Στον Νέστορα,
χρόνια πολλά στην εορτή του
Εικόνα 1. Η πρώτη κάρτα την οποίαν έστειλε ο Giorgio Morpurgo από την Θεσσαλονίκη, στην Fulvia Rimini
στην Τεργέστη, στις 10 Απριλίου 1913
12 Νοεμβρίου 1913[1]
Άργησα
λιγάκι να απαντήσω για να μπορέσω να σας
περιγράψω με αυτό το γράμμα μου δύο εκδηλώσεις, που διέκοψαν την καθημερινότητα
της ζωής μας. Αλλά πριν αναφερθώ σ’ αυτές, θέλω να σας ευχαριστήσω και πάλι που
θυμηθήκατε τα γενέθλιά μου και για τις ευγενικές μουσικές ευχές που μου στείλατε.[3]
Το
περασμένο Σάββατο, 8 Νοεμβρίου, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τότε που η
Θεσσαλονίκη είχε υποδεχθεί στα αιώνια τείχη της τον νικητή Βασιλέα Κωνσταντίνο,
τότε Διάδοχο της Ελλάδος. Μετά από έξι αιώνες σκλαβιάς υπό τον ζυγό της
ημισελήνου, η αρχαία πόλη χαιρέτιζε ξανά τον Σταυρό.
Ήταν
η ημέρα του Αγίου Δημητρίου, ο παλαιός Άγιος του Βυζαντίου είχε οδηγήσει το
νικηφόρο στράτευμα κατά ειρηνικά κύματα προς την Θεσσαλονίκη και έκανε να ανοίξουν οι πύλες
της, αυτήν την ίδια ημέρα, που είναι αφιερωμένη σ' εκείνον. Φέτος, λοιπόν, οι
κάτοικοι θέλουν να γιορτάσουν με αντάξιο τρόπο, το ευτυχές γεγονός.
Δημιουργήθηκε μια Επιτροπή[4], μέλος της οποίας ήταν
και ο πατέρας μου, για να αποφασίσουν το πρόγραμμα.
Αρχικά
υπήρχε η ελπίδα ότι θα ερχόταν ο ίδιος ο Βασιλεύς, αλλά αυτός δεν μπορούσε και
έστειλε ως εκπρόσωπό του τον Διάδοχο.
Το
Σάββατο λοιπόν, ενώ ο πατέρας μου με τα μέλη της Επιτροπής περίμενε τον
Πρίγκιπα στο λιμάνι για να τον υποδεχθεί εξ ονόματος του πληθυσμού της
Θεσσαλονίκης, εγώ, συνοδεύοντας δύο κυρίες, πήγα κατευθείαν στην παλαιά
βασιλική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που ήταν τζαμί κατά την τουρκοκρατία,
τώρα δε, αφιερώθηκε και πάλι στην ορθοδοξία[5]. Μια μικρή λεπτομέρεια
που θα σας διασκεδάσει: το ένδυμα ήταν επίσημο για τους άνδρες, και μου φάνηκε
εξαιρετικά κωμικό να φοράνε τέτοια ρούχα, αποκλειστικά βραδινά, στις 9 το πρωί
μέσα στον ήλιο. Κάθε τόπος έχει και τις συνήθειές του. Καθώς έφτασα στην
βασιλική, στάθηκα σε μια εξαιρετική θέση απέναντι από την Αγία Τράπεζα. Η παλιά
εκκλησία ήταν κατάμεστη, μπροστά κομψές κυρίες, άνδρες με κοστούμι, στολές,
παράσημα, πιο πίσω όλες οι κοινωνικές διαβαθμίσεις του πληθυσμού. O κλήρος με πλουσιότατα ενδύματα ήδη ψάλλει
την θεία λειτουργία. Και να, το κανόνι
βροντάει, Εκείνος αποβιβάζεται, για δέκα λεπτά ηχούν οι σάλπιγγες, εισέρχεται
συνοδευόμενος από την Επιτροπή, την
Φρουρά του, ανεβαίνει σε ένα βάθρο ντυμένο με πορφύρα, είναι νέος,
σχεδόν παιδί, παρά ταύτα, το πλήθος χαιρετά με ξέφρενα ζήτω τον εκπρόσωπο του βασιλικού
οίκου, τον γιο του Απελευθερωτού Βασιλέως. Ο κλήρος ψάλλει το Te Deum[6].
Έπειτα, ο Γεννάδιος, Επίσκοπος της Θεσσαλονίκης, με θερμά και γεμάτα
ενθουσιασμό λόγια παραθέτει στον νεαρό πρίγκιπα τις ημερομηνίες 1430-1821-1912[7]
και ζητά την ευλογία του Παντοδύναμου για τα διάφορα μέλη της βασιλικής
οικογένειας. Το πλήθος χειροκροτεί και η βασιλική εκκλησία αντηχεί από τα
βροντερά "ζήτω" (evviva). Ο πρίγκιπας ασπάζεται το χέρι του
Επισκόπου και εξέρχεται, η ακολουθία με τις άμαξες ανασυντάσσεται, συνοδεύοντάς
τον μέχρι την αποβάθρα.
Το
απόγευμα, φόρεσα ένα κουστούμι λιγότερο φανταχτερό και πήγα με τη μητέρα μου
στη δεξίωση που προσέφερε η Θεσσαλονίκη στον Διάδοχο.[8]
Ήρθε πολύς κόσμος, και
διασκέδαζα να στέκομαι στις πόρτες των αιθουσών για να βλέπω την παρέλαση
των προσκεκλημένων, το πολύχρωμο κύμα ξεχύνονταν προς το μέρος μου, άλλοτε
ξεχώριζε μια κομψή τουαλέτα σύμφωνα με την τελευταία λέξη της παρισινής μόδας,
άλλοτε κάποια "τούμπα"[9] που θα πρέπει να
γνώρισε την αυγή του 19ου αιώνα. Η μεγάλη αίθουσα είναι ήδη
κατάμεστη, οι εξέδρες είναι γεμάτες από Θεσσαλονικιώτικη κομψότητα. Ο πρίγκιπας
φτάνει και τον υποδέχεται πάντα η ίδια Επιτροπή, ακούγεται μουσική, γίνονται
προπόσεις, ο κόσμος κουβεντιάζει, και μετά, καθώς όλα έχουν ένα τέλος σε αυτόν
τον κόσμο, [ο πρίγκηψ] αποχωρεί. Εγώ
δειπνώ με τη μητέρα μου στο κλαμπ, απ’ όπου απολαμβάνουμε την φωταψία του
περιπάτου κατά μήκος της θάλασσας
[παραλίας], καθώς και μια μεγάλη λαμπαδηφορία[10], στις 10 ο πατέρας
μου επιστρέφει από το επίσημο γεύμα που
δόθηκε στο Διοικητήριο[11],
ακόμη μερικά πυροτεχνήματα και επιστρέφουμε στο σπίτι, πολύ κουρασμένοι από μία
ημέρα τόσο γεμάτη.
Χθες
η ιταλική παροικία έδωσε ένα Γεύμα για να γιορτάσει τα γενέθλια του Βασιλέως
μας[12].
Όλοι επέμεναν να παρευρίσκεται ο πατέρας μου, όμως αυτός αρνήθηκε, για να μην
καθίσει στο ίδιο τραπέζι με εκείνον τον τιποτένιο άνθρωπο που δυστυχώς
συνεχίζει να έχει εδώ το ίδιο αξίωμα. Η παροικία λοιπόν ήθελε να πάω,
τουλάχιστον εγώ, και μάλιστα να ασχοληθώ με την διοργάνωση μαζί με μερικούς
άλλους νέους. Σ’ αυτό το αίτημα, ο πατέρας μου συγκατατέθηκε, για να αποδείξει
στην παροικία ότι δεν έχουμε κάτι εναντίον της.
Εδώ
και μία εβδομάδα λοιπόν τριγυρνώ με
αποστολή, με άλλους δύο, να ταξινομώ προσκλήσεις. Συναντιόμασταν στο
ταχυδρομικό γραφείο, συζητώντας τις διάφορες ενέργειες που έπρεπε να κάνουμε.
Χθες εργάστηκα στη σάλα, βοηθώντας στη διακόσμηση. Όλα ήταν έτοιμα, στις 8 οι
προσκεκλημένοι άρχισαν να φθάνουν. Η δεξίωση ήταν πολύ χαρούμενη, πολλές
προπόσεις, ωραίες συζητήσεις, αλλά για εμένα, δυστυχώς, έλειπε αυτός ο οποίος
μεταξύ τόσων Ιταλών - και μπορώ να το πω με υπερηφάνεια - εδικαιούτο την πλέον
υψηλή θέση, και τον οποίο η συκοφαντία μιας άνανδρης και φθονερής ψυχής
απομάκρυνε από αυτήν την πατριωτική συγκέντρωση. Ας ελπίσουμε ότι η δικαιοσύνη
θα θριαμβεύσει! Για εμένα ήταν μια κάποια παρηγοριά η αίσθηση, ότι εγώ ήμουν
περικυκλωμένος από φίλους, ενώ εκείνος - αυτός ο καταραμένος - ούτε αγαπάται,
ούτε εκτιμάται από κανένα.[13]
Αυτές
είναι οι δύο εορτές για τις οποίες σας μίλησα, ελπίζω ότι αυτή η περιγραφή δεν
σας κούρασε πάρα πολύ, αλλά τι τα θες,
το χρονικό της Θεσσαλονίκης, είναι τόσο φτωχό που θα χρειαζόταν η πένα
ενός Ντ’ Ανούντσιο για να του δώσει λίγο ενδιαφέρον.
Εδώ
και λίγες εβδομάδες έχουμε ανάμεσά μας έναν Ελληνικό Θίασο Οπερέτας.[14]
Δεν είναι και πολύ κακοί - πήγα δύο φορές - άκουσα το “La
principessa dei dollari”[15] και το “Sogno di Valzer”[16]: η σκηνοθεσία δεν είναι
κάτι το εξαιρετικό και οι τραγουδιστές υπολείπονται από το να είναι καλοί, αλλά η ορχήστρα δεν είναι άσχημη, γι’ αυτό
πήγα, τόσο για να απολαύσω τη μουσική, φρέσκια πάντα σε αυτές τις οπερέτες, όσο
και για να θυμηθώ τα όμορφα χρόνια στο
Λονδίνο, όπου είχα πάει σε όλες [τις παραστάσεις].
Αναμφισβήτητα
η πιο αγαπημένη μου διασκέδαση παραμένει το κυνήγι, κατά την διάρκεια του
οποίου χαίρομαι, τις ώρες που περνώ στη φύση: στον ήλιο, στα χωράφια, στα
βουνά, ανάμεσα στα βράχια και τα ρυάκια. Από τότε που σας έγραψα πήγα για
κυνήγι τρεις φορές, η πρώτη με αποτέλεσμα λίγο-πολύ άθλιο, οι άλλες δύο πολύ καλύτερες, σκότωσα επτά ορτύκια τη μία φορά και έναν
λαγό και την άλλη έντεκα ορτύκια. Αυτήν την τελευταία φορά, έκανα μια πολύ
πετυχημένη βολή, καθώς σκότωσα τρία με ένα φυσίγγιο. Προβλέπω ότι εσείς,
γνωρίζοντας ότι οι ιστορίες με τους κυνηγούς πρέπει να περνάνε από κόσκινο,
καθώς θα διαβάζετε αυτό το σημείο θα γελάτε, λέγοντας ότι ο φίλος Morpurgo επινοεί, και όμως μπορώ να
σας διαβεβαιώσω, στο λόγο της τιμής μου, ότι σας έχω πει την αλήθεια. Θα σας
περιγράψω εκτενέστερα μερικές ημέρες
κυνηγιού, σε κάποια άλλη επιστολή μου, εν τω μεταξύ, σας εσωκλείω μία
φωτογραφία, που ένας φίλος μου με έβγαλε κατά την τελευταία μας εξόρμηση. Την
τράβηξε την 1η Νοεμβρίου: θα παρατηρήσετε από τα ρούχα μου ότι εδώ
κάνει ακόμη ζέστη και ότι μέχρι το ηλιοβασίλεμα κυνηγούσα με το πουκάμισο. Δεν
πρέπει στ' αλήθεια να παραπονιόμαστε, ο καιρός είναι υπέροχος. Εμφάνισα το
τελευταίο φιλμ από το Μιλάνο και την Τεργέστη, [οι φωτογραφίες] είναι ωραίες,
δεν έχω όμως ακόμη βρει τον χρόνο να τις τυπώσω - θα σας τις στείλω το
συντομότερο δυνατόν.
Ξεκίνησα
σήμερα να διαβάζω το “L’Ombra del Passato”[17], σε λίγο θα έχω
διαβάσει τα βιβλία σας και θα σας τα στείλω, συγγνώμη που τα έχω κρατήσει τόσο
καιρό.
Και
νομίζω ότι φτάνει για σήμερα η φλυαρία, περιμένοντας σύντομα τα καλά νέα σας,
σας σφίγγω θερμά το χέρι
Giorgio Morpurgo
[1] Ο Giorgio, στην αλληλογραφία του, χρησιμοποιεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο, επομένως οι ημερομηνίες των δημοσιευομένων επιστολών με το παλαιό ημερολόγιο, το οποίον ακόμα τότε ίσχυε στο ελληνικό κράτος είναι 1/11 και 31/10 αντιστοίχως και αυτό σημαίνει, ότι οι επιστολές γράφονται χρονικά πολύ κοντά στα γεγονότα στα οποία αναφέρονται.
[2] Dear friend. Στην πρώτη επιστολή, την οποία στέλνει ο G. προς την F. από την Θεσσαλονίκη, στις 14/4/1913, την αποκαλεί, κατά τρόπον τυπικόν, Gentile Signorina. Από την επομένη, διασωθείσα, επιστολή της 24/9/1913 και για αρκετό διάστημα, στην αρχή της αλληλογραφίας τους, ο Giorgio την προσφωνεί με το Dear friend. Οι δύο λέξεις πρέπει να αποτελούν μία δική τους – εσωτερική, ίσως παιγνιώδη – μυστική λεκτική σύνδεση, η οποία σχηματίστηκε όταν συναντήθηκαν δεύτερη φορά, το καλοκαίρι του 1913 και, προφανώς, γι’ αυτούς σημαίνει κάτι διαφορετικό και κάτι περισσότερο από την σημασία των δύο λέξεων και την συνήθη χρήση τους, στην αρχή των επιστολών.
[4]Η Επιτροπή επί της δεξιώσεως είχε Πρόεδρο τον Κλέωνα Χατζηλαζάρου και μέλη τους: Ηλία [Ελί] Μοδιάνο, Μ. Μορπούργο, Ν. Σαλτιέλ, Π. Κίρτση και τους Παν. Επισκόπους: Κίτρους Παρθένιο, Πολυανής Φώτιο, Καμπανίας Διόδωρο, Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτη και Αρδαμερίου Ιωακείμ.
[5] Καραθανάσης, Αθανάσιος, Η πρώτη δωδεκαετία, εν μέσω θυέλλης, της αρχιερατείας του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου Αλεξιάδου (1912-1924), στον τόμο: Επιστημονική ημερίδα «Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης 1912-1951», Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ιστορίας Δήμου Θεσσαλονίκης, 1992, σ.339. Ο Αθ. Καραθανάσης σημειώνει σχετικά, αντιγράφοντας από τον Κώδικα των Πρακτικών της Επισκοπικής Συνόδου Θεσσαλονίκης: «Την επομένη, 26 Οκτωβρίου 1913, η Θεσσαλονίκη εόρταζε την πρώτη επέτειο των “Ελευθερίων” της και την ημέρα αυτήν ο Γεννάδιος επέλεξε να αποδώσει στην χριστιανική λατρεία τον ναό του Αγίου Δημητρίου – “καθαγιάζεται ο αρχαίος ιστορικός ναός του Αγίου Δημητρίου ο μεταβληθείς, ως γνωστόν υπό του τούρκου κατακτητού εις τέμενος” διαβάζουμε στα σχετικά πρακτικά.».
[6] Te Deum [Laudamus]: Ύμνος της χαράς και της ευχαριστίας προς τον Θεό - θρησκευτικοί ύμνοι της πρωτοχριστιανικής περιόδου, οι οποίοι αρχικώς απεδόθησαν στους αγίους Αυγουστίνο και Αμβρόσιο [γνωστοί και ως Αμβροσιανοί ύμνοι]. Σήμερα θεωρείται, ότι πρώτος συνέθεσε Te Deum ο Νικήτας επίσκοπος Remesiana στις αρχές του 5ου αιώνος. Είναι εν χρήσει, κυρίως, στην Καθολική και Αγγλικανική Εκκλησία. Στην επιστολή του ο G. χρησιμοποιεί το Te Deum μάλλον με την έννοια της δοξολογίας και ευχαριστίας του πλήθους των πιστών προς τον Θεόν μαζί φυσικά με το γεγονός ότι αναφέρεται σε μία θρησκευτική τελετή με έντονο τον δημόσιο χαρακτήρα της.
[7] Πράγματι ο λόγος του Γενναδίου, όπως δημοσιεύεται ολόκληρος στην Μακεδονία της 27ης αρχίζει με την φράση: «Υψηλότατε, ήτο η 29 Μαρτίου 1430» συνεχίζει στην δεύτερη παράγραφο με την φράση: «Ήτο η 26 Οκτωβρίου 1912» ενώ στο μέσον περίπου του λόγου παραθέτει «το παράγγελμα του εθνομάρτυρος Ρήγα του Φεραίου: επάνω στας σημαίας υψώστε τον Σταυρόν και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρόν» και κλείνει με την επίκληση προς τον Άγιο Δημήτριο να ίσταται ως φρουρός της πόλεως, να σκέπει το έθνος και τον στρατόν και να φυλάττει τα μέλη της βασιλικής οικογενείας [αναφέρει ονομαστικώς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, την Βασίλισσα Σοφία και τον παριστάμενο διάδοχο Γεώργιο].
[8] Η δεξίωσις έγινε στις στολισμένες αίθουσες του Κήπου του Λευκού Πύργου με την παρουσία των επισήμων αλλά και μεγάλου πλήθους κόσμου. Ο Διάδοχος αφικνείται στις τέσσαρες παρά τέταρτο και θα παραμείνει στις αίθουσες του Κήπου περίπου μία και μισή ώρα. Στην δεξίωση «προσεφέρθη καμπανίτης» και ο Κλέων Χατζηλάζαρος «υψώσας το κύπελλον προσεφώνησε» τον Διάδοχο. Σημαντική είναι αυτές τις ημέρες η παρουσία του Κλέωνος Χατζηλαζάρου, της συζύγου του Βιργινίας και των μελών της Επιτροπής. Ενδεικτική είναι η σημείωση της «Μακεδονίας» στις τελευταίες γραμμές της περιγραφής της Δεξιώσεως: «Ακολούθως η Α.Β.Υ. παρέμεινε εις την ιδιαιτέραν αίθουσαν συνομιλών μετά της εριτίμου κυρίας Κλέωνος Χατζηλαζάρου και τινων άλλων κυριών, μετά του αρχιρραβίνου και τινων εγκρίτων Ισραηλιτών συμπολιτών μας και πολλών άλλων».
[9] Τύπος ημίψηλου καπέλου, το οποίο φορέθηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Μία διάσημη προσωπικότητα η οποία εμφανίζονταν με τούμπα, ήταν ο συνθέτης Τζιουζέπε Βέρντι.
[10] Οι στρατιώτες και πολίτες οι οποίοι συμμετείχαν στην λαμπαδηφορία συγκεντρώθησαν στο πεδίον του Άρεως και δια της παραλιακής οδού και της Σαμπρή πασσά [Βενιζέλου] «εν εξάλλω ενθουσιασμώ με ζητωκραυγές και άσματα πατριωτικά» έφτασαν στο Διοικητήριο «όπου εδίδετο το επίσημον γεύμα προς τιμήν της Α.Β.Υ. του Διαδόχου και όπου ο ενθουσιασμός των λαμπαδηφόρων έφθασε εις το κατακόρυφον.».
[11]Το επίσημον γεύμα παρετέθη στις 8 το εσπέρας στην μεγάλη αίθουσα του Διοικητηρίου «όπου τα γραφεία της Διευθύνσεως των Οικονομικών». Παρεκάθησε μεγάλος αριθμός επισήμων: στρατιωτικοί, πολιτικοί και αρκετοί παράγοντες της κοινωνικής ζωής της πόλεως. Παρευρέθη και ο Moise Morpurgo μαζί με τα άλλα μέλη της Επιτροπής. Έχει ενδιαφέρον η βραχεία πρόποση του Διαδόχου, την οποία σώζει η «Μακεδονία» και είναι μία από τις ελάχιστες καταγραμμένες δημόσιες φράσεις του Γεωργίου κατά την διάρκεια της παραμονής του στην πόλη: «Προπίνω εις υγείαν της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ζήτω ο Βασιλεύς». Καμία αναφορά στην πόλη και στην επέτειό της. Μετά το γεύμα, ο Διάδοχος κατευθύνθηκε συνοδευόμενος από τον Γεν. Διοικητή Ρέπουλη, τον Κλ. Χατζηλαζάρου και τα άλλα μέλη της Επιτροπής προς την Νέα Λέσχη, εις την εξώθυρα της οποίας τον υπεδέχθη ο πρόεδρός της Κ. Πλατσούκας. Εκάθισε στον γωνιαίο εξώστη της Λέσχης και παρακολούθησε την καύση των πυροτεχνημάτων στην πλατεία του Λευκού Πύργου, με την οποίαν έκλεισε η εορτή της πρώτης επετείου της απελευθερώσεως της πόλεως. Ο Διάδοχος ανεχώρησε από την Λέσχη στις 11 και η Βασιλική θαλαμηγός Αμφιτρίτη απέπλευσε τα μεσάνυχτα με προορισμό την Χαλκίδα «οπόθεν η Α.Β.Υ. ο Διάδοχος θα μεταβή δι’ εκτάκτου αμαξοστοιχίας εις Αθήνας».
[12] Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ' [ Vittorio Emanuele III] 11/11/1869 – 28/12/1947, Bασιλεύς της Ιταλίας (29/7/1900 – 9/5/ 1946). Επιπλέον, διεκδίκησε τους θρόνους της Αιθιοπίας και της Αλβανίας ως Αυτοκράτωρ της Αιθιοπίας (1936–41) και Βασιλεύς των Αλβανών (1939–43), αλλά δεν αναγνωρίσθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Κατά την διάρκεια της μακράς βασιλείας του, η οποία ξεκίνησε με την δολοφονία του πατέρα του Umberto I, το Βασίλειο της Ιταλίας ενεπλάκη σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Η βασιλεία του επίσης, περιέβαλλε την γέννηση, την άνοδο και την πτώση του Ιταλικού Φασισμού.
[13]Σύμφωνα με τoν Giorgio Morpurgo κάποιος από την ιταλική παροικία «που δυστυχώς συνεχίζει να έχει εδώ το ίδιο αξίωμα» - επομένως κάποιος επίσημος της Ιταλικής παροικίας - συκοφάντησε και εξ αυτού του γεγονότος δημιουργήθηκε πρόβλημα στον Moise Morpurgo και στην σχέση του με την Ιταλία, την πατρίδα του. Αργότερα το 1915, το ζήτημα αυτό επανήλθε στην δημοσιότητα και τότε ο Κλέων Χατζηλαζάρου με απόλυτο τρόπο στήριξε το ήθος, την ακεραιότητα και τον πατριωτισμό [προς την Ιταλία πάντα] του φίλου του Moise Morpurgo. Η επιστολή του Κλ. Χατζηλαζάρου και η σχετική με το ζήτημα αυτό του ιδίου του Moise Morpurgo, υπάρχουν στο αρχείο μας και θα δημοσιευτούν αργότερα.
[14]Αυτό το διάστημα στην Θεσσαλονίκη ευρίσκεται ο θίασος του ζεύγους Αφεντάκη. Στο φύλλο της «Μακεδονίας» της 31/10/1913 στην δεύτερη σελίδα και στη στήλη «Θεατρικά» - Θέατρον Λευκού Πύργου, υπάρχει σχετικό σημείωμα για τις παραστάσεις του Θιάσου: «Ωραία από πάσης απόψεως η χθεσινή παράστασις με την θαυμαστήν οπερέτταν Έρως Αθιγγάνων. Η δ/νίς Κολυβά και η κ. [Έλλη] Αφεντάκη εδέχθησαν θερμά και πάλιν χειροκροτήματα. Απόψε Πριγκίπισσα δολλαρίων.».
[15] La Principessa Dei Dollari ("Die Dollarprinzessin").Βιέννη,1907.Οπερέτα σε τρείς πράξεις του Fall Leo (Olmutz,1873-1925)
[16] Ein Walzertraum (A Waltz Dream) είναι μία οπερέτα σε τρείς πράξεις του Βιεννέζου συνθέτη Oscar Nathan Straus (6/3/1870 – 11/1/1954) Πρεμιέρα: (2/3/ 1907 ) στο Carltheater της Βιέννης
[17] “L’Ombra del Passato”: Μυθιστόρημα της Grazia Deledda (27/9/ 1871, Σαρδηνία—15/8/1936, Ρώμη), συγγραφέως η οποία επηρέασε την σχολή του ρεαλισμού, στην Ιταλική Λογοτεχνία. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1926.
13
Νοεμβρίου 914
My dear Friend,
Δεν είναι ανάγκη να ζητάτε συγγνώμη
για την ειλικρινή κριτική για τις
μεγεθύνσεις μου, αφού γνωρίζετε πολύ καλά πως εκτιμώ πάρα πολύ την ειλικρίνεια֗ και ήταν
προφανές ότι δεν ήταν άξιες επαίνων, τις έστειλα από περιέργεια. Οι φωτογραφίες
που τραβήχθηκαν με την μικρή μηχανή του Guido[18] είναι πραγματικά
θαυμάσιες και θα σας στείλω μερικές ακόμη εντός ολίγου. Σας συνιστώ αυτό το φιλμ που έχετε στην
μηχανή και να συνεχίσετε να λέτε ευθαρσώς την αλήθεια, θα σας λέω πάντοτε
μπράβο.
Τόσο το καλύτερο αν έχουν και λίγη
μουσική, αν σας ευχαριστεί και να σκέπτεσθε μερικές φορές πως εγώ είμαι
υποχρεωμένος να μην ακούω άλλη μουσική από εκείνη που ξεχύνεται δυστυχώς σχεδόν
ασταμάτητα από ένα κατάστημα φωνογράφων που βρίσκεται κάτω από το γραφείο μου.
Αν ξέρατε τι απόλαυση!
Τώρα λοιπόν ασχολείσθε με την
μαγειρική; Και πολύ καλά κάνετε, είναι αλήθεια πως κάτι τέτοιο δεν είναι και ό,τι
πιο ποιητικό, μα δεν έχει σημασία, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο. Τι τα θες, δεν
είμαι θαυμαστής της "superwoman", που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για
τα μεταφυσικά και την διαπλανητική ζώνη!
και επίσης σας γνωρίζω αρκετά καλά ώστε
να μην φοβάμαι ότι λίγη μαγειρική θα κατέπνιγε τις φιλοδοξίες σας τις πιο υψηλές. Συναγωνισθείτε λοιπόν με
τον Vatel[19] και στο μεταξύ εγώ ήδη γλείφω τα χείλη μου με την ελπίδα ότι αύριο,
μεθαύριο θα δοκιμάσω κάποιο πιάτο ετοιμασμένο από τα χέρια σας…αυτά ενός
expert.
Ώστε η Τεργέστη «κουβεντιάζει» και
ανακοινώνει πως έχετε αρραβωνιασθεί; και πως αυτός είναι στον πόλεμο; Ας ελπίσουμε ότι οι εχθρικές σφαίρες θα είναι
επιεικείς και [δεν] θα τον κρατήσουν ζωντανό. Ακόμη και ο Guido τελευταία
υπήρξε στόχος και όλη
η πόλη βούιξε από τα αρραβωνιάσματά του με μία δεσποινίδα της οποίας ακόμη και
το όνομα αναφέρονταν! ο κακομοίρης
ενοχλήθηκε για τα καλά!
Αυτό το χρονικό, είναι ένα Βασιλικό
χρονικό. Θα σας διηγηθώ την υποδοχή που
έγινε από την πόλη μας στην Α.Μ. Κωνσταντίνο της Ελλάδος. Την περασμένη Κυριακή
ήταν η επέτειος της κατάκτησης της Θεσσαλονίκης και ο Βασιλεύς με τρεις
πρίγκιπες[20]
ήλθε για να εορτάσει αυτή την επίσημη ημέρα. Το πρωί εψάλλη η Δοξολογία στον
Άγιο Δημήτριο, όμως εγώ δεν παρευρέθηκα, προτίμησα να πάω με το άλογο να
παρακολουθήσω το πέρασμα της Βασιλικής Φρουράς και στις 12 βοήθησα στην
επιθεώρηση του στολισμού μας[21].
Το απόγευμα[22] ο Βασιλεύς τίμησε με
την παρουσία του το τσάι στην οικία Χατζηλαζάρου[23], πολύ καλών μας
φίλων, όπου ήμασταν προσκεκλημένοι. Ήλθε με μικρή στολή ναυάρχου και ήταν
συμπαθέστατος. Μίλησε με διάφορες κυρίες. ήπιε τσάι, έπαιξε μία παρτίδα μπριτζ,
είδε την μικρή Χατζηλαζάρου, την οποία είχε βαπτίσει την προηγούμενη χρονιά και
ήταν τρυφερός, βλέποντας την αθώα αφέλεια με την οποία η μικρή, που δεν έκλεισε
ακόμη χρόνο, του κουνούσε μπροστά στο πρόσωπο μία ασημένια κουδουνίστρα ˙ και ο
φτωχός Βασιλεύς ήταν υποχρεωμένος να δείχνει πολύ ενδιαφέρον για την
κουδουνίστρα της αναδεξιμιάς.
Το βράδυ δόθηκε ένας μεγάλος
χορός στην Νομαρχία, ξέθαψα επί τούτου
το επίσημο ένδυμά μου και προσπάθησα να υποβάλλω τα σέβη μου στην Βασιλική
οικογένεια, αλλά δεν τα κατάφερα. Αν και υπήρχε πολύς κόσμος, πολλές ωραίες
τουαλέτες, εγώ δεν συμμετείχα στην γενική ευθυμία, χόρεψα λίγο και σχεδόν –
σχεδόν βαρέθηκα. Γενικά όμως το θέαμα ήταν ενδιαφέρον. Ο Βασιλεύς χόρεψε δύο
καντρίλιες με πολύ μπρίο. Μου έδωσε την εντύπωση ενός άνδρα συμπαθέστατου,
απλού, ενός αληθινού στρατιώτη.
Και τώρα, ο Βασιλεύς και η Βασιλική
οικογένεια έχουν φύγει, οι όμορφες στολές και το κοστούμι μου μπήκαν στην
ναφθαλίνη, οι σημαίες και τα σύμβολα ξαναδιπλώθηκαν, οι τρομπέτες δεν ηχούν
παρά μόνο για τα ράντζα και τα εγερτήρια και επιστρέψαμε στην μοναχική
ζωή, γκρίζα όπως ο σημερινός ουρανός που
ρίχνει νερό με τα κανάτια και με κάνει να σκέφτομαι ότι αύριο θα είναι μια μέρα
πλήξης, αφού είναι Σάββατο και θα αναγκασθώ να ακυρώσω το κυνήγι[24]. Απαίσιε καιρέ, άφησέ
μου τουλάχιστον τα λιγοστά μου χόμπι.
Βρήκα επιτέλους την πιστή ψυχή,
αυτή που με αγαπά και εκτιμά: είναι η Diana[25], η καλή μου η Diana,
που μου είναι αφοσιωμένη με έναν θαυμαστό τρόπο, πρέπει να την δείτε όρθια στα
πίσω της πόδια, να περνά την μουσούδα από τα κάγκελα για να μου γλείψει το χέρι
μία τελευταία φορά, όταν φεύγω για το γραφείο και μετά, όταν απομακρύνομαι, να
κλαίει, να γρυλίζει, να απελπίζεται. Και όταν γυρνάω σπίτι, είναι η αληθινά
τρελή χαρά, πηδάει στον αέρα, κάνει σβούρες και χίλια σημάδια ευτυχίας. Καλό
ζωάκι κι εγώ σ' αγαπάω πολύ και είμαστε ένα ζευγάρι μεγάλων φίλων.
Παρακολούθησα δύο διαλέξεις, μία
σχετικά με την Γαλλία και μία για την Θεσσαλονίκη από τις αρχές της έως τις
ημέρες μας. Αρκετά ενδιαφέρουσες, μ' έκαναν να περάσω δύο ώρες πολύ ευχάριστες.
Δεν σας μιλώ για τον πόλεμο,
είναι ένα θέμα πολύ θλιβερό, όταν σκέφτεσαι τις δυστυχίες που προκαλεί.
Να μου είσαστε καλά και δεχθείτε
τους εγκάρδιους χαιρετισμούς από τον
Giorgio M
[18] Guido: ο επιστήθιος φίλος καθ’ όλην αυτήν την περίοδο του Giorgio. Σύμφωνα με μία πληροφορία της I.-F. Morpurgo, εγγονής του Giorgio, το επίθετο του Guido ήταν Modiano και αυτόν, τον Guido Modiano θυμόταν ο Claudio, γιος του Giorgio, να τον αναφέρει συχνά ο πατέρας του ως τον στενότερο φίλο του, εκείνης της εποχής, στην Θεσσαλονίκη. Πιθανόν, να υπήρξε και Modiano φίλος του Giorgio με το ίδιο κύριο όνομα, αυτός όμως εδώ ο Guido, ο σταθερός και πολύτιμος φίλος των επιστολών, είναι ο Guido Errera. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1891 – οι δύο νέοι είναι συνομήλικοι και συμμαθητές– έζησε στην πόλη και, αργότερα το 1917, παντρεύτηκε την ιατρό Cosetta (Cosette) Lazzari, στο Μιλάνο. Εκεί δημιούργησε το εργοστάσιο πλεκτών και καλτσοποιΐας με την επωνυμία Errera S.A. Το επίθετο του Guido σημειώνει ο Giorgio πρώτη φορά σε επιστολή του προς την Fulvia της 13/10/1913, ενώ τα άλλα στοιχεία για τον Guido προέρχονται από έγγραφο της κόρης του ζεύγους Errera – από μία δικαστική απαίτηση [επί] ανενεργού λογαριασμού Tραπέζης της Ελβετίας, ο οποίος ανήκε σε θύματα του Ολοκαυτώματος, στους γονείς της [Claims Resolution Tribunal * In re Holocaust Victim Assets Litigation]. Φαίνεται ότι ο G. Errera γνώρισε, ενωρίς, μέσω του Giorgio την Fulvia και αργότερα όταν και αυτός, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε στον Ιταλικό στρατό, έστειλε από το μέτωπο στην F. στρατιωτικά δελτάρια, τα οποία διεσώθησαν και θα δημοσιευτούν.
[19] Ο Francois Vatel είναι γνωστός ως ο σπουδαίος Γάλλος chef ο οποίος αυτοκτόνησε το πρωί της 24 Απριλίου 1671 στο Chantilly της Γαλλίας, επειδή καθυστέρησε η παραγγελία ψαρικών την οποία περίμενε, κατά την ημέρα της επισκέψεως του Λουδοβίκου 14ου στου Πρίγκηπα Condé, όπου ο Vatel ήταν υπεύθυνος "maître d'hôtel". Είχε μείνει άγρυπνος 12 ημέρες, έχοντας να φροντίσει για την φιλοξενία 600 ευγενών και μερικών χιλιάδων επιπλέον ατόμων, τα οποία συνόδευαν τον Βασιλέα. Έφθασε σε τέτοια κατάσταση άγχους εξ αιτίας διαφόρων μικρο-ατυχιών, ώστε δεν άντεξε την τελευταία αυτή αναποδιά. Η Madame de Sévigné γράφει σ’ ένα από τα περίφημα γράμματά της γι’ αυτό το περιστατικό και εκεί πρέπει να διάβασε την ιστορία ο Giorgio.
[20] Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο 7935, Κυριακή 26 Οκτωβρίου 1914. Οι τρεις πρίγκηπες είναι: ο Διάδοχος Γεώργιος και οι Νικόλαος και Αλέξανδρος, γιοι και οι τρεις του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
[21] Πιθανόν αναφέρεται στον στολισμό αψίδος της Ιταλικής παροικίας Θεσσαλονίκης προς τιμήν του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
[22] Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο 7936, Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 1914. Σε δίστηλο άρθρο στην 4η σελίδα περιγράφεται «Η τελετή της Σημαίας», την Κυριακή, στο πεδίον του Άρεως της Θεσσαλονίκης. Παρευρίσκονται ο Βασιλεύς και οι πρίγκηπες, οι οποίοι φθάνουν στον χώρο της τελετής στις 3.22’ και από εκεί «την 4 και 25’ ο Βασιλεύς και οι πρίγκηπες επεσκέφθησαν τον κ. Κλέωνα Χατζηλαζάρου…Την 10 μ.μ. ο Βασιλεύς μετέβη εις την χοροεσπερίδα».
[23] Από το blog της Άννας Αγγελοπούλου: http://annagelopoulou.blogspot.gr/2012/05/blog-post_24.html.
Ο Κλέων Χατζηλάζαρος ήταν γιος του Περικλή Χατζηλαζάρου - πλουσίου και ισχυρού παράγοντος της χριστιανικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης - και της Αμερικανίδος Lucy [Λουκίας] Carr Upton, κόρης γερουσιαστού από την Virginia των Η.Π.Α. Ο Κλέων, σπούδασε νομικά και εργάσθηκε ως Διευθυντής [1915] στην Τράπεζα της Ανατολής. Υπήρξε προσωπικός φίλος του Βασιλέως Κωνσταντίνου και ως εκ τούτου αναγκάστηκε κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το έτος 1917, να μετεγκατασταθεί με την οικογένειά του διαδοχικά στην Νότιο Γαλλία και στην Ιταλία. Επέστρεψαν το 1919 στην Θεσσαλονίκη και από το 1921 διέμειναν μόνιμα στην Αθήνα. Ο Ευάγγελος Χεκίμογλου σε υποσημείωση στο βιβλίο του «Το Παπάφειο Ορφανοτροφείο και το Επιπλοποιείο του» δίνει την πληροφορία, ότι μετά τον θάνατο του Περικλή Χατζηλαζάρου [1917], ο Κλέων αμφισβήτησε την διαθήκη του πατέρα του, με την οποία η μεγάλη οικογενειακή περιουσία πέρασε όλη στην Ευφροσύνη, την δεύτερη σύζυγο του Περικλή, ενώ ο ίδιος ο Κλέων ουσιαστικά αποκληρώθηκε. Ο Κλέων προσέβαλε την διαθήκη ενώπιον του δικαστηρίου με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία δικαστική διαμάχη μεταξύ αυτού και της Ευφροσύνης. Αργότερα, ο Κλέων Χατζηλαζάρου αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και στο τέλος χρεωκόπησε. Πέθανε το έτος 1934 – το ίδιο έτος πέθανε και η σύζυγός του, Βιργινία.
[25] Διαβάζοντας το τμήμα της επιστολής, το οποίον αναφέρεται στην νέα του «φίλη» την Diana, νομίζεις ότι περιγράφει την πιστή του σκυλίτσα με τέτοιο τρόπο ώστε, παραλλήλως, οι λέξεις τις οποίες χρησιμοποιεί θα μπορούσε να εκφράζουν τα αισθήματα και τους τρόπους μίας γυναίκας ερωτευμένης μαζί του και απολύτως αφοσιωμένης σε αυτόν, μίας νέας γυναίκας - όπως είναι η Fulvia.
Επίμετρο
Ο Giorgio Morpurgo, γιος του Moise Morpurgo και της Fanny Ouziel, μοναχοπαίδι της σπουδαίας οικογενείας των Morpurgo της Θεσσαλονίκης, αλληλογραφεί από τις αρχές του 1913 με την Fulvia Rimini, εβραία, κόρη καλής οικογενείας της Τεργέστης.
Ο Giorgio Morpurgo τελειώνει τις εγκύκλιες σπουδές του σε Ιταλικό σχολείο της Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία - έφηβος μόλις - αναχωρεί για την Ευρώπη. Το ταξίδι θα κρατήσει πέντε χρόνια, από τα οποία τα τρία τελευταία θα τα ζήσει στο Λονδίνο. Εκεί ευρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ασφαλιστικής North British & Mercantile Insurance, της ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας ο πατέρας του είναι αντιπρόσωπος [πληρεξούσιος πράκτωρ] στην Θεσσαλονίκη. Στο Λονδίνο είναι επίσης η έδρα των μεγάλων επιχειρήσεων των Αλλατίνι, με τους οποίους η οικογένειά του έχει στενή συγγενική σχέση: ο πατέρας του Moise είναι εγγονός και κληρονόμος της Rachel Allatini η οποία παντρεύτηκε τον προηγούμενο Moise Morpurgo, προπάππο του Giorgio. Στο μεγάλο αυτό ταξίδι του στην Ευρώπη, ο G. ενηλικιώνεται. Αυτά τα χρόνια ο Giorgio Morpurgo συμμετέχει στον τρόπο ζωής των αναπτυγμένων πόλεων, διαπιστώνει τα στοιχεία του πολιτισμού εκείνα, τα οποία τον ελκύουν περισσότερο ενώ, σε ορισμένα από αυτά, - όπως στη μουσική - στα οποία αποδεικνύεται ότι διαθέτει και ο ίδιος εξαιρετικές δυνατότητες, φροντίζει να τις καλλιεργήσει με συστηματικό τρόπο, όπως, σχεδόν, ένας επαγγελματίας του είδους.
Ταυτοχρόνως, όμως, στο διάστημα αυτό προετοιμάζεται μεθοδικά, προκειμένου μετά την επιστροφή του στην Θεσσαλονίκη, να αναλάβει την θέση του στις οικογενειακές επιχειρήσεις και να εργασθεί στο πλευρό του πατέρα του. Επιστρέφει στην γενέθλια πόλη, μάλλον, στο τέλος του 1912. Εδώ, εντάσσεται εθελοντικά στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και θα συνδράμει στην φροντίδα των τραυματιών του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Οι γονείς του, όμως, φοβούνται την μόνιμη επαφή του με τους τραυματίες και τους αρρώστους, ανησυχούν για την καθημερινή παρουσία του σε ένα χώρο εκτεθειμένο σε μολυσματικές ασθένειες, ώστε, τον υποχρεώνουν να αναχωρήσει από την πόλη και να ταξιδεύσει ξανά στο εξωτερικό, στην Ευρώπη. Εκεί, στην Τεργέστη, θα γνωρίσει την Fulvia. Όταν συναντιούνται, πρώτη φορά, και γνωρίζονται, στην Φιλαρμονική της Τεργέστης, τον Μάρτιο του 1913 ο Giorgio είναι 22 και η Fulvia 17 ετών.
Από την πρώτη περίοδο της αλληλογραφίας τους σώζονται 35 επιστολές του Giorgio προς την Fulvia από τις 10 Απριλίου 1913 έως τις 25 Φεβρουαρίου 1915 οι περισσότερες γραμμένες στην Θεσσαλονίκη και ταχυδρομημένες από εδώ προς την Τεργέστη. Οι επιστολές αναφέρονται και περιγράφουν δύο χώρους, οι οποίοι καλύπτουν, με διαφορετική κατά περίπτωση έκταση, το κείμενο της κάθε μίας από αυτές: τον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο. Στη πρώτη περίπτωση, οι περιγραφές στο σύνολο των επιστολών δείχνουν με σαφή τρόπο την ιδιαίτερη, ενίοτε και μοναχική, πορεία του G. καθώς βεβαίως και την κοινωνική ζωή του - ζωή ενός μέλους μίας από τις πλουσιότερες και σπουδαιότερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνος και ταυτοχρόνως των πρώτων ετών της ενσωματώσεως της πόλεως στο Ελληνικό κράτος. Στην δεύτερη περίπτωση, είναι η οικογενειακή και κοινωνική του θέση αυτή η οποία του επιτρέπει ή τον υποχρεώνει να συμμετέχει στα δημόσια πράγματα της πόλεως και μάλιστα να κινείται στο υψηλότερο επίπεδο των επισήμων εκδηλώσεων. Η καλή παιδεία, η προσωπική καλλιέργεια και ο πλούτος - αφομοιωμένος επί πολλές γενεές προγόνων στον τρόπο ζωής της οικογενείας Morpurgo – συγκεντρώνονται, τώρα, σε ένα νέο άνδρα με πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα. Ταυτοχρόνως, καθορίζουν και ένα άτομο - έναν σκεπτόμενο πολίτη, ο οποίος ήδη γνωρίζει να εκτιμά τα ουσιώδη και να αποστρέφεται ή να πλήττει με όσα εύκολα θα μπορούσε ο ίδιος να διαθέτει ή να πράττει.
Από τις διασωθείσες επιστολές προκύπτουν πληροφορίες και στοιχεία για την κοινωνική ζωή του πλουσιοτέρου τμήματος της πόλεως – ίσως και των ευποροτέρων οικογενειών της αστικής τάξεως. Ο Giorgio, όμως, δεν αποτελεί μία τυπική περίπτωση νέου άνδρα – εκπροσώπου της ομάδος των πολύ πλουσίων οικογενειών της πόλεως, δηλαδή των εβραίων, Ιταλών πολιτών της Θεσσαλονίκης. Το πάθος του για την φύση και το κυνήγι, τον οδηγούν έξω από την πόλη και τον φέρνουν σε επαφή με τον κόσμο της υπαίθρου, τον οποίο δεν γνωρίζει, αλλά γρήγορα αρχίζει να τον μαθαίνει – φαίνεται μάλιστα ότι αυτόν τον κόσμο τον αποδέχεται, σχετικώς, καλύτερα από τους πλουσίους αστούς των σαλονιών της Θεσσαλονίκης.
Ο Giorgio το 1912 γνωρίζει ιταλικά – η μητρική του γλώσσα – αγγλικά και γαλλικά, ίσως γνωρίζει και την τουρκική γλώσσα. Αυτή την περίοδο δεν ομιλεί ελληνικά και δεν έχει ακόμα αισθανθεί την ανάγκη να τα μάθει – αυτό θα γίνει λίγο αργότερα και τότε θα εξηγήσει στην Fulvia και τους λόγους για τους οποίους πρέπει να μάθει και την ελληνική γλώσσα. Επομένως στις επιστολές του πρέπει να βασίζεται κανείς κυρίως σε αυτά τα οποία ο Giorgio βλέπει και παρατηρεί ο ίδιος και, φυσικά, στις αντίστοιχες εκτιμήσεις ή κρίσεις του. Όσα καταγράφει ως λόγους ή λόγια άλλων, προέρχονται, μάλλον, από τις συζητήσεις με τον πατέρα του ή με γνωστά του πρόσωπα, τα οποία γνώριζαν τα ελληνικά και συμμετείχαν στα τεκταινόμενα της πόλεως. Επειδή πάντως και στην δεύτερη αυτή περίπτωση, όσα προέρχονται από τις αφηγήσεις τρίτων προσώπων και ο Giorgio τα σημειώνει στην Fulvia όλα καταγράφονται αμέσως μετά τα γεγονότα, είναι φυσικό να μένουν πιστά σε αυτά και να τα αποδίδουν με ακριβή τρόπο.
Μένει να διευκρινισθεί η οπτική γωνία, υπό την οποία βλέπει και ερμηνεύει τα γεγονότα ο συντάκτης των επιστολών. Ο Giorgio Morpurgo γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και τώρα [1913] ζει σε αυτήν, σε μία πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσφάτως ενσωματωθείσα στο Ελληνικό κράτος, αλλά ο ίδιος ήταν, όπως και όλα τα μέλη της αρχαίας οικογενείας του, Ιταλός πολίτης – ένας αφοσιωμένος πολίτης στην Ιταλική πατρίδα και πολύ υπερήφανος για την ιδιότητά του αυτή. Στις επιστολές του προς την F. της διευκρινίζει ότι θεωρεί τον εαυτό του έναν ουδέτερο παρατηρητή, όσων σημαντικών συμβαίνουν ή αναφέρονται στη τύχη της Θεσσαλονίκης. Τούρκοι [Μωαμεθανοί], Βούλγαροι και Έλληνες εκράτησαν ή διεκδικούν αυτή ακριβώς την περίοδο την πόλη. Ο ίδιος, παρότι στις επιστολές του αναφέρεται στους πολέμους και στην ταραγμένη περίοδο του 1913 δεν έχει και δεν θα εκφράσει ποτέ στην Fulvia καμία προτίμηση για την θέση της Θεσσαλονίκης - στη νέα κατάσταση – στο χάρτη των βαλκανικών χωρών με τα νέα σύνορα, όπως σχηματίζονται μετά τους δύο πολέμους. Το γράφει και το εννοεί: σε ότι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα είναι και παραμένει ένας ουδέτερος παρατηρητής. Επιπλέον αυτή την περίοδο, παρότι αλληλογραφούν δύο νέοι εβραίοι, στις επιστολές δεν υπάρχει καμία αναφορά σε οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως εβραϊκό: στις επιστολές του απουσιάζει οποιαδήποτε πληροφορία για την μεγάλη και λαμπρή Κοινότητα, αλλά λείπει ακόμα και η περιγραφή κάποιας οικογενειακής θρησκευτικής εορτής ή τελετής, στην οποία να συμμετέχει ως εβραίος και ο Giorgio. Φαίνεται ότι και οι δύο αλληλογράφοι ανήκουν στους ευαρίθμους εκείνους νέους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να αισθάνονται και να ζουν με έναν «δυτικό» τρόπο ζωής. Σε αυτή την περίπτωση, στην ζωή του ατόμου, επικρατούν τα στοιχεία του πολίτη των αναπτυγμένων κρατών της Δύσεως, ενώ τα στοιχεία της πίστεως περιορίζονται στα απαραίτητα μόνον και στα δηλωτικά της θρησκείας, στην οποία ο καθένας ανήκει.
Από το πρώτο διάστημα της μονίμου παραμονής του στην πόλη, προέρχεται η πρώτη επιστολή. Σε αυτήν περιγράφει στην Fulvia δύο εξαιρετικά γεγονότα, τα οποία εκτιμά ότι την ενδιαφέρουν ή ότι θα πρέπει να την ενδιαφέρουν: Την τελετή της πρώτης επετείου από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο Ελληνικό κράτος και την εορτή της Ιταλικής παροικίας στην Θεσσαλονίκη, των γενεθλίων του Ιταλού βασιλέως. Ο G. παρευρίσκεται στον ναό του αγίου Δημητρίου και θα παρακολουθήσει την λαμπρή θρησκευτική τελετή η οποία τελείται προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου και συλλειτουργούντων των Μητροπολιτών Μελενίκου και Στρωμνίτσης καθώς και των επισκόπων Κίτρους, Καμπανίας, Πολυανής, Αρδαμερίου, Ιερισσού και Αγίου Όρους. Ο G. γνωρίζει και σημειώνει ότι ο ναός είχε μετατραπεί «σε τζαμί κατά την τουρκική κυριαρχία,[ενώ] τώρα αφιερώθηκε και πάλι ως ορθόδοξη εκκλησία». Είναι η πρώτη χριστιανική τελετή - λειτουργία και μετά δοξολογία – στον Άγιο Δημήτριο, ένα χρόνο μετά την είσοδο του Ελληνικού στρατού στην πόλη. Το απόγευμα, ο Giorgio, θα συνοδεύσει την μητέρα του στην Δεξίωση προς τιμήν του Διαδόχου στον κήπο του Λευκού Πύργου και εν συνεχεία θα δειπνήσει μαζί της έξω απολαμβάνοντας, όπως γράφει, την φωταγώγηση της παραλίας, την εσπερινή λαμπαδηφορία και τα πυροτεχνήματα, με τα οποία κλείνει το εορταστικό πρόγραμμα της πρώτης επετείου.
Η δεύτερη επιστολή, όπως σημειώνει ο ίδιος, «είναι ένα βασιλικό χρονικό». Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος συνοδευόμενος από τρεις πρίγκηπες έρχεται στην πόλη προκειμένου να παραστεί στις εορτές της δευτέρας επετείου από την είσοδο του Ελληνικού στρατού στην Θεσσαλονίκη. Το απόγευμα μίας από τις ημέρες της παραμονής του στην πόλη, ο Κωνσταντίνος ήταν ο επίσημος προσκεκλημένος στο τσάι, το οποίον έδωσε στην βίλα της η οικογένεια Χατζηλαζάρου. Οι οικογένειες των Morpurgo και Χατζηλαζάρου συνδέονται με στενή φιλία και, επομένως, οι Morpurgo είναι καλεσμένοι στην απογευματινή εκδήλωση. Ο προσεκτικός G. παρατηρεί τον βασιλέα και περιγράφει στην Fulvia τις εντυπώσεις του από τον άνδρα: «Ήλθε με μικρή στολή ναυάρχου και ήταν συμπαθέστατος . Μίλησε με διάφορες κυρίες. ήπιε τσάι, έπαιξε μία παρτίδα μπριτζ… Το βράδυ δόθηκε ένας μεγάλος χορός στη Νομαρχία… Ο Βασιλεύς χόρεψε δύο καντρίλιες με πολύ μπρίο. Μου έδωσε την εντύπωση ενός άνδρα συμπαθεστάτου, απλού, ενός αληθινού στρατιώτη.». Νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον η περιγραφή, καθώς προέρχεται από ένα νέον άνδρα, ο οποίος χωρίς να εντυπωσιάζεται από τον τίτλο μπορεί, λόγω της ιδικής του καταγωγής, να βλέπει ισοτίμως τον βασιλέα και συνάμα ο ίδιος διαθέτει καλή γνώση όλων όσων παρατηρεί στον άνακτα, από τα ρούχα μέχρι τα βήματα των χορών.
Όμως, στη δεύτερη επιστολή αναφέρεται από τον Giorgio ένα ξεχωριστό πρόσωπο, μία μικρή – δεν είχε κλείσει ακόμα το πρώτο έτος της ζωής της - η οποία έμελλε να διακριθεί με έναν αντισυμβατικό τρόπο και ως γυναίκα και ως ποιήτρια. Όπως περιγράφει ο Giorgio από το τσάι των Χατζηλαζάρου, ο βασιλεύς «είδε την μικρή Χατζηλαζάρου, την οποία είχε βαπτίσει την προηγούμενη χρονιά και ήταν τρυφερός βλέποντας την αθώα αφέλεια με την οποία η μικρή, που δεν έκλεισε ακόμη χρόνο, του κουνούσε μπροστά στο πρόσωπο μία ασημένια κουδουνίστρα. και ο φτωχός Βασιλεύς έπρεπε να δείχνει πολύ ενδιαφέρον για την κουδουνίστρα του μωρού.». Σε αυτήν την μικρή, ο Βασιλεύς – νουνός έδωσε τα ονόματα Μαρία και Λουκία και ο μύθος λέει ότι ή ίδια συλλαβίζοντας το βαπτιστικό της Μαρία, το έκαμε Μάτση. Τα άλλα θα είναι ιστορία και με την Μάτση Χατζηλαζάρου θα είναι και ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας. Μπορώ όμως να επιστρέψω στην εικόνα της επιστολής και να κρατήσω ότι πρωτίστως με ενδιαφέρει: Ένας νεαρός, γόνος μίας μυθικής οικογένειας - των Morpurgo της Θεσσαλονίκης - παρακολουθεί και καταγράφει τις κινήσεις ενός μωρού, κόρης μίας από τις καλύτερες και πλουσιότερες, τότε, οικογένειες - των Χατζηλαζάρου της Θεσσαλονίκης - η οποία κόρη έμελλε να γίνει πολύτιμη ποιήτρια και τολμηρή γυναίκα στην εποχή της, μία εξαιρετική παρουσία η οποία, δικαίως, θεωρείται ότι κινήθηκε στην περιοχή του μύθου, της τέχνης της και του φύλου της.
Είχα προγραμματίσει να δημοσιευτεί στις 26 Οκτωβρίου μία ολόκληρη επιστολή και αποσπάσματα από τις άλλες, όσες καλύπτουν το πρώτο μέρος της αλληλογραφίας του Giorgio προς την Fulvia. Θα δημοσιεύονταν εκατόν ένα χρόνια μετά από την αποστολή της πρώτης – τον Νοέμβριο του 1913. Αυτός ήταν ένας καλός λόγος για να δημοσιευτούν αυτή την ημέρα, η επιστολή της πρώτης επετείου και τα αποσπάσματα των υπολοίπων. Ένας άλλος λόγος – προσωπικός αυτός - ήταν, ότι αποφασίσαμε με την δημοσίευση να ευχηθούμε χρόνια πολλά στον γιο μου, τον Νέστορα, ο οποίος εορτάζει στις 27 Οκτωβρίου.
Όμως, ερευνώντας, διαπιστώσαμε με ικανοποίηση, ότι υπάρχει δίπλα μας ακόμα μία γενιά Morpurgo – νέα γενιά, στη μεγάλη σειρά των Morpurgo της Θεσσαλονίκης. Υπάρχουν και φέρουν τα γνωστά ονόματα της τελευταίας περιόδου της Θεσσαλονίκης, στα οποία προστίθενται και νεότερα, ως αποτέλεσμα των μετακινήσεων και των νέων συνθηκών, οι οποίες προέκυψαν στην ιστορία της οικογένειας. Ανάμεσα στα σημερινά πρόσωπα και ονόματα υπάρχει και το αρχαίο γυναικείο όνομα Άννα – το κύριο όνομα το οποίο είχε και η Morpurgo του 18ου αιώνος, η σύζυγος του Lazarro Allatini.
Ανταλλάξαμε μηνύματα και είχα αρχίσει να ελπίζω ότι δίπλα και μαζί με το όνομα του Νέστορος στην αφιέρωση, θα έγγραφα και το όνομα της I. – F. Morpurgo.
Η επικοινωνία αυτή, εκτός των άλλων, είχε ως αποτέλεσμα να αποφασίσουμε, ότι είναι απαραίτητο να αντιγραφούν οι επιστολές - ή τα αποσπάσματα - προκειμένου να δημοσιευτούν και στην γλώσσα τους, στα ιταλικά. Τότε, θα μείνουν δημοσιευμένες στην γλώσσα, στην οποία τις έγραψε ο G. Morpurgo και θα έχουν ακριβώς το ιδικό του προσωπικό ύφος γραφής. Επιπλέον με αυτόν τον τρόπο θα τις διαβάσουν στη γλώσσα τους – όπως έχουν κάθε δικαίωμα - τα εγγόνια του αποστολέως και της παραληπτρίας, οι σημερινοί Morpurgo. Αυτό όμως σημαίνει ότι χρειάζεται επιπλέον εργασία και, φυσικά, περισσότερος χρόνος.
Τώρα, προδημοσιεύονται οι δύο επετειακές επιστολές – επομένως, τηρείται η χρονική αντιστοιχία της δημοσιεύσεως των επιστολών προς τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται σε αυτές και με την δημοσίευση αυτών, ευχόμαστε χρόνια πολλά στον Νέστορα, στo αρχείο του οποίου άλλωστε ανήκουν όλες οι επιστολές, τα στρατιωτικά δελτάρια και οι φωτογραφίες του ελαχίστου αυτού μέρους, από το αρχείον του G. Morpurgo, Οταν δημοσιευτoύν στο διαδίκτυο οι επιστολές του Giorgio προς την Fulvia των ετών 1913, 1914 και 1915 - το πρώτο μέρος του συνόλου των επιστολών - ελπίζω να υπάρξει και το όνομα της I.-F. M. στην αφιέρωση. Και στη συνέχεια θα ήθελα να προστεθούν και τα ονόματα των άλλων Morpurgo μέχρι το όνομα της Άννας: το όνομα, το οποίον με τις κόρες της οικογενείας πηγαίνει αιώνες πίσω: από Άννα σε Άννα φτάνει μέχρι την πρώτη Άννα, μία από τις πρώτες, τις βαθύτερες ρίζες όλων των Morpurgo της Θεσσαλονίκης: φτάνει πίσω στον 15ο, μπορεί και στον 14ο αιώνα εκεί στη Romans πόλη της Gradisca και προηγουμένως [πριν τους διώξουν] στο Maribor [Marburg], την παλαιότερη γνωστή εστία τους, εκείνη η οποία έδωσε στην οικογένεια και το όνομά της.
Εικόνα 2. Η πρώτη σελίδα της επιστολής, την
οποία έστειλε ο Giorgio στην Fulvia, 12 Νοεμβρίου 1913.
Εικόνα 3. Η έκτη σελίδα της επιστολής, την
οποία έστειλε ο Giorgio στην Fulvia, στις 12 Νοεμβρίου 1914.
......................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................
...................................................................................................................................................................
......................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................
...................................................................................................................................................................
Avevo progettato la pubblicazione della prima lettera,
per intero, e di alcuni brani tratti dalle altre, riguardanti la prima parte
del carteggio di Giorgio a Fulvia, per il giorno 26 ottobre (anno corrente). La
prima lettera fu spedita nel Novembre 1913, centouno anni fa, un buon motivo
per renderle note oggi, insieme con gli estratti provenienti dalle altre che
restano. Un altro motivo, d’aspetto più
personale, fu che con questa pubblicazione, inoltre, vorremo esprimere i nostri
auguri a nostro figlio Nestore, che festeggia il suo onomastico il 27 di
ottobre.
Tuttavia, durante la
ricerca, con grande soddisfazione, ho scoperto che i discendenti della grande
famiglia dei Morpurgo di Salonicco sono arrivati fino ai giorni nostri e
portano gli stessi nomi risalenti all'ultimo periodo, ai quali si sono aggiunti
nomi più recenti, derivanti dai vari trasferimenti e dalle condizioni nuove pervenuti
nel corso della loro storia. Ritroviamo, infatti, l'antico nome femminile Anna,
nome rilevante, appartenuto alla moglie di Lazzaro Allatini, vissuta nel XVIII
sec.
Iniziando uno scambio di messaggi con I.F. Morpurgo,
cominciavo a sperare di poter aggiungere, alla dedica, anche il suo nome
accanto quello di Nestore, (ma sfortunatamente persi i suoi contatti).
In questo nostro scambio di messaggi, decidemmo fosse
meglio non solo tradurre le lettere oppure i brani per poterle pubblicare, ma
di trascriverle nella loro lingua originale, l'italiano, affinché i discendenti
del mittente e della destinataria possano leggerle senza difficoltà (com’è il loro diritto). Cosa
importante di più: loro avrebbero mantenuto la dizione personale di Giorgio. Questo
implicherà un successivo studio e lavoro, quindi sarà necessario più tempo.
Per ora vengono tradotte in greco, innanzi tutto, le due
lettere commemorative, mantenendo così la correlazione cronologica tra la loro
pubblicazione e gli eventi in esse descritti.
A Nestore, quale attuale proprietario di tutto l'archivio
contenente l'epistolario, le cartoline risalenti al servizio militare e le
fotografie appartenute a questa parte minima dalla
raccolta di Giorgio Morpurgo, auguriamo nuovamente buon onomastico!
Spero che, quando verranno edite in rete, le epistole
degli anni 1913, 1914 e 1915 di Giorgio a Fulvia, cioè la prima parte del carteggio,
possa essere inserito nella dedica, anche il nome di I.F. Morpurgo e che magari
possano essere aggiunti anche i nomi di tutti gli altri Morpurgo, fino a
risalire al nome di Anna. Un nome tramandato alle figlie, che ci riporta
indietro nei secoli passati fino a raggiungere la prima Anna, antenata dei
Morpurgo di Salonicco, vissuta nel XV-XIV sec (i.e. alle radici più lontane della famiglia intera),
nell’ambito di Romans città di Gradisca (in odierna provincia di Gorizia) e,
prima ancora di essere espulsi insieme a tutti gli ebrei, nella città di Maribor
(Marburgo), culla più antica conosciuta di questa famiglia, dalla quale prese
il nome.
12 Novembre 1913
Dear friend,
Ho
ritardato un po’ a rispondere per poter descrivere con questa mia due feste che sono venute ad interrompere il corso regolare della
nostra vita. Ma prima di passare a questa descrizione voglio di nuovo ringraziarla per aver
rammentato la data del mio compleanno e per i gentili auguri musicali che mi
inviò.
Sabato scorso 8 novembre compiva un anno che
Salonicco aveva accolto fra le sue mura secolari il vincitore Re Constantino,
allora Diadoco di Grecia. Dopo sei secoli di schiavitù sotto la mezzaluna
l’antica città salutava di nuovo la croce.
Era il giorno di S.
Demetrio, il vecchio Santo Bizantino aveva condotto l’armatta vittoriosa in pace maree sotto
Salonicco ed aveva fatto aprire le sue porte nel giorno stesso consacrato a
lui. Quest’ anno dunque la popolazione volle festeggiare degnamente il fausto
giorno. Una commissione fu creata, della quale fece parte anche mio Padre, per
decidere il programma. Prima si sperò che il Re stesso sarebbe venuto, ma egli
non potè e delegò il Diadoco.
Sabato dunque, mentre
mio Padre con la commissione attendeva il Principe allo scalo per salutarlo a
nome della popolazione di Salonicco, io mi recai direttamente accompagnando due
signore, all’ antica basilica di San Dimitrio che ridotta a moschea durante il Regno Turco è stata ora riconsacrata come chiesa
ortodossa. Un piccolo dettaglio che la divertirà: l’ abito era di rigore per
gli uomini, e mi sembrava estramamente buffo d’indossare questo vestito
prettamente noturno alle 9 della mattina ed in pieno sole. Paese che vai usanze
che trovi! Arrivato nella basilica ottieni un eccellente posto di rimpetto
all’altare. La vecchia chiesa è piena zeppa, nel davanti signore
eleganti, uomini in abito, uniformi decorazioni dietro tutte le gradazioni
sociali della popolazione. Il clero in abiti ricchissimi sta già cantando la messa. Ecco
il cannone che tuona, il Diadoco è sbarcato, dieci minuti, squillano le trombe,
egli entra seguito dalla Commissione, dai suoi Aiutanti, sale sopra un rialzo coperto di porpora, è giovane
quasi un ragazzo, pure la folla saluta con degli evviva frenetici il
rappresentante della casa regnante, il figlio del Re liberatore.
Il Clero intona il
Te Deum. Poscia, Ghennadios Vescovo di
Salonicco, con calde e vibranti parole rammenta al giovane principe le date di
1430-1821-1912, e chiede la benedizione dell’Omnipotente per i vari membri
della casa reale. Il popolo applaude e la vecchia basilica rimbomba ai zito (evviva) clamorosi. Il principe bacia
la mano al Vescovo ed esce, il corteo delle vetture si riforma seguendolo sino
al molo.
Nel
dopopranzo avendo indossato un vestito meno pomposo andai con mia madre al
ricevimento offerto da Salonicco al Diadoco.
Venne
molta gente, e mi diverti a stare nella porta ai locali ad osservare la sfilata
degli invitati, il torrente multicolore affluiva
continuamente verso di me, ora spiccava una toilette più elegante all’ultima
moda di Parigi, ora una tuba che deve aver conosciuto l’alba del secolo decimo nono. La grande sala è già
quasi gremita, i palchi sono pieni di eleganze Salonicchiotte. Il principe
arriva ed è ricevuto sempre dalla solita commissione, la musica suona, si
brinda, la gente ciacola, e poi siccome tutto finisce in questo mondo, se ne va.
Io ceno con mia madre al club da dove ci godiamo l’illuminazione della
passeggiata lungo il mare, ed una grande fiaccolata, alle 10 mio Padre ritorna dal banchetto offerto alla
Prefettura, ancora alcuni fuochi d’ artifizio e si torna a casa, ben stanchi di
una giornata così piena.
Ieri la colonia Italiana
dava un banchetto per festeggiare
il compleanno del nostro Re. Tutta compatta insistette che mio Padre
ci assistesse, ma egli rifiutò per non sedersi alla stessa tavola di quella
bassa persona che purtroppo ha qui sempre la stessa carica. La Colonia allora
volle che ci andassi almeno io ed anzi, che con alcuni altri giovanotti mi occupassi
dell’organizzazione. A questa domanda mio Padre acconsenti per dimostrare alla Colonia che non abbiamo
nulla contro di lei.
Da una settimana
dunque ho girato in commissione con altri due per piazzare biglietti. Tenevamo le nostre sedute
all’ ufficio postale discutendo dei vari provvedimenti da prendersi. Ieri ho
lavorato nella sala, dando un colpo di mano all’addobbo. Tutto era pronto, alle
8 gl’invitati principiarono ad arrivare. Il banchetto fu molto gaio,
molti brindisi, bei discorsi, ma per me purtroppo mancava chi fra tanti
Italiani, e lo posso dire fieramente, aveva il diritto al più alto posto, e che
la calunnia di un anima vile ed invidiosa allontanava da questa riunione
patriottica. Speriamo che la giustizia trionfera! Mi era un certo conforto il
sentire che io ero fra un cerchio di amici, mentre lui, quell’dannato non è né amato
né stimato da alcuno.
Queste sono le due feste
di cui le ho parlato, spero che questa descrizione non l’abbia annoiata troppo
ma che vuole, la cronaca di Salonicco è così povera che ci vorrebbe la penna di
un D’Annunzio per darli un po’ di interesse.
Da qualche settimane abbiamo fra di
noi una Compagnia Greca di operette. Non sono troppo malvagi e ci sono stato
due volte, ho sentito “La principessa dei dollari”, “Sogno di Valzer”; la messa
in scena non é brillante ed i cantanti lasciano da desiderare, ma l’orchestra non è cattiva, così ci sono andato tanto per godermi la musica
sempre fresca di queste operette, ed anche perchè mi rammenta i bei tempi di
Londra ove le ho sentite tutte.
Indubbiamente il mio più
grande divertimento resta la caccia, allora si che mi godo quelle ore passatte
all’ aria, al sole, nei campi, nei boschi, fra roccie e torrenti. Da
quanto le ho scritto, ci sono stato tre volte, la prima con resultato piuttosto
misero, le altre due molto migliori avendo ucciso una volta sette pernici ed
una lepre e l’atra undici pernici. Da quest’ ultima ho
fatto un colpo fortunato uccidendone tre con una cartuccia. Prevedo che lei
sapendo che le storie di cacciatori devono essere sottoposte a cauzione, arrivata a questo
punto sorriderà dicendo che l’amico Morpurgo inventa, e pure le posso dire la
mia parola d’onore che le ho raccontato la verità. Le descriverò più a lungo
alcune partite di caccia, con altra mia, intanto le accludo una fotografιa che un mio amico ha preso di me durante l’ultima
spedizione. É stata presa il primo novembre, osserverà dal mio vestito che qui
fa ancora caldo e che sino al calar del sole ho cacciato in maniche di camicia.
Non ci possiamo da vero lamentare, il tempo è splendido. Ho sviluppato l’ultimo
film di Milano e Trieste sono buone, non ho però ancora avuto il tempo di
stamparle, le manderò al più presto.
Μi sono messo oggi
a leggere “L’Ombra del Passato” fra poco avrò finito i suoi libri e glieli
rimanderò, mi scusi se li tengo tanto tempo.
E per oggi credo che
basti ciacolare, aspettando fra poco sue buone notizie, le stringo fortemente
la mano.
Giorgio Morpurgo
13 Novembre 914
My dear Friend,
non ha bisogno
di scusarsi per la sincera critica e i
miei ingrandimenti, poichè sa benissimo che apprezzo moltissimo la sincerità ed
era naturale che essi non meritassero alcuma lode, gli ho mandati per
curiosità. Le fotografie prese col piccolo apparecchio di Guido sono davvero
meravigliose e le manderò alcune altre
fra poco. Mi raccomando questo film che ha in macchina e continui a dire
impavida la verità, le dirò sempre brava.
Tanto meglio per
loro se avranno un pò di musica, se la goda e pensi qualche volta
che io sono ridotto a non sentire altra musica che quella che si sprigiona
purtroppo quasi continualmente da un negozio di fonografi situato sotto al mio
ufficio. Se sapesse che delizia! Dunque lei s' occupa ora di culinaria? E fa
bene, e vero che non è tutto quello che vi è di più poetico ma non importa può
essere molto utile. Che vuole, non sono un ammiratore della superdonna che non
se ne intende che di metafisica e di zone interastrali, e del resto la conosco
abbastanza bene per non aver da temere che un pò di culinaria soffochi in lei
aspirazioni più alte, faccia dunque la concorrenza a Vatel ed intanto io mi
lecco già le labbra colla speranza di poter un giorno o l' altro assagiare
qualche piatto preparato dalle sue mani ...esperte.
Dunque Trieste
“ciacola” e decreta che lei è fidanzata? e lui è in guerra, speriamo che le palle nemiche siano clementi
e non lo risparmino. Anche Guido è stato preso di mira ultimamente è
tutta la città era piena del
suo fidanzamento con una vaga donzella di cui si faceva anche il nome; povero
diavolo era ben seccato!
Questa volta la mia
cronaca è una cronaca Reale, è qui le vò narrare dei ricevimenti fatti della
nostra città a S. M. Costantino di Grecia. Domenica scorso sicorrera l’
anniversario della presa di Salonicco ed il Re con tre principi era venuto per
festeggiare questa solennità. La mattina si fù un Te Deum in S. Dimitri, ma io
non ci andai, preferì andare a cavallo a vedere passare il corteo Reale ed alle
12 assistetti alla rivista della nostra guarnigione.
Nel dopopranzo il Re
onorò della sua presenza un tè dato in casa Hadji-Lazzaro, nostri buonissimi amici,
ove noi eravamo stati invitati. Venne in piccola uniforme d' ammiraglio e fu
simpaticissimo, parlò con varie signore, prese il tè, giuocò una partita di bridge, vide la
bambina Hadji-Lazzaro che aveva tenuto a
battesimo l’ anno scorso, e fu grazioso vedere l’ innocente incoscienza con la
quale la bambina che non ha ancora un anno, gli scuoteva davanti al viso un
campanello d’ argento, ed il povero Re si dovette mostrare molto interessato
nel campanello della figlioccia. Insomma fu una riunione cordiale e
simpaticissima.
La sera vi fu un
gran ballo alla Prefettura, dissotterrai ad hoc il mio abito e cercai di fare
onore alla famiglia Reale, ma non ci
riesci, benchè si fosse molta gente, molte belle toilette, il brio del pubblico
non mi si communicò, ballai poco e quasi quasi mi annoiai. Ma insomma il colpo
d’ occhio era interessante. Il Re ballò due quadriglie con molto brio. Mi ha
fatto l’ effetτo di un
uomo simpaticissimo, semplice, un vero soldato.
Ed ora Re e famiglia
Reale sono partiti, le belle uniformi ed…il mio abito serbati con la naftalina,
le bandiere, le oriflamme ripiegate, le trombe non squillano che per i ranci e
le sveglie, e ci siamo rituffati nella
solita vita grigia come il celo di oggi che manda quì l’ acqua a catinelle e mi
fa pensare che domani sarà giornata di noia essendo Sabato, e dovrò rinunziare
ad una buona cacciata. Tempo infame, mi lasci alcuno I miei pochi passatempi.
Ho finalmente
trovato l’ anima fedele, qualch’ uno che mi ama e mi apprezza, è “Diana” la mia
brava “Diana” che mi è affezionata in un
modo straordinario, bisogna vederla ritta sulle zampe posteriori passare il
muso fra le sbarre del cancello per leccarmi la mano un ultima volta quando
vado in ufficio, e poi quando mi allontano piange, mugola e si dispera. E
quando torno a casa, è la vera pazza
gioia, salti per aria, corse sfrenate e mille segni d’ allegrezza. Brava
bestiola anche io le voglio bene e siamo un paio di grandi amici.
Ho assistito a due
conferenze, una sulla Francia l’ altra sul Salonicco dale sue origine ai giorni
nostri. Abbastanza interessati mi hanno fatto passare due ore
assai piacevoli.
Non le parlo della
Guerra è un argomento troppo triste quando si pensa a tutte le sofferenze che
essa causa.
Mi stia bene, e
riceva una cordiale stretta di mano da
Giorgio M.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου