Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Πέτρος Ιωάννη Ζαρκογιάννης: ένας αντάρτης του Δ.Σ.Ε., συνοδός σε δύο διαδρομές μικρών παιδιών από την Ελλάδα στην Αλβανία κατά τη διάρκεια του έτους 1948.

Πέτρος Ιωάννη Ζαρκογιάννης: ένας αντάρτης του Δ.Σ.Ε., συνοδός σε δύο διαδρομές μικρών παιδιών από την Ελλάδα στην Αλβανία κατά τη διάρκεια του έτους 1948. 

Μνήμη Ιωάννας [Γιάννας] Κιτσούλη        


Είχα τελειώσει το κείμενο για τον Ηλία Ερρέρα και τις υποσημειώσεις, όταν τυχαίως έμαθα ότι  η οικογένειά της  φίλης Αντριάνας Κιτσούλη  κατάγεται από το Σπήλαιο Γρεβενών. Τα άλλα έγιναν εύκολα. Πρώτα, συνομίλησα στο τηλέφωνο με τον παππού της, τον κ. Πέτρο Ζαρκογιάννη, ο οποίος γεννήθηκε στο Σπήλαιο το 1927 και εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κάθε έτους. Ο Ζαρκογιάννης ήταν έφηβος το 1944 και έμενε με την οικογένειά του και με άλλες, περισσότερες από 15, οικογένειες συγχωριανών του, στη θέση Καλύβια - τοποθεσία ευρισκομένη σε απόσταση δύο ωρών πεζοπορίας από το Σπήλαιο. Στα Καλύβια υπήρχαν τα ποτιστικά κτήματα, οι αποθήκες και οι στάνες αυτών των 15 οικογενειών. Επειδή μάλιστα η απόσταση από το Σπήλαιο ήταν μεγάλη, οι γεωργοκτηνοτρόφοι ιδιοκτήτες διέμεναν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σε αυτή την περιοχή για να είναι κοντά στις καλλιέργειες και στα ζώα τους. Ο κ. Ζαρκογιάννης επομένως, έχει άμεση αντίληψη όσων συνέβησαν τον Ιούλιο του 1944, ο ίδιος μάλιστα συνελήφθη από τους Γερμανούς και σώθηκε, επειδή τόλμησε να αποδράσει και, βεβαίως, επειδή ήταν νέος και γνώριζε πολύ καλά την περιοχή. Θυμάται, ότι στη θέση Καλύβια, τότε, κρύφτηκαν και σώθηκαν δύο ισραηλιτικές οικογένειες  και μαζί με αυτές, επιπλέον δύο εβραιόπαιδες, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε ετών ο καθένας. Περισσότερα στοιχεία δεν γνωρίζει γι’ αυτούς, άλλωστε δεν ήξερε  ακόμη και εκείνον το καιρό, καθώς όλα όσα συνέβησαν τότε δεν του επέτρεψαν να έχει ακριβή εικόνα για τα ονόματα και τις ιδιότητες των διωκομένων αμάχων Εβραίων. Μέσω του κ. Ζαρκογιάννη ήρθα σε τηλεφωνική επαφή και με τον κ. Ιωάννη Πέτρου, ο οποίος πρώτος έγραψε για την παρουσία των εβραϊκών οικογενειών στο χωριό τους, το Σπήλαιο.

Η οικογένεια Αμπαστάδο, η οποία φιλοξενήθηκε στο πατρικό του, στο σπίτι του παπά Χρήστου Πέτρου, «οι δικοί μας εβραίοι», όπως τους απεκάλεσε χαρακτηριστικά στην επικοινωνία μας, ήταν τετραμελής. Αποτελούνταν από τους  γονείς και δύο τέκνα – ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο κ. Πέτρου σήμερα θυμάται εύκολα τα χριστιανικά μικρά  ονόματα τα οποία έφεραν κατά το διάστημα της παραμονής τους στο Σπήλαιο οι Αμπαστάδο και αμυδρώς τα εβραϊκά του κάθε μέλους της οικογενείας. Είναι βέβαιος για το όνομα Εσθήρ της μητέρας, την οποία απεκάλεσαν Μαρία και της κόρης Εβελίν την οποία είπαν Ελένη.   Στο πατέρα, τον Ρομπίνιο, έδωσαν το όνομα Νίκος και τον γιο ονόμασαν Μόδη. Η οικογένεια Πέτρου και η οικογένεια Αμπαστάδο διατήρησαν σχέσεις και μετά τον πόλεμο: ο κ. Ιωάννης Πέτρου σπούδασε διδάσκαλος στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 1949-1951 και ως εκ τούτου, επισκεπτόταν συχνά τον πατέρα Αμπαστάδο, στο κατάστημά του στην πλατεία Εμπορίου 5 και την οικογένεια στην κατοικία τους, στην περιοχή στην οποία είναι σήμερα το Θεαγένειο. Επειδή μάλιστα στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου η οικογένεια του παπαΧρήστου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Σπήλαιο και να καταφύγει στα Γρεβενά, οι Αμπαστάδο τους προσκάλεσαν να έλθουν στη Θεσσαλονίκη και να μείνουν φιλοξενούμενοι κοντά τους για όσο διάστημα θα χρειαζόταν, μέχρι να λήξει ο εμφύλιος πόλεμος. Ο παπά Χρήστος δεν το απεφάσισε καθώς είχαν ήδη τακτοποιηθεί στα Γρεβενά και, όπως έλεγε, δεν υπήρχε λόγος με την παρουσία τους να επιβαρύνουν τους Αμπαστάδο στη Θεσσαλονίκη. Ίσως, ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να απομακρυνθεί περισσότερο από την περιοχή και την ενορία του. 

Ο κ. Πέτρου είναι βέβαιος ότι οι Ισραηλίτες οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στο Σπήλαιο ήταν 40 άτομα και σώθηκαν όλα, εκτός από μία νέα γυναίκα, η οποία υπηρετούσε ως νοσοκόμα στον ΕΛΑΣ. Ανάμεσα σε αυτά τα 40 άτομα υπολογίζει και τα μέλη των δύο οικογενειών μαζί με τους δύο νεαρούς – τους Εβραίους στη θέση Καλύβια - για τους οποίους μου μίλησε προηγουμένως ο Πέτρος Ζαρκογιάννης1.

 


Εικόνα 1. Στέργιος Ζαρκογιάννης (αδελφός του Πέτρου) και οι γονείς τους: η Ιωάννα και ο Γιάννης Ζαρκογιάννης.


Ο Πέτρος Ζαρκογιάννης γεννήθηκε στο Σπήλαιο Γρεβενών στις 15 Αυγούστου 1927. Οι γονείς του ήταν ο Ιωάννης και η Ιωάννα, παππούδες από την πλευρά του πατέρα του ο Ζήσης και η Δέσπω και από την πλευρά της μητέρας του ο Στέργιος και η Παρασκευούλα. Τα αδέλφια του πατέρα του είχαν τα ονόματα: Μήτρος, Πέτρος και Παναγιώτα, Κατερίνα, Στεριανή.

Η γιαγιά, η Παρασκευούλα ένα πρωί -πολύ πρωί- ετοίμαζε τον φούρνο και χρειάστηκε να κατεβεί στο δάσος για να κόψει ένα πυξάρι με το οποίο έκαναν τις σκούπες. Όταν επέστρεψε κοίταξε πίσω της και στη μέση του αλωνιού, επάνω στο ξύλο που υπάρχει στο κέντρο, είδε ένα αναμμένο καντήλι. Παραξενεύτηκε και ξαναγύρισε να δει καλύτερα τι συμβαίνει, αλλά αυτή τη φορά το καντήλι είχε σβήσει. Αφηγήθηκε το συμβάν στους δικούς της και αργότερα, την ίδια πάντως μέρα, πέθανε.

Μια συνήθεια που υπήρχε στη Δυτική Μακεδονία ήταν να δίνει ο πατέρας την περιουσία του στον μεγαλύτερο γιο, γιατί πίστευαν ότι αυτός θα τον «κοιτάξει» στα γεράματα. Έτσι, την περιουσία που είχε ο Ζήσης, ο παππούς, σχεδόν όλη την έδωσε στον πρωτότοκο, τον Μήτρο.

Οι γονείς του Πέτρου παντρεύτηκαν το 1925 ή το 1926 και τότε στην Δυτική Μακεδονία υπήρχαν ληστές, μερικοί μάλιστα από αυτούς - «αρματωμένοι κλέφτες» - παρευρέθηκαν και γλέντησαν στο γάμο των γονιών του.

