Memorandum to the descendants of Georgios Seremetis, Mayor of Thessaloniki (1943-1944), about his life and works
Το παρόν υπόμνημα, με αντικείμενο τη μελέτη του βίου και των έργων του Γεωργίου Σερεμέτη, δημάρχου Θεσσαλονίκης 1943-1944, απευθύνεται στις οικογένειες των απογόνων του Γεωργίου Σερεμέτη και συντάχθηκε από τον ιστορικό Αντώνη Γώδη στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο 2017. Αναδημοσιεύεται εδώ με την άδεια του Γιώργου Σερεμέτη, εγγονού του βιογραφούμενου.
Γεώργιος Σερεμέτης |
Η είδηση αναμεταδόθηκε ευρέως σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, σχεδόν πάντοτε συνοδευόμενη από τη λέξη «δωσίλογος», και αναπαράχθηκε αυτούσια δεκάδες φορές από μικρότερα ιστολόγια και ιστοτόπους:
«Η δημοτική κίνηση ‘Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη’, σε μια συμβολική κίνηση αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας στην πόλη [...] με αφορμή την επέτειο για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τα ναζιστικά στρατεύματα aποκαθήλωσε τα πορτρέτα των δωσίλογων δημάρχων Κ. Μερκουρίου και Γ. Σερεμέτη [...]»1.
Η συνεχής αναπαραγωγή της είδησης της αποκαθήλωσης στον Τύπο και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης φανέρωσε ίσως την έκταση της αποδοχής της εντυπωσιακής ενέργειας του κ. Τ. Μηταφίδη από ένα μέρος της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Η είδηση, εξάλλου, φαίνεται πως ενεργοποίησε και ορισμένα μέλη της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.2 Προκάλεσε όμως αντιδράσεις από ιστορικούς. «Με ποια στοιχεία ο Μερκουρίου και ο Σερεμέτης κατηγορούνται για δωσιλογισμό;», διερωτήθηκε ο Στράτος Δορδανάς, Επίκουρος Καθηγητής της Νεότερης και Σύγχρονης Ευρωπαϊκής και Βαλκανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. «Γιατί οι δοτοί δήμαρχοι Θεσσαλονίκης ήταν δωσίλογοι;»3
Η εύστοχη αυτή ερώτηση αποτέλεσε τη βάση για την συγγραφή του παρόντος υπομνήματος. Η ιστορική έρευνα έχει ως αφετηρία τα στοιχεία, τα έγγραφα και τις τεκμηριωμένες μαρτυρίες, ενώ η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων οφείλει να είναι καρπός μελέτης τους.
Στις 12 Απριλίου 2014 οι οικογένειες των απογόνων του Γεωργίου Σερεμέτη αντιμετώπισαν μια ετυμηγορία είδους λαϊκής δίκης, χωρίς μάρτυρες και δικαστές, και, έκτοτε, τη σιωπηλή αποδοκιμασία όλων όσοι άκριτα την αποδέχθηκαν. Τίποτα από όσα είχαν γραφτεί, δεκαετίες τώρα, για τον παππού και προπάππο τους, Γεώργιο Σερεμέτη, τίποτα από όσα γνώριζαν από οικογενειακές μαρτυρίες, τίποτα από όσα μαρτυρούσαν τα έγγραφα της εποχής που είχαν στο αρχείο του, τίποτα από όσα είχαν γραφτεί σε εφημερίδες της εποχής ή σε μεταπολεμικές μαρτυρίες αντιστασιακών δεν φαινόταν να δικαιολογεί μια τέτοια «αποκαθήλωση». Ποιος ήταν, εν τέλει, ο παππούς τους; Μήπως η σκοτεινή περίοδος της Κατοχής κρατούσε ακόμη κρυμμένα μυστικά; Μήπως ο «δικός τους» άνθρωπος ήταν άνθρωπος των κατακτητών, άνθρωπος των «άλλων»; Σε μια πόλη που δεν έχει ακόμη θελήσει να γνωρίσει το παρελθόν της τίποτα δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Για την οικογένεια Σερεμέτη, περισσότερο από όλους τους Θεσσαλονικείς, η έρευνα αυτή ήταν επιβεβλημένη.
Απευθυνόμενοι στον συγγραφέα αυτής της μελέτης, οι απόγονοι του Γεωργίου Σερεμέτη ζήτησαν απαντήσεις χωρίς να θέσουν όρους. Θα μπορούσε όμως ο συγγραφέας να τις δώσει; Θα μπορούσε να ξεχάσει τους συγγενικούς δεσμούς του με την οικογένεια Σερεμέτη4 , να εντοπίσει, να μελετήσει και να ερμηνεύσει τα νέα και παλαιά στοιχεία, χωρίς προκαταλήψεις, όπως η ιστορική επιστήμη στην οποία εκπαιδεύτηκε επιτάσσει; Κριτής ας είναι ο αναγνώστης.
Γενεαλογικές πληροφορίες για τον πρώην Δήμαρχο αντλούνται κυρίως από τις πολλές δημοσιεύσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, τον οποίο ο Γεώργιος Σερεμέτης υπηρέτησε από το 1914 ως το 1943.
Ο Γεώργιος Σερεμέτης γεννήθηκε στη Σκαμνιά Ολύμπου το 1879 ή το 1880. Μετά την προσάρτηση της τουρκοκρατούμενης ως τότε Θεσσαλίας στην Ελλάδα, το 1881, η οικογένειά του κατέφυγε στη Λάρισα, καθώς το χωριό τους παρέμενε εντός της οθωμανικής επικράτειας. Εκεί ολοκλήρωσε τις βασικές και τις γυμνασιακές του σπουδές. Στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1902. Σύμφωνα με ιδιόχειρο βιογραφικό σημείωμα του υιού του, Δημήτριου Σερεμέτη, ο Γεώργιος Σερεμέτης ορκίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο της Λάρισας στις 12 Ιουνίου 1903 και προήχθη στο Εφετείο Λάρισας στις 4 Ιανουαρίου 1908. Στις 13 Δεκεμβρίου 1914 μετατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Στο μεταξύ πήρε μέρος στους δύο βαλκανικούς πολέμους ως δεκανέας5.
Όπως μαρτυρεί απόδειξη για παραλαβή γραμματίων που βρέθηκε στο αρχείο του, τουλάχιστον από το 1916 ο Γεώργιος Σερεμέτης διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον επιφανή ηγέτη της μουσουλμανικής κοινότητας6 , δικηγόρο, πολιτευτή και δήμαρχο Θεσσαλονίκης (τα έτη 1907 και 1910) Ιτσχάκ Τεβφήκ και τον Σ. Πατσουρίδου.
Τα ονόματα των πελατών του δικηγορικού γραφείου «Ιτσχάκ Τεβφήκ, Γ. Σερεμέτη και Σ. Πατσουρίδου» σώζονται ως τις ημέρες μας, καθώς στο αρχείο του Γ. Σερεμέτη βρέθηκε το «Ημερολόγιο» του γραφείου από το 1916 ως το 1947, ένας πραγματικός θησαυρός για την ιστορία της δικαιοσύνης της πόλης και των υποθέσεων που απασχόλησαν τους κατοίκους της. Μεταξύ των ονομάτων αυτών συγκαταλέγονται οι γνωστότερες χριστιανικές, εβραϊκές και μουσουλμανικές επιχειρήσεις και άλλα ονόματα οικογενειών της εποχής, ένα καλειδοσκόπιο υποθέσεων, που φανερώνει την ανεξιθρησκεία της αντιδικίας σε μια πόλη κατά βάση κοσμική και εμπορική. Οι υποθέσεις αφορούσαν σε αντιδικίες Χριστιανών κατά Χριστιανών, Μουσουλμάνων κατά Εβραίων, Εβραίων κατά Εβραίων, Χριστιανών κατά Εβραίων, Μουσουλμάνων κατά Χριστιανών, Εβραίων κατά Χριστιανών, Μουσουλμάνων κατά Καθολικών, κ.ο.κ, στην πραγματικότητα όμως πολιτών κατά πολιτών που συμβίωναν σε μια πολυπολιτισμική πόλη και υπάγονταν στους νόμους και στους κανόνες της. Η καταγωγή ή το θρήσκευμα των πελατών του δικηγορικού γραφείου «Ιτσχάκ Τεβφήκ, Γ. Σερεμέτη και Σ. Πατσουρίδου» δεν φαίνεται να αποτελούσε κριτήριο ανάληψης ή όχι της υπόθεσής τους.
Ενδεικτικά, «Μεχμέτ Ζία Αβδουραχμάν κατά Ισάκ Μισραχή», «Ματαράσο Αβραάμ κατά Νέστορος Παπαδημοπούλου», «Μόλχο Σαούλ κατά Σαούλ Καλλή», «Μουχεσδίν Ταχσίν Βέης κατά Ιωσήφ Πλέϊμπερ», «Μητσοπούλου Αλεξ. κατά Αλεξ. Ναούμ», «Μαλλάχ Αρών κατά Τάκη Φυσικοπούλου»
Ο Γεώργιος Σερεμέτης νυμφεύθηκε την Καλλιόπη (Πόπη) Κωνσταντίνου Τάττη στις 21 Οκτωβρίου 1921 (o Κωνσταντίνος Τάττης, προέδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Ανδρών Θεσσαλονίκης από το 1892 ως το 1894 και από το 1914 ως το 1926, ήταν υιός του δημογέροντα Στεφάνου Τάττη, επίσης προέδρου της Φιλοπτώχου Αδελφότητας το 1873 και τα έτη 1886-1890, και εγγονός του Φιλικού Κωνσταντίνου Παν. Τάττη). Με την Καλλιόπη Τάττη ο Γεώργιος Σερεμέτης απέκτησε δύο γιούς, τον Δημήτριο και τον Μιχαήλ.
Από 1914 ως το 1922 ο Γεώργιος Σερεμέτης υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, από το 1922 ως το 1926 Γενικός Γραμματέας του και από το 1926 ως το 1943 Πρόεδρός του, εκλεγόμενος αδιάλειπτα με την υποστήριξη όλων των παρατάξεων. Το 1927, δηλαδή μόλις στο δεύτερο χρόνο της προεδρίας του, συνέλαβε την ιδέα της οργάνωσης Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων, το οποίο τελικώς ιδρύθηκε το 1929. Υπήρξε το πρώτο Ταμείο δικηγόρων στην Ελλάδα7.
Την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή από το 1926 ως το 1931 συναντούμε τον Γεώργιο Σερεμέτη ως μέλος της Ανωτέρας Ενοριακής Αντιπροσωπείας8 , δωρητή σε έρανο υπό την Προεδρία του Μητροπολίτη Γενναδίου για την Αεροπορική Άμυνα9 , υπογράφων ψήφισμα "δια τας βιαιοπραγίας των Βρεταννών κατά του λαού της ηρωϊκής Κύπρου"10 και Επίτροπο του Παπάφειου Ορφανοτροφείου και του Θεαγενείου Νοσοκομείου.11
Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας στην προεδρία του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ο Γεώργιος Σερεμέτης ήταν ήδη όχι απλώς ένας καταξιωμένος δικηγόρος αλλά ένας ενεργός, κοινωνικά ευαισθητοποιημένος και επιφανής πολίτης. Επί προεδρίας του, ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης εξέδωσε ψήφισμα διαμαρτυρίας για τα βίαια γεγονότα κατά των απεργών καπνεργατών και τις παράνομες συλλήψεις του Μαΐου 1936, μεταξύ αυτών και δικηγόρων, μελών του Συλλόγου.12
Στις 27 Ιουλίου 1936, δηλαδή οκτώ ημέρες πριν από την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ο Γεώργιος Σερεμέτης υπέγραψε διακήρυξη της Ενώσεως υπέρ των Ελευθεριών του Ανθρώπου και του Πολίτου, μαζί με τους Κωστή Παλαμά, Γρηγόριο Ξενόπουλο, Στρατή Μυριβήλη, Γεώργιο Θεοτοκά, Αιμίλιο Βεάκη, Θεόδωρο Συναδινό και άλλες πνευματικές μορφές της εποχής.13
Η τρίτη σελίδα της εφημερίδας Δημοκράτης που παρουσιάζει το σχετικό θέμα
Η υπογραφή του Γεωργίου Σερεμέτη εμφανίζεται πρώτη στη δεξιά στήλη
Από ένα απόσπασμα της τριμηνιαίας περιοδικής έκδοσης του Δικηγορικού Συλλόγου «Ενώπιον» διαβάζουμε για τη δράση του εκείνη την περίοδο:
«Μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου ασχολήθηκε συχνά με τα παράπονα των οικογενειών και τις αιτήσεις πολλών τότε συναδέλφων (Π. Μικρομάστορα, Α. Μονσάν και Ι. Τζεβελέκη), οι οποίοι είχαν έκδηλα αντιδράσει στο καθεστώς και εκτοπίστηκαν με διοικητικά μέτρα. Μεταξύ των εκτοπισθέντων υπήρξε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης (1916-1917 & 1929-1930) και εκ των ιδρυτών του Συλλόγου, Δημήτριος Δίγκας. Έγιναν πολλά διαβήματα από μέρους του προέδρου Γ. Σερεμέτη και του Διοικητικού Συμβουλίου προς τον τότε Γ. Διοικητή Μακεδονίας Γ. Κυρίμη και προς τον Στρατιωτικό Διοικητή».14
Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941 βρήκε τον Γεώργιο Σερεμέτη στην κεφαλή ενός εκ των κορυφαίων φορέων της πόλης. Ανεξαρτήτως των πολιτικών του πεποιθήσεων ή πατριωτικού του φρονήματος όφειλε, ως δημόσιος λειτουργός, να ενημερωθεί για τον τρόπο που θα συνέχιζε να λειτουργεί η Δικαιοσύνη στην πόλη, υπό γερμανική, πλέον, κατοχή. Η συνάντηση τριών ανδρών (Προέδρου Εφετών κ. Ζήλο, Εισαγγελέα Εφετών κ. Αλεξανδρόπουλο και Πρόεδρο Δικηγορικού Συλλόγου κ. Σερεμέτη) με τον Διοικητή του Γερμανικού Στρατού δεν έγινε εν κρυπτώ ή για ίδιο όφελος, αλλά ανακοινώθηκε με επίσημο έγγραφο του Προέδρου Γεωργίου Σερεμέτη προς τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου.
Γράφει ο Χρήστος Καββαδάς στο ιστολόγιό του (palaiabiblia.blogspot.gr):
Όπως φαίνεται από το Σχέδιον του εγγράφου 3, την 10ην Απριλίου 194115 , μόλις την επομένη της εισόδου των Γερμανών στην Θεσσαλονίκη, τρεις άνδρες - οι επικεφαλής αντιστοίχων θεσμικών υπηρεσιών και οργάνων στον χώρο της Δικαιοσύνης - επισκέπτονται τον Διοικητή του Γερμανικού Στρατού «ίνα τον χαιρετήσωσι». Ο Διοικητής τους ανακοίνωσε, ότι επιθυμεί να συνεχίσουν τα Δικαστήρια την λειτουργία τους «όπως και πρότερον». Εν συνεχεία, ο ένας εξ αυτών, ο Πρόεδρος του Δ. Σ. Θ. ενημερώνει τους δικηγόρους – μέλη του Συλλόγου – ότι η λειτουργία της Δικαιοσύνης συνεχίζεται «όπως και πρότερον» και τα «Δικαστήρια θέλουν ακολουθώσι τας εργασίας των ανελλιπώς». Το γεγονός της υπάρξεως τέτοιας μορφής σχέσεων, απολύτως υποχρεωτικών στην ουσία τους, μεταξύ των υπευθύνων της ελληνικής πολιτείας και των αρμοδίων των κατοχικών δυνάμεων, από μόνες τους, δεν συνιστούν οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας μεταξύ των συμμετασχόντων σε αυτές. Συνέβησαν σε όλες τις κατεχόμενες χώρες - δημιουργήθηκαν παντού [και στην Ελλάδα] επαφές μεταξύ των υπευθύνων των δύο πλευρών [κατακτητές – κατακτημένοι] σε όλα τα επίπεδα εξουσίας και στους δύο χώρους της: τον στρατιωτικό και τον πολιτικό.16
Εξάλλου, η πρώτη επαφή με τον διοικητή των τεθωρακισμένων τμημάτων του γερμανικού στρατού ταξίαρχο Βέρστ, εκπρόσωπο του αρχηγού των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής Φον Λίστ, που εισήλθαν στην πόλη είχε ήδη γίνει την αμέσως προηγούμενη ημέρα από εκπροσώπους των αρχών της πόλης που συγκροτήθηκαν σε επιτροπή αποτελούμενη από τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μερκουρίου, τον μητροπολίτη Γεννάδιο, τον στρατιωτικό διοικητή Νικόλαο Ραγκαβή, τον υπασπιστή της στρατιωτικής διοικήσεως Παπακωνσταντίνου, τον αστυνομικό διευθυντή Παπαργύρη και τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Περικλή Βιζουκίδη.17
Ο επίσημος, θεσμικός ρόλος του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Σερεμέτη και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν18 δεν τον εμπόδισαν να συμμετάσχει σε δράσεις που είναι λιγότερο γνωστές, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες του εξίσου έγκριτου δικηγόρου υιού του, Δημητρίου Σερεμέτη (1922-2014), διδάκτορα νομικής.
Έγραψε, λοιπόν, ο Δημήτριος Σερεμέτης σε επιστολή του (16 Νοεμβρίου 1979) προς τον κ. Ευάγγελο Γιαννόπουλο, τότε Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για τον πατέρα του Γεώργιο Σερεμέτη: «Στους πρώτους μήνες της Κατοχής, με τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, τον Υπουργό Δ. Δίγκα κ.α. ίδρυσαν μια μικρή αντιστασιακή ομάδα, ιδίως φιλανθρωπικού-εθνικού σκοπού, για προστασία του λαού από τους Βουλγάρους (τους «Φίλους του Λαού» (sic)19 ) και τελικά κατόρθωσε κατά την αποχώρηση των εχθρικών στρατευμάτων μαζί με τον Μητροπολίτη, ως Δήμαρχος, να αποτρέψει ανατινάξεις και καταστροφές, ιδίως του λιμανιού και να διασφαλίσει την τάξη σε επαφή με τις ανταρτικές οργανώσεις».
Tο Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια Δ.Σ.Θ. 1914-2014 αναφέρει μια άλλη, άγνωστη ως τότε υπόθεση:
[...] με έγγραφό του στις 13-7-1942, στην προσπάθειά του να σώσει Εβραίους συναδέλφους, ο Δικηγορικός Σύλλογος επί προεδρίας Γ. Σερεμέτη, ζήτησε από τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας να επέμβει στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές για να εξαιρέσουν από την πολιτική επιστράτευση των Ισραηλιτών της πόλης επτά δικηγόρους, ενώ συνεχίζονταν από τους Γερμανούς η καταγραφή των Εβραίων αρρένων ηλικίας από 18 έως 45 ετών, με την αιτιολογία ότι ως δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και ως διανοούμενοι, δεν μπορούσαν να επιδοθούν σε έργα που απαιτούσαν σωματική καταβολή, ενώ τονίσθηκε και το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ήταν απαραίτητοι τόσο για την εφαρμογή των νόμων και κανονισμών της Ισραηλιτικής Κοινότητας, όσο και για την εφαρμογή του διέποντα τους Ισραηλίτες νόμου στα ελληνικά δικαστήρια. Το εν λόγω έγγραφο ανέφερε δε ότι άπαντες επιστρατεύτηκαν στον ελληνικό στρατό κατά τον τελευταίο πόλεμο, ένας δε εξ αυτών (ο Ηλίας Καμχή) είχε και αδελφό που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Το έγγραφο, το οποίο φέρει την υπογραφή του Προέδρου Γ. Σερεμέτη και του Γεν. Γραμματέα Θ. Βαζάκα, αποτελεί αφενός τίτλο τιμής για τους υπογράψαντες αυτές τις σκληρές ημέρες τέτοιο κείμενο, αφετέρου για το Σύλλογο, ενώ παράλληλα με το έγγραφο αυτό αποδίδεται στους επτά αναφερόμενους Εβραίους δικηγόρους η τιμή την οποία αυτοί δικαιούνταν για τη συμμετοχή τους στον υπέρ της πατρίδας αγώνα.»20
Το πρωτότυπο έγγραφο ανάρτησε στο ιστολόγιό του (http://palaiabiblia.blogspot.gr/2014_11_01_archive.html) ο Χρήστος Καββαδάς (μεταγραφή στην υποσημείωση21 ):
Στα μέσα του 1942, όταν οι νεκροί από την πείνα στη Θεσσαλονίκη γέμιζαν τους δρόμους22 και οι εκτελέσεις αγωνιστών από τα στρατεύματα Κατοχής διαδέχονταν η μία την άλλη, ήταν πλέον σαφές ότι η Προκήρυξις του Δημάρχου Θεσσαλονίκης Κ. Μερκουρίου την ημέρα της παράδοσης της πόλης της Θεσσαλονίκης στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές με την οποία εκφραζόταν η πεποίθηση ότι «[ο] Λαός της Θεσσαλονίκης έστω βέβαιος πως τιθέμενος υπό την προστασίαν ενός Έθνους γενναίου και ευγενούς ουδέν έχει να φοβηθεί» διότι ο Στρατός της Γερμανίας «από της πρώτης στιγμής της εισόδου του εις την πόλιν ετήρησεν έναντι ημών στάσιν γενναιόφρονα και ιπποτική» ουδεμία σχέση είχε με όσα βίωνε πλέον ο πληθυσμός της πόλης.
Προκήρυξις Δημάρχου Θεσσαλονίκης Κ. Μερκουρίου, 9/4/1941
Αγνοεί ο συγγραφέας κατά πόσον ο 63χρονος νομικός Γ. Σερεμέτης αντιλαμβανόταν στα μέσα του 1942 το τεράστιο πλέον χάσμα που υπήρχε μεταξύ του πραγματικού προσώπου του κατακτητή23 και των ευρωπαϊκών αρχών ιπποτισμού, δικαιοσύνης και δικαίου του πολέμου24 με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ο ίδιος και η γενιά των μορφωμένων συναδέλφων του. Ίσως όμως δεν είναι τυχαίο ότι στις 8 Ιουνίου 1942, σε μια ακόμη προσπάθειά του, ως Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, να γλυτώσει κι άλλους συναδέλφους του από τη γερμανική μέγγενη, έκανε μεν ακόμη αναφορά στο Δίκαιον, στο οποίο ίσως ακόμη πίστευε, αλλά διέγραφε στο προσχέδιο της επιστολής την φράση (που άλλοτε θα ήταν αυτονόητη σε ένα κράτος δικαίου) «η Γερμανική Δικαιοσύνη ισταμένη υπεράνω όλων, θέλει αποδώσει αυτοίς το δίκαιον».
Το περιστατικό αναρτάται από τον Χρήστο Καββαδά στο ιστολόγιό του και παρατίθεται αυτούσιο (επισημάνσεις του συγγραφέα του παρόντος υπομνήματος):
Αριθ. 324 Εν Θεσσαλονίκη τη 8 Ιουνίου 1942
Προς Τον Κον Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν Μακεδονίας
Ενταύθα
Έχομε την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι οι Δικηγόροι Θεσσαλονίκης μετά συγκινήσεως επληροφορήθησαν την σύλληψιν υπό των Γερμανικών αρχών Κατοχής των συναδέλφων αυτών κ.κ. Ιω. Λαδά, Δημ. Σκούρα και Απ. Παπαχρήστου. Διότι οι Δικηγόροι ούτοι θεωρούνται ως εκ των μάλλον νομιμοφρόνων και συντηρητικών στοιχείων και εχθροί του κομμουνισμού. Εκ τούτων ο κ. Ιω. Λαδάς διακεκριμένος δικηγόρος σεμνός το ήθος και χρηστός τον χαρακτήρα τυγχάνει και αντιπρόεδρος του ημετέρου Συλλόγου από πολλών ετών. Ο κ. Δ. Σκούρας εκ των επιλέκτων επίσης και αρχαιοτέρων Δικηγόρων ουδέποτε έδωσε αφορμήν εις το να τω αποδοθή η ενέργεια οιασδήποτε πράξεως αντικανονικής και αντιπειθαρχικής, ο δε Απ. Παπαχρήστος εκ των νεωτέρων Δικηγόρων εκτιμάται δια το σεμνόν του ήθους και την μειλίχιον συμπεριφοράν του είναι δε από ετών πολλών εσωτερικός Δικηγόρος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος.
Δι ό παρακαλούμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι προβείτε εις τας κατά την κρίσιν υμών ενεργείας όπως αποδοθή αυτοίς το Δίκαιον.
Κατ΄εντολήν του Διοικητικού Συμβουλίου
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματεύς
Γ. Σερεμέτης Θ. Βαζάκας
Σημείωση.
Στο περιθώριο δεξιά, υπάρχει το παρακάτω κείμενο το οποίον προστέθηκε μετά την λέξη “Ελλάδος” της προτελευταίας παραγράφου, αλλά εν συνεχεία το διέγραψε ο συντάκτης του σχεδίου:
«αγνοούντες τα αίτια της συλλήψεως αυτών, άτινα ενδεχομένως να προέρχωνται εκ σκευωριών διαφόρων εχθρών των, έχοντες πεποίθησιν… ότι η Γερμανική Δικαιοσύνη ισταμένη υπεράνω όλων, θέλει αποδώσει αυτοίς το δίκαιον».
[κάτω αριστερά υπογράφουν τα μέλη του Συλλόγου: Γεώργιος Σερεμέτης, Γεώργιος Αυγερινός, Θεοδ. Βαζάκας, Χριστόδουλος Κωφός, Νικόλαος Κούμπαρης και Σαούλ Μωϋσής]
Τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την απόλυση του Κωνσταντίνου Μερκουρίου από τον Υπουργό των Εσωτερικών Ταβουλάρη στις 27 Ιανουαρίου 1943 από τη θέση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης25 , και τον διορισμό του Γεωργίου Σερεμέτη στη θέση αυτή στις 24 Φεβρουαρίου 194326 δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν με βεβαιότητα, καθώς δεν έχει βρεθεί σχετικό αρχειακό υλικό.
Ωστόσο, μια πράξη διορισμού όπως η παραπάνω δεν μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα της σημερινής εποχής (όπου οι δημοτικοί άρχοντες εκλέγονται με έκφραση της ελεύθερης βούλησης των δημοτών) και να θεωρηθεί πράξη δημοκρατικής εκτροπής ή ακόμη περισσότερο, πράξη που εξυπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα ή σκοτεινές δυνάμεις. Όπως αναφέρει ο Περ. Αγγελόπουλος στο βιβλίο του Πολιτική Διοίκησις εις την Β. Ελλάδα, 1912-1965, ήδη από το 1937 οι δήμαρχοι και τα δημοτικά συμβούλια διορίζονταν από την κυβέρνηση. Του διορισμού του Γ. Σερεμέτη είχαν προηγηθεί οι διορισμοί των Κ. Αγγελάκη, Α. Καλλιδόπουλου, Π. Συνδίκα, Γ. Ζαρούκα, Α. Κοσμόπουλου και Κ. Μερκουρίου27 .
Γράφει ο αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ναούμ Μπαμπατάκας στο νομικό περιοδικό Αρμενόπουλος για την περίοδο που αναζητούνταν αντικαταστάτης του Κ. Μερκουρίου για τη θέση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης28 :
«Ανεζητείτο αγωνιωδώς από τον λαό της πόλεως η προσωπικότητα εκείνη, της οποίας η εθνική συνείδηση, η ακεραιότητα, το θάρρος, η αυταπάρνηση και η κοινωνική ακτινοβολία θα επέβαλλαν τη συσπείρωση και την αναγνώριση όλων εις το αυτό πρόσωπο.
Συνήλθαν τότε, υπό την Προεδρία του γενναίου Μητροπολίτου Γενναδίου, οι εκπρόσωποι του παλαιού πολιτικού κόσμου, των επιστημονικών συλλόγων, των εμποροβιομηχανικών οργανώσεων, των επαγγελματικών τάξεων και της εθνικής αντιστάσεως και επέλεξαν τον Γεώργιο Σερεμέτη ως άξιο κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες για την επιβίωση του Έθνους, να καταλάβει τον δημαρχιακό θώκο.»29
Το ίδιο περιστατικό περιγράφεται, με περισσότερα στοιχεία, και σε μεταγενέστερη έκδοση του Δικηγορικού Συλλόγου, στο περιοδικό Ενώπιον, τ. 21 (2001):
«Παρέρχονταν όμως οι μέρες, εβδομάδες, και δεν γινόταν η αναπλήρωση αυτή, ακριβώς γιατί δεν βρισκόταν η προσωπικότητα εκείνη που θα αποδεχόταν να θυσιαστεί για την πόλη, ριψοκινδυνεύοντας κατά την άσκηση των Δημαρχιακών καθηκόντων κάτω από το σκληρό μάτι των γερμανικών Αρχών κατοχής.
Κάποτε αυτές διαβίβασαν αυστηρό μήνυμα στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης και την Μητρόπολη, αξιώνοντας να συμπληρωθεί το κενό μέσα σε τρεις ημέρες, για λόγους ευταξίας, απειλώντας διαφορετικά ότι δεν θα δίσταζαν να διορίσουν Βούλγαρο Δήμαρχο.30 Η απειλή σήμανε εθνικό συναγερμό και προκάλεσε συσπείρωση των Ελλήνων, που με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Γεννάδιο και εκπροσώπους του παλιού πολιτικού κόσμου (Δ. Δίγκας, Μ. Πατρίκιος κ.λπ.), του Δικηγορικού, Ιατρικού, κ.λπ. Συλλόγων, του εμπορικού κόσμου και την επικοινωνία εκπροσώπων της Εθνικής αντίστασης (Π. Καλλιδόπουλο, καθηγ. Καββάδα, γιατρό Καραμαούνα κ.λπ.) υπέδειξαν στη συνέχεια χωρίς δισταγμό ως Δήμαρχο Θεσσαλονίκης τον επί πολλά χρόνια (από το 1922) Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Γεώργιο Δ. Σερεμέτη, γιατί ήταν γνωστή η ακεραιότητά του, το θάρρος, το ακμαίο εθνικό φρόνημα και η φλεγματικότητα που τον χαρακτήριζαν.
Αυτός κατανοώντας την τραγικότητα των στιγμών, αποδέχθηκε στωικά την επιλογή αυτή, που ουσιαστικά αποτελούσε 'στράτευση' για εθνικούς λόγους».
Ο διορισμός του Γ. Σερεμέτη καταγράφηκε στη δωσιλογική εφημερίδα Νέα Ευρώπη της Θεσσαλονίκης, με τον συντάκτη της είδησης να παραπέμπει σε αγαστή συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων, με στόχο την προαγωγή των συμφερόντων του Δήμου Θεσσαλονίκης, χωρίς αναφορά, όπως είναι αναμενόμενο, στις δραματικές διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν του διορισμού του νέου δημάρχου.
Εφημερίδα Νέα Ευρώπη, Φεβρουάριος 1943 (Ιστορικό και Συλλεκτικό Αρχείο Θεσσαλονίκης Μάνου Μαλαμίδη)
Ομοίως καμία αναφορά δεν υπήρξε στη Νέα Ευρώπη για το γεγονός πως ο νέος Δήμαρχος (που κατηγορείται ως δωσίλογος 71 χρόνια αργότερα) είδε την οικία του να επιτάσσεται από τις γερμανικές αρχές στις 18 Φεβρουαρίου 1943, έξι μόνο ημέρες πριν αρχίσει τη δημαρχιακή θητεία του. Στην οικία του θα επιστρέψει μόνο μετά το τέλος της Κατοχής. Προφανώς δεν ήταν εκλεκτός των Γερμανών.
18/2/1943 Διαταγή εκκένωσης οικίας Γεωργίου Σερεμέτη (αρχείο οικογενείας Σερεμέτη)
Όπισθεν πλευρά διαταγής εκκένωσης οικίας Γεωργίου Σερεμέτη, σε μετάφραση της εποχής
Ο Δήμαρχος Γεώργιος Σερεμέτης, ο οποίος ξεκίνησε την θητεία του συνεργαζόμενος με τις δημοτικές υπηρεσίες ώστε να κατατοπιστεί «εφ’ όλων των γενικών, ειδικών και οικονομικών ζητημάτων του Δήμου», όπως ανέφερε η ανακοίνωση της εφημερίδας, ουσιαστικά κληρονόμησε από την προηγούμενη δημοτική αρχή δύο ζητήματα, σχεδόν τετελεσμένα, για τα οποία σήμερα ευθέως ή εμμέσως κατηγορείται.
Το πρώτο αφορά στην καταστροφή των εβραϊκών νεκροταφείων της πόλης και τις ενέργειες που ακολούθησαν την καταστροφή αυτή. Για το ζήτημα αυτό έχουν γραφεί πολλά, με λεπτομερέστερη και πιο πρόσφατη την εργασία του Λεόν Σαλτιέλ, με τίτλο «Dehumanizing the Dead» Τhe Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources», που μελέτησε άγνωστο ως τη στιγμή εκείνη αρχειακό υλικό.
Ο συγγραφέας στην εργασία αυτή αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα γεγονότα που προηγήθηκαν της βέβηλης καταστροφής των νεκροταφείων, ιδιαίτερα τα διάφορα σχέδια που είχαν καταρτιστεί ήδη από το 1925 για τη μεταφορά των νεκροταφείων εκτός των ορίων της πόλης και τη μετατροπή τους σε αστικό πάρκο, ή τον νόμο 890 της 11ης Οκτωβρίου 1937 που όριζε πως μέρος τους θα παραχωρούνταν στο Πανεπιστήμιο, ενώ το υπόλοιπο θα γινόταν πάρκο.31 Αναφέρει επίσης την στάση όσων ήταν αντίθετοι στην παραμονή των νεκροταφείων στη θέση εκείνη αλλά και τον όρο που έθεσε ο διαβόητος εγκληματίας πολέμου Μaximilian Merten στον αρχιραββίνο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης Zvi Koretz για να συναινέσει στη μείωση του ποσού των λύτρων για την απαλλαγή Εβραίων από τα καταναγκαστικά έργα, στη συνάντησή τους την 15 Οκτωβρίου 1942. Ο όρος ήταν η καταστροφή του παλαιού εβραϊκού νεκροταφείου, τον οποίο αποδέχθηκε η Ισραηλιτική Κοινότητα την επόμενη μέρα μετά από μακρές διαβουλεύσεις, αλλά υπό την τρομακτική απειλή της φυσικής εξόντωσης των μελών της στα καταναγκαστικά έργα.32 Ο δωσιλογικός Τύπος της εποχής θριαμβολόγησε τις επόμενες ημέρες.33
Οι αλλεπάλληλες γερμανικές διαταγές που εκδόθηκαν σχετικά με τα εβραϊκά νεκροταφεία, καθώς και η συχνότητα των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν και των επιτροπών που συνεδρίασαν τις επόμενες εβδομάδες και μήνες ήταν τέτοια που ο συγγραφέας Λεόν Σαλτιέλ καταλήγει: «The exchange of letters and the official minutes of the meetings clearly show that the German officers were directing the whole project.»34
Η έναρξη των εργασιών καταστροφής του νεκροταφείου έγινε στις 6 Δεκεμβρίου 1942 και, όπως αναφέρει o ραββίνος Μιχαήλ Μόλχο, εντός δύο εβδομάδων η καταστροφή είχε ουσιαστικά συντελεστεί.35 Η απομάκρυνση ολόκληρων επιτύμβιων πλακών, σπασμένων μαρμάρων και πλίνθων αλλά και η χρήση τους ως οικοδομικών υλικών συνεχίστηκε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.36 Δυστυχώς δεν ήταν η πρώτη φορά, στην πρόσφατη ιστορία της, που η πόλη βίωνε τη βεβήλωση τάφων ή τη βίαια αλλαγή χρήσης γης ιερού τόπου.37
Επομένως, επί δημαρχίας Γεωργίου Σερεμέτη τα ερωτήματα της διατήρησης ή μη των εβραϊκών νεκροταφείων στη θέση εκείνη ή του ρόλου που διαδραμάτισε ο ίδιος στην καταστροφή τους δεν είναι βάσιμα, καθώς τα νεκροταφεία είχαν ήδη καταστραφεί.
Το ζήτημα όμως που απασχόλησε το Δημοτικό Συμβούλιο επί δημαρχίας Γ. Σερεμέτη είναι η απάντηση στο ερώτημα που είχε υποβληθεί στις 29 Δεκεμβρίου 1942 (επί δημαρχίας Κ. Μερκουρίου) στον νομικό σύμβουλο του Δήμου για το κατά πόσον ο Δήμος θα μπορούσε να διεκδικήσει την κυριότητα των εκτάσεων που 'απαλλοτριώθηκαν' από την Ισραηλιτική Κοινότητα ή να ζητήσει αποζημίωση για αυτές. Η απάντηση του νομικού συμβούλου ήταν αρνητική για αμφότερες τις ερωτήσεις και με απόφασή του ο Δήμος Θεσσαλονίκη ανέστειλε κάθε ενέργεια απαλλοτρίωσης στις 11 Ιουνίου 1943, απόδειξη συμμόρφωσης του Δημάρχου Θεσσαλονίκης με τις επιταγές του Νόμου.38
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης ασχολήθηκε, αναπόφευκτα, και με το μείζον θέμα της διαχείρισης υλικών που προέρχονται από το κατεστραμμένο νεκροταφείο, καθώς η βεβήλωση των τάφων συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του 1943 από τις υπηρεσίες της Διεύθυνσης Δημοσίων Έργων της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, που ήταν καθ' ύλην αρμόδια για τη διαχείριση των υλικών του νεκροταφείου39 , αλλά και από ιδιώτες και επαγγελματίες που παρανόμως απομάκρυναν μάρμαρα και πλίνθους από αυτό. Ήταν τέτοιο το μέγεθος της λαφυραγώγησης που στις 13 Απριλίου 1943 η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου υπέδειξε την ανάγκη να μεταφερθούν χωρίς άλλη καθυστέρηση πλίνθοι από τα νεκροταφεία στα εργαστήρια του Δήμου πριν αυτοί εξαντληθούν, για τυχόν μελλοντικές ανάγκες του Δήμου.40
Ασχέτως όμως της νομικής αιτιολόγησης της απομάκρυνσης υλικών ή των «συμφωνιών» που προηγήθηκαν, ευλόγως μπορεί να αναρωτηθεί κανείς εάν η χρήση από φορείς της πόλης (δημοτικές υπηρεσίες, ναούς, θέατρο, συλλόγους) υλικών που προήλθαν από βεβήλωση ταφικών μνημείων ή από ενέργειες που ήταν, κατ' ουσίαν, εκκαθαρίσεις ανθρώπων και συνοικισμών δεν συνιστούσε σιωπηρή αναγνώριση της πράξεων αυτών ή, εν πάση περιπτώσει, ηθικά κατακριτέες ενέργειες, ακόμη και εάν αυτές ιδωθούν υπό το πρίσμα των πραγματικών αναγκών του Δήμου σε υλικά που σπάνιζαν λόγω των πολεμικών γεγονότων και της γερμανικής Κατοχής.41
Συνιστά όμως αυτή η διαχείριση υλικών εκ μέρους του Δήμου Θεσσαλονίκης, των δημοτικών υπαλλήλων και του Δημάρχου πράξη δωσιλογισμού; Αποδεικνύουν δηλαδή τα έγγραφα του Δήμου Θεσσαλονίκης, τα οποία έχουν δει το φως της δημοσιότητας, σχετικά με την διαχείριση των υλικών του εβραϊκού Συνοικισμού 6 τον Απρίλιο 1943 (όταν οι κάτοικοί του είχαν ήδη εκτοπισθεί από τις γερμανικές αρχές Κατοχής), τη διαχείριση των υλικών που προήλθαν από την ισοπέδωση της συνοικίας Ρεζή Βαρδάρ τον Αύγουστο 1943, μετά από εντολή των Κατοχικών αρχών, ή τη διαχείριση των υλικών του κατεστραμμένου νεκροταφείου με την απόπειρα διενέργειας μειοδοτικής δημοπρασίας στις 9 Δεκεμβρίου 1943 (που όμως και πάλι αναβλήθηκε διότι κατά τον Δήμαρχο Γ. Σερεμέτη δεν ήταν σύννομη), ότι οι πράξεις αυτές καθ' αυτές είχαν δωσιλογικό χαρακτήρα;
Η ανάγνωση των σχετικών εγγράφων οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι πράξεις του Δήμου Θεσσαλονίκης που ανέγνωσε ο γράφων (όπως και άλλες αποφάσεις της περιόδου της δημαρχιακής θητείας του Γ. Σερεμέτη) έπονταν αποφάσεων που λήφθηκαν κατόπιν διαταγών των αρχών Κατοχής και της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και δεν εξέφραζαν τη βούληση της δημοτικής αρχής. Καμία τέτοια διοικητική απόφαση του Δήμου δεν λαμβανόταν εάν προηγουμένως δεν είχε τεκμηριωθεί πλήρως, με λεπτομερή αναφορά σε προηγούμενες διαταγές, αποφάσεις, εισηγήσεις επιτροπών ή υπηρεσιών και σε νόμους του κράτους (και συχνά μετά από πολλές αναβολές).
Δήμος Θεσσαλονίκης: Απόφαση Διοικούσης Επιτροπής με θέμα την εκποίηση των υλικών των παραπηγμάτων του Δημοτικού Συνοικισμού 6, 17/4/1943
Δήμος Θεσσαλονίκης: Απόφαση για «καθαρισμό και ισοπέδωση του χώρου της περιοχής Ρεζή Βαρδάρ κατόπιν διαταγής των Γερμανικών Αρχών, 11/8/1943 (Έκθεση Διαιρεμένες Μνήμες, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Δεκέμβριος 2016)
Δήμος Θεσσαλονίκης: Τεκμηρίωση στην αναβολή λήψης απόφασης για διενέργεια μειοδοτικής δημοπρασίας για τα υλικά του κατεστραμμένου εβραϊκού νεκροταφείου, 11/10/1943: «Συμφώνως ταις από 19.1.1943, 12.3.1943 και 29.5.1943 αποφάσεις της Επιτροπής του άρθρου 2 παρ. 2 Ν.Δ. 479 και τη υπ. αριθμ. 74602/26.3.1943 αποφάσει του Υπουργείου Οικονομικών και τοις υπ. αριθμ. 46498/5498/3.4.1943 και 64487/2487/28.5.1943 τοιαύτοις της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας...» (Έκθεση Διαιρεμένες Μνήμες, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Δεκέμβριος 2016)
Το δεύτερο θέμα για το οποίο κατηγορήθηκε ο Γεώργιος Σερεμέτης είναι η μετονομασία των οδών της πόλης που έφεραν εβραϊκά ονόματα. Η δήλωση της δημοτικής κίνησης «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη» τον Απρίλιο 2014 ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ο Γ. Σερεμέτης δήμαρχος την περίοδο της ναζιστικής κατοχής είχε ξηλώσει τα εβραϊκά ονόματα απ’ όλους τους δρόμους της πόλης».42
Η επίμαχη απόφαση είναι η ακόλουθη:
«14) Επί της εν τη ημερησία διατάξει αναγραφόμενον 20ου θέματος «Περί μετονομασίας διαφόρων οδών της πόλεως φερουσών ισραηλιτικά ονόματα»
Ο κ. Δήμαρχος θέτει υπ’ όψιν της Επιτροπής:
1) Την υπ’ αριθμ. πρωτ. 7789/717 έκθεσιν του Γενικού Γραμματέως του Δήμου έχουσαν ως ακολούθως: λαμβάνω την τιμήν να υποβάλλω συνημμένως το πρακτικόν της δια την από 19.11.42 πρακτικόν της Δ.Ε. του Δήμου συσταθείσις υπό της Προεδρείας μου Επιτροπής προς μετονομασίαν των οδών της πόλεως των φερουσών ισραηλιτικά ονόματα και ν’ αναφέρω υμών ότι η Επιτροπή προτείνει δια του συνημμένου πρακτικού της, όπως εν των εν λόγω ιδίου οίτινες εύνοις εν όλω οι μεν επτά ήτοι από του αύξοντος αριθμού 8 και άνω την εις κείμενοι εν ασήμους τοποθεσίας και δη εν Ισραηλιτικούς Συνοικισμούς και συνοικίας λάβουσιν ανάλογα ονόματα Μακεδονικών κειμένων ποταμών, ορέων, λιμνών κτλ οι δε είκοσι επτά ήτοι από του αύξοντος αριθμού 7 και άνω λάβουσιν ονόματα ανάλογα προς την τοποθεσία των και προς την σημασίαν αυτών από απόψεως κινήσεως κυκλοφοριακής, κατασκευής μήκους και διαμορφώσεως. Όθεν παρακαλώ όπως
αρεστούμενοι παραπέμψαντες το εις αυτό πρακτικόν εις την Δ.Σ. του Δήμου προς λήψιν σχετικής αποφάσεως.
2) Το δια της ως άνω εκθέσεως του κ. Γεν. Γραμματέως του Δήμου υποβληθέν πρακτικόν της Επιτροπής μετονομασίας οδών της 16 Φεβρουαρίου 1943, δι’ ου αυτή προτείνει ως ακολούθως την μετονομασίαν των οδών της πόλεως των φερουσών ισραηλιτικά ονόματα. 1) Αλλατίνι, να μετονομασθή εις Κανάρη. 2) Μισραχή να μετονομασθή εις Γεωργάκη Ολυμπίου. 3) Μοργκεντάου, να μετονομασθή εις Μητροπολίτου Κύπρου Μακαρίου. 4) Σαϊας, να μετονομασθή εις Βαρώνου Βέλλκου. 5) Μοδιάνο, να μετονομασθή εις Ανακτόρων, ως σχετική Δ/η Υ. Π. Μ. υπό απ. 32247 έ.έ. 6) Ρουσέλ, να μετονομασθή εις Κων. Καμμωνά. 7) Σααδή Λεβή, να μετονομασθή εις Πηνελόπης Δέλτα. 8) Ματαλών, να μετονομασθή εις Αρναίας. 9) Βαρώνου Χίρς, να μετονομασθή εις Λουδία. 10) Γκατένιο, να μετονομασθή εις Χολομώντος. 11) Ιατρού Περρές, να μετονομασθή εις Ηλιουπόλεως. 12) Καράσσο, να μετονομασθή εις Χαλάστρας. 13) Μόλχο, να μετονομασθή εις Ζιάνας. 14) Σαούλ Μοδιάνο, να μετονομασθή εις Βόλβης. 15) Ανώνυμος μικρά πάροδος Βασ. Σοφίας να μετονομασθή εις Ιωαν. Δέλλιου.
Η Επιτροπή κρίνουσα ότι δέον να προέλθη εις την έγκρισιν της μετονομασίας των φερουσών ισραηλιτικά ονόματα οδών της πόλεως δια των υπό της ως άνω Επιτροπής προτεινομένων ονομάτων
Αποφαίνεται
Εγκρίνει την μετονομασίαν των φερουσών ισραηλιτικά ονόματα οδών της πόλεως δι ονομάτων προτεινομένων υπό της προς τούτο συσταθείσης υπό της Δ.Ε. την 19.11.42 ειδικής Επιτροπής και αναφερομένου εν την από 16.2.43 πρακτικών ταύτης.
Ανατιθέντος εις τον κ. Δήμαρχον των περαιτέρω ενεργειών των δεόωντων.
Εφ’ ων και εξέδωκε την υπ’ αριθμ. 185 απόφασίν της»43
Ακόμη και εάν υιοθετήσουμε πρόσκαιρα την ακραία θέση πως την εποχή εκείνη τα άτομα που στελέχωναν τις υπηρεσίες του Δήμου λειτουργούσαν αυτοβούλως και όχι υπό καθεστώς γερμανικής επιτήρησης ή ότι οι προϊστάμενοί τους είχαν δήθεν την εξουσία να λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις και όχι μόνον τυπικές αποφάσεις καθημερινής λειτουργίας του Δήμου, τυχόν ευθύνη στον Γεώργιο Σερεμέτη δεν προκύπτει από το παραπάνω πρακτικό.
Και τούτο διότι η εγκριτική απόφαση της Επιτροπής προήλθε, κατά πρώτον, από εισήγηση προηγούμενης ειδικής επιτροπής που συστάθηκε τον Νοέμβριο 1942 υπό τον Γενικό Γραμματέα του Δήμου (επί Δημαρχίας Κ. Μερκουρίου), η οποία πρότεινε να μετονομαστούν ορισμένες οδοί που φέρουν ισραηλιτικά ονόματα και, κατά δεύτερον, από έτερη εισήγηση της ίδια επιτροπής στις 16 Φεβρουαρίου 1943 (8 ημέρες πριν από την ορκωμοσία του νέου Δημάρχου Σ. Σερεμέτη) που προχώρησε στην επιλογή των οδών αυτών και των νέων ονομάτων τους. Την απόφαση εν τέλει έλαβαν τα μέλη της Διοικούσης Επιτροπής του Δήμου στις 26 Μαρτίου, τα οποία ανέθεσαν στον Δήμαρχο Γεώργιο Σερεμέτη να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες.
Το κρίσιμο όμως ερώτημα δεν είναι γιατί λήφθηκε η εγκριτική αυτή απόφαση στις 26 Μαρτίου 1943. Αυτό είναι εύκολο να απαντηθεί: από τις αρχές του προηγούμενου μήνα (2/2/1943) βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη εξαμελές κλιμάκιο της SD (Sicherheitsdienst, Υπηρεσία Ασφαλείας), αποτελούμενο από τους διαβόητους Βισλιτσένυ, Μπρούννερ, Γκέρμπιγκ, Τάκας, Ζίτα και Μπρύκλερ και συνοδευόμενο από 100 Γερμανούς αστυνομικούς44 , και είχαν ήδη τεθεί από τις 6/2/1943 σε εφαρμογή στη Θεσσαλονίκη οι νόμοι της Νυρεμβέργης45 . Ουδέν πλέον περιθώριο είχε η δημοτική αρχή ώστε να αποφύγει τη μετονομασία των συγκεκριμένων οδών, παρότι επιχειρήθηκε και ένας ύστατος ελιγμός, όπως παρουσιάζεται λίγο παρακάτω.
Το κρίσιμο επομένως ερώτημα είναι ποιος ακριβώς εισηγήθηκε την μετονομασία των οδών τον Νοέμβριο του 1942. Το ίδιο ακριβώς αναρωτήθηκε ο νομικός σύμβουλος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Γιομτώβ Γιακοέλ στα Απομνημονεύματά του.46 Από νεότερες όμως έρευνες προκύπτει πως και αυτήν η απόφαση λήφθηκε μετά από απαίτηση των αρχών Κατοχής.47
Για να αποδειχθεί πόσο αφελής είναι η διατυπωθείσα θέση περί ελεύθερης βούλησης των δημοτικών προϊσταμένων να αναλάβουν πρωτοβουλίες ονοματοθεσίας ή της δυνατότητας του ανώτατου δημοτικού άρχοντα να δράσει κατά το δοκούν την περίοδο αυτή, αρκεί να μελετήσουμε τα παρακάτω δεδομένα της μετονομασίας των εβραϊκών οδών:
Σε μια κεκαλυμμένη ίσως προσπάθεια παθητικής αντίστασης της Επιτροπής ονοματοθεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, τα μέλη της εισηγήθηκαν στις 16 Φεβρουαρίου 1943 την αντικατάσταση ορισμένων εβραϊκών ονομάτων με ονόματα ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης («Αλλατίνι» σε «Κανάρη», «Μισραχή» σε «Γεωργάκης Ολύμπιος») και, ιδιαιτέρως, την αντικατάσταση του ονόματος της οδού Σααδή Λεβή, του δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας La Epoca, με το όνομα Πηνελόπη Δέλτα, τη συγγραφέα του βιβλίου «Στα Μυστικά του Βάλτου» που είχε αυτοκτονήσει ενάμισι έτος νωρίτερα κατά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα. Όπως σωστά μάλλον υποθέτει ο Λεόν Σαλτιέλ,48 οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν το κρυφό μήνυμα της ενέργειας αυτής και διέταξαν (με έγγραφό τους της 16 Μαρτίου 1943) να μετονομαστούν εκ νέου οι οδοί που φέρουν ονόματα προσώπων, επιλέγοντας οι ίδιοι οι Γερμανοί τα νέα ονόματα. Το δημοτικό συμβούλιο δεν μπορούσε παρά να επικυρώσει πλέον τη νέα αυτή ονοματοθεσία με την απόφαση υπ. αριθμ. 322 της 31/5/1943. Ήταν, εξάλλου, πλέον απολύτως σαφές πως στον Δήμο ή στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας υπήρχαν φιλογερμανικά στοιχεία που δεν δίσταζαν να πληροφορήσουν τις αρχές Κατοχής για τα κρυφά μηνύματα που υπέκρυπταν αθώα, φαινομενικά, ονόματα.
Η απόφαση παρατίθεται στη συνέχεια. Να σημειωθεί πως ο Δήμαρχος Γεώργιος Σερεμέτης δεν προΐστατο αυτής της συνεδρίασης, ίσως όχι τυχαία, αλλά αντικαταστάθηκε από το αρχαιότερο μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου, Περικλή Γαροφάλλου, ο οποίος φαίνεται πως δεν είχε κανένα πρόβλημα να θέσει την υπογραφή του σε ένα τέτοιο έγγραφο.49
Αποφ. 322
31 Μαΐου 1943
«Περί μετονομασίας των φερουσών Ισραηλιτικά ονόματα οδών της πόλεως»
Δημαρχούντος Γαροφάλλου
1) 16 Μαΐου 1228/21806 έκθεση Δ.Τ.Υ., 49668/19.4.43 και 49454/22.4.43 έγγραφα της ΓΔΜ, ως και τα Ι/3728 και Ι/2514 ε.ε τοιαύτα του Στρατιωτικού Διοικητή Θεσ/νίκης-Αιγαίου και αναφέρει ότι, με της γενόμενης δια της υπ’αριθμ 185 ε.ε. αποφάσεως της Δ.Ε. μετονομασίας δεν συνεφώνησαν οι Γερμ. Στρατ. Αρχές Κατοχής αίτινες διατάσσουσι την εκ νέου μετονομασίαν των συμφώνως προς το αποσταλέν τω Δήμω υπ’ αριθμ. Ι/2514 εγγράφου των
2) Ι/2514 16.3.43 έγγραφο Στρατ. Διοικ. Θ.Α.
Αλλατίνη Νοτίας
Μισραχή Ευρώπου
Μορκεντάου Λειβαδίων
Σαίας Γαλλικού
Μοδιάνο Ανακτόρων
Ρουσσέλ Φάωνος
Σααδή Λεβή Ελιμίας
Ματαλών Αρναίας
Βαρώνου Χιρς Λουδία
Γκατένιο Χολομώντος
Δρ. Περρερά Αξιουπόλεως
Καράσσο Χαλάστρα
Μόλχο Ζίχνης
Σαούλ Μοδιάνο Βόλβης
Τροποποιεί προηγούμενη απόφαση
Εγκρίνει την μετονομασίαν
Στις 2 Αυγούστου 1943, έξι μόλις μήνες μετά τον διορισμό του στη θέση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, ο Γεώργιος Σερεμέτης πληροφορήθηκε πως παύθηκε τυπικά από Δήμαρχος και παρέμενε πλέον ως «σύμβουλος» του νέου Γερμανού Δημάρχου Μπλέζιγκ.50
Νέα Ευρώπη, 10 Αυγούστου 1943 (Ιστορικό και Συλλεκτικό Αρχείο Θεσσαλονίκης Μάνου Μαλαμίδη)
Αν η επιτήρηση υπό την οποία εκτελούσε ο Γεώργιος Σερεμέτης τα δημαρχιακά του καθήκοντα ήταν στενή τώρα γινόταν ακόμη στενότερη, όπως φαίνεται να μαρτυρά το γεγονός ότι εγκρίθηκε την ίδια ημέρα του διορισμού του Γερμανού Δημάρχου (2 Αυγούστου 1943) η δαπάνη για την κατασκευή νέων πινακίδων στους δρόμους που προηγουμένως έφεραν εβραϊκά ονόματα.51 Η απόφαση είχε αναβληθεί πολλές φορές στο παρελθόν επί δημαρχίας Γεωργίου Σερεμέτη, γεγονός που κάνει τον Λεόν Σαλτιέλ να διερωτάται ευλόγως μήπως ήταν και αυτή μια ακόμη πράξη παθητικής αντίστασης εκ μέρους του Δήμου Θεσσαλονίκης.52
Σε κάθε περίπτωση η αντικατάσταση του Γ. Σερεμέτη από τον δημαρχιακό θώκο δεν φαίνεται να συνάδει με την θεωρία περί συνεργασίας του ή δωσιλογισμού, το αντίθετο μάλιστα.
Ακόμη όμως και το ζήτημα της απόλυσης εβραίων υπαλλήλων του Δήμου Θεσσαλονίκης για «αδικαιολόγητη και αυθαίρετη απουσία» τους μοιραίους μήνες της Άνοιξης του 1943, επί Δημαρχίας Γ. Σερεμέτη, --η τρίτη κατηγορία που ορισμένοι τού προσάπτουν -- γεγονός που φαντάζει σήμερα εξωφρενικό και ανάλγητο53 έχει λογική εξήγηση.
Πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό πως ο Γεώργιος Σερεμέτης, ερχόμενος αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή κατάσταση δύο μόλις εβδομάδες μετά την ανάληψη του δημαρχιακού θώκου, δηλαδή αυτήν της αιφνίδιας και ταυτόχρονης απουσίας διακοσίων πενήντα και πλέον υπαλλήλων του Δήμου από την υπηρεσία τους (βλ. υποσημείωση 61), δεν επιχείρησε να ενεργήσει αυθαίρετα, αλλά ζήτησε συγκεκριμένες οδηγίες από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας για το πώς όφειλε να χειριστεί το θέμα της απουσίας και των αποδοχών των υπαλλήλων αυτών «αίτινες δεν προσέρχονται εις τας θέσεις των, λόγω του περιορισμού των... », και διατύπωσε ερωτήματα «ίνα αναλόγως ρυθμιστεί η θέσεις των Δημοτικών τοιούτων, εφ όσον είναι άγνωστον ημίν εάν θα βραδύνει ή όχι η εκ Θεσσαλονίκης απέλασίς των».54
Εκ των γεγονότων που ακολούθησαν εικάζουμε πως η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας έδωσε εντολή στο Δήμο Θεσσαλονίκης να προχωρήσει σε απολύσεις55 , ο δε Δήμαρχος επωμίσθηκε το άχθος της νομικής αιτιολόγησης της απόλυσής τους, ώστε εφενός να είναι σύννομες οι απολύσεις αυτές και αφετέρου να τεκμαίρεται το κενό θέσης το οποίο, λίγους μήνες αργότερα, θα δικαιολογούσε την τραγική μεν πλην όμως απαραίτητη επαναστελέχωση της υπηρεσίας.56 Να σημειωθεί ωστόσο πως οι απολύσεις δημοτικών υπαλλήλων για απουσία από την υπηρεσία τους δεν γίνονταν την περίοδο εκείνη μόνο για Εβραίους στο θρήσκευμα υπαλλήλους, αλλά και για Χριστιανούς,57 καθώς προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επέτασσε πως «η υπέρ το 10ήμερον αδικαιολόγητη αποχή υπαλλήλου εκ της υπηρεσίας καθιστά αυτόν απολυτέο»58 (στην απόφαση δεν γίνεται, βεβαίως, διάκριση όσον αφορά στη θρησκεία του υπαλλήλου).
Οι αποφάσεις για απολύσεις δημοτικών υπαλλήλων στο Δήμο Θεσσαλονίκης εκτελούνταν μόνο μετά τις εκ του Νόμου προβλεπόμενες προθεσμίες και τύγχαναν πλήρους αιτιολόγησης. Φαίνεται, δε, πως σε ορισμένες περιπτώσεις καταβλήθηκε από την Υπηρεσία προσπάθεια να δικαιολογηθεί η απουσία των υπαλλήλων με τη χορήγηση δεκαπενθήμερης κανονικής άδειας, καθώς μεταξύ των εγγράφων απόλυσης υπαλλήλων εβραϊκού θρησκεύματος που φυλάσσονται στο δημοτικό αρχείο του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης βρέθηκε σχετικό έγγραφο.59 Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη των αποφάσεων καταδεικνύει πως οι απολύσεις γίνονταν όταν ήταν πλέον σαφές πως οι απόντες υπάλληλοι δεν θα επέστρεφαν στο άμεσο μέλλον στις θέσεις τους, ο δε χαρακτηρισμός «αδικαιολογήτως απών» ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις απολύσεις αυτές.
Δηλαδή, με την προσχηματική αιτιολόγηση της απόλυσης με τον όρο «αδικαιολόγητη απουσία από την υπηρεσία του» (τους πραγματικούς λόγους όμως της οποίας είναι βέβαιο πως ο Δήμος γνώριζε, την εποχή εκείνη60 ) ο νομικός ανήρ και Δήμαρχος επιχείρησε εφενός να εξορθολογήσει τη νέα τάξη που είχαν αναγκαστικά διαμορφώσει οι Κατοχικές αρχές στους καταλόγους μισθοδοσίας του Δήμου και αφετέρου να ενεργήσει με τρόπο τέτοιον που και οι απολύσεις απόντων υπαλλήλων να ήταν σύννομες61 και να μην θεωρηθεί μελλοντικά τυχόν παράλειψή του να χαρακτηρίσει ως «κενές» τις εν τη πράξει ορφανές οργανικές και έκτακτες θέσεις και να προσλάβει νέους υπαλλήλους ως παράλειψη κολάσιμη ή αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.
Η ποινή της απόλυσης και η πρόσληψη νέων υπαλλήλων δεν ήταν τίποτα άλλο από την προσπάθεια του Γεωργίου Σερεμέτη να συνεχίσει να λειτουργεί ο Δήμος, όσο οι συνθήκες το επέτρεπαν και όπως το επέβαλε ο Νόμος, η συνείδηση και η στράτευσή του, για το καλό όσων παρέμεναν ζωντανοί στην πόλη και όσων προσπαθούσαν απελπισμένα να εξασφαλίσουν δουλειά και τροφή για να επιβιώσουν, αυτοί και οι δυστυχείς οικογένειές τους62. Την εποχή εκείνη χιλιάδες ήταν οι πρόσφυγες που εισέρεαν στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Μακεδονία και ένα έγγραφο του Δήμου Θεσσαλονίκης προς την Γενική Διοίκηση Μακεδονίας με ημερομηνία 30.6.1943 αναφέρει πως δώδεκα κενές θέσεις προορίζονταν για ανάπηρους και θύματα πολέμου και πλέον των πενήντα θέσεων είχαν ήδη καλυφθεί από υπαλλήλους των «Βουλγαροκρατούμενων Δήμων».63
Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως η ενέργεια του δημάρχου Γ. Σερεμέτη να καταρτίσει μετά το συμβάν ονομαστικούς καταλόγους Εβραίων (μόνον) υπαλλήλων του Δήμου που είχαν «αναχωρήσει»64 ή που απουσίαζαν από την υπηρεσία τους δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της συνήθους γραφειοκρατικής πρακτικής του Δήμου. Ουδέποτε ως τότε γινόταν διάκριση υπαλλήλων ή συντάσσονταν κατάλογοι παρόντων ή απόντων με βάση το θρήσκευμά τους. Και εάν τούτο ιδωθεί σε συνάρτηση με την ασυνήθιστα επεξηγηματική χειρόγραφη σημείωση που φέρουν πολλά ανεπίδοτα ειδοποιητήρια απόλυσης Εβραίων υπαλλήλων (δηλαδή: «Δεν επιδόθηκε λόγω εκτοπισμού του από τις Αρχές Κατοχής» ή «Δεν επιδόθηκε λόγω εκτοπισμού» και όχι απλώς «Δεν επιδόθηκε» ή «Αγνώστου διαμονής»)65 ίσως θα πρέπει αυτά να θεωρηθούν όχι ως τυπικές υποχρεώσεις ενός άριστα διοικούμενου δημόσιου φορέα, αλλά ως απόπειρες τήρησης ενός ιδιότυπου ημερολογίου του Δήμου, μια καταγραφή, δηλαδή, των αθώων ονομάτων και τραγικών γεγονότων των ημερών.
Χειρόγραφη σημείωση στο άνω δεξιό άκρο: «Δεν επιδόθηκε λόγω εκτοπισμού του εκ των Αρχών Κατοχής»
Η απρόσωπη πένα μιας φαινομενικά αθώας δημοτικής γραφειοκρατίας εξυπηρετούσε τον σκοπό αυτόν, χωρίς να δημιουργήσει υποψίες στους γερμανόφιλους πληροφοριοδότες ή να προκαλέσει την μήνιν των αρχών Κατοχής.
Συνηγορεί, εξάλλου, προς τούτο και η περίεργη υπόθεση της πρόσληψης, στις 5.4.1943, από τον Δήμο Θεσσαλονίκης 186 «Ισραηλιτών» που «διετέθησαν» από τις Γερμανικές Αρχές από τις 4 Σεπτεμβρίου 1942 «δι' εκτέλεσιν εργασίας» με σκοπό την «ενίσχυσην του εργατικού προσωπικού της Υπηρεσίας Καθαριότητας», ενώ στην πραγματικότητα οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν ήδη οδηγηθεί στα γκέτο της πόλης ή είχαν εκτοπιστεί. Δηλαδή, με την υπ. αριθ. απόφαση 12285/5.4.1943, ο Δήμαρχος Γεώργιος Σερεμέτη προσέλαβε ως έκτακτο εργατικό δυναμικό Εβραίους πολίτες που είχαν καταναγκαστικά εργαστεί στην Υπηρεσία Καθαριότητας του Δήμου από τις 4.9.1942 ως τις 31.1.1943, ενώ τρεις μόλις εβδομάδες αργότερα, επί τη βάση της υπ. αριθ. 330/16.5.1943 έκθεσης της Υπηρεσίας Καθαριότητας, αποφασίστηκε η απόλυση 119 εκ των παραπάνω υπαλλήλων, οι οποίοι είχαν προσληφθεί «δια της υπ. αριθ. 12285/5.4.1943 διαταγής μας».66 Η μελέτη εγγράφων της περιόδου στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας πως οι υπηρεσίες του Δήμου γνώριζαν την εποχή εκείνη τους πραγματικούς λόγους των απουσιών και τις ημερομηνίες «αναχώρησης» των υπαλλήλων τους (βλ. εκ νέου, υποσημείωση 54). Αναρωτιέται, λοιπόν, ευλόγως ο ερευνητής τι σκοπό άλλον από αυτόν της τεκμηρίωσης των πρωτοφανών γεγονότων που βίωνε η πόλη θα μπορούσε να εξυπηρετεί η πρόσληψη ατόμων που δεν βρίσκονταν σε καθεστώς ελευθερίας ή που είχαν ήδη εκτοπιστεί.
Ανεξαρτήτως όμως του απώτερου σκοπού τους, οι εκατοντάδες διασωθείσες διοικητικές αυτές πράξεις, τη γνησιότητα των οποίων ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, αποτελούν για τον ιστορικό σπάνιες και σημαντικές επίσημες μαρτυρίες της παρουσίας και (μετέπειτα) απουσίας Ελλήνων Εβραίων στον διοικητικό ιστό του Δήμου και της πόλης, καθώς φέρουν εκατοντάδες ονοματεπώνυμα Εβραίων υπαλλήλων.
Έγγραφα απολύσεων Εβραίων εργαζομένων στο Δήμο Θεσσαλονίκης, με ημερομηνίες 14 Μαΐου 1943, 19 Μαΐου 1943, 31 Μαΐου 1943, 23 Ιουνίου 1943. Αφορούν σε «αυθαίρετες» απουσίες που έγιναν τον Μάρτιο και Απρίλιο 1943 (Έκθεση Διαιρεμένες Μνήμες, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Δεκέμβριος 2016)
Οι πληροφορίες που έχουμε από μεταπολεμικά δημοσιεύματα είναι πως ο Γεώργιος Σερεμέτης ενέτεινε τις προσπάθειές του το 1943 και το 1944, συνεργαζόμενος με τον Μητροπολίτη Γεννάδιο για την οργάνωση συσσιτίων, για τους δημότες της Θεσσαλονίκης αλλά και για τους χιλιάδες πρόσφυγες που συνέρρεαν από την Ανατολική Μακεδονία67 , επιχειρώντας επαφές με εκπροσώπους της Εθνικής Αντίστασης, επισκεπτόμενος, μαζί με τον Μητροπολίτη Γεννάδιο, τον Διοικητή των Κατοχικών στρατευμάτων για να αιτηθεί την αποφυγή εκτελέσεων. Χαρακτηριστικό της αυταπάρνησής τους είναι το απόσπασμα του κειμένου που ακολουθεί (υπογράμμιση δική μου): «Ο Δήμαρχος Γ. Σερεμέτης με τον Μητροπολίτη Γεννάδιο, σε σκοτεινές για τον Ελληνισμό ώρες, επισκέφθηκαν τον τότε Γερμανό Διοικητή τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις (Φεβρουάριος και Οκτώβριος 1943 και Ιούλιος 1944) για να ζητήσουν την αποφυγή τυφεκισμού Ελλήνων ή τουλάχιστον τον περιορισμό του αριθμού, προσφερόμενοι να τεθούν τα ονόματά τους επικεφαλής στις καταστάσεις των μελλοθανάτων».68
Οι «επισκέψεις» αυτές καλύπτονταν από τον μανδύα της εθιμοτυπίας, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν θα μάθουμε τι πραγματικά ειπώθηκε πίσω από τις κλειστές θύρες, ούτε θα μπορέσουμε να εξακριβώσουμε το αληθές των μαρτυριών. Ουδείς σώφρων, πλην των γερμανικών ίσως αρχών που τίποτα δεν είχαν να φοβηθούν, δεν θα διακινδύνευε να κρατήσει πρακτικά των συναντήσεων αυτών.69 Ανάλογη είναι η παρατήρηση του ιστορικού Βασίλη Ριτζαλέου, ο οποίος συγκρίνοντας σε μελέτη του διάφορες εκκλησιαστικές πηγές κατέληξε στο συμπέρασμα πως την περίοδο εκείνη «οι Ιεράρχες απέφευγαν να μεταφέρουν το περιεχόμενο κρίσιμων συζητήσεων και αποφάσεων στα πρακτικά των συνεδριάσεων», κάνοντας μάλιστα λόγο για «σκόπιμη παράλειψη». Έτερο, βεβαίως, πρόβλημα που αναφέρεται στην ίδια μελέτη είναι η απώλεια των πρακτικών των συνεδριάσεων του μητροπολιτικού συμβουλίου στη Θεσσαλονίκη που καλύπτει το διάστημα από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1942 ως το τέλος του 194470 .
Η ανάγνωση όμως μιας ακόμη επιστολής που ανήκε σε αρχεία που διασώθηκαν και βρίσκονται σήμερα στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης φωτίζει την αδέκαστη όψη της θητείας του Γεωργίου Σερεμέτη. Στις 15 Νοεμβρίου 1943 ο τότε σύμβουλος Γ. Σερεμέτης δεν δίστασε να απευθύνει επιστολή στον Ανώτερο Στρατιωτικό Σύμβουλο Μπλέζιγκ, εκτελών χρέη Δημάρχου, «επί τη αιτούμενη αποζημίωση 18.000.000 παρά του κ. Πούλου» και να ορθώσει το ανάστημά του, επικαλούμενος όπως πάντα τον Νόμο, απέναντι στον γερμανόφιλο Γεώργιο Πούλο, πρώην αρχηγό της διαβόητης εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης Εθνική Ένωσις Η Ελλάς, αρχηγό εθελοντικού τάγματος από την άνοιξη του 194371 , συνεργάτη των Γερμανών και δωσίλογο. Έγραψε ο Γ. Σερεμέτης στην επιστολή του: «...κατά τη μεταφορά επίπλων ανηκόντων εις την οργάνωσιν επέφεραν ζημίας εις την μαρμαρίνην κλίμακα, ιδίως κατά τη μεταφορά χρηματοκιβωτίου, αίτινες ανέρχονται, κατά την εκτίμησιν της Τεχνικής Υπηρεσίας, εις το ποσόν των 1.800.000 δραχμών. Φρονούμεν ότι κατά το ποσόν τούτο δέον να μειωθεί η αιτούμενη αποζημίωσις, εφ΄όσον αυτοί είναι οι υπαίτιοι της ζημίας, κατά τον Νόμον». Ο Γεώργιος Σερεμέτης έθεσε την υπογραφή του στη γερμανική μετάφραση του εγγράφου, με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 1943.72
Αντιθέτως, δύο μήνες αργότερα, μία άλλη εθελοντική οργάνωση της πόλης, η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης έγινε δέκτης όχι αυστηρότητας αλλά ευεργεσίας εκ μέρους του Δημάρχου. Στην τακτική συνεδρία της 21 Ιανουαρίου 1944, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αδελφότητας εξέφρασε «θερμάς ευχαριστίας εις τον κ. Δήμαρχον», καθώς ο Δήμος Θεσσαλονίκης διέθεσε υπέρ του σκοπού της Αδελφότητας το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Μέρος των χρημάτων αυτών (1.700.000 δρχ.) διατέθηκε άμεσα καθώς το Συμβούλιο αποφάσισε να ενισχύσει τους «τακτικώς βοηθούμενους απόρους ως και άλλους απόρους αιτήσαντας την αρωγήν μας».73
Την ίδια περίπου εποχή ο γιος του Δημάρχου Γεωργίου Σερεμέτη, ο Δημήτριος Σερεμέτης, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ74 και, όπως φαίνεται, ένας νέος δίαυλος επικοινωνίας άνοιξε. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο του ηγετικού στελέχους της ΕΠΟΝ Γιώργου Καφταντζή που μιλά για τον θανάσιμο τραυματισμό ενός μέλους της ΕΠΟΝ από εκπυρσοκρότηση όπλου, σε συνάντηση 25 φοιτητών και φοιτητριών όλων των κλάδων της ΕΠΟΝ (Εφεδρικός ΕΛΑΣ, Φοιτητική Λέσχη, ΕΟΠ κ.λπ.) τον Μάρτιο 1944:
«Πήγαν το Χάρη με πρόχειρο φορείο στην κλινική του εαμίτη Αλέξανδρου Παπαχρήστου (Στάση Κολόμβου) ο οποίος έλειπε [...] Ο Παπαχρήστου ήρθε το βράδυ στις 8 και τρομοκρατημένος επειδή ο τραυματίας ήταν καταζητούμενος είπε να τον πάρουν. Οι φοιτητές αποτάθηκαν στο Δημήτρη Σερεμέτη που ο πατέρας του ήταν δήμαρχος και με εντολή της μητέρας του Πόπης Σερεμέτη μεταφέρθηκε ο Χάρης με ασθενοφόρο του Ερυθρού Σταυρού και το ψευδώνυμο Γιάννης Αποστολίδης στο Δημοτικό Νοσοκομείο χωρίς να το αντιληφθεί ο γκεσταπίτης φύλακας Καρύπης....»75
Σημαντικό, τέλος, γεγονός στη δημαρχιακή θητεία του Γεωργίου Σερεμέτη, περιστατικό το οποίο αναφέρεται σε πολλές δημοσιεύσεις, είναι και η από κοινού προσπάθειά του με τον Μητροπολίτη Γεννάδιο λίγες ημέρες προ της αποχώρησης των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής από τη Θεσσαλονίκη να τους μεταπείσουν να μην ανατινάξουν τις εγκαταστάσεις του λιμένος της Θεσσαλονίκης, όπως είχαν σκοπό. Γράφει ο ο αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ναούμ Μπαμπατάκας: «Με επανειλημμένα αγωνιώδη διαβήματα κατόρθωσαν να μεταπείσουν τις κατοχικές Αρχές, ώστε να αρκεσθούν σε μόνη την καταβύθιση των πλοιαρίων, τα οποία ήσαν αγκυροβολημένα κατά μήκος της παραλίας. Έτσι, το λιμάνι τελικά διασώθηκε και αποφεύχθηκαν και άλλες καταστροφές από τις σχεδιαζόμενες τρομερές ανατινάξεις.»76
Αδιασταύρωτες πληροφορίες έχουμε επίσης για τη φιλανθρωπική δράση της συζύγου του Γεωργίου Σερεμέτη, Καλλιόπης Τάττη-Σερεμέτη, η οποία ως μέλος του Συμβουλίου της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της Κατοχής δεν συνέβαλε απλώς τα μέγιστα στην ανακούφιση των πτωχών της πόλης με την οργάνωση συσσιτίων μέσω της Αδελφότητος, αλλά λέγεται πως διέθεσε σημαντικό μέρος της προσωπικής της περιουσίας για τον σκοπό αυτό.77
Δύο ημέρες πριν από την αποχώρηση και των τελευταίων τμημάτων του γερμανικού στρατού Κατοχής και την είσοδο των τμημάτων του ΕΛΑΣ στην πόλη, δηλαδή στις 28 Οκτωβρίου 1944, ο Γεώργιος Σερεμέτης παραιτήθηκε από το δημαρχιακό αξίωμα. Ο υιός του, Δημήτριος, παρέλασε την ημέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης μπροστά από τον Λευκό Πύργο με ΕΠΟΝίτες συναγωνιστές του.78
Ουδείς εδίωξε τον Γεώργιο Σερεμέτη, ουδείς τον κατηγόρησε και ουδείς τον συνέλαβε. Κανένα ειδικό δικαστήριο δεν τον κάλεσε σε απολογία, κανείς μαχητής του ΕΛΑΣ δεν χτύπησε την πόρτα του, ζητώντας εξηγήσεις79 . Ο Γεώργιος Σερεμέτης επέστρεψε στην οικία του και στο δικηγορικό του επάγγελμα, έχοντας υπηρετήσει την πόλη και την πατρίδα του τις πιο σκοτεινές ημέρες της Κατοχής. Κανένα υλικό κέρδος δεν αποκόμισε από τη θητεία του αυτή, καμία περιουσία δεν έκανε σε βάρος εκτοπισθέντος, κανένα προνόμιο δεν απέκτησε αυτός ή η οικογένειά του. Τρία χρόνια αργότερα ο υιός του Δημήτριος «φιλοξενήθηκε» επί οκτάμηνο στον «Οργανισμό Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου», καθώς οι μεταπολεμικές αρχές έκριναν πως έχρηζε κοινωνικής, πολιτικής και εθνικής αναμόρφωσης.
Ήδη 65 ετών την εποχή της παραίτησής του από το δημαρχιακό αξίωμα, ο Γεώργιος Σερεμέτης εξακολούθησε ωστόσο να δικηγορεί ως τις 28 Νοεμβρίου 1947, οπότε και παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα. Η παραίτησή του έγινε αποδεκτή με βασιλικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο υπ. αριθμ. 279 ΦΕΚ της 8.12.1947.
Ο Γεώργιος Σερεμέτης απεβίωσε στις 3 Σεπτεμβρίου 1950 και δύο ημέρες αργότερα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία της Θεσσαλονίκης η είδηση του θανάτου του, καθώς και ολόκληρος ο επικήδειος λόγος που εκφώνησε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Λεόντιος Χατζηαποστόλου. Το παρακάτω απόσπασμα από τον επικήδειο είναι δηλωτικό του χαρακτήρα του θανόντος:
«Κατά την άσκησιν της δικηγορίας εις ην διέπρεψε, διεκρίθη δια το ήθος του, την αξιοπρέπειαν και την ευθύτητα εν τη διαχειρίσει των υποθέσεών του» [...] Από του έτους 1927 εξελέγη Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου και έκτοτε παγίως ανεδεικνύετο εις το αξίωμα τούτο μέχρι τους έτους 1942 (sic), οπότε διωρίσθη Δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Αμφότερα τα αξιώματα εχειρίσθη με ευγένειαν και προσήνειαν καταλιπών τας ωραιοτέρας αναμνήσεις μεταξύ των συνεργατών και των υφισταμένων του. Πράος και ταπεινός τη καρδία, καλός καγαθός, ήτο ωπλισμένος με την φιλοσοφικήν εκείνην ανεκτικότητα και αυτοκυριαρχία, αίτινες συνθέτουν την ήρεμον σοφίαν της ζωής» [...]
Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας δημοσιεύτηκε το ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, με το οποίο αποφασίστηκε να γίνει η κηδεία δημοτική δαπάνη, να παραχωρηθεί δωρεάν τάφος για την ταφή του και να παρακολουθήσει το δημοτικό συμβούλιο την εκφορά της σορού του.
Σημαντικότερο όμως ίσως είναι το ψήφισμα της ανωτέρας ενοριακής αντιπροσωπείας Θεσσαλονίκης υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου που επίσης δημοσιεύτηκε την ημέρα εκείνη και εξέφραζε την «βαθυτάτη θλίψη» της για τον θάνατο του «αειμνήστου Γεωργίου Σερεμέτη, δικηγόρου, όστις διατελέσας επί σειράν ετών μέλος κοινοτικής αντιπροσωπείας της ανωτέρας ενοριακής αντιπροσωπείας και της εφορείας του Εθνικού Παπαφείου Ορφανοτροφείου ο «Μελιτεύς» προσέφερε πολυτίμους υπηρεσίας εις τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της πόλεώς μας [...].
Η δημόσια έκφραση της θλίψης του Μητροπολίτη Γενναδίου (που τιμήθηκε το 1969 με τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών από το κράτος του Ισραήλ για τις ενέργειές του υπέρ των Ελλήνων Εβραίων) για τον θάνατο του Γεωργίου Σερεμέτη, υπό συνθήκες πλέον ελευθερίας έκφρασης, ήταν ασφαλώς μια έκφραση εκτίμησης του Μητροπολίτη προς τον βίο και το έργο του θανόντος.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1950 ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης απέστειλαν στη χήρα του Γεωργίου Σερεμέτη επιστολή εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου με την οποία της ανακοίνωσαν ότι «ο Σύλλογος θεωρεί υποχρέωσίν του όπως αποτίων φόρον ευγνωμοσύνης προς τον εκλιπόντα συνάδελφον αναρτήση την εικόνα τούτου εις την μεγάλην αίθουσαν του Εντευκτηρίου [...].»
Επιστολή Δικηγορικού Συλλόγου προς «Ερίτιμον Κυρίαν Γεωργίου Σερεμέτη», 20/9/1950
Λίγα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, στις 9 Μαΐου 1978 το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης συνεδρίασε με θέμα την συμπλήρωση της υπ. αριθμ. 904/77 απόφασης του Δ.Σ. περί ονοματοθεσίας οδών και αποφάσισε να ονομαστεί ανώνυμη οδός δίπλα στον οδό Κριεζώτου της περιοχής Γεωργίου σε οδό «Δικηγόρου Γεωργίου Σερεμέτη». Το απόσπασμα του πρακτικού 721 του Δεκεμβρίου 1977 ανέφερε χαρακτηριστικά: «Νομίζω πως δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε να βάλουμε σε έναν δρόμο το όνομα του Γεωργ. Σερεμέτη, η φωτογραφία του οποίου βρίσκεται εδώ, ο οποίος από την απελευθέρωση και δώθε ήταν δικηγόρος, διετέλεσε πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου, διετέλεσε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης σε κάποια κρίσιμη περίοδο που ήθελε κάποια γενναιότητα να δεχθεί τον τίτλο του Δημάρχου και ήταν εκείνος ο οποίος με τον μητροπολίτη έκανε τις διαπραγματεύσεις εκείνες που συνετέλεσαν ώστε να μην γίνουν καταστροφές στην πόλη της Θεσσαλονίκης όταν επρόκειτο να αποχωρήσουν τα Γερμανικά στρατεύματα από εδώ».
Η σκοτεινή εποχή της Κατοχής κρύβει ακόμη πολλά μυστικά, τα οποία ίσως ποτέ δεν αποκαλυφθούν. Ο σύγχρονος μελετητής ουδέποτε θα μπορέσει να αναπλάσει το σύνθετο πλαίσιο των σχέσεων που ύφαιναν τον κοινωνικό ιστό της Θεσσαλονίκης, τις δομές της κοινωνίας, τη σχέση του κάθε διοικητικού μηχανισμού με τις Αρχές Κατοχής ή τους τρόπους που κάθε ένα μέλος της κοινωνίας αυτής επέλεγε στην προσπάθειά του να πράξει αυτό που του επέβαλε η συνείδησή του ή αυτό που του υπαγόρευαν τα ζωώδη ένστικτα για την επιβίωσή του.
Υπό αυτήν την συνθήκη, και χωρίς να αποκλείεται να έρθουν στο φως νέα στοιχεία που να συνηγορούν προς το αντίθετο, τα αρχεία και οι δημοσιεύσεις της περιόδου που εντόπισε και μελέτησε ως σήμερα ο συγγραφέας αυτού του υπομνήματος δεν οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα με αυτό των μελών της δημοτικής κίνησης «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη» ότι δηλαδή ο Γεώργιος Σερεμέτης ήταν δωσίλογος, ούτε δικαιολογούν--έστω και μερικώς--την αποκαθήλωση του πορτραίτου του από τον διάδρομο του Δημαρχιακού Μεγάρου. Ας μη λησμονούμε, εξάλλου, πως η μνήμη Γεωργίου Σερεμέτη δεν είναι μνήμη ενός σύγχρονού του βιογράφου για ένα μόνο γεγονός, ή η μνήμη των συντέχνων του, αλλά η συλλογική μνήμη της κοινωνίας της Θεσσαλονίκη για πολλά έργα και ημέρες ενός ανθρώπου που έζησε στο φως της δημοσιότητας. Μπορεί ολόκληρη η μεσοπολεμική, Κατοχική και μεταπολεμική κοινωνία που τον τίμησε αλλά και η κοινωνία της μεταπολίτευσης που αποφάσισε την ανάρτηση του πορτραίτου του να πλανεύτηκαν; Μπορεί οι σύγχρονοί μας, οι ειδικοί μελετητές της περιόδου, να έσφαλαν σε τέτοιο βαθμό;80
Αντιθέτως, ο βίος του Γεωργίου Σερεμέτη, η επαγγελματική και κοινωνική του σχέση με εκατοντάδες πελάτες και συνεργάτες κάθε θρησκεύματος (χριστιανούς, μουσουλμάνους και εβραίους) που εμπιστεύονταν επί δεκαετίες στο δικηγορικό του γραφείο τις υποθέσεις τους, η εκπεφρασμένη εκτίμηση που έτρεφαν προς το πρόσωπό του έγκριτοι συνάδελφοί επί τριαντακονταετία, η φιλία του με τον Μητροπολίτη Γεννάδιο και οι πράξεις του πριν και κατά τη διάρκεια της δημαρχιακής του θητείας, όπως τις μαρτυρούν και επαινούν πλείστοι σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι συγγραφείς, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Γεώργιος Σερεμέτης ήταν ένας άνθρωπος που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της Εκκλησίας, της Πατρίδας και του Δικαίου (τις ύψιστες, ίσως, και ευγενέστερες αξίες της εποχής για έναν άνδρα του αναστήματός του), για να υπηρετήσει την πόλη του στη μελανότερη περίοδο της ιστορίας της.
Προϊόν μιας μορφωμένης γενιάς με μακρόχρονους εθνικούς στόχους, μακρά θητεία στα κοινά και μέγιστη πείρα--εξ επαγγέλματος--στη διαχείριση συγκρούσεων, ο Γεώργιος Σερεμέτης ανήκε στην κατηγορία αυτών που εν γνώσει τους επέλεξαν και σχεδόν αναπόφευκτα επωμίστηκαν όχι τον ρόλο της ένοπλης αντίστασης αλλά τον επώδυνο ρόλο της υποχρεωτικής διοικητικής επαφής με τις Κατοχικές αρχές, με σκοπό τη συνέχιση της λειτουργίας των δομών της πόλης και την ανακούφιση πολλών χιλιάδων συμπολιτών τους, στο μέτρο που το επέτρεπαν οι καταναγκαστικές συνθήκες και οι στοχευμένες εγκληματικές ενέργειες του στρατού Κατοχής κατά συγκεκριμένων συνδημοτών τους, κατά μεμονωμένων μαχητών και αγωνιστών, αλλά και κατά ολόκληρης της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης.
Θα μπορούσε ο Γεώργιος Σερεμέτης να τεθεί επικεφαλής μιας διαμαρτυρίας, ανάλογης με αυτήν του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στην Αθήνα, κατά του εκτοπισμού του ενός πέμπτου των δημοτών της πόλης της οποίας ήταν δήμαρχος; Τι τον κράτησε στο γραφείο του στη συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής του Δήμου Θεσσαλονίκης στις 15 Μαρτίου 1943 να προεδρεύει ασήμαντων δημοτικών ζητημάτων81 ενώ χιλιάδες συμπολίτες του οδηγούνται υπό τη συνοδεία ένοπλων στρατιωτών στα βαγόνια του θανάτου; Θεωρούσε πως η επιχείρηση εκτοπισμού αποτελούσε στρατιωτική ενέργεια των αρχών Κατοχής, κάτι το οποίο ουδείς πλέον μπορούσε να σταματήσει; Πίστευε πως περισσότερα μπορούσε να προσφέρει στην πόλη του παραμένοντας στη θέση του Δημάρχου και ενεργώντας χαμηλοφώνως, τεκμηριώνοντας παράλληλα τα εγκλήματα και τις θηριωδίες; Αλλά και τι εμπόδισε το «ανθρώπινο ποτάμι» των διαδηλωτών της μεγαλειώδους συγκέντρωσης που οργάνωσε λίγες ημέρες αργότερα το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ στις 25 Μαρτίου 1943 στη Θεσσαλονίκη να αναφερθούν έστω και μια φορά στους πύρινους πατριωτικούς λόγους τους στην τύχη των εβραίων γειτόνων τους που ήταν κλεισμένοι στα γκέτο της πόλης ή οδηγούνταν στα τρένα με άγνωστο προορισμό;82 Πού ήταν οι εκπρόσωποι της πόλης και οι χριστιανοί γείτονές τους όταν στοιβάζονταν κατά χιλιάδες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα εμπορικά βαγόνια του σιδηροδρομικού σταθμού της;
Θα μπορούσε ο Γεώργιος Σερεμέτης, όπως και όλοι οι επιφανείς Θεσσαλονικείς, πρόεδροι επαγγελματικών φορέων και οργανώσεων, πρυτάνεις, κληρικοί και ιεράρχες, ηγετικά στελέχη της Αντίστασης στην πόλη, να πράξει περισσότερα; Ίσως. Να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας;
Στο παρόν υπόμνημα επιχειρήθηκε η σκιαγράφηση του βίου του ανδρός και μια ερμηνεία των έργων και των πράξεών του. Αφελής όμως αυτός που, από την θαλπωρή της εστίας του και την ασφάλεια της ειρηνικής ζωής του, θα δηλώσει πως πραγματικά γνωρίζει την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Πώς όμως θα σταθούμε μπροστά σε όλα τα προηγούμενα, μεγαλύτερα ερωτήματα, τη συλλογική δηλαδή ευθύνη αλλά και τις πράξεις και τις παραλείψεις όλων αυτών που βίωσαν--σε κοινή θέα ή πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα--το δράμα των χιλιάδων τέκνων της πόλης; Ικανότεροι ερευνητές, σε μελέτες που ξεπερνούν τα στενά όρια που έθεσε εξ αρχής ο συγγραφέας του παρόντος υπομνήματος, ήδη επιχειρούν απαντήσεις.
Αντώνης Γώδης
Ιστορικός
[2] Τον Μάρτιο 2014 ο τότε Αντιδήμαρχος Οικονομικών του Δήμου Θεσσαλονίκης, κ. Χασδάι Καπόν ζήτησε από το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης την απόσυρση των φωτογραφιών των «δωσίλογων Δημάρχων Θεσσαλονίκης», Μερκουρίου και Σερεμέτη (βλ. http://mail.seleo.gr/thessalonikh/131253-kapon-katevaste-tis-fotografies-ton-dosilogon-dimarxon), ενώ ένα περίπου χρόνο αργότερα ο Πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας κ. Δαυίδ Σαλτιέλ , σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Θεσσαλονίκης, εξέφρασε τη λύπη του για την «αναβολή λήψης απόφασης αναφορικά με την αποκαθήλωση των πορτραίτων των ατόμων που υπηρέτησαν το αξίωμα του Δημάρχου Θεσσαλονίκης την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής» (βλ. http://www.thestival.gr/society/item/175992-dysareskeia-tis-israilitikis-koinotitas-thessalonikis-gia-tin-mi-lipsi-apofasis-gia-ta-portreta-dimarxon-tis-germanikis-katoxis).
[4] Η αδελφή του συγγραφέα είναι νυμφευμένη με τον εγγονό του Γεωργίου Σερεμέτη.
[5] «Γεώργιος Σερεμέτης (1879-1950), Δικηγόρος, Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, με αφορμή τα 50 χρόνια από το θάνατό του», Ενώπιον (έκδοση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), τχ. 21 (2001), σ. 56.
[6] Ευάγγελος Χεκίμογλου, «Η Θεσσαλονίκη πριν το 1912, Οικονομία και Κοινωνία», Ελλήνων Ιστορικά, σ. 108.
[7] Ό.π.
[8] Εφημερίδα Μακεδονία, 24/2/1931, σελ. 1.
[9] Εφημερίδα Μακεδονία 8/2/1926, σελ. 3.
[10] Εφημερίδα Μακεδονία 12/11/1931, σελ. 1.
[11] Ιστορικό Αρχείο Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, http://www.faath.org.gr/archive/search/index.html?q=Σερεμέτης
[12] «Αφιέρωμα: 100 χρόνια Δ.Σ.Θ. 1914-2014», Ενώπιον, τχ. 74, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014, σ. 21.
[13] Η διακήρυξη αναδημοσιεύεται στην πρώτο φύλλο της εφημερίδας Δημοκράτης (Έκδοσις της Οργανώσεων Νέων της Ενώσεως Κέντρου), Οκτώβριος 1962, σ. 3.
[14] «ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 100 χρόνια Δ.Σ.Θ. 1914-2014», Ενώπιον, τχ. 74, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014, σ. 22.
[15] Αριθ. 134 Εν Θεσσαλονίκη τη 10 Απριλίου 1941 Ανακοίνωσις
Προς τους κ.κ. Δικηγόρους
Ανακοινώνω υμίν ότι ο κ. Στρατιωτικός Διοικητής του Γερμανικού Στρατού εις τους επισκεφθέντας αυτόν ίνα τον χαιρετήσωσι Πρόεδρον Εφετών κ. Ζήλον, Εισαγγελέα Εφετών κ. Αλεξανδρόπουλον και Πρόεδρον Δικηγορικού Συλλόγου κ. Σερεμέτην, ανεκοίνωσεν ότι η επιθυμία του είναι να εξακολουθήσωσι τα Δικαστήρια συνεδριάζοντα κανονικώς όπως και πρότερον.
Συνεπώς τα Δικαστήρια θέλουν ακολουθώσι τας εργασίας των ανελλιπώς.
Εν Θεσσσαλονίκη τη 10η Απριλίου 1941
Εκ του Προεδρείου του Συλλόγου
[17] «Η Θεσσαλονίκη υπό γερμανικήν κατοχήν», Γρηγόριος ο Παλαμάς, Μηνιαίον Εκκλησιαστικόν Εθνικόν Οικογενειακόν Περιοδικόν, Απρίλιος-Μάιος 1941, σ. 89.
[18] Βλέπε, για παράδειγμα, παρακάτω την επιστολή του ιδίου προς τον Ιωάννη Μεταξά, επί τη ευκαιρία της ονομαστικής του εορτής, στον απόηχο των νικηφόρων μαχών του ελληνικού στρατού στην Αλβανία (αρχείο Νέστορος Καββαδά, http://palaiabiblia.blogspot.gr/2014 11 01 archive.html):
Θεσσαλονίκη τη 7 Ιανουαρίου 1941
Ιωάννην Μεταξάν
Πρωθυπουργόν
Αθήνας
Σύσσωμος δικηγορικός κόσμος Μακεδονίας μετ΄εμού προσωπικώς επί ονομαστική σας εορτή αναπέμπει διαπύρους ευχάς υπέρ πολυτίμου υγείας σας και εκφράζει βαθυτάτην ευγνωμοσύνην προς Κυβερνήτην Ελληνικού Έθνους καθοδηγήσαντα αυτό εις περίλαμπρον θρίαμβον Ελληνικών όπλων δοξασάντων Ελλάδα και χαράξαντα ανεξιτήλως μεγαλείον αυτής.
Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Γεώργιος Σερεμέτης
Στο ίδιο πνεύμα πρέπει να ιδωθεί και η επιστολή της 22/5/1941 προς τον «Στρατηγόν Γ. Τσολάκογλου, Πρόεδρον της Κυβερνήσεως» με τον οποίον τον συγχαίρει για τη στρατιωτική του δράση «όσον και δια την ανάληψιν της Κρατικής εξουσίας». Σε επιστολόχαρτο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ο Γ. Σερεμέτης υπογράφει με τη θεσμική του ιδιότητα, ως Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, προς έναν άλλον Πρόεδρο.
[19] Το ορθό είναι «Φίλοι του Χωριού». Για περισσότερα βλέπε Βάιος Καλογρηάς, Το Αντίπαλο Δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία (1941-1944),
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 167-169.
[20] «ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 100 χρόνια Δ.Σ.Θ. 1914-2014», Ενώπιον, τχ. 74, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014, σ. 23.
[21] Αρ. 375 13 Ιουλ. 1942
Προς Τον Κον Γενικόν Διοικητήν Μακεδονίας
Έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι επέμβητε παρά τοις αρμοδίοις Γερμανικαίς στρατιωτικαίς Αρχαίς, όπως εξαιρέσωσι της πολιτικής επιστρατεύσεως των ενταύθα Ισραηλιτών τους Δικηγόρους αυτών επτά τον αριθμόν, ών τα ονόματα αναγράφομεν κατωτέρω.
Εκτός του ότι οι Δικηγόροι είναι εκ του Νόμου Δημόσιοι υπάλληλοι (άρθρ.35 του Κωδ. Περί Δικηγόρων) αλλά και ως διανοούμενοι δεν δύναται να επιδοθώσι εις έργα απαιτούντα σωματικήν καταβολήν είναι δε χρήσιμοι και απαραίτητοι, τόσον εις την Ισραηλιτικήν Κοινότητα, τους νόμους και κανονισμούς της οποίας εφαρμόζουσιν ούτοι αλλά και εις τα Ελληνικά Δικαστήρια, προκειμένου περί εφαρμογής νόμου αφορώντος Ισραηλίτας.
Δια τον αυτόν δε λόγον απηλλάγησαν οι πλείστοι των ιατρών.
Τα ονόματα των εν λόγω δικηγόρων είναι τα εξής:
1) Ηλίας Οβαδιά
2) Σαμ. Ναχμίας
3) Σιμαντώβ Κοέν
4) Ηλίας Καμχή
5) Ισάκ Σιακής
6) Αλβέρτος Σιακής
7) Μεναχέμ Φαρατζής.
Άπαντες ούτοι έχουν επιστρατευθή εις τον Ελληνικόν Στρατόν του τελευταίου πολέμου, ο είς δ’εκ τούτων (4ος Ηλίας Καμχή) είχε και αδελφόν φονευθέντα εις το μέτωπον.
Μετά πάσης τιμής
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματεύς
( Γ. Σερεμέτης) (Θ. Βαζάκας)
[22] Λούκος Χρήστος, «Η πείνα στην Κατοχή. Δημογραφικές και Κοινωνικές Διαστάσεις», Χρ. Χατζηιωσήφ – Πρ. Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 1940-1945. Κατοχή και Αντίσταση, τόμος Γ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007. Ο συγγραφέας αναφέρει πως στον Δήμο Θεσσαλονίκης καταγράφονται 1.791 θάνατοι από πείνα και εξάντληση το 1942. Τα στοιχεία είναι από την πρωτότυπη έρευνα των Βασίλη Κ. Γούναρη, Καθηγητή Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και Πέτρου Παπαπολυβίου, Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, βλέπε: «Εκτελέσεις, βία και ασιτία στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής. Έρευνα και καταγραφή», στο Βασίλης Κ. Γούναρης - Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη: Ξένη κυριαρχία - Αντίσταση και επιβίωση, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής 2001, σ. 135-218.
[23] Και όχι δηλαδή του εξιδανικευμένου «Έθνους γενναίου και ευγενούς» που περιέγραφε ένα μόλις έτος νωρίτερα ο Δήμαρχος Κ. Μερκουρίου κατά την παράδοση της πόλης.
[24] Οι κανόνες του Δικαίου του Πολέμου, όπως είχαν εθιμικά και από αιώνες διαμορφωθεί, είχαν γραπτώς αποτυπωθεί στη Συνθήκη της Χάγης (Laws of War: Laws and Customs of War on Land (Hague II); 29 Ιουλίου 1899). Βλέπε, ειδικότερα, τοάρθρο 35 (Κεφ. 4, «Συνθηκολογήσεις») που αναφέρει: «Capitulations agreed on between the Contracting Parties must be in accordance with the rules of military honor. When once settled, they must be scrupulously observed by both the parties» (http://avalon.law.yale.edu/19th_century/hague02.asp). Αλλά και το παρακάτω: «The development of the laws and usages of war is determined by three principles. ... And there is, thirdly, the principle of chivalry, which demands a certain amount of fairness in offence and defence, and a certain mutual respect between the opposing forces.» United Kingdom War Office, Manual of Military Law, Chapter XIV, The Laws and Usages of War on Land, 234 (¶3) (1914), όπως αναφέρεται στο Department of Defense Law of War Manual, Office of General Councel, Department of Defence, United States of America, Ιούνιος 2015, σ. 66.
[25] «Οι Βούλγαροι προ των πυλών: στρατιωτικές ανακατατάξεις και πολιτικές ζυμώσεις στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία (Ιούλιος 1943 - Φεβρούαριος 1944)», Στράτος Ν. Δορδανάς, ΕΓΝΑΤΙΑ 12:9-19, 2008, σ. 17, υποσημείωση 38.
[26] Γρηγόριος ο Παλαμάς, τχ. 334-335, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1943, σ. 31, «Νέος Δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Από της 24ης Φεβρουαρίου ορκισθείς ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, κ. Γ. Σερεμέτης, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, όστις και επεσκέφθη τον Π. Μ. ημών κ. Γεννάδιον ίνα ζητήσει τας ευχάς και ευλογίας του».
[27] Περ. Αγγελόπουλος, Πολιτική Διοίκησις εις την Β. Ελλάδα, 1912-1965, Θεσσαλονίκη, 1965, σ. 160.
[28] Πρόκειται ίσως για την περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της απόλυσης του Κ. Μερκουρίου στις 27 Ιανουαρίου 1943 και της ορκωμοσίας του Γ. Σερεμέτη στις 24 Φεβρουαρίου 1943. Ο Λεόν Σαλτιέλ σε προσωπική επικοινωνία με τον συγγραφέα στις 6/1/2017 παρατήρησε όμως πως η περίοδος που η πόλη και το «Εθνικό Συμβούλιο Μακεδονίας» αναζητούσε αντικαταστάτη του Κ. Μερκουρίου ενδεχομένως να ήταν μεγαλύτερης διάρκειας και πως είχε ήδη γίνει μια ατελέσφορη προσπάθεια στα τέλη Ιουλίου 1942 για διορισμό του Δημ. Ηλιάδη, η οποία είχε μάλιστα ανακοινωθεί στον Τύπο στις 27 Ιουλίου 1942 («Δι' αποφάσεως της Κυβερνήσεως διορίζεται Δήμαρχος Θεσσαλονίκης ο κ. Δημ. Ηλιάδης»). Δυστυχώς το αρχείο του Εθνικού Συμβουλίου Μακεδονίας δεν έχει βρεθεί.
[29] Ναούμ Μπαμπατάκας , «Μνήμη Γεωργίου Δ. Σερεμέτη (1879-1950)», Αρμενόπουλος, τ. 47, 1993, σ. 591-2. Για το Εθνικό Συμβούλιο βλέπε επίσης Βάιος Καλογρηάς, Το Αντίπαλο Δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία (1941-1944), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 167.
[30] Δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση αυτής της πληροφορίας, αλλά γνωρίζουμε πως τον Ιούνιο 1943 οι βουλγαρικές αρχές όντως ήγειραν την αξίωση στις γερμανικές αρχές Κατοχής να τοποθετηθούν στις περιοχές που υπήρχε «βουλγαρική μειονότητα» Βούλγαροι δήμαρχοι (βλ. Στράτος Ν. Δορδανάς , «Οι Βούλγαροι προ των πυλών: στρατιωτικές ανακατατάξεις και πολιτικές ζυμώσεις στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία (Ιούλιος 1943 - Φεβρουάριος 1944)», ΕΓΝΑΤΙΑ 12:9-19, 2008, σ. 12, υποσημείωση 10. Ο ιστορικός Στράτος Ν. Δορδανάς υποστήριξε, σε συνομιλία με τον γράφοντα στις 5/1/2017, πως οι Γερμανοί, γνωρίζοντας την ιστορικά οδυνηρή σχέση των δύο λαών και τις βουλγαρικές βλέψεις στην ελληνική επικράτεια, δεν δίσταζαν να προβάλουν το ενδεχόμενο βουλγαρικής συμμετοχής στην Κατοχική διοίκηση, όταν αντιλαμβάνονταν φαινόμενα ελληνικής απείθειας προς τις γερμανικές αρχές Κατοχής.
[31] Leon Saltiel, «Dehumanizing the Dead». The Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources», Yad Vashem Studies, Volume 42 [1], Ιούλιος 2014, σ. 2. Αναγνώστηκε από τον ιστότοπο https://www.academia.edu/8343279/Dehumanizing_the_Dead_The_Destruction_of_Thessaloniki_s_Jewish_Cemetery_in_the_Light_of_New_Sources. Οι αριθμοί σελίδων αναφέρονται στην αρίθμηση που φέρει το άρθρο που έχει αναρτηθεί στον εν λόγω ιστότοπο.
[32] Ό. π, σ. 8.
[33] Η Απογευματινή σε άρθρο της 9 Δεκεμβρίου 1943 θα κάνει λόγο για την «ανακούφιση» που ένιωσε ο λαός της Θεσσαλονίκης πληροφορούμενος τη «μεταφορά» των νεκροταφείων, μετά από πρωτοβουλία των γερμανικών αρχών και την «ευγνωμοσύνη» του προς αυτές. Ό.π., σ. 13
[34] Leon Saltiel, «Dehumanizing the Dead» The Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources», σ. 10, «Η ανταλλαγή επιστολών και τα πρακτικά των συναντήσεων καταδεικνύει σαφώς πως οι Γερμανοί αξιωματούχοι κατηύθυναν το όλο σχέδιο» (μετάφραση του γράφοντος).
[35] Ό.π., σ. 11
[36] Ό.π., σ. 15.
[37] Ο Χρίστος Χριστοδούλου αναφέρει πως το 1924 το κοιμητήριο του τάγματος των Μεβλεβήδων στη Θεσσαλονίκη «κατελήφθη 'εξ εφόδου' από άστεγους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής. Οι επιτύμβιες στήλες έγιναν οικοδομικό υλικό...[...] τα οστά των μουσουλμάνων ιερωμένων ξεθάφτηκαν... ». Αλλά και πως η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης «δημιουργήθηκε πάνω στο απέραντο μουσουλμανικό νεκροταφείο και στο κοιμητήριο των ντονμέδων». Χρίστος Χριστοδούλου, «Μουσταφά Κεμάλ, ο βίος και η πολιτεία του στη Θεσσαλονίκη», 12η έκδοση, Εξάντας, Θεσσαλονίκη, σ. 60, 62.
[38] Ό.π.
[39] Leon Saltiel, «Dehumanizing the Dead» Τhe Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources», σ. 17.
[40] Ό.π.
[41] Βλέπε, για παράδειγμα, το Leon Saltiel, «Dehumanizing the Dead» Τhe Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources», σ. 27, όπου ο συγγραφέας θεωρεί πως η χρήση ταφικών πλακών του κατεστραμμένου νεκροταφείου από όλα τα τμήματα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας, νομιμοποιούσε, κατά μια έννοια, την καταστροφή.
[43] Πρακτικά Διοικούσης Επιτροπής Δήμου Θεσσαλονίκης, 26 Μαρτίου 1943, (σ. 194-195, τόμος 41). Πηγή: https://thessanoixtipoli.wordpress.com/2011/10/24/3454/ (επίσκεψη 3 Ιανουαρίου 2017)
[44] Mark Mazower, Salonica, City of Ghosts, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη, 2005, σ. 400
[45] Ένας νόμος που ψηφίστηκε στις 27/7/1938 στη Γερμανία αφορούσε στην υποχρεωτική μετονομασία οδών που έφεραν εβραϊκά ονόματα ή ονόματα όσων ήταν «κατά το ήμισυ» Εβραίοι, βλ. https://bristolhmd.org/tag/nuremberg-laws/
[46] «Αnd this municipality of the city, who knows under whose suggestion, considered appropriate to make a decision to rename some (very few) streets of the city», Γιακοέλ Γιομτώβ, Απομνημονεύματα 1941-1943, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1993, όπως το αναφέρει ο Λεόν Σαλτιέλ στο αδημοσίευτο «A City Against Its Citizens? Thessaloniki and the Jews».
[47] «12.11.1942. Μετά από απαίτηση των αρχών Κατοχής, το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει τη μετονομασία των οδών που έφεραν εβραϊκά ονόματα», Ευάγγελος Χεκίμογλου, Το χρονικό του διωγμού στη Θεσσαλονίκη, Πρακτικά Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, Σεμινάριο για εκπαιδευτικούς, «Διδάσκοντας για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα», Θεσσαλονίκη, 11 & 12 Δεκεμβρίου 2014.
[48] Λεόν Σαλτιέλ, «A City Against Its Citizens? Thessaloniki and the Jews» (αδημοσίευτο), σ. 7.
[49] Όπως σημειώνει ο Λεόν Σαλτιέλ, ο Περικλής Γαροφάλλου ήταν γαμπρός του Σωτήριου Γκοτζαμάνη, υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Τσολάκογλου. Στις αρχές του 1943 προσπάθησαν μαζί, χωρίς επιτυχία, να ιδρύσουν εθνικο-σοσιαλιστικό κόμμα στην Θεσσαλονίκη. Λεόν Σαλτιέλ, «A City Against Its Citizens? Thessaloniki and the Jews» (αδημοσίευτο), σ. 3, υποσημείωση 5. Η υπογραφή του Περικλή Γαροφάλλου εμφανίζεται επίσης σε έγγραφα του Δήμου Θεσσαλονίκης, με τα οποία αποφασίζεται η απόλυση εβραίων υπαλλήλων του Δήμου για «αδικαιολόγητη απουσία» από τη θέση τους, αφού όμως ήδη έχουν ολοκληρωθεί οι εκτοπισμοί τους.
[50] Η τοποθέτηση του Μπλέζιγκ έγινε καθώς οι γερμανικές αρχές Κατοχής δημιούργησαν τον Ιούλιο 1943 τη Γερμανική Περιφερειακή Διοίκηση Μακεδονίας. Ο Μπλέζιγκ παρέμεινε στη θέση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης ως τον Δεκέμβριο 1943, οπότε και διαλύθηκε η διοικητική αυτή δομή ως μη εξυπηρετούσα, πλέον, τους γερμανικούς σκοπούς.
[51] Ευάγγελος Χεκίμογλου, «Το χρονικό του διωγμού στη Θεσσαλονίκη», Πρακτικά Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, Σεμινάριο για εκπαιδευτικούς, «Διδάσκοντας για το Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα», Θεσσαλονίκη, 11 & 12 Δεκεμβρίου 2014.
[52] Λεόν Σαλτιέλ, «A City Against Its Citizens? Thessaloniki and the Jews» (αδημοσίευτο), σ. 9
[53] Οι υπάλληλοι αυτοί απουσίαζαν από την υπηρεσία τους όχι φυσικά αυθαίρετα και αδικαιολόγητα, αλλά επειδή ήταν έγκλειστοι στα γκέτο της πόλης, κρύβονταν, ή είχαν ήδη εκτοπιστεί.
[54] Βλέπε έγγραφο με ημερομηνία 24/3/1943». Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, Α/1 α, φάκελος 26, υποφάκελος 3, «Έγγραφα σχετικά με την απόλυση των Εβραίων υπαλλήλων του Δήμου Θεσσαλονίκης».
[55] Δυστυχώς το αρχείο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας δεν έχει εντοπιστεί ή μελετηθεί από ερευνητές.
[56] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της απόλυσης του Αλμπέρτου Άντζελ, ειδικού τεχνίτη χωροσταθμίσεως του Τμήματος Κατασκευών και Ελεγκτών (απόφαση 21681/14.5.1943) και η πρόσληψη του Ιωάννη Τσιμόπουλου την επόμενη ακριβώς ημέρα (απόφαση 15875/15.5.1943) στην ίδια θέση, δηλαδή ως ειδικού τεχνίτη χωροσταθμίσεως του βοηθητικού προσωπικού του Τμήματος Κατασκευών και Ελεγκτών. Το έγγραφο πρόσληψης αναφέρει πως τοποθετείται «εις κενήν θέση... » Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, φάκελος 20, υποφάκελος 1α, «Α/1α Διορισμοί και απολύσεις δημοτικών υπαλλήλων 1943».
[57] Βλέπε απόφαση 12066 της 26/3/1943 όπου απολύονται οι οδοκαθαριστές Βασίλειος Ζήσης, Σταύρος Φιλιππίδης, Γεώργιος Χατζημιχαήλ, Σταύρος Σαγιαλίδης, Μορδώχ Καμχή και Αβράμ Αμιρ διότι «απουσιάζουσιν αδικαιολογήτως και αυθαιρέτως της υπηρεσίας...». Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, φάκελος 20, υποφάκελος 1 α, «Α/1α Διορισμοί και απολύσεις δημοτικών υπαλλήλων 1943».
[58] Απόφαση 267/1930 του Α' Τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας, όπως αναφέρεται στην απόφαση απόλυσης του δημοτικού υπαλλήλου Στεργίου Παπαστεφάνου με αρ. 35703 της 23/10/1943, ό.π.
[59] Βλέπε αναφορά του αρχικλητήρος του Δήμου κ. Αγγ. Τσουκαλά με ημερομηνία 14.5.1943 που αναφέρει ότι πέντε Εβραίοι κλητήρες «απουσιάζουσιν εκ της υπηρεσίας των από της 23ης Μαρτίου 1943, αφ ης έληξεν η χορηγηθείσα αυτοίς 15θήμερος κανονική άδεια», Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, Α/1 α, φάκελος 26, υποφάκελος 3, «Έγγραφα σχετικά με την απόλυση των Εβραίων υπαλλήλων του Δήμου Θεσσαλονίκης».
[60] Βλέπε υπηρεσιακό σημείωμα με αρ. πρωτ. 745/24.3.1943 της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου που αναφέρεται στην απουσία των Μεναχέμ Μπενβενίστε και Σολ. Σεβή, οι οποίοι «κατόπιν των περί Ισραηλιτών απαγορευτικών διαταγών των Αρχών Κατοχής, απουσιάζουσιν εκ της υπηρεσίας από της 6ης Μαρτίου ε.ε.». ό.π.
[61] Οι αποφάσεις απόλυσης κάνουν μνεία στον Νόμο 4548/1930 «Περί καταστάσεως των δημοτικών υπαλλήλων», όπως δημοσιεύτηκε στο Φύλλο της Κυβερνήσεως αρ. 115 (Τεύχος Α) της 16 Απριλίου 1930.
[62] Στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης ο ερευνητής ανακαλύπτει έγγραφα για εκατοντάδες προσλήψεις ανειδίκευτου προσωπικού στο Δήμο Θεσσαλονίκης την εποχή αυτή, κυρίως την περίοδο Απριλίου - Ιουνίου 1943. Βλέπε Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, φάκελο 20, υποφακέλους 1α-γ & 2.
[63] Έγγραφο του Γραφείου Προσωπικού του Δήμου Θεσσαλονίκης προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών, αρ. πρωτ. 23599/30.6.1943, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, φάκελος 20, υποφάκελος 2.
[64] Αριθ. απόφασης 19085 της 16/4/1943 (απόλυση 139 Εβραίων υπαλλήλων) και αριθ. απόφασης 22238 της 28/5/1943 (απόλυση 119 Εβραίων υπαλλήλων), Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο «Α/1, φάκελος 20, υποφάκελος 1α, «Α/1α Διορισμοί Απολύσεις 1943».
[65] Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, φάκελος 20, υποφάκελος 1α, «Α/1α Διορισμοί Απολύσεις 1943».
[66] Αμφότερα τα έγγραφα βρίσκονται στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, φάκελος 20, υποφάκελος 1α, «Α/1α Διορισμοί και απολύσεις δημοτικών υπαλλήλων 1943».
[67] Mark Mazower, Salonica, City of Ghosts, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη, 2005, σ. 419. Ο συγγραφέας αναφέρει πως στα μέσα του 1945 οι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Μακεδονία είχαν φθάσει τις 60.000.
[68] «Γεώργιος Σερεμέτης (1879-1950), Δικηγόρος, Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, με αφορμή τα 50 χρόνια από το θάνατό του», Ενώπιον (έκδοση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), τ. 21 (2001), σ. 56.
[69] Τι άραγε να συζήτησαν ο Μητροπολίτης Γενναδίος και ο Δήμαρχος Γ. Σερεμέτης κατά την επίσκεψή τους στις 20 Απριλίου 1943 στον Γενικό Πρόξενο της Γερμανίας και στον Στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης - Αιγαίου Στρατηγό Χάρδε «επί τη επετείω των Γενεθλίων του Αρχηγού του Γερμανικού Έθνους Αδόλφου Χίτλερ»; Τι να κρύβει μια τέτοια 'εθιμοτυπική' επίσκεψη, ενώ κάθε λίγες ημέρες αναχωρούν από την πόλη φορτία ανθρώπινων ψυχών; Ασφαλώς όχι ευχές για τον Φύρερ. (βλ. «Γενέθλια Χίτλερ», Γρηγόριος ο Παλαμάς, τχ. 336-337, Μάρτιος - Απρίλιος 1943, σ. 70).
[70] Βασίλης Ριτζαλέος, «Η ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία της Θεσσαλονίκης και το Ολοκαύτωμα», στο Γ. Αντωνίου, Σ. Δορδανάς, Ν. Μαραντζίδης (επιμ.), Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 298
[71] Στράτος Δορδανάς, «'Ελληνες εναντίον Ελλήνων», Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 170.
[72] Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Αρχείο, 1943, φάκελος 2, υποφάκελος 5. Το έγγραφο είχε εντοπίσει πρώτος, πριν το συγγραφέα του παρόντος υπομνήματος, ο ιστορικός κ. Ε. Χεκίμογλου.
[73] Ιστορικό Αρχείο Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης http://www.faath.org.gr/archive/search/resource.html?tab=01&id=861
[74] Για τη συμμετοχή του στην ΕΠΟΝ ο Δημήτρης Σερεμέτης απολύθηκε από τη θέση που κατείχε ως έκτακτος δημόσιος υπάλληλος με την υπ. αριθ. 17361/2213/26.2.47 απόφαση του Υπουργού Εφοδιασμού που δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμ. 61/17.3.47 ΦΕΚ (Τεύχος Γ'), σελ. 327. Διαβάζουμε σχετικά (επισήμανση του συγγραφέα): «Δια της υπ. αριθ. 17361/2213/26.2.47 αποφάσεως του Υπουργού Εφοδιασμού, απελύθησαν οι κάτωθι παρά τη Επιτροπή Γενικών Διανομών Ε’ διαμερίσματος Θεσ/νίκης υπηρετούντες έκτακτοι υπάλληλοι της τέως ΕΔΒΕ δια διαγωγήν ασυμβίβαστον προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου: Αικατερίνη Ανδρεάδου, Γεωργ. Σκαμνιώτης, Δήμητρα Νταγιάκα, Εμ. Λιόντας, Ευγενία Χαραλαμπίδου, Χριστοφ. Κωνσταντινίδης, Άννα Κατσάνου, Νικόλ. Περιστέρης, Ίω. Χίνδερλης, Γεώργ. Μαραγκούλης, Αθαν. Μελάς, Κων. Αναστάσογλου, Δημ. Σερεμέτης, Φρίξος Σάββας, Ελευθ. Χατζηελευθεριάδης.»
[75] Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 213-4.
[76] Ναούμ Μπαμπατάκας , «Μνήμη Γεωργίου Δ. Σερεμέτη (1879-1950), Αρμενόπουλος, τόμος 47, 1993, σ. 591-2.
[78] Προφορική μαρτυρία του δικηγόρου Δίγκα - Χαρδαλιά στον ιστορικό κ. Μάνο Μαλαμίδη, στο πλαίσιο λήψεων συνεντεύξεων της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης για τη δημιουργία ντοκυμαντέρ με θέμα την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, Φθινόπωρο 2016. Ο κ. Μάνος Μαλαμίδης διηγήθηκε το περιστατικό στον συγγραφέα στις 31 Δεκεμβρίου 2016.
[79] Εννοείται πως τα παραπάνω αποτελούν ενδείξεις και όχι αποδείξεις αθωότητας. Ας τονιστεί εδώ πως πλείστοι ήταν αυτοί που παρότι συνεργάστηκαν με τις γερμανικές αρχές Κατοχής ουδέποτε κλήθηκαν να παρουσιαστούν ενώπιον δικαστηρίου (ειδικό ή άλλο), ουδέποτε διώχθησαν από αντιστασιακές οργανώσεις και ουδέποτε καταδικάστηκαν.
[80] Βλέπε, για παράδειγμα το άρθρο του Δρ. Ευάγγελου Χεκίμογλου, εφόρου του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, που σημειώνει χαρακτηριστικά: «...ούτε η πρόσφατη –και οπωσδήποτε ούτε η παλαιότερη- ιστορική έρευνα θεμελιώνουν την κατηγορία του δωσιλογισμού εις βάρος του προαναφερθέντος δημάρχου». Αναφέρει δε πως οι αιτιάσεις «μάλλον από συγγνωστή πλάνη διατυπώθηκαν κατά του Γ. Σερεμέτη», «'Αποκαθήλωση' εικόνων στο Δήμο Θεσσαλονίκης», εφημερίδα Μακεδονία, 13/04/2014.
[81] Συνεδρίαση Διοικούσας Επιτροπής Δήμου Θεσσαλονίκης, 15 Μαρτίου 1943, τόμος πρακτικών, αρχείο Νέστορος Καββαδά. Ευχαριστώ τον κ. Χρήστο Καββαδά που μου την υπέδειξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου