Εικόνα 1. Η αρμενική εκκλησία Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξανδρούπολη, 1983
Θεσσαλονίκη,
21 Μαΐου 1986
Αγαπητέ
μου Ράλλη,
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………Αυτές
τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας ο νους μου δε λέει να ξεκολλήσει από την
Αλεξανδρούπολη. Το σπίτι που κάθομαι εδώ και πολλά χρόνια είναι πλάι στην Εκκλησία
της Οσίας Ξένης (της καινούργιας) και οι καμπάνες, η βαβούρα του κόσμου, οι
φωνές των παιδιών, οι ψαλμωδίες απ’ τα μεγάφωνα της εκκλησίας με γυρνάνε χρόνια
πίσω, εκεί στα 1932 με 1939, στην Αλεξανδρούπολη. Βέβαια δε με δυσαρεστούν
αυτές οι διαδρομές. Τράβαμε κι ας κλαίω, που λένε. Μπορώ να πω ότι με γεμίζουν
μ’ ένα αίσθημα αναγνώρισης του εαυτού μου, γιατί σπάνια τα τελευταία χρόνια
αυτοαναγνωρίζομαι.
Εκείνα
τα χρόνια που σου λέω, τη Μεγάλη Εβδομάδα, τα προαύλια των ναών Αγίου Νικολάου
και Αγίου Ελευθερίου, ήταν τα κέντρα λήψεως των μεγάλων αποφάσεών μας.
Καταστρώναμε
τα σχέδιά μας, όχι πάντα αθώα και συνεπή προς το θρησκευτικό αίσθημα των
ημερών, κάτι χουνέρια σε βάρος των εβραιόπουλων και των τουρκόπουλων, χουνέρια
που τα υποδαύλιζαν κάτι στυγερές αφηγήσεις για την εβραϊκή και την τουρκική
αντιχριστιανική θηριωδία1.
Μόνο
τα αρμενόπουλα απολάμβαναν τη συμπάθειά μας και τη φιλία μας, συχνά επιστήθια.
Γι’ αυτό η εκκλησία τους, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, θα τη θυμάσαι
βέβαια, εκεί στη διασταύρωση των οδών 14ης Μαΐου (η κεντρική οδός
που οδηγούσε από το καφενείο ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό) και – δεν τη
θυμάμαι - γινόνταν πόλος έλξης για μας.
Ντυμένοι στα καλά μας (τρομάρα μας!) περιφέραμε την παιδική μας
αμεριμνησία και σκανταλιά στο μικρό και πολύβουο αυτές τις μέρες προαύλιό της.
Οι
δικοί μας, μας έχαναν ολόκληρη μέρα.
Ξεχνούσαμε να πάμε το μεσημέρι για φαγητό. Και τι να φάμε; Που μας τάραζαν στη
νηστεία, ταχινόσουπα, ελιές, του κόσμου τα απωθητικά νερομπλούκια (κι αυτά αν
υπήρχαν). Κάτι τολμητίες και περιφρονητές του κατεστημένου παραβίαζαν
ανερυθρίαστα το Νομοκάνονα, πάσχαζαν απ’ τη Μεγάλη Τετάρτη και μεις οι
ατολμότεροι δε λέγαμε όχι στις προσφορές τους. Στο σπίτι εγώ παρίστανα το
Χερουβείμ και, δεν το κρύβω, ανατρίχιαζα ακούοντας τους αφορισμούς και τις
κατάρες της γιαγιάς μου, που στηλίτευαν τους αντίχριστους, τους αιρετικούς,
τους θεοκατάρατους, τους κακοχρονισμένους, που γεύονταν πρόωρα τα καλούδια της
Πασχαλιάς.
-
Θα σκάσεις, βρε
Κιουταχή, αν υπονομέψεις δυο μέρες; Ε, θα σκάσεις;
Κιουταχής,
εννοείται, εγώ, ο ακούων στο χριστιανικότατο όνομα Ιωάννης.
Ιδιαίτερα
μου έρχονται στο νου κάτι ταβερνεία, του Θωμά του Λαλέτα στην κεντρική οδό της
αγοράς, ένθεν και ένθεν τα μανάβικα, τα χασάπικα, το μουχτάρικο, το ζυθεστιατόριον
η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ, θαρρώ, του Γαλγαδά, ένα άλλο πάλι, του Κουρταλή, η Ωραία του
Πέραν, που κόρωναν μεγαλοβδομαδιάτικα από τις νεφραμιές, τα κοψιδάκια, τα
αμελέτητα, τη λακέρδα, το σκουμπρί και ανέβαινε κνίσσα ως τα ολύμπια δώματα κι
όπου το επιμύθιο κάθε τσουγκρίσματος: «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει»
έδινε κι έπαιρνε.
Ακόμα
δεν μπορώ να καταλάβω ποιον ασθενή και ποιον οδοιπόρο εννοούσαν. Γιατί οι
θαμώνες τους δεν ανήκαν σε καμιά από τις δύο αναφερόμενες παραπάνω
συνομοταξίες. Π.χ. ο πατέρας μου, αγλάισμα αυτών των ερατεινών καταφυγίων,
έχαιρε άκρας υγείας και κάθε άλλο παρά οδοιπόρος ήταν. Και όσο για τους άλλους
θαμώνες, μυθικούς ήρωες εκείνον τον καιρόν, τον Ξυλάρα, τον ίδιο τον ταβερνιάρη
τον Θωμά τον Λαλέτα, τον Μηνά από τα Γανόχωρα, ειδικό στα μπαγνταντιά2, τον Αρμένη τον Μπετρός, φανοποιό με όνομα, και τα
άλλα καρντάσια, δεν ήξεραν τι θα πει
γιατρός και η μόνη οδοιπορία τους ήταν από το σπίτι στο μαγαζί ή στο γιαπί, αν
εξαιρέσει κανείς τα μεταμεσονύχτια νυχτοπερπατήματα με άλλους ομοϊδεάτες τους,
κατά τα οποία αναλύονταν η διεθνής πολιτική και η πορεία του εργατικού
κινήματος. Γιατί, πρέπει να καταθέσω αυτή τη μαρτυρία, οι περισσότεροι απ’
αυτούς τους οπαδούς του Διονύσου ήταν συνδικαλισμένοι και έντονα
πολιτικοποιημένοι και θεωρούνταν υπονομευτές της δημόσιας τάξης. Αυτή είναι μια
άλλη σελίδα, η σοβαρή πλευρά του θέματος, να πούμε. Και είναι κρίμα που δε
βρέθηκε κανείς να καταγράψει τα καθέκαστα της δράσης τους, ηρωικής πραγματικά
για κείνους τους σκοτεινούς καιρούς της μεταξικής δικτατορίας.
Θέλω
να πιστεύω πως όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, κάθονται σήμερα εκ δεξιών του
Πατρός και σελαγίζοντας εκπέμπουν το φως της αθωότητάς τους πάνω στα σκότη του
σημερινού κόσμου, προς αιωνίαν δόξαν της θεϊκής μεγαλοθυμίας.
Εκεί,
που λες, στο προαύλιο του αρμενικού ναϊδρίου, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου,
στηνόμασταν με τις ώρες, παίζαμε τρύπιες δεκάρες (κουμάρι), ανταλλάσσαμε αυγά,
κουμπιά, χαρτάκια από τσιγαροκούτια, παίζαμε ντάμα στο πεζούλι, βλέπαμε, ακούγαμε,
σχολιάζαμε.
Η
αρμενική παροικία, όπως ξέρεις, περιελάμβανε στους κόλπους της από αχθοφόρους
μέχρι υπερευκατάστατους επιχειρηματίες και από αναλφάβητους μέχρι φανατικούς
μουσόφιλους. Η χορωδία της, τμήμα του μορφωτικού γυμναστικού συλλόγου ΧΑΪΓΑΖΙΑΝ
ΜΑΣΙΣ, αυτές τις μέρες ήταν στις δόξες της. Πράγματι συναγωνίζονταν επάξια τις
χορωδίες του Δήμου και της Μητροπόλεως, που διηύθυναν ο Κούρτελης και ο
Διανέλος. Έτσι δε λέγονταν εκείνος ο συμπαθής τύπος με τα λευκά ανεμίζοντα
μαλλιά, τη γαμψή μύτη; Φαουστική μορφή, της οποίας μια ιδέα «εν καταγραφή»
(προφίλ), με τη βοήθεια της μνήμης μου, σκιαγραφώ.
Είχα
πολλούς φίλους αρμενάκια και αρμενοπούλες. Τον Γκαρμπίς, τον Σαρκίς, τον
Μιγιρδίτς, τον Στεπάν, φτωχόπαιδα που οι οικογένειές τους μετανάστευσαν το 1947
– 1950, θαρρώ, στο Αζερμπαϊτζάν και στην Τιφλίδα και έκτοτε ούτε φωνή ούτε
ακρόασή τους. Μου έρχονται συχνά στη σκέψη με τα πελώρια μάτια τους, τα
κορακίσια μαλλιά, τα κοντά παντελονάκια τους, τα επιμελώς μπαλωμένα ρούχα τους,
με εκείνο τον αέρα της αξιοπρεπούς πενίας. Θυμάμαι πως ο παππούς του Γκαρμπίς
ήταν, όπως έλεγε ο ίδιος, παλιός αγωνιστής του κόμματος Χιντσάκ3, έζησε τις σφαγές του 1895, του 1915 και καταριόνταν
τον Αβδούλ Χαμίτ, τον αιμοδιψή σουλτάνο. Στο σπίτι του Γκαρμπίς, κοντά στον
παλιό Σταθμό, μας διηγούνταν πως στη Σιβάς4,
παλικαράκι τότε των 20 χρόνων, έβλεπε από το πλυσταριό του σπιτιού τους τους
Τούρκους που έκαιγαν τα βρέφη και πάνω στη φωτιά τους ψήνανε καφέ και
θεριακλώνανε. Αλήθεια, ψέματα; ο Θεός κι η ψυχή του.
Όταν
πηγαίνω στην Αλεξανδρούπολη, δεν παραλείπω να επισκεφθώ την εκκλησία του Αγίου
Ιωάννου του Προδρόμου. Κάθομαι στο πεζουλάκι και αποξεχνιέμαι σε παλιά Μεγαλοβδομάδα.
Το προαύλιο μυρμηγκιάζει πάλι από κόσμο, το καμπανάκι χτυπά πένθιμα, ψαλμωδίες
ακούγονται, ευωδιές λιγωμένες από βιόλες και άλλα νεκρολούλουδα περιχύνουν τον
αέρα, ο ωραίος Γκαρμπίς με το γυμνασιακό του πηλήκιο λοξοκοιτάζει τα
κοριτσόπουλα και μας κλείνει με σημασία το μάτι.
Ο
Γκαρμπίς, ξέρεις, δεν πήγαινε στο Γυμνάσιο, αλλά φορούσε γυμνασιακό πηλήκιο
κουτσαβάκικα και μας έκανε να ζηλεύουμε, γιατί εμείς απαγορεύονταν να το φορούμε
έτσι και το καθίζαμε στο κουρεμένο μας κεφάλι σαν ταψί δια τον φόβον των
Ιουδαίων.
Είναι
παράξενο, αλλά κάτι τέτοιες ώρες αυτοαναγνωρίζομαι. Μάλιστα με τέτοια διαύγεια,
που τρομάζω. Θαρρείς και με βαραίνει ο αξόδευτος χρόνος των 45 χρόνων, που
όμως, όπως και να το κάνω, δαπανήθηκε πια αμετάκλητα.
…………………………………………………………………………………………Στο
σπίτι [το πατρικό του, ο ίδιος] δεν καλοπερνά (ο πατέρας του κουφωματάς,
επιπλοποιός, όταν το καλεί η περίσταση, άνεργος το μισό χρόνο) έχει στο μεταξύ
κάνει τη γνωριμία [ο Γ. Π.] με τους παρακειμένους και τους υπερσυντέλικους,
λέλυκα, ελελύκειν, έχει κάποια ταλαιπωρημένα, θολά όνειρα, υποψιάζεται το
ωραίο, θαυμαστής των ζωγράφων Κουρουτζίδη και Ζωρζ, του Μαλακάση, Πορφύρα,
Παλαμά, ών ουκ έστι τέλος.
…………………………………………………………………………………… Σου ανέφερα πιο πάνω τους …αναμορφωτές των
εικαστικών τεχνών της πόλης μας, Κουρουτζίδη και Ζωρζ. Θα τους θυμάσαι,
υποθέτω. Και πώς να μην τους θυμάσαι; Εγώ τους πρωτογνώρισα το 1935 - 36. Ο Ζωρζ (Γεώργιος Ασπρομάλλης) είχε ένα
μικρό εργαστήρι – γκαλερί (ο όρος γκαλερί άγνωστος τότε) δίπλα στο μαραγκούδικο
του πατέρα μου, στην πλατεία Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας μου συχνά με
απόπαιρνε, γιατί παρατούσα τη δουλειά που μου ανέθετε και χάζευα στην προθήκη
του εργαστηρίου του. Βλέποντας τα ηλιοβασιλέματα, τις νεκρές φύσεις, τα
ακρογιάλια, τα πορτρέτα κι άλλες γραφικότητες που αποτελούσαν τη θεματογραφία
του Ζωρζ, κάτι ένοιωθα να με τρώει. Πάντως, ώρα του καλή, με μύησε στο τεχνικό
μέρος της τέχνης του. Μ’ άφηνε να λερώνομαι με τα χρώματα και με καθοδηγούσε
στις πρώτες μου απόπειρες. Το κακό είναι που δεν εκτιμούσε τη δική μου
επικολυρική θεματογραφία, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Γρηγόριο τον Ε’, τον Τζέιμς
Κάγκνεϊ, την Γκρέτα Γκάρμπο και ιδιαίτερα τον Παύλο Μελά. Έτσι χωρίσαμε τα
τσανάκια μας, αλλά τον επισκεπτόμουν συχνά και πιο ύστερα, μεταπολεμικά, στο
μαγαζί του, επί της οδού 14ης Μαΐου.
Μυθιστορηματική
οικογένεια οι Ασπρομάλληδες. Γραφικός πλανόδιος μουζικάντης ο πατέρας,
προικισμένα κορίτσια οι δύο αδελφές του [ του Ζωρζ], που συχνά ασκούσαν το
επάγγελμα της αοιδού συνοδεύοντας το βιολί του πατέρα τους σε ναπολιτάνικες
μουσικές εκδηλώσεις εις τας τριόδους και ύστερα έβγαζαν δίσκο.
Τον
Κουρουτζίδη τον είχα σχεδόν γείτονα. Καθόταν στην οδό Μάκρης κι αυτός, εκεί που
αρχίζει η διαγώνιος που οδηγούσε στο Σταθμό. Το κατάστημά του ήταν στη κεντρική
οδό του Στρατηγείου, στη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Αυτός ήταν ο μαιτρ. Συζήτηση δε
σήκωνε. Πάντως ζούσε από τη ζωγραφική και τη φιλοτέχνηση ταμπελών, μ’ εκείνες
τις γνωστές σκιάσεις [;] και μύστακες, που πραγματικά τις θαύμαζα τότε. Το είχε
πάρει επάνω του και δεν ενθάρρυνε όσους προαλείφονταν για συνεχιστές του.
Αλλά
δια την ιστορίαν οφείλω να μνημονεύσω τον Αργύριο Αγγλία, χαράκτη, κατασκευαστή
σφραγίδων. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα ταλέντο που χαραμίστηκε. Θα τον
θυμάσαι, είμαι βέβαιος, νομίζω πως τον ήξερες. Παρουσιαστικό ευπατρίδη, μαλλιά
λευκόχρυσα, με την πίπα πάντα στο στόμα, με αέρα κοσμοπολίτη, λιγομίλητος και,
νομίζω, απρόσιτος. Ομορφάντρας.
Τι
σταθερό χέρι τι άψογη γραμμή! Έτυχε κάποτε να τον παρακολουθήσω στη χάραξη μιας
διακοσμητικής πινακίδας. Τον θαύμασα κι ακόμα τον θαυμάζω.
…………………………………………………………………………………………Φοβάμαι
πως σε ζάλισα. Μόλα ταύτα δε σου υπόσχομαι ότι δε θα σε ζαλίσω στο
μέλλον………………………………………………
Αυτές
τις μέρες ξαναδιάβασα τους ΡΑΚΕΝΔΥΤΟΥΣ. Ωραία δουλειά! Μερακλίδικη και
εγκάρδια. DE PROFUNDIS, που λένε. Στάθηκα σε πολλά! Μου έμεινε βαθιά
χαραγμένη η φράση: «οι ζωγραφιές μου είναι μικρά ερημονήσια». Η καρδιά
σου, η ψυχή σου, εσύ ολόκληρος επί πίνακι.
Αγαπητέ
μου φίλε, τελειώνω τη φλυαρία μου και κλείνω το γράμμα μου με το στίχο του
Σεφέρη5:
όλα
είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα,
κάτι
θα βρούμε ζήτα - ζήτα.
Πολλές
ευχές για καλύτερες μέρες
Με αγάπη
ο φίλος σου Γιάννης
Εικόνα 2. Το πάλαι ποτέ Α' Δημοτικό Σχολείο τέμενος αγλαόν Μουσών και Χαρίτων - Αλεξανδρούπολη, σχέδιο με μελάνι σε χοντρό χαρτί, 1968, διαστάσεις χαρτιού 12Χ16
Εικόνα 3. Σπίτι στην Ίωνος Δραγούμη - Αλεξανδρούπολη, σχέδιο με πενάκι σε χοντρό χαρτί, διαστάσεις 13Χ10
Επίμετρο.
Στο
αρχείο μας σώζονται δύο ενδιαφέρουσες επιστολές [αντίγραφα, τα οποία κράτησε ο
αποστολέας] σταλμένες από τον ζωγράφο και φιλόλογο Γιάννη Παπαράλλη στον φίλο
του ζωγράφο και συγγραφέα Ράλλη Κοψίδη. Εδώ δημοσιεύεται η πρώτη, γραμμένη στις
21 Μαΐου 1986 – ελπίζω, αργότερα, να δημοσιευτεί και η δεύτερη επιστολή.
Ο
παραλήπτης της επιστολής, Ράλλης Κοψίδης, είναι πολύ γνωστός από την σταθερή,
πολύχρονη και παραγωγική παρουσία του στον χώρο της τέχνης και στο χώρο του
βιβλίου. Πολλά στοιχεία για την ζωή και το έργο του μπορεί να εντοπίσει κανείς,
εκτός των άλλων, στο διαδίκτυο, ώστε δεν νομίζω ότι χρειάζεται να συγκεντρωθούν
και εδώ. Επιλεκτικώς σημειώνω μόνον, όσα θεωρώ χρήσιμα για την καλύτερη
κατανόηση της επιστολής. Ο Ρ. Κοψίδης γεννήθηκε το 1929 στη Λήμνο αλλά
«κατάγεται από την Αλεξανδρούπολη» - οι πρόσφυγες γονείς του, πριν
εγκατασταθούν μόνιμα στην Λήμνο, έζησαν,
για κάποιο διάστημα, στην Αλεξανδρούπολη. Το 1944 [ή το 1945] η οικογένεια
Κοψίδη εγκαθίσταται στην Αλεξανδρούπολη και ο Ράλλης θα τελειώσει τις
γυμνασιακές σπουδές του στο Γυμνάσιο της πόλεως και εν συνεχεία θα φοιτήσει και
θα πάρει το πτυχίο του από την Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως
[1948-1949]. Εδώ, στην Αλεξανδρούπολη, θα γνωρίσει και την σύζυγό του Μαρία,
μητέρα της κόρης των, ζωγράφου Σοφίας Κοψίδη. Επομένως, υπάρχουν στενοί και
στερεοί δεσμοί του Ρ. Κοψίδη με την Αλεξανδρούπολη και τους ανθρώπους της. Θα
μετακινηθεί από αυτήν προς την Αθήνα το 1949, προκειμένου να φοιτήσει στην
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και, έτσι, θα οριστικοποιήσει την οδό, την οποία με
συνέπεια θα ακολουθήσει σε όλη την μετέπειτα ζωή του.
Νομίζω, ότι είναι
απαραίτητο να υπάρξουν περισσότερα στοιχεία για τον Γιάννη Παπαράλλη
[1922-2010] για δύο λόγους: ο πρώτος, επειδή είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό και ο δεύτερος, επειδή είναι ο
συντάκτης της επιστολής. Μόλις το 2007 και μετά από 50 έτη ζωγραφικής, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιανός και με τη συμπαράσταση του
Συλλόγου Αποφοίτων Κολλεγίου «Ανατόλια» το βιβλίο: Γιάννης Παπαράλλης, Σχέδια από τη Θεσσαλονίκη6. Από τον πρόλογο του βιβλίου, τον οποίον υπογράφει
ο Βασίλης Ιωαννίδης, μαθητής του Γ. Παπαράλλη, συγκεντρώνω εδώ τα παρακάτω
βιογραφικά στοιχεία του ζωγράφου. «Ο Γιάννης Παπαράλλης γεννήθηκε στο Κουλέ
Καφέ της Θεσσαλονίκης και έζησε εκεί μέχρι τα πέντε του χρόνια…Τα μαθητικά
χρόνια (Δημοτικό και Γυμνάσιο) θα τα περάσει στην Αλεξανδρούπολη, όπου είχε
μετακομίσει με την οικογένειά του…Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και εγγράφεται στη
φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ.. όπου και δραστηριοποιείται στον φοιτητικό όμιλο
της φιλοσοφικής σχολής (Φ.Ο.Φ.)…Στο πανεπιστήμιο γνωρίζεται με τον Γιώργο
Ιωάννου και αναπτύσσουν στενή σχέση. Παλαιότερα στην Αλεξανδρούπολη, κατά τα
εφηβικά του χρόνια, θα δεθεί με τον Ράλλη Κοψίδη, όπου ζούσε και εκείνος, και η
επικοινωνία αυτή θα συνεχιστεί ακόμα πιο έντονη, όταν θα βρεθούν και οι δυο
τους αργότερα στη Λήμνο….Τα μεταπολεμικά χρόνια θα γνωριστεί με το Γιώργο
Παραλή κατά τη συνυπηρέτησή τους στο κολλέγιο «ΑΝΑΤΟΛΙΑ»…». Όπως φαίνεται, στο
κείμενο δίδονται οι διαδοχικές μετακινήσεις του Γ. Παπαράλλη, όμως, χωρίς καμία
αντίστοιχη χρονολογία, ενώ λείπει ακόμα και το έτος της γεννήσεώς του. Αλλά και
στο Βιογραφικό σημείωμα, στην σελίδα 17 του παραπάνω βιβλίου, παρατίθεται με
τον ίδιο τρόπο, μικρό κείμενο τεσσάρων αράδων: «Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Έζησε τα μαθητικά του χρόνια στην Αλεξανδρούπολη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της
Θεσσαλονίκης κλασική φιλολογία. Δίδαξε 3 χρόνια σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης
στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης και 36 χρόνια στο κολλέγιο ΑΝΑΤΟΛΙΑ».
Είναι
συνταξιούχος και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη.».
Κάτω
από το Βιογραφικό σημείωμα, η σελίδα περιλαμβάνει την σημείωση των 5 ομαδικών
και 4 ατομικών εκθέσεων, στις οποίες είχε λάβει μέρος ο Γ. Παπαράλλης μέχρι το
2007. Ακριβώς, αυτά τα ίδια κείμενα τυπώθηκαν και στην τελευταία σελίδα ενός
διπτύχου, το οποίον έγινε για την έκθεση του Γ. Π. στην Αίθουσα Τέχνης του
Δήμου Θεσσαλονίκης, μια δεκαετία ενωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1997. Στην τρίτη
– εσωτερική - σελίδα του διπτύχου υπάρχει μικρό, αλλά θερμό κείμενο του Ντίνου
Χριστιανόπουλου7 για την ζωγραφική του Γ. Παπαράλλη και αυτό το
κείμενο αναδημοσιεύεται, μαζί με το Βιογραφικό σημείωμα και τις Εκθέσεις του,
στα έντυπα - όσα παρουσίασαν, τότε, την Έκθεση και τον ζωγράφο.
Ένα
από τα δίπτυχα αυτά σώζεται στο αρχείο μας και έχει ενδιαφέρον γιατί δίνει δύο
επιπλέον πληροφορίες, από τις οποίες σημαντικότερη είναι η δεύτερη από αυτές. Ο ίδιος, ο
ζωγράφος, σημειώνει με μολύβι στο τέλος της πρώτης φράσεως του Βιογραφικού
σημειώματος το έτος γεννήσεώς του: 1922. Αλλά, επιπλέον, σημειώνει με μελάνι
και τις πρώτες ατομικές του εκθέσεις - γράφει στην αρχή των Ατομικών εκθέσεων,
πριν από το τυπωμένο κείμενο: 2 Εκθέσεις
σχεδίων στη λέσχη της ΕΠΟΝ Αγίας Τριάδας. Επομένως, χρησιμοποιώντας και τον
Πρόλογο του Β. Ιωαννίδη, ο Γ. Π. θα πρέπει να εγκαταστάθηκε, με την οικογένειά
του, στην Αλεξανδρούπολη μετά το 1927 και εκεί θα τελείωσε το Δημοτικό και το
Γυμνάσιο, μετά το 1940. Ο Γιώργος Ιωάννου [1927-1985] σπούδασε φιλολογία το
διάστημα 1947 – 1950, επομένως μάλλον αυτά τα χρόνια θα ήταν στην Θεσσαλονίκη
και στην ίδια σχολή ο Γ. Παπαράλλης. Φαίνεται, ότι οι κατοχικές συνθήκες δεν
του επέτρεψαν να ακολουθήσει κανονικά τις
σπουδές του και θα έμεινε στην Αλεξανδρούπολη, μετά, όταν τελείωσε το Γυμνάσιο,
μέχρι να καταστεί δυνατή η εγγραφή του στην Σχολή. Αυτό το διάστημα άλλωστε,
από το 1945 έως το 1947, θα έβλεπε και τον εγκατεστημένο τότε στην
Αλεξανδρούπολη – μαθητή του Γυμνασίου της - Ράλλη Κοψίδη.
Η
Επιστολή είναι γραμμένη σε φύλλα χαρτί διαστάσεων 15Χ21cm και καταλαμβάνει 8 σελίδες
με ευανάγνωστη και καλή γραφή. Ο συντάκτης την γράφει αμέσως μετά την απόφασή
του να πάρει σύνταξη. Βγαίνω στη σύνταξη ενημερώνει τον φίλο του και το
υπογραμμίζει. Από τις 8 σελίδες δεν δημοσιεύονται η πρώτη, τα ¾ περίπου της
δεύτερης και το ½ της έκτης και της όγδοης σελίδας. Για λόγους όμως τους
οποίους θα εξηγήσω παρακάτω, αντιγράφω από την πρώτη σελίδα: «Ύστερα από τριανταδύο χρόνια υπηρεσίας, με
τις σχετικές καθυστερήσεις, Μακρόνησο, τρία χρόνια, άλλα δύο χωρίς
πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, κάτι άλλα, ιστορικές αναγκαιότητες της
μετακατοχικής μας ζωής…». Συνολικά
δηλαδή: δύο εκθέσεις σε λέσχη της ΕΠΟΝ και τρία χρόνια στην Μακρόνησο, καθώς
και άλλα δύο χρόνια χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Τα δύο τελευταία
τα αθροίζει με ήρεμο τρόπο και τα εκθέτει ως «ιστορικές αναγκαιότητες της
μετακατοχικής μας ζωής».
Στην
επιστολή, ο Γ. Παπαράλλης περιγράφει, εκτός των άλλων, τα μαγειρεία της Αλεξανδρουπόλεως,
στα οποία την Μεγάλη Εβδομάδα μαζευόντανε ο πατέρας του με τους φίλους του -
άνδρες εργατικοί και πτωχοί - οι οποίοι, παραβαίνοντας την νηστεία,
έτρωγαν και έπιναν με λαμπρό τρόπο
παστούς ιχθύς και καλά κρέατα της περιοχής. Εδώ, ο αποστολέας, βρίσκει την
ευκαιρία να σημειώσει ότι οι συμπότες ήταν και
ομοϊδεάτες, μάλιστα συμπληρώνει
σχετικώς: «Γιατί, πρέπει να καταθέσω αυτή τη μαρτυρία, οι περισσότεροι απ’
αυτούς τους οπαδούς του Διονύσου ήταν συνδικαλισμένοι και έντονα
πολιτικοποιημένοι και θεωρούνταν υπονομευτές της δημόσιας τάξης. Αυτή είναι μια
άλλη σελίδα, η σοβαρή πλευρά του θέματος, να πούμε. Και είναι κρίμα που δε
βρέθηκε κανείς να καταγράψει τα καθέκαστα της δράσης τους, ηρωϊκής πραγματικά για
κείνους τους σκοτεινούς καιρούς της μεταξικής δικτατορίας.».
Είναι
ευτυχής σύμπτωση: ο άνθρωπος, ο οποίος διαπιστώνει ότι είναι κρίμα επειδή δεν γράφηκε η δράση μίας ομάδας
πολιτικοποιημένων ανδρών – μάλλον κομμουνιστών – της Αλεξανδρουπόλεως, την ίδια
στιγμή αυτός ο ίδιος με το εξαιρετικό κείμενο της επιστολής του, σώζει πρόσωπα
και πράξεις ανθρώπων, κοντά στους οποίους ενηλικιώθηκε και περιγράφει στοιχεία
του χώρου, στον οποίον έζησε την παιδική και την εφηβική περίοδο της ζωής του.
Άλλωστε, αυτός ο χώρος και οι άνθρωποί του, καθόρισαν την αισθητική περιοχή
όλης της ζωής του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον αντέγραψα, παραπάνω, την
σημείωση για την Μακρόνησο και τις άλλες μετακατοχικές δικές του δυσκολίες –
είναι κρίμα να χαθούν αυτές οι πληροφορίες, αφού, άλλωστε, φρόντισε ο ίδιος να σημειώσει αυτές τις δύο
γραμμές της προσωπικής του ιστορίας.
Η
Αλεξανδρούπολη είναι μία από τις νεότερες πόλεις της Ελλάδας και δημιουργήθηκε
από την αρχική εγκατάσταση στην περιοχή της, το 1870 (;), εργαζομένων στην
κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινουπόλεως – Θεσσαλονίκης. Αρχικά
σχηματίστηκε, τότε, το χωριό Δεδέαγατς, πρώτο όνομα του οικισμού έως το 1919 -
έως την μετονομασία της πόλεως, πλέον, σε Αλεξανδρούπολη – όνομα, το οποίον της
έδωσαν για να τιμήσουν τον βασιλιά της Ελλάδας Αλέξανδρο. Στην οθωμανική
περιοχή μαζί με Έλληνες χριστιανούς εργάτες συγκεντρώθηκαν και χριστιανοί Αρμένιοι εργάτες, χριστιανοί καθολικοί
Ευρωπαίοι, μουσουλμάνοι, καθώς και μικρός αριθμός Εβραίων. Σύμφωνα με το
διαδικτυακό www. armenika.gr την τριετία 1872-1874 περισσότεροι από 100
Αρμένιοι τεχνίτες ήρθαν στο Δεδέαγατς από την «ιστορική αρμενική πόλη Μους»8 προκειμένου να εργασθούν στην σιδηροδρομική γραμμή
Κωνσταντινουπόλεως – Θεσσαλονίκης. Οι πρώτοι Αρμένιοι εργάτες και τεχνίτες
πάντως έφτασαν στην περιοχή λίγο ενωρίτερα, το
έτος 1870. Οι συγκεντρωμένοι στο Δεδέαγατς Αρμένιοι, με προσωπική
εργασία, έχτισαν την πρώτη χριστιανική εκκλησία του οικισμού [και της
Αλεξανδρουπόλεως], τον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ή Σουρπ
Καραμπέτ – «ναό λιθόκτιστο, βασιλικού
ρυθμού χωρίς τρούλο» - στο όνομα του ομωνύμου προστάτη Αγίου της πόλεως Μους9, από την οποία κατάγονταν όλοι τους. Ο Άγιος
Πρόδρομος θεμελιώθηκε το 1875 και εγκαινιάστηκε το 1886, ενώ το 1880, οι
Αρμένιοι, δίπλα στο ναό, ίδρυσαν και σχολείο10.
Η κοινότητα μέχρι το 1947 είχε περίπου 800 άτομα αλλά, μετά την μεταπολεμική
μετανάστευση προς την Σοβιετική Αρμενία, συρρικνώθηκε και στην δεκαετία του ’60
έγιναν 150, ενώ το 1990 είχαν μείνει μόνο 50 άτομα. Όμως πρόσφατα σημειώθηκαν νέες
αφίξεις Αρμενίων μεταναστών [1991], ώστε σήμερα να αποτελούν κοινότητα με
περισσότερα από 2000 άτομα, τα οποία μάλιστα εκκλησιάζονται στον ίδιο ναό
εκείνον του Σουρπ Καραμπέτ, τον οποίον έκτισαν οι πρόγονοί τους, οι πρώτοι Αρμένιοι
- συνοικιστές της πόλεως.
Το κείμενο της επιστολής, το οποίον
δημοσιεύεται εδώ, αποτελείται από δύο διακριτά μέρη, ένα μικρό συνδετικό κείμενο
μεταξύ των δύο μερών και το επιλογικό τμήμα της επιστολής.
Το
πρώτο μέρος αρχίζει με εξαιρετικό τρόπο και ταυτοχρόνως μας εισάγει στο κυρίως
θέμα της επιστολής: «Αυτές τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας ο νους μου δε λέει
να ξεκολλήσει από την Αλεξανδρούπολη» - ο Γ. Π. είναι πια 64 ετών όταν γράφει
την επιστολή και ζει από πολλών ετών στην Θεσσαλονίκη, αλλά ο νους του αυτές
τις ημέρες [μόνον αυτές τις ημέρες;] παραμένει κολλημένος στην πόλη της
παιδικής και εφηβικής του ζωής. Εδώ, στην Αλεξανδρούπολη, ζει φαίνεται κάθε μεγάλη εβδομάδα με όσα
συγκεκριμένα και καθαρά φέρνει μέσα του: εδώ , μοιάζει να ξαναβρίσκει την
οικογένειά του, την γιαγιά του - την παρέα των φίλων του πατέρα του, οι οποίοι
κατέλυαν την νηστεία, τους παιδικούς του φίλους, τις εκκλησίες της πόλεως: τον
Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Ελευθέριο. Κυρίως όμως εδώ παρουσιάζονται όλοι οι «επιστήθιοι»
φίλοι του, τα αρμενόπουλα και οι αρμενοπούλες της αρμενικής παροικίας, ακριβώς
όπως ήταν με «τα πελώρια μάτια τους, [και] τα κορακίσια μαλλιά», όλα μαζεύονται
στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου των Αρμενίων.
Έφυγαν για την Σοβιετική Αρμενία, μετά τον πόλεμο, «και έκτοτε ούτε φωνή ούτε
ακρόασή τους.». Του λείπουν και τους αποζητά, αλλά τώρα εδώ στο προαύλιο του
ναού, τους ξαναβλέπει και γαληνεύει – πλέον,
ξέρει καλά ότι αυτός είναι ο χώρος και αυτοί είναι οι άνθρωποι, που του
επιτρέπουν να «αναγνωρίζει τον εαυτό του».
Οι
έξι αράδες του συνδετικού κειμένου περιγράφουν αθροιστικά δύο καταστάσεις: την
εργασιακή και οικονομική του πατέρα του
– την συνολική κοινωνική θέση της οικογενείας του – και την διπλή δική του θέση.
Έχει, μάλλον, σχηματοποιηθεί το επαγγελματικό του μέλλον – η φιλολογία – ενώ
παραλλήλως με την ποίηση, τρεις καλλιτέχνες της Αλεξανδρουπόλεως τον βοηθούν να
ονειρεύεται με τα χρώματα.
Το
δεύτερο μέρος της επιστολής το αφιερώνει, με σεβασμό, σε αυτά τα τρία πρόσωπα,
τα οποία, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, τον βοήθησαν να εισέλθει στον χώρο
της ζωγραφικής και να πραγματοποιήσει «το θολό όνειρο» του. Είναι δύο ζωγράφοι:
ο Γιώργος Ασπρομάλλης (Ζωρζ) και ο Κουρουτζίδης και ένας χαράκτης: ο Αργύριος
Αγγλίας.
Μεταξύ
των δύο μερών της επιστολής, υπάρχει μία κρίσιμη διαφορά. Όσα σήμερα περιγράφει
στο πρώτο μέρος, ότι ζει την Μεγάλη Εβδομάδα, τα φαντάζεται να συμβαίνουν τότε,
πριν από τον πόλεμο, με όλα τα αναφερόμενα πρόσωπα να παρευρίσκονται όπως ήταν – ιδιαίτερα για τα αρμενόπουλα δεν πέρασε, έκτοτε,
ούτε μια μέρα από πάνω τους και ο
Γκαρμπίς, ο οποίος δεν πήγαινε στο γυμνάσιο αλλά φορούσε το πηλήκιο του
σχολείου, ίδιος όπως ήταν τότε, έτσι και τώρα: «λοξοκοιτάζει τα κοριτσόπουλα
και μας κλείνει με σημασία το μάτι.». Η αναφορά του όμως στο δεύτερο μέρος της
επιστολής στους τρεις καλλιτέχνες της πόλεως, γίνεται με την σημερινή του
ηλικία των 64 ετών και με τις γνώσεις για την τέχνη, τις οποίες έχει σήμερα.
Ο Γ. Παπαράλλης, στην επιστολή του φαίνεται, ότι
πατάει και στηρίζεται στον χώρο της Αλεξανδρουπόλεως – εκεί ξαναζεί, με τα
οικεία του πρόσωπα, την Μεγάλη Εβδομάδα παραμένοντας, το μεγαλύτερο διάστημα
των ημερών, στο προαύλιο του ιερού ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
κυριολεκτικά ή με την μνήμη του. Σε αυτό τον χώρο άλλωστε επιστρέφοντας στην
παιδική του ηλικία συναντά τους αγαπημένους του ξενιτεμένους Γκαρμπίς και
Σαρκίς και Μιγιρδίτς και Στεπάν, όλους όσους εστήριξαν, επλούτισαν και έκαναν όμορφη την παιδική του ηλικία – σε
αυτήν άλλωστε κάθε φορά, κυρίως, αναγνωρίζει τον εαυτό του, έτσι όπως θα ήθελε
να τον αναγνωρίζει και τα προηγούμενα χρόνια που μεγάλωνε - όπως θα ήθελε να
είναι και σήμερα, όταν γράφει την επιστολή.
Στο
επιλογικό τμήμα της επιστολής ο Γ. Π. πρώτα, «απειλεί» με τρυφερότητα τον φίλο
του ότι, μάλλον, και εις το μέλλον θα επανέλθει με επιστολή τέτοιου είδους
και ύφους και εν συνεχεία τον πληροφορεί
ότι, τελευταία, ξαναδιάβασε το βιβλίο του [Ράλλη] με τον τίτλο «Ρακένδυτοι –
σχέδια του Ράλλη Κοψίδη σχολιασμένα ποιητικά». Γνωρίζοντας καλά τον παραλήπτη
θα σημειώσει, ότι η φράση του Ράλλη από το βιβλίο: «οι ζωγραφιές μου είναι
μικρά ερημονήσια» χαρακτηρίζει, ακριβώς, και τον ιδιο τον άνθρωπο – τον
ζωγράφο, χαράκτη και συγγραφέα Ράλλη Κοψίδη, τον φίλο του.
Είχα
την τύχη, με την μεσολάβηση του κ. Δημ. Βλάχου, να συναντήσω την κυρία Τίνα
Γώδη, την σπουδαία φιλόλογο του Ανατόλια
και μία γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα. Άκουσα με ιδιαίτερη ικανοποίηση τα
λόγια με τα οποία περιέγραψε τον χαρακτήρα, την επαγγελματική επάρκεια και,
ιδίως, το ήθος του Γιάννη Παπαράλλη, συναδέλφου της καθηγητή για πολλά χρόνια
στο Κολλέγιο. Είχα πολύ χρόνο να ακούσω την
λέξη «σεβαστικός» με την οποία η κ. Γώδη προσδιόρισε την μόνιμη στάση
του Γ. Π. τόσον απέναντι στους συναδέλφους
του καθηγητές όσο και σε όλους τους εργαζόμενους στο Κολλέγιο αλλά βεβαίως και απέναντι σε κάθε έναν από τους
συνανθρώπους του.
Σημειώσεις
1.
Η εβραϊκή
κοινότητα Αλεξανδρουπόλεως, δημιουργήθηκε και αυτή από την συγκέντρωση των
πρώτων Ισραηλιτών, οι οποίοι έφθασαν
στην περιοχή κατά την περίοδο των έργων της σιδηροδρομικής γραμμής.
Συρρικνώθηκε μετά την άφιξη των χριστιανών προσφύγων και στο τέλος της
δεκαετίας του ’30 αριθμούσε περίπου 25 οικογένειες στην πόλη, με 140 άτομα – από
αυτά μετά το ολοκαύτωμα εσώθησαν μόνον 4 άτομα. Ο επιστολογράφος εδώ μαρτυρεί
έναν τρόπο, ο οποίος οδηγεί τους χριστιανούς παίδες, από μικροί, να αποκτούν
συγκεκριμένες συμπεριφορές απέναντι στους συνομηλίκους τους των άλλων θρησκειών – σημειώνει σχετικώς: «Κάτι στυγερές αφηγήσεις για την εβραϊκή και
την τουρκική αντιχριστιανική θηριωδία» υποδαύλιζαν, όσα έπρατταν τα
χριστιανόπουλα αυτές τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδος εις βάρος των αλλοθρήσκων
παίδων .
2.
Η λέξη μπαγδαντί
(το) προέρχεται από την τουρκική bagdadi
και σύμφωνα με το Λεξικό του
Δημητράκου
[μπαγδατί] σημαίνει: ο μεσότοιχος δωματίων
ή η οροφή εκ λεπτών σανίδων μετ’
ασβεστοκονιάματος
3.
Το κόμμα Χιντσάκ
[Hinchak] ιδρύθηκε από Αρμενίους στην Γενεύη το 1887 και σκοπός του ήταν η δημιουργία ανεξαρτήτου
αρμενικού κράτους.
4. Η Σεβάστεια (σήμερα η τουρκική Sivas, αρμενικά Սեբաստիա) για
μεγάλο διάστημα υπήρξε το κέντρο της Μικρής Αρμενίας (Poker Hayk), της
δυτικότερης περιοχής της ιστορικής Αρμενίας.
5.
Οι δύο στίχοι
είναι από το ποίημα Fog του Γ. Σεφέρη, γραμμένο τα Χριστούγεννα του 1924 στο
Λονδίνο και δημοσιευμένο στη συλλογή Στροφή, το 1931. Ο φιλόλογος Γ. Π.
αντιγράφει, για τον φίλο του, τους δύο από τους 4 στίχους του προτελευταίου
τετραστίχου του ποιήματος. Ολόκληρο το τετράστιχο είναι:
Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι
νύχτα, όλα είναι νύχτα,
κάτι θα βρούμε ζήτα – ζήτα.
Έτσι το «κάτι» θα βρούμε, με το ζήτα – ζήτα,
είναι απάντηση στο ερωτηματικό «τάχα παρηγοριά θα βρούμε;» του πρώτου στίχου
και φαίνεται να αντιστέκεται με επιτυχία στους άλλους δύο στίχους - της νύχτας
- όταν το σκοτάδι της ερωτικής μοναξιάς καλύπτει όλη τη ζωή του νέου, τότε, ποιητή.
6.
ΠΑΠΑΡΑΛΛΗΣ,
ΓΙΑΝΝΗΣ, Σχέδια από τη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, Ιανόs, 2007, σ.180.
7. Εδώ, δημοσιεύεται το σημείωμα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλος με τίτλο «Γιάννης
Παπαράλλης» που τυπώθηκε στο συνοδευτικό δίφυλλο της εκθέσεως του Γ. Π., η
οποία έγινε στην Αίθουσα Τέχνης του Δήμου Θεσσαλονίκης το έτος 1997. Το
τυπωμένο σημείωμα διαφέρει από το επίσης δημοσιευμένο παρακάτω χειρόγραφο, γεγονός
το οποίον σημαίνει ότι ο ποιητής συμπλήρωσε μία παράγραφο – μέσα σε αγκύλες στο
δημοσιευμένο – και πρόσθεσε την λέξη πέτρες δίπλα στις λέξεις σπίτια και δέντρα
της παρενθέσεως του κειμένου.
Ο καλλιτέχνης Γιάννης Παπαράλλης συνεχίζει σεμνά και
διακριτικά την παράδοση του Γ. Παραλή ζωγραφίζοντας με ακρυλικά χρώματα παλιά
σπίτια της Θεσσαλονίκης, είτε λαϊκά είτε αστικά, και δίνοντάς τους την πατίνα
του χρόνου με νοσταλγία και μελαγχολία.
[Ο Γ. Π. μεταφέρει στους πίνακές του μνήμες της
παιδικής του ηλικίας ζυμωμένες με το αίσθημα της πικρίας για το χάσιμο μιας
ομορφιάς που λίγο πολύ όλοι μας αναπολούμε με συγκίνηση.]
Τονίζει με μεράκι ακόμη και την πιο παραμικρή
λεπτομέρεια στα αντικείμενα (σπίτια, δέντρα, πέτρες) και ζωντανεύει την ομορφιά
που διατηρεί καθετί το παλιό, όταν η φύση το εξωραΐζει.
Πολλοί
πίνακες του Γ.Π. βασίζονται σε παλαιότερα σχέδιά του και αποδίδουν τα σπίτια
που ξέρουμε σε παλαιότερη μορφή τους· σε άλλα
έργα του αποδίδεται η σημερινή τους κατάσταση.
Όμως, τόσο τα παλιά όσο και τα σημερινά, έχουν χάρη και ομορφιά, που
οφείλονται στην εξιδανικευτική διάθεση του ζωγράφου.
Και ο θεατής φεύγει συγκινημένος βλέποντας την τέχνη να συντηρεί αυτό
που η ζωή ή ο υλισμός των ανθρώπων αφήνουν να καταρρέει.
8.
Μους [Muş], πόλη της Ανατολικής
Τουρκίας. Θεωρείται ένα από τα πρώτα κέντρα του αρμενικού πολιτισμού. Το 1913
είχε 27.000 κατοίκους εκ των οποίων 13.000 ήταν μουσουλμάνοι [Κούρδοι] και
13.700 Αρμένιοι. Το 1915 το σύνολον του αρμενικού πληθυσμού, περίπου 15.000
άνθρωποι, σφαγιάστηκαν ως μέρος της γενοκτονίας των Αρμενίων [περισσότερα στην Wikipedia].
9. Ο Άγιος
Ιωάννης ο Πρόδρομος [Surb Karapet] ήταν ένα αρμενικό μοναστήρι στην ανατολική Τουρκία, 30 χιλιόμετρα
βορειοδυτικά της Muş. Θεωρήθηκε το πιο σημαντικό
μοναστήρι στην τουρκική (Δυτική) Αρμενία και το δεύτερο πιο σημαντικό από όλα
τα μοναστήρια των Αρμενίων - μετά το Etchmiadzin
[Ετσμιατζίν]. Το 1915 κάηκε και λεηλατήθηκε, ενώ αργότερα εγκαταλείφθηκε. Οι
Κούρδοι κάτοικοι της περιοχής χρησιμοποίησαν τους λίθους του ναού για τις
οικοδομικές τους εργασίες.
10. Στον τόμο «Η Θεσσαλονίκη
μετά το 1912 – Συμπόσιο», έκδοση του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
1986, σ.773 περιέχεται και το κείμενο: Χασιώτης Ιωάννης Κ. – Κασαπιάν Γκιούλα,
Η αρμενική παροικία της Θεσσαλονίκης: Ίδρυση, οργάνωση, ιδεολογία και κοινωνική
ενσωμάτωση. Οι συγγραφείς σημειώνουν: «Η συνεχής, ωστόσο, και σταθερά
τεκμηριωμένη παρουσία Αρμενίων στη Θεσσαλονίκη αρχίζει από την προτελευταία
δεκαετία του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα, για το Μάρτιο του 1881 διαθέτουμε … ονομαστική
κατάσταση 20-25 αρμενικών οικογενειών, μόνιμα εγκαταστημένων στη Θεσσαλονίκη.».
Παρακάτω οι ίδιοι πιθανολογούν ότι οι 20-25 οικογένειες αποτελούνταν από 70 –
80 άτομα συνολικά. Το 1885 οι οικογένειες ήταν 35 με 183 άτομα και «στα επόμενα
δέκα χρόνια ο αριθμός αυτός σχεδόν διπλασιάστηκε: έφτασε τις 324 ψυχές.».
Επομένως, η εγκατάσταση των Αρμενίων στην Αλεξανδρούπολη προηγείται χρονικά 15
χρόνια περίπου από αυτήν της Θεσσαλονίκης και ο αριθμός των ατόμων της παροικίας της Αλεξανδρουπόλεως υπήρξε,
στην αρχή και εν συνεχεία για μερικά
χρόνια, μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης. Επίσης ο ναός του
αγίου Ιωάννου του Προδρόμου εγκαινιάστηκε το 1886 ενώ ο ναός της Παναγίας στην
Θεσσαλονίκη το 1903. Τέλος το αρμενικό σχολείο στην Αλεξανδρούπολη λειτούργησε το
1880 σε δικό του κτίριο δίπλα στην εκκλησία ενώ στην Θεσσαλονίκη λειτούργησε το
1887 και απέκτησε δική του στέγη, αργότερα, το 1907. Νομίζω ότι από τα
συγκριτικά στοιχεία των δύο κοινοτήτων προκύπτει ο εξαιρετικός δυναμισμός της
αρμενικής παροικίας της Αλεξανδρουπόλεως αλλά και η σταθερή προσήλωση των μελών
της (όπως και των μελών των άλλων κοινοτήτων της διασποράς) στα ιδιαίτερα
στοιχεία της πίστεως, της παραδόσεως και του πολιτισμού του αρμενικού λαού.
Διάβασα το άρθρο και εντυπωσιάστηκα. Ασχολιούμαι με την ιστορία της Αλεξανδρούπολης και ψάχνω υλικά για ένα βιβλίο που ετοιμάζω "Η Αλεξανδρούπολη με τα μάτια των εικαστικών". Νομίζω ότι η περιγραφή του Γιάννη Παπαράλλη, είναι καταπληκτικ΄γη. Ζητώ την άδειά σας για να την συμπεριλάβω στο βιβλίο μου, κααθώς επίσης και τα τρία σκίτσα (Της Αρμενικής εκκλησίας, του 1ου Δημ. Σχολείου και το Φραγκολεβαντίνικο σπίτι (σπίτι Αντουανέτας). Και πως μπορώ να έρθω σε επαφή με τον συντάκτη του άρθρου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδα το σχολιό σας πρόσφατα. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ό,τι θέλετε από το κείμενο και τις φωτογραφίες. Το τηλέφωνό μου είναι 2310253200
ΑπάντησηΔιαγραφή