Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Αικατερίνη Καρατάσσου εκ Πολυγύρου Χαλκιδικής: φοιτήτρια της Γεωπονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μέλος της ΕΠΟΝ, όμηρος των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στη Μπάνιτσα της Σερβίας και στο Άουσβιτς κατά το διάστημα Μάρτιος 1944 – Αύγουστος 1945.

Εικόνα 1: «28/7/45 Hannovero. Στις όχθες του καναλιού που βρίσκεται κοντά στις παράγκες μας.».

Προ μηνός απεκόμισα από τον χώρο των παλαιοπωλείων σημαντικό αριθμό φωτογραφιών και δύο φακέλους ατομικών εγγράφων τα οποία, φωτογραφίες και έγγραφα, αναφέρονται στο ζεύγος Αικατερίνης Καρατάσσου και Βάϊου Γαλούση.

A. Η Αικατερίνη Καρατάσου γεννήθηκε στον Πολύγυρο Χαλκιδικής το 1922 και φοίτησε στη Γεωπονική Σχολή κατά τη διάρκεια της κατοχής. Συμμετείχε στα γεγονότα της 25ης Μαρτίου 1944 στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε, ως όμηρος, αρχικά στις φυλακές στη Μπάνιτσα της Σερβίας και στη συνέχεια στο Άουσβιτς, γερμανικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Πολωνία. Στην Ελλάδα επέστρεψε τον Αύγουστο του 1945. 

Εικόνα 2: «Κατά την περίοδο της πρακτικής εξασκήσεως στο Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου» των φοιτητών της γεωπονικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Στην πρώτη σειρά: πρώτος από αριστερά από τους καθήμενους ο Βάϊος Γαλούσης – δεύτερη από αριστερά  στην πρώτη σειρά των ορθίων η Κατερίνα Καρατάσσου.

Β. Ο Βάϊος Γαλούσης, πατρός γεωργού, γεννήθηκε στο Μακρυχώριον Καρδίτσης  το 1922 και το 1940 υπήρξε μαθητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων – Εύελπις I. Θα πολεμήσει με τους συμμαθητές του στη Κρήτη, στην τελευταία μάχη επί ελληνικού εδάφους, και στη συνέχεια θα επιστρέψει στη ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής φοίτησε στη Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μάλιστα, μετά τον εμφύλιο, φρόντισε να πάρει το πτυχίο του. Με την απελευθέρωση,  επανήλθε στο στρατό και διεξήλθε όλη τη στρατιωτική ιεραρχία -  αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του αντιστρατήγου στις 21 Οκτωβρίου 1978.

Η διαδρομή του Βάϊου Γαλούση ως αξιωματικού σημαδεύτηκε, κυρίως, από δύο περιόδους: η πρώτη περίοδος αναφέρεται στο πρώτο έτος της φοιτήσεώς του στη Σχολή Ευελπίδων και η δεύτερη στη συμμετοχή του στον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Για τη δεύτερη περίοδο θα χρησιμοποιήσω μόνον ένα έγγραφο από τον ατομικό του φάκελο, αυτό της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, στο οποίο ο Διευθυντής της υπηρεσίας βεβαιώνει ότι ο ταγματάρχης – κατά το έτος 1960 – Γαλούσης Βάϊος είχε «συνολικόν χρόνον υπηρεσίας εις την Ζώνην των Επιχειρήσεων από 1ης Απριλίου 1946 και μέχρι 31ης Οκτωβρίου 1949 [ήτοι] τρία <3> έτη και τέσσαρες <4> μήνας.». Από την πρώτη περίοδο θα σημειώσω περισσότερα καθώς, κατά την εκτίμησή μου, αξίζει να αναφερθούν έστω και σε ένα κείμενο το οποίον έχει θέμα την ομηρία της μετέπειτα συζύγου του Αικατερίνης Καρατάσσου.

Ο Βάϊος κατατάχτηκε στη Σχολή τον Οκτώβριο του 1940. Οι δύο μεγαλύτερες τάξεις, οι Ευέλπιδες ΙΙΙ και Ευέλπιδες ΙΙ, με την έναρξη του πολέμου στελέχωσαν, οι πρώτοι ως ανθυπολοχαγοί και οι δεύτεροι ως ανθυπασπιστές, στρατιωτικές μονάδες στο μέτωπο. Οι Ευέλπιδες Ι μένουν στη Σχολή και συνεχίζουν την εκπαίδευση τους. Τον Απρίλιο του 1941, μετά την επίθεση και της Γερμανίας κατά την Ελλάδας, έλαβαν διαταγή να παραμείνουν στη Σχολή ώστε στη συνέχεια, να χρησιμοποιηθούν για την τήρηση της τάξεως εντός της πόλεως των Αθηνών. Από την πλευρά τους, οι Ευέλπιδες είχαν, ήδη, αποφασίσει να μεταβούν εν σώματι στη Κρήτη και αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή της Διοικήσεως. Ο Διοικητής της Σχολής, μάλιστα, διέταξε την προφυλάκιση του  Ευέλπιδος, εκπροσώπου της Τάξεως, ο οποίος αρνούνταν να υπακούσει,  (αυτός και οι συμμαθητές του), στη συγκεκριμένη διαταγή του. Τότε συνέβη ένα ασυνήθιστο γεγονός για τη Σχολή και την ιστορία της. Ο Διοικητής (και ο υπεύθυνος λοχαγός για την εκτέλεση της διαταγής) ετέθησαν, αυτοί  οι ίδιοι, «υπό κράτησιν». Οι Ευέλπιδες την 24ην Απριλίου 1941 κινήθηκαν με επιταγμένα οχήματα και μέσω Τριπόλεως - Σπάρτης έφθασαν στο Γύθειο. Επιβιβάστηκαν σε πλοιάρια και το πρωί της 29ης Απριλίου έφθασαν στο Κολυμπάρι του νομού Χανίων. Μαζί τους συμπαραστάτες και 5 ανθυπολοχαγοί,  πρώην Ευέλπιδες ΙΙΙ, καθώς και 11 πρώην Ευέλπιδες ΙΙ, βοηθοί των προηγουμένων διμοιριτών. Συνολικά 299 Ευέλπιδες μετείχαν στη μάχη της Κρήτης από την 20ή Μαΐου 1941 – 10 εξ αυτών έπεσαν υπέρ πατρίδος στο πεδίο της τιμής. Τα ονόματα των Ευέλπιδων δημοσιεύει στο βιβλίο του με τίτλο «Η μάχη των ολίγων» ο Αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος.

Στη κατ’ αλφαβητική σειρά «Ονομαστική κατάσταση» των 299 Ευέλπιδων Ι  συμπεριλαμβάνεται και ο Βάϊος: «α/α 26 Γαλούσης Βάϊος του Ευαγγέλου». Οι σελίδες, οι οποίες αναφέρονται στην εξόρμηση «των νεοσσών» αποτελούν ύμνο για την απόφαση και τις κατά σειράν κινήσεις των Ευέλπιδων της πρώτης τάξεως και μομφή για τη Διοίκηση της Σχολής στις δύο φάσεις των γεγονότων: στον χώρο της Σχολής κατά την διάρκεια των τελευταίων ημερών του Απριλίου 41 αλλά και στη Κρήτη, μετά την κατάληψή της, όταν η τότε Διοίκηση διέταξε τη διάλυση της Σχολής.  Οι Ευέλπιδες παρέμειναν για διάστημα τριών περίπου μηνών στη νήσο μέχρι να διαφύγουν, άλλοι προς την Μ. Ανατολή και άλλοι – οι περισσότεροι – προς την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Βάϊος Γαλούσης επέστρεψε στη Θεσσαλία και ακολούθως ενεγράφη φοιτητής στη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 

Εικόνα 3: αριστερά: «Η μόνη διασωθείσα φωτογραφία μου απ’ τις πρώτες ημέρες της ζωής μου στη ΣΣΕ, Δεκέμβριος 1940». Δεξιά – επάνω: «Ο Κώστας Μιχαλάκης μου την έδωσε την ημέρα που φύγαμε απ’ τη ΣΣΕ για την Κρήτη. Σώθηκε μέσα στην παλάσκα μου, Απρίλιος 1941». Δεξιά – κάτω: «Ενθύμιον της πρώτης μου Στρατιωτικής ζωής, Βάϊος Γαλούσης Εύελπις Ι, Αθήναι 1-4-41».

Γ. Στον ατομικό φάκελο της Κατερίνας υπάρχουν δύο έγγραφα της 9 Αυγούστου 1945,  γραμμένα στη γραφομηχανή στα αγγλικά και γαλλικά αντιστοίχως: Στο πρώτο, η Ομάδα Νο. 274 της UNRRA - The UNRRA Team No. 274  - της 8ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας [Armoured Brigade]  του 30ού Σώματος του Βρετανικού Στρατού, βεβαιώνει για την εξαιρετική εργασία που είχε συντελεστεί στον χώρο των Ελλήνων ομήρων, στο Vinnhorst κοντά στο Ανόβερο, στον οποίο οι Έλληνες όμηροι, μετά την απελευθέρωσή τους από τα στρατόπεδα,   διέμειναν τους μήνες της αναμονής, έως ότου καταστεί δυνατόν να εξασφαλισθεί η δυνατότητα της επιστροφής τους στη πατρίδα.