Δημοτικό πήγε στο Σπήλαιο, στις δύο πρώτες τάξεις είχε δάσκαλο τον Παναγιώτη Πάλλα, ο οποίος κατάγονταν από την Πελοπόννησο και είχε παντρευτεί κόρη παπά από το Σπήλαιο. Ήταν περίπου 120 παιδιά στο σχολείο με έναν δάσκαλο. Όταν ήταν να πάει στο δημοτικό φοβόνταν  γιατί θεωρούσαν ότι ο δάσκαλος ήταν πολύ αυστηρός. Τότε η μάνα του γέμισε ένα καλάθι υπέροχα σταφύλια, έσφαξε ένα κόκορα, πήρε το Πέτρο και μαζί πήγαν στο σπίτι του δασκάλου. Εκεί συνάντησαν τη γυναίκα του, της έδωσαν τα δώρα και η μητέρα του της ζήτησε να μεσολαβήσει προκειμένου  ο δάσκαλος να προσέξει το γιο της. Μετά τις δύο πρώτες τάξεις η Κοινότητα πούλησε το σχολικό κτήριο και νοίκιασε για σχολείο το σπίτι του Χρίστου Βίττη «προς τον άη Θανάση.». Όταν ο Πέτρος ήταν στη πέμπτη τάξη, το σχολείο και οι μαθητές μεταφέρθηκαν στον ξενώνα του Μοναστηριού.

Στη δεύτερη τάξη του δημοτικού ήταν που δούλεψε για πρώτη φορά [ρόγα]. Ο πατέρας του συμφώνησε με ένα συγχωριανό τους και ο Πέτρος ανέλαβε να βοσκήσει δύο βόδια για δύο μήνες, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, και για την εργασία του αυτή ο ιδιοκτήτης τους θα έδινε στον πατέρα του Πέτρου  20 οκάδες σμιγάδι, ένα μίγμα από καλαμπόκι, σιτάρι και βρίζα. Τα έπαιρνε πολύ πρωί - «με τον ίσκιο» - γιατί αργότερα τα τρώγανε οι μύγες και έπρεπε να προλάβουν να κρυφτούν μέσα στο πυκνό δάσος. Το χωριό ήταν, τότε, γεμάτο κόσμο με ανθρώπους, οι οποίοι καλλιεργούσαν όλους τους διαθέσιμους χώρους  και δεν υπήρχε κοινό μέρος για να βοσκήσουν τα ζώα. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ προσεκτικός γιατί ο «αγροφύλακας ήταν έτοιμος στο καραούλι και εάν τα ζώα σου έκαναν καμιά ζημιά δεν γλύτωνες». Από τότε και κάθε καλοκαίρι, όσο πήγαινε στο δημοτικό δούλευε – βοσκούσε πότε δύο, πότε 3 και πότε 4 βόδια. Με τα δικά του λόγια,  παρακάτω, σημειώνεται  ένα μικρό απόσπασμα για τη ζωή τη δική του και της οικογενείας του, στον γενέθλιο τόπο πριν από τον πόλεμο:

«Δεν τέλειωσα το δημοτικό. Το 1939-40 ήταν να πάω στην έκτη δημοτικού, αλλά έγινε επιστράτευση και επιστράτευσαν όσους είχανε ζώα για να μεταφέρουνε οπλισμό και εφόδια, καλέσανε  και τον πατέρα μου για να βοηθήσει το στρατό. Έτσι στο σπίτι έμεινα εγώ. Δυο ώρες μακριά από το χωριό, εκεί που ήταν τα αμπέλια μας, είχαμε καμιά 20αρια γιδάκια, ένα βόδι,  ενώ το μουλάρι το είχε πάρει μαζί του ο πατέρας μου. Αναγκαστικώς, έπρεπε να  φροντίσω εγώ τα κτήματα και τα ζωντανά. Από τότε δεν ξαναγύρισα στο χωριό, επομένως, τελείωσα τη Πέμπτη τάξη δημοτικού. Πριν από τον πόλεμο, όταν πήγαν 4 παιδιά από το Σπήλαιο στο Γυμνάσιο, είπα τον πατέρα μου: “να πάω και εγώ του χρόνου - όχι παιδί μου δεν έχω δεκάρα” μου απάντησε.».

Ο πατέρας του Πέτρου αποπειράθηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική. Ζήτησε από τον [έμπορο;]των Γρεβενών Χρίστο Λαδά 10.000 δραχμές και εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δανείσει το ποσό. Όταν όμως ανακοίνωσε στη γυναίκα του τι σκοπεύει να κάνει, εκείνη του είπε «να πας και να μη γυρίσεις». Έμεινε, και αναγκάστηκε να καταταγεί στη Χωροφυλακή στην οποία υπηρέτησε τρία - τέσσερα χρόνια. Τότε οι χωροφύλακες κυνηγούσαν αυτούς που χρησιμοποιούσαν ή εμπορεύονταν λαθραίο καπνό.  Δεν ήταν γι αυτή τη δουλειά «ο έρμος» και παραιτήθηκε. Πήρε αποζημίωση 3000 δραχμές και με τα χρήματα αυτά αγόρασε ένα μουλάρι και ένα βόδι. «Μας συνέβη όμως, όπως λέει η ιστορία του λύκου με το βόδι: ένας λύκος τραυμάτισε το βόδι στην ουρά και αργότερα ένα τμήμα της “έπεσε”, το ζώο δεν μπορούσε να την χρησιμοποιήσει για να διώχνει τις μύγες και βασανίζονταν». Έτσι συνέβη και στο δικό τους το ζωντανό - το κράτησαν μερικά χρόνια αλλά «δε γινόντανε» και ο πατέρας του αναγκάστηκε να το δώσει στο χασάπη.

Δίπλα στο μικρό κτήμα που κληρονόμησε ο Γιάννης, ο πατέρας του,  από τον δικό του πατέρα,  υπήρχε «ποταμιά»: ένα ακαλλιέργητο κομμάτι 2 ή 3 στρέμματα. Και αυτό – ο πατέρας του -  το «στρεμμάτισε» και το καλλιέργησε, με αποτέλεσμα πριν από τον πόλεμο να καλύπτονται όλες οι ανάγκες του σπιτιού από τα κτήματα και τη δουλειά τους. Τότε είχαν και 25 με 30 γιδοπρόβατα, περισσότερα ήταν τα γίδια. Η οικογένεια ήταν φτωχή, αλλά δεν πεινούσε.     

 


Εικόνα 2, 1964 [πολιτικοί πρόσφυγες]: Επάνω, από αριστερά: Πέτρος Ζαρκογιάννης * Μερόπη Ζαρκογιάννη * τα αδέλφια της Μερόπης, η Σταυρινή και ο Κώστας Τασιούλας.

Κάτω σειρά, από αριστερά: Μαρία (κόρη της Σταυρινής) * οι γονείς της Μερόπης, ο Βασίλης και η Πολυξένη Τασιούλα * Ιωάννα Π. Ζαρκογιάννη * Μαργαρίτα (κόρη της Σταυρινής). Η μικρή είναι η Ελένη, δεύτερη κόρη της Μερόπης και του Πέτρου Ζαρκογιάννη. Η φωτογραφία έχει βγει τα Χριστούγεννα του 1964 στο σπίτι του παππού Βασίλη Τασιούλα, το οποίο βρίσκονταν σε ένα χωριό στα σύνορα (της σημερινής) Τσεχίας και της Πολωνίας.

 

Ο Πέτρος Ζαρκογιάννης ως αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού συμμετείχε στις αποστολές των μικρών παιδιών που συγκεντρώνονταν από τη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο και μεταφέρονταν στην Αλβανία. 10 αντάρτες, (ένας από αυτούς ήταν ο ίδιος) φόρτωναν σε 100 μουλάρια τα παιδιά, ανέβαζαν 5 μικρά, ηλικίας 3 έως 5 ετών, στο κάθε ζώο ή και 4 εάν τα παιδιά ήταν μεγαλύτερα. «Έπρεπε να τα ακούς να κλαίνε, νηστικά, να τα τρώει η ψείρα». Τα ζώα ήταν αυτά που χρησιμοποιούσε ο Δημοκρατικός Στρατός για να μεταφέρει όπλα, τρόφιμα, πολεμοφόδια. «Εμείς τα συγκεντρώναμε και τα χρησιμοποιούσαμε όταν χρειάζονταν να μεταφέρουμε τα μικρά παιδιά». Κάθε ένας από τους 10 αντάρτες ήταν υπεύθυνος για 10 μουλάρια.

«Τότε η αριστερά υπερτερούσε παντού στα μέρη μας, αλλά το γεγονός της αποχής από τις εκλογές του ’46, η παρουσία των αποσπασμάτων τα οποία είχαν στείλει στη περιοχή, υποχρέωσε αναγκαστικώς τον κόσμο να φύγει στο βουνό για να κρυφτεί, ήταν καταδιωκόμενοι “ο φόβος φυλάει τα έρημα”.  Και όσοι καταφεύγανε στο Μπούλκες, άφηναν πίσω τα παιδιά με τις γυναίκες. Αυτά τα παιδιά έπρεπε κάποιος να τα φροντίσει. Όταν ήταν καλός ο καιρός δεν υπήρχε πρόβλημα, τα καταφέρνανε, αλλά ο χειμώνας δεν αστειευόντανε: ο Γράμμος έπιανε μέχρι 6 – 7 μέτρα χιόνι.  Έτσι, οργανώθηκε μία σειρά αποστολών μικρών παιδιών, με τα ζώα και εμείς έπρεπε να τα μεταφέρουμε μέσα στην Αλβανία.».

Ο Πέτρος Ζαρκογιάννης 96 ετών σήμερα είχε τη καλοσύνη να «σχεδιάσει» με μία γραμμή τη διαδρομή και να σημειώσει τα μέρη από τα οποία περνούσαν για να φθάσουν από το Δοτσικό, τον τόπο αναχωρήσεως, στο «Σημείο υποδοχής» της αποστολής, εντός του Αλβανικού εδάφους. Ο ίδιος σημείωσε σε ένα μέρος της σελίδας την παρακάτω παράγραφο: «Τα παιδιά συγκεντρώνονταν σε διάφορα σημεία με συνοδούς μητέρες, οι οποίες τα φρόντιζαν και μετά την παράδοση σε μας, αυτά προωθούνταν προς την Αλβανία». Και συμπληρώνει για την αναχώρηση των παιδιών: «Στο χώρο συγκέντρωσης δυο τρεις μάνες ήταν εκεί - μία μητέρα είχε 4 παιδιά δικά της - περίμεναν μέχρι να τα πάρουνε οι αντάρτες και να  φύγουνε.».

Και ο Πέτρος Ζαρκογιάννης αφηγείται τον τρόπο της μιας από τις δύο διαδρομές, στις οποίες συμμετείχε υπεύθυνος αυτός για τα 10 από τα 100 μουλάρια για τα 50 από τα 500 παιδάκια που μεταφέρονταν, με αυτό τον τρόπο, στο εσωτερικό της Αλβανίας.

«Ξεκινούσαμε από το Δοτσικό, περνούσαμε το Επταχώρι μετά τη Χρυσή (Σαραντάπορο, Κόνιτσα), συνεχίζαμε στο Πεύκο και μετά στο Μυροβλήτη. Στη συνέχεια ανεβαίναμε προς τα πάνω, στα μισά του Γράμμου περνούσαμε το Σγούρο και το Λιανοτόπι και προχωρούσαμε για τον άγιο Ζαχαρία. Κάναμε μόνο μία στάση στον άγιο Ζαχαρία στο Γράμμο για να ξεκουραστούν, να φάνε κάτι τα παιδάκια και να πάρουν μια ανάσα οι αντάρτες συνοδοί - εκεί άναψα ένα κερί μετά από πολύ καιρό. Η διαδρομή ήταν πολύ δύσκολη, καμιά φορά συνέβαινε να «βαλτώσει» το μουλάρι, τότε χώναμε τα χέρια μας κάτω από την κοιλιά του και το σηκώναμε με τα παιδιά επάνω».

Σε κάθε μουλάρι ανέβαιναν 4 ή 5 παιδιά: δύο στην κάθε πλευρά του σαμαριού και ένα, το μικρότερο, επάνω στο σαμάρι. Πρώτα έμπαινε μια κουβέρτα με τα άκρα της να «κρεμάνε κάτω» ως την κοιλιά του ζώου για να τυλίγουν με αυτήν τα πόδια των παιδιών. Στη συνέχεια, με μια τριχιά που περνούσε από τη θηλιά του σαμαριού στερεώνονταν χαμηλά, στις δύο πλευρές του σαμαριού,  μία σανίδα ξύλινη, διαστάσεων μήκους 50-60cm και πλάτους 15-20cm - στις δύο αυτές σανίδες τακτοποιούσαν δύο παιδιά στη κάθε μία για τη διαδρομή με τα ζώα. Τα παιδιά κάθονταν επάνω στις σανίδες, τα πόδια κρέμονταν κάτω από τη σανίδα και το κορμί τους όλο, με την πλάτη, ακουμπούσε στο σαμάρι –στο ζώο. Επομένως, και τα 4 κοίταζαν πλαγίως όχι κατά την ευθεία της κινήσεως. Μόνο το πέμπτο παιδί, το μικρότερο, κάθονταν «κανονικά» επάνω στο σαμάρι και κοίταζε ευθεία μπροστά. Το σαμάρι είχε γάντζους μπροστά και πίσω και από αυτούς περνούσε μία τριχιά στο ύψος του στήθους των παιδιών και λειτουργούσε ως ένα «σχοινί ασφαλείας», προστάτευε τα παιδιά κατά την μετακίνηση χωρίς να τα σφίγγει.

Ο Π. Ζαρκογιάννης συμμετείχε σε δύο αποστολές μεταφοράς παιδιών κατά το έτος 1948, από το Ελληνικό στο Αλβανικό έδαφος. Τη δεύτερη φορά ήτανε Δεκέμβριος, μια διαδρομή με πολύ κρύο – επί πλέον σε όλη τη διαδρομή είχανε βροχές,  δυσκολεύτηκαν πολύ.  Ο Πέτρος ήταν  στη τελευταία δεκάδα, και καθώς ανέβαιναν την ανηφόρα, μετά τον Μυροβλήτη, από το προτελευταίο δικό του ζώο, ένα παιδάκι άρχισε να κλαίει, σταμάτησε το ζώο, σήκωσε την κουβέρτα από πάνω και το μικρό παραπονέθηκε, «πεινάω, πεινάω» επαναλάμβανε. Ο Πέτρος, «συμμαζωχτάρης» όπως ήταν, κουβαλούσε πάντα μαζί του ψωμί, έκοψε ένα κομμάτι και του έδωσε. Μόλις κατάλαβαν και τα άλλα άρχισαν κι αυτά: «κι εγώ θέλω, κι εγώ  θέλω».

Έφθασαν στη συνέχεια στα Αλβανικά σύνορα - φροντίζανε να μπαίνουν στο Αλβανικό έδαφος πάντα τη νύχτα. Περνούσαν τρία Αλβανικά χωριά και το πρωΐ πήγαιναν στην ακριβή τοποθεσία και παραδίνανε τα παιδιά, τα οποία τα παραλάμβαναν οι υπεύθυνοι στην Αλβανία. Εκεί τα περίμενε κατάλυμα, ζέστη, περιποίηση, φαγητό κλπ.

Κατά τη διάρκεια της δύσκολης διαδρομής «Τα παιδιά ήταν ήσυχα, δεν αντιδρούσαν, τα πήγαιναν μακριά από τον πόλεμο για να είναι καλύτερα.  Κουράζονταν και τα παιδιά τόσο δρόμο, αλλά για να ζήσει κανείς αντέχει τις δυσκολίες του ταξιδιού.» Και ο συνοδός – ένας εκ των 10 της αποστολής – αναθυμάται 75 περίπου χρόνια μετά τις δύο αποστολές στις οποίες συμμετείχε. «Όπως τα ανεβάσαμε  στα ζώα έτσι και τα κατεβάσαμε. Τακτοποιημένα πάνω στο σαμάρι και στις δύο διαδρομές, δεν δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα με κάποιο παιδάκι. Στη συνέχεια, ακολουθούσε η επιστροφή μας πίσω στο Ελληνικό έδαφος για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία με καινούργια παιδάκια.».

Την άλλη μέρα, πριν πάρει το πολύ νύχτωμα, οι αντάρτες ετοιμάστηκαν να φύγουν, οι Αλβανοί τους έφεραν τα ζώα. Όταν τα παιδιά κατάλαβαν τι συμβαίνει, πετάχτηκαν όλα έξω για να  αποχαιρετήσουν τους αντάρτες και άρχισαν να τραγουδάνε το τραγούδι του Ζαχαριάδη και του Χότζα.

Και ο παλαιός αντάρτης καταλήγει «Πώς να τα ξεχάσεις όλα αυτά;».

100 μουλάρια, 10 αντάρτες συνοδοί, τέσσερα ή πέντε παιδάκια στο κάθε ζώο, μία κουβέρτα στο σαμάρι και μία από πάνω. Περίπου 500 παιδάκια στη κάθε διαδρομή μεταφέρονταν από τη Δυτική Μακεδονία στην Αλβανία.

Οι μάνες, οι γυναίκες, οι μεγάλοι στην ηλικία άνθρωποι περνούσαν ξέχωρα, με διαφορετική αποστολή, αλλά και  για τα μεγαλύτερα παιδιά οργανώνονταν ιδιαίτερες αποστολές.

Μία από τις έφηβες οι οποίες από τον χώρο της Δυτικής Μακεδονίας είχαν μεταφερθεί σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης ήταν η γυναίκα με την οποία θα συνέδεε τη ζωή του Ο Πέτρος Ζαρκογιάννης, μαζί της θα έκανε οικογένεια, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.

Η Μερόπη Τασιούλα γεννήθηκε στο Δασύλιο Γρεβενών στις 4 Ιανουαρίου 1933 και μετακινήθηκε και αυτή, έφηβη, το 1948 στην Ουγγαρία, στην Βουδαπέστη. Ακολούθησε μία ομάδα μεγαλύτερων παιδιών, της ηλικίας της, από την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Οι γονείς της, με τον μικρότερο αδελφό της, πέρασαν και αυτοί από την Αλβανία για να εγκατασταθούν στην Τσεχοσλοβακία.  Η μεγαλύτερη αδελφή της πολέμησε για μερικούς μήνες, προς το τέλος του εμφυλίου, στον Δημοκρατικό Στρατό και βρέθηκε με τους αντάρτες στην Τασκένδη.

Ο Πέτρος Ζαρκογιάννης, με το τέλος του εμφυλίου βρέθηκε στην Ουγγαρία, τραυματίας στο νοσοκομείο. Από την Κορυτσά στα Τίρανα και από εκεί, στις 3 Δεκεμβρίου 1949, αεροπορικώς στη Βουδαπέστη. Τον Ιούνιο του 1950 μεταφέρθηκε στο Κέντρο Αποκατάστασης Αναπήρων, ένα κτήριο ειδικά για τους τραυματίες αντάρτες «μόλις το είδα νόμιζα πως μπήκα στον παράδεισο», θυμάται ακόμα σήμερα ο Πέτρος.  Από το νοσοκομείο πήρε εξιτήριο το 1951 και χρειαζόντανε τις πατερίτσες για να βαδίζει.  Μια φωτογραφία που τράβηξε ο ίδιος σε μια ομάδα Ελλήνων, στο άγαλμα του άγνωστου στρατιώτη,  ήταν η αφορμή να συναντηθούν οι δυο τους – ο Πέτρος και η Μερόπη -  «εκεί με είδε, εκεί την είδα κι εγώ πρώτη φορά», επιλέγει σήμερα στα 96 του χρόνια. Και την πρωτοβουλία των κινήσεων για τον γάμο τους την είχε, τότε στην Ουγγαρία, η Μερόπη. Παρ’ ότι σπούδαζε γεωπονική και ήθελε ένα εξάμηνο, περίπου να τελειώσει, άφησε τις σπουδές της προκειμένου να παντρευτεί και να ζήσει μαζί με τον Πέτρο στη Βουδαπέστη. Η Μερόπη ήταν που τον αναζήτησε και τον βρήκε να βαδίζει με τις πατερίτσες, στον διάδρομο ενός ορόφου στο κτήριο που έμενε ο Πέτρος. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε «Βόλτες, κορίτσι μου δεν βλέπεις;» της απάντησε και έτσι άρχισαν όλα. Ο Πέτρος δούλεψε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό και η Μερόπη σε εργοστάσιο το οποίο κατασκεύαζε  εξαρτήματα – σε αυτό δούλευαν 2000 εργάτες. Η οικογένεια του Πέτρου Ζαρκογιάννη επαναπατρίστηκε το 1976. 

Η Μερόπη τα τελευταία χρόνια έλεγε ότι προτιμούσε να πεθάνει αυτή πρώτη και παρ’ ότι ο Πέτρος ήταν ο φιλάσθενος της οικογενείας, η Μερόπη πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 2019 σε ηλικία 86 ετών.

 

Εικόνα 3. Η διαδρομή από το Δοτσικό στο εσωτερικό της Αλβανίας, στο Σημείο Υποδοχής των μικρών παιδιών. Τη διαδρομή «σχεδίασε» ο Πέτρος Ζαρκογιάννης, ο οποίος έγραψε και την παράγραφο κειμένου της σελίδας.

 

Εικόνα 4. «Σχέδιο» του Π. Ζαρκογιάννη: παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίον οι συνοδοί τακτοποιούσαν τα μικρά παιδιά επάνω στο σαμάρι του μουλαριού.

 


Εικόνα 5α. Άγιος Ζαχαρίας Γράμμου.


Εικόνα 5β. Άγιος Ζαχαρίας Γράμμου.


Στο συλλογικό βιβλίο, «Παιδομάζωμα» ή «παιδοσώσιμο»;2…υπάρχει μία ενότητα στο τέλος με τίτλο: αυτοβιογραφικές παρουσιάσεις από σχολικά τετράδια, στην οποία δημοσιεύονται 14 μικρά κείμενα γραμμένα το 1952 από παιδιά -  ελληνόπουλα στην Ουγγαρία. Από αυτά τα 8 είχαν γεννηθεί στα χωριά της Καστοριάς: Λιθιά, Μακροχώρι, Αυγή, Μαυρόκαμπος, Καλή Βρύση, Κερασώνα. Τα περισσότερα σημειώνουν, με μία φράση, ότι έφυγαν από την πατρίδα τους και πήγαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Και από εκεί, μετά από μερικούς μήνες, μέσω Γιουγκοσλαβίας έφτασαν στην Ουγγαρία.

Στο ίδιο βιβλίο ο Γιώργος Δημηρόπουλος δημοσιεύει ένα εξαιρετικό κείμενο στο οποίο αναφέρει πως αναχώρησαν 72 παιδιά από το χωριό του, την Καλή Βρύση Καστοριάς, τον Απρίλιο του 1948, ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονταν και δύο από τα αδέλφια του. Τα παιδιά, με μια βαλίτσα στο χέρι, «συνοδεύονταν από στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού …με κατεύθυνση τα αλβανικά σύνορα». Ο ίδιος ο συγγραφέας μαζί με άλλα 5 παιδιά έμειναν τότε πίσω στο χωριό και πέρασαν τα σύνορα με την Αλβανία τον Αύγουστο, με τους μεγάλους στην ηλικία συγχωριανούς, πέρασαν «σαν ένα κοπάδι, καθώς η προέλαση από τον εθνικό στρατό συνεχίστηκε στα βουνά του Γράμμου…». Η εγγύτητα της Καλής Βρύσης προς τα  αλβανικά σύνορα επέτρεψε, και στις δύο περιπτώσεις, να μεταφερθούν παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι πεζή στο εσωτερικό της Αλβανίας.    

Και η ιστορία της Κατερίνας από το Τοιχίο Καστοριάς λειτουργεί συμπληρωματικά με τις παραπάνω αφηγήσεις «Μας έδωσε [η μητέρα της, αυτή και την αδερφή της]. Ήρθε μαζί μας με τα πόδια μέχρι τα σύνορα και από εκεί γύρισε πίσω».

Αλλά, στο ίδιο, και ο Χρήστος Τζιντζιλώνης από την Θεσσαλία σημειώνει: «Το καλοκαίρι του 1947 ακόμα, ξεκίνησαν άλλα παιδιά από τη Θεσσαλία μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ, και κουβαλούσα μαζί μου άλλα τέσσερα αδέλφια, απ’ τη Θεσσαλία για να φτάσω στην Αλβανία. Σε συνθήκες, λοιπόν, πολέμου …». Ο Τζιντζιλώνης ήταν 16 ετών και, πολύ πιθανόν, ο ίδιος καθώς και οι άλλοι νέοι της ίδιας αποστολής να μετακινήθηκαν πεζή προς την Αλβανία. Αργότερα και αυτός έφτασε στην Ουγγαρία.    

Οι δρόμοι και οι τρόποι με τους οποίους μετακινήθηκαν τα παιδιά τα τελευταία χρόνια του εμφυλίου ήταν από τα περισσότερον απόρρητα θέματα αυτής της περιόδου και όσοι συμμετείχαν (άνδρες και γυναίκες) καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις αποστολές αυτές, συνοδεύοντας τα παιδιά από την Ελλάδα, κυρίως προς την Αλβανία, ήταν επιλεγμένοι και για την ικανότητα την οποία έπρεπε να διαθέτουν για την επιτυχή διεκπεραίωση της αποστολής αλλά, και για την δυνατότητά τους να διαφυλάξουν μυστικό  τον τρόπο της εκτελέσεώς της. Ως εκ τούτου η αφήγηση του Πέτρου Ζαρκογιάννη από το Σπήλαιο Γρεβενών, για τον τρόπο με τον οποίον μεταφέρθηκαν  με μουλάρια, μικρά παιδιά από τη Βόρειο - Δυτική Ελλάδα στο εσωτερικό της Αλβανίας, νομίζω ότι έχει αξία για την μελέτη του χώρου και της εποχής.

 

Σημειώσεις:

1. http://palaiabiblia.blogspot.com/search?updated-max=2018-02-27T09:35:00-08:00&max-results=7&start=13&by-date=false

2. Ειρήνη Λαγάνη – Μαρία Μποντίλα (Επιμέλεια), «Παιδομάζωμα» η «Παιδοσώσιμο»;. Παιδιά του Εμφυλίου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, Θεσσαλονίκη, «επίκεντρο», 2012, σ.380.