Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί
προδημοσίευση αποσπάσματος του υπό έκδοση βιβλίου του ιστορικού Αντώνη Γώδη με
τίτλο Η Χριστιανική Αδελφότης των Νέων (Y.M.C.A.) στην Ελλάδα -
Τα πρώτα 100 χρόνια (1869-1969), και
αναφέρεται στη χρονική περίοδο μετά τη διάλυση της Χριστιανικής
Αδελφότητος των Νέων Θεσσαλονίκης (Χ.Α.Ν.Θ.) από το δικτατορικό καθεστώς της
4ης Αυγούστου, με τον Αναγκαστικό Νόμο
1798/1939 «Περί Εθνικής και Ηθικής Αγωγής της Νεολαίας» που δημοσιεύθηκε στις
17 Ιουνίου 1939 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το άρθρο 3 του
Νόμου ρητώς προέβλεπε πως ο
Υπουργός Παιδείας μπορούσε να διαλύει όλες τις οργανώσεις με παρεμφερείς με την Ε.Ο.Ν. στόχους,
και η περιουσία τους να διατίθεται υπέρ αυτής. Η συγγραφή του συγκεκριμένου αποσπάσματος ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του
2021.
Τα
σκοτεινά χρόνια 1940-1945
Η υπογραφή
του πρωτοκόλλου παράδοσης της κινητής και ακίνητης περιουσίας της Χ.Α.Ν.Θ. στην
Ε.Ο.Ν. στις 31 Ιανουαρίου 1940 σηματοδότησε την επίσημη παύση των εργασιών της
Οργάνωσης για τη περίοδο 1940-1945. Η Χ.Α.Ν.Θ. έπλεε πλέον σε αχαρτογράφητα
νερά και ουδείς γνώριζε εάν η διάλυση και η αναγκαστική συγχώνευσή της με την Ε.Ο.Ν. θα σήμαινε το οριστικό τέλος μιας
παραγωγικής περιόδου 19 ετών. Οι εξελίξεις, για τη Χ.Α.Ν.Θ., για τη χώρα και
τον κόσμο ολόκληρο, έμελλε να είναι δραματικές.
Η παύση
των εργασιών της Χ.Α.Ν.Θ. και η συνακόλουθη απουσία πρακτικών για την περίοδο
αυτή, σε συνδυασμό με την άγνωστη τύχη των αρχείων της Χ.Α.Ν.Θ. που παραδόθηκαν στην Ε.Ο.Ν., δεν επιτρέπουν στους
ερευνητές να έχουν πλήρη εικόνα της χρήσης των εγκαταστάσεων της Χ.Α.Ν.Θ. για
το διάστημα κατά το οποίο η Νεολαία Μεταξά
εγκαταστάθηκε σε αυτές, δηλαδή από τον Φεβρουάριο 1940 ως την είσοδο των
γερμανικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο 1941. Όμως, ο ελληνικός
ημερήσιος Τύπος και οι αναφορές των στελεχών της αμερικανικής YMCA για την κατάσταση στη Θεσσαλονίκη είναι δύο
πηγές από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένα στοιχεία για τις ημέρες
της δράσης της Ε.Ο.Ν. στην πόλη.
Το
επιβλητικό κεντρικό κτίριο της Χ.Α.Ν.Θ., μετονομασμένο πλέον σε «Στέγη
Φαλλαγίτου», παραδόθηκε στην Περιφερειακή Διοίκηση της Ε.Ο.Ν. στις 7
Φεβρουαρίου 1940 από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος παρέστη στην εκδήλωση, οπότε
και «εγένετο υπό τους ήχους της μουσικής και των σαλπίγγων η τελετή της
επάρσεως της σημαίας της Ε.Ο.Ν. επί του νέου μεγάρου». Ο Μεταξάς, αφού
παρέλαβε τη «χρυσή κλείδα», προχώρησε προς την κλειστή κύρια είσοδο του
μεγάρου και εισήλθε πρώτος στο κτίριο «υπό τας ζητωκραυγάς των φαλλαγιτών και
του λαού» (Εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον, φυλ. (8.2.1940), σ. 4.). Ουδεμία αναφορά έγινε στην εφημερίδα
που εξέφραζε τις απόψεις του καθεστώτος στο γεγονός πως το «νέο μέγαρο» είχε
οικοδομηθεί και εγκαινιαστεί από τη Χ.Α.Ν.Θ. το 1933, και περιερχόταν τώρα —
όψιμα και αναγκαστικά —στην Ε.Ο.Ν.
Στις 10
Φεβρουαρίου 1940, δέκα ημέρες μετά την τυπική παύση των δραστηριοτήτων της Χ.Α.Ν.Θ.,
απολύθηκε το προσωπικό της, αν και ουσιαστικά το κτίριο είχε περιέλθει στην
εξουσία της Ε.Ο.Ν. από τις αρχές Δεκεμβρίου 1939. Στους διαδρόμους του κτιρίου
που φιλοξένησε εξέχοντα μέλη της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης και εμπνευσμένους
Αμερικανούς διευθυντές απέμειναν να κυκλοφορούν ένας διαχειριστής, ένας
ξυλουργός και τρεις καθαρίστριες.
Παρά τις
παλαιότερες διαβεβαιώσεις της Ε.Ο.Ν., το ανώτατο διοικητικό προσωπικό της Χ.Α.Ν.Θ.
βρέθηκε χωρίς δουλειά, δεν αποζημιώθηκε, και αναζήτησε αλλού εργασία, ακόμη και
στο εξωτερικό. Ελάχιστοι υπάλληλοι βρήκαν απασχόληση σε νέες, παρεμφερείς
θέσεις στην Ε.Ο.Ν. Καθήκοντα στο κτίριο ανέλαβε κυρίως το νέο προσωπικό της Ε.Ο.Ν.
Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1940 άρχισαν και πάλι τα μαθήματα του Νυχτερινού
Γυμνασίου και των άλλων σχολών. Στο κτίριο ενοικίαζαν χώρους η Δημοτική Βιβλιοθήκη, το Πρακτικό Λύκειο, το Τμήμα
Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η Σχολή Πολέμου.
Μέχρι το καλοκαίρι είχαν ξεκινήσει από την Ε.Ο.Ν. στις εγκαταστάσεις της Χ.Α.Ν.Θ.
δράσεις αθλητισμού, εκδρομών και κινηματογράφου, με μεγάλη συμμετοχή
φαλαγγιτών. Στη θερινή κατασκήνωση Πηλίου φιλοξενήθηκαν μέλη της Ε.Ο.Ν. από τη
Λάρισα και τον Βόλο, υπό τη διεύθυνση της.
Όπως
γινόταν πάντοτε, τις εξελίξεις παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς η Διεθνής
Επιτροπή των ΧΑΝ Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά, μέχρι τουλάχιστον την αποχώρηση
του τελευταίου εκπροσώπου της από τη χώρα τον Μάρτιο 1940. Η αποχώρηση έγινε
καθώς δεν απέμενε πια καμία ελπίδα για να ανατραπεί η δυσμενής απόφαση διάλυσης
της Χ.Α.Ν.Θ. και έπρεπε πλέον να αναζητηθούν άλλοι τρόποι διαχείρισης της
κατάστασης.
Η
συμφωνία παράδοσης της ακίνητης περιουσίας της Χ.Α.Ν.Θ. στην Ε.Ο.Ν. ουδέποτε
περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο της μεταγραφής στο Υποθηκοφυλακείο, και έτσι η Ε.Ο.Ν. ουδέποτε κατέστη επισήμως
κύριος της περιουσίας της Χ.Α.Ν.Θ..
Ωστόσο, η
διαπίστωση της κατάστασης ως τετελεσμένης ουδόλως οδήγησε σε αδράνεια. Αν και η
επίσημη Χ.Α.Ν.Θ. είχε πλέον σιγήσει, τα πρώην μέλη του Διοικητικού της
Συμβουλίου είχαν φροντίσει να καταγράψουν την κινητή και ακίνητη περιουσία της
στον τελευταίο ισολογισμό της, να περισώσουν στις οικίες τους ιστορικά τεκμήρια
από τη διαδρομή της Χ.Α.Ν.Θ., και να παραδώσουν προς φύλαξη στην Αμερικανική
Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης έπιπλα και εξοπλισμό της Διεθνούς Επιτροπής των ΧΑΝ
Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά. Παράλληλα, η Διεθνής Επιτροπή, κυρίως δια του
τελευταίου Γενικού Γραμματέα της στην Ελλάδα, Herbert P. Lansdale Jr., άρχισε μια νέα προσπάθεια ενημέρωσης εξεχουσών
προσωπικοτήτων, στην ελληνική και διεθνή σκηνή, για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα
σε σχέση με τη διακοπή λειτουργίας της ΧΑΝ. Έτσι, σε διάστημα λίγων μηνών
υπήρξε αλληλογραφία με τον Ernest
Riggs, πρόεδρο του Aμερικανικού Κολεγίου Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη,
την Έλενα Βενιζέλου (χήρα του Ελευθερίου Βενιζέλου) στο Παρίσι, ενημέρωση
του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Lincoln
MacVeagh, επιστολή στον Διάδοχο Παύλο,
αναφορές και υπομνήματα προς τις προξενικές Αρχές της Ελλάδας στις Η.Π.Α.,
και—μέσω κορυφαίων στελεχών της Διεθνούς Επιτροπής—επαφές με παράγοντες της
ελληνοαμερικανικής κοινότητας
Παρότι
σφόδρα δυσαρεστημένη με τις εξελίξεις και φοβούμενη την αντίστοιχη δυσαρέσκεια
των πολλών Αμερικανών φίλων και δωρητών της Χ.Α.Ν.Θ., η Διεθνής Επιτροπή έθεσε
ως βραχυπρόθεσμο στόχο την εξεύρεση κοινού τόπου με την Ε.Ο.Ν. και όχι την
μετωπική αντιπαράθεση, με μακροπρόθεσμο στόχο τη διατήρηση φιλικών σχέσεων με
την ελληνική κυβέρνηση, κάτι που εξάλλου διαχρονικά χαρακτήριζε την Οργάνωση.
Όπως
ήταν φυσικό, η είσοδος της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν άφησε περιθώρια
για εντονότερες προσπάθειες επαναπροσέγγισης. Όμως, ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά
στις 29 Ιανουαρίου 1941 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον
Αλέξανδρο Κορυζή, φίλο της ΧΑΝ, δημιούργησε ξανά ελπίδες για την επανασύσταση
της. Λίγες ημέρες αργότερα, η Διεθνής Επιτροπή των ΧΑΝ Ηνωμένων Πολιτειών και
Καναδά έγινε δέκτης πληροφοριών για την πιθανή ανάληψη πρωτοβουλίας ανασύστασης
της ΧΑΝ στην Ελλάδα από τον ελληνοαμερικανό μεγιστάνα του αμερικανικού
κινηματογράφου Σπύρο Σκούρα, πρόεδρο της Ελληνικής Πολεμικής Περίθαλψης (Greek War Relief
Association) και συνδαιτυμόνα του Αλέξανδρου
Κορυζή. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάστηκε και ο ανιψιός του Σπύρου Σκούρα, Θάνος Σκούρας, ο οποίος υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΧΑΝ Αθηνών. Οι στενές
συγγενικές και κοινωνικές σχέσεις των τριών ανδρών υπόσχονταν πολλά. Όμως, η
είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941, και η
αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, δύο εβδομάδες αργότερα, έδωσαν
τέλος στις προσδοκίες αυτές.
Στη
Θεσσαλονίκη, το κτίριο της Χ.Α.Ν.Θ. έβλεπε νέους ενοίκους να έρχονται, και
παλιούς να φεύγουν. Έχοντας μεταφέρει, λίγους μήνες νωρίτερα, τις τεχνικές
υπηρεσίες του στο κτίριο, και έχοντας ήδη κατασκευάσει αντιαεροπορικό καταφύγιο
στο υπόγειό του, «προς διασφάλισιν της ζωής και του προσωπικού των υπηρεσιών»
του, ο Δήμος Θεσσαλονίκης εξασφάλιζε στις 11 Μαρτίου
1941, κατόπιν «ιδιοχείρου εγγράφου εντολής» του Υπουργού, μια μεγάλη
αίθουσα στη Χ.Α.Ν.Θ. για να στεγάσει τα αρχεία του Δήμου. Λίγες εβδομάδες αργότερα,
τα μέλη της υπό διάλυσης Ε.Ο.Ν. εγκατέλειπαν βιαστικά το κτίριο — βάζοντας
τέλος σε ένα θλιβερό επεισόδιο της ιστορίας του Μεγάρου Χ.Α.Ν.Θ., που ξεκίνησε
με ζητωκραυγές για τον Ιωάννη Μεταξά, «δι΄ανατάσεως της δεξιάς χειρός» των
φαλαγγιτών που τον υποδέχονταν — καθώς οι Γερμανικές Στρατιωτικές Αρχές
εγκαθίσταντο σε αυτό, υποχρεώνοντας
έτσι τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και τις άλλες υπηρεσίες του Δήμου να αναζητήσουν
αλλού στέγη.
Τον Ιούλιο
του 1941, το ενδιαφέρον της Διεθνούς Επιτροπής
στη Νέα Υόρκη στράφηκε στην εξόριστη κυβέρνηση και στις προσπάθειες για
απόσπαση δήλωσης από τον πρωθυπουργό της Εμμανουήλ Τσουδερό ή τον Βασιλιά
Γεώργιο Β΄, για τη μελλοντική αποκατάσταση των Χριστιανικών Αδελφοτήτων Νέων
στην Ελλάδα. Όπως ήταν φυσικό, η επικοινωνία επικεντρώθηκε σε άτομα στην
κυβέρνηση που είχαν στενές σχέσεις με τη ΧΑΝ στην Ελλάδα και ήταν φιλικά διακείμενοι προς το έργο της. Εξάλλου, η καλλιέργεια
φιλικών σχέσεων με τις τοπικές κοινωνίες και τους εκπροσώπους τους, ως μέσο ευόδωσης των ευγενών σκοπών τους, υπήρξε ανέκαθεν γνώρισμα των Χριστιανικών Αδελφοτήτων
παγκοσμίως.
Το φθινόπωρο
υπήρξε γόνιμο σε επαφές με έλληνες και αμερικανούς
αξιωματούχους, αλλά και την ελληνική ομογένεια,
με τις προσπάθειες επαναπροσέγγισης να εντείνονται τους επόμενους μήνες και να
κορυφώνονται τον Ιούνιο 1942. Στις 25 Ιουνίου, ο
Εμμανουήλ Τσουδερός υπέγραψε επιστολή στη Νέα Υόρκη — πόλη την οποία
επισκέφθηκε συνοδεύοντας τον Γεώργιο στο ταξίδι του στις Η.Π.Α. —με την οποία τόνιζε την ευαρέσκεια της εξόριστης κυβέρνησης για το έργο της
αμερικανικής YMCA στην
Ελλάδα, και δεσμευόταν για την ανασύσταση της ελληνικής ΧΑΝ με την απελευθέρωση της
χώρας. Πληροφορούσε, μάλιστα, τον αποδέκτη της επιστολής
του, Πρόεδρο της Διεθνούς Επιτροπής των ΧΑΝ Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά, Cleveland Ε. Dodge, πως θα προωθούσε στον
Γεώργιο νόμο προς υπογραφή, ο οποίος θα ακύρωνε τα
προηγούμενα διατάγματα διάλυσης των ελληνικών ΧΑΝ και θα αποκαθιστούσε τη λειτουργία τους.
Όντως,
στις 24 Δεκέμβριου 1942 ο ίδιος ο Τσουδερός τηλεγράφησε στον Herbert
Lansdale πως εκδόθηκε νέος
νόμος που ανέτρεπε τον προηγούμενο «νόμο Μεταξά», και
τον παρακαλούσε να ειδοποιήσει την έδρα της Διεθνούς
Επιτροπής για το νέο αυτό, «το οποίο [του έδινε] ιδιαίτερη
ικανοποίηση». Ο αναγκαστικός νόμος 3136/1942 υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 16
Δεκεμβρίου 1942 και δημοσιεύτηκε στο Φύλλο 27 του Α’ Τεύχους της Εφημερίδας της
Κυβέρνησης που φέρει ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 1942.
Η
κατάσταση του επόμενου, τραγικού έτους του πολέμου, που είδε τη Θεσσαλονίκη να
θρηνεί θύματα διώξεων και εκτελέσεων, και να βιώνει τον
εκτοπισμό και τη δολοφονία των εβραίων κατοίκων της — και τη μεγάλη ανεξίθρησκη
οικογένεια της Χ.Α.Ν.Θ. να χάνει αγαπημένα μέλη της — δεν άφηνε περιθώρια για
καμία ουσιαστική διπλωματική ή άλλη κίνηση σε σχέση με την κατάσταση της Χ.Α.Ν.Θ.
ή της περιουσίας της στην Ελλάδα. Μοναδική πληροφορία που έχουμε για το θέμα
είναι σε αναφορά στελέχους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει τη χώρα τον Ιούνιο 1943, μετά από εντολή των γερμανικών αρχών
κατοχής. Ο Ελβετός Δρ. R. Burchhardt κατά την άφιξή του στη Γενεύη ανέφερε πως το κτίριο της ΧΑΝ στη Θεσσαλονίκη στέγαζε άνδρες της γερμανικής αστυνομίας και της ελληνικής χωροφυλακής.
Διατύπωνε μάλιστα την άποψη πως για την επιστροφή του
κτιρίου της Χ.Α.Ν.Θ. θα έπρεπε εφεξής να
απευθύνεται κανείς στην ελληνική κυβέρνηση, υπονοώντας ίσως πως η πολεμική και
πολιτική κατάσταση είχαν πλήρως
παγιωθεί στη χώρα και πως τα νήματα της εξουσίας κινούσαν πλέον παράγοντες
εντός των συνόρων της.
Οι
επεμβάσεις στο κτίριο της Χ.Α.Ν.Θ. από τους εισβολείς του γίνονται πλέον με
τρόπο ολοένα και πιο τραχύ (κατεδάφιση του εξωτερικού τοίχου της Χ.Α.Ν.Θ. προς
τον στίβο για τη δημιουργία ράμπας εισόδου οχημάτων στον χώρο της πισίνας,
κατασκευή φυλακής, σταδιακή καταστροφή της μηχανολογικής εγκατάστασης, ζημίες
σε εξοπλισμό και έπιπλα), χωρίς πρόνοια για τη μελλοντική κατάσταση και χρήση
του ή σεβασμό προς τον σκοπό για τον οποίο οικοδομήθηκε. Μέρος του κτιρίου
χρησιμοποιήθηκε για τον στρατωνισμό γερμανικών στρατευμάτων, ενώ ο στίβος
χρησιμοποιήθηκε από τους γερμανούς κατακτητές για αθλητικούς αγώνες τους. Γερμανοί
στρατιώτες φωτογραφίζονταν μπροστά στο κτίριο ή στη στέγη του, αγκαλιασμένοι και χαμογελαστοί, ενώ στον εμβληματικό
τρούλο του κυμάτιζε πλέον η σβάστικα.
Ένα
έτος αργότερα, τον Μάρτιο 1944, και ενώ οι πληροφορίες για τις πολεμικές
εξελίξεις δημιουργούσαν πλέον
ελπίδες για απελευθέρωση, υπήρξε ξανά
έντονη κινητικότητα στους κόλπους της Διεθνούς Επιτροπής για τη διάδοχη
πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Κρίσιμο ρόλο διαδραμάτισε και πάλι
ο Herbert P. Lansdale
Jr., ο οποίος συνέταξε και σχολίασε, για
λογαριασμό της Διεθνούς Επιτροπής, κατάλογο ανερχόμενων Ελλήνων πολιτικών, ως
πιθανών επόμενων συνομιλητών της για τη μεταπολεμική κατάσταση στις ΧΑΝ της
Ελλάδας.
Κατά την
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το Μέγαρο Χ.Α.Ν.Θ. έγινε εστία συγκρούσεων μεταξύ 1.500 Χωροφυλάκων της Εκατονταρχίας, που
είχαν οχυρωθεί με βαρύ οπλισμό στο κτίριο, και τμημάτων της Ομάδας Μεραρχιών
Μακεδονίας του ΕΛΑΣ και εφεδρικών μονάδων του. Η αιματοχυσία αποτράπηκε την
τελευταία στιγμή, πριν εκπνεύσει το 24ωρο τελεσίγραφο του ΕΛΑΣ στις 30
Οκτωβρίου 1944. Οι οχυρωμένοι αποχώρησαν, χωρίς στολές και οπλισμό, και το
κτίριο άλλαξε χρήση για ακόμη μια φορά, υποδεχόμενο τον
νέο δήμαρχο που τοποθέτησε το ΕΑΜ στη
Θεσσαλονίκη, τον καθηγητή Δημήτρη Καββάδα. Δύο εβδομάδες αργότερα
εγκαταστάθηκαν στο κτίριο 700 άνδρες της 7ης Ινδικής Ταξιαρχίας
Πεζικού των Βρετανικών δυνάμεων, γεγονός
που το γνωρίζουμε από επιστολή του αμερικανού
ναυτικού ακολούθου, της 14ης Νοεμβρίου 1944, ο οποίος είχε μεταβεί
επιτόπου για να δώσει αναφορά στη Διεθνή Επιτροπή για την επικρατούσα εκεί
κατάσταση. Οι Ινδοί χρησιμοποίησαν τα αποδυτήρια
ως στάβλους και τις αίθουσες λουτρών ως σφαγεία, ενώ μαγείρευαν σε ανοιχτές
εστίες φωτιάς στις μεγάλες αίθουσες υποδοχής του κτιρίου.
Η ανακωχή
των «Δεκεμβριανών» στις 11 Ιανουαρίου 1945 οδήγησε στην
απομάκρυνση του ΕΑΜ από το προσκήνιο, όπως και του προσωρινού Δημάρχου
Θεσσαλονίκης Δ. Καββάδα και των μελών της ΕΠΟΝ από το κτίριο της Χ.Α.Ν.Θ., όπου είχαν εγκαταστήσει την κεντρική τους Λέσχη. Οι νέοι
ένοικοι που εγκαταστάθηκαν στο κτίριο, ήταν άνδρες του ελληνικού στρατού, καθώς
και η NAAFI (Navy, Army, & Air Force
Institutes), ειδική βρετανική υπηρεσία για την αναψυχή των στρατιωτών και την
πώληση ειδών καντίνας, αντίστοιχη με τα περίφημα «Σπίτια του Στρατιώτη» του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά από πέντε σχεδόν χρόνια παύσης λειτουργίας της
Οργάνωσης, διάχυτη ήταν η εσφαλμένη εντύπωση πως το κτίριο αποτελούσε πλέον
δημόσια περιουσία, και πως η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να το χρησιμοποιήσει
και να το διαθέσει κατά το δοκούν.
Αυτοί όμως
που γνώριζαν τι πραγματικά είχε συμβεί, δηλαδή τα μέλη του τελευταίου
προπολεμικού Διοικητικού Συμβουλίου της Χ.Α.Ν.Θ. (μερικοί εκ των οποίων έκαναν
μυστικές συναντήσεις στη διάρκεια της Κατοχής) και τα στελέχη της Διεθνούς
Επιτροπής, ανέλαβαν δράση. Το ενδιαφέρον της Διεθνούς
Επιτροπής για την ανασύσταση των ΧΑΝ στην Ελλάδα και την απόδοση σε αυτές της
μεγάλης περιουσίας τους έγινε αμέσως
αισθητό στους κόλπους της εξόριστης ελληνικής
κυβέρνησης, και μάλιστα σε υψηλό πολιτικό
επίπεδο. Μόνο ως βαρυσήμαντη έκφραση ενδιαφέροντος της αμερικανικής κυβέρνησης
για την τύχη των ΧΑΝ στην Ελλάδα μπορεί να εκληφθεί η διαβίβαση επιστολής του Frank V. Slack, Γενικού Διευθυντή της Διεθνούς Επιτροπής,
από τον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α. Edward Stettinius,
Jr. Η επιστολή συντάχθηκε την 1η
Ιανουαρίου 1945 και έφτασε στα χέρια του Διοικητικού Συμβουλίου της Χ.Α.Ν.Θ. ένα σχεδόν μήνα αργότερα, δια
της διπλωματικής οδού (μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α., της
Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα και του Προξενείου των Η.Π.Α. στη
Θεσσαλονίκη). Ο Γενικός Διευθυντής έθετε ερωτήσεις αναφορικά με τα παλαιά
στελέχη και τους εργαζομένους της Χ.Α.Ν.Θ., την υφιστάμενη νομική της θέση, την
κατάσταση του κεντρικού της κτιρίου και τα περιουσιακά της στοιχεία στη
Θεσσαλονίκη και στο Πήλιο.
Το
ενδιαφέρον βρήκε ευήκοα ώτα στο πρόσωπο του Νικολάου
Πλαστήρα, νέου πρωθυπουργού της χώρας από τις 3 Ιανουαρίου 1945, στον οποίο ο
Γεώργιος Λούλης, τελευταίος προπολεμικός πρόεδρος
του Διοικητικού Συμβουλίου της Χ.Α.Ν.Θ., απηύθυνε, από την
Αθήνα όπου βρισκόταν, έκκληση για αποκατάσταση της
Οργάνωσης. Την έκκληση του Γ. Λούλη επανέλαβε προφορικά
στον πρωθυπουργό Πλαστήρα ο Αμερικανός David Creighton, ειδικός
απεσταλμένος της Διεθνούς Επιτροπής που είχε φθάσει στην
Ελλάδα ειδικά για να τον συναντήσει, συνοδευόμενος από τον Γ. Λούλη.
Εκκλήσεις
όμως έγιναν και προς τη Διεθνή Επιτροπή, για οικονομική
στήριξη. Και, όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα, η αμερικανική βοήθεια δόθηκε με ανιδιοτέλεια και χωρίς δισταγμό. Με μία όμως διαφορά, που
αποτυπώνεται γλαφυρά σε έγγραφο που έστειλε ο Frank Slack προς τον David Creighton στις 13
Φεβρουαρίου 1945. O
Slack έγραφε πως δεν υπάρχει πια πακτωλός χρημάτων στη διάθεση της
αμερικανικής ΧΑΝ, όπως υπήρχε στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να τα
διαθέσει σε κτιριακά προγράμματα και σε πολυπληθές προσωπικό ανά την υφήλιο.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα χρήματα που διατέθηκαν για προγράμματα της ΧΑΝ είχαν εξαντληθεί με το πέρας των εχθροπραξιών. Επομένως, όσα χρήματα εφεξής διετίθεντο θα έπρεπε να καλυφθούν από
έκτακτα κονδύλια, η δε γενική στρατηγική θα έπρεπε να
ενισχύει τις προσπάθειες κάλυψης των αναγκών από ίδιους, ελληνικούς πόρους.
Η πρώτη
μεταπολεμική συνεδρίαση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Χ.Α.Ν.Θ. πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαρτίου 1945 στην Εμπορική Τράπεζα της Θεσσαλονίκης, και όχι στο κατειλημμένο
και βαθιά πληγωμένο κτίριό της. Σημαντικότερο θέμα της ημερησίας διάταξης ήταν η «Επανάληψις λειτουργίας Χ.Α.Ν.Θ.». Πέντε μόλις μέρες αργότερα,
στις 26 Μαρτίου 1945, ο Νικόλαος Πλαστήρας πληροφορούσε με
χωριστές επιστολές του τον David
Creighton και τον Γεώργιο Λούλη πως η κυβέρνησή
του εξέδωσε νόμο με τον οποίο «οι ΧΑΝ Ελλάδος αποκαθίστανται πλήρως,
αποδιδομένης εις αυτάς της περιουσίας των». Ο νόμος
224, που κατήργησε τον αναγκαστικό νόμο 1798/1939,
δημοσιεύθηκε την επόμενη ημέρα, 27.3.1945, στο
φύλλο 73 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
Η Χριστιανική Αδελφότητα Θεσσαλονίκη έκλεισε έτσι ένα δραματικό κεφάλαιο της ιστορίας της και, με τη βοήθεια
πολλών φίλων της, ήταν έτοιμη να βαδίσει ξανά μπροστά.