Στο έγγραφο αναφέρεται ότι η στρατιωτική υπηρεσία «is pleased to acknowledge the very good done by the members of the Greek Camp Staff under the direction of Miss Karatassou Katerina». Η φράση: «κάτω από τη διεύθυνση της δεσποινίδος Κατερίνας Καρατάσου» σημαίνει ότι η Κατερίνα είχε επιλεγεί ως επικεφαλής των Ελλήνων ομήρων του συγκεκριμένου χώρου,  είτε εκ μέρους της αμερικανικής (ή αγγλικής) στρατιωτικής αρχής των απελευθερωτών, είτε από τους συγκρατουμένους της Έλληνες ομήρους είτε, από κοινού, και από τις δύο πλευρές. Το έγγραφο υπογράφει ο  D.D. [Deputy Director = υποδιευθυντής] της Ομάδος.

Στο δεύτερο έγγραφο, γραμμένο στα γαλλικά, υπάρχει μία ενδιαφέρουσα τροποποίηση στο πρώτο μέρος του, το οποίο έχει διαμορφωθεί ως εξής:

«Η Ομάδα ΟΥΝΡΑ του Ανοβέρου-Βιννχορέτ έχει την ευχαρίστηση να υπογραμμίσει την πολύτιμη  βοήθεια που έλαβε από τα μέλη της Επιτροπής του Ελληνικού στρατοπέδου 19Α, και κυρίως από τη δεσποινίδα Καρατάσσου και τους κ.κ. Πόταγα, Αλέξανδρο [Αλεξάνδρου(;)] και Διαμαντάκη [Potagas, Alexandros et Diamantakis], για την οργάνωση του στρατοπέδου, την καταγραφή και την κατανομή των προμηθειών.».

Η 8η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία αντικατέστησε, σχεδόν αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, την 84η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ και ανέλαβε αυτή την  ευθύνη για την περιοχή του Ανόβερο. Η πόλη του Ανόβερο είχε καταστραφεί σε ποσοστό 75% και σε αυτήν εξακολουθούσαν να διαμένουν 300.000 Γερμανοί, σε κρίσιμη επισιτιστική κατάσταση. Η 8η ήταν υπεύθυνη για 45.000 εκτοπισμένους [Deplaced Persons - DPs] 22 εθνικοτήτων τοποθετημένους σε 361 «κέντρα συγκέντρωσης», επίσης για 2000 Πολωνούς πρώην αιχμαλώτους πολέμου, καθώς και για 22.000 Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου.

Η Κατερίνα Καρατάσσου, πιθανότατα, κατά το διάστημα από την απελευθέρωσή της μέχρι τον επαναπατρισμό της ευρίσκεται στη βρετανική ζώνη στη περιοχή του Ανόβερο, στην τοποθεσία Springe. Στη φωτογραφία που έχει διασωθεί από εκείνες τις ημέρες, σημειώνει η ίδια: «28/7/45 Hannovero. Στις όχθες του καναλιού που βρίσκεται κοντά στις παράγκες μας.».

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός – Γραφείον Αιχμαλώτων, την 29ην Αυγούστου 1945 βεβαιώνει ότι η Καρατάσσου Αικατερίνη «διετέλεσεν πολιτικός κρατούμενος των Γερμανικών Αρχών Κατοχής» και επέστρεψε στην Αθήνα την προηγούμενη ημέρα, 28ην του μηνός Αυγούστου. Στο ίδιο έγγραφο σημειώνεται ότι η αναφερομένη, αιχμάλωτος από τους Γερμανούς, έλαβε ως βοήθεια από τον Ε.Ε.Σ. φόρεμα και υποδήματα και η σημείωση αυτή σφραγίζεται από την Υπηρεσία Παλιννοστήσεως του Υπουργείου Προνοίας.

Στον ίδιο φάκελο της Κατερίνας υπάρχουν δύο ομάδες εγγράφων [4+6], τα οποία έχουν εκδοθεί κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1946 και τα οποία ήταν απαραίτητα για την έκδοση διαβατηρίου προκειμένου αυτή να μεταβεί, με υποτροφία, για μετεκπαίδευση στην Αμερική. Η αίτηση της και η παροχή σε αυτήν των πιστοποιητικών από τις αρμόδιες υπηρεσίες σημαίνει ότι η ίδια είχε ήδη φροντίσει να «τακτοποιήσει» το θέμα της πολιτικής της στάσεως ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση πιστοποιητικού   κοινωνικών φρονημάτων, εγγράφου απαραίτητου για την έκδοση διαβατηρίου. Στη συνέχεια έγγραφο του υπευθύνου της υπηρεσίας UNRRAScholarship Commitie στην Αθήνα, ενημερώνει την Κατερίνα, ότι δύο μόνον άτομα επιλέγονται  για την μετεκπαίδευσή τους στην Αμερική στον χώρο της γεωπονίας   και <ότι> δεν είναι αυτή μία από τους δύο προκρινομένους υποψηφίους.

Η Κατερίνα κατά το έτος 1949 προσλαμβάνεται στο Κέντρο Σποροπαραγωγής Λαρίσης, στο οποίο εργάζεται ως ημερομίσθιος γεωπόνος μέχρι το τέλος του 1954. Ενδιαμέσως, το έτος 1952, επανέρχεται στο θέμα της μετεκπαιδεύσεως της στην Αμερική και αυτή τη φορά επιτυγχάνει να συμπεριληφθεί «εις τον κατάλογον των ΔΥΟ εκπαιδευθησομένων γεωπόνων δια το cours «βελτιώσεως βοσκών και παραγωγής κτηνοτροφών», όπως την ενημερώνει αρμόδιος γεωπόνος από το γραφείον του εκπροσώπου R. Gist, στην Αθήνα.  Σύμφωνα με το πρόγραμμα επρόκειτο να μεταβεί στο Μισσισσιπή της Πενσυλβανίας. Φαίνεται όμως ότι και αυτή τη φορά δεν θα πραγματοποιήσει το ταξίδι σπουδών στην Αμερική, όπως ήταν η επιθυμία της.

Η Αικατερίνη Καρατάσσου και ο Βάϊος Γαλούσης παντρεύτηκαν, στις 26 Ιουλίου 1953.

Η Κατερίνα, το 1955, μετατίθεται στη Θεσσαλονίκη στην Υπηρεσία Παραγωγικών Έργων Μακεδονίας – ΥΠΕΜ,  ορκίζεται στις 16.1.1957 και μονιμοποιείται στις 11.11.59,  με τον 7ο βαθμό. Από την υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας παραιτείται στις 30- 3- 1977 και συνταξιοδοτείται.

Εικόνα 4: Το έγγραφο της 8ης τεθωρακισμένης ταξιαρχίας με το οποίο εφοδίασαν την Κατερίνα Καρατάσσου οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές κατά την αναχώρησή της από το Vinnhorst και την επιστροφή της στην Ελλάδα.

Δ. Στο φάκελο του Βάϊου Γαλούση  υπάρχουν τα απαραίτητα έγγραφα για την έκδοση αδείας γάμου αξιωματικού, τα αναφερόμενα εις την προίκα και την καλή διαγωγή της μελλούσης συζύγου του. Από αυτά, τα σχετικά με την προίκα έγγραφα εκδόθηκαν και ίσχυσαν, αλλά δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Αντιθέτως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο έγγραφα του φακέλου,  αυτά τα περί των φρονημάτων της Κατερίνας Καρατάσσου.

Στο πρώτο, το Τμήμα Εθν. Ασφαλείας Θεσ/νίκης, εξετάζει το «Ποιόν και [την] διαγωγή της Καρατάσσου Αικατερίνης κατοικούσης εις Λάρισα, γεωπόνου».

Σύμφωνα με την υπηρεσία «Εξηκριβώθησαν περί ταύτης τα ακόλουθα: […]

Κατά τα τέλη της κατοχής παρασυρθείσα …ωργανώθη εις την ΕΠΟΝ…Λαβούσα μέρος εις την υπό των φοιτητών Θεσσαλονίκης  οργανωθείσαν παρέλασιν κατά την εθνικήν εορτήν της 25ης Μαρτίου το έτος 1944 συνελήφθη μετ’ άλλων συμφοιτητών της υπό των Γερμανικών στρατευμάτων και απεστάλη εις Γερμανίαν επανελθούσα το 1945». Μετά την επάνοδό της, σύμφωνα με τη Ασφάλεια, η Κατερίνα διανύει ένα διάστημα κατά το οποίον δεν εκδηλώνει κάποια πολιτική προτίμηση και ως εκ τούτου  δεν συμμετέχει σε οποιαδήποτε κίνηση. Η Κατερίνα, μετά την ομηρία και το Άουσβιτς, διανύει μία περίοδο αποχής από τα κοινά, ενδεχομένως, ένα διάστημα επαναπροσδιορισμού της στάσεώς της. Παρακολουθείται από την  ασφάλεια και με την αυξανόμενη ένταση του εμφυλίου το 1946 εκδηλώνει (ή υποχρεώνεται να εκδηλώσει)  την στάση της: τάσσεται «υπέρ της εθνικόφρονος παρατάξεως». Επί πλέον, η φράση του εγγράφου ότι «δια δηλώσεώς της απεκήρυξε…» σημαίνει ότι δημοσίευσε σε εφημερίδα της πόλεως τη γνωστή «Δήλωση αποκηρύξεως». Το κείμενο του εγγράφου της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης για τις περιπτώσεις της αποκαταστάσεως του κρινομένου, όπως ήταν αυτή της Κατερίνας Καρατάσσου, παρέμεινε, στο σύνολό του,  συμβατικό στη χρήση των λέξεων  καθώς και στην δημιουργία του συνολικού του ύφους. Δυστυχώς, επί του παρόντος, δεν γνωρίζουμε πότε συναντήθηκαν η Κατερίνα και ο Βάϊος και  από πότε συνδέθηκαν με τρόπο ο οποίος τους οδήγησε στο γάμο. Το έγγραφο πάντως της Ασφαλείας κοινοποιείται και στο 594 Τάγμα Πεζικού, στο οποίο υπηρετεί το 1953 ο Βάϊος Γαλούσης. Είναι πιθανόν, η διαδρομή της Κατερίνας μετά το 1945 να υπήρξε με τη θέλησή της τέτοια, ώστε το έγγραφο να την αποτυπώνει, σε γενικές γραμμές, με ακρίβεια.

Στο δεύτερο έγγραφο  το Τμήμα Γεν. Ασφαλείας Λαρίσης, γνωστοποιεί  ότι κατά το διάστημα από τον Αύγουστον 1949 – μέχρι σήμερον [8 Φεβρουαρίου 1953]  « η εν περιλήψει τυγχάνει καλής διαγωγής, ηθικών αρχών, ευσεβής και ενάρετος […] Διάγει φιλησύχως και νομοταγώς.».

Ακολούθως η Κατερίνα θα έχει διπλή ιδιότητα, αυτήν της υπαλλήλου του Υπουργείου Γεωργίας αλλά και της συζύγου αξιωματικού, ο οποίος εξελίσσεται και καταλαμβάνει ανώτερους και ανώτατους στρατιωτικούς βαθμούς.

Μετά την συνταξιοδότησή της η Αικατερίνη Καρατάσσου προβαίνει σε μία πράξη, η οποία επαναφέρει στην επιφάνεια και υπογραμμίζει το διάστημα 1944 - 1945 και τις ημέρες εκείνες της ΕΠΟΝ και της ομηρίας της από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις.

Στις 25-2-86 υποβάλει προς το Γενικόν Λογιστήριον του Κράτους – Δ/νσιν Πολιτικών Συντάξεων την παρακάτω αίτηση : «Υποβάλλω συνημμένα πιστοποιητικόν συμμετοχής μου εις την Εθνικήν Αντίστασιν από του Μαρτίου 1944 έως 28 Αυγούστου 1945. Παρακαλώ όπως ενεργήσετε ό,τι χρειάζεται ίνα αυξηθή αντιστοίχως ο χρόνος συνταξίμου υπηρεσίας μου και η μηνιαία μου σύνταξη…». Η υπηρεσία αναγνωρίζει ότι η αιτούσα «διετέλεσε σε ομηρία από 31 Μαρτίου 1944 μέχρι 28 Αυγούστου 1945» και ως εκ τούτου το διάστημα αυτό προσμετράται στα έτη της  συντάξιμης υπηρεσία της  με αποτέλεσμα την αντίστοιχη αναπροσαρμογή του ποσού της μηνιαίας συντάξεώς της.

Η Κατερίνα συνελήφθηκε και κρατήθηκε επειδή  συμμετείχε στα γεγονότα της 25ης Μαρτίου 1944, της κατ’ εξοχήν εθνικής ημέρας των Ελλήνων. Αυτό για την ίδια (ίσως, ακόμη και για τον Βάϊο), όσο απομακρυνόμαστε από το τέλος του 1945 ολοένα και περισσότερο απομείωνε τη σημασία της πολιτικής εντάξεώς της στην ΕΠΟΝ, η οποία συνέβη  κατά τη διάρκεια της κατοχής. Εντός της σχηματίζεται η καινούργια πραγματικότητα την οποία, πιθανότατα,  συνδιαμορφώνουν τόσο η πατρική της οικογένεια όσο και η σχέση της με τον αξιωματικό Βάϊο Γαλούση. 

Εν τούτοις  δεν αποκλείεται, η αίτηση  για την αναγνώριση της συμμετοχής της στη Εθνική Αντίσταση να υπέκρυπτε στοιχεία υπερηφάνειας, για τη στάση της τότε, και αυτός να ήταν, περισσότερο, ο λόγος υποβολής της αιτήσεως και λιγότερο η δυνατότητα οικονομικής ικανοποιήσεως που της παρείχε ο σχετικός νόμος. Άλλωστε, η Αικατερίνη Καρατάσσου διάβηκε την είσοδο του Άουσβιτς τον Ιούνιο του 1944.


Εικόνα 5: « Τμήμα Εθνικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, Απόρρητος, εν Θεσσαλονίκη τη 27 Μαρτίου 1953 […] Ποιόν και διαγωγή της Καρατάσσου Αικατερίνης […], γεωπόνου».

Ε. Είχα ανεβάσει στο facebook διερευνητικά φωτογραφίες της Κατερίνας και του Βάϊου με τίτλο του συνοδευτικού κειμένου: «Αικατερίνη Καρατάσσου εκ Πολυγύρου Χαλκιδικής: φοιτήτρια της Γεωπονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όμηρος στη Γερμανία των κατοχικών δυνάμεων κατά το διάστημα Μάρτιος 1944 – Αύγουστος 1945». Ο ιστορικός Ιάσων Χανδρινός με σχόλιό του επεσήμανε ότι την Κατερίνα αναφέρει στο βιβλίο της η Βάσω Σταματίου.

Η Βάσω Σταματίου γεννήθηκε στην Αριδαία του νομού Πέλλας και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Στις 28 Μάρτη 1944, σε ηλικία δεκαεννιά χρονών, φοιτήτρια της Νομικής, συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε (με άλλες συγκρατούμενες) από τις φυλακές Παύλου Μελά στη Μπάνιτσα, στρατόπεδο συγκεντρώσεως έξω από το Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας. Το τραίνο που τις μετέφερε είχε αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη την 1 Απριλίου 1944 και μετά από ταξίδι τεσσάρων ημερών, οι γυναίκες – «αξιολύπητα κοριτσάκια που έτρεμαν απ’ την παγωνιά, την πείνα και την αγωνία» – εισέρχονταν στο κτίριο των φυλακών.  Ήταν η αδύναμη Τούλα με «τα πελώρια μάτια», η Χρυσούλα, η Μαργαρίτα, η Μαίρη από τη Καστοριά, η Όλγα, η Δέσποινα από τα Καϊλάρια, η Γλύκα, η Τουλάρα, η χοντρο-Νίκη, η Ευτυχία, η Ελένη,  η Εύα, η Χρυσούλα η Κρητικιά, η Άννα η αδελφή της,  η Μαρίκα και η άλλη, η κυρά- Μαρίκα. Ήταν βεβαίως και η Κατερίνα Καρατάσσου, την οποία οι άλλες αποκαλούσαν Κατίνα, όνομα που η ίδια άκουγε με έντονη δυσαρέσκεια και αποστροφή.

Στη συνέχεια στις 28 Ιούνη 1944 η Βάσω μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς στην Πολωνία και στις 30 Σεπτέμβρη 1944 στο Ράβενσμπουργκ της Γερμανίας. Από κει, στις 27 Οκτώβρη 1944 στο Μπούχενβαλντ - επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη στις 14 Σεπτέμβρη 1945.

Η Βάσω φαίνεται ότι δεν συμπαθούσε την  Κατερίνα, τότε στο στρατόπεδο αλλά και στη συνέχεια μέχρι και την συγγραφή του βιβλίου της. Σύμφωνα με τη Σταματίου η Κατερίνα – Κατίνα την αποκαλεί πάντα  – είχε καταφέρει να υποτάξει τη μικρότερή της συγκρατούμενη Γλύκα και να την εκμεταλλεύεται συστηματικά. Η Βάσω σημειώνει ότι η  Κατερίνα είχε πρόχειρο το κλάμα και για να την υποτιμήσει περισσότερο χρησιμοποιεί τις λέξεις «κλάψες» και «μυξοκλαίγοντας», προκειμένου να περιγράψει τρόπους και αντιδράσεις της τελευταίας. Γράφει ακόμη ότι στην πρώτη ανάκριση, όταν τις συνέλαβαν στη Θεσσαλονίκη, η Βάσω δεν άφησε να κυλήσει ούτε ένα δάκρυ. Θυμάται πως η Κατερίνα της είχε πει στη πρώτη τους συνάντηση, αμέσως μετά τις ανακρίσεις και των δύο: «Γιατί εσένα σε δείρανε; Εμένα μου φέρθηκαν πολύ ευγενικά…». Αργότερα συμπέρανε ότι η Κατερίνα γλύτωσε το ξύλο στην ανάκριση επειδή θα αναλύθηκε σε δάκρυα. Και όπως προσθέτει «Γλύτωσε το ξύλο η Κατίνα τότε. Γλίτωσε και πολλά άλλα, φορτώνοντάς τα στους αδύναμους ώμους της Γλύκας. Δε γλύτωσε, όμως από την ανεξήγητη έχθρα του Ράντοβαν σαν πρώτη δόση και τελικά από την ισοπέδωση του Άουσβιτς».

Στη Μπάνιτσα, μόνιμος στόχος του θηριώδους Ράντοβαν υπήρξε η Κατερίνα «…κάθε φορά που θύμωνε ο Ράντοβαν θα χάριζε…και μια ξυλιά στην Κατίνα, που μυξόκλαιγε ώρες μετά μουρμουρίζοντας: Μα τι του έκανα; Γιατί δε με χωνεύει; Γιατί όλο εμένα χτυπάει; Και πραγματικά, ήταν ακατανόητο, γιατί η Κατίνα και φρόνιμη ήταν και πειθαρχική και δεν προκαλούσε ποτέ τους δυνάστες της.».

Ο Ράντοβαν μπορούσε να «περιποιείται» την Κατερίνα είτε επειδή τον ενοχλούσε η αδυναμία του χαρακτήρα της και οι κατά συρροήν «κλάψες της» είτε, το πιθανότερον, επειδή διέκρινε σε  αυτήν κάτι το στερεόν – μία εσωτερική δύναμη αντοχής και αυτή ήθελε να θρυμματίσει. Πηγαίνοντας πίσω στην αρχή, μοιάζει εκτός πραγματικότητας η ευγένεια των Γερμανών στην ανάκριση της Κατερίνας. Η Βάσω Σταματίου, ίσως, δεν θυμάται τις φράσεις που είχαν ανταλλάξει, αυτή και η Κατερίνα Καρατάσσου, σε κείνες τις συνθήκες κρατούμενες και οι δύο. Εάν η Κατερίνα δεν είχε κρατήσει, επί της ουσίας, την ίδια στάση με αυτήν της Σταματίου – την ίδια και με των άλλων νεαρών γυναικών ομήρων -  όλα θα είχαν τελειώσει με διαφορετικό τρόπο στην ανάκριση, στα γραφεία της Θεσσαλονίκης.

Η ίδια η Βάσω από την αρχή, όταν την συνέλαβαν στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια, στις δύσκολες μέρες στη Μπάνιτσα αλλά και στις αδιανόητες στο Άουσβιτς, έδειξε σε κάθε περίπτωση θαυμαστή αξιοπρέπεια. Βασανίστηκε, υπέφερε, πείνασε,  αρρώστησε, δοκιμάστηκε επανειλημμένως, αλλά δεν λύγισε. Αναρωτήθηκε, γιατί ακόμη να ζει, αλλά συνέχισε να επιμένει και εν τέλει να αντέχει. Πολύ πιθανόν και οι περισσότερες από τις άλλες ομήρους, στις οποίες αναφέρεται στο βιβλίο της η Σταματίου, να βάδισαν σε παρόμοιες  με αυτήν ατραπούς, να αντιμετώπισαν και εκείνες τις πιο σκληρές εξωτερικές πιέσεις – αυτό είναι βέβαιον -  και παραλλήλως τις πιο υπονομευτικές εσωτερικές σκέψεις και επιθυμίες.

«Είκοσι δύο [χριστιανές] Ελληνίδες κι εκατόν ογδόντα πέντε Γιουγκοσλάβες μεταφέρονται με τα βρομερά βαγόνια από το Βελιγράδι στο Άουσβιτς της Πολωνίας» - η 28.6.44  θα είναι η τελευταία νύχτα του ταξιδιού τους. Η Σταματίου περιγράφει σαν θεατρικό αυτή τη νύχτα: θυμάται τα λόγια της κάθε μίας από τις περισσότερες συγκρατούμενες της και καταγράφει τη φρίκη της πραγματικότητας του βαγονιού. Ανάμεσα στις Ελληνίδες και η Κατερίνα – η Κατίνα όπως την αναφέρει -  μοιράζεται και αυτή μαζί με τις άλλες την ανείπωτη φρίκη. Οι δύο τελευταίες φράσεις της που σώζει η Βάσω είναι οι παρακάτω: «Άρχισε να φέγγει… Η ομίχλη διαλύθηκε…Πεδιάδα…» και αμέσως μετά «Σίγουρα η Όλγα έπεσε στη βούτα. Πεδιάδα…Πού να ’μαστε;». Με αυτήν την μικρή φράση η Κατερίνα αναρωτιέται πού να βρίσκονται τέσσαρες μέρες μετά την αναχώρησή τους από την Μπάνιτσα. Και με μία αναφορά στη συνέχεια  της Βάσως για την Κατερίνα, συμπληρώνεται η παρουσία της τελευταίας στο βιβλίο. Είναι η πρώτη μέρα στο Άουσβιτς και όλες οι νεοαφιχθείσες υποχρεώνονται να μείνουν γυμνές και να περάσουν μπροστά από μία σειρά Γερμανών, οι οποίοι (με τη σειρά του ο καθένας) θα καταγράψουν στοιχεία της αρμοδιότητά τους, τα οποία αφορούν τις νέες γυναίκες ομήρους.

Στη συνέχεια αυτές, πάντα γυμνές, θα περνούσαν σε άλλο δωμάτιο στα χέρια μιας Πολωνής που είχε τον ρόλο του κουρέα. Και η Βάσω συμπληρώνει: «Εγώ και η Ελένη είχαμε τα ομορφότερα μαλλιά απ΄ όλες τις Ελληνίδες, Είχε βέβαια και η Κατίνα [Κατερίνα] τις περιποιημένες μαύρες μπούκλες της αλλά τα δικά μου ξανθόχρυσα κυμματιστά μαλλιά, σα φωτοστέφανο στην άσπρη επιδερμίδα, ήταν κάτι άλλο.». Σειρά είχε μία παρωδία μπάνιου και ακόμη, σε μία άλλη αίθουσα, «ένα πιο ειδικό κούρεμα».  Και σε μία μεγάλη αίθουσα μία γερμανίδα, με βοηθούς δύο εύσωμες Πολωνές, κεντούσε στον αριστερό βραχίονα της κάθε γυναίκας ομήρου τον προσωπικό της αριθμό. Τέλος, αν υπήρχε τέλος της ημέρας στο Άουσβιτς, έφτασε  η ώρα οι γυμνές νέες να ντυθούν, μια διαδικασία η οποία εκτυλίσσεται  με δραματικό τρόπο για όλες αυτές. Είχε αρχίσει η μαρτυρική ζωή τους στο Άουσβιτς. Από την πρώτη μέρα η Βάσω Σταματίου είχε καταλάβει «Το καταπληκτικό σχέδιο διαγραφής ανθρώπινης υπόστασης» καθώς «μέσα σε δέκα μόλις ώρες το ον άλλαζε, γινόταν ζώο κι από ζώο μεταμορφωνόταν σε πράμα». Η Βάσω θα μείνει στο Άουσβιτς τρεις ολόκληρους μήνες πριν μεταφερθεί στο Ράβενσμπουργκ και στη συνέχεια στο Μπούχενβαλντ. Στο Άουσβιτς η Βάσω είναι στο ίδιο μπλοκ με μερικές από τις 22 ελληνίδες χριστιανές – την Μαργαρίτα, την Τούλα, την Μαίρη κ.ά. -  αλλά δεν είδε, όσο έμεινε στο στρατόπεδο, την Κατερίνα και την Γλύκα, οι οποίες ήταν σε διαφορετικό μπλοκ.

Ο Νέστορας Καββαδάς, ο γιος μου, εντόπισε και μου έστειλε ένα ενδιαφέρον έγγραφο από τα Arolsen Αρχεία. Πρόκειται για μία σελίδα από την κατάσταση των γυναικών οι οποίες φαίνεται ότι μετακινήθηκαν από το Άουσβιτς στις 29 Οκτωβρίου 1944 προς κάποιο άλλο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ανάμεσα  σε αυτές και η Κατερίνα - επομένως, η Κατερίνα Καρατάσσου έμεινε 4 ολόκληρους μήνες στο Άουσβιτς. Στο ίδιο έγγραφο σημειώνεται και ο ατομικός αριθμός, ο  ανεξίτηλα χαραγμένος στο χέρι της,  και αυτός είναι ο αριθμός 80169. 

Το βιβλίο της Βάσως Σταματίου  «βαρούμ? γιατί; Μια Ελληνίδα στο Άουσβιτς» είναι βιβλίο με διπλή ιδιότητα. Σε αυτό αποτυπώνεται η ανείπωτη πραγματικότητα των συμβάντων στις φυλακές και στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στα οποία αναφέρεται – η πιο σκληρή πραγματικότητα που μπορεί να αντέξει (ακόμα και να  μάθει)  άνθρωπος – γραμμένη με εξαιρετικό τρόπο από γυναίκα κρατούμενη. Με άλλα λόγια είναι ιστορία με ένθετα τμήματα πολύ καλής λογοτεχνίας. Ακόμη, είναι ένα σκληρό και, κατά τμήματα, εξόχως τολμηρό βιβλίο. 

Το βιβλίο της Βάσως Σταματίου συμπληρώνεται με ένα δικό της ποίημα γραμμένο το 1946 με τίτλο Gracia Krenyi – είναι το όνομα μιας εβραίας ποιήτριας από τη Βουδαπέστη, μιας ηλιαχτίδας που φώτισε τις τελευταίες πέντε μέρες της Βάσως, πριν αυτή μεταφερθεί από το στρατόπεδο του Άουσβιτς. Με τρεις στίχους από το ποίημα, κλείνει και το παρόν κείμενο για την Κατερίνα Καρατάσσου.

«Στις τεντωμένες φλέβες μας ακροβατούσε η απορία

Άνοιξη σταφιδιασμένη σημάδευε το κοχύλι του στήθους

Κι έσταζε χλωροφύλλη κι υπνωτικό στο κοριτσίστικο αίμα.»

 

                                          Βλυχό-Λευκάδος, Πάσχα 2024. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου