Μνήμη του δικηγόρου
Αβραάμ Γιαχέλ Λεβή [δημοσιογράφου –
συνεκδότη εφημερίδος]
Μνήμη των εκ Τρικάλων της Θεσσαλίας
δικηγόρων,
Ασέρ
Μωϋσή [λογίου, συγγραφέα]
και Γιομτώβ Γιακοέλ
[συγγραφέα απομνημονευμάτων]
A’.
Έγγραφα
1.
Θεσσαλονίκη τη 7 Ιανουαρίου 1941
Ιωάννην Μεταξάν
Πρωθυπουργόν
Αθήνας
Σύσσωμος δικηγορικός κόσμος Μακεδονίας
μετ΄εμού προσωπικώς επί ονομαστική σας εορτή αναπέμπει διαπύρους ευχάς υπέρ
πολυτίμου υγείας σας και εκφράζει βαθυτάτην ευγνωμοσύνην προς Κυβερνήτην
Ελληνικού Έθνους καθοδηγήσαντα αυτό εις περίλαμπρον θρίαμβον Ελληνικών όπλων
δοξασάντων Ελλάδα και χαράξαντα ανεξιτήλως μεγαλείον αυτής.
Πρόεδρος Δικηγορικού
Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Γεώργιος
Σερεμέτης
1 α. Απαντητική -
ευχαριστήρια κάρτα του Ι. Μεταξά προς τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης.
2.
Αίτησις
Αλβέρτου Σιακή, δικηγόρου κατοίκου Θεσσαλονίκης, Μεγάλου Αλεξάνδρου 33, [Περί
διορισμού του ως εφοριακού υπαλλήλου «ει δυνατόν εις τας Αθήνας»], εν
Θεσσαλονίκη τη 1η Φεβρουαρίου 1941
Προς
Το Διοικητικόν Συμβούλιον
Του Δικηγορικού Συλλόγου
Ενταύθα
Αίτησις
Αλβέρτου Σιακή, δικηγόρου
Μεγάλου Αλεξάνδρου 33
Εν Θεσ/νίκη τη 1η Φεβρουαρίου 1941
Επιθυμών όπως διορισθώ ως
εφοριακός υπάλληλος συμφώνως προς
σχετικήν εγκύκλιον της Κυβερνήσεως, λαμβάνω την τιμήν να απευθύνω
Υμίν την παρούσαν με την θερμήν παράκλησιν όπως ευαρεστούμενοι με
υποδείξητε προς διορισμόν μου, ει δυνατόν, εις
τας Αθήνας.
Κατάγομαι εκ Λαρίσης και δικηγορώ ενταύθα, τυγχάνω δε έγγαμος.
Μετά τιμής
Ο
Αιτών
Α. Σιακή
3.
Αριθ. 134 Εν Θεσσαλονίκη τη 10
Απριλίου 1941
Ανακοίνωσις
Προς τους
κ.κ. Δικηγόρους
Ανακοινώνω υμίν ότι ο κ. Στρατιωτικός
Διοικητής του Γερμανικού Στρατού εις τους επισκεφθέντας αυτόν ίνα τον
χαιρετήσωσι Πρόεδρον Εφετών κ. Ζήλον, Εισαγγελέα Εφετών κ. Αλεξανδρόπουλον και
Πρόεδρον Δικηγορικού Συλλόγου κ. Σερεμέτην, ανεκοίνωσεν ότι η επιθυμία του
είναι να εξακολουθήσωσι τα Δικαστήρια συνεδριάζοντα κανονικώς όπως και
πρότερον.
Συνεπώς τα Δικαστήρια θέλουν
ακολουθώσι τας εργασίας των ανελλιπώς.
Εν Θεσσσαλονίκη τη
10η Απριλίου 1941
Εκ του
Προεδρείου του Συλλόγου
4.
Αριθ.
136 Εν Θεσσαλονίκη τη 14
Απριλίου 1941
Προς
Τους κ.κ. Δικηγόρους
Παρακαλούνται οι κ.κ. Συνάδελφοι οι
γνωρίζοντες καλώς την Γερμανική γλώσσα να δηλώσωσι τούτο εις το Προεδρείον του
Συλλόγου.
Εκ του Προεδρείου
5.
Αριθ.151 Εν Θεσσαλονίκη τη
22α Μαΐου 1941
Κύριε Πρόεδρε
Αποκατασταθείσης ταχυδρομικής επικοινωνίας
λαμβάνω την τιμήν να υποβάλω Υμίν θερμά συγχαρητήρια τόσον δια την υπέροχον
στρατιωτικήν υμών δράσιν, όσον και δια την ανάληψιν της Κρατικής εξουσίας εις
τας παρούσας στιγμάς, ευχόμενος ολοψύχως πλήρη ευόδωσιν των ευγενών υμών
προσπαθειών προς ανόρθωσιν της χώρας.
Δύναμαι να
διαβεβαιώσω Υμάς ότι ο λαός ευγνωμόνως και ησύχως προσβλέπει εις το υψηλόν Υμών
έργον πεποιθώς εις την επιτυχή έκβασιν αυτού.
Μετά Σεβασμού και πάσης τιμής
Ο Πρόεδρος
(Γ. Σερεμέτης)
Στρατηγόν
Γ.
Τσολάκογλου
Πρόεδρον της
Κυβερνήσεως
Αθήνας
6.
Αριθ. 324 Εν Θεσσαλονίκη τη 8 Ιουνίου 1942
Προς
Τον Κον Υπουργόν Γενικόν
Διοικητήν Μακεδονίας
Ενταύθα
Έχομε την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι
οι Δικηγόροι Θεσσαλονίκης μετά συγκινήσεως επληροφορήθησαν την σύλληψιν υπό των
Γερμανικών αρχών Κατοχής των συναδέλφων αυτών κ.κ. Ιω. Λαδά, Δημ. Σκούρα και
Απ. Παπαχρήστου. Διότι οι Δικηγόροι ούτοι θεωρούνται ως εκ των μάλλον
νομιμοφρόνων και συντηρητικών στοιχείων και εχθροί του κομμουνισμού. Εκ τούτων
ο κ. Ιω. Λαδάς διακεκριμένος δικηγόρος σεμνός το ήθος και χρηστός τον χαρακτήρα
τυγχάνει και αντιπρόεδρος του ημετέρου Συλλόγου από πολλών ετών. Ο κ. Δ.
Σκούρας εκ των επιλέκτων επίσης και αρχαιοτέρων Δικηγόρων ουδέποτε έδωσε
αφορμήν εις το να τω αποδοθή η ενέργεια οιασδήποτε πράξεως αντικανονικής και
αντιπειθαρχικής, ο δε Απ. Παπαχρήστος εκ των νεωτέρων Δικηγόρων εκτιμάται δια
το σεμνόν του ήθους και την μειλίχιον συμπεριφοράν του είναι δε από ετών πολλών
εσωτερικός Δικηγόρος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος.
Δι ό παρακαλούμεν υμάς όπως
ευαρεστούμενοι προβείτε εις τας κατά την κρίσιν υμών ενεργείας όπως αποδοθή
αυτοίς το Δίκαιον.
Κατ΄εντολήν του Διοικητικού Συμβουλίου
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματεύς
Γ. Σερεμέτης Θ. Βαζάκας
[κάτω αριστερά υπογράφουν τα μέλη του
Συλλόγου: Γεώργιος Σερεμέτης, Γεώργιος Αυγερινός, Θεοδ. Βαζάκας, Χριστόδουλος
Κωφός, Νικόλαος Κούμπαρης και Σαούλ Μωϋσής]
Σημείωση.
Στο περιθώριο
δεξιά, υπάρχει το παρακάτω κείμενο το οποίον προστέθηκε μετά την λέξη “Ελλάδος”
της προτελευταίας παραγράφου, αλλά εν συνεχεία το διέγραψε ο συντάκτης του
σχεδίου:
«αγνοούντες τα αίτια της συλλήψεως αυτών,
άτινα ενδεχομένως να προέρχωνται εκ σκευωριών διαφόρων εχθρών των, έχοντες
πεποίθησιν… ότι η Γερμανική Δικαιοσύνη ισταμένη υπεράνω όλων, θέλει αποδώσει
αυτοίς το δίκαιον».
Εικόνα
1. Η δεύτερη σελίδα του υπ’ αριθ. 324
σχεδίου εγγράφου του Δ.Σ.Θ. προς τον Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν, 8 Ιουνίου
1942. Τα μέλη του Δ. Σ. αναφέρονται εις την σύλληψη των τριών δικηγόρων και
ζητούν την παρέμβαση του Υπουργού υπέρ των συλληφθέντων – και αθώων - μελών του
Συλλόγου.
7.
Αρ. 375 13 Ιουλ. 1942
Προς
Τον Κον Γενικόν Διοικητήν
Μακεδονίας
Έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς
όπως ευαρεστούμενοι επέμβητε παρά τοις αρμοδίοις Γερμανικαίς στρατιωτικαίς
Αρχαίς, όπως εξαιρέσωσι της πολιτικής επιστρατεύσεως των ενταύθα Ισραηλιτών
τους Δικηγόρους αυτών επτά τον αριθμόν, ών τα ονόματα αναγράφομεν κατωτέρω.
Εκτός του ότι οι Δικηγόροι είναι εκ
του Νόμου Δημόσιοι υπάλληλοι (άρθρ.35 του Κωδ. Περί Δικηγόρων) αλλά και ως
διανοούμενοι δεν δύναται να επιδοθώσι εις έργα απαιτούντα σωματικήν καταβολήν
είναι δε χρήσιμοι και απαραίτητοι, τόσον εις την Ισραηλιτικήν Κοινότητα, τους
νόμους και κανονισμούς της οποίας εφαρμόζουσιν ούτοι αλλά και εις τα Ελληνικά
Δικαστήρια, προκειμένου περί εφαρμογής νόμου αφορώντος Ισραηλίτας.
Δια τον αυτόν δε λόγον απηλλάγησαν οι
πλείστοι των ιατρών.
Τα ονόματα των εν λόγω δικηγόρων είναι
τα εξής:
1)
Ηλίας Οβαδιά
2)
Σαμ. Ναχμίας
3)
Σιμαντώβ Κοέν
4)
Ηλίας Καμχή
5)
Ισάκ Σιακής
6)
Αλβέρτος Σιακής
7)
Μεναχέμ Φαρατζής.
Άπαντες ούτοι έχουν επιστρατευθή εις
τον Ελληνικόν Στρατόν του τελευταίου πολέμου, ο είς δ’εκ τούτων (4ος
Ηλίας Καμχή) είχε και αδελφόν φονευθέντα εις το μέτωπον.
Μετά πάσης τιμής
Ο Πρόεδρος
Ο Γενικός Γραμματεύς
( Γ. Σερεμέτης)
(Θ. Βαζάκας)
Εικόνα
2. Το υπ’ αριθ. 375 έγγραφον του Δ. Σ. Θ., Υπέρ των 7 πολιτικώς επιστρατευμένων εβραίων
- μελών του Συλλόγου, 13 Ιουλίου 1942
8.
Ελληνική
Πολιτεία
Εν Θεσσαλονίκη τη 7-12-1942
Γ.Δ.Μ.
[Γενική
Διοίκησις Μακεδονίας
Διεύθυνσις
Εσωτερικών
Αριθ. Πρωτ.
158897
Επείγον
Προς
Το Τεχνικόν Επιμελητήριον
Θεσσαλονίκης
Κατόπιν
της από 4 Δεκεμβρίου 1942 διαταγής του Στρατιωτικού Διοικητού Θεσσαλονίκης –
Αιγαίου, επεστρατεύθησαν πολιτικώς άπαντες οι άρρενες οι διαμένοντες εις τον
Δήμον Θεσσαλονίκης και τας εξ αυτού αποσπασθείσας 10 Κοινότητας εγγεγραμμένοι ή
μη εις τα μητρώα αρρένων και ανήκοντες εις τας στρατολογικάς κλάσεις, 1943,
1944, 1932, 1930, 1929, 1928, 1927, 1926 και 1925.
Της
ανωτέρω πολιτικής επιστρατεύσεως εξαιρούνται και οι επιστήμονες.
Προς
τούτο δέον όπως οι ενδιαφερόμενοι σύλλογοι συντάξωσι ονομαστικόν πίνακα των
μελών του Συλλόγου, των υπαγομένων εις την Πολιτικήν Επιστράτευσιν, μετά μνείας
του πατρωνύμου της διευθύνσεως της κατοικίας των ως και του αστυνομικού
Τμήματος εις ό αύτη υπάγεται.
Οι
ανωτέρω πίνακες θα συνταχθώσι κεχωρισμένως κατά στρατολογικάς κλάσεις και θα
παραδοθώσι εις το αρμόδιον Γραφείον Πολιτικής Επιστρατεύσεως (Βογατσικού 4)
μέχρι της 12 Δεκεμβρίου ε.έ. το βραδύτερον, ίνα και ούτοι απογράψωσιν εις
ειδικούς καταλόγους προς αποφυγήν των συνεπειών του Νόμου περί πολιτικής
επιστρατεύσεως.
Ο Υπουργός Γ.Δ.Μ.
Β. Σιμωνίδης
Κοινοποιείται
[στον
Δικηγορικόν Σύλλογον και σε άλλους 7 επιστημονικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης]
Εικόνα
3. Η επείγουσα εντολή της Γ. Δ.
Μακεδονίας [Β. Σιμωνίδης], Περί πολιτικής επιστρατεύσεως και όσων εξαιρούνται
από αυτήν [εξαιρούνται «και οι επιστήμονες», όπως οι δικηγόροι], 7 – 12 - 1942
Bofehlshaber Saloniki – Ägäis
Abteilung Militärverwaltung
An den
Verein der Rechtsanwälte
S a l o n i k i
S a l o n i k i
Εικόνα
4. Έγγραφον της Στρατιωτικής Διοικήσεως
προς τον Δικηγορικόν Σύλλογον Θεσσαλονίκης, 1 – 3- 1943
9α
Στρατιωτικός
Διοικητής
Θεσσαλονίκης
– Αιγαίου
Θεσσαλονίκη 1.3.1943
Τμήμα
Στρατιωτικής Διοικήσεως
ΜV
pol
7/2096 T/Wa
Προς τον
Δικηγορικόν
Σύλλογον
Θεσσαλονίκη.
Αφορά:
Συνέχισιν λειτουργίας.
Σχετ.
Αίτησις από 19.2.1943 – Αριθ. Πρωτ.58
Βεβαιούται η λήψις της δηλώσεως υμών
συμφώνως προς την §
9 της περί Ποινικού Δικαίου διατάξεως της 27.12.1942 – Φύλλον διαταγών αρ.10.
Περί της αιτήσεως ταύτης θα αποφασίσωμεν κατόπιν εξετάσεως. Μέχρι της εκδόσεως
της αποφάσεως επιτρέπεται η συνέχισις της λειτουργίας κατά όλως ανακλητόν
τρόπον. Εκτός των ονομάτων δέον να ανακοινωθώσι και αι ακριβείς διευθύνσεις των
οργάνων του Συλλόγου.
Δια τον Στρατιωτικόν Διοικητήν
Θεσσαλονίκης –
Αιγαίου
Ο Επιτελάρχης
α.α.
Τάξις [Taxis]
Σύμβουλος Πολεμικής Διοικήσεως
[Κατά μετάφρασιν του υιού του κ. Τσιτσικλή][1]
10.
Αριθ.85 Θεσσαλονίκη τη 10/3/1943
Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης
Προς τον Στρατιωτικόν Διοικητήν
Τμήμα Στρατιωτικής Διοικήσεως
Σχ[ετικόν] έγγ[ραφον] 1.3.43 Αριθ.
Πρωτ. 58
Βεβαιούμεν
την λήψιν του υπό χρονολογία 1.3.43 σημεία pol 7/2096 T/Wa σχετικής με την περαιτέρω λειτουργίαν
του Συλλόγου μας. Ευχαριστούμεν δια την προσωρινήν άδειαν λειτουργίας του
Συλλόγου μας και αναμένομεν μετά τον διενεργηθησόμενον έλεγχον την οριστικήν
υμών απόφασιν. Επί τη ευκαιρία επιθυμούμεν προς συμπλήρωσιν του ημετέρου από
από 19/11 εγγράφου να γνωρίσωμεν υμίν τα εξής:
Επί
τη βάσει του υπ’ αρ.384/41 Ν. Δ/τος οι εν τω Κράτει Δικηγορικοί Σύλλογοι
Διοικούνται υπό 5μελών Διοικητικών Επιτροπών. Το Υπ. Δικαιοσύνης δια του από
19/11/42 τηλεγραφήματός του ειδοποίησεν τον Δικηγορικόν Σύλλογον Θεσσαλονίκης
ότι θα διώριζε και δι’ αυτόν Διοικούσαν Επιτροπήν ήτις όμως μέχρι σήμερον δεν
διωρίσθη μολονότι τα υπολειφθέντα μέλη του προηγουμένου Διοικητικού Συμβουλίου
δια τηλεγραφήματός των υπέμνησαν εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης την ανάγκην του
διορισμού Διοικούσης Επιτροπής.
Εκ
των μελών του Συμβουλίου εκείνου ο μεν Πρόεδρος Γεώργιος Σερεμέτης διορισθείς
Δήμαρχος Θεσσαλονίκης απεχώρησεν αυτού 4 άλλα μέλη παρητήθησαν, έτερος
απεβίωσεν, έτερος…διατελεί κλινήρης από εξαμήνου(;) (οδός Ξανθίδου 6). Οι δε
εναπομείναντες είναι 1) Ιωαν. Τσιτσικλής (οδ. Τσιμισκή 27) 2) Παναγ. Στράγγας
(Μέγαρον Κιτρικής) 3) Γεώργιος Αυγερινός (οδ. Τσιμισκή 19) 4) Γεώρ. Παπαηλιάκης
(οδ. Κουντουριώτου αρ.37) 5) Θεόδωρος Οικονόμου (οδ. Φράγκων Μέγαρον Οθωμ.
Τραπέζης) 6) Νικόλ. Κούμπαρης (οδ. Μ. Αλεξάνδρου 4) 7 Σωκράτης Βουγάς (οδ. Ερμού & Μπαλάνου 2), 8) Θεόδωρος
Βαζάκας (οδ. Ερμού 18)
11.
Αριθ.108 Εν Θεσσαλονίκη τη 19 Μαρτίου 1943
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Επιτροπής
Διαχειρίσεως
Περιουσιών Ισραηλιτών
Θεσσαλονίκης
Ενταύθα
Έχω
την τιμήν να παρακαλέσω υμάς και δι΄ υμών άπαντα τα μέλη της Επιτροπής όπως εις
τον διορισμόν μεσεγγυούχων δια της περιουσίας των αποδημούντων[2]
Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης ληφθώσι σοβαρώς υπ΄όψιν και δικηγόροι διορισμένοι παρά
τοις ενταύθα Δικαστηρίοις, οίτινες πλην των άλλων προσόντων δια την διαχείρισιν
έχουσι λόγω του επαγγέλματός των και της μορφώσεώς των τελείαν επίγνωσιν των
υποχρεώσεών των ως διαχειριστών, λόγω δε της ελλείψεως εργασίας δια τους
Δικηγόρους ως εκ της εν γένει ανωμάλου καταστάσεως, ήτις επέδρασεν επί των εργασιών των Δικαστηρίων, ενδείκνυται ο
διορισμός των.
Μετά τιμής
Ο
Προεδρεύων
(Ι. Τσιτσικλής)
Εικόνα
5. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης,
Σχέδιον εγγράφου αριθ.108 Προς τον κ. Πρόεδρον της Υ.Δ.Ι.Π., 19 Μαρτίου 1943
12.
Αριθ.111
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Επιτροπής διαχειρίσεως
περιουσιών αποδημούντων Ισραηλιτών.
Εν
συνεχεία του υπ΄αρ.108 της 20ης τρέχοντος μηνός και έτους, έχω την
τιμήν να σας αποστείλω κατάλογον εκ των παρά τοις ενταύθα δικαστηρίοις
δικηγόρων των εχόντων την ιδιότητα δια τον διορισμόν των ως μεσεγγυούχων των
περιουσιών των αποδημούντων Ισραηλιτών.
[1.…………………………]
[2………………………….]
…………………………….
………………...................
[19………………………..]
[20.…………………...…..]
Εν Θεσσαλονίκη
τη 22α Μαρτίου
Ο Προεδρεύων
[σφραγίδα]
13.
Αριθ.112 Εν Θεσσαλονίκη τη 23
Μαρτίου 1943
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Επιτροπής Διαχειρίσεως
περιουσιών αποδημούντων Ισραηλιτών
Θεσσαλονίκης.
Ενταύθα
Εν
συνεχεία των υπ΄αριθμ. 108 τρ. μηνός και έτους και 111 της 22 τρ. μηνός
εγγράφων ημών, έχομεν την τιμήν να αποστείλωμεν υμίν κατάλογον εκ των παρά τοις
ενταύθα Δικαστηρίοις Δικηγόρων εχόντων την ιδιότητα δια τον διορισμό των ως
απογραφέων των περιουσιών των αποδημούντων ισραηλιτών ήτοι:
[1…………………………]
[2…………………………]
[31……………………….]
[32……………………….]
14.
Αριθ.113 Εν Θεσσαλονίκη τη 24
Μαρτίου 1943
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Επιτροπής Διαχειρίσεως
περιουσιών αποδημούντων Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης.
Ενταύθα
Εν συνεχεία
προς το υπ΄αριθμ. 112 της 23 τρέχοντος μηνός και έτους έχομεν την τιμήν να
αποστείλωμεν υμίν συμπληρωματικόν κατάλογον απογραφέων.
[έπονται 52
ονοματεπώνυμα δικηγόρων, χειρόγραφα και δακτυλογραφημένα]
Μετά τιμής
Ο
Αντιπρόεδρος
(Ι. Τσιτσικλής)
Εικόνα 6. Τα έγγραφα υπ’ αριθ.111, 112 και
113, τα οποία απέστειλε ο Δικηγορικός Σύλλογος προς την Υ.Δ.Ι.Π. [δεν
δημοσιεύονται τα ονοματεπώνυμα]
15.
Αριθ.124 Εν Θεσσαλονίκη τη 28 Μαρτίου 1943
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Επιτροπής Διαχειρίσεως
Περιουσιών Αποδημούντων Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης.
Ενταύθα
Εν συνεχεία
προς τα υπ΄αριθ. 108, 111,112 και 113 ε.έ. έγγραφα ημών έχομεν την τιμήν να
αποστείλωμεν υμίν συμπληρωματικόν κατάλογον απογραφέων και μεσεγγυούχων
Δικηγόρων κατοίκων Θεσσαλονίκης.
[έπονται 11
χειρόγραφα ονοματεπώνυμα * στο πίσω μέρος του φύλλου σημειώνεται: «Προσθετέοι
τη 31-3-43» και σημειώνονται άλλα 13 ονοματεπώνυμα]
16.
Αριθ.126 Εν Θεσσαλονίκη τη
29 Μαρτίου 1943
Προς
Το Υπουργείον Δικαιοσύνης
Αθήνας
Κατόπιν
της εν τω τύπω Θεσ/νίκης εφημερίδος Ν.
Ευρώπη υπό ημερομηνίαν 3 Μαρτίου ε. έ. δημοσιευθείσης ανακοινώσεως εκ της
Γενικής Διοικήσεως εχούσης επί λέξει ούτω: «[Δυνάμει διαταγής του Στρατιωτικού
Διοικητού Θεσ/νίκης – Αιγαίου όσοι Ισραηλίται είναι μέλη σωματείων, Δημοσίου
Δικαίου Οργανώσεων, Συνδέσμων κ.λ.π. παντός είδους παύουν να είναι μέλη από της
25.2.1943. Τα αναφερόμενα Σωματεία, Οργανώσεις κ.λ.π. δεν δικαιούνται ως εκ
τούτου να καταλέγουν εφεξής Ισραηλίτας ως μέλη και να υποστηρίζουν τα
συμφέροντα αυτών. Εκ της Γεν. Διοικήσεως]» έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν
υμάς όπως γνωρίσετε ημίν αν δια μόνης της ανακοινώσεως ταύτης δέον να
διαγράψωμεν εκ του μητρώου του ημετέρου Συλλόγου τα μέλη αυτού συμφώνως τω Νόμω
Ισραηλίτας Δικηγόρους ή κατόπιν προς τούτο Διατάγματος Υμών.[3]
Μετά σεβασμού
Ο Προεδρεύων
17.
Αριθ.130 Εν Θεσσαλονίκη τη 1 Απριλίου 1943
Προς
Τον κ. Πρόεδρον της Επιτροπής Διαχειρίσεως
Περιουσιών
Ενταύθα
Έχομεν την
τιμήν να αποστείλωμεν υμίν και έτερον κατάλογον απογραφέων και μεσεγγυούχων
Δικηγόρων εν συνεχεία του υπ΄αριθμ. 124 ε.ε. εγγράφου ημών.
[έπονται 17
δακτυλογραφημένα και 21 χειρόγραφα ονοματεπώνυμα δικηγόρων και 3 ασκουμένων
δικηγόρων - διαγράφονται με μολύβι τα ονόματα των ασκουμένων και με στυλό ένα
ονοματεπώνυμο από τα χειρόγραφα των δικηγόρων]
18.
[Αριθ.133;]
ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ
Των
προστεθέντων εις τας υπ΄αριθμ. 113, 124, και 130 ε.έ. καταστάσεις Δικηγόρων
δι΄απογραφείς των ισραηλιτικών περιουσιών.
[έπονται 57
ονοματεπώνυμα δικηγόρων]
19.
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΙΣ
Των υποβληθεισών καταστάσεων Δικηγόρων
μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ως απογραφέων των Ισραηλιτικών
περιουσιών Θεσσαλονίκης, προς τον Πρόεδρον της Επιτροπής Διαχειρίσεως τούτων,
κατά τα υπ΄αριθμ. 111, 112, 113, 124, 130 και 133 έγγραφα ημών.
[στα 3 φύλλα του εγγράφου
σημειώνονται 195 ή 201 ονοματεπώνυμα:
στην αρίθμηση και στον αριθμό 16 αριστερά του ονοματεπωνύμου σημειώνεται και
νέα διαφορετική αρίθμηση – ο αριθμός 10,
δεξιά στο ονοματεπώνυμο και η διπλή αυτή αρίθμηση συνεχίζεται μέχρι το τέλος,
επομένως στο τελευταίο ονοματεπώνυμο υπάρχουν οι αριθμοί: 201 και 195]
Εν Θεσσαλονίκη τη
6 Απριλίου 1943
Εκ του
Δικηγορικού
Συλλόγου
Θεσσαλονίκης
20.
Αριθμ.
143 Θεσσαλονίκη 8
Απριλίου 1943
Προς
Τον κ. Υπουργόν Γενικόν
Διοικητήν Μακεδονίας
Ενταύθα
Ως προς τον
μέχρι τούδε παρατηρηθέντα τρόπον του διορισμού των Δικηγόρων ως εκπροσώπων του
Δημοσίου δια την απογραφήν των Ισραηλιτικών περιουσιών έχομεν την τιμήν να
γνωρίσωμεν υμίν ότι ο διορισμός των Δικηγόρων ως εκπροσώπων του Δημοσίου
νομίζομεν ότι είναι αποτελεσματικώτερος αν η αρμοδία υπηρεσία του Κτηματικού
Γραφείου (Δ.Ι.Π.) εζήτη καθ’ εκάστην παρά του ημετέρου Συλλόγου τον αριθμόν των
διορισθέντων Δικηγόρων, όστις θα εδίδετο κατά σειράν τάξεως άνευ ουδεμιάς
χρονοτριβής και ασφαλώς δεν θα εδημιουργούντο παράπονα επί του ότι άλλοι μεν
διωρίσθησαν μέχρι τούδε δις και τρις ενώ άλλοι ούτε έτυχον διορισμού, αλλά
μόνον επί σειράν ημερών <απασχολιών> εις τους διαδρόμους της Τραπέζης
Αμάρ.
Όθεν
παρακαλούμεν υμάς όπως διατάξητε οι διορισμοί των Δικηγόρων ως εκπροσώπων του
Δημοσίου να επιδίδωνται παρά της ημετέρας υπηρεσίας, τούτο δε ίνα τηρείται η
σχετική σειρά τάξεως διορισμών.
Μετά τιμής
Ο Προεδρεύων
[υπογραφή: Ι. Τσιτσικλής]
21.
Αριθ.
144 Εν Θεσσαλονίκη τη 8
Απριλίου 1943
Προς
Το
Κτηματικόν Γραφείον
(Υ.Δ.Ι.Π.)
Έχομεν την
τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι ορίζομεν συνδέσμους μεταξύ του ημετέρου Συλλόγου
και της υμετέρας Υπηρεσίας δια την κατά σειράν διορισμόν των Δικηγόρων ως
εκπροσώπων του Δημοσίου δια την απογραφήν των Ισραηλιτικών περιουσιών τους κ.κ.
1)………………….. 2)………………………. 3)………………….
υπαλλήλους του ημετέρου Συλλόγου τούτο δε προς εξάλειψιν των παραπόνων
πλείστων Δικηγόρων μη διορισθέντων μέχρι τούδε ενώ άλλοι διωρίσθησαν δις, τρις
και πλέον
Μετά
τιμής
Ο
Προεδρεύων
22.
Αριθ.165 Θεσσαλονίκη τη 8 Μαΐου 1943
Υπουργείον
Δικαιοσύνης
Αθήνας
Αναφέρομαι
εις τα από 2 και 27 Μαρτίου[4]
τηλεγραφήματά μου καθ΄ά Πρόεδρος Συλλόγου Σερεμέτης διορισθείς Δήμαρχος
απεχώρησε Συμβουλίου, Αντιπρόεδρος Λαδάς παρητήθη. Εκ μελών Συμβουλίου
Αγγελίδης απεβίωσε. Μπραχάλης ασθενεί βαρέως, Μωϋσής διεγράφη Συλλόγου κατά
διαταγήν αρχών κατοχής, Χατζηαποστόλου και Κωφός παρητήθησαν. Ασθενεί ήδη και
Παπαηλιάκης εναπομείναντα μέλη δεν αποτελούσιν απαρτίαν κατά Νόμον Συμβουλίου.
Υποβάλλω εκ τρίτου ευχήν μετ΄ εναπομεινάντων μελών όπως ενεργηθή αντικατάστασις
Συμβουλίου, καθ΄ όσον Σύλλογος απέμεινεν άνευ διοικήσεως.
Προεδρεύων Δικηγορικού
Συλλόγου
Εξουσιοδοτώ
τον υπάλληλον του Συλλόγου Πασχάλην Δημητριάδην ίνα επιδώση το παρόν
τηλεγράφημα.
23. Προς
Το Σεβ. Προεδρείον του
Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης
Αίτησις
δικηγόρων Θεσσαλονίκης
Ως γνωστόν, κατά την
απογραφήν των υπό των Ισραηλιτών εγκαταλειφθεισών περιουσιών απησχολήθησαν και
αρκετός αριθμός δικηγόρων. Δυστυχώς μέχρι σήμερον δεν εγένετο δυνατή η είσπραξις
της αμοιβής ήν δικαιούνται ούτοι, ούτε
το ποσόν αυτής καθωρίσθη. Δεδομένου δε ότι, προκειμένου περί δικηγόρων, η αμοιβή
αύτη δεν είναι δίκαιον να είναι κατωτέρα του ελαχίστου ορίου της αμοιβής της
οριζομένης υπό του Κώδικος περί Δικηγόρων παρακαλούμεν όπως υπό το πνεύμα τούτο
προβείτε εις τα απαιτούμενα διαβήματα παρά τω κ. Γενικώ Διοικητή.
Ήδη η απογραφή των
Ισραηλιτικών Καταστημάτων ανεστάλη, πρόκειται δε, καθά πληροφορούμεθα, να
ανατεθή η εκκαθάρισις των Ισραηλιτικών Καταστημάτων εις άτομα ή Επιτροπάς, επί
ποσοστοίς. Δεδομένου δε ότι αι Ισραηλιτικαί περιουσίαι ανέρχονται εις σεβαστόν
ποσόν τα ποσοστά ταύτα της αμοιβής θα είναι λίαν σημαντικά.
Καίτοι εν τοις αρμοδίοις
κύκλοις ουδείς γίνεται λόγος περί των προσώπων τα οποία θα αποτελέσουν τας
«εκκαθαριστικάς Επιτροπάς» εξωδίκως όμως επληροφορήθημεν ότι ταύτα θα
αποτελούνται από εμπόρους, ειδικούς δι’ έκαστον είδος εμπορίου, και από
δημοσίους υπαλλήλους. Αι επικρατούσαι αυταί σκέψεις έδωσαν εις ημάς αφορμήν να
υποβάλωμεν υμίν τας σκέψεις μας και παρακαλέσωμεν υμάς όπως ενεργήσητε
καταλλήλως. Αι σκέψεις μας αύται είναι αι εξής:
1) Οι
δημόσιοι υπάλληλοι, προς το παρόν, αμείβονται αρκετά καλά εις μετρητά και
τρόφιμα, ώστε δεν είναι δίκαιον να ικανοποιηθούν και με διάφορα άλλα ποσοστά! Η
απουσία άλλως αυτών εκ των Γραφείων των αποβαίνει πάντοτε προς βλάβην των
πολιτών οι οποίοι πηγαινοέρχονται εις τα διάφορα κυβερνητικά τμήματα ευρίσκοντα
αυτά νεκρά, ελλείψει υπαλλήλων.
2) Αντί
των δημοσίων υπαλλήλων να χρησιμοποιηθώσιν οι δικηγόροι, είς ή δύο δι΄εκάστην
επιχείρησιν, αναλόγως της σπουδαιότητος αυτής.
3) Εκ
των νομίμων ποσοστών τα οποία θα δικαιούνται να λάβωσιν ως αμοιβήν, έν μεν
ποσόν θα λαμβάνωσιν ούτοι εφ’ όσον θα απασχολούνται εις την επιχείρησιν, τα δε
υπόλοιπα να κατατίθεται εις τον Δικηγορικόν Σύλλογον ίνα διανέμωνται μεταξύ
πάντων των ομολογουμένως εχόντων ανάγκην δικηγόρων, συμφώνως τη υπό του Δ.
Συμβουλίου ληφθησομένας αποφάσεσι.
Υποβάλλοντες υμίν τας
ανωτέρω σκέψεις παρακαλούμεν όπως επιληφθήτε της υποθέσεως και ενεργήσητε
συντόμως παρά τη αρμοδία Γεν. Διοικήσει, καθώς πρόκειται, ως πληροφορούμεθα,
συντόμως να ληφθούν αποφάσεις επί του προκειμένου.
Διατελούμεν μετά πάσης
τιμής
Εν Θεσ/νίκη τη 8 Μαΐου 1943
Εικόνα
7. Αίτησις Δικηγόρων Θεσσαλονίκης προς
το Προεδρείον του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, στην δεύτερη σελίδα
υπάρχουν οι χειρόγραφες υπογραφές των αιτούντων, 8 Μαΐου 1943.
24.
Αριθ.166 Ο
Δικηγορικός Σύλλογος
Θεσσαλονίκης
Προς
Τον κ. Γεν. Διοικητήν Μακεδονίας
Διαβιβάζεται
προς τον Κον Γεν. Διοικητήν Μακεδονίας με την παράκλησιν όπως συστήση εις την
αρμοδίαν Επιτροπήν επί της διαχειρίσεως των περιουσιών των αποδημούντων
Ισραηλιτών ίνα λάβη υπ’ όψει την παρούσαν δια τε τον κανονισμόν της αμοιβής των
διορισθέντων απογραφέων, ως ούτος εκτίθεται πρόσθεν, και τον διορισμόν
δικηγόρων εν τη εκκαθαρίσει και διαχειρήσει των περιουσιών τούτων, διότι εκ
τούτου, ως γνωστόν, και η εργασία μεγάλως θέλει εξυπηρετηθή εκ του διορισμού
δικηγόρων και μέγας αριθμός δικηγόρων θέλει ενισχυθή οικονομικώς.
Θεσσαλονίκη τη
12 Μαΐου 1943
Ο
Προεδρεύων
25.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ
ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΑΝΩΤΕΡΟΣ
ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ
Υ.Δ.Ι.Π.
Θεσσαλονίκη τη 19 Μαΐου 1943
Προς το
Κτηματικόν Γραφείον
(Τμήμα
Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών)
Ενταύθα
Γνωρίζομεν υμίν ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος
Θεσ/νίκης παραπονείται διότι δεν κατεβλήθη αμοιβή εις τους ασχοληθέντας εις την
απογραφήν των Ισραηλιτικών Καταστημάτων δικηγόρους.
Φρονούμεν ότι το παράπονον είναι δίκαιον και
δέον όπως το ταχύτερον καταβληθή εις τους δικηγόρους απογραφείς η οφειλομένη
αμοιβή η καθορισθείσα δια της κοινοποιηθείσης υμίν αποφάσεως του κ. Υπουργού
Γενικού Διοικητού.
Ο Ανώτερος
Προϊστάμενος
Χρ.
Τέντζος
Κοινοποιείται
Δικηγορικόν
Σύλλογον
Ενταύθα
26.
Αριθ.
199
1 Ιουνίου 1943
Προς
Τον κ.
Πρόεδρον της Επιτροπής Διαχειρίσεως
Ισραηλιτικών περιουσιών
Ενταύθα
Έχομεν
την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν τα εξής:
Ως
γνωστόν μεταξύ των αποδημούντων Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης απεδήμησαν και τινες
Δικηγόροι Ισραηλίται ήτοι οι 1) Γιομτώβ Γιακοέλ, 2) Καμχή Ηλίας, 3) Κοέν
Αβραάμ, 4) Κοέν Αλφρέδος, 5) Κοέν Ηλία, 6) Κοέν Ραφαήλ. 7) Κοέν Σιμαντώβ, 8)
Κρίσπη Ιωσήφ, 9) Λεβή Αβραάμ, 10) Αλμπέρτο Μασαράνο, 11) Μωϋσής Σαούλ, 12)
Μωϋσή Ασήρ, 13) Ναμίας Σαμουήλ, 14) Οβαδιά Ηλία, 15, Ρεβάχ Πέπο ή Ιωσήφ, 16)
Σιακή Ισάκ, 18[17]) Φαρατζή Μεναέμ των οποίων τα γραφεία απεγράφησαν παρ’ υμών.[5]
Οι
Ισραηλίται ούτοι Δικηγόροι θα είχον ασφαλώς εν τοις γραφείοις των μεταξύ άλλων
και δικογραφίας διαφόρων πελατών των μη υποκειμένων εις την μετανάστευσιν των
Ισραηλιτών. Οι πελάται αυτών ούτοι έχουσιν ανάγκην των Δικογραφιών των δια
συνέχισιν είτε δικαστικώς, είτε διοικητικώς, είτε εξωδίκως των υποθέσεών των
κατά των αντιδίκων αυτών, πλην όμως αδυνατούσι λόγω ελλέιψεως των σχετικών
δικογραφιών των, κινδυνεύουσι δε ούτω ζωτικά συμφέροντα των πολιτών τούτων.
Προς αποφυγήν δικαίων παραπόνων των πολιτών εφόσον οπωσδήποτε κινδυνεύουσι τα
ζωτικά συμφέροντά των, φρονούμεν ότι επιβάλλεται όπως αι Δικογραφίαι
τουλάχιστον των Δικηγόρων Ισραηλιτών παραδοθώσιν εις τον Δικηγορικόν Σύλλογον
ίνα συνεχίση τας υποθέσεις των ενδιαφερομένων πολιτών πελατών αυτών δια την
κατά την κρίσιν αυτού οριστέων Δικηγόρων.
Όθεν παρακαλούμεν όπως διατάξητε ό,τι δει εν
προκειμένω.
Μετά τιμής
Ο
Προεδρεύων
(Ι. Τσιτσικλής)
Εικόνα
8. Έγγραφον υπ’ αριθ. 26 με το οποίον
ζητείται από την ΥΔΙΠ να αποδώσει στον Σύλλογο τις δικογραφίες από τα γραφεία
των «αποδημούντων» Ισραηλιτών, 1 Ιουνίου
1943
26α.
Εικόνα
9. Κατάλογος των ανακηρυχθέντων
υποψηφίων δια τας αρχαιρεσίας του Συλλόγου…, 16 Φεβρουαρίου 1938
27.
Ελληνική
Πολιτεία
Γενική
Διοίκησις Μακεδονίας
Θεσσαλονίκη τη 7/6/1943
Υπηρεσία
Διαχειρήσεως Ισραηλιτικών
Περιουσιών
Ανώτερος
Προϊστάμενος
Προς
(Γραφείον
Μεσεγγυήσεως) Το Κτηματικόν
Γραφείον
Αριθ. Πρωτ.
972
(Τμήμα Υ.Δ.Ι.Π.)
κ. […]
Ενταύθα
Διαβιβάζομεν
συνημμένως το υπ’αριθ. 199 από 1-6-1943 έγγραφον του Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης δι’ ού ούτος αιτείται την απόδοσιν αυτώ των δικογραφιών των
Γραφείων των μεταναστευσάντων ισραηλιτών δικηγόρων και παρακαλούμεν όπως
μερίμνη υμών εισαχθή η υπόθεσις αύτη εν συνεδριάσει του Εποπτικού Συμβουλίου,
ίνα αποφασίση τούτο σχετικώς.
Ο Γεν. Γραμματεύς Γ.Δ.Μ.
και Ανώτερος
Προϊστάμενος Υ.Δ.Ι.Π.
Χρ. Τέντζος
Κοινοποίησις
Δικηγορικόν Σύλλογον
Θεσσαλονίκης
28.
Αριθ.
287 Εν
Θεσσαλονίκη τη 24 Σεπτεμβρίου 1943
Προς
Την Υπηρεσίαν Στεγάσεως Θεσσαλονίκης
Κύριε
Διευθυντά,
Διαταγή
υμών δέον να εκκενώσωμεν το επί της οδού Τσιμισκή υπ’ αριθ. ΙΙΙ διαμέρισμα ένθα στεγάζωνται επί
δεκαετίαν και πλέον ο ημέτερος Σύλλογος, το εντευκτήριον Δικηγόρων Θεσσαλονίκης
και τα Γραφεία του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης. Το εν λόγω
διαμέρισμα αποτελείται εκ πέντε δωματίων, σάλας και λοιπών χρειωδών.
Μας
υπεδείχθη υπό της υπηρεσίας σας να μεταφερθώμεν εις τρία δωμάτια του ενταύθα
και επί της οδού Βαλαωρίτου υπ’ αριθ. 33 κειμένου μεγάρου, χωρίς μέχρι σήμερον
να μας έχη χορηγηθή το σχετικόν στεγαστήριον.
Έχομεν
την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι μας χορηγήσητε εν τω αυτώ
μεγάρω της οδού Βαλαωρίτου, δύο εισέτι δωμάτια καθ’ όσον μας είναι απολύτως
αδύνατον να εγκαταστήσωμεν τας υπηρεσίας μας, υπαλληλικόν προσωπικόν, βιβλιοθήκας,
έπιπλα κ.λ.π. εις τα χορηγούμενα ημίν τρία τοιαύτα. Εις ήν περίπτωσιν δεν
υπάρχουσι διαθέσιμα δωμάτια, παρακαλούμεν να μας εξευρεθή έτερον μέγαρον με
πέντε δωμάτια δια τον ως άνω σκοπόν, άλλως να μας χορηγηθώσι δύο δωμάτια εις
άλλο μέγαρον δια να εγκαταστήσωμεν εκείσε μέρος των υπηρεσιών και επίπλων.
Προς ευκολίαν υμών σας
υποδεικνύομεν το επί της οδού Τσιμισκή υπ’ αριθ.116 Ισραηλιτικόν κατάστημα.
Μετά Τιμής
29.
Κατάστασις
Των εκ του Μητρώου του
Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/νίκης διαγραφέντων δικηγόρων κατά το έτος 1943.
Ονοματεπώνυμον χρονολογία διαγραφής
1) Γιομτώβ
Γιακοέλ 25 – 2 – 43
2) Ιβρισιμτζής Δημήτριος
3) Καβαλιέρος Χαρίλαος
4) Καμχή Ηλία 25 – 2 – 43
5) Κοέν Αβραάμ 25 – 2 – 43
6) Κοέν Αλφρέδος 25 – 2 – 43
7) Κοέν Ηλίας 25 – 2 – 43
8) Κοέν Λάζαρος 25 – 2 – 43
9) Κοέν Σιμαντώβ 25 – 2 – 43
10) Κρίσπη Ιωσήφ 25 – 2 – 43
11) Λάσκαρης
Αλέξανδρος Δ/βριος 43
12) Λεβής Αβραάμ 25 – 2 – 43
13) Μανδαμάς Νικόλ. Απρίλιος 43
14) Μασαράννο Αλβέρτος 25 – 2 – 43
15) Μωϋσής Σαούλ 25 – 2 – 43
16) Νάτσινας
Στέφανος 27 – 7 – 43
17) Ναχμίας Σαμουήλ 25 – 2 – 43
18) Οβαδιά Ηλίας 25 – 2 – 43
19) Ρεβάχ Ιωσήφ 25 – 2 – 43
20) Σιακή Αλβέρτος 25 – 2
– 43
21) Σιακή Ισαάκ 25 – 2
– 43
22) Φαρατζή Μεναχέμ 25 – 2 – 43
Ως αιτία διαγραφής για όλους τους εβραίους αναφέρεται η
¨"Δ/γή Στρατ. Διοικ. Θεσ/νίκης – Αιγαίου". Για τους χριστιανούς,
ένας "μετετέθη Αθήνας" και δύο "απεβίωσαν".
¨"Δ/γή Στρατ. Διοικ. Θεσ/νίκης – Αιγαίου". Για τους χριστιανούς,
ένας "μετετέθη Αθήνας" και δύο "απεβίωσαν".
Εικόνα
10. Κατάστασις των εκ του Μητρώου του
Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης διαγραφέντων δικηγόρων κατά το έτος 1943, [11
Απριλίου 1944]
30.
19 Απριλίου 1944
Προς
Το Σεβαστόν επί της
Δικαιοσύνης Υπουργείον
Κε Υπουργέ
Είναι
γνωστόν ότι το Κράτος αποβλέπον εις [την] από ηθικής απόψεως ανύψωσιν του
επιπέδου της δικηγορίας και του από ετών εν οικονομική κρίσει βιούντος
Δικηγορικού κόσμου αποτελούντος την εν
αυτή ηγέτιδα τάξιν, αφ’ ετέρου δε εις την προστασίαν αυτής ταύτης της κοινωνίας
και της εν αυτή ηθικής τάξεως, θιγομένης εκ της δημιουργίας αδίκων και
ατερμόνων δικών, διεξαγομένων δια μέσων αποδοκιμαζομένων υπό της ηθικής και του δικαίου ως εκ του επαγγελματικού
ανταγωνισμού και της εκ του πληθωρισμού των [των δικηγόρων] στενότητος των
μέσων συντηρήσεως των δικηγόρων, οίτινες από σύμβουλοι και καθοδηγηταί του
δικαίου θα ηδύναντο να εκτραπώσι προς εξασφάλισιν του βιοπορισμού των εις
υποστηρικτάς της αδικίας και της καταδολιεύσεως του Νόμου και του Δικαίου,
εξέδωκε τον Α.Ν. 1017/1937, δια του οποίου περιφρουρούν ως έπραξε και δια πάσας
τας λοιπάς επαγγελματικάς τάξεις ου μόνον τον δικηγορικόν κόσμον αλλά και αυτήν
ταύτην την κοινωνίαν, έθεσε τέρμα εις τον καθ’ υπέρβασιν παντός μέτρου
πληθωρισμόν των δικηγόρων, θεσπίσαν τον περιορισμένον αριθμόν των δικηγόρων
κατά το εν τω νόμω τούτω υιοθετηθέν σύστημα.
Το Διοικητικόν Συμβούλιον του ημετέρου
Συλλόγου έχον υπ’ όψιν ότι κατά την τελευταίαν τριετίαν εν τη περιφερεία του
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εκτός των συνεπεία των συνθηκών της πολεμικής
περιόδου και της επακολουθησάσης ταύτην καταστάσεως συρρευσάντων ενταύθα, αξίων
δε πάσης αρωγής και προστασίας δικηγόρων, ιδία της Βουλγαροκρατουμένης
Μακεδονίας και Θράκης αλλά και των δεινοπαθεισών επαρχιών της Δυτικής
Μακεδονίας, ηνοίγη τελευταίως η θύρα του διορισμού δικηγόρων παρά τω
Πρωτοδικείω Θεσσαλονίκης, αδιακρίτως, παντί τω βουλομένω, ου μόνον εκ της
αφθόνου συγκομιδής των κατ’ έτος τελειοφοιτούντων εκ της Νομικής Σχολής του ενταύθα
Πανεπιστημίου, οίτινες λόγω των κατά καιρούς ευεργετικών νόμων εισέρχονται εις
την δικηγορίαν άνευ ουδεμιάς προπονήσεως, ήν θα προσεκτώντο δια της σχεδόν
καταργηθείσης πρακτικής ασκήσεως, αλλά και εκ των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ως
και των τοιούτων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου,
διοριζομένων δικηγόρων ως εκ της επελθούσης αναστολής των ασυμβιβάστων
διατηρούντων δε παραλλήλως προς την δημοσιοϋπαλληλικήν των ιδιότητα και την του
δικηγόρου, οίτινες ουδέποτε διανοηθέντες να δικηγορήσουν, άμοιροι δε των
παραδόσεων του Σώματος όντες, δι’ ακρίτου και κοινωνικώς επικινδύνου
συμπεριφοράς, αναμιγνυόμενοι εις τας υποθέσεις τας εμφανιζομένας ενώπιον των
Δικαστικών και Διοικητικών Αρχών παρασιτικώς και δίκην μεσίτου, εξαθλιώνουν την
κατάστασιν, δημιουργούντες πλήρη παρά τη Κοινωνία σύγχυσιν και κηλιδώνοντες εν
τη κυριολεξία το λειτούργημα του δικηγόρου.
Ετέρωθεν,
αποβλέπον το Συμβούλιον και εις τον ήδη υπερπληθωρισμόν των ασκούντων εν τη
περιφερεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την δικηγορίαν, αφού ήδη ο αριθμός των
διωρισμένων δικηγόρων ανέρχεται εις 882, ενώ κατά τας διατάξεις του άρθρου 14
του Κώδικος περί δικηγόρων ως ετροποποιήθη υπό του προμνημονευθέντος νόμου, δια
την παρελθούσαν τριετίαν έδει ν’ ανέρχεται εις 206, ήχθη εις σκέψιν ότι είπερ
ποτε και νυν επιβάλλεται, τουλάχιστον δια το μέλλον, η λήψις των υπό του νόμου
περιοριστικών μέτρων και παμψηφεί απεφάσισεν κατά την τακτικήν αυτού
συνεδρίασιν της 31/3/1944 – απόσπασμα των πρακτικών της οποίας συνημμένως
αποστέλλεται υμίν – όπως βάσει των εκδοθεισών κατά την τελευταίαν τριετίαν 1940
– 1943 αποφάσεων αιτήσηται προτάσει Υμών κ. Υπουργέ την έκδοσιν του οικείου
διατάγματος καθορίζοντος τον αριθμόν των παρά τη περιφερεία του Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης διορισμόν δικηγόρων εις 245 δια την τριετίαν 1944 – 1946.
Εν
τέλει το Συμβούλιον αισθάνεται την ανάγκην να διαδηλώση Υμίν την θλίψιν του,
διότι εκ λόγων αναποτρέπτων οφειλομένων δε εις την εκ των συνεπειών του πολέμου
δημιουργηθείσαν ανώμαλον κατάστασιν, δεν ηδυνήθη να συγκεντρώση τα στοιχεία και
αιτήσηται την εφαρμογήν του αιτουμένου προστατευτικού των δικηγόρων μέτρου
ενωρίτερον και εντός του Ιανουαρίου ε.έ. καίτοι η προθεσμία αύτη του νόμου
ενδεικτικώς αναφερομένη, δεν κωλύει
βεβαίως την εκ των πραγμάτων επιβεβλημένην εφαρμογήν του ως άνω μέτρου.
Ο Γεν. Γραμματεύς Ο Πρόεδρος
31.
Δημ. Π. Σπηλιάκος
Δικηγόρος
Εν
Θεσσαλονίκη τη 31 Μαΐου 1946
Προς
Τον
Δικηγορικόν Σύλλογον Θεσσαλονίκης
Ενταύθα
Έχω την τιμήν
να φέρω εις γνώσιν Υμών τα επόμενα:
Η ενταύθα
Εταιρία «Υιοί Α. Χασσίδ», ήν συγκροτούν ισραηλίται ισπανοί υπήκοοι, απέθεσε τον
Ιούλιο του 1943 επικειμένης της εξορίας των μελών της εις τας ενταύθα αποθήκας
της Εταιρίας Γενικών Αποθηκών 8550
κιλά νημάτων. Την 8.9.1943 τα εμπορεύματά της ταύτα
κατεσχέθησαν υπό των γερμανών, καθ’ όν χρόνον τα μέλη της Εταιρίας ήσαν
εξόριστα, μου εδόθη δε εντολή αρμοδίως υπό της Εταιρίας των Γενικών Αποθηκών,
ενεργούσης κατά την εξυπακουομένην θέλησιν των απόντων διαχειριστών της
αποθέτιδος και υπό του ενταύθα νομίμου πληρεξουσίου της Εταιρίας ταύτης κ. Ι.
Σταθάκη να ενεργήσω δια την αποδέσμευσίν των. Ο τελευταίος μοι υπεσχέθη ότι εις
περίπτωσιν αποδεσμεύσεως και διασώσεως των εμπορευμάτων της Εταιρίας «Υιοί Α.
Χασσίδ» θα ημειβόμην δια ποσοστού επί της αξίας αυτών εντός των ορίων του
Κώδηκος περί δικηγόρων καθορισθησομένου κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός αναλόγως
της εκτάσεως των ενεργειών μου και του επελευσομένου αποτελέσματος. Μετά
πολυμήνους προσπαθείας ουχί αμετόχους κινδύνων, αφ’ού προσέκρουον εις την
εκδηλωθείσαν διάθεσιν των γκεσταπιτών να τα νοσφισθούν, κατώρθωσα ν’
αποδεσμεύσω δια γερμανικής διαταγής τα εμπορεύματα ταύτα. Εν συνεχεία διότι και
οι διαδεχθέντες τους γερμανούς αναρχικοί επωφθαλμίων τα εμπορεύματα ταύτα και
ηξίωσαν να τους τα παραδώσω, τα διέσωσα και από της λεηλασίας τούτων, εμφράξας
δια δαπανών μου με μπεττόν τα κουφώματα της αποθήκης, όταν δε την 27.12.1944 οι
αναρχικοί μετέβησαν εις την αποθήκην να τα παραλάβουν εύρον εκτισμένας τας
πύλας αυτής και περιωρίσθησαν εις το να συντάξουν πρακτικόν δεσμεύσεως, εμέ δε
μ’ εφυλάκισαν. Εν τω μεταξύ μετά την καταστολήν του δεκεμβριανού κινήματος
απηλλάγη η Θεσσαλονίκη των αναρχικών και οι Χασσίδ της λεηλασίας των
εμπορευμάτων των. Ήδη ανακύπτει το ζήτημα του καθορισμού του κατά την κρίσιν
αγαθού ανδρός ποσοστού της αμοιβής μου δια τας ιστορηθείσας ενεργείας μου, αι
οποίαι έσχον ως αποτέλεσμα την κατά 100% διάσωσιν των εμπορευμάτων της ρηθείσης
Εταιρίας από της κατά 100% βεβαίας απωλείας των και δη από δύο κατασχέσεων.
Επειδή η μνησθείσα Εταιρία μου προσφέρει 3%, εγώ δε ζητώ 20% επί της αξίας των
εμπορευμάτων αυτών, παρακαλείσθε όπως γνωμοδοτήσητε ποία πρέπει να είναι η κατά
την κρίσιν αγαθού ανδρός αμοιβή μου λαμβανομένων υπ΄όψει των τότε συνθηκών, των
κινδύνων που διέτρεξα, του πολυμήνου των ενεργειών μου, τας οποίας παρηκολούθει
εκ του σύνεγγυς ο πληρεξούσιος της Εταιρίας κ. Ι. Σταθάκης, και του επελθόντος
αποτελέσματος. Την γνωμοδότησιν σας θέλω χρησιμοποιήση και επί Δικαστηρίου,
θέλει δ’ αύτη χρησιμεύση και δια την αντίδικόν μου, καθ’ όσον επί συζητήσεως
σχετικού πίνακός μου κατ’ αυτής, αύτη προέβαλεν ένστασιν ότι προώρως εισήχθη
προς εκδίκασιν ο πίναξ μου, ίνα δε ληφθή υπ’ όψει η ένστασίς της προέβαλεν ότι
εσκόπει να ζητήση την κατά το άρθρον 184 εδ. 4 του Κώδηκος συμβιβαστικήν
επίλυσιν της διαφοράς υπό του Δικηγορικού Συλλόγου.
Μετά τιμής
Δημ. Π.
Σπηλιάκος
Εικόνα
11. Η πρώτη σελίδα της επιστολής του
δικηγόρου Δημ. Σπηλιάκου προς τον Δικηγορικόν Σύλλογον Θεσσαλονίκης, 31 Μαΐου
1946
Β. Επίμετρο
Ο
Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, μετά τις τελευταίες δημοσιεύσεις[6],
φαίνεται ότι επαναλειτούργησε το 1914, βάσει του Ν. 147/1914 «Περί της εν ταις
προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών
οργανώσεως», ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αρ. φύλλου 25
/1ης Φεβρουαρίου 1914. Αργότερα, στις 23/5/1914 δημοσιεύεται στο
φύλλο αριθ. 138, προτάσσει του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Δ. Ρακτιβάν, Βασιλικό
διάταγμα «Περί ορισμού ημέρας προς συγκρότησιν των Δικηγορικών Συλλόγων εις τας
νέας χώρας» βάσει του άρθρου 31 του Ν. 147/1914. Ορίζεται η Κυριακή 15 Ιουνίου ως ημέρα «προς
συγκρότησιν των δικηγορικών συλλόγων και ενέργειαν των αρχαιρεσιών». Επομένως η
15/6/1914 θεωρείται ως ημέρα ιδρύσεως των δικηγορικών συλλόγων των νέων χωρών
και ημέρα επανιδρύσεως του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης – Δ.Σ.Θ..
Σύμφωνα
με την ολιγοσέλιδη, αλλά χρήσιμη μελέτη
του Δημητρίου Γ. Σερεμέτη την αναφερομένη στην Δικαιοσύνη [στη Θεσσαλονίκη] και
στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης «από της απελευθερώσεως (1912) και
μετέπειτα»[7], μετά
την προεδρία του Νικολάου Δημητριάδη - πρώτου προέδρου του επανιδρυθέντος
Συλλόγου - ακολουθεί μία «μακρά σειρά αλληλοδιαδόχως προεδρευόντων συμβούλων»,
μέχρι το έτος 1926. Τότε εξελέγη, το πρώτον, πρόεδρος του Συλλόγου ο Γεώργιος
Δ. Σερεμέτης, πατήρ του συγγραφέως της προαναφερθείσης μελέτης. Προηγουμένως, ο
Γεώργιος Σερεμέτης εχρημάτισε προεδρεύων και, εν συνεχεία, Γενικός Γραμματεύς του
Δ.Σ.Θ. κατά τα έτη 1924 – 1926. Εξελέγη
πρόεδρος του Δ.Σ.Θ. το 1926 και παρέμεινε αδιαλείπτως Πρόεδρος έως το 1943,
όταν, μετά τον θάνατο του έως τότε Δημάρχου Θεσσαλονίκης Κ. Μερκουρίου,
διορίστηκε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης - θέση την οποίαν κατείχε μέχρι τον Νοέμβριο
του 1944 και την, προσωρινή, ανάληψη της εξουσίας του Δήμου, από το ΕΑΜ. Είναι
προφανές ότι από τον Αύγουστο του 1936 τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των
διαφόρων συλλόγων της χώρας έπρεπε να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του μεταξικού
καθεστώτος. Όσα μέλη είχαν εκλεγεί ενωρίτερα και δεν ήταν αρεστά στο νέο
καθεστώς, αντικατεστάθησαν από άλλα, συμπαθούντα την 4η Αυγούστου.
Σε κάθε περίπτωση, οι κρατούντες είχαν την δυνατότητα να απομακρύνουν ή και να
απολύουν όσους πολίτες θεωρούσαν ότι δεν ήταν πιστοί στην κυβέρνηση και στις
επιταγές της και στην θέση τους να διορίζουν, είτε ιδεολογικούς οπαδούς του
καθεστώτος, είτε υπάκουα μέλη από το
Σώμα του Συλλόγου. [8]
Το
πρώτο δημοσιευόμενο έγγραφο, είναι το ευχετήριο τηλεγράφημα του Προέδρου
Γεωργίου Σερεμέτη προς τον εορτάζοντα, την 7η Ιανουαρίου, πρωθυπουργό Ιωάννη
Μεταξά. Είναι Ιανουάριος του 1941: ο ελληνικός στρατός την παραμονή των
Χριστουγέννων κατέλαβε και την Χειμάρρα, όμως, μετά από είκοσι περίπου ημέρες ο Μεταξάς ξαφνικά
θα πεθάνει - ένας θάνατος, ο οποίος δημιούργησε από τότε αρκετά ερωτηματικά και
προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Το σχέδιον του τηλεγραφήματος, είναι γραμμένο
μάλλον από τον ίδιο τον Γ. Σ. και το κείμενο ακολουθεί μία τυπική και
αναμενόμενη θριαμβολογική φρασεολογία,
καθώς προέρχεται από τον Πρόεδρο ενός μεγάλου συλλόγου και απευθύνεται στον Πρωθυπουργό της
εμπολέμου και νικήτριας πατρίδος.
Το
επόμενον, συγχαρητήριον, έγγραφον του Προέδρου προς τον Γ. Τσολάκογλου
[έγγραφον αρ.5] είναι εξ αντικειμένου ένα κείμενον εντελώς διαφορετικό, από το
ευχετήριο τηλεγράφημα του ιδίου προς τον Μεταξά. Ο Τσολάκογλου, αντιστράτηγος,
διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού κατήργησε τον διοικητή της Στρατιάς Ηπείρου,
ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση της και με την σύμφωνη γνώμη των αντιστρατήγων Δεμέστιχα
και Μπάκου, διοικητών του Α’ και Β’ Σώματος Στρατού αντίστοιχα, συνθηκολόγησε
με τις γερμανικές δυνάμεις και υπέγραψε με τους επικεφαλής τους στρατιωτικούς,
διαδοχικώς, 3 πρωτόκολλα ανακωχής και παραδόσεως [20, 21 και 23 Απριλίου 1941].
Εν συνεχεία, στις 30 Απριλίου, απεδέχθη τον διορισμό και σχημάτισε την πρώτη
κυβέρνηση κατά την διάρκεια της κατοχής - έμεινε πρωθυπουργός έως τις 2
Δεκεμβρίου 1942, οπότε και «παραιτήθηκε». Τα συγχαρητήρια του Γ. Σερεμέτη
αναφέρονται σε δύο περιόδους της ζωής του στρατηγού: Στην στρατιωτική – την
καλή δράση του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο [«υπέροχη» σημειώνει ο αποστολεύς]
αλλά και στην πολιτική: την ανάληψη της πρωθυπουργίας. Εδώ, σαφώς υπονοείται
και η συμφωνία του αποστολέως με την
κρίσιμη ενδιάμεση κίνηση του Τσολάκογλου: την συνθηκολόγηση. Επομένως οι
«ολόψυχες» ευχές για την επιτυχία των προσπαθειών του κατοχικού Πρωθυπουργού
σημαίνουν ταυτοχρόνως και
την πολιτική υποστήριξη του Προέδρου – εκπροσώπου ενός μεγάλου συλλόγου,
όπως ήταν [και είναι] ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης προς τον διορισθέντα
Πρωθυπουργό αλλά και προς την στάση αυτού κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η
διαβεβαίωση ότι ο λαός «ευγνωμόνως και ησύχως» προσβλέπει εις το υψηλόν έργον
του πρωθυπουργού και της Κυβερνήσεως δείχνει, ασφαλώς, μόνον την επιθυμία του
αποστολέως και πολλών άλλων συμπολιτών του [προφανώς και του παραλήπτη], ενώ η
πραγματικότητα, όπως αναφέρεται στο τηλεγράφημα, είναι ενδεικτική απλώς μίας προσωρινής και
απαραίτητης περιόδου προσαρμογής των πολιτών στην νέα κατάσταση πραγμάτων.
Η πόλη, μετά από τις 9 Απριλίου 1941, συνέχισε να λειτουργεί
καθημερινά σε όλους τους τομείς της μέσα στο νέο και εν πολλοίς άγνωστο
πλαίσιο, το οποίον επέβαλαν και, αναλόγως, θα ερρύθμιζαν οι δυνάμεις κατοχής. Η
πόλη πλέον θα ζούσε με τους Έλληνες πολίτες της και τους Γερμανούς
κατακτητές. Επομένως, οι Έλληνες
πολίτες θα είχαν, κατ’ ανάγκην, καθημερινές και ποικίλες σχέσεις με τους άνδρες
του γερμανικού στρατού.
Όπως φαίνεται από το Σχέδιον του εγγράφου 3, την 10ην
Απριλίου 1941, μόλις την επομένη της εισόδου των Γερμανών στην Θεσσαλονίκη,
τρεις άνδρες - οι επικεφαλής αντιστοίχων θεσμικών υπηρεσιών και οργάνων στον
χώρο της Δικαιοσύνης - επισκέπτονται τον Διοικητή του Γερμανικού Στρατού «ίνα
τον χαιρετήσωσι». Ο Διοικητής τους ανακοίνωσε, ότι επιθυμεί να συνεχίσουν τα
Δικαστήρια την λειτουργία τους «όπως και πρότερον». Εν συνεχεία, ο ένας εξ
αυτών, ο Πρόεδρος του Δ. Σ. Θ. ενημερώνει τους δικηγόρους – μέλη του Συλλόγου –
ότι η λειτουργία της Δικαιοσύνης συνεχίζεται «όπως και πρότερον» και τα
«Δικαστήρια θέλουν ακολουθώσι τας εργασίας των ανελλιπώς». Το γεγονός της
υπάρξεως τέτοιας μορφής σχέσεων, απολύτως υποχρεωτικών στην ουσία τους, μεταξύ
των υπευθύνων της ελληνικής πολιτείας και των αρμοδίων των κατοχικών δυνάμεων,
από μόνες τους, δεν συνιστούν οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας μεταξύ των
συμμετασχόντων σε αυτές. Συνέβησαν σε όλες τις κατεχόμενες χώρες -
δημιουργήθηκαν παντού [και στην Ελλάδα]
επαφές μεταξύ των υπευθύνων των δύο πλευρών [κατακτητές – κατακτημένοι]
σε όλα τα επίπεδα εξουσίας και στους δύο χώρους της: τον στρατιωτικό και τον
πολιτικό.
Σύμφωνα
με έγγραφον του Δ.Σ. προς τον Εισαγγελέα των εν Θεσσαλονίκη Εφετών της 20ης
Μαΐου 1943, υπογεγραμμένο από τον Προεδρεύοντα τον Σύλλογον [Ι. Τσιτσικλής
(;)], τα μέλη «του από του 1938 και εντεύθεν μέχρι σήμερον Διοικητικού
Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης» είναι: 1) Σερεμέτης Γεώργιος
Πρόεδρος, 2) Λαδάς Ιωάννης Αντιπρόεδρος 3) Αυγερινός Γεώργιος Ταμίας 4) Βαζάκας
Θεόδωρος Γραμματεύς – Σύμβουλοι: 5) Μπραχάλης Αναστάσιος, 6) Τσιτσικλής
Ιωάννης, 7) Οικονόμου Θεόδωρος, 8) Παπαηλιάκις Γεώργιος, 9) Αγγελίδης
Δημήτριος, 10) Κωφός Χριστόδουλος, 11) Μωϋσής Σαούλ, 12) Στράγγας Παναγιώτης,
13) Κούμπαρης Νικόλαος, 14) Χατζηαποστόλου Λεόντιος και 15) Βουγάς Σωκράτης.
Αυτός είναι ο τυπικός Κατάλογος των εν μέρει διορισθέντων και εν μέρει
εκλεγέντων από το 1938 μελών του Δ.Σ., ο
οποίος όμως κατά τον χρόνο της αποστολής του στον Εισαγγελέα [20/5/1943] δεν
ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματική κατάσταση του Διοικητικού
Συμβουλίου. Όπως προκύπτει από το
τηλεγράφημα, το οποίον απέστειλε ο Προεδρεύων, δώδεκα ημέρες ενωρίτερα
[8/5/1943], προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης, η κατάσταση του Δ.Σ. είναι εντελώς
διαφορετική, συγκεκριμένα: Ο Πρόεδρος Γ. Σερεμέτης «διορισθείς Δήμαρχος
απεχώρησε του Συμβουλίου», ο αντιπρόεδρος Ι. Λαδάς και δύο σύμβουλοι
παρητήθησαν. Ένας σύμβουλος [Δ. Αγγελίδης] απεβίωσε και άλλοι δύο ασθενούν – ο
ένας [Μπραχάλης], μάλιστα, ασθενεί βαρέως. Ο Σαούλ Μωϋσής «διεγράφη του Συλλόγου
κατά διαταγήν των αρχών κατοχής» [25/2/43]. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι τα
«εναπομείναντα μέλη δεν αποτελούσιν απαρτίαν κατά Νόμον Συμβουλίου». Είναι η
τρίτη φορά μετά από τις 2 και τις 27 Μαρτίου 1943 κατά την οποίαν αναφέρεται ο
Προεδρεύων προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης, σχετικά με την διαμορφωθείσα
κατάσταση του Συλλόγου και, αυτή την φορά,
περαίνει το τηλεγράφημα του υπογραμμίζοντας ότι: «Υποβάλλω εκ τρίτου ευχήν μετ’ εναπομεινάντων μελών όπως ενεργηθή
αντικατάστασις Συμβουλίου, καθ’ όσον Σύλλογος απέμεινεν άνευ διοικήσεως. Ο
Προεδρεύων και οι εναπομείναντες σύμβουλοι συμφωνούν και ενημερώνουν το
Υπουργείον Δικαιοσύνης, ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης μένει,
ουσιαστικά, χωρίς διοίκηση.
Επειδή οι αλλαγές στο Διοικητικό Συμβούλιο δεν έγιναν όλες μαζί,
αλλά συνέβησαν προοδευτικώς μέσα στον χρόνο κατά τα δύο πρώτα έτη της κατοχής -
κυρίως όμως κατά τους τελευταίους μήνες
- το γεγονός αυτό σημαίνει, ότι στις
εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες της περιόδου εκείνης, στον Σύλλογο, βαθμιαίως,
προκύπτει ένα αποδυναμωμένο Διοικητικό Συμβούλιο. Σημαντικότερη απουσία είναι,
προφανώς, αυτή του επί σειρά ετών Προέδρου του, Γεωργίου Σερεμέτη. Ο
ιστορικός κ. Ευάγγελος Χεκίμογλου σε άρθρο του στην εφημερίδα Μακεδονία[9]
αναφερόμενος στον Γ. Σερεμέτη σημειώνει συμπερασματικά, ότι υπήρξε ένας «ευρύτερα αποδεκτός, συντηρητικός και “άφθαρτος” κοινωνικός
παράγοντας του χριστιανικού κόσμου, επαγγελματικά επιτυχημένος» και, μάλιστα,
διερωτάται γιατί ένας τέτοιος παράγων «ενεπλάκη στις κατοχικές περιπέτειες».
Μέχρι τον Ιούνιο του 1943 και τον διορισμό ως Προέδρου του Γεωργίου
Αυγερινού, η έλλειψη καθοδηγητικού
οργάνου και Προέδρου, από το ένα μέρος δημιουργεί δυσλειτουργία
στον Σύλλογο και από το άλλο μέρος επιμερίζει, κατ’ ανάγκη, την ευθύνη
των κινήσεων και των πράξεων του Συλλόγου, περισσότερο στο σύνολο του μελών του Δικηγορικού Συλλόγου
– χωριστά δηλαδή στο κάθε μέλος του.
Όπως
αναφέρει στην μελέτη του ο Δ. Σερεμέτης, ο αριθμός των δικηγόρων των πρώτων
ελληνικών δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης «πρέπει να ανήρχετο περί τους 35-40»
αλλά, σύντομα, κατέφτασαν στην πόλη δικηγόροι από την παλαιά Ελλάδα, ούτως ώστε
ο αριθμός τους ανήλθε στους 100,
περίπου, ενώ το 1919 το σύνολον έφθασε
τα 170 άτομα. Τέλος, το 1940, όπως φαίνεται από τον κατάλογο των μελών
του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης ο οποίος εξεδόθη το ίδιον έτος, ο αριθμός των δικηγόρων
Θεσσαλονίκης «έφθασε περί τους 485».
Από
το έγγραφο του Δ.Σ.Θ. της 19 Απριλίου 1944 προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης το
οποίον δημοσιεύεται εδώ [αριθ.30],, προκύπτει η πραγματική κατάσταση, κατ’
αυτήν την περίοδο, τόσον του Συλλόγου ως Σώματος, όσον και του κάθε δικηγόρου
ως επαγγελματία και πολίτη.
Στην
Θεσσαλονίκη, λόγω του πολέμου, συνέρρευσαν δικηγόροι από τις
βουλγαροκρατούμενες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και από τις
δεινοπαθήσασες επαρχίες της Δυτικής Μακεδονίας. Παραλλήλως, κάθε χρόνο διορίζονται δικηγόροι οι τελειόφοιτοι νέοι
«εκ της αφθόνου συγκομιδής» της Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τέλος,
επειδή ανεστάλη ο νόμος, ο οποίος εθέσπισε το ασυμβίβαστον μεταξύ της ιδιότητας
του δικηγόρου και αυτής του δημοσίου υπαλλήλου ή του υπαλλήλου Νομικού Προσώπου
Ιδιωτικού ή Δημοσίου Δικαίου, πλήθος
υπαλλήλων των δύο τελευταίων κατηγοριών, έσπευσαν και διορίστηκαν δικηγόροι στο
Πρωτοδικείον Θεσσαλονίκης. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω καταστάσεων είναι ότι,
ο αριθμός των διορισμένων δικηγόρων στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο
του 1944 ανέρχεται στους 882 [από το τέλος του 1942 έφτασε σε αυτόν τον
αριθμό], είναι δηλαδή, περίπου, διπλάσιος από αυτόν του έτους 1940. Συμφώνως
μάλιστα με τον ανασταλέντα νόμο Α.Ν.1017/1937, με τον οποίον εθεσπίσθη ο
ανώτερος επιτρεπόμενος αριθμός των διορισμένων δικηγόρων σε κάθε έδρα
Πρωτοδικείου προκειμένου να αποφευχθεί ο πληθωρισμός και τα εξ αυτού δεινά, στο
Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης για το διάστημα 1941-1943 θα έπρεπε να είναι
διορισμένοι 206 δικηγόροι. Συνεπώς, κατά την διάρκεια της κατοχής, υπάρχει υπερπληθωρισμός «των ασκούντων εν τη
περιφερεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την δικηγορίαν». Επιπλέον κατά το
ίδιον διάστημα έχει, σχεδόν, καταργηθεί η πρακτική άσκηση για τους νέους
αποφοίτους της Νομικής, οι οποίοι τοιουτοτρόπως «εισέρχονται εις την δικηγορίαν
άνευ ουδεμιάς προπονήσεως» και, συγχρόνως, οι εγγραφέντες ως δικηγόροι στο
Πρωτοδικείο δημόσιοι υπάλληλοι είναι «άμοιροι των παραδόσεων του Σώματος». Κατά
το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου αυτοί οι τελευταίοι, υπό την διπλή
ιδιότητα του υπαλλήλου και του δικηγόρου «δημιουργούν πλήρη παρά τη Κοινωνία
σύγχυσιν, κηλιδώνοντες εν τη κυριολεξία το λειτούργημα του δικηγόρου».
Εν
συνεχεία, τα δύο έγγραφα [αριθ.9 και αριθ.10] παρουσιάζουν την πραγματική
εικόνα της σχέσεως Δικηγορικού Συλλόγου
[αλλά και κάθε συλλόγου] και δυνάμεων κατοχής. Στο πρώτο έγγραφο, η Γερμανική
Στρατιωτική Διοίκησις απαντά στην από 19/2/1943 αίτηση του Δ.Σ.Θ. και
ανακοινώνει, ότι επιτρέπει, προσωρινώς,
τη λειτουργία του Συλλόγου «κατά όλως ανακλητόν τρόπον» έως ότου
περαιωθεί η απαραίτητος εξέταση, προκειμένου να αποφασίσει επί της υποβληθείσης
αιτήσεως της σχετικής με την λειτουργία του Δικηγορικού Συλλόγου. Επιπροσθέτως,
ζητεί από τον Σύλλογο, εκτός από την αποσταλείσα κατάσταση με τα ονοματεπώνυμα,
να της γνωστοποιήσει και τις διευθύνσεις
των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Στην απάντησή του – στο δεύτερο έγγραφο -
ο Δ.Σ.Θ. ενημερώνει το Τμήμα Στρατιωτικής Διοικήσεως, ότι το Υπουργείον
Δικαιοσύνης τους ειδοποίησε τηλεγραφικώς
στις 19/11/1942 πως θα διόριζε Διοικούσα Επιτροπή επικεφαλής του
Συλλόγου, αλλά μέχρι σήμερα [10/3/1943] – περίπου 4 μήνες αργότερα - δεν υπήρξε διορισμός της Διοικητικής
Επιτροπής. Εν συνεχεία, περιγράφει την κατάσταση των μελών του Διοικητικού
Συμβουλίου σημειώνοντας, φυσικά, και τις διευθύνσεις του κάθε μέλους του.
Με τα δύο αυτά έγγραφα παρουσιάζεται η
πραγματική κατάσταση – φαίνεται η λογική της ισχύος της Στρατιωτικής Δοικήσεως
στη σχέση της με τον Δικηγορικό Σύλλογο αλλά και κάθε σύλλογο της χώρας. Ο
κατακτητής δίνει προσωρινή άδεια λειτουργίας, σημειώνει ότι μπορεί να την
ανακαλέσει όποτε θελήσει και τοιουτοτρόπως δημιουργεί μία μόνιμη κατάσταση
ανησυχίας στους δικηγόρους, καθώς η διοίκηση και τα μέλη γνωρίζουν καλά ότι
λειτουργούν όσο [και όπως] το επιτρέπουν
οι κατοχικές δυνάμεις – επομένως θα
λειτουργούν όσο διάστημα η συμπεριφορά και οι πράξεις των μελών του
Συλλόγου κινούνται εντός ενός πλαισίου
ορισμένου ή αποδεκτού από τον κατακτητή.
Άλλωστε,
όπως φαίνεται από το υπ’ αριθ. 6 έγγραφο της 8ης Ιουνίου 1942, οι
Γερμανοί έδειξαν ενωρίτερα τις διαθέσεις τους: συνέλαβαν τρεις δικηγόρους, μέλη
του Συλλόγου, μεταξύ των οποίων και τον αντιπρόεδρο Ιω. Λαδά. Οι συντάξαντες το
έγγραφο του Συλλόγου προς τον Β. Σιμωνίδη προς
υπεράσπιση των τριών, αναφέρονται συνοπτικώς στον κάθε ένα από τους συλληφθέντες αλλά υπάρχει και μία φράση, η
οποία περιγράφει και τους τρεις: «…οι
Δικηγόροι ούτοι θεωρούνται ως εκ των μάλλον νομιμοφρόνων και συντηρητικών
στοιχείων και εχθροί του κομμουνισμού». Εκτός από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα
υπογράφουν το έγγραφο και 4 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου - ένα από αυτά
είναι ο Σαούλ Μωϋσής. Ο αντιπρόεδρος Ιω. Λαδάς είναι ένα από τα 3 μέλη του
Συμβουλίου τα οποία, όπως αναφέρεται στο τηλεγράφημα προς το Υπουργείον
Δικαιοσύνης της 8 Μαΐου 1943 [υπ’ αριθ. 22 έγγραφο] είχαν προηγουμένως
παραιτηθεί.
Από
όλα τα δημοσιευόμενα έγγραφα ξεχωρίζει ένα: το υπ. αριθ.7, το οποίον
απευθύνεται εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου προς τον Γενικόν Διοικητήν
Μακεδονίας, δύο ημέρες μετά το Σάββατο, δηλαδή την Δευτέρα 13 Ιουλίου 1942,
ημέρα κατά την οποίαν συνεχίζεται από τους Γερμανούς η καταγραφή των εβραίων –
όλων των ανδρών ηλικίας από 18 έως 45 ετών. Το έγγραφο αποτελεί έναν λόγο υπέρ
των επτά ισραηλιτών δικηγόρων, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στις χιλιάδες
επιστρατευμένους άνδρες εβραίους της πολιτικής επιστρατεύσεως. Στο πρώτο και
μεγαλύτερο μέρος του εγγράφου παρατίθενται οι λόγοι, δια τους οποίους οι επτά
δικηγόροι πρέπει να εξαιρεθούν της επιστρατεύσεως. Αμέσως μετά καταγράφονται τα
επτά ονοματεπώνυμα. Στο τέλος οι τρεις γραμμές – το στεφάνι δάφνης, το οποίον
θα μένει πάντα αμάραντο στην ιστορία της Κοινότητας και στην ιστορία
της Ελλάδας. Αντιγράφω, ξανά: Άπαντες
ούτοι έχουν επιστρατευθή εις τον
Ελληνικόν Στρατόν του τελευταίου πολέμου,
ο είς δ’εκ τούτων είχε και αδελφόν φονευθέντα εις το μέτωπον.
Το έγγραφο, το οποίον υπογράφουν ο Πρόεδρος Γ. Σερεμέτης και ο Γεν. Γραμματεύς
Θ. Βαζάκας αποτελεί από το ένα μέρος τίτλον τιμής για τους υπογράψαντες αυτές
τις σκληρές ημέρες τέτοιο κείμενο όπως
και για τον Σύλλογο του οποίου προΐστανται οι δύο άντρες, ενώ από το άλλο μέρος
με το έγγραφο αυτό αποδίδεται στους επτά αναφερομένους εβραίους
δικηγόρους, η τιμή την οποία αυτοί
δικαιούνται για την συμμετοχή τους στον υπέρ της πατρίδος αγώνα. Και μεγαλύτερη
– υψίστη - τιμή πρέπει, ασφαλώς, στον πεσόντα Καμχή.
Στο
αρχείο υπάρχουν τρία ακόμα έγγραφα του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία
αναφέρονται στους εβραίους δικηγόρους – μέλη του Συλλόγου και δημοσιεύονται
εδώ. Το πρώτον [αριθ.26], απευθύνεται στον Πρόεδρον της Υ.Δ.Ι.Π. και το υπογράφει, την 1η
Ιουνίου 1943, ο Προεδρεύων Ι.
Τσιτσικλής. Αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα 17 ισραηλιτών δικηγόρων οι οποίοι,
μεταξύ των άλλων εβραίων, «απεδήμησαν» και αυτοί και των οποίων τα γραφεία,
ήδη, απεγράφησαν από την Υ.Δ.Ι.Π.. Ο Προεδρεύων [και ο Σύλλογος] παραθέτει τους
λόγους για τους οποίους επιβάλλεται να παραδοθούν, «τουλάχιστον», οι δικογραφίες,
από τα γραφεία των «αποδημούντων», εις τον Δικηγορικόν Σύλλογον. Ο Γεν.
Γραμματεύς Γ.Δ.Μ. και Ανώτερος Προϊστάμενος της Υ.Δ.Ι.Π., με έγγραφόν του
[αριθ.27] διαβιβάζει το παραπάνω έγγραφο του Δικηγορικού Συλλόγου προς το
Κτηματικό Γραφείο (Τμήμα Υ.Δ.Ι.Π.) και ζητεί να εισαχθεί προς συζήτηση η
αναφερομένη σε αυτό υπόθεση των δικογραφιών των «μεταναστευσάντων ισραηλιτών»
σε συνεδρίαση του Εποπτικού Συμβουλίου, το οποίον και θα αποφασίσει σχετικώς.
Συνάμα, κοινοποιεί το έγγραφο προς ενημέρωση στον Δικηγορικό Σύλλογο. Τέλος, το τρίτο έγγραφο [αριθ.29] είναι η
«Κατάστασις των εκ του Μητρώου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
διαγραφέντων Δικηγόρων κατά το έτος 1943», η οποία συντάσσεται από το
Προεδρείον του Συλλόγου την 11η Απριλίου 1944. Από τους 22 διαγραφέντες
δικηγόρους: 4 χριστιανοί απεβίωσαν κατά την διάρκεια του έτους 1943 και ένας
μετετέθη στην Αθήνα, ενώ 17 εβραίοι δικηγόροι διεγράφησαν την 25η
Φεβρουαρίου 1943, κατόπιν διαταγής της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης –
Αιγαίου.
Η
Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών Υ.Δ.Ι.Π., δημιουργήθηκε στις
αρχές Μαρτίου του 1943 κατόπιν διαταγής της Γερμανικής Στρατιωτικής Δοικήσεως
Θεσσαλονίκης – Αιγαίου προς τον Γενικόν Διοικητήν Μακεδονίας, ως υπηρεσία του
Ελληνικού δημοσίου παρά τη Γενική Διοικήσει Μακεδονίας με διευθυντή τον Ηλία
Δούρο, ανώτερο υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών – Οικονομικό Έφορο του
Κτηματικού Γραφείου Θεσσαλονίκης. Τυπικά οι εβραϊκές περιουσίες είχαν
μεταβιβασθεί στο Ελληνικό κράτος και είχε ορισθεί γενικός μεσεγγυούχος γι’
αυτές η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος -
το Υποκατάστημα Θεσσαλονίκης. Η νεοϊδρυθείσα Υ.Δ.Ι.Π. θα φρόντιζε την
καταγραφή των περιουσιών, καθώς και την επιλογή και τον διορισμό των καταλλήλων
μεσεγγυούχων. Αργότερα, την 1 Ιουνίου 1943, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, αριθ. φύλλου 160 ο Νόμος 205/1943 «Περί διαχειρίσεως των παρά των
Αρχών Κατοχής κατασχομένων και εγκαταλειπομένων Ισραηλιτικών περιουσιών.». Oι Γερμανικές αρχές εκράτησαν μίαν
επίφαση νομιμότητος στην διαχείριση των ισραηλιτικών περιουσιών, όπως άλλωστε
συνήθως έπρατταν, όταν έπρεπε να χειριστούν ζητήματα του τοπικού πληθυσμού τα
οποία ανέκυπταν ως αποτέλεσμα των αποφάσεών τους. Εφρόντισαν, σύμφωνα με τον
νόμο 205/1943, να είναι η Ελληνική Διοίκηση υπεύθυνη για την διαχείριση του συνόλου των ισραηλιτικών περιουσιών αλλά
στην πράξη διατήρησαν το δικαίωμα να κρατούν για τον εαυτό τους τις
καλύτερες και να διαθέτουν στους
συνεργάτες τους τις μεσαίες και μικρότερες, εκτός εξαιρέσεων, ισραηλιτικές
περιουσίες, αμείβοντας τους τελευταίους αναλόγως με την βοήθεια την οποία
προσέφερε ο καθένας από αυτούς στις διάφορες υπηρεσίες των κατοχικών δυνάμεων.
Αποτελεί
τραγική ειρωνεία η διατύπωση του άρθρου 9 του νόμου 205/1943, σύμφωνα με το
οποίον « Οι διαχειρισταί υποχρεούνται εις τιμίαν, καλήν και συνετήν διαχείρισιν
και ευθύνονται δια δόλον, βαρείαν και ελαφράν έτι αμέλειαν, υπέχοντες και την
ποινικήν ευθύνην των μεσεγγυούχων της πολ. Δικονομίας. Την μήνυσιν υποβάλλει ο
Διευθυντής της δια του παρόντος νόμου συνιστωμένης υπηρεσίας.». Το μόνον
αληθινό στα 18 άρθρα του νόμου είναι μία λέξη: στην αρχή του άρθρου 14
σημειώνεται: «Αι παρ’ Ισραηλιτών εκτοπιζομένων εκ Θεσ/νίκης…» - η λέξη
«εκτοπιζομένων» είναι αυτή η οποία σημαίνει την πραγματικότητα των εβραίων και
είναι η μόνη του συγκεκριμένου νόμου η οποία ανταποκρίνεται στην αλήθεια των
συμβάντων.
Σχετικά
με τον τρόπο διαθέσεως των ισραηλιτικών περιουσιών ο ιστορικός κ. Στράτος
Δορδανάς αναφέρει μερικά συγκεκριμένα περιστατικά και συμπερασματικά σημειώνει:
« Τα παραπάνω περιστατικά αποτελούσαν ένα μικρό μόνο δείγμα της απεριόριστης
γερμανικής εξουσίας και επομένως της απόλυτης δικαιοδοσίας που είχαν οι αρχές
Κατοχής στο συγκεκριμένο θέμα. Ως επί το πλείστον η παραχώρηση των εβραϊκών
επιχειρήσεων γινόνταν κατόπιν γερμανικών εντολών, αν και οι περιουσίες αυτές
είχαν τυπικά μεταβιβαστεί πλέον στο ελληνικό κράτος.».[10]
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεση την οποία συνέταξε ο Διευθυντής του Κτηματικού
Γραφείου Θεσσαλονίκης και τέως Διευθυντής της ΥΔΙΠ Ηλίας Δούρος στις 31 Μαΐου
1945 και την υπέβαλε στη Γενική Διοίκηση Κεντρικής Μακεδονίας. Η κεντρική θέση
του Ηλ. Δούρου παρατίθεται στην αρχή της εκθέσεως διατυπωμένη με σαφή και
οριστικό τρόπο:
«Δια
της παρούσης περαιτέρω θα καταστή φανερόν, ότι αι αρχαί Κατοχής, δεν ανέλαβον
μόνον την ευθύνην της εφαρμογής των ανωτέρων μέτρων κατά του ισραηλιτικού
στοιχείου, κινούμενοι από καθαρώς ιδεολογικά ελατήρια, αλλ’ ότι ανεμίχθησαν
ενεργώς και διεξήγαγον αυταί αύται κατ’ ουσίαν την όλην διαχείρισιν της
ισραηλιτικής περιουσίας, κατά τρόπον εξασφαλίζοντα και πληρούντα μόνον τα ίδια
αυτών συμφέροντα και ουχί τα τοιαύτα της διαχειριζομένης περιουσίας, και τέλος
ότι η Ελληνική Διοίκησις ουδέν άλλο κατέστη ειμή μόνον αθελήτως εκτελεστικόν
όργανον των Διαταγών και της βουλήσεως, των Γερμανικών Αρχών Κατοχής κατά την όλην
παρ’ αυτών ως ανωτέρω άσκησιν της διαχειρίσεως, προσπαθούσα διαρκώς να συντελή,
όσον ηδύνατο καλλίτερον, εις την διαφύλαξιν της περιουσίας ταύτης και εις την
συνετήν διαχείρισιν της, αντιδρώσα συγχρόνως, όσον και τούτο ήτο δυνατόν, εις
αντικανονικάς επεμβάσεις.». Σύμφωνα με
τον τέως Διευθυντή της ΥΔΙΠ οι απόντες τώρα και ηττημένοι Γερμανοί είναι αυτοί
οι οποίοι διαχειρίστηκαν τις ισραηλιτικές περιουσίες και επομένως μόνον αυτοί
ευθύνονται για την τύχη του συνόλου της κινητής και ακινήτου περιουσίας των
εκτοπισθέντων εβραίων. Η ΥΔΙΠ μάλιστα, της οποίας υπήρξε Διευθυντής, έπραξε ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να
«διαφυλάξει» και να διαχειριστεί «συνετά» τις εβραϊκές περιουσίες. Με την
βοήθεια της καθαρευούσης, την οποία χρησιμοποιεί, αφήνει ευδιακρίτους αρμούς, ανάμεσα στις κύριες προτάσεις,
ικανούς να δεχθούν τις ελαστικές συμπεριφορές των υπαλλήλων της ΥΔΙΠ όταν
πράττουν ή αντιδρούν απέναντι στην
βούληση και τις διαταγές των Γερμανών. Με τις παρενθετικές φράσεις «όσον
ηδύνατο καλλίτερον» και πάλι «όσον και τούτο ήτο δυνατόν» προνοεί σε
οποιαδήποτε πιθανή ερώτηση αναφερομένη στην στάση, σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση, των ανθρώπων της ΥΔΙΠ. Προλαβαίνει, ισχυριζόμενος, εκ των προτέρων,
ότι έγινε το καλύτερο δυνατό στις συγκεκριμένες συνθήκες και υπέρ της απόψεως
του αυτής θα επιχειρηματολογήσει στις 96 σελίδες της εκθέσεως του. Σημειώνει επίσης, ως κεντρική άποψη ερμηνευτική των συμβάντων,
ότι η Ελληνική Διοίκησις έγινε
εκτελεστικόν όργανον της βουλήσεως και των διαταγών των Γερμανών – οι άνθρωποί
της έγιναν δηλαδή – αλλά έγιναν «αθελήτως», επομένως φαίνεται να πιστεύει ότι αυτοί – και ο ίδιος
- δεν έχουν την ευθύνη των πράξεων τους,
άρα πάλι ευθύνονται αποκλειστικώς και μόνον οι Γερμανοί.[11]
Στις 19 Μαρτίου 1943 ο Δικηγορικός Σύλλογος στέλνει το υπ’ αριθ.
11 έγγραφο προς τον Πρόεδρο της Υ.Δ.Ι.Π. και ζητεί όπως η Επιτροπή, κατά τον
διορισμό μεσεγγυούχων για τις περιουσίες των «αποδημούντων» Ισραηλιτών,
φροντίσει να συμπεριλάβει και δικηγόρους - μέλη του Συλλόγου ως μεσεγγυούχους
των ισραηλιτικών περιουσιών. Επικαλούνται εν προκειμένω δύο ισχυρούς, κατά την
εκτίμησή τους, λόγους προκειμένου να επιτύχουν και να διορισθούν δικηγόροι από
τα μέλη του Συλλόγου ως μεσεγγυούχοι - ο πρώτος λόγος: οι δικηγόροι έχουν τα
απαραίτητα προσόντα για την διαχείριση και, επί πλέον, λόγω του επαγγέλματός των και της μορφώσεώς
των έχουν «τελείαν επίγνωσιν των υποχρεώσεων των ως διαχειριστών». Ο δεύτερος
λόγος, απορρέει από την ανώμαλη κατάσταση και την εξ αυτής έλλειψη εργασίας δια
τους δικηγόρους – επομένως, απαιτείται η εξεύρεση κάποιας εργασίας και για τους
δεινοπαθούντες δικηγόρους.
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 22 Μαρτίου 1943, ο Δ.Σ.Θ. στέλνει τον
πρώτο «Κατάλογον…δικηγόρων των εχόντων την ιδιότητα δια τον διορισμόν των ως
μεσεγγυούχων…», ο οποίος περιλαμβάνει 20 ονοματεπώνυμα και αμέσως μετά, την
επομένη, στις 23 και εν συνεχεία στις 24 και στις 28 Μαρτίου και την 1η
Απριλίου συνεχίζει και στέλνει Καταλόγους με νέα ονοματεπώνυμα δικηγόρων
«εχόντων την ιδιότητα δια των διορισμόν των ως απογραφέων των περιουσιών των αποδημούντων
ισραηλιτών». Μεσολαβεί, τις πρώτες ημέρες του Απριλίου, ακόμα ένας Κατάλογος και στις 6 Απριλίου ο
Σύλλογος στέλνει στην Υ.Δ.Ι.Π. τον συγκεντρωτικό Κατάλογο με 195 ή 201
ονοματεπώνυμα.
Πάντως, όπως προκύπτει από την ανακεφαλαιωτική κατάσταση, από τους
προτεινομένους να εργασθούν ως απογραφείς ή/και μεσεγγυούχοι, μόνον 21 μέλη
προτείνονται να εργασθούν ως μεσεγγυούχοι – οι πολλοί, περίπου 180 δικηγόροι,
ζητούν, και προτείνονται, να εργασθούν ως απογραφείς των ισραηλιτικών περιουσιών. Όπως μάλιστα συμπεραίνεται από τα
δημοσιευόμενα έγγραφα, όσοι δικηγόροι εργάσθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν ως
απογραφείς των Ισραηλιτικών περιουσιών – κανείς από τους 21, οι οποίοι εζήτησαν
να αναλάβουν και να διαχειρισθούν περιουσίαν ως μεσεγγυούχοι, δεν φαίνεται να
το επέτυχε. Βέβαια ο Σύλλογος με ένα από τα τελευταία σχετικά έγγραφα το οποίον
δημοσιεύεται εδώ [αριθ.24], επιδιώκει να
αναλάβουν δικηγόροι – μέλη του ως μεσεγγυούχοι των ισραηλιτικών περιουσιών,
αλλά φαίνεται ότι τελικώς οι αρμόδιοι δεν χρησιμοποίησαν αυτή την προσφορά.[12]
Ένα μήνα αργότερα, στις 8
Μαΐου μία ομάδα 30, περίπου, δικηγόρων υποβάλλει μία ιδιαιτέρως σημαντική
αίτηση προς το Προεδρείον του Δικηγορικού Συλλόγου [έγγραφον αρ.23].
Από
την αίτηση αυτή προκύπτει, ότι δια την απογραφή
των «εγκαταλειφθεισών», από τους ισραηλίτες, περιουσιών, και κατά το
μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, από το μέσον του Μαρτίου έως την ημέρα καταθέσεως
της αιτήσεως εργάσθηκαν, ως απογραφείς,
αρκετοί δικηγόροι. Οι εργασθέντες δικηγόροι δεν έλαβαν, ακόμα, την αμοιβή τους
και οι υπογράφοντες την αίτηση, αφ’ ενός εκφράζουν την εκτίμησή τους για το κατάλληλο -
ενδεικνυόμενο ύψος της αναμενομένης αμοιβής και αφ’ ετέρου παρακαλούν το
Προεδρείο να μεσολαβήσει προς τον Γεν. Διοικητή, προκειμένου οι συνάδελφοί τους
[ίσως και μερικοί από τους υπογράφοντες] να λάβουν τα οφειλόμενα. Οι αιτούντες
σημειώνουν ότι, όπως επληροφορήθησαν εξωδίκως, επίκειται η εκκαθάριση των
Ισραηλιτικών Καταστημάτων, η οποία θα γίνει από άτομα ή επιτροπές και η αμοιβή
αυτών θα ορισθεί ως ποσοστόν επί της
αξίας των περιουσιών. Επομένως, επειδή η αξία των ισραηλιτικών περιουσιών
«ανέρχεται εις σεβαστόν ποσόν», αναλόγως και τα ποσά των αμοιβών θα είναι «λίαν
σημαντικά». Κατά τον ίδιο τρόπο επληροφορήθησαν, ότι οι εκκαθαριστικές
επιτροπές θα αποτελούνται από ειδικούς κατά περίπτωση εμπόρους και από
δημοσίους υπαλλήλους. Με την αίτησή τους υποστηρίζουν, ότι πρέπει στις
εκκαθαριστικές επιτροπές, αντί των δημοσίων υπαλλήλων, να χρησιμοποιηθούν οι
δικηγόροι και εξηγούν τους λόγους για τους οποίους προτείνουν αυτή την αλλαγή.
Περαίνοντες την αίτησή τους, φροντίζουν να διατυπώσουν την σκέψη τους ακόμα και
για την μελλοντική διανομή των ποσών, τα
οποία θα λάβουν οι δικηγόροι, εφ’ όσον χρησιμοποιηθούν στις επιτροπές
εκκαθαρίσεως των ισραηλιτικών περιουσιών. Κάθε δικηγόρος, απασχολούμενος σε
ισραηλιτική επιχείρηση, θα λαμβάνει ένα μέρος από την αμοιβή του, ενώ το άλλο μέρος θα κατατίθεται στον
Δικηγορικό Σύλλογο, ώστε το συνολικό
ποσό, το οποίο θα συγκεντρωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τα κατατιθέμενα στον
Σύλλογο ποσά από τις αμοιβές όλων των δικηγόρων, να διανεμηθεί, από τον Δικηγορικό Σύλλογο,
«μεταξύ πάντων των ομολογουμένως εχόντων ανάγκην δικηγόρων».
Οι εβραίοι αντιμετώπισαν από την αρχή της κατοχής και για
διάστημα είκοσι δύο μηνών, περίπου, την βία των κατοχικών δυνάμεων σε πολλούς
τομείς – βία συνήθως μεγαλύτερη από την
αντίστοιχη, την οποία εγνώρισαν και οι χριστιανοί συμπολίτες τους. Σε αυτό το
διάστημα περιλαμβάνονται δύο μείζονα γεγονότα: το Σάββατο του Ιουλίου - ο
Δεκέμβριος και το νεκροταφείο της Κοινότητας. Όμως, από τις πρώτες ημέρες του
Φεβρουαρίου του 1943, όταν συστηματικά άρχισαν να εφαρμόζονται από
τους Γερμανούς τα αντισημιτικά μέτρα, άλλαξαν όλα και με ραγδαίο τρόπο, στις ζωές των εβραίων.
Στους Γερμανούς και στους συνεργάτες τους δεν χρειάστηκαν περισσότερες από
τριάντα μέρες για να κλείσουν με την βία τους εβραίους της Θεσσαλονίκης στα
γκέτο, αποξενωμένους από όσα τους ανήκαν: πρόσωπα και περιουσίες. Από το γκέτο
του Βαρώνου Χιρς οι Γερμανοί εστοίβαξαν την πρώτη αποστολή για την «Κρακοβία»,
στις 15 Μαρτίου. Μετά ξανά στις 17 Μαρτίου, 19, 23, και 27 - οι πρώτες 5 αποστολές του Μαρτίου 1943 και θα
ακολουθήσουν άλλες δέκα τέσσαρες μέχρι τον Αύγουστο. Από τις κλειστές πλέον
περιοχές της Θεσσαλονίκης οι εβραίοι, προγραμματισμένα, οδηγούνται πεζοί, με
την σειρά, στο γκέτο Βαρώνου Χιρς και
από εκεί στα τραίνα.
Την κατάσταση των εβραίων [του ενός πέμπτου του πληθυσμού της
πόλεως] έβλεπαν και εγνώριζαν καλά, όλοι
πλέον οι πολίτες, και καλύτερα, όσοι είχαν τις δυνατότητες να συνομιλούν, να
ενημερώνονται, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και σκέψεις, όπως π.χ. οι δικηγόροι.
Βεβαίως, οι συνθήκες διαβιώσεως για όλους – και για τις οικογένειές τους –
είναι δύσκολες και, ενίοτε, ανυπόφορες. Ό,τι και να συμβαίνει όμως αυτή την
περίοδο στους χριστιανούς, δεν μπορεί να συγκριθεί με όσα συμβαίνουν και με την
τραγική κατάσταση στην οποία ευρίσκονται, τώρα πλέον, οι εβραίοι με τις
οικογένειές τους.
Στα δημοσιευόμενα έγγραφα
προς την Υ.Δ.Ι.Π., όπως βλέπετε, δεν γίνεται καμία αναφορά, άμεση ή έμμεση, στους εβραίους
ιδιοκτήτες, των οποίων τις περιουσίες επιδιώκουν να απογράψουν, να
εκκαθαρίσουν ή να διαχειριστούν τα μέλη
του Δ.Σ.Θ. Οι ιδιοκτήτες των περιουσιών είναι απλώς οι «αποδημούντες
ισραηλίτες» και οι περιουσίες των χαρακτηρίζονται ως «εγκαταλειφθείσες». Όλοι
όμως γνωρίζουν - και οι δικηγόροι - ότι οι εβραίοι δεν αποφάσισαν οι ίδιοι να
αποδημήσουν ομαδικώς, αλλά εκτοπίζονται
κατόπιν διαταγών των δυνάμεων κατοχής. Επομένως, δεν εγκατέλειψαν τις
περιουσίες των αλλά οι ίδιες δυνάμεις, εδώ και με την συνδρομή των συνεργατών
τους, εντοπίων και νεοπροσφύγων της κατοχής, εφρόντισαν να τους αποξενώσουν από
την ακίνητη και την κάθε είδους κινητή περιουσία τους.
Βεβαίως οι εργασθέντες δικηγόροι δεν εγνώριζαν το πέρας του
ταξιδιού των συμπολιτών τους, ήξεραν όμως πολύ καλά τι ακριβώς υπέστησαν όλοι
οι εβραίοι το τελευταίο διάστημα των σαράντα ημερών. Και ενώ εκείνοι με την βία
επιέζοντο να πληρώσουν τις σειρές των
τραίνων σε μία, ακόμα εν εξελίξει,
διαδικασία εκτοπισμού, τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου φρόντισαν να
ασχοληθούν με τις «εγκαταλειφθείσες» περιουσίες.
Είναι σημαντικός ο αριθμός των μελών, τα οποία εκινήθησαν και
επεδίωξαν να εργασθούν ως απογραφείς των ισραηλιτικών περιουσιών. Αλλά είναι
πολύ υψηλότερο το ποσοστό εκείνων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν [περίπου 22% και
78% αντιστοίχως]. Υπάρχει βεβαίως μία κρίσιμος διαφορά: όσοι ζητούν να
εργασθούν και όσοι από αυτούς εν
συνεχεία εργάζονται, κινούνται επισήμως, έχουν την κάλυψη και την φροντίδα του
Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου ή ό,τι
από αυτό απέμεινε, αλλά πάντως, όλοι όσοι συμμετέχουν εκπροσωπούνται από τον
Σύλλογό τους και μέσω του Συλλόγου
επιδιώκουν να εργασθούν – να αποκτήσουν επαφή με την Υπηρεσία
Διαχειρήσεως των περιουσιών των «αποδημούντων».
Θέλω να πιστεύω - παρότι στο αρχείο δεν ευρέθη και δεν θα μπορούσε, ίσως, να υπάρξει κάποιο σχετικό
έγγραφο - ότι τα περισσότερα από τα μέλη, τα οποία δεν συμμετείχαν σε αυτές τις
«εργασίες», το έπραξαν, επειδή δεν συμφωνούσαν και όχι επειδή δεν χρειάζονταν ή
χρειάζονταν, λιγότερο από τους εργασθέντες, τα χρήματα των αμοιβών.
Τέσσερα από τα έγγραφα είναι σχετικά με τον τρόπο του διορισμού
των δικηγόρων ως απογραφέων, καθώς και με την καθυστέρηση της πληρωμής, εις
τους εξ αυτών εργασθέντες. Στο έγγραφο αρ.19 ο Προεδρεύων αιτείται από τoν
Γεν. Διοικητή, να διατάξει και να γίνεται ο διορισμός των δικηγόρων απογραφέων,
από τον Δικηγορικό Σύλλογο. Στο ίδιο έγγραφο υπάρχει η φράση «[οι δικηγόροι]
επί σειράν ημερών <απασχολιών> εις τους διαδρόμους της Τραπέζης Αμάρ», με
την οποία ο ίδιος ο Προεδρεύων δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα των ημερών:
Δικηγόροι, οι οποίοι κυκλοφορούν στους διαδρόμους της Υ.Δ.Ι.Π. και επιδιώκουν
να διορισθούν ως απογραφείς, εν προκειμένω φροντίζοντας ο καθένας για τον εαυτό του. Φυσικά, εάν η διαδικασία
του διορισμού ανατεθεί εις τον Σύλλογο, ταυτοχρόνως, εκ του γεγονότος τούτου θα
μεταβιβασθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο, η ιδιαιτέρας αξίας εξουσία του διορισμού, όσων καθημερινώς θα
εργάζονταν και, βεβαίως, όσα η εξουσία
αυτή συνεπάγεται. Το αμέσως επόμενο εξερχόμενο έγγραφο του Συλλόγου, την ίδια
ημέρα με το προηγούμενο, απευθύνεται προς το Κτηματικό Γραφείο (Υ.Δ.Ι.Π.) και
ενημερώνει την παραλήπτρια υπηρεσία, ότι ορίζονται τρεις υπάλληλοι του Δ.Σ.Θ.,
ως σύνδεσμοι μεταξύ του Συλλόγου και της
Υ.Δ.Ι.Π., προκειμένου όσοι δικηγόροι - μέλη επιδιώκουν να εργασθούν ως
απογραφείς. να διορίζονται «κατά σειράν» και επομένως να μην δημιουργούνται
παράπονα σε κανένα. Προφανώς, το τελευταίο έγγραφο εστάλη κατόπιν προηγουμένης
προφορικής συνεννοήσεως μεταξύ του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου και της
Γενικής Διοικήσεως.
Με
το επόμενο έγγραφο [αρ.23], το οποίον αποστέλλει ο Προεδρεύων στις 12 Μαΐου
προς τον Γεν. Διοικητή παρακαλείται ο τελευταίος, όπως συστήσει στην Υ.Δ.Ι.Π.
να φροντίσει δύο θέματα, τα οποία ενδιαφέρουν τον Σύλλογο: Να πληρωθούν την
αμοιβή τους όσοι δικηγόροι εργάσθηκαν ως απογραφείς και να διορισθούν
δικηγόροι «εν τη εκκαθαρίσει και
διαχειρήσει» των περιουσιών των «αποδημούντων» ισραηλιτών.
Το
τέταρτο έγγραφο αυτής της σειράς, κοινοποιείται προς ενημέρωση, στις 19 Μαΐου
στον Σύλλογο, από τον Ανώτερο Προϊστάμενο της Υ.Δ.Ι.Π., Χρ. Τέντζο, εις
απάντηση του προηγουμένου εγγράφου του Συλλόγου, της 12ης Μαΐου.
Σύμφωνα με το έγγραφο, συνιστάται στην αρμοδία υπηρεσία - το Κτηματικόν
Γραφείον της Υ.Δ.Ι.Π. – να καταβάλει την οφειλομένη αμοιβή στους δικηγόρους
«τους ασχοληθέντας εις την απογραφήν των Ισραηλιτικών Καταστημάτων». Το ύψος
της αμοιβής, ήδη, καθορίστηκε με απόφαση
του Γενικού Διοικητού και κοινοποιήθηκε στην υπηρεσία – στο Κτηματικόν Γραφείον
της Υ.Δ.Ι.Π..
Ενδεικτικόν
της καταστάσεως, όσον αφορά τις εβραϊκές περιουσίες, αυτή την περίοδο, είναι το
δημοσιευόμενο έγγραφο, αριθ.27. Απευθύνεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο
Θεσσαλονίκης προς την Υπηρεσία Στεγάσεως, στις 24 Σεπτεμβρίου 1943. Σύμφωνα με
διαταγή της Υπηρεσίας ο Σύλλογος πρέπει να εκκενώσει και να παραδώσει τα
γραφεία του, τα οποία στεγάζονται σε διαμέρισμα πέντε δωματίων επί της οδού
Τσιμισκή. Η Υπηρεσία Στεγάσεως επρότεινε [=υπέδειξε] στον Σύλλογο προς
μεταστέγαση, διαμέρισμα της Βαλαωρίτου, αποτελούμενο από τρία δωμάτια. Επειδή
οι χώροι των τριών δωματίων δεν επαρκούν, προκειμένου να στεγάσει τις υπηρεσίες
του, ο Σύλλογος ζητεί συμπληρωματικό
χώρο δύο δωματίων.
Για
να «ευκολύνει», μάλιστα, την Υπηρεσία
Στεγάσεως, υποδεικνύει συγκεκριμένο Ισραηλιτικό Κατάστημα επί της Τσιμισκή, το
οποίον κρίνεται κατάλληλο για τις στεγαστικές ανάγκες του Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης.
Το
τελευταίο έγγραφο αναφέρεται στην τύχη μέρους της περιουσίας της Εταιρίας «Υιοί
Α. Χασσίδ» και στην σχέση του συντάκτη του εγγράφου - δικηγόρου Δημ. Σπηλιάκου
με την Εταιρία. Η Εταιρία μετά την
Κατοχή αναλαμβάνει την περιουσία την οποία απέθεσε στις αποθήκες της Εταιρίας
Γενικών Αποθηκών πριν την εξορία των μελών της, υποχρεούται όμως να καταβάλει
αμοιβή στον δικηγόρο – συντάκτη του κειμένου επειδή ο Δ. Σπηλιάκος ενήργησε
υπέρ της περιουσίας της κατά την
διάρκεια της Κατοχής, κατόπιν αναθέσεως εις αυτόν σχετικής εντολής. Από την
ανάγνωση του κειμένου προκύπτει ότι βασίμως ο δικηγόρος ζητεί αμοιβή για τις
υπηρεσίες, τις οποίες προσέφερε, υπηρεσίες τις οποίες άλλωστε αναγνωρίζει και η
Εταιρία. Μένει να ορισθεί το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου ως ποσοστόν επί της
αξίας της διασωθείσης περιουσίας – ένα σημείον εις το οποίον, κατά τρόπον
θεμιτόν, υπάρχει διαφωνία μεταξύ της Εταιρίας και του δικηγόρου. Θα τελείωνε
εδώ το σχόλιο αν δεν υπήρχε μία [μεταξύ των πολλών] λανθασμένη και ιδιαιτέρως
προκλητική φράση του κειμένου – γράφει εν προκειμένω ο Δ. Σπ.: «Εν συνεχεία
διότι και οι διαδεχθέντες τους γερμανούς αναρχικοί επωφθαλμίων τα
εμπορεύματα…». Οι αναρχικοί [οι αντάρτες τους ΕΛΑΣ δηλαδή] ως διάδοχος
κατάσταση όχι φυσικά με την έννοια της χρονικής διαδοχής αλλά της συνολικής
συμπεριφοράς. Ακόμα και για έναν συντηρητικό πολίτη, αυτό δεν είναι δυνατόν να
μείνει ασχολίαστο. Δέχομαι λοιπόν, ως υπόθεση εργασίας, ότι όλα έγιναν ακριβώς
με τους τρόπους τους οποίους κατά περίπτωση αναφέρει. Επομένως, ισχύουν και οι
«πολύμηνες προσπάθειές», τις οποίες κατέβαλε και οι κίνδυνοι εξ αιτίας της
«διαθέσεως [των ιδίων] των γκεσταπιτών να τα νοσφιθούν». Πώς όμως «κατώρθωσε ν’
αποδεσμεύσει δια γερμανικής διαταγής τα εμπορεύματα ταύτα», τα οποία μάλιστα
επεδίωκαν να τα παραλάβουν και να τα εκμεταλλευθούν
γκεσταπίτες; Με ποιό τρόπο έπεισε γερμανική υπηρεσία να προτιμήσει την ιδική του πρόταση έναντι της
επιδιώξεως των γκεσταπιτών; Αλλά και
στην περίπτωση των «αναρχικών» οι οποίοι «ηξίωσαν να τους τα παραδώσει» είναι
δυνατόν να τους εμπόδισαν, εάν ήθελαν να τα παραλάβουν, τα κτισμένα «με μπεττόν
κουφώματα της αποθήκης;». Και, τέλος,
τον ίδιο τον συντάκτη εφυλάκισαν επειδή έκτισε τα κουφώματα της αποθήκης,
προκειμένου ως δικηγόρος να διασώσει την περιουσία των πελατών του –
εκτοπισμένων εβραίων - υπερβαίνοντας, κατά τρόπον θετικόν, κάθε έννοια
υπερασπιστικής υποχρεώσεως;
Νομίζω
ότι τα παραπάνω είναι εύλογα ερωτήματα. Προσέτι, είναι αλήθεια ότι οι αντάρτες και όσοι άλλοι με
οποιονδήποτε τρόπο αντιστάθηκαν το έπραξαν την ίδια περίοδο κατά την οποία πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο
δικηγόρος Δ. Σπ., εφρόντισαν την εργασία τους και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις
της μεταπολεμικής τους ζωής.
Γ.
Επιλογικά: τα Κείμενα και οι Πράξεις.
Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο
Ο
καθηγητής Π. Κ. Ενεπεκίδης στο βιβλίο του για τους διωγμούς των Εβραίων στην
Ελλάδα[13]
αναφέρει ότι «Μόλις έφυγε τον Μάρτιον του 1943 το πρώτον “φορτίον σφαγίων“ ο
Δικηγορικός Σύλλογος της Θεσσαλονίκης υπέβαλεν εις τον τότε πρωθυπουργόν
Λογοθετόπουλον μίαν αίτησιν, δια της οποίας επρότεινε συγκεκριμένως τον
περιορισμόν των Ελλήνων Εβραίων εις μίαν ελληνικόν νήσον…». Σύμφωνα πάντα με
τον συγγραφέα, αυτό το σχέδιο υποστήριξε προφορικώς ενώπιον των Γερμανών και ο
αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Εν συνεχεία, ο καθηγητής δημοσιεύει την διακοίνωση
του πρωθυπουργού περί των εβραίων της Θεσσαλονίκης προς τον πληρεξούσιο του
Ράϊχ, πρεσβευτή Γκύντερ φον Άλτενμπουργκ. Σημειώνει μάλιστα σχετικώς με την
αντίδραση – την διακοίνωση – του πρωθυπουργού: «Μολονότι κατοχικός
πρωθυπουργός, αντέδρασεν ως ελεύθερος Έλλην». Αντιγράφω από το τελευταίο μέρος
της διακοινώσεως: «Η Κυβέρνησις, συνεχομένη και αυτή από τα αυτά αισθήματα
…θεωρεί εαυτήν υποχρεωμένην να διαμαρτυρηθή άπαξ έτι προς υμάς και να ζητήση
την έγκαιρον επέμβασίν σας, όπως αφ’ ενός μεν παύση ο διωγμός ούτος των ως άνω
Ελλήνων πολιτών, αφ’ ετέρου δε ληφθώσι μέτρα δια την επιστροφήν των εξ αυτών
μέχρι τούδε αποσπασθέντων από το πάτριον έδαφος». Η διακοίνωσις απευθύνθηκε στον Άλτενμπουργκ στις 18
Μαρτίου, τρεις ημέρες μετά την αναχώρηση του πρώτου και μία ημέρα
μετά την αναχώρηση του δευτέρου τραίνου – περισσότεροι από 5.000
Θεσσαλονικείς εβραίοι ήδη ταξιδεύουν προς την «Πολωνία». Ο πρωθυπουργός-
ενήλικος πολίτης - ζητεί να παύσουν οι διωγμοί αλλά και να επιστρέψουν οι
εκτοπισθέντες εβραίοι και αυτό, κατά τον Ενεπεκίδη, συνιστά αντίδραση
«ελευθέρου Έλληνος». Δηλαδή οι Γερμανοί προγραμμάτισαν, σχεδίασαν και ενήργησαν από τις αρχές Φεβρουαρίου τα μέτρα
εναντίον των Ελλήνων εβραίων πολιτών και ο πρωθυπουργός του κράτους και
πρωθυπουργός των διωκομένων εβραίων - «ο ελεύθερος Έλλην» κατά τον Π.Κ. Ε. –
μετά την «αναχώρηση» δύο αποστολών, με διακοίνωσή του ουσιαστικά αιτείται από τους Γερμανούς να σταματήσουν τις
εκτοπίσεις και να επαναφέρουν τους ήδη
εκτοπισθέντες εβραίους Έλληνες πολίτες.
Αντίδραση θα εκδηλώσει και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός καθώς και ο
διαδεχθείς τον Λογοθετόπουλο, τρίτος και τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός, Ι.
Ράλλης. Όλες αυτές, οι δια γραπτών κειμένων αντιδράσεις, είχαν την ίδια αξία:
υπήρξαν όλες αναποτελεσματικές. Στην περίπτωση του Λογοθετόπουλου μετά την
πρώτη διακοίνωση και εντός του Μαρτίου, στις 19, 23 και 27 επληρώθησαν τρία
ακόμα τραίνα από του Βαρόνου Χιρς. Επομένως, οι πρωθυπουργοί και ο Αρχιεπίσκοπος
διαπίστωναν ότι τα κείμενά τους δεν είχαν την παραμικρή επίδραση στην ροή του εκτοπισμού των εβραίων – δεν
επρόκειτο να σταματήσουν την αναχώρηση των τραίνων από τον παλαιό Σταθμό της
Θεσσαλονίκης.[14]
Το
ίδιο, ακριβώς, διάστημα στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ένα γεγονός το οποίον
αφορούσε όλους τους Έλληνες πολίτες και
προκάλεσε την αντίδραση τους: Προκειμένου να εξασφαλισθούν εργάτες, οι οποίοι
θα αναπλήρωναν Γερμανούς εργαζομένους – απαραιτήτους, τώρα, στις στρατιωτικές
δυνάμεις της Γερμανίας, μετά την δεινή ήττα των Γερμανών από τους Σοβιετικούς
στο Στάλιγκραντ, υπεγράφη από τον στρατηγό Σπάιντελ διάταγμα πολιτικής
επιστρατεύσεως των ανδρών, ηλικίας από 16 μέχρι 45 ετών.
Όταν
αυτό έγινε γνωστό στην Αθήνα, αμέσως - στις 24 Φεβρουαρίου 1943 - ξέσπασαν απεργίες
και διαδηλώσεις[15] και οι νέοι, κυρίως,
διαδηλωτές συνεπλάκησαν με την αστυνομία και τους καραμπινιέρους. Αποτέλεσμα
της πρώτης ημέρας: τρεις διαδηλωτές νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Την επομένη,
25 του μηνός στις συγκρούσεις των μαθητών με τις ιταλικές κατοχικές δυνάμεις
έπεσε και ο πρώτος νεκρός μαθητής της Αντιστάσεως, ο Γιάννης Δρακόπουλος. Οι
απεργίες και οι εκδηλώσεις συνεχίζονται, γίνονται καθημερινές και κορυφώνονται
με την γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων στις 5 Μαρτίου και την διαδήλωση,
την οποία οργάνωσε την ίδια ημέρα το ΕΑΜ. Εκείνη την ημέρα το συγκεντρωμένο
πλήθος απετέλεσαν χιλιάδες πολίτες - άνδρες και γυναίκες - ανάμεσα τους πολλοί
ήταν οι νέοι φοιτητές - αγόρια και
κορίτσια. Οι δυνάμεις της «τάξεως» χτύπησαν πάλι και αυτή την φορά σκοτώθηκαν 7, ενώ τραυματίστηκαν δεκάδες.
Ανάμεσα στους νεκρούς και ο φοιτητής και μέλος της ΕΠΟΝ Εδμόνδος Τορόν, εβραίος
από την Λάρισα. Ο αριθμός των νεκρών από τις συγκρούσεις των τελευταίων ημερών
υπολογίζεται ότι είναι μεταξύ 15 και 18 ενώ ο αριθμός των τραυματιών είναι
μεγαλύτερος από 100. Οι καθημερινοί αγώνες και το αίμα, το οποίο χύθηκε, είχαν
αποτέλεσμα: Η πολιτική επιστράτευση ακυρώθηκε. Σε αυτή την περίπτωση,
προκειμένου να μην επιστρατευθούν και μεταφερθούν στη Γερμανία Έλληνες
εργαζόμενοι, οι υπεύθυνοι του Ε.Α.Μ. οργάνωσαν και εκτέλεσαν με την συμμετοχή
χιλιάδων πολιτών μία σειρά δυναμικών ενεργειών, προκειμένου να επιτύχουν – και
επέτυχαν – την ακύρωση της πολιτικής επιστρατεύσεως. Δεν θέλω να υποστηρίξω,
ότι με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να αποτραπεί ο εκτοπισμός όλων των εβραίων
της Ελλάδας. Αλλά είναι προφανές ότι σε δύο σημαντικά γεγονότα των ίδιων
ακριβώς ημερών, υπήρξαν δύο διαφορετικές σειρές ενεργειών. Στον εκτοπισμό των
εβραίων, οι συνολικές επίσημες αντιδράσεις εκδηλώθηκαν αποκλειστικά μόνον μέσω υπομνημάτων, αιτήσεων και διακοινώσεων.
Αλλά και το ΕΑΜ δεν έκαμε αισθητή την παρουσία τόσο στην μεγάλη κοινότητα της
Θεσσαλονίκης όσο και σε όλες τις κοινότητες της Βορείου Ελλάδος. Στην ανακοίνωση της επικειμένης πολιτικής
επιστρατεύσεως των Ελλήνων πολιτών, οι οργανώσεις – κυρίως ή μόνον το ΕΑΜ -
αποφάσισαν να κινητοποιήσουν τον κόσμο, ο οποίος βγήκε στους δρόμους και εκεί
αντιμετώπισε τις δυνάμεις καταστολής. Γνωρίζουμε τους δύο διαφορετικούς
τρόπους, καθώς και τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Εάν είχε επιλεγεί ένας άλλος
τρόπος, πραγματικής προστασίας των
Ελλήνων εβραίων και, εάν υπήρχε ουσιαστική προσπάθεια αποτροπής της εκτοπίσεως
τους, πιστεύω, ότι τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά. Ασφαλώς, γνωρίζω τις
απόψεις όσων υποστηρίζουν ότι οι Γερμανοί δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην
ακύρωση της μεταβάσεως εργαζομένων χαμηλής αποδόσεως στην Γερμανία, αλλά ότι
αντιθέτως θα φρόντιζαν με κάθε μέσον να μεταφέρουν τους εβραίους στα
στρατόπεδα. Με αυτό τον τρόπο όμως, όλα αποδίδονται και όλα ερμηνεύονται, εν τέλει, σύμφωνα με τις αποφάσεις και την
κατά περίπτωση στάση των Γερμανών. Αλλά τόσο τα επί μέρους γεγονότα και στάδια του πολέμου όσο και η συνολική εξέλιξή
του απέδειξαν ότι υπήρξαν πάντοτε και άλλες παράμετροι, οι οποίες συνέβαλαν και
κατά περίπτωση ρύθμισαν τα γεγονότα,
συχνά μάλιστα μετά τις αρχές του 1943, με εξαιρετικά δυσμενή για τους ναζί
αποτελέσματα. Επίσης έχει χρησιμοποιηθεί σειρά επιχειρημάτων προκειμένου να
ερμηνευθεί η απουσία του ΕΑΜ από τον κόσμο των Ελλήνων εβραίων στη Βόρειο
Ελλάδα κατά το διάστημα από τον Μάρτιο
έως τον Αύγουστο του 1943. Όμως με δικαιολογημένη υπερηφάνεια πάντα
αναφέρονται στις εξάρσεις και τα επιτεύγματα του αγώνος υπογραμμίζοντας αρκετές
φορές την μοναδικότητα τους ή την πρώιμη ανάπτυξη της αντιστασιακής δράσεως.
Επομένως δεν μπορεί στις αδυναμίες του κινήματος να χρησιμοποιείται ως εξήγηση και δικαιολογία
η λογική του μέσου όρου – το επιχείρημα της συγκρίσεως όσων συνέβησαν στις
άλλες κατακτημένες χώρες με τα αντίστοιχα συμβάντα στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, την στάση των
υπευθύνων του ΕΑΜ και της τοπικής κοινωνίας
στο σύνολό της, απέναντι στους εγκλείστους εβραίους συμπολίτες,
ερμηνεύουν καλύτερα, όσα συνέβησαν στην πόλη την 25η Μαρτίου 1943. Αυτή την
ημέρα, το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ οργάνωσαν, με
την ευκαιρία της εθνικής εορτής, διαδήλωση κυρίως των φοιτητών. Φοιτητές και
εργαζόμενοι νέοι πλημμύρισαν τους δρόμους με σημαίες, τραγούδια και συνθήματα.
Από τον χώρο της Αγίας Σοφίας, μέσω των οδών Αγίας Σοφίας και Νίκης, το πλήθος έφτασε στο άγαλμα του Βότση
και εκεί κατέθεσαν στεφάνι στην προτομή του Ναυάρχου. Μετά, με τις γαλανόλευκες
σημαίες, εκινήθησαν προς τον χώρο απέναντι από το Πανεπιστήμιο για να
στεφανώσουν το άγαλμα του Καρατάσιου και, εν συνεχεία, προχώρησαν με συνθήματα
και τραγούδια μέχρι το Διοικητήριο. Αυτήν την ημέρα, τις τελευταίες 10 ημέρες
και τις επόμενες έως τον Αύγουστο, στην Θεσσαλονίκη συμβαίνει το σημαντικότερο
γεγονός της κατοχής στην πόλη. Οι εβραίοι οδηγούνται από τα γκέτο σε αυτό του
Βαρόνου Χιρς και εκτοπίζονται. Δύο ημέρες πριν [23/3] από την διαδήλωση και δύο ημέρες μετά [27/3],
δύο συρμοί μετέφεραν, βιαίως, ο καθένας
χιλιάδες Θεσσαλονικείς στην «Πολωνία». Εντούτοις δεν εντόπισα, μέχρι τώρα,
καμία αναφορά η οποία να έγινε εκείνη την ημέρα της 25ης Μαρτίου
1943 σχετικά με την κατάσταση των εβραίων της πόλεως. Δεν υπήρξε σύνδεση της
διαδηλώσεως και με το σοβαρότερο εν εξελίξει γεγονός - ένα από τα σοβαρότερα
συμβάντα διαχρονικώς στην ιστορία της πόλεως, από την ίδρυσή της μέχρι τις
ημέρες μας. Αλλά και μετά, μέχρι σήμερα,
όσες περιγραφές της διαδηλώσεως έχω υπ’ όψη μου γραμμένες αργότερα από
συμμετασχόντες, ιστοριογράφους ή ιστορικούς συγγραφείς, σε καμία από αυτές δεν
αναφέρεται η παράλληλη παρουσία των εβραίων της πόλεως – η ύπαρξη και η θέση
τους. Νομίζει κανείς ότι η τύχη και οι ζωές περισσοτέρων από 45.000 ατόμων –
εγκλείστων και εκτοπιζομένων εκείνες ακριβώς
τις ημέρες της κινητοποιήσεως -
δεν αποτελεί επαρκή λόγον αγώνος
για την υπεράσπισή τους αλλά ούτε είναι
μείζον γεγονός, το οποίον αξίζει να αναφερθεί σε μία σημαντική αντιστασιακή
εκδήλωση των ημερών, κατά τις οποίες λαμβάνει χώρα ο περιορισμός και η εκτόπιση
των εβραίων. Θεωρείται, και είναι φυσικά καλή πράξη, η κίνηση του καθηγητή της
φιλοσοφίας Χ. Θεοδωρίδη να εμφανιστεί στο μπαλκόνι του σπιτιού του και με
δάκρυα συγκινήσεως να αφήσει, στους συγκεντρωμένους μπροστά στο δρόμο φοιτητές της διαδηλώσεως, την σημαία του
σπιτιού του. Το ίδιο και η τολμηρή κίνηση του Άνθιμου Χατζηανθίμου, ενωρίτερα, να
παρουσιαστεί μέσα από το πλήθος και να καταθέσει το στεφάνι των φοιτητών στην
προτομή του Βότση, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΕΑΜ. Κάθε πράξη εκείνης της ημέρας
ήταν μία σταθερή υπενθύμιση της συνολικής αντιστασιακής στάσεως των νέων,
κυρίως των φοιτητών, απέναντι στις δυνάμεις κατοχής. Υπάρχουν πολλές περιγραφές
όσων συνέβησαν τότε, μία από αυτές δίνει στο βιβλίο του ο καλός ποιητής και
ιστορικός Γιώργος Καφταντζής[16],
ένας από τους οργανωτές της εκδηλώσεως εκ μέρους της ΕΠΟΝ. Όμως, προσωπικά,
είναι αλήθεια ότι δεν μπορώ να παρακολουθήσω, να κατανοήσω και πολύ περισσότερο
να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό όσων έζησαν ή/και περιέγραψαν τα γεγονότα της 25ης Μαρτίου 1943
μέσα σε μία πόλη, η οποία είχε ήδη γυρίσει την πλάτη της στο ένα πέμπτο των
εγκλείστων πολιτών της και η οποία συνεχίζει να ζει και να κινείται σαν οι
παρουσίες των χιλιάδων διωκομένων
εβραίων να μην επηρεάζουν και να μην βαραίνουν καθόλου τις ζωές των υπόλοιπων
πολιτών της. Περισσότερον όμως δεν μπόρεσα
να κατανοήσω τον τρόπο, με τον οποίον αντιμετώπισαν τον εκτοπισμό των
εβραίων οι νέοι, οι φοιτητές και ιδίως
όσοι – οι περισσότεροι - από αυτούς
είχαν ενταχθεί στις αντιστασιακές οργανώσεις της πόλεως, κυρίως στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ. Αλλά και συνολικά,
παραμένει ακόμα χωρίς επαρκή ερμηνεία το γεγονός ότι οι οργανώσεις της εποχής, ιδίως η μεγαλύτερη από
αυτές, το ΕΑΜ, δεν εστάθησαν στο πλευρό των εβραίων της Θεσσαλονίκης με
αποφασιστικό και αποτελεσματικό τρόπο.
Σε
αρκετές περιπτώσεις κατά την περίοδο της κατοχής το ΕΑΜ υπερέβη τα συντηρητικά
συστατικά του στοιχεία και εθρυμμάτισε
αποτελεσματικά στερεότυπους τρόπους σκέψεως και στάσεως της πλειοψηφίας των
μελών του. Δεν συνέβη το ίδιο, κατά την διάρκεια των διωγμών και τού εκτοπισμού των εβραίων στη Βόρειο
Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση, τα
σταθερά και μόνιμα στοιχεία συμπεριφοράς
των χριστιανών πολιτών της πόλεως απέναντι στους εβραίους συμπολίτες,
ίσχυσαν και λειτούργησαν κατά τον ίδιο
τρόπο και στα μέλη της ηγεσίας του ΕΑΜ καθώς και στο σύνολο των υψηλόβαθμων
στελεχών του. Αυτά τα στοιχεία εφάνησαν ανθεκτικά και ισχυρά, επικράτησαν και
εν τέλει διαμόρφωσαν την πολιτική της
οργανώσεως – ή καλύτερα την αμηχανία και την αδράνεια της οργανώσεως, στο
κομβικό και μεγίστης σημασίας αυτό
ζήτημα.
[1] Μιχαήλ Ι. Τσιτσικλής [1920
– 1986], πολυμερής προσωπικότητα - έγκριτος νομικός, ο οποίος μελέτησε το
αρχαίο Ελληνικό δίκαιο και παραλλήλως
δημοσίευσε φιλολογικές μελέτες
[2] Οι
χρησιμοποιούμενες, αυτό το διάστημα, λέξεις οι σχετικές με τους εβραίους και
την κατάστασή τους είναι ενδεικτικές μίας σιωπηρής συμπαιγνίας όλων όσοι ασχολούνται, είτε με το ζήτημα καθεαυτό, είτε
με τις παράπλευρες επιπτώσεις του. «Αποδημούντων» και «μεταναστευσάντων» είναι οι δύο λέξεις, οι
οποίες περιγράφουν στα δημόσια έγγραφα την θέση των εβραίων. «Κατασχομένων»,
«εγκαταλειπομένων», «εγκαταλειφθεισών» και «εγκαταλειφθείσες» είναι αντιστοίχως
οι λέξεις οι οποίες αποδίδουν την κατάσταση των ισραηλιτικών περιουσιών.
Νομίζει κανείς ότι οι αρμόδιοι φροντίζουν να εξαλείψουν ακόμα και τα γλωσσικά
εκείνα σημεία τα οποία ίσως δημιουργούσαν κάποιου είδους αναστολή - έστω έναν
δισταγμό- σε όσους πολίτες έπρατταν ή
επεδίωκαν να πράξουν οτιδήποτε σχετικό με τις εβραϊκές περιουσίες και να
ωφεληθούν από την χρήση ή την αξιοποίηση τους.
Υπάρχει και σήμερα ακόμα η άποψη - την ακούω συχνά - ότι τότε οι
εβραίοι «έφυγαν» με την φροντίδα των Γερμανών
[«αναχώρησαν» είναι η πιο ουδέτερη λέξη] και έμειναν πίσω οι περιουσίες τους.
Επομένως κάποιοι έπρεπε να ασχοληθούν με αυτές και άλλοι περισσότεροι έπρεπε να
καλύψουν τα κενά, τα οποία δημιουργήθησαν από την «αναχώρηση» των εβραίων. Αυτό
σημαίνει ότι οι χρησιμοποιηθείσες τότε λέξεις «αποδημούντων» και
«εγκαταλειφθεισών» φαίνεται ότι για αρκετούς, ακόμα και σήμερα, ερμηνεύουν
ικανοποιητικά τις πράξεις πολλών ανθρώπων της κατοχής. Βέβαια, συμπληρωματικώς,
χρησιμοποιείται ως ενισχυτικό επιχείρημα συγκεκριμένων συμπεριφορών, η αγριότητα του πολέμου, η πείνα, η τύχη των
οικογενειών χιλιάδων προσφύγων της κατοχής, όλα όσα αθροιστικά πίεζαν τους
χριστιανούς πολίτες. Οι άλλοι - οι εβραίοι – απλώς «μετανάστευσαν» και «εγκατέλειψαν»
τις περιουσίες τους.
Υπάρχει βέβαια μία
λέξη – η λέξη «απεδήμησαν» - η οποία
χρησιμοποιήθηκε κατά τον ίδιο παραπλανητικό τρόπο και αυτή, όπως και οι άλλες.
Την γράφουν τότε και με αυτή δηλώνουν
ότι οι εβραίοι φεύγουν [έφυγαν] με την θέλησή τους, και στην πόλη παραμένουν
μόνον προς αξιοποίηση οι περιουσίες
τους. Αυτή όμως η λέξη – απεδήμησαν - με την άλλη σημασία της, θα υπάρχει πάντα και θα μένει μία σκληρή
ακίδα στην ιστορία της κατοχής και των ανθρώπων - όλων των ανθρώπων - οι οποίοι
σε κάθε πόλη δεν έπραξαν όσα έπρεπε, προκειμένου
να αποφευχθεί ή τουλάχιστον να περιορισθεί σημαντικά το μεγάλο κακό, το οποίον
έπληξε τους εβραίους. Η Θεσσαλονίκη και οι άλλες πόλεις, κυρίως, της Βορείου
Ελλάδος είναι μεταξύ των πόλεων εκείνων, οι οποίες έχασαν σχεδόν το σύνολον της
εβραϊκής Κοινότητός τους.
[3] Νέα Ευρώπη, ημερησία πρωϊνή εφημερίς εν
Θεσσαλονίκη, αριθ, φύλλου 591/16, 3 Μαρτίου 1943. Η Ανακοίνωσις δημοσιεύεται εντός πλαισίου, κάτω αριστερά στην
πρώτη σελίδα. Στο σχέδιο, μετά την λέξη «ούτω» και τις άνω - κάτω τελείες, αντί
της ανακοινώσεως, τίθενται τελείες εντός εισαγωγικών. Ο υπάλληλος γραφεύς του
Συλλόγου, ο οποίος εν συνεχεία θα αντιγράψει από το Σχέδιο το επίσημο έγγραφο
προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης, είχε στην διάθεσή του το φύλλο της Νέας Ευρώπης
και θα συμπλήρωνε από εκεί το κείμενο της ανακοινώσεως. Στο ίδιο φύλλο της
εφημερίδας και επάνω δεξιά δημοσιεύεται δίστηλο κείμενο του Μιχαήλ Σ.
Γρηγοριάδη με τίτλο: «Το ζήτημα των Εβραίων. Ο Ελληνικός λαός ζητεί! την
τελικήν εκκαθάρισιν.». Το αναδημοσιεύω εδώ, χωρίς κανένα σχόλιο.
«Επί τέλους! Ο γνήσιος Ελληνικός λαός της Θεσσαλονίκης ανέπνευσε. Μπόρεσε
να ξεχωριστεί φανερά πια από τον ύπουλο εκμεταλλευτή εβραίο και να τον γνωρίση
καλά. Εφαρμόζοντας ο εβραϊσμός ένα σατανικό σχέδιο εξαπατήσεως μας, μας
επλησίασε επιφανειακά, έκανε τάχα πως μαθαίνει τη γλώσσα μας – που για να μας
ειρωνεύεται την μιλούσε πάντα παρεφθαρμένα – προσποιήθηκε πως ακολουθεί τα ήθη
και τα έθιμα μας, για να μπορέση να εκμεταλευθεί τον ιδρώτα μας και να
απομυζήση το λίγο αίμα που μας άφηναν οι μεγάλοι εκμεταλλευτές εβραίοι της
Αγγλίας, Χάμπρο και Σία.
Ήρθε όμως ο καιρός να λυτρωθούμε από τη μάστιγα αυτή. Τους ξεχωρίσαμε
τώρα από την Ελληνική μας Κοινωνία και θα τους πληρώσουμε ανάλογα την
εκμετάλλευση που τόσα χρόνια μας έκαναν.
Κανείς μας δεν θα τους πλησιάζη πια. Κανείς δεν θα συνεργάζεται μσζί
τους. Αυτή είναι η οριστική και αμετάκλητη απόφαση του Ελληνικού λαού, ο οποίος
είναι αποφασισμένος να μεταχειρισθή καταλλήλως εκείνους που θα παρέβαινον το
εθνικό τους καθήκον και θα πλησίαζαν τους σατανικούς ανθρώπους…δείχνει το
κίτρινο αστέρι που φορούν.
Ο λαός θα τιμωρεί επί τόπου κάθε παραβάτη του μεγάλου αυτού εθνικού
καθήκοντος. Το σύνολον όμως του Ελληνικού λαού θα εκτελέση την υποχρέωση του
τελείου αποχωρισμού από τους εβραίους. Ο Ελληνικός λαός θα κάνη το καθήκον του.
Αλλά πρέπει και το κράτος να κινηθή προς την κατεύθυνση αυτή. Ο λαός το ζητεί.
Δεν μπορεί ν’ ανεχθή ο λαός μας να τον διατάζουν εβραίοι χωροφύλακες.
Πρέπει να απολυθούν αμέσως. Δεν μπορεί να βλέπει να περνούν οι υποθέσεις του
από χέρια εβραίων δημοσίων υπαλλήλων, ζητά την άμεση αντικατάστασή τους. Δεν
θέλει ο λαός να δουλεύουν σε δημόσιες υπηρεσίες εβραίοι, ενώ οι πρόσφυγες της
Μακεδονίας και της Θράκης, μένουν χωρίς δουλειά.
Δεν θέλει ο λαός μας να βλέπη τους εβραίους που αυτοτραυματίστηκαν να
φέρουν τα τίμια σήματα του Έλληνα Τραυματία Πολέμου. Έχει απαίτηση να τα
βγάλουν αμέσως, χωρίς αναβολές και δικαιολογίες. Αν καθυστερήσουν να το κάνουν
θα τους δείξουμε εμπράκτως ότι μπορούμε να τους επιβάλουμε τη θέλησή μας. Ο
Ελληνικός λαός ζητά οριστικό ξεκαθάρισμα της εβραϊκής λέπρας. Οι ανώτεροι και
οι τοπικές αρχές έχουν υποχρέωση να ακολουθήσουν τη φωνή του λαού.
[4] Το δεύτερο τηλεγράφημα εντός του Μαρτίου
το οποίον απέστειλε ο Προεδρεύων προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης
δημοσιεύεται εδώ.
Αριθ.118/27 - 3 – 43
Υπουργείον Δικαιοσύνης
Αθήνας
Αναφερόμενος
εις τηλεγράφημα εναπομεινάντων μελών Διοικητικού Συμβουλίου αριθ.80/443
δευτέρας Μαρτίου 1943 παρακαλώ αύθις προβήτε εις διορισμόν Διοικούσης Επιτροπής
άτε καθισταμένης δυσχερούς απαρτίας Διοικητικού συμβουλίου υπό εναπομεινάντων
μελών.
Προεδρεύων
(Ι. Τσιτσικλής)
Θα
ακολουθήσει το παραπάνω τρίτο
τηλεγράφημα με το ίδιο θέμα στις 8 Μαΐου 1943 [έγγραφον αριθ.22] και σε αυτό το
τελευταίο θα απαντήσει ο υπουργός με
έγγραφο του στις 18 Μαΐου με το οποίον ενημερώνει τον Δ. Σ. Θ. ότι «επανήλθον
εν ισχύϊ αι διατάξεις του Α.Ν. 1089/1938 και…διετάχθησαν οι Εισαγγελείς Εφετών
όπως το ταχύτερον προκαλέσωσι τας οικείας αποφάσεις των Εφετείων». Πράγματι
στις 6 Ιουνίου το Συμβούλιον Εφετών Θεσσαλονίκης διόρισε Πρόεδρο τον Γεώργιο
Αυγερινό, αντιπρόεδρο τον Θεόδωρο Οικονόμου, Γενικό Γραμματέα τον Γεώργιο
Βαλάση και ταμία τον Αθανάσιο Βαβυλόπουλο. Επίσης διόρισε τους παρακάτω
δικηγόρους, ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου: Θεόδωρο Βαζάκα, Κλέαρχο Γκίνη,
Χριστόδουλο Κωφό, Λεόντιο Χατζηαποστόλου, Σωκράτη Βουγά, Εμμανουήλ Μάνο, Ιωάννη
Αποστόλου, Γεώργιο Βιδάλη, Σωτήριο Δημητριάδη, Δημήτριο Σκούρα και Ιωάννη
Παπαηλιάκη.
[5] Στο έγγραφο αρ.26 μετά το
ονοματεπώνυμο 16 του Σιακή Ισάκ σημειώνεται το ονοματεπώνυμο 18 του Φαρατζή
Μεναχέμ, πιθανόν παραλείπεται, κατά λάθος, το ονοματεπώνυμο του Σιακή Αλβέρτου,
το οποίον υπάρχει στο έγγραφο αρ.29.
Στο ίδιο έγγραφο περιλαμβάνεται και το όνομα του Μωϋσή
Ασήρ, ο οποίος μετακόμισε στην Αθήνα κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού
πολέμου. Υπάρχει και στο σχέδιο της Καταστάσεως των διαγραφέντων κατά το έτος
1943 αλλά διαγράφεται επειδή, πιθανόν, ο
Α. Μωϋσής να είχε ζητήσει την μετάθεσή του από
το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στο Πρωτοδικείο Αθηνών κατά το έτος 1941 ή 1942.
[6] Ανακτήθηκε από http://thess.gr/blog/3531 την 22 Μαΐου 2012 [άρθρο: Βρέθηκαν τα χαμένα
χρόνια του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης].
[7] ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ, Δ. Γ., Η
Δικαιοσύνη εν Θεσσαλονίκη και ο Δικηγορικός Σύλλογος από την απελευθέρωση και
μετέπειτα, Θεσσαλονίκη, 1961
[8] Στο
αρχείο υπάρχει, και δημοσιεύεται εδώ, ο έντυπος
«Κατάλογος των ανακηρυχθέντων υποψηφίων δια τας αρχαιρεσίας του Συλλόγου
δια την από 16 Μαρτίου 1938 τριετίαν…». Υποψήφιοι πρόεδροι είναι οι Ζάχος
Κωνσταντίνος και Σερεμέτης Γεώργιος ενώ 32 δικηγόροι είναι υποψήφιοι σύμβουλοι
για το 15μελές Διοικητικό Συμβούλιο. Πρόεδρος εκλέγεται ο Γεώργιος Σερεμέτης.
Πέντε χρόνια αργότερα, στις 20 Μαΐου 1943, ο Προεδρεύων Ι. Τσιτσικλής συντάσσει
«Κατάλογον των μελών του από του 1938 και εντεύθεν μέχρι σήμερον Διοικητικού
Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ.», πιθανόν κατόπιν αιτήσεως της Εισαγγελίας Εφετών
Θεσσαλονίκης. Από τα 14 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μόνον τα 7 προέρχονται
από τα 32 του Καταλόγου των αρχαιρεσιών ενώ τα άλλα επτά, ανάμεσα στα οποία και
ο εβραίος Μωϋσής Σαούλ, μάλλον διορίσθηκαν από το Συμβούλιον Εφετών
Θεσσαλονίκης.
[9] Ευάγγελος Χεκίμογλου,
“Αποκαθήλωση” εικόνων στο Δήμο Θεσσαλονίκης,
εφημερίδα Μακεδονία, 13/04/2014.
[10] Δορδανάς Στράτος,
Εξόντωση και λεηλασία: Η Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ),
Από το βιβλίο: Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια. Αντωνίου Γιώργος - Δορδανάς Στράτος
- Ζάικος Νίκος - Μαραντζίδης Νίκος (επιμ.), εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη
2011, σσ. 331-352. Ενδεικτικό επίσης γεγονός του τρόπου με τον οποίον
ελαμβάνοντο οι αποφάσεις διαχειρίσεως των περιουσιών είναι ότι σε σύνολο 200 τοποθετήσεων μεσεγγυούχων
οι 150 τοποθετήθηκαν κατόπιν διαταγής του Μέρτεν. Προηγουμένως, βέβαια,
εφρόντισε να κρατήσει ο ίδιος 40 καταστήματα και να εκποιήσει τα εμπορεύματά
τους ούτως ώστε, όταν παρέδωσε τα κλειδιά στην ΥΔΙΠ, η υπηρεσία διαπίστωσε ότι
τα παραλαμβάνει άδεια από το περιεχόμενό
τους. Παρ’ ότι οι δύο λέξεις του άρθρου «Εξόντωση» και «Λεηλασία» περιγράφουν
με καίριο τρόπο όσα συνέβησαν στους
εβραίους το 1943, νομίζω ότι δύσκολα κανείς θα περίμενε ανάμεσα σε όσους
λεηλάτησαν τις ισραηλιτικές περιουσίες να περιλαμβάνονται και όσοι/α
αναφέρονται από τον Στ. Δορδανά στην παρακάτω παράγραφο του άρθρου του, την
οποία αντιγράφω ολόκληρη: «Εκτός των άλλων, κάτοχοι εβραϊκών καταστημάτων
έγιναν επίσης ο Δήμος Θεσσαλονίκης, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, η ίδια η ΥΔΙΠ,
διάφοροι επαγγελματικοί σύλλογοι, συνεταιρισμοί, σωματεία, ινστιτούτα,
σύνδεσμοι, ιδιοκτήτες κατασκευαστικών εταιρειών, μεταλλείων και γενικά όσοι
μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να αποσπάσουν τη γερμανική συγκατάθεση. Ενώ για
κάποιες από τις αναφερόμενες κατηγορίες η μεταβίβαση καταστημάτων και
διαμερισμάτων έλυνε απλώς τα στεγαστικά τους προβλήματα ή εξασφάλιζε τους
ευεργετούμενους επισιτιστικά, για τους έχοντες αναλάβει εργολαβίες για
λογαριασμό των αρχών Κατοχής αποτελούσε μάλλον την επιβράβευση των καλών τους
υπηρεσιών.». Ακόμα μία φορά η περιληπτική φράση - απάντηση στην ερώτηση: ποιοι
έπαιρναν [=πήραν] εβραϊκά καταστήματα; «όσοι μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να
αποσπάσουν τη γερμανική συγκατάθεση».
[11] Ηλίας
Δούρος, «Διαχείριση Ισραηλιτικών Περιουσιών, από [τον] Φεβρουάριο 1943», 31
Μαΐου 1943, σ.96. Η έκθεση συνετάγη από τον τέως Διευθυντή της ΥΔΙΠ «εις
εκτέλεσιν διαταγής του Υπουργείου Οικονομικών» και αντίγραφόν της κοινοποιήθηκε
στον Υπουργό των Οικονομικών. Επειδή ο χρόνος συντάξεως της εκθέσεως είναι
κοντά στα κατοχικά γεγονότα, στα οποία αυτή αναφέρεται, από το κείμενό της
προκύπτει ότι δεν έχουν παγιωθεί ακόμα, εντελώς, τα επιχειρήματα όσων τότε
συμμετείχαν, όταν αναφέρονται σε κάθε επιμέρους τμήμα του πληθυσμού το οποίον
κινήθηκε και έδρασε επί των εβραϊκών
περιουσιών. Τον συντάκτη της εκθέσεως
τον ενδιαφέρει απολύτως να υπερασπιστεί την δική του θητεία κατά την διάρκεια
της κατοχής στην διεύθυνση της ΥΔΙΠ
καθώς και την διαδρομή της ιδίας της Δημοσίας Υπηρεσίας εντός των συνθηκών τις
οποίες αναλυτικώς περιγράφει,
προκειμένου να υποστηρίξει την θέση του: θεωρεί ότι ο ίδιος και η Υπηρεσία
έπραξαν το καλλίτερο δυνατόν στις συγκεκριμένες συνθήκες.
Σύμφωνα λοιπόν με την
έκθεση του Ηλία Δούρου, η διεύθυνση της ΥΔΙΠ από την 5η Ιουλίου 1943
και για διάστημα οκτώ μηνών, όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν και την Πολιτική
Διοίκηση της Μακεδονίας, ανετέθη στο Γερμανό Επιθεωρητή Κουν. Σε αυτή την
περίοδο αναφέρονται οι παρακάτω γραμμές από την έκθεση - χαρακτηριστικές της στάσεως πολλών
πολιτών - τις οποίες και παραθέτω: «Από
της πρώτης ημέρας της αναλήψεως της διαχειρήσεως υπό του ως άνω Γερμανού Επιθεωρητού ήρχισαν τα γραφεία της
υπηρεσίας να πολιορκούνται από πληθώραν πολιτών επιδιωκόντων την πάση θυσία
επαφήν μετά τούτου δια να επιτύχουν την παραχώρησιν αυτοίς [εβραϊκών] καταστημάτων…Φαίνεται δ’ ότι η συνεχής αύτη
συγκέντρωσις του κόσμου με τας επιτακτικάς του αξιώσεις ήρχισε να εκνευρίζη και
αυτόν τον Γερμανόν Διευθυντή της Υπηρεσίας όστις προσέφυγε εις διάφορα
τεχνάσματα, επί τω τέλει της αποφυγής, της δίκην διαδηλώσεως τοιαύτης συρροής
προσώπων πάσης εθνικότητος και παντός γένους, μήδ’ ενίων των εκτάκτων υπαλλήλων
και υπηρετών της ΥΔΙΠ εξαιρουμένων.». Η συνέχεια είναι χειρότερη. Σύμφωνα με
τον Η. Δούρο ο Κουν, προκειμένου να αντιμετωπίσει την «δίκην διαδηλώσεως»
συρροή πολιτών, εκάλεσε την Γερμανική Αστυνομία η οποία συνέλαβε πολλούς και
τους μετέφερε να εργασθούν «επί τι χρονικόν διάστημα» σε Στρατόπεδο Εργασίας.
Αλλά και αυτό το μέτρο δεν υπήρξε αποτελεσματικό: μετά από λίγες ημέρες «η αυτή
και μεγαλυτέρα συρροή κόσμου παρετηρήθη». Προκειμένου να αποκτήσουν κομμάτι της
εβραϊκής περιουσίας πλήθος πολιτών «παντός γένους» θα αψηφήσει και την εργασία
σε Στρατόπεδο, γνωρίζοντας προφανώς τι είδους μέτρα και μέχρι ποιου σημείου θα
έπαιρναν εναντίον τους οι Γερμανοί στο συγκεκριμένο θέμα. Κατά τον συντάκτη της
εκθέσεως ο Γερμανός Διευθυντής της υπηρεσίας δυσανασχετούσε με την κατάσταση
και την εικόνα στα γραφεία της ΥΔΙΠ. Εκτίμησή μου είναι ότι και ο ίδιος ο
Διευθυντής Κουν, αλλά περισσότερο οι ανώτεροι και όσοι εις τα υψηλότερα επίπεδα
λήψεως αποφάσεων σχεδίαζαν τις βασικές κινήσεις των κατοχικών δυνάμεων, όλοι
αυτοί έβλεπαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση την συρροή του πλήθους γύρο από τις
εβραϊκές περιουσίες και απολάμβαναν τον διαγκωνισμό των πολιτών προκειμένου να πάρει ο καθένας από αυτούς το
δυνατόν καλύτερο μέρος από τις περιουσίες των εκτοπισθέντων. Ανάμεσα στα
συρρέοντα πρόσωπα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση Δούρου, υπάρχουν και «ένιοι εκ
των εκτάκτων υπαλλήλων και υπηρετών της ΥΔΙΠ». Αυτό σημειώνει ο συντάκτης ο
οποίος όμως επανέρχεται αμέσως μετά στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας και
προσθέτει: «Επίσης παρεχωρούντο υπό του Γερμανού Διευθυντού ισραηλιτικά
καταστήματα εις υπαλλήλους και υπηρέτας της Υπηρεσίας, οίτινες δια παντός
τρόπου τον επλησίαζον προς τούτο, παρά την γνώμην του υποφαινομένου», ο οποίος
προέβη σε διάβημα προς τον Γερμανό Διευθυντή «υποδεικνύοντες αυτώ την δια του τρόπου τούτου επερχομένην
ανηθικοποίησιν των οργάνων της υπηρεσίας…».
[12] Από
τα 6 σχέδια εγγράφων με καταστάσεις δικηγόρων, οι οποίοι ζητούν να εργασθούν ως
απογραφείς και μεσεγγυούχοι, το ένα, το πρώτο,
περιέχει τα 20 ονοματεπώνυμα των δικηγόρων, οι οποίοι προτείνονται από
τον Σύλλογο προκειμένου να εργασθούν ως μεσεγγυούχοι ισραηλιτικών περιουσιών
και, άλλα δύο σχέδια περιέχουν τα ονοματεπώνυμα, όσων ζητούν να εργασθούν ως
απογραφείς ή/και μεσεγγυούχοι ενώ, τέλος, τα υπόλοιπα 3 σχέδια περιέχουν τα
ονόματα όσων επιδιώκουν να εργασθούν ως απογραφείς.
Στην Ανακεφαλαίωση των
«υποβληθεισών καταστάσεων Δικηγόρων μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
ως απογραφέων…» της 6ης Απριλίου 1943, μετά τα πρώτα 21 ονοματεπώνυμα
παρεμβάλλεται η διευκρινιστική φράση: «Προταθέντων των ανωτέρω και ως
μεσεγγυούχων των περιουσιών τούτων». Οι 21
αυτοί δικηγόροι είναι, οι 20 εκείνοι οι οποίοι επροτάθησαν ως
μεσεγγυούχοι με το πρώτον σχετικόν έγγραφον της 22 Μαρτίου 1943 με την προσθήκη
ενός επί πλέον μέλους του Συλλόγου.
[13] ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ,Π.Κ., Οι
διωγμοί των Εβραίων εν Ελλάδι 1941-1944. Επί τη βάσει των Μυστικών Αρχείων των
ΕΣ-ΕΣ, Αθήναι, "Βίκτωρ Α. Παπαζήσης", 1969, σ. 199.
[14] Θωμάς,
Τζων, Συμβολή στην ιστορία του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, τόμος Α’,
2001. Ο συγγραφεύς [και δικηγόρος] υποστηρίζει ότι με την πρωτοβουλία του τότε
Προέδρου Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Αγγέλου Κουτσουμέρη, και με την συμπαράσταση
δικηγόρων – μελών του Συλλόγου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο ίδιος
ο συγγραφέας – συντελέσθησαν από χριστιανικές οικογένειες εντός 15 ημερών, με δικαστική διαδικασία 400
πράξεις υιοθεσίας ισραηλιτοπαίδων
προκειμένου αυτά τα παιδιά να διασωθούν. Η διαδικασία επροδόθη από
«καλοθελητές» και η Γερμανική Στρατιωτική Διοίκησις διέταξε τον Άγγελο
Κουτσουμάρη να σταματήσει τις υιοθεσίες και να υποβάλλει «καταστάσεις με τα
ονοματεπώνυμα και τας διεθύνσεις των φυσικών και των θετών γονέων των ανηλίκων,
τα ονόματα των συμπραξάντων δικηγόρων, δικαστών και γραμματέων και να ενεργήσει
κάθε νόμιμη διαδικασία δια την αποτροπή των υιοθεσιών.». Ο Κουτσουμάρης
προσήλθε, εζήτησε ακρόαση και έγινε δεκτός από τον Μέρτεν παρουσία και του
υπασπιστή του τελευταίου, Μάϊσνερ. Ο Κουτσουμάρης ανέλαβε ο ίδιος όλην την ευθύνη
των γενομένων υιοθεσιών και εδήλωσε ευθαρσώς «ότι τούτο το έπραξε προς σωτηρίαν
των αθώων παιδιών, έθεσε δε τον εαυτόν του στην
διάθεσιν των γερμανικών αρχών.». Οι Γερμανοί εντυπωσιάσθησαν και τον
συνεχάρησαν ενώ συγχρόνως τον διαβεβαίωσαν ότι «έπρεπε να θεωρήσει το όλον θέμα
λήξαν και τας υιοθεσίας ως εκ των περιστάσεων ανθρωπίνως επιβληθείσας.». Την
πληροφορία αυτή από το βιβλίο του Τζων Θωμά επαναλαμβάνει σε πρόσφατο άρθρο του
στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος της 7ης Ιουλίου 2014 και ο πρώην πρόεδρος του
Δ.Σ.Θ. Δημήτριος Γαρούφας. Η σημαντική αυτή μαρτυρία, από όσο γνωρίζω, δεν
μαρτυρείται από άλλη πηγή. Επειδή όμως, εάν συνέβη τέτοια υπέροχη πράξη θα
έπρεπε, κατ’ αρχήν, οι διασωθέντες και οι οικογένειές τους να είχαν ιδρύσει
σύλλογο με προστάτη τους τον γενναίο δικαστικό, πιστεύω ότι η Κοινότητα και το
Πρωτοδικείον Θεσσαλονίκης πρέπει να εξετάσουν
τα αναφερόμενα παραπάνω γεγονότα.
[15] Γιώργος Πετρόπουλος,
Φλεβάρης 1943 – Η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης, Ριζοσπάστης, 22 Φλεβάρη
2004. Ο συγγραφέας σημειώνει: «Από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής στην
Ελλάδα το ζήτημα της επιστράτευσης ελληνικού πληθυσμού για τη χρησιμοποίησή του
έμμεσα ή άμεσα υπέρ των πολεμικών σκοπών του άξονα απασχόλησε τόσο τις
κατοχικές δυνάμεις όσο και τους ντόπιους συνεργάτες τους…
Από τις αρχές του '43 το ζήτημα της επιστράτευσης
απέκτησε επείγουσα σημασία για τους χιτλερικούς, δεδομένου ότι οι απώλειές τους
στο σοβιετογερμανικό μέτωπο ήταν πολύ μεγάλες. Η χειμερινή επίθεση του Κόκκινου
Στρατού είχε στεφθεί με επιτυχία και είχε κορυφωθεί με τη νίκη στο Στάλινγκραντ
το Φλεβάρη του '43, με αποτέλεσμα τα γερμανικά στρατεύματα να χρειάζονται νέες
δυνάμεις που μπορούσαν να αναζητηθούν στις κατακτημένες χώρες ή με την
αποδέσμευση γερμανικών δυνάμεων που απασχολούνταν στα μετόπισθεν στον τομέα της
παραγωγής ως εργάτες, υπό την προϋπόθεση ότι την εργατική τους δύναμη στα
εργοστάσια θα αναπλήρωνε επιστρατευμένη εργατική δύναμη από τις χώρες που
βρίσκονταν υπό κατοχή.»
Από το ίδιο κείμενο αντιγράφω το απόσπασμα της
εφημερίδας του ΕΑΜ «Ελεύθερη Ελλάδα», στο οποίον αναφέρονται οι αριθμοί των
θυμάτων: «Δεκαεφτά νεκροί και εκατόν εξήντα πληγωμένοι καθιέρωσαν ακόμα μια
φορά το αναφαίρετο της ζωής και της ελευθερίας ενός λαού που ξέρει να
αγωνίζεται και να θυσιάζεται γι' αυτό και το επισφράγισαν ακόμα μία φορά με τη
σφραγίδα του αίματος».Τελικώς η ανάκληση της επιστρατεύσεως θα γίνει από τον
ίδιο τον Πρωθυπουργό το απόγευμα της 6ης Μαρτίου με δηλώσεις του
στον τύπο.
[16]
Καφταντζής, Γιώργος, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής,
Θεσσαλονίκη, χ.χ. [=1983], σ.122. Από το εξαιρετικό αυτό βιβλίο συγκέντρωσα τις
σχετικές αναφορές στους εβραίους: σ.33. «Σημειώθηκαν επίσης πολλά κρούσματα
εξανθηματικού τύφου προπάντων στους Εβραίους και στους πρόσφυγες που ζούσαν σε
κοινόβια και έβραζαν στην ψείρα» *
σ.42. «…ιδρύθηκαν 6 [νέοι] προσφυγικοί σύλλογοι…που πέτυχαν…και τέλος [πέτυχαν]
τη στέγαση όσων έμειναν σε τρώγλες, κυρίως μετά την απαγωγή των Εβραίων και την
επίταξη των σπιτιών τους.». σ.59 [Την 1η Απριλίου 1944 συνελήφθησαν
20 φοιτητές, ανακρίθηκαν και κρατήθηκαν σε δύο υπόγεια των γραφείων της SD]. «Στο πάτωμα του ενός
βρήκαν πεταμένο έναν Εβραίο που είχε συλληφθεί πρόσφατα και μόλις ζούσε,
ματωμένος πολτός από το ξύλο και τα βασανιστήρια.». * σ.61. «Την ίδια εποχή σ’
όλους τους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης υπήρχαν κολλημένες χρωματιστές
προπαγανδιστικές αφίσες…που πληροφορούσαν το κοινό “πως ο διεθνής εβραϊσμός και
καπιταλισμός τύλιξε τη Γερμανία στον πόλεμο”…». * σ.80 [Πολιτική επιστράτευση]
«Και την επομένη 18.4.1942 διατάχτηκε η πολιτική επιστράτευση όλων των
σιδηροδρομικών…Επιστρατεύτηκαν πολιτικά επίσης και όλοι όσοι ανήκαν σε μεγάλες
κλάσεις για την αεράμυνα. Κλήθηκαν να παρουσιαστούν με ανακοίνωση που
δημοσιεύτηκε στον τύπο της Θεσσαλονίκης στις 12 Ιουλίου 1942. Στο μεταξύ άρχισε
να φουντώνει στα βουνά το αντάρτικο και οι Γερμανοί αστυνομεύουν τις κινήσεις
των Ελλήνων αξιωματικών. Τελικά τους χρησιμοποιούν για επιστάτες των
επιστρατευθέντων εργατών και κυρίως των Εβραίων.». Στο τελευταίο κεφάλαιο του
βιβλίου του και κάτω από τον τίτλο «Φοιτητές που έπεσαν στον απελευθερωτικό
αγώνα 1941 – 1944» αναφέρει έναν Σερραίο και δύο Θεσσαλονικείς εβραίους
φοιτητές: την Στέλλα Κοέν, φοιτήτρια της Φιλοσοφικής για την οποία σημειώνει:
«Θεσσαλονικιά. Ισραηλίτισσα. Μεταφέρθηκε την Άνοιξη του 1943 σε στρατόπεδο
θανάτου της Γερμανίας όπου και δολοφονήθηκε», τον Μωρίς Στρούμσα, φοιτητή της Φιλοσοφικής -
«Θεσσαλονικιός. Ισραηλίτης. Ήταν και ποιητής που ίσως να γίνονταν κάποτε
σπουδαίος. Μεταφέρθηκε την Άνοιξη του 1943 σε στρατόπεδο θανάτου της Γερμανίας
όπου και δολοφονήθηκε» και ο φοιτητής της γεωπονικής Δαβίδ Γκαντένιο –
«Σερραίος. Ισραηλίτης. Μεταφέρθηκε την Άνοιξη του 1943 σε στρατόπεδο θανάτου
της Γερμανίας όπου και δολοφονήθηκε.».
Όπως βλέπετε το γεγονός του εκτοπισμού των εβραίων σημειώνεται μόνο με μία
φράση όταν αναφέρεται στην αιτία του θανάτου – της δολοφονίας – τριών εβραίων
φοιτητών. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε όσα υπέστησαν οι εβραίοι στην πόλη, από
τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 1943, παρότι το βιβλίο κυκλοφόρησε 40 χρόνια
μετά τα γεγονότα του έτους 1943.
Συγχαρητήρια για την υποδειγματική έρευνα και αξιοποίηση όλων αυτών των σημαντικών εγγράφων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια το θέμα των υιοθεσιών εβραιοπαίδων, υπάρχει μία αναφορά.
Αντιγράφω από το άρθρο με τίτλο "Οι δωσίλογοι δημοσιογράφοι της Θεσσαλονίκης – 1942: «Αρκετά εβραϊκά όντα έμειναν στον τόπο» – 1943: «Αι ελληνικαί γεννεαί θα εορτάσουν όταν αποκαθαρθή η γάγγραινα με τους κίτρινους αστέρας» (Από το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ελλάδας, το «Μαύρο Σάββατο» της 11ης Ιουλίου 1942)"
https://xyzcontagion.wordpress.com/2015/01/13/mavro-sabbato/
- Οταν Γερμανοί και ντόπιοι γερμανόψυχοι εκνευρίζονται μαθαίνοντας για προσπάθειες διάσωσης Εβραίων συμπολιτών τους από Χριστιανούς κάτοικους της πόλης, παρά τις δρακόντειες απειλές. Η χολή, η οργή και το μίσος ανακατεύονται με απειλές, και ιδού το αποτέλεσμα, από τη Νέα Ευρώπη της 30ής Μαρτίου 1943. όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Χάγκεν Φλάισερ «Στέμμα και Σβάστικα», τόμος Β’, σελ. 324, χωρίς, όμως να είναι και το μοναδικό δείγμα:
«Πολλοί συμπολίτες μας, λησμονούντες το τι μας έκαναν οι Εβραίοι, ωθούμενοι από το δήθεν αίσθημα φιλανθρωπίας, όπισθεν όμως του οποίου ασφαλώς κρύπτονται τελείως διάφορα προς την καλώς εννοουμένην φιλανθρωπίαν ελατήρια, προβαίνουν εις υιοθεσίαν διαφόρων Εβραιοπαίδων […].
Οποιος συμμετέχει σε τέτοιες νομικώς άκυρες υιοθετήσεις, είτε ως υποψήφιος γονέας, είτε ως αρχή, ως δικηγόρος ή ως συμβολαιογράφος […] θ’ αποσταλή όχι μόνον δι’ εν ωρισμένον διάστημα, αλλά δι’ απεριόριστον χρόνον εις το Στρατόπεδον Παύλου Μελά […].
Ελπίζουμε ότι μετά την κατηγορηματικήν ταύτην προειδοποίησιν, θα παύση παρατηρούμενη η ασχημία αυτή, η οποία δεν προσβάλλει μόνον τας διαταγάς των Αρχών Κατοχής, αλλά και αυτό ακόμη το εθνικόν συναίσθημα παντός γνησίου Ελληνος πατριώτου».
https://xyzcontagion.wordpress.com/2015/01/13/mavro-sabbato/