Εβραίοι των εδαφών εκείνων  τα οποία προηγουμένως κατείχαν οι ιταλικές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Ασέρ Μωυσή, ο Γιομτώβ Γιακοέλ συμμετείχε μαζί με τον ίδιο και τον Ηλία Λεβή στην κρίσιμη συνάντηση κατά την οποία ελήφθη η απόφαση να προτείνουν στο ΕΑΜ  την απαγωγή  του ραβίνου των Αθηνών Ηλία Μπαρτζιλάι, πράξη η οποία έλαβε χώρα τελικώς και με την συγκατάθεση του ίδιου του ραβίνου. Αργότερα, όταν πρόεδρος της Κοινότητος Αθηνών είχε διορισθεί ο Ισαάκ Καμπελή οι Μωυσής, Γιακοέλ και Λεβή απεφάσισαν να συναντήσει ο Γιακοέλ τον Καμπελή και να του ζητήσει να μη συνεργάζεται με τους Γερμανούς – η συνάντηση πραγματοποιήθηκε  αλλά ο Καμπελή αγνόησε τις συστάσεις των τριών.         

Μετά ένα μήνα συγκατοικήσεως στο σπίτι της Κηφισιάς  ο Γιακοέλ, επιδιώκοντας καλυτέρα ασφάλεια για την οικογένεια του, μετακόμισε σε ένα σπίτι στο προάστιο Νέο Ηράκλειο Αττικής. Σε αυτό το σπίτι άρχισε να συγγράφει τα Απομνημονεύματά του. Συνελήφθη την Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα, στο σπίτι του επ’ αδελφή  γαμβρού του Μωυσή Φαρατζή, στο Νέο Ηράκλειο.

Ο Ασέρ Μωυσής παραθέτει, επί πλέον, την μαρτυρία του  επιζήσαντος Hasday Kapon που διασώζει μία ιδιαίτερη δραστηριότητα του Γιακοέλ στο Άουσβιτς κατά την ολιγόμηνη παράταση της ζωής του εκεί, ως εργαζομένου στη Ζόντερκομάντο του στρατοπέδου. Ο Γιακοέλ «κρατούσε σημειώσεις» και τις έθαβε μέσα σε μπουκάλια με σκοπό, μετά τον πόλεμο, να ολοκληρώσει τα Απομνημονεύματά του και σε αυτά να προσθέσει την εξιστόρηση όσων γεγονότων ζούσε καθημερινώς στο χώρο των κρεματορίων την οποία θα ενέτασσε στο έργο του υπό τον ιδιαίτερο τίτλο «Στην Κόλαση», όπως πραγματικά ήταν η ζωή του (αλλά και η ζωή όλων των εγκλείστων)  στο Άουσβιτς. 

Ο Γιομτώβ Γιακοέλ συμπεριελήφθη στην πρώτη εκλογή (σελεκσιόν)  των Εβραίων Ελλήνων των εργαζομένων στη Ζόντερκομάντο του Άουσβιτς,  τους οποίους, αμέσως μετά,  εξετέλεσαν οι Γερμανοί.  Παλαιός μαθητής του από την σχολή Αλτσέχ της Θεσσαλονίκης τον είδε, από μικρή απόσταση, να οδηγείται εκτός στρατοπέδου, μαζί με μία ομάδα άλλων εργαζομένων στην ίδια ειδική ομάδα. Ένα καμιόνι επέστρεψε μετά από λίγο μεταφέροντας μόνον τις ματωμένες  στολές τους: τους είχαν δολοφονήσει όλους οι Γερμανοί δια τουφεκισμού62.  Ο Ζαν Κοέν καταθέτει μία διαφορετική εκδοχή του θανάτου του Γιομτώβ Γιακοέλ63. Σύμφωνα με αυτήν, διακόσιοι Ζόντερκομάντο, ανάμεσα τους και ο Γιομτώβ Γιακοέλ, δολοφονήθηκαν με δόλο (και με τη χρήση του Zyclon B),  στις 23 Σεπτεμβρίου 1944 από άνδρες των SS υπό  τον επιλοχία Όττο Μολ/Otto Moll, τον επικεφαλής της λειτουργίας των κρεματορίων του Μπίρκεναου.

Τη Γιόλα, τον Γιεχέλ και την Σάρα, με τη σειρά του, θα ακολουθούσε τώρα και ο Γιομτώβ Γιακοέλ, θα βάδιζε και αυτός την οδό που χάρασσε ο θάνατος, εκείνος ο θάνατος που «είναι μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του είναι γαλανό / σε πετυχαίνει στο ψαχνό». Όπως και τα εκατομμύρια των ομοθρήσκων του θα είχε και αυτός έναν ιδιαίτερο θάνατο  γιατί ο δικός τους θάνατος, εκείνος ακριβώς «ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία / φωνάζει σκουρύνετε τους ήχους των βιολιών για ν' ανεβείτε σαν καπνός στους αιθέρες / για να βρείτε έναν τάφο στα σύννεφα εκεί δε θα 'ναι στριμωχτά»64 


 

Εικόνα 4. Εiσοδος στον Ισθμό Κορίνθου, Μάϊος 1928: Ο Γιομτώβ Γιακοέλ  με τις Μύριαμ και Λουίζα Μωυσή καθ’ οδόν προς Γιάννενα για το γάμο του Ασέρ Μωυσή με την Γέτη Λεβή. Τρίκαλα – Βόλος με άμαξα. Βόλος – Πειραιά με καράβι. Πειραιά – Πάτρα και Πάτρα Πρέβεζα με καράβι και Πρέβεζα – Γιάννενα με άμαξα [η φωτογραφία  προέρχεται  από το αρχείο του κ. Ραφαήλ Μωυσή].





Επιλογικά.

Το κείμενο του Σχεδίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα θέματα» στο τεύχος 52-53, τον Ιούλιο του 1994. Έκρινα ότι το σπουδαίο κείμενο του Γιομτώβ Γιακοέλ άξιζε μιας νέας παρουσιάσεως, την οποία επιχειρώ αυτή τη φορά εδώ. Η δημοσίευση από την κ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου   των Απομνημονευμάτων του Γιακοέλ από το χειρόγραφο που ευρίσκεται στο αρχείο του κ. Ραφαήλ Μωϋσή, αποτέλεσε σημαντική βοήθεια για την παρούσα μελέτη, κυρίως στην συμπλήρωση των βιογραφικών στοιχείων του Γ. Γιακοέλ.  Ζήτησα, για δεύτερη φορά, την συνδρομή του κ. Ραφαήλ Μωϋσή ο οποίος στην παράκλησή μου ανταποκρίθηκε με τρόπο που υπερέβη τις προσδοκίες μου. Μου απέστειλε τέσσαρες εξαιρετικές φωτογραφίες - οι τρεις από αυτές βγαλμένες  στην προπολεμική Θεσσαλονίκη - στις οποίες φαίνεται ο Γιακοέλ με τους οικείους του, τα μέλη της οικογενείας του  και τα μέλη της οικογενείας Μωϋσή.  Ευχαριστώ θερμά τον κ. Μωϋσή για την αποστολή αλλά και την ταυτοποίηση των φωτογραφιών. Σε αυτές φαίνονται σπουδαία μέλη του ελληνικού εβραϊσμού: οι δύο άνδρες, ο Ασέρ Μωϋσής και ο Γιομτώβ Γιακοέλ, από τα Τρίκαλα και οι σύζυγοί τους, η Γέτη και η Σάρα, από τα Γιάννενα και το Μοναστήρι αντιστοίχως, συνέκλιναν στη Θεσσαλονίκη κατά την δεκαετία του ’20 και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν, στην μητρόπολη του σεφαραδίτικου εβραϊσμού της Ανατολής· στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκαν τα τέκνα τους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι από το κάθε ζεύγος. Ήταν αστοί, τους διέκρινε, κατά την σειρά με την οποία οι ίδιοι εκτιμούσαν τις αξίες,  η παιδεία, η επιστημονική επάρκεια και η επαγγελματική  επιτυχία, η κοινωνική παρουσία και συγχρόνως η αφειδώλευτη προσφορά στην  Κοινότητα και στην πόλη ολόκληρη.

Πρέπει να υπογραμμίσω ότι χάρις στον κ. Ραφαήλ Μωϋσή έχουμε την εικόνα του Γιεχέλ και της Γιόλας, του μικρού γιου και της  μικρής κόρης των Γιακοέλ, οι οποίοι, όπως χιλιάδες άλλα εβραιόπουλα, γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη αλλά δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν. Τους δολοφόνησαν οι Γερμανοί  στο Άουσβιτς μαζί με  την μητέρα τους, λίγα χρόνια αφότου βγήκε η φωτογραφία - οι Γερμανοί που, ελάχιστους μήνες αργότερα, δολοφόνησαν και τον πατέρα τους, τον σπουδαίο Γιομτώβ Γιακοέλ .

Το «Σχέδιον Ρυθμίσεως Εβραϊκού Προβλήματος Θεσσαλονίκης» του Γιομτώβ Γιακοέλ αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα έγγραφα (κατά την εκτίμησή μου το σπουδαιότερο) από όσα μας είναι μέχρι σήμερα γνωστά και αναφέρονται στην ιστορία των  θεσσαλονικέων Εβραίων κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Η σπουδαιότητα του εγγράφου έγκειται στο γεγονός ότι σε αυτό αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο σκέφτηκαν και αποφάσισαν οι επικεφαλής  της Κοινότητος στις πιο κρίσιμες ώρες της εβραϊκής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη – με το σχέδιο χαράσσεται η γραμμή αμύνης την οποίαν επέλεξαν αναγκαστικώς  να ακολουθήσουν την ώρα της κρίσεως απέναντι στο «πρόγραμμα» που εφάρμοζαν  οι επικυρίαρχοι κατακτητές.

Οι επιλογές τους, οι οποίες αποτυπώνονται στα άρθρα του δημοσιευομένου Σχεδίου  αποδεικνύουν, με τον πιο καίριο τρόπο, τόσο την (γνωστή) αφοσίωσή τους  στην γενέθλια πόλη όσο και  την θέλησή τους να παραμείνουν, εν τέλει, Έλληνες πολίτες παρ’ όλα τα προβλήματα τα οποία οι ίδιοι αντιμετώπισαν ως Εβραίοι Έλληνες κατά την διάρκεια της τελευταίας πριν από το 1943 τριαντακονταετίας.














           
Εικόνα 5. Το πρώτο από τα τέσσερα φύλλα του κειμένου







  Εικόνα 6. Το δεύτερο από τα τέσσερα φύλλα του κειμένου









  Εικόνα 7. Το τρίτο από τα τέσσερα φύλλα του κειμένου








 Εικόνα 8. Το τέταρτο (και τελευταίο)  φύλλο του κειμένου





















Σημειώσεις.





1. Ο διαμεσολαβητής Ι. Σταθάκης δεν γνώριζε γερμανικά και ως εκ τούτου στη συνάντηση με τον Μέρτεν θα ήταν απαραίτητη η παρουσία διερμηνέως,  του Άρθουρ  Μάϊσνερ/Arthur Meissner.

2. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, Απομνημονεύματα 1941-1943. Εισαγωγή – Επιμέλεια: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Θεσσαλονίκη, «Ίδρυμα Έτς Αχαΐμ», 1993, σ.123

3. Ισραηλιτική Κοινότης Θεσσαλονίκης, In Memoriam. Αφιέρωμα εις την μνήμην των Ισραηλιτών θυμάτων του Ναζισμού εν Ελλάδι. Εκδίδεται υπό την διεύθυνσιν του Μίκαελ Μόλχο Ραββίνου της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης. Ελληνική απόδοσις: Γεωργίου Κ. Ζωγραφάκη (Εκ της δευτέρας αναθεωρημένης γαλλικής εκδόσεως υπό του Ιωσήφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη, 1974, σ.493

4. In memoriam, ό.π., σ.95 και σ.107

5. Sicherheitsdienst:   Υπηρεσία Ασφαλείας                         

6. In memoriam, ό.π., σ.107

 7. Ο Γιακοέλ υπολογίζει, κατ’ εκτίμηση,  τον εβραϊκό πληθυσμό ο οποίος υπάρχει την άνοιξη του 1943 στη Θεσσαλονίκη. Εκτιμάται ότι 5000 άτομα περίπου είχαν μετεγκατασταθεί ή διαφύγει στην Αθήνα κατά το προηγούμενο διάστημα του πολέμου και της κατοχής καθώς και 450 περίπου ήταν οι θεσσαλονικείς Εβραίοι οι οποίοι εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και μέσα από τις γραμμές του πολέμησαν τους κατακτητές.  

8. Γιακοέλ, Γιομτώβ, Απομνημονεύματα, ό.π. Το «Σχέδιον» δημοσιεύτηκε από εμένα  στο περιοδικό «Σύγχρονα θέματα» στο τεύχος 52-53, Ιούλιος – Δεκέμβριος 1994. Η Αμπατζοπούλου το είχε στην διάθεσή της, πριν από την έκδοση του περιοδικού, και αναφέρεται σε αυτό στις σελίδες 34 και 35 των Απομνημονευμάτων του Γιακοέλ.

9. Γιακοέλ, Γιομτώβ, ό.π., σ.35                                                                                                                                                                     

10. Ενδεικτική της απομονώσεως της εβραϊκής Κοινότητος (και των υπευθύνων της) είναι η κατάθεση του Δημητρίου Δίγκα - μέλους του υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Γενναδίου Εθνικού Συμβουλίου Μακεδονίας -  στην δίκη του  Μέρτεν: Στην ερώτηση του Βασιλικού Επιτρόπου «Το Εθνικόν Συμβούλιον ησχολήθη με την διάσωσιν Ισραηλιτών;» ο μάρτυς θα απαντήση «Όχι, δεν ησχολήθη…Δεν ήτο της αρμοδιότητός του». Εφημερίς Ελευθερία, φύλλο της 24/2/1959, σ.5. Για το ίδιο θέμα ρωτήθηκε από το Πρόεδρο του δικαστηρίου και ο στρατηγός ε.α. Γ. Μαντούβαλος, αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης κατά την διάρκεια της Κατοχής : «Δια Εβραίους τον παρακαλέσατε ποτέ; [τον Μέρτεν]» και ο μάρτυς απάντησε «Όχι, διότι μας είχαν απαγορεύσει να τους ενοχλούμε δια συλλήψεις Εβραίων. Μία φορά επενέβη ο πρωθυπουργός κατόπιν παρακλήσεως του αρχιραββίνου και δεν έκανε τίποτα.». Λίγο αργότερα ερωτά τον μάρτυρα με την σειρά του  ο Επίτροπος «Δεν νομίζετε πως έπρεπε να ενδιαφερθήτε και για τους Εβραίους αφού και αυτοί ήσαν Έλληνες;» και ο μάρτυς θα επαναλάβει την άποψή του «Σας είπα, δεν εδέχοντο συζήτησιν». «Να φεύγατε τότε» θα επιμείνει ο Επίτροπος για να επέμβει ο Πρόεδρος επιλέγοντας «Θα πήγαινε κάποιος άλλος. Ίσως χειρότερος.» εφημερίδα Μακεδονία, φύλλο της 15/2/1959, σ.5  

11. ΜΩΥΣΗΣ, ΑΣΕΡ, Κληροδότημα. Επιλογή από μελετήματα του Έλληνα-Eβραίου ηγέτη και συγγραφέα με εισαγωγή και σχόλια από το γιο του ΡΑΦΑΗΛ  ΜΩΥΣΗ, Αθήνα, 2011. Από την “Ανασύνθεση της κατάθεσης μέσα από αποκόμματα εφημερίδων της 17ης Φεβρουαρίου 1959” την οποία έκαμε ο γιος του Ασέρ, ο Ραφαήλ Μωυσής, σ.75. «Εκ των Αθηνών, όπου εγκατεστάθην λόγω των γεγονότων της κατοχής, παρηκολούθην την ζωήν και την τύχην των εν Θεσσαλονίκη ομοθρήσκων μου. Σχετικώς είχα συνεχή και λεπτομερή συνεργασίαν επί όλων των θεμάτων, μετά του εκτελεσθέντος υπό των Γερμανών δικηγόρου Γιακοέλ, νομικού συμβούλου της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης.». Αλλά και στην “Ένορκη κατάθεση [του ιδίου]  στον ανακριτή [σ.70-71] δηλώνει ότι: «τα αφορώντα την δράσιν του κατηγορουμένου Μάξ Μέρτεν στοιχεία και πληροφορίας ήντλησα και εκ των προσωπικών επεμβάσεών μου εν Αθήναις το 1942 και 1943 πλησίον της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως διά την διάσωσιν των διωκομένων ομοφύλων μου, όσον και εκ των αυθεντικών πληροφοριών ας μοι μετέδωκε διαφυγών εις Αθήνας εκ Θεσσαλονίκης…, ὁ επί μακρά έτη συνεργάτης και συνάδελφός μου, αείμνηστος Γιομτώβ Γιακοέλ…»

12. εφημερίς ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 17/2/1959, σ.3

13. εφημερίς ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 17/2/1959, σ.5

14. In Memoriam, σ.138

15. In Memoriam, σ.139

16. Ενδεικτικά αναφέρω  δύο από τις υποθέσεις εβραίων πελατών τις οποίες χειρίστηκε ο Σταθάκης πριν από τον πόλεμο και έγγραφά τους υπάρχουν στο αρχείο Νέστορος Καββαδά [εφεξής αρχείο Ν.Κ.] . Στην πρώτη (στην υπόθεση Μοδιάνο, όπως επιγράφεται)  9 μέλη της οικογενείας Τόρρες, κατιόντες απόγονοι  της Σάρρας και του Δαβίδ Ηλία Τόρρες, διεκδικούν από τον Ιακώβ Σαούλ Μοδιάνο εκπρόσωπο του «Τραπεζικού Οίκου Σαούλ Μοδιάνο» το ποσόν που είχε καταθέσει επί τουρκοκρατίας στην Τράπεζα Μοδιάνο ο Δαβίδ Τόρρες μαζί  με τους τόκους του κεφαλαίου και με αίτησή τους προς τον Πρόεδρον  των εν Θεσσαλονίκη Πρωτοδικών ζητούν  προς εξασφάλισή τους να εγγράψουν προσημείωση υποθήκης επί συγκεκριμένων ακινήτων των Μοδιάνο. Φαίνεται ότι  η υπόθεση, η οποία είχε την απαρχή της στο κραχ του 1911, για μεγάλο διάστημα δεν είχε τελεσιδικήσει  αλλά συνεχίζονταν η δικαστική αντιδικία ακόμα και κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’30 καθώς  τα σχετικά με αυτήν έγγραφα του αρχείου είναι των ετών 1935-1937.

Στη δεύτερη περίπτωση οι  Χανανιά Μορδοχάϊ, Πέπο Μαλλάχ, και Ανρύ Μαλλάχ, δικαιούχοι χρηματικών ποσών (επί υποθήκη  αγροτικών  κτημάτων), παρά διαφόρων Οθωμανών, ανταλλαξίμων και μη, αναθέτουν στον Σταθάκη, κατά το έτος 1927,  την διεκπεραίωση της υποθέσεως  τους.  

17. Από τη περίοδο της Κατοχής θα αναφέρω επίσης τις παρακάτω δύο  περιπτώσεις: α).Το έτος  1942, ο Ι. Σταθάκης διατελεί πληρεξούσιος δικηγόρος της εν Θεσσαλονίκη εδρευούσης και υπό εκκαθάρισιν τελούσης Εμπορικής Εταιρείας υπό την επωνυμίαν «Αδελφοί Αλλατίνι»

β). Ο  Ελή Ισάκ Αττάς επιχειρηματίας κινηματογράφων [προσωρινώς κάτοικος Αθηνών] την 5 Δεκεμβρίου 1942  διορίζει πληρεξουσίους τους Ιωάννη Σταθάκη και Μπενίκο Μωϋσέως Σεγούρα για να εγκρίνουν από κοινού την γενομένη υπό του  Σεγούρα προς τον Νικόλαον Μιχαήλ Κασάπην πώληση  «δύο κινηματογράφων, επιχειρήσεως, μηχανημάτων και επίπλων και σκευών αυτών», η οποία συμφωνήθηκε ενωρίτερα βάσει συμβολαίου της 14 Νοεμβρίου 1942.

18. Σύμφωνα με δημοσιευμένη κατάσταση στο blog νήσος Λευκάς [http://palaiabiblia.blogspot.gr/2014/11/10-thessaloniki-jews-10-parva-iudaica.html ]  ο αριθμός των διαγραφέντων δικηγόρων κατά το έτος 1943 από το Μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ανήλθε σε 22 άτομα, 19 εβραίους και 3 χριστιανούς. Όλοι οι εβραίοι διεγράφησαν την 25 Φεβρουαρίου 1943 κατόπιν διαταγής της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης – Αιγαίου. 

19. Σύμφωνα με αίτηση των Ιωάννη Σταθάκη και Γεωργίου Μπρόβα προς την Υ.Δ.Ι.Π. της 19 Ιουνίου 1944, το εργοστάσιο κόλλας και σαπωνοποιΐας επί της 26ης Οκτωβρίου ανήκει κατά το ήμισυ εις τους αιτούντες,  το ¼ εις τον Μιχαήλ Γεωργαλάκην  κάτοικον Αθηνών και το  υπόλοιπο ¼ εις τους «Ισραηλίτας Έλληνας υπηκόους»  Μ. Ουζιέλ και Γκεδαλιά Μενασέ. Οι δύο αιτούντες ζητούν - εφ’ όσον τυγχάνουν και Ισραηλίτες συνιδιοκτήτες εις την επιχείρηση - όπως από κοινού [οι 3 χριστιανοί μέτοχοι και η Υ.Δ.Ι.Π]  γίνουν «αι προσήκουσαι ενέργειαι (προς αποζημίωση, λήψη αποφάσεως  «περί του τι δέον γενέσθαι»  εις την παρούσα κατάσταση του εργοστασίου  κ.ά.)»

20. εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 27/2/1959, σ.3

21. Το σημείωμα υπάρχει στο αρχείο Ν. Κ.

22. Στην κατάθεσή του ο Σταθάκης υποστήριξε ότι «Επειδή δε ο κατηγορούμενος είχε διατυπώσει την επιθυμίαν να παρακολουθήση ένα γάμον τελούμενον κατά τα έθιμα των ορθοδόξων χριστιανών, η κ. Γκόφα [Κόφφα] τον εκάλεσε να παραστή εις τον γάμον της κόρης μου». εφημ. Μακεδονία, φύλλο της 27/2/1959, σ.3. 

23. Η Αφροδίτη Γκόφα [Κόφφα] ως μάρτυς στη δίκη του Μέρτεν κατέθεσε ότι η γερμανομαθής αδελφή της Λιλή  επισκέφτηκε τον Μέρτεν και επέτυχε να πάρει απαλλαγή εκ των φυλετικών διώξεων για τον σύζυγό της, τον Εβραίο Μπρούνο. Συνδέθηκε με τον Μέρτεν και εν συνεχεία λειτούργησε ως σύνδεσμος μεταξύ των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και της στρατιωτικής διοικήσεως επιτυγχάνουσα την σημαντική ενίσχυση του Ασύλου του Παιδιού καθώς και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της Θεσσαλονίκης. Τους  Μπρούνο, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, συνέλαβαν οι αντάρτες και τους εκτέλεσαν.   

24. Σε χειρόγραφο σημείωμα του Σταθάκη, το οποίον υπάρχει στο αρχείο Ν. Κ., το όνομα της οικογενείας (καθώς και αυτό της Αφροδίτης) γράφεται κατ’ επανάληψη ως «Κόφφα», το οποίον είναι και το σωστό επίθετο. Σύμφωνα με τον τηλεφωνικό κατάλογο του 1940, για τον Στέφανο Δ. Κόφφα σημειώνεται ως διεύθυνση του γραφείου του  αυτή του μεγάρου Κόφφα ενώ της κατοικίας του  στη  Τσιμισκή 85, στην ίδια οικοδομή που διέμενε η οικογένεια του Ιωάννη Σταθάκη. Τον τηλεφωνικό κατάλογο, από τον οποίον  προήλθαν χρήσιμες, νομίζω,  διευκρινήσεις, μου υπέδειξε η φίλη μου Αγγελική Γεωργίου.

25. http://parallaximag.gr/thessaloniki/enas-evreos-epistrefi-sti-thessaloniki-meta-apo-73-chronia Η ιστορία αυτή έγινε γνωστή μετά από έρευνα των κυριών:   Αίγλης Μπρούσκου (κοινωνικής ανθρωπολόγου - ερευνήτριας), Αρετής Μακρή (ταξινόμου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους) και Αλίκης Αρούχ (υπεύθυνης του Αρχείου της Ισραηλιτικής κοινότητος Θεσσαλονίκης).   

 26. Στην ταυτότητα που έβγαλε με το  πραγματικό του όνομα (και  χρησιμοποιούσε) στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1943, σημειώνεται ως έτος γεννήσεώς του το 1902.

27. ΦΡΕΖΗΣ, ΡΑΦΑΗΛ, Ο Εβραϊκός Τύπος στην Ελλάδα, Νέα Ιωνία Μαγνησίας, «Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου, 1999. Σύμφωνα με τον Φρεζή, στην εφημερίδα  « Ισραηλιτική Επιθεώρησις» την οποία εξέδιδε στην Αθήνα ο Μωυσής Χαΐμης δημοσιεύτηκε μία πληροφορία που έδωσε ο φαρμακοποιός Χαΐμ Αλχανάτη από τη Λάρισα και αναφέρεται στον Γιομτώβ Γιακοέλ. Σύμφωνα με αυτήν ο Αλχανάτη έστειλε στον εκδότη (το 1916 ή ενωρίτερα(;)) «διήγημα διασκευασθέν υπό του φερέλπιδος νέου Γιομτώβ Γιακοέλ, εκ Τρικάλων», σ.190.  Όσον αφορά το περιοδικό «ΙΣΡΑΗΛ» ο Φρεζής στη σ.190 σημειώνει ότι ήταν κοινή έκδοση των Σιωνιστικών Συλλόγων Τρικάλων, Λαρίσης και Βόλου και διευθύνονταν από «Επιτροπή Συνεργατών». «Βασικοί συντάκτες του υπήρξαν οι: Γεουδάς Ματταθίας, Ασσέρ Μωϋσής και Γιομτώβ Γιακοέλ».  Παρακάτω, στα «Βιογραφικά σημειώματα Εβραίων εκδοτών και δημοσιογράφων» σημειώνει για το ίδιο θέμα μία παραλλαγμένη εκδοχή, γράφει (στη σελίδα 417): «Ένα χρόνο αργότερα [από το 1916], με τις οικονομίες που συγκέντρωσαν εργαζόμενοι το καλοκαίρι  [ο Γιακοέλ Γιομτώβ  και ο Ασσέρ Μωϋσή], έκδοσαν το περιοδικό «ΙΣΡΑΗΛ», ως όργανο των Σιωνιστικών Συλλόγων Τρικάλων, Λαρίσης και Βόλου». 

28. ΕΛΙΓΙΑ, ΓΙΩΣΕΦ, Ποιήματα συγκεντρωμένα με εισαγωγή, ανάλυση, βιογραφικό σημείωμα από τον Γ. Κ. Ζωγραφάκη, Θεσσαλονίκη, έκδοση της «Μπενέ Μπερίθ», 1938. Σε υποσημείωση, στις σ.XVII-XVIII, σημειώνεται ότι «Στο περιοδικό «Ισραήλ» των Τρικκάλων που έβγαζαν στο 1917-1918 μαζύ με άλλους και οι κ.κ. Γ. Γιακοέλ και Ασσέρ Μωϋσής, στο τεύχος 1 τόμος Β’ του Νοεμβρίου 1918 σελ.5 δημοσιεύεται το εξής ποίημα του Ελιγιά που ασφαλώς θα είναι από τα πρώτα του». Ο Ζωγραφάκης  επιλέγει, στη συνέχεια, να δημοσιεύσει στην ίδια υποσημείωση  το ποίημα του Ελιγιά «Οι 3 Ραββίνοι».    


30. Η Αμπατζοπούλου αναφέρει ότι το δικηγορικό γραφείο που άνοιξαν οι Γιακοέλ & Μωϋσή ήταν στην οδό Ερμού. Στον Μέγα Οδηγό Θεσσαλονίκης και περιχώρων 1932-1933, (διευθυντής: Γ.Χ. Γαβριηλίδης), σημειώνεται ως διεύθυνση των γραφείων τους το «μέγ. Ηλύσσια» - στην ίδια διεύθυνση καταχωρείται και το συμβολαιογραφείο του Σωτ. Παπαδήμα, του τρίτου νομικού της ομάδος των Θεσσαλών συνεργατών. 

31. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, Απομνημονεύματα 1941-1943. Εισαγωγή – επιμέλεια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Θεσσαλονίκη, «Ίδρυμα Ετς Αχαΐμ», 1993, σ.11

32. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, Απομνημονεύματα 1941-1943. Εισαγωγή – επιμέλεια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Θεσσαλονίκη, «Ίδρυμα Ετς Αχαΐμ», 1993, σ.14

33. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π. Η Αμπατζοπούλου επισημαίνει το άρθρο του για τον σιωνισμό δημοσιευμένο στην Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού και σημειώνει ότι πρόκειται για ένα «εξαιρετικά εμπεριστατωμένο μελέτημα, στο οποίο ο συγγραφέας παραθέτει βιβλιογραφία γαλλική και γερμανική».

34. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ,  ΣΩΤΗΡΙΟΣ, Αυτοβιογραφία, Θεσσαλονίκη 1974, σ.218.

35. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ,  ΣΩΤΗΡΙΟΣ,, ό.π., σ.129

36. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ,  ΣΩΤΗΡΙΟΣ,, ό.π., σ.130

37. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ,  ΣΩΤΗΡΙΟΣ,, ό.π., σ.129

38. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ,  ΣΩΤΗΡΙΟΣ, ό.π., σ.141-142

39. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ,  ΣΩΤΗΡΙΟΣ, ό.π. Το σπουδαίο βιβλίο του συμβολαιογράφου Σωτ. Παπαδήμα παρουσιάζει ενδιαφέρον γενικότερα για την μελέτη της ζωής στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη, κατά τις πρώτες επτά δεκαετίες του 20ού αιώνος. Καθώς γράφει την Αυτοβιογραφία του ως συνταξιούχος πλέον, έχει την ευχέρεια να αποτιμήσει ο ίδιος όλη την επαγγελματική του πορεία ενώ παραλλήλως στον αναγνώστη επιτρέπεται να μετρήσει τον τρόπο με τον οποίον ο συγγραφέας εκτιμά την αλλαγή της ζωής του, αυτή η οποία συνέβη το 1926, όταν απεφάσισε να συνεργασθεί με τους Μωυσή και Γιακοέλ. Γράφει σχετικά: «…μία τυχαία συνάντησίς μου με τον φίλον μου Ασήρ Μωυσή συνετέλεσεν εις το να μεταβληθή ο ρους της ζωής μου.». 

 Ο Σ. Παπαδήμας υπηρέτησε κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου ως Γραμματεύς εις το Στρατοδικείον Θεσσαλονίκης και μετά το τέλος του πολέμου έζησε με την οικογένειά του καθ’ όλη την περίοδο της Κατοχής στην ίδια πόλη. Προξενεί  εντύπωση το γεγονός ότι στην Αυτοβιογραφία δεν υπάρχει καμία αναφορά του Παπαδήμα στους Εβραίους φίλους και στενούς συνεργάτες του, τους Ασέρ Μωϋσή και Γιομτώβ Γιακοέλ. Ο συγγραφέας (ικανότατος νομικός και επιτυχημένος επαγγελματίας) συνεργάστηκε στον μεσοπόλεμο, με δύο από τα λαμπρότερα ονόματα των δικηγόρων της Θεσσαλονίκης, από τα γραφεία των οποίων εκινήθησαν οι περισσότερες υποθέσεις των εβραίων πελατών προς το Συμβολαιογραφείο του. Εν τούτοις,  στην Αυτοβιογραφία  δεν αναφέρεται ο πλήρης, σχεδόν, αφανισμός των Εβραίων της πόλεως - παραλείπεται η  παρουσίαση του θέματος έστω και υπό την μορφή της καταγραφής αυτού ως του μείζονος ιστορικού γεγονότος της Κατοχής, όπως άλλωστε πραγματικά ήταν.

40. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.11

41. ΜΩΥΣΗΣ, ΑΣΕΡ, Κληροδότημα, ό. π., σ.86. Στην ένορκον κατάθεσή του αυτή ο Ασέρ Μωϋσής  αναφέρεται στην έναρξη (κατά το έτος 1926) της συνεργασίας του μετά του Γιομτώβ Γιακοέλ καθώς η επαγγελματική δραστηριότητα του ιδίου στη Θεσσαλονίκη είχε αρχίσει τουλάχιστον από το έτος 1924 και το έτος 1926 παρουσίαζε την εικόνα της επιτυχίας που αναφέρει ο Παπαδήμας στην «Αυτοβιογραφία» του..

42. Έγγραφο του δικηγόρου Γιομτώβ Γιακοέλ του έτους 1925 απέκτησε προσφάτως ο Δρ. Λεόν Σαλτιέλ ενώ του Α. Μωϋσή (με την υπογραφή του) του 1924 εντόπισα στο αρχείον Νέστορος Καββαδά.      

43. Μέγας Οδηγός Θεσσαλονίκης και περιχώρων 1932-1933. Διευθυντής: Γ. Χ. Γαβριηλίδης, Θεσσαλονίκη

44. Κατάλογος συνδρομητών τηλεφώνου  Θεσσαλονίκης 1940 

45. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ, Ο Νικόλαος Μάνος και ο μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press», 2010. 

46.  Έγγραφο από το αρχείο Φιλίππου Δραγούμη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στην Αθήνα, το οποίο εντόπισε ο Μιχάλης Τρεμόπουλος και το ανάρτησε στο fb.

47. Κεντρική Επιτροπή Συντονισμού Έργων Κοινωνικής Προνοίας – τα μέλη: Αλβέρτος Αρδίτη, Σεμτώβ Αλλαλούφ, Αλβέρτος Φρανσές, Ελή Μόλχο, Ισαάκ Άντζελ, Σάμπυ Πελοσσώφ, Ιούλιος Ναάρ, Σολομών Ουζιέλ, Ισαάκ Αμαρίλιο, Γιομτώβ Γιακοέλ και Σαμ. Αρδίτη

48. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.58

49. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.65

50. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.66. Διοικητική Επιτροπή του Γραφείου Συνδέσμου – τα μέλη: Σάμπυ Πελοσσώφ, Ισαάκ Άντζελ, Σολομών Ουζιέλ και Γιομτώβ Γιακοέλ

51. Στο στρατηγό Λαβράνο «είχεν ανατεθή η διεύθυνση των εργατών». Στο In Memoriam, σ.69

52. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.88

53. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.90

54. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.90 Συμβούλιο [Διοικητική Επιτροπή της Κοινότητος] υπό τον Κόρετς: Σολομών Ουζιέλ, Σάμπυ Πελοσσώφ, Ισαάκ[Αλβέρτος] Μπενβενίστε, Ζυλ [Ιούλιος] Νάαρ και αργότερα ο Μπενίκο Σαλτιέλ. Οι  Ισαάκ Άντζελ και Αλμπέρ Τσενίο απεποιήθησαν το αξίωμα του συμβούλου και στην θέση τους ο Δρ. Κόρετς προσέλαβε τον Μπενίκο Σαλτιέλ. Για τους εξ αυτών Σάμπυ Πελοσσώφ  και Ζυλ  Νάαρ ο Γιακοέλ σημειώνει στα «Απομνημονεύματα», [σ.91] ότι πρόκειται για  «δύο εξαίρετα μέλη της οργανώσεως Μπενέ Μπερίθ»

55. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.107

56. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.109

57. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.120

58. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.121

59. ΜΩΥΣΗΣ, ΑΣΕΡ, ό. π., σ.86. Ο Ασέρ στην  Ένορκο κατάθεση του στη δίκη Eichmenn αναφέρει ότι ο Γιομτώβ Γιακοέλ απέδρασε από το γκέτο και ήρθε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1943.

60. ΜΩΥΣΗΣ, ΑΣΕΡ, ό.π., σ.86-88

61. ΓΙΑΚΟΕΛ, ΓΙΟΜΤΩΒ, ό.π., σ.15. Ασέρ Μωϋσής, Επιστολή προς Ι. Νεχαμά, Αθήνα 6.12.1962, αρχεία Yad Vashem. Η Αμπατζοπούλου στην εισαγωγή των Απομνημονευμάτων χρησιμοποιεί αποσπάσματα της επιστολής την οποία θεωρεί «ντοκουμέντο εξαιρετικής σημασίας».

62. Η πληροφορία αυτή εδόθη από τον επιζήσαντα Ιάκωβο Στρούμσα στην κ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.


64. Paul Celan, Η Φούγκα του Θανάτου από τη συλλογή «Μήκων και μνήμη», μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου, Αθήνα, «Νεφέλη», 2007.











































Εικόνα 9. Μπενέ – Μπερίθ, Ανακοίνωση για την έκδοση του βιβλίου: ΕΛΙΓΙΑ, ΓΙΩΣΕΦ, Ποιήματα. [Συγκεντρωμένα με εισαγωγή, ανάλυση, βιογραφικό σημείωμα από τον Γ. Κ. Ζωγραφάκη, Θεσσαλονίκη, "Βιβλιοθήκη Μπενέ Μπερίθ", 1938, σ.XXX +172.]. Το μονόφυλλο μου υπέδειξε ο Δρ. Λεόν Σαλτιέλ, ο ίδιος μου απέστειλε και το παραπάνω διαδικτυακό αντίγραφο.   .