Σήμερον
3/4/45 και υπό του μαθητού Μωϋσή Σίδη του Σαμουήλ γεννηθέντος εν Αθήναις τη 27
Αυγούστου 1932 ήτοι ετών 13 και μαθητού της εν Αθήναις ΒΑΡΒΑΚΕΙΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ
ΣΧΟΛΗΣ τάξις Δ’ Ν.Τ. [Νέου Τύπου] εγράφη το παρόν ποίημα έχον 27 στίχους
[στροφές] και υπό τον τίτλον:
Η
ΤΡΑΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ
(από
την ζωήν ενός παιδιού)
1
14
Ξημερώνει
μια ημέρα
Εις την ξάδελφή
της πήγε
που
και πριν ο ήλιος βγει την ΛΟΥΚΙΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΟΥ
ο
Εβραϊσμός
εχάθη ανηψιά πουν του ΝΑΥΑΡΧΟΥ
μέσα
στην
συναγωγή και μιλήσανε γι’ αυτούς
2 15
Εικοσιτέσσερεις
Μαρτίου Κι η αρχόντισσα αυτή
ήτανε
η μέρα
κείνη μέσα στ’ αρχοντόσπιτό της
και
χωρίς στιγμή να μείνη με αγκάλη ανοικτή
χάθηκ’
ο Εβραϊσμός τους εκράτησε εκεί
3 16
Κι’
ήταν η εννιά η ώρα Μες το βασιλόσπιτό της
κι
ήτανε
Παρασκευή πού σαν βασιλιάδες ζούσαν
κι
ως τις δέκα και μισή δύο μήνες επερνούσαν
είχε
τ’ όνομα χαθεί.
μια ευχάριστη ζωή
4 17
Στην
πλατεία
Ασωμάτων και στις δώδεκα Ιουνίου
Γυναικόπαιδα
προσμένουν και τα τρία τα παιδιά
και
τους βλέπουν στο Πεντελικόν τα στείλαν
να
τους πέρνουν για να ζήσουν σε χαρά
5
18
Σ’
αυτοκίνητα τους
βάλαν Εις τ' αναρρωτήρια πήγαν
στο
Χαϊδάρι τους επήγαν εις της Φ.Ε.Ν. τα ξακουστά
κι
από κει πού τους επήγαν; και κει ζήσαν έξι μήνες
ποιος
θα ξέρη να το πή;
και περάσαν μια
χαρά
6
19
Εις
το άγνωστο τους πήγαν
Και στις δέκα οκτώ τ' Οκτώβρη
Πολωνία,
Γερμανία; εξημέρωσε μια μέρα
που
τα μάτια τους δεν είδαν
που η Αθήνα ήτο ελευθέρα
μέχρι
τώρα ξένη χώρα
από τόνα άκρο ως πέρα
7 20
Και
οι άνανδροι δεν φτάνει
Και τα τρία τα παιδιά
που
τους άνδρες τους επήραν
κατεβήκανε με χάρι
σαν
τα πρόβατα απ' τη στάνη
εις το σπιτικό τους πάλι
μα όχι με καλή
καρδιά
8
21
Γυναικόπαιδα
εβάλαν
Διότι ο δυστυχής πατέρας
εις
το νού τους να συλλάβουν
μένει ακόμη εκεί πέρα
κι
απ' αυτούς όσοι σωθήκαν
μα είναι αμφίβολο αν ζή
τρέχουνε
για να προλάβουν
κι' αν μπορεί να ξαναρθή
9
22
Κι
ο εχθρός που τους επήρε
Και θερμά ευχαριστούνε
ήτ'
αυτός ο Γερμανός τους σωτήρες
της ζωής τους
που
σ' αυτήν την εποχή
και δεν ξέρουν πώς να κάμουν
είχε
κάνει κατοχή δια να
τους ευχαριστήσουν
10
23
Και
σ’ αυτό στο μεταξύ Κι' όμως
εις τις 18 τ' Οκτώβρη
κείνη
την Παρασκευή καταφθάνει από κει πέρα
τρία
’δέλφια μία/με μητέρα ένας μόνο απ'
τους πολλούς
έμειναν
χωρίς πατέρα
11
24
Μα
οι καλοί οι Χριστιανοί Και διηγείται
τυρρανείες
σαν
αγγέλοι ζωντανοί κι' ιστορίες τραγικές
σαν
μητέρες τους προσλάβουν
που τραβήξαν εκεί πάνω
στις
αγκάλες τους τούς λάβουν
εις τις θλιβερές στιγμές
12
25
Και
η κόρη
ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΟΥ Όλ'
αυτά ας ξεχαστούνε
η
τρανή η ΛΑΜΠΡΙΝΟΥΔΗ κι' οι Εβραίοι ευχαριστούνε
σαν
θεόσταλτο αγγελούδι τους σωτήρες της ζωής του[ς]
τους
ανέλαβε αυτή εις αυτήν την
εποχήν
13 26
Και
μεγάλη προθυμία Ζήτω
κείνοι οι
χριστιανοί
και
μανία είχε βάλει που με
σώμα και ψυχή
να
τους σώση και να δούνε εβοηθήσαν τους Εβραίους
μια
ΕΛΛΑΔΑ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ
εις αυτήν την
εποχήν
27
Ζήτω κι η ΜΕΓΑΛΗ
ΕΛΛΑΔΑ
π’ αναδείχτηκε και πάλι
με ανδρεία πιο μεγάλη
κι εις αυτήν την
εποχήν.
Εικόνα 1: Η πρώτη σελίδα του ποιήματος
[σ.1]
Επίμετρο:
Ένα παιδί, ο Μωϋσής, γράφει σε 27 στροφές την
ιστορία της οικογενείας του κατά την διάρκεια της Κατοχής, ως μέρος της ιστορίας
του εβραϊσμού της Ελλάδας. Ο πατέρας συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται ενώ η μητέρα
και τα τρία αδέλφια διαφεύγουν και σώζονται με την βοήθεια, κυρίως, μελών της
οικογενείας του ναυάρχου Κουντουριώτη. Οι στίχοι αποτελούν μία εξαιρετικά
πρώιμη καταγραφή σχετική με το ολοκαύτωμα και είναι ενδιαφέρον ότι τους έγραψε,
τις πρώτες ημέρες του Απριλίου 1945, το
χέρι ενός παιδιού δεκατριών μόλις ετών.
Την
Παρασκευή 24 Μαρτίου 1944 οι Γερμανοί περικύκλωσαν τη Συναγωγή Μπεθ Σαλώμ επί
της οδού Μελιδώνη 5 στο Θησείο και συνέλαβαν όλους τους Εβραίους – κυρίως
άνδρες- που ευρίσκονταν σε αυτή. Στη Συναγωγή
συγκέντρωσαν και όσες γυναίκες και
παιδιά εντόπισαν στα σπίτια τους και από εκεί, το εσπέρας του Σαββάτου, τους
μετέφεραν με καμιόνια και τους έκλεισαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Μέχρι τέλος Μαρτίου
1300 περίπου Εβραίοι της Αθήνας συγκεντρώθηκαν από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι, σε
αυτούς προστέθηκαν και οι Εβραίοι όμηροι από την Πάτρα, το Αγρίνιο, την
Πρέβεζα και την Άρτα. Στις 2 Απριλίου,
την Κυριακή το μεσημέρι, τους μετέφεραν
στο σταθμό του Ρουφ και τους επιβίβασαν στα τραίνα του θανάτου. Ο συρμός
σταμάτησε στη Λάρισα και παρέλαβε τους Εβραίους των Ιωαννίνων, του Βόλου και
των Τρικάλων. Συνολικά 5.200 άτομα σε 84 βαγόνια ταξίδευσαν προς το Άουσβιτς,
στο οποίο έφτασαν στις 10 Απριλίου 1944.
**
Ο
ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης είχε τρία τέκνα: τη Δέσποινα, το Θεόδωρο και τη
Λουκία – η Δέσποινα είχε παντρευτεί τον Εμμανουήλ Λαμπρινούδη. Κόρη του Ιωάννη
Κουντουριώτη, αδελφού του ναυάρχου, ήταν η Λουκία Κουντουριώτου στο σπίτι της
οποίας, σύμφωνα με το ποίημα, έμειναν, η μητέρα και τα τρία τέκνα της, δύο
μήνες πριν μετακινηθούν προς τις εγκαταστάσεις του αναρρωτηρίου του ΠΙΚΠΑ στη
Πεντέλη1.
Ο
Μωϋσής περιγράφει σωστά και με ακρίβεια τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στη
Συναγωγή,
καθώς και όσα επακολούθησαν
– αναφέρει όλα εκείνα τα οποία συνέβαλαν ώστε να
σωθεί ο ίδιος, τα αδέλφια του και η μητέρα τους. Στο κείμενό του, σημειώνει λανθασμένη μόνο
την ημέρα απελευθερώσεως των Αθηνών, γράφει 18 Οκτωβρίου, αντί της 12ης που
απεχώρησαν οι Γερμανοί.
Στις
δύο συνεχόμενες στροφές 23 και 24 ο Μωϋσής δίνει μία «περίεργη» πληροφορία:
Στις 18 Οκτώβρη [1944] ένας Εβραίος φθάνει – επιστρέφει - «από κει πέρα» και διηγείται ιστορίες φρικτές
και τραγικές. Όμως, ο πρώτος διασωθείς από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Εβραίος
που έφθασε στην Ελλάδα ήταν ο Λεών
Μπατής, ο οποίος αφίχθη στη Θεσσαλονίκη «γύρω» στις 15 Μαρτίου 1945 και η μαρτυρία του δημοσιεύτηκε στην «Ανεξαρτησία2»
των Αθηνών, στο φύλλο της 20ης Μαρτίου 1945. Φαίνεται ότι, ο Μωϋσής πληροφορήθηκε
το κείμενο του Μπατή και, μάλλον, συνέδεσε την άφιξη (και την εξιστόρηση) του
τελευταίου με την απελευθέρωση των Αθηνών και τη σωτηρία των τεσσάρων μελών της
δικής του οικογένειας.
Ο Μωϋσής γράφει το ποίημά του σε
τετράστιχες3 στροφές, οι οποίες από την άποψη της μορφής παραπέμπουν
στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού. Είναι λογικό καθώς μετά την
απελευθέρωση, ως μαθητής, θα μπορούσε να διαβάσει και συχνότερα να ψάλει τον
Ύμνο, ιδιαίτερα τις δύο πρώτες από τις 24 στροφές που αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο
της Ελλάδας. Στις στροφές 1-10 του ποιήματος παρουσιάζονται τα γεγονότα στη
Συναγωγή, η μεταφορά στο Χαϊδάρι και ο εκτοπισμός των ομήρων Εβραίων προς το
«άγνωστο», στη Πολωνία ή τη Γερμανία· στις επόμενες 11-20 περιγράφεται η
διάσωση της οικογένειας Σίδη με τη βοήθεια της κόρης του ναυάρχου Κουντουριώτη Δέσποινας Λαμπρινούδη, της ανεψιάς του Λουκίας
Κουντουριώτου καθώς και των μελών των αναρρωτηρίων στη Πεντέλη. Στη στροφή 21
φαίνεται η αγωνία για την τύχη του απόντος πατέρα του η οποία υπόκειται,
δυσοίωνη, και στις στροφές 23 - 24. Στις τρεις στροφές 22, 25 και 26 ο Μωϋσής αναλύεται
σε ευχαριστίες προς όλους εκείνους τους χριστιανούς οι οποίοι βοήθησαν να
σωθούν Εβραίοι «εις αυτήν την εποχήν». Και το ποίημα κλίνει – τελευταία στροφή,
27 - με θριαμβευτικό χαιρετισμό προς την Ελλάδα, την Μεγάλη Ελλάδα όπως την
αποκαλεί, η οποία με την ανδρεία της
αναδείχτηκε και πάλι «πιο μεγάλη» από κάθε άλλη φορά – πιο μεγάλη από κάθε άλλη
περίοδο της ιστορίας της.
Ο Μωϋσής Σίδης γράφει το ποίημα
στις 3 Απριλίου 1945 όταν ο πόλεμος έχει κριθεί αλλά δεν έχει τελειώσει ακόμη. Καθώς
θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες μέχρις ότου, οι ενδιαφερόμενοι
τουλάχιστον, πληροφορηθούν για την τύχη των εκτοπισθέντων Εβραίων της
Ελλάδας και ακόμη περισσότερος χρόνος
μέχρι να συνειδητοποιήσουν τα φρικτά γεγονότα, (εάν αυτό μπορεί να συμβεί
ποτέ), ο αφανισμός των ομοθρήσκων του δεν έχει την κεντρική θέση στο ποίημα.
Μοιάζει σαν ο ανήλικος Εβραίος να ελπίζει κάτι, φαίνεται πως περιμένει – αυτός,
αλλά και όλοι οι διασωθέντες εντός της Ελλάδας Εβραίοι – να επιστρέψουν, αν όχι όλοι, πάντως, οι
περισσότεροι από τους εκτοπισθέντες ομοθρήσκους τους.
Επομένως, είναι φυσικό στο
ποίημα - μέσα στην αγωνία της προσμονής για το πλήθος των απόντων - να
παρουσιάζονται δύο σειρές γεγονότων: όσα έλαβαν χώρα κατά το διάστημα που
μεσολάβησε, ανάμεσα στις πρώτες συλλήψεις έως και την αναχώρηση του συρμού των
τραίνων, και εκείνα τα οποία επακολούθησαν και αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο διεσώθησαν
τα 4 μέλη της οικογένειας του Σαμουήλ Σίδες. Τα πρώτα είναι τα κοινοτικά και τα δεύτερα τα οικογενειακά.
Συμπληρωματικά,
καταγράφονται και οι ευχαριστίες προς τους χριστιανούς, εκείνους που συνέδραμαν ώστε να σωθούν Εβραίοι
συμπολίτες, ενώ, τέλος, ο Μωϋσής υμνεί
την πατρίδα του την Ελλάδα, αισθάνεται υπερήφανος για όσα νομίζει ότι έχουν
συμβεί, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην ανδρεία των Ελλήνων – σταθερό
χαρακτηριστικό στοιχείο της σχολικής παιδείας σε κάθε εποχή, ιδιαιτέρως τονισμένο, μάλιστα, αμέσως μετά τον
ελληνοϊταλικό πόλεμο και την απελευθέρωση του τόπου από τις δυνάμεις κατοχής.
***
Είχα αναρτήσει παλαιότερα στο
διαδίκτυο μερικές στροφές από το ποίημα όταν ο Theo Grecque
πρόσθεσε, ως σχόλιο, μία φωτογραφία του Σαμουήλ Σίδη καθώς και τον αριθμό
στρατοπέδου που αυτός έφερε στο βραχίονά
του. Ζήτησα, πρόσφατα, να με ενημερώσει για τις πηγές του σχολίου του και
αμέσως μου απέστειλε περισσότερα στοιχεία από όσα προσδοκούσα. Η φωτογραφία του
Σαμ Σίδη απεδείχθη το κλειδί για να υπάρξουν απαντήσεις σε όλες τις απορίες που προέκυπταν από την
ανάγνωση του ποιήματος. Στο επάνω περιθώριό της ήταν σημειωμένο ένα όνομα: Irma Samouelidou. Την αείμνηστη Ίρμα
Σαμουηλίδου – «κυρία Ίρμα» για μας τότε και για πάντα – την γνώρισα για
διάστημα περισσότερο από 40 χρόνια. Η συνέχεια προήλθε από την κόρη της, Αλίκη Σαμουηλίδη,
η οποία εκτός των άλλων, μου υπέδειξε το βιβλίο του Ιωσήφ Βεντούρα που
κυκλοφόρησε τον προηγούμενο χρόνο4.
Ο Ιωσήφ Βεντούρας δημοσιεύει
μαρτυρίες αναφορικά με τους Εβραίους της Κρήτης κυρίως όμως αυτές των μελών της
ευρύτερης οικογενείας του. Καθώς μητέρα του Μωϋσή Σίδη ήταν η Ευτυχία Βεντούρα,
θεία του Ιωσήφ, οι δυο τους (Μωϋσής και Ιωσήφ) ήταν πρώτα εξαδέλφια. Ο
Μωϋσής Σίδης (παππούς του Μωϋσή του ποιήματος) είχε νυμφευθεί τη Μαλκά Σαμουηλίδου
και έκαμαν 6 τέκνα. Το μικρότερο ήταν ο Σαμ [Σαμουήλ], του οποίου αδελφή ήταν η
Ραχήλ Σίδη - Ματαθία, μητέρα της «κυρίας Ίρμας». Επομένως η Ίρμα και ο Μωϋσής
ήταν πρώτα εξαδέλφια. Με τη δημοσίευση
του βιβλίου διαθέτουμε μία εκτεταμένη
μαρτυρία του Μωϋσή (Μωρίς) Σίδη και μία της μικρότερης αδελφής του, Εύας Σίδη -
Tzur. Το όνομα της άλλης αδελφής του
Μωϋσή είναι Λευκή – Μαλκά.
Στις
αρχές Σεπτεμβρίου 1943, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μωϋσή, οι συγγενικές εβραϊκές
οικογένειες Σίδη, Βεντούρα και Κωστή αποφασίζουν να φύγουν από την Αθήνα και να
ευρεθούν σε περιοχές που ελέγχουν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Αρχικός προορισμός τους
ήταν ο Κάλαμος και στη συνέχεια, προκειμένου να αποφύγουν αναμενόμενη επιδρομή
των Γερμανών, ανέβηκαν ψηλότερα στο χωριό Λιάτανη ενώ, μερικές μέρες αργότερα,
φοβούμενοι πιθανή παρουσία των Γερμανών και σε αυτό, οδηγήθηκαν, με τη βοήθεια
μελών της Αντίστασης, ακόμα ψηλότερα στο βουνό. Εκεί, ο Σαμ Σίδης εκτιμώντας τη κατάσταση
στην Αθήνα από πληροφορίες που είχε και πιεζόμενος από καθημερινές πιεστικές
ανάγκες πήρε την απόφαση να επιστρέψουν οικογενειακώς στην Αθήνα – σε αυτή θα
βρεθούν την Παρασκευή, 24 Μαρτίου 1944.
Το
ποίημα που έγραψε ο Μωϋσής το Απρίλιο του 1945, παρουσιάζει τη διαδρομή των 4
μελών της οικογενείας Σίδη από την 24η Μαρτίου έως την απελευθέρωση των Αθηνών,
στις 12 Οκτωβρίου 1944 . Τη μαρτυρία του στο βιβλίο του Ιωσήφ Βεντούρα την απέστειλε
στις 21 Αυγούστου 2016, γραμμένη,
πιθανότατα, αρκετές δεκαετίες μετά την κατοχή και μετά το παιδικό του ποίημα.
Τα ονόματα των κυριών Λαμπρινούδη και Κουντουριώτη που αναφέρονται στο ποίημα
υπάρχουν και στη γραπτή μαρτυρία καθώς επίσης και η περιγραφή της κρίσιμης
συνδρομής τους στη διάσωση των Σίδη. Στις διαφορές η σημαντικότερη είναι αυτή
που αναφέρεται στο γεγονός ότι, μετά τη παραμονή των παιδιών επί δεκαήμερο στην
οικία της Λουκίας Κουντουριώτη, χρειάστηκε αυτά να χωρισθούν και να φιλοξενηθεί
το καθένα για δύο βδομάδες στο σπίτι Αθηναίας κυρίας – συνέδραμαν δηλαδή στη
διάσωση των παιδιών τρεις επί πλέον
κυρίες, γνωστές των εξαδέλφων
Κουντουριώτη. Οι κύριες αυτές ανήκαν στο σύλλογο «Φιλική Εταιρεία», του οποίου
πρόεδρος ήταν η Δέσποινα Λαμπρινούδη.
Έτσι, τώρα, μπορούμε να κατανοήσουμε τους
δύο πρώτους στίχους της 18ης στροφής «Εις τ’ αναρρωτήρια πήγαν/ εις της Φ.Ε.Ν.
τα ξακουστά» καθώς τα κεφαλαία Φ.Ε. πρέπει να είναι τα αρκτικόλεξα της «Φιλικής
Εταιρείας» και το Ν. μάλλον της λέξεως «Νέων».
Στη
συνέχεια τα τρία παιδιά μετακινήθηκαν και έμειναν στα αναρρωτήρια της Φιλικής
Εταιρείας στη Νέα Πεντέλη – μία σειρά ιδιωτικών παραθεριστικών οικιών τις οποίες
είχαν παραχωρήσει οι ιδιοκτήτες για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Σε αυτά
τα σπίτια φιλοξενούνταν ομάδες παιδιών που έπασχαν από ασιτία, ήταν καχεκτικά ή
προφυματικά. Η κάθε σειρά από αυτές τις
ομάδες παρέμενε είκοσι ημέρες στο χώρο των αναρρωτηρίων και οι υπεύθυνοι φρόντιζαν
να παρέχουν στα παιδιά την καλύτερη, κατά το δυνατόν, τροφή που μπορούσαν να
εξασφαλίσουν σύμφωνα με τις συνθήκες της εποχής. Τα τρία αδέλφια, προκειμένου
να δικαιολογηθεί η μόνιμη παραμονή τους στο χώρο των αναρρωτηρίων,
παρουσιάστηκαν ως μικροί πρόσφυγες – Έλληνες χριστιανοί από τη Μακεδονία. Θα
επιστρέψουν στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου και θα ζήσουν στο Θησείο τις σκληρές
μέρες των Δεκεμβριανών με ιδιαίτερα έντονο τρόπο καθώς το σπίτι τους «ήταν μέσα
στην εμπόλεμη ζώνη των αντίπαλων παρατάξεων5».
Ο
πατέρας της οικογένειας, ο Σαμ Σίδης, δεν επέστρεψε από το Άουσβιτς. Είχε
επιβιώσει σχεδόν μέχρι το τέλος για να
πεθάνει στη μαρτυρική πορεία των ομήρων προς το εσωτερικό της Γερμανίας, στην
«Πορεία Θανάτου6». Ήταν Έλληνας - Εβραίος ρωμανιώτης, ελληνόφωνος,
και είχε γεννηθεί στα Τρίκαλα το 1904.
Ο Μωϋσής Σίδης τελείωσε το τετρατάξιο
δημοτικό σχολείο το 1940, στη συνέχεια γράφηκε στο Βαρβάκειο «το πιο σοβαρό
γυμνάσιο της Ελλάδας για αγόρια…», όπως υπογραμμίζει ο ίδιος στη μαρτυρία του,
και τελειώνει τις τρεις πρώτες τάξεις του Σχολείου υπό κατοχική διοίκηση της
χώρας. Με την κατάρρευση των Ιταλών, το Σεπτέμβριο του 1943, τα σχολεία στην
Αθήνα έκλεισαν και ο Μωϋσής επέστρεψε στο Βαρβάκειο και στην Δ΄τάξη το 1945,
τότε που έγραψε και το ποίημα. Προκειμένου μάλιστα να κρίνει κανείς την σύνταξη
και την ορθογραφία του κειμένου πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τις συνθήκες κάτω από
τις οποίες ένα εβραιόπουλο παρακολουθεί τα μαθήματα τριών διαδοχικών ετών
φοιτήσεως του σχολείου του κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο Μωϋσής τελείωσε τον
Ιούνιο του 1949 και ήταν ο μόνος Εβραίος στην εποχή του που φοίτησε και
αποφοίτησε από το Βαρβάκειο. Μερικές μέρες αργότερα, στις 17 Ιουλίου 1949, με τη μητέρα του και την αδελφή του
Λευκή επιβιβάστηκαν στο «Νεπτούνια» και έφτασαν στη Χάϊφα στις 19 του μηνός. Νυμφεύτηκε,
απέκτησε δύο τέκνα και έζησε στο Ισραήλ μέχρι το 2017.
Το χειρόγραφο ποίημα προέρχεται από το
αρχείο του Γιάννη Μέγα. Με τη σειρά βοήθησαν να ετοιμασθεί το συνοδευτικό
κείμενο ο Theo Grecque, η Αλίκη Σαμουηλίδη και ο Ιωσήφ
Βεντούρας, στο καλό βιβλίο του οποίου δημοσιεύεται η μαρτυρία του Μωϋσή Σίδη.
Τους ευχαριστώ πολύ όλους.
Εικόνα
2. Η τελευταία σελίδα του ποιήματος [σ.5].
Εικόνα
3. Σαμουήλ Σίδης, φωτογραφία από το USC
Shoah Foundation, την οποία εντόπισε ο Theo Grecque
και πιθανότατα παρεχώρησε στο ίδρυμα η «κυρία Ίρμα» - η Ίρμα Σαμουηλίδου.
Σημειώσεις
1. Στη διεύθυνση http://www.kkppa.gr/?page_id=25
σημειώνεται ότι « Το Αναρρωτήριο Πεντέλης ιδρύθηκε το 1937 και αποτελούσε
περιφερειακή υπηρεσία του ΠΙΚΠΑ». Και στην http://www.paidon-pentelis.gr ότι
«Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 δημιουργήθηκαν οι κτιριακές εγκαταστάσεις
του ΠΙΚΠΑ στις οποίες λειτουργούν με τη σημερινή μορφή τους το Γενικό
Νοσοκομείο Παίδων Πεντέλης και το Αναρρωτήριο Πεντέλης.».
Ο Μωϋσής Σίδης στη μαρτυρία του παρέχει
συγκεκριμένες πληροφορίες για τα αναρρωτήρια στη Πεντέλη καθώς και για το
Σύλλογο που είχε, τότε, την ευθύνη της λειτουργίας τους.
2. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, καθημερινή πρωϊνή εφημερίς που
αγωνίστηκε επί κατοχής, Αθήναι. Έτος 3ον, αριθ.153, 20 Μαρτίου 1945, σ.4. Στην
πρώτη σελίδα: Ο Ελληνικός αγών Αντιστάσεως εις την Επαρχίαν και τας πόλεις * Το
δράμα των Εβραίων. Ο πρώτος από τους ολίγους διασωθέντας Ισραηλίτας της Ελλάδος
[Λέων Μπατής] έφθασεν εις Θεσσαλονίκην - Η συνταρακτική αφήγησίς του.
3. Δύο από τις 27 στροφές, οι 7 και 23,
απαρτίζονται από 3 στίχους η κάθε μία.
4. ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ, ΙΩΣΗΦ, Ibbur - Οι Εβραίοι της Κρήτης 1900-1950, Αθήνα, Μελάνι, 2018, σ.257.
5. ό.π., σ.147.
6. Ο Μωϋσής έγραψε τη μαρτυρία του με τίτλο «In memoriam», αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα του και σε αυτή σημειώνει ότι την επόμενη μέρα από τις συλλήψεις στη
Συναγωγή, συνοδεύει τη μητέρα του, μεταμφιεσμένη σε νοσοκόμα, σε μία απαραίτητη
«επίσκεψη» στο σπίτι τους, στο Θησείο – εκεί, όπως γράφει, συνέβησαν τα
παρακάτω: «Η μητέρα μου μπήκε στο σπίτι, γέμισε γρήγορα μια σακούλα με ρούχα
και πήρε χωριστά ένα κοστούμι του πατέρα μου. Μ’ έστειλε στον τσαγκάρη για να
πάρω τα παπούτσια μου διορθωμένα ή αδιόρθωτα, και η ίδια πήγε στην απέναντι
γειτόνισσα, για να της αφήσει το κοστούμι του πατέρα μου, εάν εμφανιζόταν.»….
«Δυστυχώς, μετά την Απελευθέρωση, η γειτόνισσα μας επέστρεψε το κοστούμι του
πατέρα…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου