Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Ένα βιβλίο [1]: Μοιρολόγια Πόρου Λευκάδος. Καταγραφή, μελέτη, υπομνηματισμός: Χριστόφορος Δ. Σκλαβενίτης, Αθήνα, «Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών», 2012.



Ένα βιβλίο [1]: Μοιρολόγια Πόρου Λευκάδος.
Καταγραφή, μελέτη, υπομνηματισμός: Χριστόφορος Δ. Σκλαβενίτης, Αθήνα,
«Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών», 2012.



Πριν από δύο χρόνια περίπου πέθανε η θεία μου Γεωργούλα Καββαδά, γυναίκα του αδελφού του πατέρα μου Θωμά, και συγκεντρωθήκαμε στο χωριό μας, το Βλυχό στην Λευκάδα,  για την κηδεία της. Μέσα στο σπίτι οι γυναίκες, έξω στον δρόμο οι άντρες. Κάποια στιγμή ακούστηκε μοιρολόγι: η Αλέξω είναι, μου ψιθύρισε ο ξάδερφός μου και γιος της νεκρής, Σπύρος Καββαδάς. Είναι η τελευταία μοιρολογίστρα στην περιοχή, συμπλήρωσε. Η Αλέξω [Αλεξάνδρα] Πολίτη, από το Κατωχώρι, τώρα μοιρολογούσε την,  λίγο μεγαλύτερη, αδελφή της. Το βράδυ, παρουσία της, άκουσα την παρακάτω ιστορία.  Ο Σπύρος Σκλαβενίτης - Τασούλας, συλλέκτης και ιστοριοδίφης, «πίεζε» την Αλέξω να μοιρολογήσει, να πει δηλαδή όσα μοιρολόγια ξέρει και αυτός να τα καταγράψει και να τα σώσει. Η Αλέξω όμως δεν συμφωνούσε.  Ο Σπύρος επέμενε μέχρι που κάποτε θεώρησε ότι την έπεισε και με τα απαραίτητα μηχανήματα πήγε στο σπίτι της. Ήρθα θεια Αλέξω της είπε, αλλά αυτή ακόμα μια φορά αρνήθηκε. Δεν μπορώ μωρέ Σπύρο, του επαναλάμβανε. Επέμενε αυτός να την πιέζει, έμενε αμετακίνητη στην άρνησή της η Αλέξω. Κάποια στιγμή το αποφάσισε. Θέλεις να σου πω μοιρολόγια; Ξάπλωσε κάτω, κάνε τον πεθαμένο και εγώ θα σου πω όσα θέλεις, αλλιώς δεν μπορώ. Βιάστηκε να τα μαζέψει ο Σπύρος και να φύγει: δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να κάνει τον πεθαμένο. Αντιθέτως, αρκετά χρόνια νωρίτερα συνταξίδευσαν με την Αλέξω στην συγκοινωνία, το μικρό βενζινοκίνητο καΐκι που έκανε την θαλάσσια διαδρομή Βλυχό - Λευκάδα το πρωΐ και Λευκάδα - Βλυχό το μεσημέρι, τρεις «καλοί κύριοι» από το χωριό, μεγαλύτεροι στην ηλικία από την Αλέξω. Καλός καιρός, δυο ώρες περίπου η διαδρομή και τρεις επτανήσιοι εξαιρετικά εφευρετικοί. - Αλέξω πες μας μοιρολόγια. - Κάντε τους πεθαμένους να σας πω. Έτσι, σε όλη την διαδρομή η Αλέξω μοιρολογούσε,  όπως ακριβώς έκανε  κάθε φορά στις κηδείες, εδώ όμως  μπροστά σε τρεις «κυρίους» που ξαπλωμένοι και ακίνητοι παρίσταναν τους νεκρούς.
Αυτή την ιστορία θυμόμουνα φυλλομετρώντας (πριν από την ανάγνωση) το βιβλίο: Μοιρολόγια Πόρου Λευκάδας, καταγραφή, μελέτη και υπομνηματισμός: Χριστόφορος Δ. Σκλαβενίτης, πρόλογος: Guy (Michel) Saunier  και επιμέλεια: Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, έκδοση της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα, 2012. Μου το έστειλε, μαζί με μερικά άλλα, ο ιστορικός και εδώ ο επιμελητής - ο συμμαθητής μου στη Α΄ τάξη του Γυμνασίου Λευκάδας Τριαντάφυλλος. Δύο είναι, κυρίως,  τα πρόσωπα τα οποία παρουσιάζονται με το βιβλίο: τα αδέρφια Χριστόφορος και Ιωάννα Δ. Σκλαβενίτη, ο καταγραφέας και η αφηγήτρια των μοιρολογιών του βιβλίου. Το κεντρικό πρόσωπο είναι φυσικά η αφηγήτρια, Ιωάννα [Γιάννα] Β. Μεταξά, γεννημένη στον Πόρο το 1916, «αγρότισσα και νοικοκυρά». Έμαθε γράμματα μόνη της. Δημοσιεύτηκαν ποιήματά της το 1992 [Τα ποιήματά μου], το 1997  δημοσιεύτηκε το κείμενό της «ήθη και έθιμα και αναμνήσεις από το χωριό μου Πόρος Λευκάδας» και το 2003 δημοσιεύτηκαν πάλι ποιήματά της [Νέα και παλιά ποιήματα]. Την κοιτάζω στις δύο από τις φωτογραφίες του βιβλίου. Στην πρώτη, βγαλμένη την ημέρα της Αγίας Κυριακής του 1938, νέα είκοσι δύο ετών με την τοπική ενδυμασία,  την φορεσιά που φορούσαν οι ανύπανδρες  στις γιορτές, και στην δεύτερη γιαγιά [=βαβά] πλέον με τα μαύρα, μου θυμίζει τρυφερά όσες γυναίκες, της οικογένειάς μου ή της περιοχής, θυμάμαι σε αυτή την ηλικία. Στο ελεύθερο και ζωντανό βλέμμα που δείχνει η δεύτερη φωτογραφία, τραβηγμένη από κοντά, εκφράζονται όσα έζησε, έναν αιώνα τώρα, πάντα στο χωριό της (εκτός από μία μικρή περίοδο που έμεινε στον Πειραιά).
Στις πρώτες σελίδες, στα Εισαγωγικά, ο καταγραφέας παραθέτει  απόσπασμα επιστολής του Α. Βαλαωρίτη προς τον Ανδρέα Λασκαράτο,  σχετικό με τα μοιρολόγια [Μαδουρή, 1859], το οποίο αντιγράφω. «Κλεισμένος μέσα στο γραφείο μου κάθομαι ανάμεσα από δύο περίφημες μοιρολογίστρες, τη θεια Λάμπρω και τη θεια Σοφιά και γράφω όσα τραγούδια είναι συνηθισμένες να λένε εις τους πεθαμένους…τες είδα πρώτα να αχνίσουνε, ύστερα να κοκκινίσουνε. Έριξαν τες πλεξίδες τους εις την τραχηλιά τους. Ο ανασασμός τους έγινε συχνότερος και βροχή τα δάκρυα έρρεαν από τα βλέφαρά τους. Επιάστηκαν έπειτα με τα χέρια και άρχισαν το νεκρικό τραγούδι, το οποίο κάθε λίγο και το εσυντρόφευαν με βαριούς στεναγμούς και με παράπονα. – Εγώ έκανα το μέρος του πεθαμένου και έστεκα προσεχτικός και έγραφα στίχους μα την αλήθεια ωραιότατους και όπου ήθελε φέρουνε τιμή και δόξα εις τον μεγαλύτερον ποιητή».
 Ναι, αυτό είναι λοιπόν, σκέφτομαι: η Αλέξω ακολουθεί στην σειρά, 100 χρόνια αργότερα, τις μοιρολογίστρες του ποιητή, Λάμπρω και Σοφιά. Αυτές, και οι τρεις, μπορούσαν να πουν μοιρολόγια είτε με τον φυσικό τρόπο, μπροστά σε νεκρό δηλαδή, είτε με την σύμβαση του γεγονότος – θεωρώντας ότι ο ακροατής  «κάνει το μέρος του πεθαμένου». Συνεχίζοντας στα Εισαγωγικά ο Χρ. Σκλαβενίτης υποστηρίζει ότι ο ποιητής «προκάλεσε όχι την αφήγηση αλλά την μετά πάθους αναπαράσταση του μοιρολογήματος». Ίσως να είναι αυτή η σειρά, προσωπικά όμως πιστεύω ότι οι δύο γυναίκες μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να μοιρολογήσουν: να νιώσουν ότι θρηνούν νεκρό. Και «υποχρεώθηκε» ο ποιητής, επομένως τον υποχρέωσαν οι μοιρολογίστρες, να «κάνει τον πεθαμένο»



Στον πρόλογο του βιβλίου ο Saunier σημειώνει: «Ανάμεσα στα μοιρολόγια που πρωτοδημοσιεύονται, ξεχωρίζω πρώτα 22 καλές ή αριστουργηματικές παραλλαγές από γνωστά καθιερωμένα θέματα …Ακόμη σπουδαιότερη ίσως είναι η σειρά 21 κειμένων που αποτελούν ή θέματα πρωτότυπα (αν και πιστά στην πανελλήνια παράδοση), ή πρωτότυπες μορφές, σαφώς λευκαδίτικες, πανελλήνιων θεμάτων…Σ’ αυτό τον κατάλογο πρέπει να προστεθούν 3 κείμενα που περιέχουν πρωτότυπα μοτίβα.»
Καλή σοδειά λοιπόν: 46 «τουλάχιστον αξιόλογα ή και εξαιρετικά ενδιαφέροντα κείμενα από σύνολο 76» συμπληρώνει ο Saunier και κλείνει τον πρόλογο με την φράση - συνολική αξιολόγηση της εργασίας: «Έτσι κι αλλιώς το βιβλίο αυτό του Χριστόφορου Δ. Σκλαβενίτη είναι…πολύτιμο».

Ο καταγραφέας αρίθμησε τα μοιρολόγια με τους αριθμούς 1 έως 76 και τους έδωσε  τίτλο το πρώτο ημιστίχιο του μοιρολογιού, έτσι αντιγράφω το μοιρολόγι αριθ. 1 «Νοικοκυρά συντάζεται», πρώτο δηλαδή στη σειρά του βιβλίου.



   Νοικοκυρά συντάζεται να πάρει να μισέψει
   Αναμεράει τη ρόκα τση και χώνει τη φωτιά τση.
   Ζερβά βάνει τη ρόκα τση, δεξιά το τυλιγάδι,
   παίρνει και στο κεφάλι τση κανίστρα με διασίδι.
   Γυρεύει διάστρα να διαστεί, τυλίχτρα να τυλίξει
   και ασημένιο αργαλειό να μπει να το υφάνει.
   Μα ο Χάρος την αγνάντεψε και πίσω τη γυρίζει
   Σύρε κυρά στο σπίτι σου κι έρχεται μουσαφίρης
   κι ο μουσαφίρης που ‘ρχεται δε φεύγει μοναχός του.
   Κουβέντα τέτοιαν άκουσε, πολύ βαριά το πήρε.
   Σταύρωσε τα χεράκια της και λύγισε στο χώμα.

Την νοικοκυρά ενημερώνει ο ίδιος ο Χάρος, ότι πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι της γιατί θα την επισκεφτεί ένας μουσαφίρης: κάθε απρόσμενος μουσαφίρης μπορεί να κάνει την νοικοκυρά του σπιτιού να χαρεί ή μπορεί να την αναστατώσει. Αυτόν τώρα εδώ τον μουσαφίρη κανείς δεν τον κάλεσε, ο ίδιος αυτο-καλέστηκε, ο ίδιος δηλώνει την ιδιαίτερη ιδιότητα που έχει, ότι δηλαδή «δε φεύγει  μοναχός του» . Το γεγονός αυτό, ότι ο συγκεκριμένος μουσαφίρης παίρνει πάντα κάποιον μαζί του όταν φεύγει, έκανε την νοικοκυρά να εννοήσει τι θα συμβεί. Δύο εισαγωγικοί στίχοι με τις συνήθεις ετοιμασίες της νοικοκυράς στο σπίτι πριν ταξιδέψει και ακόμα 4 στίχοι με αυτά που παίρνει μαζί της: ρόκα, τυλιγάδι και ένα κανίστρι με διασίδι – ψάχνει αργαλειό για να το υφάνει. Τρεις στίχοι με την παρουσία και τον λόγο του Χάρου και  το μοιρολόγι, και η ζωή της,   κλείνει με δύο θαυμάσιους στίχους: «Κουβέντα τέτοιαν άκουσε, πολύ βαριά το πήρε. Σταύρωσε τα χεράκια της και λύγισε στο χώμα.». Αρκεί να γίνουν τα χέρια της νοικοκυράς χεράκια και  να τα σταυρώσει για να αισθανθούμε, στην εικόνα, την πλήρη  παραδοχή εκ μέρους της του συμβάντος.  Ταυτοχρόνως φαίνεται να συνταιριάζει απολύτως το δεύτερο ημιστίχιο «και λύγισε στο χώμα» με το πρώτο, στον καταληκτικό στίχο της ζωής της νοικοκυράς και  του μοιρολογιού της. Εξαιρετική η λειτουργία των λέξεων του μοιρολογιού καθώς ενεργοποιούν με τον δραστικότερο τρόπο εικόνες για την γυναίκα (για την γυναίκα τότε) που φέρουμε μέσα μας, άλλοι επειδή τις γνωρίσαμε καλά και μάλιστα ζήσαμε με αυτές  και άλλοι, οι νέοι, επειδή τις έμαθαν – τις κληρονόμησαν. Νομίζει κανείς ότι η νοικοκυρά τώρα ησυχάζει από την δύσκολη καθημερινή ζωή στην γεωργική περιφέρεια και γι’ αυτό δεν προβάλλει καμία αντίδραση, δέχεται το γεγονός με φυσικό τρόπο, απλώς το παίρνει πολύ βαριά όπως άλλωστε έπαιρνε, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, πολύ βαριά αρκετά πράγματα της ζωής της.

Με αυτό τον τρόπο, ότι δηλαδή η νοικοκυρά «βρίσκει στον θάνατο την ανάπαυση» σχολιάζει ο Χρ. Σκλαβενίτης και το μοιρολόγι αριθ. 4. «Όλα τα δέντρα της αυγής», τέσσερες εξαιρετικοί στίχοι όλοι κι όλοι:

Όλα τα δέντρα της αυγής δροσά  ’ναι ποτισμένα
και του σπιτιού η νοικοκυρά βαριά είναι κοιμισμένη.
Τση κρένουν οι γειτόνισσες κι αυτήνη δε τσου κρένει,
γιατί ο νους της πέταξε σε μακρινό ταξίδι.

Εδώ το γεγονός προκύπτει από την  αίσθηση που προσθέτει ο κάθε στίχος στον προηγούμενο με αιχμή τον τελευταίο και, φυσικά, την λέξη «ταξίδι». Ο κάθε στίχος από μόνος του θα μπορούσε να σημαίνει κάτι άλλο  από τον θάνατο, ακόμη και κάτι εντελώς διαφορετικό, αλλά ο τρόπος που συντίθενται οι στίχοι, τέσσερα σκαλοπάτια όλα κι όλα, είναι  αρκετός  για να περάσουν, να κατέβουν η νοικοκυρά και το ποίημα στον κάτω κόσμο.
Με περιορισμένες διαφορές, κυρίως στον τελευταίο στίχο, είναι και το μοιρολόγι αριθ. 40 για τον νοικοκύρη του σπιτιού.

Όλα τα δέντρα το πρωί δροσά είναι ποτισμένα
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού βαριά είναι υπνωσμένος.
Βαρύς γύπνος τον έπιασε, το γύπνο δεν χορταίνει.
-Άνοιξ’ τα μάτια κοίταξε, τα χείλη μίλησέ μας
Και πες μας λόγια ν έμορφα να μας παρηγορήσεις. 

Τα ίδια στοιχεία: Τα ποτισμένα δέντρα και η δροσά, τονίζουν τον βαρύ ύπνο του νοικοκύρη. Και οι δικοί του ζητούν από αυτόν να ξυπνήσει, να τους μιλήσει όμορφα και να τους παρηγορήσει. Ο ύπνος αντί του θανάτου και η απόπειρα συνομιλίας, απαλύνουν την έκφραση και ταυτοχρόνως καθιστούν δραστικότερους τους στίχους.      
Ακόμα ένα μοιρολόγι [αριθ.15] μαζί με μία παραλλαγή του.

Γυναίκες σας παρακαλώ και κάντε μου τη χάρη,
Δώστε και μένανε σειρά να πω δυο-τρία λόγια,
Άκουσα όπου τα ’λεγε του μαύρου Χάρου η μάνα.
-Γυναίκες κρύψτε τς άντρες σας, μανάδες τα παιδιά σας,
Οι αδερφές τ’ αδέρφια σας και τς αρρεβωνιαστικούς σας,
Γιατ’ έχω γιο κυνηγητή, γιατ’ έχω γιο κουρσάρο,
Κι όπ’ εύρει τρεις παίρνει τους δυο και όπ’ εύρει δυο τον έναν
Κι όπ’ εύρει έναν μοναχό τονε ξεκουρβουλώνει

Και η παραλλαγή, από το Πόρο και αυτή, με άλλη αφηγήτρια: την Σταθούλα Κατωπόδη – Μπουζούμη.

Ακούστε τι διαλάλησε του μαύρου Χάρου η μάνα.
- Γυναίκες κρύψτε τς άντρες σας, γυναίκες τα παιδιά σας
εβγήκε ο γιος μου στα χωριά και παίρνει τους λεβέντες.
Όπου είναι τρεις, παίρνει τους δυο και όπου είναι δυο τον ένα
κι όπου είναι και μοναχογιός τέλεια τους ξεκληρίζει.
Μένουν τα ρούχα στα καρφιά και τ’ άρματα στον τοίχο
και τα κλειδιά απ’ την πόρτα τους τα παίρνουνε οι ξένοι.  

Το μοιρολόγι είναι ένα από αυτά που ο Saunier ξεχωρίζει,  ενώ  θεωρεί ότι έχει περισσότερο ενδιαφέρον η παραλλαγή. Το μοιρολόγι έχει 8 στίχους και η παραλλαγή 7. Ενώ όμως η παραλλαγή συμβαδίζει νοηματικά με τους 5 στίχους της στους 8 του μοιρολογιού, στο τέλος εκτείνεται προσθέτοντας ουσιαστικά στον 5ο στίχο της, τους δύο τελευταίους.  Οι 3 πρώτοι στίχοι του μοιρολογιού συναιρούνται στην παραλλαγή σε έναν, ο οποίος εισάγει με λιτό τρόπο στο θέμα. Ο 2ος στίχος της παραλλαγής είναι σχεδόν όμοιος με τον 4ο του μοιρολογιού και ο επόμενος «εβγήκε ο γιος μου στα χωριά και παίρνει τους λεβέντες» λέει καλύτερα ό,τι ο 6ος του μοιρολογιού «Γιατ’ έχω γιο κυνηγητή, γιατ’ έχω γιο κουρσάρο». Όμοιοι περίπου είναι ο 6ος στίχος της παραλλαγής με τον 7ο του μοιρολογιού, ενώ αλλάζει ο επόμενος στίχος στην παραλλαγή και γίνεται δραστικότερος. Το μοναχός γίνεται μοναχογιός και το ιδιωματικό  ξεκουρβουλώνω [=ξεριζώνω] γίνεται το κοινό «ξεκληρίζει». Όμως οι δύο τελευταίοι στίχοι της παραλλαγής είναι από τους καλύτερους του βιβλίου, τους ξαναγράφω: «Μένουν τα ρούχα στα καρφιά και τ’ άρματα στον τοίχο / και τα κλειδιά απ’ την πόρτα τους τα παίρνουνε οι ξένοι». Η εικόνα με τα ρούχα κρεμασμένα στα καρφιά, πάντα σταθερή καθώς τα ρούχα μένουν εκεί, τα ίδια, όπως ακριβώς βρέθηκαν κρεμασμένα την στιγμή της απώλειας - μένουν εκεί να φθείρονται και να αλλοιώνεται το χρώμα τους μόνο από την έκθεσή τους στις συνθήκες του χώρου - αυτή η εικόνα δίνει με τον καλύτερο και τον πιο ενεργά ποιητικό τρόπο την κατάσταση της φθοράς και  της τέλειας ερήμωσης. Επιπλέον, συμπληρωματικά, τα κλειδιά - από τα πιο ιδιωτικά αντικείμενα - μένουν στην πόρτα και μπορεί εύκολα να τα πάρει ένας περαστικός ξένος. Η ερήμωση θα επιτρέψει να αλλάξουν χέρια τα πολυτιμότερα πράγματα της οικογένειας: όλα όσα κλείνονται μέσα στο πατρικό σπίτι.
Ο Saunier θεωρεί το μοιρολόγι αριθ. 70 άριστο και ταυτοχρόνως το εντάσσει στην ομάδα των 21 κειμένων με πρωτότυπα θέματα, αλλά και ο  Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης στην παρουσίαση του βιβλίου στον «Λευκαδίτικο λόγο» το επιλέγει και το αντιγράφει (μόνον αυτό) σαν «ένα από τα άριστα της συλλογής». Διαβάστε τους επτά στίχους του:

- Κουνιά μου ’μορφοστόλιστη κι ομορφοστολισμένη,
ασήμι το στεφάνι σου, χρυσό το κουνοσκούτι,
τι έκαμες το σπλάχνο μου και την ανασεμιά μου;
- Φύσηξ’ αγέρας κι άνοιξε πόρτα και παραθύρια,
το κουνοσκούτι έριξε, πέταξε το στεφάνι,
πήρε το φυλλοκάρδι σου και την ανασεμιά σου,
το πήρε και το πέταξε σα φύλλο στο ποτάμι.

Ο διάλογος συμβαίνει μεταξύ της μάνας και της κούνιας του παιδιού, στις τρεις πρώτους στίχους της μάνας απαντά η κούνια με τους άλλους τέσσερες. Η κούνια θα εξηγήσει τι συνέβη και χάθηκε το παιδί, που κράτησε μέσα της. Εδώ ο Χάρος παίρνει την μορφή του αγέρα και όλες οι επί μέρους εικόνες, στην μία και συνολική, κινούνται γρήγορα και δυνατά, όπως όταν ξαφνικές ριπές στροβιλίζονται και χτυπάνε, ανοίγουν και σαρώνουν ότι συναντούν στο πέρασμά τους. Το μικρό παιδί γίνεται ανίσχυρο φύλλο στην δύναμη του Χάρου – αγέρα: το παίρνει, το σηκώνει και το πετάει στο θολό ποτάμι των μοιρολογιών, στον δρόμο για τον κάτω κόσμο.
Δεν μπορώ παρά να αντιγράψω το εξ ίσου τουλάχιστον καλό, κατά την εκτίμησή μου, προηγούμενο μοιρολόγι, αριθ.69.

-Κανίσκι μου βενέτικο με τα πολλά καλούδια,
με το ψωμί, με το κρασί και το χρυσό μεσάλι,
σε είχα γήλιος μη σε δει, γήλιος μη σε θωρήσει
-Φύσηξ’ αγέρας κι άνοιξε πόρτα και παραθύρια,
με είδε ο γήλιος ζήλεψε κι έγιωσε το φεγγάρι
μ’ είδε κι ο Μαυροχάροντας που έστεκε στην πόρτα.

Εδώ η μάννα απευθύνεται στο παιδί της, και το ίδιο θα απαντήσει και θα περιγράψει τι συνέβη. Τρία στοιχεία της φύσεως συμμετέχουν, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, στο χαμό: ο αγέρας θα επιτρέψει να φανεί το παιδί, και η ομορφιά του θα κάνει τον ήλιο να ζηλέψει και το φεγγάρι να χάσει την λάμψη του. Έτσι όμως θα το δει στο φως ο χάρος, που έστεκε και παραμόνευε στην πόρτα....   

Οι συνήθειες και οι διαφορές του πάνω κόσμου μεταφέρονται  και συνεχίζονται και στον κάτω, μόνον που τώρα γίνονται με φυσική αποδοχή του γεγονότος στο μοιρολόγι και με τρυφερό τρόπο για τα αναφερόμενα πρόσωπα.

22. Χάρε μου τι την ήθελες την καλομαθημένη;
      Δίχως σκαμνί δεν κάθεται, χωρίς τάβλα δεν τρώει,
      χωρίς σεντόνια αγερινά δεν πέφτει να πλαέσει
      και δίχως το ροδόσταμο δε λούζει τα μαλλιά τση
      και δίχως μάνα δίπλα τση δε βάζει τα καλά τση.

Με την αλλαγή του γένους του επιθέτου στον πρώτο στίχο, το επόμενο μοιρολόγι αρ.23 αναφέρεται στον «καλομαθημένο». Μετά τους ίδιους, σχεδόν, δύο πρώτους στίχους το μοιρολόγι προσαρμόζεται στην διαφορά κοριτσιού – αγοριού, όπως την αντιλαμβάνεται η μοιρολογίστρα  - όπως την αντιλαμβάνεται η μικρή κοινωνία του τόπου. Το αγόρι στον κάτω κόσμο «χωρίς κρασί δεν γεύεται, χωρίς βιολιά δεν κάνει / και θέλει και τση φίλους του ολόγυρα στην τάβλα». Έτσι στα αγερινά σεντόνια και το ροδόσταμο  για το κορίτσι, αντιστοιχούν το κρασί και τα βιολιά για το αγόρι και στην απαραίτητη παρουσία της μάνας για το κορίτσι, αρκεί η παρουσία των φίλων για το αγόρι. Αλλά σε μία παραλλαγή από την Λακωνία, επανέρχεται η παρουσία της μάνας και για το αγόρι σε ένα πολύ καλό πρώτο ημιστίχιο του δευτέρου στίχου του, [στο αγόρι]: «που θέλει μάνας γόνατα, θέλει αδελφής αγκάλες».
 Τρία συνεχόμενα μοιρολόγια [αριθ.66, αριθ.67 και αριθ.68] αναφέρονται στο θέμα του «ψυχομαχητού της ρούσας», το οποίον συμβαίνει όταν φτάνουν οι συμπέθεροι για να την αρραβωνιάσουν:

66. Κάτω στον κάμπο τον πλατύ με τα πολλά λουλούδια,
      εκεί ’ναι η ρούσα άρρωστη, βαριά, ψυχομαχάει
      και πώς να την ξυπνήσουμε και πώς να της το πούμε;
-        Σήκω σ’ απάνω ρούσα μου κι έρχοντ’ οι συμπεθέροι.
-        Κι αν έρτουν καλώς να ’ρτουνε, καλώς να τους δεχτείτε
        μην πείτε πως επέθανα, μην πείτε πως πεθαίνω.
        Δώστε την αρρεβώνα μου ν’ αρρεβωνιάσουν άλλη,
        ’τι εγώ αρρεβωνιάστηκα, πήρα το Χάρο γι’ άντρα. 

Και σε αυτό το μοιρολόγι [και στα δύο επόμενα] η μοιρολογίστρα αποδίδει στην ρούσα την ίδια παθητική αποδοχή του γεγονότος του θανάτου της. Είναι η ίδια η φυσική αποδοχή του θανάτου  από την κοινότητα και η βαθειά ριζωμένη γνώση της αδυναμίας, εν τέλει, οποιασδήποτε αντιστάσεως απέναντι στον Χάρο. Η ρούσα, όχι μόνον έχει αποδεχθεί το γεγονός, αλλά ζητάει να μην αναφέρουν τον θάνατό της στους συμπεθέρους - ίσως μόνον με σημάδια να τους δείξουν τι συμβαίνει: «Βάλτε τις μπόλιες πράσινες και τα μεσάλια μαύρα» και «Βάψτε τους πάγκους πράσινους και τα μεσάλια μαύρα»  είναι οι προτελευταίοι στίχοι των δύο επομένων, σχετικών με την ρούσα, μοιρολογιών [αριθ.67 και αριθ.68]. Ακόμα και το αχνό παράπονο του στίχου «Δώστε την αρρεβώνα μου ν’ αρρεβωνιάσουν άλλη» βγαίνει από την επιθυμία να περάσει σε μία άλλη νέα γυναίκα η καλή τύχη, την οποία στην ίδια την ρούσα θα στερήσει ο Χάρος. Και τα τρία μοιρολόγια είναι ταυτοχρόνως τραγούδια της τάβλας και τραγούδια του χορού.
Από τις παραλλαγές, αντιγράφω την πολύ γνωστή της Κρήτης: μοιρολόγι και τραγούδι, εξαιρετικό δείγμα ποιήσεως και μαζί η απάντηση της αρσενικής φωνής, στην θηλυκή του μοιρολογιού από τον Πόρο.

Μάνα κι αν έρθουν φίλοι μας κι αν έρθουν οι εδικοί μας,
μην τωνε πεις κι απόθανα και τση βαροκαρδίσεις.
Στρώσε την τάβλα να γευτούν και κλίνη να πλαγιάσουν.
Στρώσε τους παραπέζουλα να θέσουν τ’ άρματά τους.
Και σαν ξυπνήσουν το πρωί και σ’ αποχαιρετούνε,
πές τους το πώς απόθανα.
  
Το τελευταίο μοιρολόγι το οποίον αντιγράφω ολόκληρο από το βιβλίο, είναι το υπ’ αριθ. 71:

Να ’μουνα, μάνα μ’ γεωργός, να ’μουνα ζευγολάτης
Κι ο Χάροντας να μ’ έβρισκε στη μέση στο χωράφι,
Να ’χω τα’ αλέτρι δίπλα μου, τα βόιδια στο πλευρό μου
Και τση καλούς γειτόνους μου, στο σπίτι να με πάνε.

Εδώ περιγράφεται ο επιθυμητός τρόπος θανάτου: στο χωράφι, την ώρα της δουλειάς - κοντά στο αλέτρι και τα βόδια. Και δίπλα οι καλοί γείτονες – η ανθρώπινη παρουσία. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι ο γιος, ο οποίος περιγράφει στην μάννα του πώς θα ήθελε να πεθάνει, φαίνεται να μην δίνει σημασία στον ίδιο τον θάνατο. Και το μοιρολόγι, δίνει αυτή ακριβώς την αίσθηση: απουσιάζει όχι μόνον ο φόβος αλλά ακόμα και η σκιά της φτερούγας του θανάτου – αντιθέτως, το τέλος εδώ είναι μία φυσική σκηνή, στη μέση ενός χωραφιού.
    
Όλα, και τα 76 μοιρολόγια του βιβλίου, ανήκουν στο είδος των μοιρολογιών από τα οποία απουσιάζει οποιοδήποτε, ιδιαίτερο, στοιχείο αναφορικά με τον νεκρό, όπως, αντιθέτως, συμβαίνει σε μοιρολόγια της Κρήτης και, κυρίως, της Μάνης. Τα ιδιοπρόσωπα στοιχεία λείπουν εντελώς από τα μοιρολόγια του βιβλίου, αλλά και από τις δημοσιευόμενες στο βιβλίο από τον Χρ. Σκλαβενίτη παραλλαγές των άλλων συλλογών με μοιρολόγια της Λευκάδας. Ο νεκρός είναι μικρό παιδί,  νέος ή νέα, ο νοικοκύρης ή η νοικοκυρά του σπιτιού, η μάννα και η βαβά [=γιαγιά], αλλά ποτέ το συγκεκριμένο άτομο με τις ιδιότητες που είχε όσο ζούσε. Όλα τα ιδιαίτερα στολίδια, όσα θα μπορούσε να αναφέρει η μοιρολογίστρα, σβύνουν με τον θάνατο και στο μοιρολόγι μένουν μόνον τα κοινά ανθρώπινα στοιχεία. Όμως ο τρόπος που έζησε ο νεκρός υπάρχει ενεργός στην μνήμη των μελών της οικογενείας του και των άλλων συγχωριανών του και πάνω στους στίχους του μοιρολογιού, κάθε φορά, εκφράζεται από τον καθένα χωριστά, το διαφορετικό αίσθημα για τον θάνατο του συγκεκριμένου νεκρού. Ακραίο παράδειγμα αποτελεί το αυτοσχέδιο καλό μοιρολόγι αριθ.65, με το οποίο ο Θανάσης Ι. Σκλαβενίτης [και η αδελφή του Αναστασά] μοιρολόγησε τον γιό του Χρήστο, που πέθανε στρατιώτης το 1922. Η περιγραφή του νέου άντρα γίνεται στους δύο πρώτους στίχους και αυτή θα μπορούσε να αναφέρεται σε κάθε νέο της εποχής: «Λεβέντης εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα. / Είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα». Οι επόμενοι στίχοι αναφέρονται στην συνάντηση του νέου με τον Χάρο και στον αγώνα τους, ο οποίος κρατεί από το πρωΐ  ως το βράδυ και έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ο νέος βογγά και στην θλιβερή διαπίστωση του μοιρολογητή – πατέρα [νιε μου] «Παλικαρίσια πάλεψες, μα ο Χάρος δε νικιέται» ο νέος – γιος θα απαντήσει: «Δεν το ’χω που νικήθηκα, δεν κλαίω που πεθαίνω, /  δεν το ’χω που μου δίνουνε τη μαύρη γης γυναίκα, / παρά που πάω ανάλαγος γαμπρός στον Κάτου Κόσμο.». Στους 12 στίχους ούτε μία λέξη δεν αναφέρεται στα πραγματικά γεγονότα του μοιρολογιού ή στα ιδιαίτερα στοιχεία του νεκρού. Μόνον ο τελευταίος στίχος δείχνει απλώς ότι ο νέος πέθανε και τάφηκε, «ανάλαγος γαμπρός», μακριά από το σπίτι του. Αν μάλιστα ο πατέρας θρηνώντας είπε αντί «γιε» μου την ομόηχη λέξη «νιέ» μου, την οποία διασώζει στο μοιρολόγι η κόρη του Θανάση και αδελφή του νεκρού, Φώτω Πολίτη, τότε αυτό δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την απουσία από το μοιρολόγι κάθε προσωπικού στοιχείου στην έκφραση και συνάμα παρουσιάζει την υποταγή του ιδιαίτερου στον κοινό τύπο, κρατώντας, κάθε φορά, προσωπικό μόνον τον πόνο.   
        Τα μοιρολόγια πλάθονται κυρίως από γυναίκες: αγρότισσες, μητέρες, σύζυγοι, αδελφές, όλες βασανισμένα πρόσωπα με τις καθημερινές δουλειές στο χωράφι και στο σπίτι. Οι στίχοι σχηματίζονται από λέξεις (και εικόνες) που αναφέρονται σε έναν κόσμο συγκεκριμένο: τον αγροτικό, με τις επαναλαμβανόμενες κάθε εποχή του έτους εργασίες, με τις σταθερές και υποχρεωτικές κινήσεις της κάθε ημέρας και με τα αισθήματα που συνδέουν στενά τις σχέσεις (μητέρα και παιδιά, παιδιά και μάνα, αδελφοί) ή πρέπει να τις συνδέουν (σύζυγοι). Παρότι ο Πόρος είναι χωριό σε ένα μικρό νησί και είχε σχέση με την θάλασσα, ακριβώς επειδή οι γυναίκες δημιούργησαν τα μοιρολόγια, δεν αναφέρεται σε αυτά κάτι που να δηλώνει σχέση με την ζωή του ναυτικού. Οι δύο λέξεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται στην δημιουργία στίχων σχετικών με την θάλασσα είναι οι τυπικές σε πολλά μοιρολόγια της Ελλάδας λέξεις «καράβι» και «φρεγάδα», οι οποίες δεν έχουν σχέση με τις λέμβους των αλιέων του Πόρου και τα μικρά καΐκια του νησιού. Οι δύο πρώτοι στίχοι των μοιρολογιών [αριθ.55 και αριθ.56] είναι: «Καράβι μου τρικάταρτο κι απάνου χρυσωμένο / έχεις την πλώρη σου χρυσή, την πρύμη ασημένια» για τον νέο και «Φρεγάδα μου τρικάταρτη με τς αργυρές αντένες, / με τα μεταξωτά πανιά και τα χρυσά τα ξάρτια» για την νέα αντίστοιχα. Το καθένα θα αράξει στο νεκροταφείο του χωριού: «Γυρεύει απάνεμο να βρει λιμιώνα για ν’ αράξει / και πήγε και περίκατζε της εκκλησιάς στη θύρα» κατά την παραλλαγή του Σάθα. Νομίζω ότι εδώ μπορώ να αντιγράψω, έστω και παράταιρα, δύο στίχους από τον τάφο ναυτικού στο νεκροταφείο του χωριού μου: «Πολύ φουρτούνα πλάκωσε, κατεβασιά μεγάλη / και γύρισα και άραξα σε τούτο το λιμάνι». 

Η αφηγήτρια των μοιρολογιών, η Γιάννα, με την φωνή της έδωσε φωνή σε μία μακρά σειρά γυναικών, μερικές από τις οποίες – δύο ή τρεις – είναι πολύ πιθανόν να έζησαν στο ίδιο χωριό, δίπλα της, τον τελευταίο αιώνα. Οι άλλες, οι περισσότερες, έζησαν τα προηγούμενα χρόνια: αλλεπάλληλες σειρές γυναικών  -  ένας ατελείωτος χορός γυναικών. Από όλες αυτές, οι πρώτες του χορού έπλασαν ή, συνήθως, διαμόρφωσαν τα μοιρολόγια με τα οποία θρήνησαν νεκρούς, τα μέλη της οικογένείας τους και τους συγχωριανούς της κοινότητας. Μία μάλλον μικρή ομάδα γυναικών μάθαιναν έγκαιρα, όσα η συλλογική μνήμη είχε συγκεντρώσει και αυτές, οι οποίες είχαν το ιδιαίτερο χάρισμα, επέλεγαν και κρατούσαν τα καλύτερα από τα μοιρολόγια. Αλλά και οι ίδιες, μία ολόκληρη ζωή μοιρολογίστρες, συμπλήρωναν ή τροποποιούσαν τους στίχους. Η κάθε μία αναλόγως  με την ευαισθησία της, την επαφή της με την γλώσσα και εν τέλει την σχέση της με την δημιουργία, εδώ την ποιητική δημιουργία, διαμόρφωνε, σταδιακά, μέσα στο χρόνο το μοιρολόγι. Η γυναίκα, η οποία φέρνει στον κόσμο τις νέες ζωές είναι αυτή  που συνοδεύει με τον στενότερο τρόπο τους πεθαμένους στις τελετές του θανάτου. Σε αυτό το τελευταίο μάλιστα, καθώς οι γυναίκες  είναι αυτές που, σχεδόν, αποκλειστικά μοιρολογούν, δείχνουν να παίρνουν «εκδίκηση». Απομονωμένες από τους άντρες της κοινότητας και συνήθως από τους άντρες τους, ανέλαβαν από την αρχή (ή τους ανατέθηκε) να προπέμπουν τον νεκρό – και τους άντρες. Δημιούργησαν υψηλά δείγματα ποιήσεως και τα εφύλαξαν διαδεχόμενες τις προηγούμενες μοιρολογίστρες και προικοδοτώντας τις νεότερες. Νομίζω ότι οι μοιρολογίστρες εννοούσαν με τον βαθύτερο τρόπο όσα μοιρολογούσαν για τους νέους, άντρες και γυναίκες, και ιδίως για τα μικρά παιδιά και, επίσης, εννοούσαν όσα έλεγαν για τις μητέρες ή τις άλλες βασανισμένες γυναίκες. Υποθέτω ότι ένα είδος «επαγγελματισμού» επέτρεπε να φέρνουν εις πέρας την «υποχρέωσή τους» απέναντι στην κοινότητα, όταν έπρεπε να μοιρολογήσουν τον νεκρό άντρα. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν κάτι διαφορετικό γι’ αυτές, καθώς έπρεπε, συχνά, να θρηνήσουν κάποιον που  γνώριζαν καλά πόσο άσχημα φέρθηκε στην γυναίκα του, στις γυναίκες του σπιτιού του και στις γυναίκες γενικότερα. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να τις βοηθούσε και το γεγονός ότι πίστευαν πως ο νεκρός πρέπει να συνοδεύεται από όσα είναι απαραίτητα, ανεξάρτητα από τον τρόπο που αυτός έζησε και ότι τα άλλα – η δικαιοσύνη – βρίσκεται στο χέρι του Θεού.             
   
Θα τελειώσω με μία ιδιαίτερη σύμπτωση. Τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνω κεραμικά –κυρίως πιάτα – και μία ή δύο φορές τον χρόνο που πηγαίνουμε στο χωριό, τα μεταφέρω στο πατρικό μας σπίτι. Περίπου έξη μήνες πριν να λάβω το βιβλίο, είδα στο κατάστημα ενός συναδέλφου και συγγενούς, ένα κεραμικό υπογραμμένο: Χ. Σκλαβενίτης. Ίσως είναι Λευκαδίτης του είπα και, φυσικά, θα το αγόραζα. Κάτι άλλο, βιβλία ή χαρτιά μου ζήτησε να δω και το κεραμικό έφυγε από το μυαλό μου. Δυστυχώς, δεν είχα διαβάσει  και δεν είχα ακούσει τίποτε για τον Χαράλαμπο Δ. Σκλαβενίτη, μέχρι να μου στείλει το βιβλίο ο Τριαντάφυλλος. Μετά, όταν έλαβα το βιβλίο, ρώτησα τον έμπορο για το κεραμικό και περίμενα να μου πει ότι είχε πωληθεί πριν από καιρό. Τον είδα να ψάχνει και σε λίγο έφερε το αντικείμενο που φωτογραφία του βλέπετε εδώ και το ίδιο θα μεταφερθεί στο Βλυχό, ένα χωριό πολύ κοντά στον Πόρο – και τα δύο είναι χωριά του παλαιού Δήμου Ελλομένου. Μάλιστα δεν ξέρω αν είναι η ιδέα μου, αν με επηρέασε το βιβλίο ή αν όντως έτσι είναι, πάντως, νομίζω ότι τα χρώματα και η εικόνα του κεραμικού ταιριάζουν με το θέμα του βιβλίου  - σαν η εικόνα και τα χρώματα στο κεραμικό να έγιναν για να διακοσμήσουν το βιβλίο.






Σημείωση:

1.     Συμπληρωματικά με τις άλλες μελέτες του, ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε δύο εκδόσεις ιδιαίτερων βιβλίων της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, σχετικών με την Λευκάδα.
Το πρώτο, σε συνεργασία με τον Δημ. Τσερέ και τον Βασ. Φίλιππα, είναι το βιβλίο: Φίλιππα – Χαριτωνίδη, Ανδρομάχη, Ηθογραφίες λευκαδίτικες, Αθήνα, 2010. Στο βιβλίο συγκεντρώθηκαν οι δημοσιευμένες μεσοπολεμικά ηθογραφίες της Ανδρομάχης Φίλιππα και σώθηκε το μικρό, αλλά ενδιαφέρον έργο της λευκαδίτισας συγγραφέως.
Το δεύτερο, είναι το βιβλίο με τα μοιρολόγια από το χωριό του τον Πόρο, στο οποίο νομίζω ότι η συμμετοχή του υπήρξε κάτι περισσότερο από τις υποχρεώσεις τις οποίες συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, η ιδιότητα του επιμελητή.

2. Είχε τελειώσει, σχεδόν, το κείμενο όταν σε ένα δέμα με βιβλία που μου έστειλε ο Τριαντάφυλλος (ίσως σε αυτή την περίπτωση η σύζυγός του κ. Ευτυχία Λιάτα) υπήρχε και ένα τμήμα φωτοτυπίας άρθρου του στον «Λευκαδίτικο λόγο» με τίτλο: « Έφυγε» η λαϊκή ποιήτρια (από τον Πόρο) Ιωάννα Β. Μεταξά». Σε αυτό σημειώνει ότι τα μοιρολόγια της, μαζί με άλλες δημιουργίες του κοινού τους τόπου, του «άνοιξαν  τον δρόμο για την κατανόηση της λαϊκής δημιουργίας». Και περιλαμβάνει το τελευταίο από τα μοιρολόγια του βιβλίου (εκτός του πρώτου στίχου), που η Γιάννα είχε αφηγηθεί στον αδελφό της. Το αντιγράφω και εδώ ολόκληρο:




  Ποτέ μου δεν το πάντεχα

Ποτέ μου δεν το πάντεχα πως ήθελε πεθάνεις!
Να πήγαινα στη Βενετιά, να φτιάξω ένα κιβούρι,
να ’ναι πλατύ για το χορό, στενό για το τραγούδι,
να ’χει σκεπή αμάραντο, να μη σε καίει ο γήλιος,
και στη δεξιά σου τη μεριά ν΄αφήσω παραθύρι,
να μπαινοβγαίνει το πουλί τα γράμματα να φέρνει.



Το βιβλίο, το οποίον έφτιαξαν ο Χριστόφορος Δ. Σκλαβενίτης και ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης είναι το καλύτερο «κιβούρι» – το καλύτερο σήμα - για την Γιάννα.