[Θεσσαλονίκη, Εβραίοι 6 * Thessaloniki, Jews 6]: parva iudaica
thessalonicensia VI
Ιωσήφ [=Τζώνη] Μάνο: ένας
εβραίος εθελοντής στον
πόλεμο του ’40, εν
συνεχεία αντάρτης του
ΕΛΑΣ και, τέλος, στρατιώτης στον
ελληνικό στρατό κατά
την διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου *
Joseph [= Johnny] Mano: a Jewish volunteer in the war of '40, then guerilla ELAS and, finally, a soldier in the Greek army during the civil war
Joseph [= Johnny] Mano: a Jewish volunteer in the war of '40, then guerilla ELAS and, finally, a soldier in the Greek army during the civil war
Στην Ίριδα και στον Οδυσσέα
Α’. Τα πρόσωπα.
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έμαθα, ότι η
Λουκία είναι εβραϊκής καταγωγής και το επίθετό της είναι Μάνο και όχι Μάνου,
αλλά την θυμάμαι καλά και με καλό τρόπο από τότε που την γνώρισα, όταν είμαστε
και οι δύο πολύ νέοι. Πριν από δύο χρόνια, περίπου, τακτοποίησε χαρτιά και
φωτογραφίες, τα οποία ανήκαν στους γονείς της τον Τζώνη [=Ιωσήφ] και την Ιωάννα
Μάνου [=Μάνο]. Ζήτησε και την επισκεφτήκαμε με την αδερφή μου, και φίλη της, την
Τασούλα και από τις οικογενειακές φωτογραφίες μου χάρισε μερικές, κυρίως από
τις φωτογραφίες του πατέρα της όταν ήταν αντάρτης με τον ΕΛΑΣ και αργότερα, όταν
υπηρέτησε την θητεία του – στρατιώτης - κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Αργότερα,
της ζήτησα να μου αφηγηθεί μερικά στοιχεία από την ζωή του πατέρα της και της οικογενείας
του και το έκανε τονίζοντας κατ’ επανάληψη, πόσο θα ήθελε να τον είχε ρωτήσει και
να είχε διασώσει πολύ περισσότερα στοιχεία
από την ζωή του και την δράση του, κυρίως, κατά την δεκαετία 1940 - 1950.
Ο πατέρας της, ο Ιωσήφ Μάνο, γεννήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Οκτωβρίου 1920 και ήταν γιος του εβραίου Αλβέρτου
Μάνο και της καθολικής Λουκίας Δελατόλα. Ο Αλβέρτος ήταν πλούσιος - είχε
με τα αδέλφια του επιχειρήσεις στην Κωνσταντινούπολη και η οικογένεια
Μάνο είχε στην ιδιοκτησία της ακόμα και εμπορικά πλοία. Ένας από τους αδελφούς
του Αλβέρτου προσπάθησε να παραπλανήσει την ασφάλεια των πλοίων, απεκαλύφθη και
αυτό είχε σαν συνέπεια αφενός να χαθεί ολόκληρη η οικογενειακή περιουσία και αφετέρου
να διαρρήξει ο Αλβέρτος τις σχέσεις του με τα αδέλφια του - εκτός από ένα με το
οποίο συνέχισε να συνδέεται. Παραλλήλως, ο Αλβέρτος και η Λουκία χωρίζουν με έναν
πολύ δύσκολο τρόπο. Ο καθένας από τους δύο γονείς προσπαθεί να κρατήσει για
λογαριασμό του τον μικρό Ιωσήφ και ταυτοχρόνως κάνει ότι είναι δυνατόν
προκειμένου να απομακρύνει τον άλλον γονέα από το παιδί. Φαίνεται ότι αυτή την
περίοδο ο Ιωσήφ «άλλαζε χέρια» - έμενε με τον ένα από τους γονείς του μέχρι να
βρει τον τρόπο και την ευκαιρία να τον «πάρει» ο άλλος γονέας. Τελικά, στην
διελκυστίνδα αυτή, νίκησε ο ισχυρότερος
και το 1925 ο Αλβέρτος φτάνει στην Θεσσαλονίκη με τον πενταετή Ιωσήφ. Τότε, ο
πατέρας αναληθώς ενημερώνει τον γιό, ότι η μητέρα του, η Λουκία, πέθανε και ο
Ιωσήφ μεγαλώνει πιστεύοντας, ότι είναι ορφανός από την μητέρα του. Εδώ, στην
Θεσσαλονίκη, ο Αλβέρτος θα ασχοληθεί με το εμπόριο καπνού και θα γίνει εύπορος
αυτή την φορά, όχι όμως πλούσιος όπως ήταν στην Πόλη. Η Λουκία με την σειρά της
θα αφήσει και αυτή την Κωνσταντινούπολη και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, κοντά
στην αδερφή της. Εκεί θα γνωρίσει και θα παντρευτεί τον καθολικό Ζαχαρία Φρίντμαν
και θα κάνουν έναν γιό, τον Κάρολο, ετεροθαλή αδελφό του Ιωσήφ. Αργότερα η
οικογένεια Φρίντμαν ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Αργεντινή και η Λουκία
αποφασίζει, πριν φύγει, να συναντηθεί και να μιλήσει με τον πρώτο της γιό, τον
Ιωσήφ, ο οποίος είναι πλέον 16 ετών. Σε αυτή την ηλικία ο Ιωσήφ θα μάθει και
μάλιστα από την ίδια, ότι η μητέρα του ζει και ότι ο ίδιος έχει έναν
ακόμα αδελφό, τον Κάρολο. Τότε είναι που ο Ιωσήφ θα ακούσει από την
μητέρα του, ότι σε μία από τις περιπτώσεις εκείνες στην Πόλη όταν τον κράτησε
κοντά της, είχε φροντίσει να τον βαπτίσει κατά τον τρόπο των καθολικών. Ο Ιωσήφ
θα τολμήσει μάλιστα, παρότι σεβόντανε, αγαπούσε και υπολόγιζε τον πατέρα του να
κατέβει στην Αθήνα και να ζήσει λίγους μήνες με την μητέρα του και την
οικογένειά της, πριν την αναχώρησή τους από την Ελλάδα. Λίγο αργότερα θα παντρευτεί
και ο Αλβέρτος την Τζούλια Μεβορώχ, εβραία από την Θεσσαλονίκη, και από το
ζεύγος θα γεννηθεί η Μέντη [=Ματθίλδη], η μικρή αδελφή του Ιωσήφ.
. Ο Ιωσήφ αλληλογραφούσε με την μητέρα
του, όμως δεν θα την ξαναδεί από τότε [1936;] που αυτή έφυγε από την Ελλάδα. Το
1963 πάντως ο αδελφός του Κάρολος θα επιστρέψει από την Αργεντινή για μόνιμη
εγκατάσταση στην Αθήνα και τα δύο αδέλφια θα έχουν στενή σχέση.
Ο
Ιωσήφ Μάνο τον Οκτώβριο του 1940 κλείνει τα 20 και στρατολογικά ανήκει στην
κλάση του 1941. Μετά την έναρξη του πολέμου και χωρίς να ενημερώσει τον πατέρα
του, επειδή φοβόνταν πιθανή έντονη αντίδρασή του, στις 25 Νοεμβρίου 1940 κατατάσσεται
εθελοντής στο Έμπεδον Θεσσαλονίκης. Έτσι,
εμφανίζεται με την στολή στον πατέρα του, ο οποίος θα προσπαθήσει, έστω και την
τελευταία στιγμή, να τον μεταπείσει, χωρίς όμως
αποτέλεσμα. Ο εβραίος Ιωσήφ Μάνο θα πολεμήσει εθελοντής μέχρι το τέλος
του πολέμου – «θεωρείται απολυθείς την 1 Μαΐου 1941», γράφει το στρατολογικό
του πιστοποιητικό.
Ο
Ιωσήφ φοίτησε σε γαλλικό σχολείο και η οικογένεια στο σπίτι τους μιλούσαν
γαλλικά. Στην Κατοχή, όπως φαίνεται από την φοιτητική του ταυτότητα και το
πιστοποιητικό του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «ενεγράφη στις 14 Μαρτίου 1942»
στην Σχολή Νομικών και Οικονομικών Σπουδών. Ήθελε πολύ να σπουδάσει και να
εργασθεί ως δικηγόρος. Όμως πλησιάζουμε στον Ιούλιο του 1942 και ο Ιωσήφ θα
πράξει και αυτή την φορά κάτι ανάλογο με αυτό που έκαμε τον Νοέμβρη του ’40. Η
κόρη του, η Λουκία, θυμάται ότι, όπως της είχε αφηγηθεί ο πατέρας της, χριστιανοί
φίλοι του, οι οποίοι είχαν «διασυνδέσεις», τον βοήθησαν να βγει στο
βουνό και να ενταχθεί σε αντάρτικο στρατιωτικό τμήμα του ΕΛΑΣ. Έφυγε από την
πόλη χωρίς να ενημερώσει τον πατέρα του. Μάλιστα έφυγε, ακριβέστερα τον
φυγάδευσαν, εκείνο ακριβώς το Σάββατο - όταν οι Γερμανοί κάλεσαν τους εβραίους
στην πλατεία Ελευθερίας. Αντί να υπακούσει στην διαταγή των Αρχών Κατοχής και
να προσέλθει στον χώρο της πλατείας Ελευθερίας φρόντισε να ακολουθήσει τον
δρόμο προς τα βουνά και να βρεθεί σε έναν πραγματικό τόπο ελευθερίας. Μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να συνέβη τέτοια
κίνηση τόσο ενωρίς - το καλοκαίρι του 1942 - αλλά για έναν αποφασισμένο νέο εβραίο – έναν εθελοντή του πολέμου στην Αλβανία, νομίζω,
ότι μπορεί να έχει συμβεί. Έτσι ο Ιωσήφ Μάνο, ο Τζώνη όπως τον έλεγαν πάντα
όλοι, εντάχθηκε σε τμήμα του ΕΛΑΣ και πολέμησε εναντίον του κατακτητή μέχρι την απελευθέρωση. Εδώ δημοσιεύονται
μερικές φωτογραφίες από αυτό το διάστημα, στις οποίες σημειώνει ο ίδιος στο πίσω
μέρος τις φράσεις: «Ενθύμιον στα
ανταρτικά» και «Ενθύμιον της ανταρτικής μου ζωής». Αυτές οι φωτογραφίες είναι
τραβηγμένες τον Ιανουάριο του 1944. Ενωρίτερα, στην Θεσσαλονίκη, από τον Μάρτιο
έως και τον Αύγουστο του 1943 οι αρχές
κατοχής αναγκάζουν τους θεσσαλονικείς εβραίους να επιβιβασθούν στα τραίνα για το
ταξίδι «στην Πολωνία». Με ένα από αυτά θα ταξιδέψουν με προορισμό το Μπιρκενάου
και τα τρία μέλη της οικογενείας του Ιωσήφ: ο πατέρας του Αλβέρτος, η σύζυγος
του πατέρα του, Τζούλια και η μικρή Μέντη, ηλικίας τότε, περίπου, μόνο τεσσάρων ετών. Δεν θα επιστρέψει κανείς.
Μετά
το τέλος του πολέμου ο Ιωσήφ αντιμετωπίζει τη συνολική καταστροφή. Έχει χαθεί,
σχεδόν, το σύνολο της κοινότητος μαζί και η δική του οικογένειά και παραλλήλως δεν του απέμεινε
τίποτε από την οικογενειακή περιουσία. Ένας συμπολίτης, χριστιανός νομικός,
κράτησε για λογαριασμό του, όσα κινητά περιουσιακά στοιχεία του είχε
εμπιστευθεί να φυλάξει, πριν αναχωρήσει, ο Αλβέρτος και ένας ομόθρησκος και
«συγγενής» φρόντισε να οικειοποιηθεί, ότι πολύτιμο απέκρυψε ο Αλβέρτος πριν από
το ταξίδι.
Όπως
φαίνεται από το Πιστοποιητικόν του Πανεπιστημίου ο Ιωσήφ στις 30 Οκτωβρίου 1946 ανανεώνει εγγραφές των προηγουμένων τεσσάρων
ετών και συνεχίζει τις σπουδές του στο δεύτερο έτος σπουδών της Νομικής. Είναι
μια προσπάθεια, στα 26 πλέον, να τελειώσει τις σπουδές του και να γίνει
δικηγόρος. Όμως λίγους μήνες αργότερα
καλείται να υπηρετήσει στον στρατό και θα συμμετάσχει στον σκληρό εμφύλιο, από
τις 28 Ιουνίου 1947 μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου 1949. Έτσι, ο εθελοντής του πολέμου
στην Αλβανία θα υπηρετήσει αδιαλείπτως 29 μήνες στον εμφύλιο και θα απολυθεί 4
μήνες μετά την λήξη του πολέμου.
Ενδιαμέσως
θα συμβούν άλλα δύο σοβαρά πράγματα στη ζωή του. Το 1947 θα γνωρίσει την Ιωάννα
Γραμματικοπούλου, θα ερωτευτούν και θα παντρευτούν. ‘Όμως, προκειμένου να τελεστεί
ο γάμος βαπτίζεται ο ίδιος χριστιανός στις 29 Μαρτίου 1948 στην Φλώρινα. Σημαντικός
λόγος, αν όχι ο μόνος, αυτής της «μεταστροφής» είναι ότι οι δύο νέοι
ερωτεύτηκαν και ο Τζώνη ήθελε να γίνει οπωσδήποτε ο γάμος τους με την Ιωάννα. Η οικογένεια της
Ιωάννας, χάρις στην μακεδονίτισσα γιαγιά, κρατούσε με αυστηρότητα το δόγμα και το τυπικόν
της θρησκείας της. ΄Ετσι ο Ιωσήφ, τον οποίον ως εβραίο πάντα τον φώναζαν Τζώνη,
με την βάπτιση ονομάστηκε Ιωάννης –
συνέχισε όμως να ακούει πάντα στο όνομα Τζώνη. Η Λουκία, η κόρη του, γνωρίζει
ότι ο πατέρας της πίστευε και προσεύχονταν, αλλά η ίδια δεν έμαθε ποτέ τι
ακριβώς συνέβαινε «μέσα του». Είναι βέβαιη, πάντως, ότι όπως στην πρώτη περίοδο
της ζωής του δεν υπήρξε με ενεργό τρόπο πιστός εβραίος, σε ότι αφορούσε τα
θρησκευτικά του καθήκοντα έτσι και αργότερα πάλι, ως χριστιανός, απλώς φρόντιζε να ακολουθεί την οικογένεια της
γυναίκας του στις θρησκευτικές της εκδηλώσεις.
Μετά
την απόλυσή του από τον στρατό ο Τζώνη Μάνου έστησε την δική του επιχείρηση,
εργάστηκε, δημιούργησε ένα εργοστάσιο και είχε μία δύσκολη πορεία στο τέλος της
επαγγελματικής του δραστηριότητας, αλλά αυτά είναι έξω από τα χρονικά όρια που
μας ενδιαφέρουν εδώ.
Μένει
να συμπληρώσω ότι ο Τζώνη [=Ιωσήφ] έζησε με την Ιωάννα ως το 1999, τότε πέθανε
η σύζυγός του ενώ ο ίδιος έζησε μέχρι το 2004. Η Λουκία, εγγονή εκείνης της καθολικής,
όταν τελείωσε την μικρή αφήγηση μου εξήγησε ότι η ίδια μόνη της αποφάσισε, κάποια
στιγμή, να κάνει το Μάνου, το επίθετό της, Μάνο, χωρίς να το συζητήσει ή να ενημερώσει
προηγουμένως τον Τζώνη. Με τον πατέρα της, συμπλήρωσε, είχαν πάντα εξαιρετική
σχέση και αισθάνεται πολύ καλά σήμερα όταν τον θυμάται. Έχει ενδιαφέρον να
ακούς από την κόρη να σημειώνει πως τα καλά πράγματα που έχει θεωρεί ότι τα
πήρε, κυρίως, από τον πατέρα της και το πρώτο από αυτά, είναι η αξία που δίνει
στην φιλία – ο τρόπος με τον οποίον δένεται με τους φίλους της. Έφυγε
από την συνάντησή μας για να υποδεχτεί τα παιδιά της που θα έφταναν στο
αεροδρόμιο το απόγευμα, την Ίριδα και τον Οδυσσέα, τα εγγόνια, από την πλευρά
της μητέρας, του Τζώνη [=Ιωσήφ] και της Ιωάννας Μάνου [=Μάνο].
Β. Φωτογραφίες
Εικόνα
1. Λουκία Δελατόλα, Κωνσταντινούπολη 1919.
Εικόνα
3. Πρόσκληση για την τελετή της περιτομής [21/10/1920], Κωνσταντινούπολη, 14
Οκτωβρίου 1920
Οι τρεις πρώτες εικόνες είναι δύο
φωτογραφίες – οι γονείς του Τζώνη – και η πρόσκληση για την τελετή της
περιτομής του. Οι φωτογραφίες και η πρόσκληση τυπώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη,
στον τόπο γεννήσεως του Τζώνη. Η μητέρα του, η ωραία Λουκία της πρώτης
φωτογραφίας, σύντομα θα μείνει έγκυος - το επόμενον έτος από αυτό της
φωτογραφίας θα γεννήσει τον Ιωσήφ
[Τζώνη]. Στην φωτογραφία είναι πολύ νέα: την παρατηρώ και νομίζω ότι ο
φωτογράφος έβγαλε την εγγονή της, την
δική μας Λουκία – ήταν ακριβώς όμοια με την εικόνα της γιαγιάς της όταν την
γνώρισα και θα πρέπει να είχε τότε την ίδια περίπου ηλικία με την Λουκία της φωτογραφίας του 1919. Ο Τζώνη μοιάζει και
στους δύο γονείς του, ίσως, και αυτός περισσότερο στην μητέρα του.
Από
την πρώτη σειρά των 6 προπολεμικών φωτογραφιών της εικόνας 4 στοιχεία υπάρχουν
μόνον για την μία: αυτή την οποία χαρίζει το έτος 1933 ο M. Hassid
στον φίλο του Joseph Mano.
Ο Τζώνη είναι δεκατριών ετών το 1933 και θα ήταν συνομήλικος ή λίγο μεγαλύτερος
από τον φίλο του Μ. [Μοσσέ(;)] της φωτογραφίας, ο οποίος φοράει ακόμα κοντά
παντελόνια. Το αφιερωματικό κείμενο στο πίσω μέρος της φωτογραφίας είναι
γραμμένο στα γαλλικά, αλλά το όνομά του φαίνεται ότι το έγγραψε ελληνικά και
μετά το διόρθωσε, αφήνοντας το πρώτο γράμμα του επιθέτου [–Χ] ελληνικό. Η πρώτη
δεσποινίδα από δεξιά στην πρώτη επάνω αριστερά φωτογραφία μοιάζει να είναι η
ίδια με την δεσποινίδα στο βάθος στην κάτω αριστερά φωτογραφία – σε αυτή όπου στηθήκανε οι δεσποινίδες μαζί με
το ποδήλατο. Ακόμα, οι δύο δεσποινίδες στην κάτω δεξιά φωτογραφία φαίνεται να
φορούν σχεδόν όμοια ρούχα, ίσως να είναι μαθήτριες ή σπουδάστριες και φορούν
ένα είδος στολής. Ακόμα 5 φωτογραφίες [εικόνα 5] τραβηγμένες τα έτη 1938 και
1939 δείχνουν μικρή παρέα ανδρών και γυναικών στη θάλασσα, ίσως στην περιοχή
της Θεσσαλονίκης, καθώς στην μοναδική φωτογραφία με στοιχεία σημειώνεται ο
τόπος: Μπαξέ Τσιφλίκι.
Στις
δύο πλευρές ενός χαρτονιού λευκώματος φωτογραφιών, είναι επικολλημένες συνολικά
7 φωτογραφίες. Στην μία πλευρά είναι οι 3 φωτογραφίες της εικόνας 7. Στην δεξιά
φωτογραφία είναι ο Τζώνη με ένα άγνωστο αγόρι στην Ακρόπολη, τον Αύγουστο του
1939. Φοράει, μήνα Αύγουστο, άσπρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και άσπρα
παπούτσια. Στην μεσαία φωτογραφία εικονίζεται, δεξιά, ο Αλμπέρτο Μάνο, ένας
όμορφος άντρας μέσης ηλικίας με σταυρωτό κουστούμι και καπέλο. Στην άλλη πλευρά
του χαρτονιού 4 καλές φωτογραφίες από την εορτή της 4ης Αυγούστου
1940 στην Μακαμπή, τον παλαιότερο αθλητικό σύλλογο της Θεσσαλονίκης. Στον
περιτειχισμένο ανοικτό χώρο –γήπεδο(;) – της Μακαμπή φαίνεται ο εορταστικός
διάκοσμος: Μεγάλη και μικρές ελληνικές
σημαίες, ορθογώνια πλακάτ με «Ζήτω η 4η Αυγούστου», έντυπες ταινίες επικολλημένες
στους τοίχους με «Ζήτω η 4η Αυγούστου» και βεβαίως οι αθλητές με δύο
τουλάχιστον διαφορετικά είδη στολών. Φαίνονται και οι θεατές, οι οποίοι
παρακολουθούν τους αγώνες: είναι κυρίως νέοι, κορίτσια και αγόρια. Οι δύο
φωτογραφίες δεξιά [επάνω και κάτω] δείχνουν συντεταγμένους τους αθλητές πριν
από τους αγώνες. Είναι η ώρα των ομιλητών και των, πανηγυρικών, λόγων. Επειδή
το λάβαρο, το οποίον κρατεί ο αθλητής στην κάτω δεξιά φωτογραφία φέρει στην
κορυφή του τον σταυρό δεν αποκλείεται να φιλοξενείται στην εορτή της Μακαμπή
και χριστιανική ομάδα αθλητών - έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι αθλητές φορούν
δύο διαφορετικά είδη στολών. Οι δύο φωτογραφίες αριστερά [πάνω και κάτω] είναι
από τους αγώνες των αθλητών. Στην επάνω φωτογραφία ο αθλητής αγωνίζεται στο
άλμα εις ύψος και στην κάτω ο αθλητής ρίχνει σφαίρα [ή δίσκο]. Νομίζω ότι από τον ίδιο χώρο είναι και οι 3
φωτογραφίες της εικόνας 6. Στις δύο από αυτές οι αθλητές παίζουν σε αγώνα
βόλλεϊ και στην κάτω φωτογραφία εικονίζονται πιθανόν οι αθλητές οι οποίοι
συμμετείχαν στον αγώνα, μαζί τους φωτογραφίζεται και ο Τζώνη Μάνο.
Τις εικόνες
9, 10 και 11 συνοδεύει ιδιαίτερο κείμενο και με αυτές φτάνουμε στο τέλος του
1940 και λίγο μετά. Όλες οι φωτογραφίες της περιόδου 1920 – 1940 πιθανόν
απεικονίζουν μόνον εβραίους, γυναίκες και άντρες και οι περισσότερες είναι
τραβηγμένες στην Θεσσαλονίκη. Παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία για την κάθε μία –
ποιοι φαίνονται και πού έχει βγει η φωτογραφία - τις θεωρώ όλες πολύτιμες γιατί
αποτυπώνουν άντρες και γυναίκες αλλά και νέους, οι οποίοι ζούσαν στην πόλη
μόλις τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, από το έτος 1943. Όμορφες νέες,
καλοντυμένες μικροαστές, αθλητές και απλοί αθλούμενοι νέοι της Μακαμπή, μικρές
παρέες στην θάλασσα, ερωτευμένοι, πρόσωπα
με τις δυσκολίες και τις μικρές ή μεγαλύτερες χαρές της καθημερινής
ζωής. Πρόσωπα, πάντως, με αποτυπωμένες σε αυτά ποικίλες εκφράσεις. Θα μπορούσε
να ήταν χριστιανοί της περιόδου, οι περισσότεροι από τους οποίους στην συνέχεια
εσώθησαν από τον πόλεμο και την κατοχή. Αλλά είναι εβραίοι και σχεδόν όλοι,
αργότερα, εχάθησαν. Έστω και οι ελάχιστες αυτές φωτογραφίες, και όσες αναρτήθηκαν
ή θα αναρτηθούν στο μέλλον, δημοσιεύονται
για να δώσουν υπόσταση προσώπων στους αριθμούς. Όχι, όπως συνηθίζεται
μέχρι σήμερα, «τόσοι ήταν και τόσοι εχάθησαν και το ποσοστό είναι τόσο τοις
εκατό». Αλλά, αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έζησαν εδώ και αυτοί οι άνδρες, αυτές οι
γυναίκες και αυτά τα παιδιά εδολοφονήθησαν και εχάθησαν από την πόλη τους και
πόλη μας.
Εικόνα
4. Στην μέση αριστερά: «En souvenir de moi à mon ami Joseph Mano, M. Hassid, 1933” .
Στη μέση δεξιά: «Souvenir d’ Aretsou, le 16/5/39”
Εικόνα 5.
Κάτω αριστερά: «Souvenir de
Bache Chiflic, le
15/7/39». Οι άλλες φωτογραφίες τραβήχτηκαν τα καλοκαίρια του 1938 και 1939.
Εικόνα
6. Στο πίσω μέρος και των τριών φωτογραφιών σημειώνεται με
μελάνι «Εν Θεσσαλονίκη τη…Ιανουαρίου [19]39».
Στην
κάτω φωτογραφία: Στην επάνω σειρά τρίτος από δεξιά [από τους άντρες] ο Μπερνάρ,
στενός φίλος του Ι. Μάνο. Στην κάτω σειρά: τρίτος από αριστερά ο Ιωσήφ
Μάνο
Εικόνα
7. Φωτογραφία δεξιά: Ακρόπολις τη 6η /8/1939. Ο νέος με το λευκό κουστούμι είναι ο Τζώνη
[=Ιωσήφ] Μάνο.
Φωτογραφία
στη μέση: Δεξιά, ο Αλβέρτος Μάνο, πατέρας του Τζώνη
Εικόνα
8. «Μακαμπή * Εορτή 4ης Αυγούστου 1940».
Παρέκβαση
Εικόνα
9. Οι πέντε αδελφές Κόβο.
Είναι
καλά να σε γνωρίζει κάποιος πολλά - παρά πολλά χρόνια. Ξέρει, εκτός των άλλων,
τι θα εκτιμήσεις περισσότερο και μπορεί να σημειώσει δύο φράσεις με τις οποίες
οι δυο σας θα συνεννοηθείτε, ενώ, οι άλλοι, μπορεί, να δώσουν σε αυτές μία διαφορετική
ερμηνεία - όπως εδώ π.χ. στις φράσεις αυτές: «Κι
ένα μικρό δωράκι για σένα : πέντε ωραίες αδελφές, στη μέση η Ιντα Κόβο, σύζυγος
αργότερα του Σαούλ Μάνο, αδελφού του παππού μου Αλβέρτου» - με τις οποίες
φράσεις η Λουκία συνόδευσε, την παραπάνω φωτογραφία, την οποία μου έστειλε, εκτός σειράς, μετά το ταξίδι της στην
Θεσσαλονίκη και την συνάντησή μας, όταν
επέστρεψε στην μόνιμη κατοικία της, στο Βέλγιο.
Είναι η μία ωραιότερη από τις άλλες με όποιον συνδυασμό και αν τις
τοποθετήσεις. Είναι νέες και είναι αστές εβραίες της Θεσσαλονίκης(;). Της κάθε
μίας το φόρεμα φαίνεται σαν να προέρχεται από χρωματική και κατασκευαστική
παραλλαγή του φορέματος της διπλανής ή της παραδιπλανής και το επάνω μέρος με
τις δαντέλες, εκτός από την πρώτη από αριστερά, καλύπτει όλους τους δυνατούς
τρόπους: από το τελείωμα στην δεξιά άκρη της πρώτης από δεξιά μέχρι την
συνολική κάλυψη όλου του πάνω μέρους γύρω από τον λαιμό στην τέταρτη από δεξιά.
Έντονα μελαχρινές, με πλούσια μαύρα μαλλιά - χτενισμένα ακριβώς με τον ίδιο
τρόπο - και το πρόσωπό τους με ελαφρές καμπύλες, όπως και όλο το σώμα τους,
δείχνει να καμπυλώνει κάτω από τα περίκλειστα ενδύματα. Κλίνουν λοξά στην σειρά, η μία δίπλα στην άλλη
– η μία κοντά στην άλλη - και κοιτάζουν μπροστά σοβαρές χωρίς να χαμογελούν,
αλλά με εσωτερική ένταση [προσέξτε την δεύτερη από δεξιά] και με την
εκφραστική δύναμη της νεότητας μένουν μία στιγμή ακίνητες μπροστά
στον φακό και μένουν για πάντα, εδώ στην φωτογραφία – εδώ στον κόσμο - νέες, όμορφες και άφθαρτες μέσα στον χρόνο.
Ένας έρωτας.
Εικόνα 10. Φωτογραφίες της Λωρίκας – τις
έστειλε στον αγαπημένο της Τζώνη Μάνο. Επάνω αριστερά φωτογραφία: σημειώνεται στο πίσω μέρος με μελάνι: Τη
7/9/40 Μην με νευριάζεις δεν ξέρω τίποτα για να σου γράψω παρά μόνο ότι «σ’
αγαπώ» Το νήπιο σου. * Επάνω δεξιά, σημειώνεται με μολύβι η χρονολογία: Τη 20η
Ιουλίου 1940. * Κάτω αριστερά: Ένα μικρό ενθύμιο από το Αθηναϊκό σου νήπιο. Σε
φιλώ Λωρίκα Τη 26/10/41. * Κάτω δεξιά: Αυτή την φωτογραφία την έβγαλα την πρώτη
μέρα που γέλασα από τότε που ήρθα στην Αθήνα. Και γελούσα διότι είχα μάθει πως
μπορούσα να γυρίσω κοντά στον αγαπημένο μου. Σε λατρεύω, το παλιοκόριτσό σου.
Όταν
κάπου σημειώνονται οι λέξεις εβραίος και Θεσσαλονίκη στο μυαλό μου σχηματίζεται
αμέσως η επόμενη τρίτη λέξη: ολοκαύτωμα. Στην αρχή νόμιζα ότι αυτό συμβαίνει
μόνον, όταν η αναφορά είναι χρονικά περιορισμένη στο πρώτο μισό του 20ου
αιώνα, αλλά μετά κατάλαβα ότι το ίδιο σκέφτομαι αυτομάτως και όταν πρόκειται
για κείμενο που αναφέρεται στους εβραίους της Θεσσαλονίκης τον 15ο
αιώνα. Υπάρχει κάτι μόνον που, εν τέλει, λειτουργεί λυτρωτικά: όταν διαβάζω για
εβραίους οι οποίοι έφυγαν από την Θεσσαλονίκη [ή από την Κέρκυρα μετά το 1891]
και δεν έμειναν στην Ευρώπη, αλλά μετανάστευσαν στην Βόρεια Αμερική καθώς και
στη Νότια ή στην Παλαιστίνη. Αυτοί σώθηκαν.
Όμως
οι Σεφαραδίτες εβραίοι έμειναν [και ελάχιστοι μένουν] στην Θεσσαλονίκη από το
τέλος του 15ου αιώνος. Γενεές
έζησαν [και ζουν], εργάστηκαν, έκαναν παιδιά και τα παιδιά τους άλλα παιδιά και
αυτά άλλα, τύπωσαν εφημερίδες και βιβλία – αρκετές εφημερίδες και πολλά βιβλία,
μάλωσαν, πλούσιοι ή πτωχοί [οι περισσότεροι] έζησαν, όσα ζουν οι άνθρωποι σε κάθε τόπο. Και φυσικά
ερωτεύτηκαν.
Την
λέγανε Λωρίκα. Μόνον αυτό δυστυχώς γνωρίζουμε. Η Λουκία μου είπε τι έχει
ακούσει για την τύχη της, αλλά, επειδή δεν είναι απολύτως βέβαιη, δεν θα το
σημειώσω εδώ.
Φτάνει,
καμιά φορά, μόνον το όνομα και το
χαμόγελο στην φωτογραφία και οι λίγες γραμμές, εδώ σε καλά ελληνικά. Στην μία
από τις φωτογραφίες σημειώνεται η ημερομηνία 10/Χ/39 και η Λωρίκα φοράει την
σχολική της ποδιά. Ο Τζώνη είναι 19 ετών και αυτή; Ίσως 16 μπορεί και 15 ή 14,
πάντως για να την πειράξει θα την είπε κάποια φορά νήπιο και της άρεσε, γι’
αυτό το υιοθέτησε και το χρησιμοποιεί πάντα και ή ίδια όταν επικοινωνούν: το
νήπιό σου υπο-γράφει. Δύο από τις φωτογραφίες γράφονται και στέλνονται ή
δίδονται λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του ’40. Ο
αγαπημένος της, λίγο μετά, θα καταταγεί εθελοντής. Της το είπε πριν
παρουσιαστεί στο στρατό ή, όπως και στον πατέρα του, εμφανίστηκε μπροστά της με
στολή; Είμαι βέβαιος πάντως πως της έγραφε τακτικά από το μέτωπο και αυτή,
μικρό κορίτσι, θα περίμενε και θα αγωνιούσε. Συνεχίζουν να βλέπονται και μετά
τον πόλεμο.
Η Λωρίκα του γράφει από ένα ταξίδι της στην
Αθήνα, στο τέλος του 1941. Ακούγονται σοβαρές – μίγμα δράματος και χαμόγελου –
οι φράσεις, ότι γέλασε τότε μόνον, όταν έμαθε ότι μπορεί να επιστρέψει στην
Θεσσαλονίκη. Κοντά του. Επέστρεψε στη πόλη τους. Είχε κατέβει στην Αθήνα για
περισσότερη ασφάλεια και επέστρεψε επειδή
οι δικοί της θεώρησαν, ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος στην
Θεσσαλονίκη και ότι θα τα καταφέρουν;
Οι
δυο τους συνέχισαν να βλέπονται στην Θεσσαλονίκη του 1942. Η τελευταία
φωτογραφία της εδώ, τραβήχτηκε στην Νέα Κρήνη στις 28 Ιουνίου 1942 – δώδεκα
μέρες μόνο πριν από το Σάββατο του Ιουλίου. Της είπε τι σκοπεύει να κάνει, αν
αλλάξουν και δυσκολέψουν περισσότερο τα πράγματα; Ενδιαφέρθηκε για την δική της πορεία, την
δική της τύχη; Ο Ιωσήφ ή Τζώνη έφυγε και ανέβηκε στο βουνό. Αυτή; Πάντως, αυτός
κράτησε τις φωτογραφίες της στα χαρτιά του σε όλη του την ζωή και μετά όταν
παντρεύτηκε, πάλι τις κράτησε. Ο ίδιος, ίσως να είχε γνωρίσει και άλλον νεανικό
έρωτα, πριν από την Λωρίκα. Γι’ αυτήν όμως θα ήταν ο πρώτος της έρωτας: με έναν
λίγο μεγαλύτερο, όμορφο, ομόθρησκο και γιατί όχι με το μοναχογιό εύπορης
οικογένειας, ο οποίος θα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο, δικηγόρος.
Ας σταματήσω εδώ καλύτερα.
Εικόνα 11. Φωτογραφία επάνω αριστερά: Για να
θυμάσαι το νηπιάκι σου σ’ αυτή την ηλικία του / η Λωρίκα σου Τη 20 Μαΐου 1939.
* Επάνω δεξιά: [Μόνον η χρονολογία]: 10/Χ/39. 3.
Κάτω φωτογραφία: Νέα Κρήνη 28η Ιουνίου 1942
Δεκαετία
πολέμων 1940 - 1950
Εικόνα
12. «27.12.1940 Ενθύμιον Ιταλοελληνικού
πολέμου- μαζί με τον λοχία σιτιστή.».
Α’. Πόλεμος
στην Αλβανία
Αυτή
η φωτογραφία είναι η μόνη από τον πόλεμο του ’40 την οποία, μέχρι σήμερα,
εντόπισε η Λουκία στα κατάλοιπα του πατέρα της, και της ανήκει.
Στην
φωτογραφία σημειώνεται: «27.12.1940 Ενθύμιον Ιταλοελληνικού πολέμου – μαζί με
τον λοχία σιτιστή». Μαζί με το σιτιστή: είναι πολύ πιθανόν ο Τζώνη να υπηρέτησε
σε μονάδα εφοδιασμού. Άλλωστε προσήλθε εθελοντής, ενωρίτερα από την κλάση του, επομένως
ήταν αγύμναστος και, λόγω του πολέμου, δεν υπήρχε χρόνος κανονικής προσαρμογής
στις συνθήκες του στρατού. Εσπευσμένα, συμπληρώνονται οι μονάδες με εφέδρους
και προωθούνται στο μέτωπο. Η φωτογραφία είναι βγαλμένη ένα μήνα μετά από την
ημερομηνία της κατατάξεώς του και ο Τζώνη θα μείνει στο μέτωπο μέχρι το τέλος –
μένουν ακόμα τέσσερες μήνες. Να επαναλάβω μόνον ότι είναι 20 ετών όταν
κατατάσσεται εθελοντής, και ότι με το έτος του πολέμου, ανοίγει η τετάρτη
δεκαετία του προηγουμένου αιώνος.
Β’. Αντίσταση – ΕΛΑΣ
Οι
επόμενες φωτογραφίες του Τζώνη [εικόνα 13 έως εικόνα 16] είναι πάλι από τον στρατό, αλλά αυτή την φορά
από έναν διαφορετικό στρατό: Φωτογραφίζεται με συναγωνιστές του στον αντάρτικο
στρατό, τον ΕΛΑΣ – σε κάποιο από τα τμήματά του το οποίο, στις αρχές του 1944,
μένει ή διέρχεται από ένα χωριό στα σύνορα, περίπου, της Ελλάδας με την
Αλβανία. Το πιθανότερο είναι, ότι ο Τζώνη εντάχθηκε στο 28ο Σύνταγμα
του ΕΛΑΣ, το οποίον κατά την διάρκεια της κατοχής έδρασε στην περιοχή Καστοριάς
και είχε έδρα, το μεγαλύτερο διάστημα της δράσεώς του, το χωριό Δαμασκηνιά
Βοΐου.
Η
Καλή Βρύση [Καλέβιστα] σε υψόμετρο 1180 μέτρων είχε το 1940 λίγο περισσότερους από
300 κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί, μετά τον πόλεμο, βρεθήκανε πολιτικοί
πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη και οι άλλοι μισοί σκορπίσανε στην Καστοριά και στην Θεσσαλονίκη. Το χωριό
ερήμωσε. Εδώ στις φωτογραφίες ο χρόνος είναι η 6η Ιανουαρίου 1944
και έχει χιονίσει – όλα τα καλύπτει το χιόνι. Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες
έξω, στο ύπαιθρο: στην μία φαίνεται το
τοπίο με τα δέντρα και το χιόνι, στην άλλη πίσω είναι το πέτρινο σπίτι και
ακόμα πιο πίσω, ψηλότερα, φαίνονται ακόμα δύο πέτρινα σπίτια. Και στην τρίτη όλοι
στέκονται μπροστά σε έναν ψηλό τοίχο από πέτρες, ενώ πίσω από τον τοίχο
φαίνεται το κάτω μέρος διώροφου σπιτιού.
Στήθηκαν μπροστά στο φακό και έτσι έμειναν αυτές οι τρεις πρώτες φωτογραφίες.
Φωτογραφίζονται μαζί αντάρτες και πολίτες, έφηβοι και νέοι άντρες – στην
δεύτερη φωτογραφία φαίνονται οι μπάλες χιονιού, τις οποίες κρατούν μερικοί από
τους άντρες. Στην τρίτη φωτογραφία, στην μέση μπροστά φαίνεται ένα μικρό παιδί
και, αριστερά και δεξιά από το παιδί,
δύο νέες γυναίκες. Έχουν σωθεί άραγε άλλες φωτογραφίες αυτής της εποχής
από την Καλή Βρύση, οι οποίες να δείχνουν εξωτερικούς χώρους;
Οι
φωτογραφίες δεν δείχνουν καθαρά τα πρόσωπα. Πρόκειται ουσιαστικά για μία
σύνθεση με το λευκό – το χιόνι και το χαρτί – και το μαύρο, τις σκούρες εικόνες
των προσώπων. Υπάρχει όμως μία φωτογραφία, την οποία ευνόησε αυτός ο τρόπος –
είναι η τέταρτη και προτελευταία αυτής της σειράς: Ο Τζώνη φωτογραφίζεται μόνος
του, κρατώντας με το δεξί χέρι το όπλο πάνω στον ώμο του. Λιγνά δέντρα πίσω του
και παντού χιόνι. Είναι η στάση του σώματος, ο ελεύθερος τρόπος που «κινείται» ,
είναι ο τρόπος με τον οποίον κρατάει το όπλο του – όλα αυτά μαζί - και η εικόνα εκπέμπει νεότητα και ελευθερία. Αυτός
ο 24χρονος αντάρτης είναι το ίδιο πρόσωπο με τον νέο, με το λευκό ακριβό
κουστούμι το 1939 στην Ακρόπολη - είναι ο
νέος εβραίος, ο οποίος πριν από πολύ λίγα χρόνια έκλεινε τραπέζι, κάθε βράδυ,
σε κοσμικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, καθώς η μουσική και ο χορός υπήρξαν δύο
πολύ σημαντικά πράγματα γι’ αυτόν στα χρόνια της πρώιμης νεότητάς του.
Τώρα,
το 1944, το λινό αντικαθιστά η στρατιωτική στολή και επάνω σε αυτή μπαίνει η βαριά
χλαίνη των βουνών, ενώ στην θέση των ακριβών παπουτσιών, τώρα, φοριούνται οι αρβύλες,. Ξέρω ότι έχει πολυχρησιμοποιηθεί ο
στίχος, αλλά δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο για την περίπτωσή μας - παραφράζοντας
λοιπόν:
Τι
γυρεύει ένας Εβραίος στην Καλέβιστα;
Η
αξία της τέταρτης φωτογραφίας – αυτή στην οποία είναι μόνος με το όπλο του –
είναι πως αποτυπώνει ταυτοχρόνως δύο καταστάσεις. Η πρώτη: ο Τζώνη φαίνεται να
απολαμβάνει έντονα την ημέρα με το χιόνι και την ελευθερία του βουνού – η δεύτερη:
νομίζεις ότι ο εικονιζόμενος είναι ένας από τους νέους, κυρίως αγρότες της
περιφέρειας, οι οποίοι ενταχθήκανε στον ΕΛΑΣ. Με άλλα λόγια, ο Τζώνη μπορούσε
να φορέσει με την ίδια άνεση το λινό κουστούμι, αλλά και την στολή του αντάρτη,
γιατί το καθένα από αυτά εξέφραζε δύο όψεις, σε διαφορετικούς χρόνους, της
ίδιας προσωπικής του στάσης: κατάφαση ζωής, μέσα σε συνθήκες ελευθερίας.
Τέλος,
δύο φωτογραφίες του Τζώνη από τον ΕΛΑΣ, χωρίς καμία ένδειξη τόπου και χρόνου
[εικόνα 16]. Επειδή, εδώ, οι δύο φωτογραφίες είναι καθαρές και τραβηγμένες από
κοντά, είναι εύκολο κανείς να διακρίνει τα τμήματα της στολής και τον τρόπο, με
τον οποίον τα φορά ο Τζώνη. Επίσης, φαίνεται το στήριγμα από ξύλο που
κρατεί στο αριστερό του χέρι. Και στις δύο φωτογραφίες ο Τζώνη είναι ντυμένος
ελαφρά και, όπως σε όλες τις φωτογραφίες του, στο πρόσωπό του σχηματίζεται μία
ιδέα χαράς - ένα χαμόγελο.
Εικόνα 13. Δύο φωτογραφίες από τον ΕΛΑΣ.
Αριστερή φωτογραφία: «Ενθύμιον Καλής Βρύσης,
6 Ιανουαρίου 1944» κάτω με τα όπλα - ο μεσαίος από τους τρεις.
Δεξιά φωτογραφία: «Ενθύμιον στο αντάρτικο,
Καλή Βρύση 6-1-44» από τους καθιστούς – ο δεύτερος από δεξιά.
Εικόνα
14. ΕΛΑΣ, «Ενθύμιον στο Αντάρτικο, Καλή Βρύση 6-1-44». Ο Τζώνη ίσως είναι στην
κάτω σειρά ακριβώς πάνω από το μικρό παιδί.
Εικόνα 15. ΕΛΑΣ, «Ενθύμιον [στο] Αντάρτικο, Καλή Βρύση
6—1-44». Ο Τζώνη [=Ιωσήφ] Μάνο, αντάρτης,
με το όπλο του στην χιονισμένη Καλή Βρύση στα σύνορα με την Αλβανία.
Γ’. Στρατιώτης στον
εμφύλιο πόλεμο [1947-1949]
Τον
Οκτώβριο του 1944 οι Γερμανοί φεύγουν από την Θεσσαλονίκη και στις 30 του μηνός
εισέρχεται ο ΕΛΑΣ στην πόλη. Ένα μήνα αργότερα συμβαίνουν τα Δεκεμβριανά στην
Αθήνα και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφεται η Συμφωνία της Βάρκιζας. Τότε θα
πρέπει να αποστρατεύτηκε και ο Τζώνη και να επέστρεψε στο «σπίτι του». Τότε, ή
λίγο αργότερα, θα άρχισε να συνειδητοποιεί τι ακριβώς συνέβη στην οικογένειά
του και στην κοινότητα των ομοθρήσκων του. Μαζί με αυτά τα σημαντικά μεγέθη,
αντιμετώπισε και την δική του προσωπική κατάσταση: είχε μείνει μόνος και δεν
είχε περισωθεί τίποτε από την οικογενειακή του περιουσία.
Παρ’
όλα αυτά «συνέρχεται» και επιμένει: Όπως σημειώνεται στο Πιστοποιητικόν της
Σχολής του στις 30 Οκτωβρίου 1946, ανανεώνει τις εγγραφές τεσσάρων
Πανεπιστημιακών ετών και «διανύει το δεύτερον έτος των σπουδών και το τέταρτον
της φοιτήσεως αυτού.». Επομένως, στα περιορισμένα χρονικά διαστήματα της
παραμονής του στην πόλη από τον Μάρτιο του 1942 έως τον Οκτώβριο του 1946 –
κυρίως στον χρόνο μετά την αποστράτευσή του από τον ΕΛΑΣ – ο Τζώνη είχε περάσει τα μαθήματα του πρώτου
έτους και συνέχιζε στο δεύτερο, ακολουθούσε δηλαδή το όνειρό του: να σπουδάσει
νομικά και να εργασθεί ως δικηγόρος στην πόλη του. Το τελευταίο διάστημα όμως στα
βουνά, ιδίως της Βορείου Ελλάδος, διεξάγεται σκληρός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Ελληνικού
Στρατού και των Ελλήνων ανταρτών – κυρίως κομμουνιστών. Τον Οκτώβριο του 1946
σχηματίζεται επισήμως ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας - οι συγκρούσεις πλέον
γίνονται περισσότερες και σκληρότερες και σε αυτές συμμετέχουν μεγαλύτερες
δυνάμεις, κυρίως από την πλευρά του Στρατού, ο οποίος είχε την δυνατότητα να
κινητοποιήσει σημαντικό αριθμό στρατευμένων. Είναι η περίοδος κατά την οποία,
όσοι νέοι πολέμησαν στην Κατοχή τους κατακτητές μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ
επιλέγουν ή υποχρεώνονται να στρατευθούν και να πολεμήσουν, τώρα, εναντίον των
πρώην συντρόφων τους.
Ο
Τζώνη Μάνο καλείται να υπηρετήσει την θητεία του και κατατάσσεται στον Ελληνικό
Στρατό στις 28 Ιουνίου 1947. Έτσι αυτή την περίοδο ο Τζώνη είναι ένας εβραίος
χωρίς οικογένεια, φοιτητής 27 ετών πλέον - χωρίς περιουσία – είναι κάτοικος μίας πόλεως, η οποία έχασε,
σχεδόν, ολόκληρη την αρχαία εβραϊκή κοινότητά της, περίπου το πέμπτον του
πληθυσμού της - ενώ, επιπλέον, ο ίδιος υποχρεώνεται να υπηρετήσει στον στρατό
και να πολεμήσει εναντίον των συναγωνιστών του της κατοχικής περιόδου. Αυτή την
περίοδο του εμφυλίου πολέμου θα προβεί σε μία σοβαρή πράξη προσωπικού
καθορισμού: Την 24η Μαρτίου 1948 βαπτίζεται χριστιανός ορθόδοξος και έτσι καθίσταται δυνατόν να τελεσθεί ο
γάμος του με την Ιωάννα. Ο γάμος πραγματικά παρεμβάλλεται στα προσωπικά του
γεγονότα αυτής της περιόδου του εμφυλίου. Κατατάσσεται, μετά από ένα χρόνο
περίπου γίνεται ο γάμος και συνεχίζει να υπηρετεί στον στρατό, πιθανόν, για
περισσότερο από ένα χρόνο ακόμα. Όμως εδώ προτάσσονται οι δύο φωτογραφίες του
ζεύγους επειδή αυτές βγήκαν χρονικά πρώτες: το 1948, έτος του γάμου των. Στην φωτογραφία των νεονύμφων η Ιωάννα φοράει
το λευκό νυφικό της και γέρνει λίγο προς τα πίσω και το πλάϊ για να ακουμπήσει
στον Τζώνη. Ο γαμπρός νυμφεύεται
φορώντας την χειμερινή στολή του στρατιώτη –παντελόνι με μεγάλη τσέπη μπροστά,
στρατιωτικό πουκάμισο, γραβάτα, χιτώνιο, μαύρα παπούτσια – φοράει την «χειμερινή
στολή εξόδου, βρεττανικού τύπου». Επιλέγει μάλιστα στην φωτογράφηση να φέρει
και το δίκωχον της στολής. Αλλά και στη δεύτερη φωτογραφία βγαλμένη λίγο πριν
από τον γάμο τους ο Τζώνη φοράει πάλι την στρατιωτική του στολή – εδώ την
θερινή - και η Ιωάννα ένα λεπτό καλοκαιρινό φόρεμα. Η φωτογραφία είναι
τραβηγμένη σε κάποιο μέρος κοντά στη θάλασσα – ίσως να πήρε ο Τζώνη ολιγοήμερη
άδεια από το στρατό και να βρέθηκαν οι δύο τους μαζί, λίγο πριν τον γάμο Είναι
νέοι και ερωτευμένοι και αυτή την περίοδο δεν τους χρειάζεται τίποτε άλλο παρά
μόνον να τελειώσει ο πόλεμος και να ζήσουν μαζί. Θα χρειαστεί να περιμένουν
ακόμα ενάμιση χρόνο μέχρι να λήξει ο σκληρός εμφύλιος, να παραμείνουν ζωντανοί
και να αρχίσουν τον κοινό τους βίο, ο οποίος θα κρατήσει όσο θα ζήσουν – θα
μείνουν μαζί περισσότερο από πενήντα χρόνια.
Οι
στρατιωτικές φωτογραφίες οι οποίες δημοσιεύονται εν συνεχεία εδώ είναι όλες,
εκτός από μία, βγαλμένες στα Τρίκαλα και στην περιοχή τους: την Πύλη και τα
Στουρναραίικα. Ο Τζώνη βρίσκεται με την μονάδα του κατά τους μήνες Μάιο και
Ιούνιο του 1949 στην περιοχή των Τρικάλων – το πιθανότερο είναι η μονάδα αυτό
το διάστημα να στρατοπεδεύει στα Στουρναραίικα. Σε αυτό το ορεινό χωριό με
υψόμετρο μεγαλύτερο από 800
μέτρα είναι βγαλμένες οι 6 φωτογραφίες της εικόνας 19.
Εδώ στα Στουρναραίικα εορτάζουν στις 29 Ιουνίου την εορτή του βασιλέως Παύλου
και από αυτήν σώζονται οι δύο επάνω φωτογραφίες της εικόνας 20. Στην αριστερή
φωτογραφία από την εορτή μαζί με τους στρατιώτες φωτογραφίζονται και δύο
πολίτες – ίσως οι επίσημοι του χωριού. Στην άλλη φωτογραφία φαίνονται
στρατιώτες να χορεύουν και πάνω δεξιά ελληνικές σημαίες στολίζουν τον χώρο της
εορτής. Ήδη από καιρό προδιαγράφεται η
έκβαση του εμφυλίου και σε δύο μήνες θα τελειώσει ο πόλεμος στα βουνά, αλλά οι
συνέπειες του θα παραμείνουν για πολλά χρόνια ακόμα στη ζωή της χώρας. Η
τελευταία φωτογραφία, κάτω δεξιά στην εικόνα 21, είναι βγαλμένη στο Δισπηλιό
Καστοριάς τον Αύγουστο του 1949. Ο Τζώνη με την μονάδα του στο τέλος του
εμφυλίου, συμπτωματικά, κινείται στους ίδιους χώρους στους οποίους πολέμησε με
τον ΕΛΑΣ την περίοδο της Κατοχής.
Δημοσιεύονται,
τέλος, και 4 έγγραφα σχετικά με τον Τζώνη και την περίοδο 1940 – 1950. Στην εικόνα
22 φαίνεται το Πιστοποιητικόν [Στρατολογίας]
τύπου Α’, από το οποίο προκύπτει ότι ο
Ι. Μάνο κατατάσσεται εθελοντής στις 25 Νοεμβρίου 1940 και απολύεται την 1η
Μαΐου 1941 ενώ αργότερα, στον Εμφύλιο, καλείται
και κατατάσσεται στο Κέντρον Βασικής Εκπαιδεύσεως Αλεξανδρουπόλεως στις 28 Ιουνίου
1947 και απολύεται από τον στρατό στις 3 Δεκεμβρίου 1949. Στην εικόνα 23
δημοσιεύονται δύο ταυτότητες του Τζώνη: Κέντρον Βασικής Εκπαιδεύσεως
Αλεξανδρουπόλεως, Δελτίον ταυτότητος, 17/8/1947, και το Δελτίον Αναγνωρίσεως
του φοιτητού της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Μάνο Ιωσήφ του
Αλβέρτου, 14 Μαρτίου 1942, υπογράφει ο Πρύτανης, Δ. Καββάδας. Τελευταίο, στην εικόνα
24, δημοσιεύεται το Βιβλιάριον Σπουδών του φοιτητού της Σχολής των Νομικών και
Οικονομικών Επιστημών Μάνο Ιωσήφ του Αλβέρτου εκ Κωνσταντινουοπόλεως.
Όταν απολύεται ο Τζώνη, στο τέλος του 1949, η
χώρα έχει περάσει μία ολόκληρη δεκαετία πολέμων και κατοχής. Ο Τζώνη στον
πόλεμο του ’40 ήταν είκοσι ετών και όταν απολύεται μετά τον εμφύλιο γίνεται
τριάντα: ενδιαμέσως πολέμησε σε τρεις πολέμους με σκληρότερο και μεγαλύτερης διάρκειας τον
τελευταίο, τον εμφύλιο.
Οι
συνθήκες πλέον δεν του επιτρέπουν να συνεχίσει τις σπουδές του: Είναι τριάντα
ετών και εν το μεταξύ έχει παντρευτεί – άλλωστε δέκα μήνες περίπου μετά την
απόλυσή του από τον στρατό, θα αποκτήσουν την κόρη τους, την Λουκία, εγγονή της
πρώτης εκείνης Λουκίας, της όμορφης μητέρας του.
Θα
συμβούν και άλλα στην μετέπειτα ζωή του, άλλοτε καλά και άλλοτε δύσκολα, όπως
συνήθως συμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων κάθε εποχής. Αυτά όμως θα συμβούν σε
ειρηνικές συνθήκες για τον τόπο και ο
ίδιος ο Τζώνη θα τα ζήσει με την παρουσία της οικογένειας που έκαμε με την
Ιωάννα του.
Όμως
τα γεγονότα τα οποία έζησαν από το 1920 μέχρι το 1950 οι άνθρωποι στην Ευρώπη ήτανε
εξαιρετικά δύσκολα, έφεραν τον πόνο και σκορπίσανε
παντού θανατικό. Ανάμεσα σε αυτά,
κορυφαίο γεγονός υπήρξε η καταστροφή από τους Γερμανούς ναζί, με την βοήθεια των
συνεργατών τους και την σιωπή ή και την ανοχή πολλών ανθρώπων, του μεγαλύτερου
μέρους των εβραίων της ηπείρου – ανάμεσα στα θύματα δολοφονήθηκαν και δεκάδες χιλιάδες
Έλληνες εβραίοι, πολλοί από αυτούς ήταν δικοί μας, σεφαραδίτες εβραίοι της
Θεσσαλονίκης.
Εικόνα 17.
Φωτογραφία γάμου του Τζώνη και της Ιωάννας Μάνο
Εικόνα
18. Φωτογραφία του ζεύγους Τζώνη και
Ιωάννας, τραβηγμένη το 1948, πιθανόν, λίγο πριν από τον γάμο τους.
Εικόνα
19. Στο πίσω μέρος είναι γραμμένο με μελάνι και στις έξι φωτογραφίες
«Στουρναρέϊκα [Στουρναραίικα] Τρικκάλων, Ιούνιος 1949». Σε όλες τις φωτογραφίες εικονίζεται και ο
Τζώνη: στην επάνω αριστερά φωτογραφίζεται με συνάδελφό του μπροστά στην
στολισμένη με δάφνες και ελληνικές σημαίες πόρτα του μεγάλου κτιρίου – ο Τζώνη
είναι δεξιά - και στην επάνω δεξιά φωτογραφίζεται με τον ίδιο στρατιώτη – ο
Τζώνη είναι ο γονατιστός. Στην κάτω δεξιά φωτογραφία – στο κέντρο της- φαίνεται
ιερέας και ο Τζώνη μάλλον είναι ο δεύτερος από αριστερά, δίπλα στον όρθιο
στρατιώτη των δύο πρώτων φωτογραφιών.
Εικόνα
20. Στις δύο επάνω φωτογραφίες σημειώνεται στο πίσω μέρος με μελάνι
«Στουρναρέϊκα Τρικκάλων, Εορτή Α.Μ. Βασιλέως, 29 Ιουνίου 1949». Στην κάτω
αριστερά: «Τρίκκαλα, Μάϊος 1949». Ο Τζώνη χαμογελαστός στη μέση της κάτω σειράς
* κάτω δεξιά: «Δρόμος Πύλη – Τρίκαλα, Μάϊος 1949»
Εικόνα 21.
Επάνω αριστερά: Ο Τζώνη Μάνο, «Τρίκαλα, Μάϊος 1949».. * Οι επόμενες δύο,
επάνω: «Πύλη Τρικάλων, Ιούνιος 1949» [οι στρατιώτες συνάντησαν τσιγγάνο με
αρκούδα]. * Κάτω αριστερά: «Στον αγαπημένο φίλο Τζώνη για να μη με ξεχνά, Με
πραγματική φιλία Γιάννης, 7.8.’49». * Κάτω, στη μέση: «Από Στουρναρέϊκα προς
Πύλην, Ιούνιος 1949». Ο Τζώνη είναι ο πρώτος αριστερά. * Κάτω δεξιά: «Δισπηλιό
Καστοριάς, Αύγουστος 1949». Ο Τζώνη είναι ο γονατιστός μπροστά.
Εικόνα
22. Πιστοποιητικόν
τύπου Α’. Κατατάσσεται εθελοντής στις 25
Νοεμβρίου 1940 και απολύεται την 1η Μαΐου 1941. Στον Εμφύλιο καλείται και κατατάσσεται στο
Κέντρον Βασικής Εκπαιδεύσεως Αλεξανδρουπόλεως στις 28 Ιουνίου 1947 και
απολύεται στις 3 Δεκεμβρίου 1949. [Ελπίζω ότι θα βρεθεί και το Πιστοποιητικό
της θητείας του στον ΕΛΑΣ].
Εικόνα 23.
Ταυτότητα επάνω: Κέντρον Βασικής Εκπαιδεύσεως Αλεξανδρουπόλεως Κ.Β.Ε.Α.
[Δελτίον ταυτότητος], 17/8/1947, [αργότερα δίπλα στο όνομα Ιωσήφ και μέσα σε
παρένθεση θα συμπληρωθεί και το καινούργια όνομα: Ιωάννης]
Ταυτότητα κάτω: Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Δελτίον
Αναγνωρίσεως του φοιτητού της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Μάνο
Ιωσήφ του Αλβέρτου εκ Κωνσταντινουπόλεως, 14 Μαρτίου 1942, υπογράφει ο Πρύτανης, Δ. Καββάδας
Εικόνα 24. Βιβλιάριον Σπουδών του
φοιτητού της Σχολής των Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Μάνο Ιωσήφ του
Αλβέρτου εκ Κωνσταντινουοπόλεως
Προσθήκη
Ένα τηλεφώνημα από τον ιστορικό κ.
Ιάσονα Χανδρινό, μου επιβεβαίωσε, για μία ακόμα φορά, την σταθερή άποψη, την
οποία έχω από πολλών ετών: ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι δίνουμε, ενίοτε δικαίως - όπως
στην περίπτωση του Ιάσονος - ιδιαίτερη
σημασία στα θέματα, με τα οποία ασχολούμαστε, είτε κατά περίπτωση είτε μονιμότερα.
Ο Ιάσων μελετά και γράφει για τους εβραίους αντάρτες, όσους εντάχτηκαν στις αντιστασιακές μονάδες – κυρίως του ΕΛΑΣ – κατά την διάρκεια της
Κατοχής. Ένα, πραγματικά, σοβαρό και ιδιαίτερο θέμα.
Το διαδίκτυο δίνει την δυνατότητα
των διορθώσεων, των συμπληρώσεων και των προσθηκών σε ένα κείμενο. Τρεις
φωτογραφίες λοιπόν, επί πλέον, προστίθενται εδώ, από την περίοδο της Κατοχής
και από την ένταξη του εβραίου Τζώνη Μάνο σε τμήμα του ΕΛΑΣ. Η πρώτη φωτογραφία
είναι, μάλλον, από την ίδια σειρά φωτογραφιών με αυτές της Καλής Βρύσης,
βγαλμένη μερικές ημέρες αργότερα από εκείνες, στο Γιαννοχώρι. Οι άλλες δύο
είναι βγαλμένες στην Διποταμιά, την ίδια μέρα και στον ίδιο τόπο, όπως φαίνεται
από το φόντο των δύο φωτογραφιών. Δημοσιεύονται εδώ λοιπόν και οι τρεις, ύστερα
από 70 χρόνια από τότε που τραβήχτηκαν, ικανές να φανερώνουν και σήμερα την
ομορφιά της νεότητας των εικονιζομένων αλλά και την έκφραση της συνειδητής τους αποφάσεως να πολεμήσουν, προκειμένου να υπάρξει ελεύθερη
η πατρίδα. Τα δύο χωριά της Καστοριάς, το
Γιαννοχώρι και η Διποταμιά, σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων το καθένα
μαζί με την Καλή Βρύση ανήκουν, σήμερα, στο Δήμο Νεστορίου. Το Γιαννοχώρι με
500, περίπου, κατοίκους στην απογραφή του 1940, κάηκε στην κατοχή, για δεύτερη
φορά στην ιστορία του – αυτή την φορά από τους Γερμανούς. Η Διποταμιά, στην
ίδια απογραφή του 1940, είχε περισσότερους από 600 κατοίκους. Τα τρία χωριά
Καλή Βρύση, Γιαννοχώρι και Διποταμιά, στα οποία κινείται τους πρώτους μήνες του
1944 το τμήμα ή η μονάδα του Τζώνη Μάνο, ευρίσκονται πολύ κοντά στα σύνορα της
Ελλάδας με την Αλβανία και οι κάτοικοι τους, τότε, ήταν, ως επί το πλείστον,
σλαβόφωνοι. Έτσι ο εβραίος αντάρτης με κύριες γλώσσες τα γαλλικά και τα
ελληνικά, αυτή την περίοδο κινείται σε περιοχή με εντοπίους, κυρίως, σλαβοφώνους πολίτες. Εδώ άλλωστε [στην
Καστοριά και στην Φλώρινα], αμέσως μετά από τον χρόνο λήψεως των δύο τελευταίων
φωτογραφιών, εκτυλίσσονται , από τον Μάϊο, και κορυφώνονται τον Οκτώβριο τα
γεγονότα, μεταξύ του ΕΛΑΣ και των τμημάτων, των σλαβοφώνων επικεφαλής : του
Ναούμ Πέϊου, πρώτα, και του Ηλία Δημάκη [Γκότσεφ] εν συνεχεία, του επικεφαλής ομωνύμου
Τάγματος [Τάγμα Γκότσεφ].
Α. Φωτογραφία αριστερά: Ενθύμιον ανταρτικής ζωής, Γιαννοχώρι
26 - 1- 44.
Β. Φωτογραφία δεξιά: Ενθύμιον ανταρτικής [ζωής], Διποταμιά
18 – 4 – 44. Ο αντάρτης της φωτογραφίας είναι ο ίδιος με τον
μεσαίο άντρα - αντάρτη της παρακάτω, τρίτης, φωτογραφίας.
Γ. Φωτογραφία: Ενθύμιο στο Αντάρτικο, Διποταμιά 18 – 4 - 1944.
Δύο άνδρες με πολιτικά [ο ένας με γραβάτα] και δύο με στρατιωτικά – ο Τζώνη με στρατιωτικά,
κάτω μπροστά, χαμογελά με το όπλο στα
χέρια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου