Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Μετά τη γενοκτονία/Σοά: Η περίπτωση της αποζημιώσεως της Παρασκευής Σιδηροπούλου, το γένος Σαμουήλ Φλωρεντίν, 1949-1973

Η Άντυ Σαούλ στο Επίμετρο ΙΙ που έγραψε για την αντιστασιακή δράση του πατέρα της Αλμπέρτου Σαούλ κατά τη διάρκεια της κατοχής1, σημείωσε ότι ο Α. Σαούλ μετά τον πόλεμο, εκτός των άλλων, «συμμετείχε … στην επιτροπή που συστήθηκε από την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης [εφεξής Ι.Κ.Θ.] για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Το έτος 1959, μετά την ψήφιση σχετικού νόμου από την γερμανική βουλή το 1953 και την αναθεώρησή του το 1956, είχαν υποβληθεί από την Ι.Κ.Θ. και 1.300 ιδιώτες (από τις 13.000 οικογένειες που υπήρχαν πριν τον πόλεμο) αιτήσεις αποζημιώσεως για απώλεια περιουσίας (χρυσού, τιμαλφών, οικοσκευών και εμπορευμάτων). Ακολούθησε μακρόχρονη δικαστική διαμάχη, η οποία διήρκεσε ως το έτος 1973 και είχε ως αποτέλεσμα την επιδίκαση 14.000.000 μάρκων σε ιδιώτες και 5.000.000 μάρκων στην Ι.Κ.Θ. ως αποζημίωση για την κλοπή περιουσιών που η αξία τους υπολογίζεται σε μισό δισεκατομμύριο μάρκα. Τις διεκδικήσεις των αιτούντων ανέλαβε να υποστηρίξει ο δικηγόρος Αμβούργου Δόκτωρ Γεώργιος Κωνσταντόπουλος (Dr. G.S.Constant)». Επομένως, όταν μερικές μέρες αργότερα από την ανάγνωση του κειμένου της Α. Σαούλ «απέκτησα», από τον χώρο των παλαιοπωλείων, τους δύο φακέλους με τα έγγραφα της Παρασκευής Σιδηροπούλου, (τα οποία έχουν σχέση με την αποζημίωση που διεκδίκησε αυτή από την Γερμανική Κυβέρνηση), γνώριζα ήδη τα ονόματα και τις ιδιότητες δύο τουλάχιστον προσώπων στενά συνδεδεμένων με την υπόθεση των διεκδικήσεων αποζημιώσεως: του δικηγόρου Γεωργίου Κωνσταντοπούλου (G.S.Constant) και του Αλμπέρτου Σαούλ, εντεταλμένου της επιτροπής αποζημιώσεων της Ι.Κ.Θ.

Η Παρ. Σιδηροπούλου διεκδίκησε αποζημίωση ως κληρονόμος του θείου της Ιακώβ Ρούσσο, επιχειρηματία και κατοίκου Λαγκαδά, και της μητέρας της Εστέρ ή Εστερίνας Φλωρεντίν, κατοίκου Θεσσαλονίκης.  Ένας, επί πλέον, ιδιαίτερος λόγος που με ώθησε να παρουσιάσω την περίπτωση Σιδηροπούλου - μία από τις μερικές εκατοντάδες που υπεβλήθησαν μέσω του δικηγόρου G.S.Constant  ενώπιον της Γερμανικής δικαιοσύνης– αποτελεί το γεγονός ότι η οικογένεια Ρούσσο κατοικούσε στο Λαγκαδά, ήταν δηλαδή μέλος μιας μικρής αριθμητικά εβραϊκής κοινότητας για την οποία δεν γνωρίζουμε πολλά στοιχεία μέχρι σήμερα και η οποία αφανίστηκε στη γενοκτονία/Σοά όπως και οι άλλες εβραϊκές οικογένειες της κωμοπόλεως,  όπως αφανίστηκαν, σχεδόν όλες, οι εβραϊκές οικογένειες της Μακεδονίας και της Θράκης.

Η Παρ. Σιδηροπούλου, το γένος Σαμουήλ Φλωρεντίν, ζήτησε και έλαβε από το Δήμο Λαγκαδά και από την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης  πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως στο οποίο παρουσιάζεται η διάρθρωση της μητρικής της οικογένειας - των Ρούσσο – στο πρώτο, και της πατρικής – των Φλωρεντίν – στο δεύτερο έγγραφο.

Σύμφωνα με το Πιστοποιητικό που εκδίδει ο Δήμαρχος Λαγκαδά την 16η Φεβρουαρίου 1971 «προκειμένου να χρησιμοποιηθεί δια Δικαστικήν υπόθεσιν», προκύπτει η διάρθρωση  της οικογένειας του επιχειρηματία Ρούσσο [αναφέρεται ως Ρουσώ], μιας από τις οικογένειες της εβραϊκής κοινότητος Λαγκαδά. Ο Ιακώβ Ρουσώ [=Ρούσσο] του Συμεών, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1879, είναι δημότης Λαγκαδά και ξυλέμπορος στο επάγγελμα. Σύζυγός του η Ρουκέττα Ιακώβ [Ρουσώ] το γένος Ραμπένο Σακκή, γεννημένη το 1890. Τέκνα του ζεύγους είναι ο Μουσιών (1911), η Όλγα (1919) και η Φλώρα (1923). Η γιαγιά Μπονόζα [μήτηρ Ιακώβ] «άνευ [γνωστού] έτους γεννήσεως», [«πρόλαβε»] και απεβίωσε την 23ην Μαρτίου 1942.». 

Από το Πιστοποιητικό της Ι.Κ.Θ. προκύπτει ότι η μητέρα της Παρασκευής, Εστέρ ή Εστρίνα χήρα Σαμουήλ Φλωρεντίν, το γένος Συμών Ρούσσο [γεννηθείσα το 1893], και τα αδέλφια της Παρασκευής, ο Ζάκ ή Ιακώβ [1915], η Ματίλδη [1913] σύζυγος Μωσέ Αλλαλούφ, η Γράσια [1917] και η Λουκία [1919] «συνελήφθησαν …παρά των γερμανικών αρχών …και μεταφέρθησαν εις τα στρατόπεδα του Άουσβιτς – Μπυργκενάου… [εκεί] εθανατώθησαν ομαδικώς εις τους επί τούτω προητοιμασμένους θαλάμους των ασφυξιογόνων.».

Το μόνο μέλος των οικογενειών Ιακώβ Ρούσσο - Εστέρ Φλωρεντίν που επέζησε ήταν η Παρασκευή (πρώην Ραχήλ ή Ζερμαίν) Φλωρεντίν, μετέπειτα σύζυγος Γεωργίου Σιδηροπούλου, η μικρότερη από τα 5 τέκνα της Εστέρ, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη στις 14/5/1922, είκοσι ενός ετών το 1943. Η Παρασκευή Σιδηροπούλου, μετά τη κατοχή, είναι εκ των πραγμάτων κληρονόμος της μητέρας της Εστέρ ή Εστρίνας χήρας Σαμουήλ Φλωρεντίν το γένος Συμών Ρούσσου καθώς και του θείου της (αδελφού της μητέρας της) Ιακώβ Συμεών Ρούσσου, κατοίκου εν ζωή Λαγκαδά και επιτυχημένου επιχειρηματία ξυλείας και υλικών οικοδομής.

Γενικά.

Ο Στέφανος Παπαδόπουλος2, για την περιφέρεια Λαγκαδά, σημειώνει ότι: «….Πριν από την απελευθέρωση αριθμούσε 20.242 Έλληνες, 28.404 Τούρκους και 2.240 σχισματικούς κατοίκους..». Ιδιαιτέρως για την πρωτεύουσα της επαρχίας, για την ίδια την κωμόπολη του Λαγκαδά, αναφέρει ότι αυτή «κατοικούνταν από 1.300 περίπου Έλληνες, 1.000 μουσουλμάνους και λίγους Εβραίους.». Για την ίδια κωμόπολη ο Γεώργιος Χατζηκυριακού3 το 1906 παρουσιάζει τον πληθυσμό της να αποτελείται από 200 οικογένειες Ελλήνων Ορθοδόξων και από 100 περίπου Οθωμανών, χωρίς να αναφέρει παρουσία εβραίων, μονίμων κατοίκων στο Λαγκαδά. Σημειώνει όμως ότι κάθε Τρίτη, οπότε συγκεντρώνονται και συναλλάσσονται στη κωμόπολη κάτοικοι (και αγρότες από την ευρύτερη περιοχή), φθάνουν ενδιαφερόμενοι και από τη Θεσσαλονίκη, ιδίως Ιουδαίοι, … «και συνάπτουσιν εμπορικάς σχέσεις και συναλλαγάς» με τους εντοπίους. Αλλά και ο Νίκος Κοσμάς4 στην ομώνυμη μονογραφία του δεν αναφέρεται στη παρουσία Εβραίων  στο Λαγκαδά. Τους 5.859 κατοίκους του Λαγκαδά, κατά το έτος 1940,  συναριθμεί από τους εντοπίους και τους πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία, Πόντο, Βουλγαρία και Ρωσία. Για τις σχέσεις μεταξύ εντοπίων – προσφύγων θα γράψει: «Οι ντόπιοι είδαν τους πρόσφυγες σαν κατακτητές..και οι πρόσφυγες είδαν τους ντόπιους σαν καθυστερημένους και άξεστους.». Ο πλούτος της περιοχής προέρχονταν από την μεγάλη γεωργική παραγωγή και για την περίπτωση της πρωτεύουσας, επιπροσθέτως, και από την αξιοποίηση των Λουτρών της.

Ακόμη, ο Δαβίδ Σαλτιέλ, πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, το 2003 σε ομιλία του για τους Εβραίους της Κοινότητας Λαγκαδά5, παραθέτει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την Κοινότητα και τα μέλη της. Πρώτα για τον αριθμό των μελών της: «Το 1928 υπήρχαν στο Λαγκαδά 161 Εβραίοι, ενώ το 1940 μόνο 50.» – παρέχει μάλιστα ο ίδιος εξηγήσεις για αυτή την μείωση. Στη συνέχεια  σημειώνει ότι η μικρή Κοινότητα, που οργανώθηκε σταδιακά «το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνος», κατέθεσε αίτηση, στις αρχές του 1890, ώστε να της επιτραπεί η ανέγερση συναγωγής, η κατασκευή της οποίας άρχισε το έτος 1894. Ο πρόεδρος επισημαίνει  τη σχέση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης - «εμπόρων κατά βάσιν λαχανοκηπευτικών προϊόντων, που προμήθευαν την αγορά και την τροφοδοσία της Θεσσαλονίκης» - με τους παραγωγούς της εύφορης περιφέρειας Λαγκαδά. Και υπογραμμίζει ότι «η ενασχόληση των εβραίων με το εμπόριο οπωρολαχανικών ήταν ιδιαίτερα σημαντική.».

Και ο Δ. Σαλτιέλ στην ομιλία  του διασώζει τα ονόματα δύο ραβίνων της Κοινότητας: του Israel Revah, ψάλτου και δασκάλου,  και του Jacov Samouel δασκάλου από τη Θεσσαλονίκη, «ο οποίος εκτελούσε επίσης χρέη ψάλτου στην Συναγωγή οι δε μαθητές του διδάσκονταν μέσα στο οίκημα της Συναγωγής». Η απόφαση των υπευθύνων της Κοινότητας για την κατασκευή αίθουσας σχολείου δίπλα στη συναγωγή φαίνεται ότι τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Τέλος, η Κοινότητα Λαγκαδά «δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά θρησκευτική υπηρεσία για τα μέλη της»: δεν είχε νεκροταφείο και η ταφή έπρεπε να γίνει στη Θεσσαλονίκη, στην οποία ο νεκρός μεταφέρονταν με άμαξα.

Στη ιστοσελίδα της Επαρχίας Λαγκαδά www.Lagadas.net,  στις 16.03.2021, ο κ. Τρύφωνας Τσομπάνης δημοσίευσε ένα απόσπασμα από τις «Αναμνήσεις» του. Απ’ αφορμή το «Λεύκωμα Λουτροπόλεως Λαγκαδά», που εκδόθηκε το 1936, ο Τρ. Τσομπάνης αναφέρεται σε τρεις επιχειρηματίες της πόλεως – χορηγούς της εκδόσεως -  των οποίων οι διαφημίσεις των επιχειρήσεων δημοσιεύονται στην τελευταία σελίδα του λευκώματος. Ένας από αυτούς ήταν ο εβραίος  Βαρούχ Μουσιών. Η διαφήμιση γι’ αυτόν σημειώνει: «Μπαρούχ Μπιντώ Μουσιών. Εκτελεί συγκοινωνίαν μεταφοράς λουομένων εκ της πόλεως Λαγκαδά εις Λουτρά από 35πενταετίας, επιδείξας καθ’ όλον αυτό το διάστημα ζήλον και προθυμίαν». Και ο κ. Τσομπάνης θα προσθέσει τις δικές του πληροφορίες «για τις σαράντα περίπου οικογένειες Εβραίων του Λαγκαδά». Σημειώνει ότι επρόκειτο για ανθρώπους φιλήσυχους και εργατικούς «οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο και τις μεταφορές: Είχαν τα πρώτα TAXI της πόλης μας, αυτά που βλέπουμε σε κάτι παλιές φωτογραφίες των προπολεμικών Λουτρών.». Παρότι επρόκειτο για μία «μικρή» αριθμητικά κοινότητα εν τούτοις συντηρούσε συναγωγή, το έρημο κτήριο της οποίας θυμάται ο συγγραφέας γιατί εκεί, μικρός, μετά τον πόλεμο, έπαιζε με τους συνομηλίκους του. Σύμφωνα μάλιστα με όσα γνωρίζει «η συναγωγή [αυτή] χτίστηκε με χορηγίες Εβραίων του Λαγκαδά που είχαν ξενιτευτεί στη Γαλλία πριν από τον πόλεμο». Η ύπαρξη και λειτουργία της συναγωγής στο Λαγκαδά, σε κάθε περίπτωση, σημαίνει ότι αναφερόμαστε σε μία «δυναμική» εβραϊκή κοινότητα, παρά το μικρό της μέγεθος.

Ένα ενδιαφέρον κείμενο του φιλολόγου Ηλία Δ. Γεωργιάδη με τίτλο Ανθεμούς (Λαγκαδάς) περιέχεται στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον του έτους 1910. Στο κείμενο ο Γεωργιάδης, εκτός των άλλων, παραθέτει στοιχεία για το είδος του σχολείου και τον αριθμό των μαθητών (και μαθητριών), οι οποίοι φοιτούσαν σε αυτό, εκείνων των «ομιλούντων εντός και εκτός της Σχολής  την Ελληνικήν γλώσσαν.». Στη συνέχεια απαριθμεί τα εκπαιδευτήρια των Τούρκων και τον αριθμό των μαθητών για το καθένα από αυτά. Τέλος, για τους Εβραίους της κωμοπόλεως σημειώνει: «Οι Εβραίοι πάλιν έχουσι μίαν συναγωγήν (χάβραν) και εν αρρεναγωγείον – Νεκροταφείον δεν έχουσι διό τους νεκρούς των μεταφέρουσι και θάπτουσιν εις Θεσσαλονίκην6». Ο Ηλίας Γεωργιάδης είχε άμεση γνώση του χώρου και των ανθρώπων του Λαγκαδά καθώς έζησε στη κωμόπολη, πιθανότατα, μάλιστα αυτή  ήταν και ο τόπος της καταγωγής του. Επομένως, οι Εβραίοι διατηρούσαν ένα σχολείο για τους μικρούς  άρρενες της Κοινότητος ενώ, εν τέλει φαίνεται ότι δεν κατέστη δυνατόν να αποκτήσουν ιδιόκτητο - κοινοτικό - σχολικό κτίριο. Επί πλέον, στα παραπάνω, προστίθεται μία ακόμη πληροφορία από το κείμενο του Γεωργιάδη σχετική με την Κοινότητα του Λαγκαδά, καθώς όπως γράφει: «Ως διοικητήριον χρησιμεύει η τριώροφος κιτρίνη οικία χρεωκοπήσαντος τινός εβραίου.».       

Συμπληρωματικά, από τον οδηγό ΓΑΒ-ΓΑΒ της Βορείου Ελλάδος7, έκδοση 1939, έχουμε τα παρακάτω ονοματεπώνυμα εβραίων εμπόρων (ή επιχειρηματιών) οι οποίοι έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν στη πόλη του Λαγκαδά έως το τέλος της δεκαετίας του ’30. Οι συνέταιροι Σαλέμ και Σκάπα είχαν  δερματοπωλείο, ο Ιακ. Πέσσο είχε το πρατήριο της εταιρίας σιγαρέττων «Καραβασίλη» και ο Χ. Καράσο της εταιρίας «Ματσάγγου». Παντοπωλεία είχαν οι Χανός Καράσσο και Ιακώβ Πέσσο ενώ κατάστημα με Υφάσματα – Νεωτερισμούς ο Γιακό Σαλέμ και με Ψιλικά – Νεωτερισμούς ο Ραμπ. Χασόν. Τέλος, οι Ιακώβ Ρούσου [Ρούσσο] και Υιός, που μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, σημειώνεται ότι διέθεταν «Ξυλεία και Οικοδομήσιμη ύλη». Ο πληθυσμός της πόλεως του Λαγκαδά, αυτή τη περίοδο, ήταν 5.677 κάτοικοι και ο συνολικός πληθυσμός της ομώνυμης Επαρχίας, αποτελουμένης από 109 χωριά και συνοικισμούς, ανέρχονταν συνολικά σε 42.276 κατοίκους.


Εικόνα 1. Απόδειξις του εβραίου εμπόρου Ιακώβ Πέσσο για πράξη αγοράς στην οποία συμμετείχε κατά την διάρκεια της Κατοχής, 5 Αυγούστου 1942. Στο αρχείο μας υπάρχει και  δεύτερη Απόδειξη [μεταξύ των ιδίων] ποσού 47.110 δραχμών  της 20 Αυγούστου 1942, η οποία αναφέρεται στην αποπληρωμή 810 οκάδων φακής «αγορασθέντων … εν τη περιφερεία Λαγκαδά»

Στο Λαγκαδά κατοικούσε και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά η οικογένεια Συμεών Ρούσσο και στη  συνέχεια αυτή του Ιακώβ Ρούσσο, υιού του Συμεών.

Τα δύο πρώτα έγγραφα των φακέλων της Παρ. Σιδηροπούλου είναι οι υπ’ αριθ. 2129 και 2218 αποφάσεις του Δικαστηρίου Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, των ετών 1949 και 1950 αντιστοίχως.  Με την πρώτη από αυτές η εκκαλούσα Π. Σιδηροπούλου στρέφεται κατά του Ισραηλίτη Σ. Σ. κατοίκου Θεσσαλονίκης και αιτείται να βεβαιωθεί δικαστικώς, ότι ο εκ μητρός θείος της Ιακώβ Ρούσσο και τα τέκνα του Φλώρα και Μωΰς, κάτοικοι εν ζωή Λαγκαδά, «συναπεβίωσαν εν Μπιρκενάου της Πολωνίας την 10ην Μαΐου 1943 και ότι πλησιεστέρα συγγενής κατά τον χρόνον του θανάτου [των ανωτέρω]…ετύγχανε αυτή». Το Δικαστήριο αναγνωρίζει την αίτησή της και κατά τα δύο μέρη. Και με την δεύτερη απόφαση το Δικαστήριον  «δέχεται εν μέρει την κρινομένην αίτησιν» – βεβαιώνεται δηλαδή ότι οι Ιακώβ, Φλώρα και Μωΰς Ρούσσο «απεβίωσαν» το έτος 1943 στο Μπίρκενάου της Πολωνίας σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρος, ενώ από την ίδια κατάθεση «δεν εβεβαιώθη ο μην και η ημέρα του θανάτου τούτων…». Το «εν μέρει» της αποφάσεως συνάπτεται μόνον με την αδυναμία καθορισμού της ακριβούς ημερομηνίας της δολοφονίας των αναφερομένων Εβραίων συγγενών της Παρ. Σιδηροπούλου.

Στη συνέχεια, τον Ιανουάριο του 1951, δύο νέοι Ισραηλίτες Θεσσαλονικείς ο Νισίμ Λιάου Νισίμ  και ο Σιμών Σολομώντος Πιτσών βεβαιώνουν ενόρκως περί των στοιχείων της ταυτότητας της Παρασκευής [Βούλας] Σιδηροπούλου και βεβαιώνουν, επίσης, ότι αυτή τυγχάνει μόνη κληρονόμος του θείου της Ιακώβ Ρούσσο.

Εικόνα 2. Διαφημιστική κάρτα του Ιακώβ Σ. Ρούσσο: Αποθήκη οικοδομησίμου ξυλείας, Λαγκαδάς.


Από τη σειρά των εγγράφων - αντίγραφα – τα οποία συγκέντρωσε η Παρ. Σιδηροπούλου, σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση της μητρικής της οικογενείας στο Λαγκαδά, προκύπτει ότι: Ο Γιακώβ Συμεών Ρούσσο αγόρασε από τον Αλέξανδρο Βοσνακίδη στις 17 Ιανουαρίου 1940 «το ήμισυ μαγαζείου χρησιμοποιουμένου ως ξυλαποθήκη, κειμένου εντός της κωμοπόλεως Λαγκαδά επί της οδού Λουτρών - 4ης Αυγούστου». Σύμφωνα με την περιγραφή στο Πωλητήριο, το κτήριο, συνορεύει σε ένα μέρος του  «με μαγαζείον Ρικέτας Ιωσήφ Σαλέμ» - έτσι, με την τελευταία αυτή  φράση, σώζεται το όνομα ενός ακόμη μέλους της μικρής κοινότητας και μάλιστα αυτό μιας γυναίκας. Και μερικές ημέρες αργότερα ο Ιακώβ αγοράζει, από τον Δημ. Νάνο, «το ήμισυ ενός μαγαζείου» - το άλλο μισό κτήριο, αυτού που είχε αγοράσει προηγουμένως από τον Α. Βοσνακίδη. Μία δεκαετία ενωρίτερα, στις 15 Ιουλίου 1930 η Εστερίνα Φλωρεντίν, ήδη χήρα, πωλεί τα μερίδια της στο Λαγκαδά, από μία διώροφο οικία και μία αποθήκη, στον αδελφό της Ιακώβ Ρούσσο. Η διώροφος οικία συνορεύει, εκτός των άλλων, με την οικία της Αλβούς Σαμουέλ Φλωρεντίν και την Συναγωγή της Κοινότητος. Επομένως, προστίθεται ένα ακόμη όνομα – ένα ακόμα πρόσωπο γυναίκας από την Κοινότητα, και επί πλέον, καταγράφεται η πληροφορία, ότι από τότε, τουλάχιστον, υπήρχε η Κοινοτική Συναγωγή. Αλλά και στη δεκαετία του 20 οι Ρούσσο πωλούν έναν αγρό (1922) και ένα Πανδοχείο (1925), τα οποία προφανώς είχαν κληρονομήσει από τον σύζυγο και πατέρα Συμεών Ρούσσο.

Με την ένορκη βεβαίωση υπ’ αριθ. 6988, στις 18.2.1971, δύο μονίμων κατοίκων του Λαγκαδά διευκρινίζεται η οικονομική και κοινωνική κατάσταση του Σιμών Ρούσσο, παππού της Παρ. Σιδηροπούλου. Ο Σιμών, μέχρι του έτους 1919, υπήρξε κατά κύριον λόγο ξυλέμπορος  αλλά παραλλήλως είχε δραστηριοποιηθεί και σε μία σειρά άλλων επιχειρήσεων, όπως ήταν η εκμετάλλευση των Λουτρών και η είσπραξη [του φόρου] της δεκάτης στη περιοχή. Η συμμετοχή του Σιμών Ρούσσο στη λειτουργία (και εκμετάλλευση) της επιχειρήσεως των Λουτρών, αναδεικνύει την υψηλή θέση την οποία κατείχε στην κοινωνική και οικονομική ζωή της κωμοπόλεως του Λαγκαδά. Με τον τρόπο που καταλαβαίνουν καλύτερα οι δύο Λαγκαδινοί μάρτυρες της ενόρκου βεβαιώσεως, θα τον αποκαλέσουν «πρώτο νοικοκύρη» και θα ορίσουν την θέση του στην κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας της κωμοπόλεως. Αυτόν, μετά τον θάνατό του (το έτος 1919), διαδέχθηκαν στις οικογενειακές επιχειρήσεις τα τέκνα του, Εστερίνα και Ιακώβ Ρούσσο.

Την επαγγελματική (και κοινωνική) κατάσταση του Σιμών Ρούσσο πιστοποιεί ο Δήμαρχος Λαγκαδά στις 30-7-1971 σημειώνοντας ότι, σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις τριών μαρτύρων, ο Σ. Ρούσσο ήταν ξυλέμπορος «ασχολούμενος και με άλλας επιχειρήσεις, και εν γένει ετύγχανε εις εκ των ευποροτέρων κατοίκων του Λαγκαδά με αρκετήν ακίνητον περιουσίαν εις διαφόρους θέσεις της κτηματικής περιφερείας Λαγκαδά». Μετά τον θάνατό του την επιχείρηση συνέχισαν τα τέκνα του Εστερίνα και Ιακώβ «αποτελούντα αφανή εμπορική εταιρίαν». Την επιχείρηση αυτή, μία από τις μεγαλύτερες στο Λαγκαδά, «αποτελουμένη από ιδιοκτήτους αποθήκας πλήρεις εμπορευμάτων ξυλείας και άλλων σχετικών ειδών οικοδομησίμων» ο Δήμαρχος, εξ ιδίας αντιλήψεως αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων, πιστοποιεί ότι «τους μήνας Απρίλιον και Μάιον του 1943 «εξεκένωσαν οι Γερμανοί παραλαμβάνοντες το περιεχόμενον των [αποθηκών] με προορισμόν μεταφοράς των δια των ΣΕΚ εις Γερμανίαν.».                                             

Από την πλευρά της, η Οικονομική Εφορία Λαγκαδά στις 23-2-1971 εκδίδει έγγραφο με το οποίον πιστοποιείται ότι ο Ιακώβ Ρούσσο «εφέρετο εγγεγραμμένος εις τους Φορολογικούς Καταλόγους Φορολογίας Επιτηδεύματος από του έτους 1926, ως ασκών το επάγγελμα του Ξυλεμπόρου, καταταγείς εις την 7ην τάξιν.».

Και το Αστυνομικόν Τμήμα Λαγκαδά την 1η Απριλίου 1972 παρέχει στη Παρ. Σιδηροπούλου βεβαίωση, στην οποία φαίνεται ότι ο «Ρούσσο(ς) Ιακώβ του Σιμόν…διετήρει …αποθήκη οικοδομησίμου ξυλείας, ην ξυλείαν αφήρπασαν περί τους μήνας Απρίλιον και Μάϊον του έτους 1943 αι Γερμανικαί Υπηρεσίαι Ασφαλείας.».

Αθροιστικώς, οι μάρτυρες κάτοικοι Λαγκαδά καθώς και οι αρμόδιες υπηρεσίες της κωμοπόλεως περιγράφουν με σαφήνεια την οικονομική κατάσταση του Ιακώβ Ρούσσο κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και έως τις μέρες του Μαρτίου 1943, όταν, βιαίως, οι εβραίοι του Λαγκαδά αποσπάστηκαν  από τις εστίες τους, μεταφέρθηκαν  και κλείστηκαν στη περιοχή βαρώνου Χιρς της Θεσσαλονίκης μέχρι να στοιβαχθούν στο συρμό των πρώτων τραίνων που αναχώρησαν από το Σταθμό με προορισμό – όπως διέδιδαν -  την Κρακοβία, το Άουσβιτς, δηλαδή, στη πραγματικότητα.

Τα εμπορεύματα των αποθηκών τα οποία ανήκαν στους αδελφούς Ρούσσο, σύμφωνα με μαρτυρίες και καταθέσεις μαρτύρων, αφαίρεσαν από τις αποθήκες οι Γερμανοί και τα μετέφεραν σιδηροδρομικώς στη Γερμανία. Σύμφωνα με την ένορκο βεβαίωση αριθμός 6989 της 18ης Φεβρουαρίου 1971 οι μάρτυρες, κάτοικοι Λαγκαδά, βεβαιώνουν ότι είδαν «ιδίοις όμμασιν» τους Γερμανούς να αδειάζουν τις αποθήκες των Ρούσσο στο Λαγκαδά και σύμφωνα με την ένορκο βεβαίωση αριθμός 12344, ο μάρτυρας, Ιωάννης Ιωαννίδης υπάλληλος των ΣΕΚ στο Σταθμό Θεσσαλονίκης, διαπίστωσε τη μεταφόρτωση της ξυλείας αυτής από φορτηγά αυτοκίνητα στα «σιδηροδρομικά βαγόνια αμαξοστοιχίας εξωτερικού.»

Όσον αφορά τον πατέρα της Παρασκευής, μεταξύ των εγγράφων υπάρχει και «Πιστοποιητικόν» του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης» της 19/2/1971, στο οποίον αναφέρεται ότι  ο Σαμουήλ Φλωρεντίν, ασχολούμενος με το εμπόριο κατεργασμένων δερμάτων, υπήρξε  μέλος του Επιμελητηρίου με χρονολογία εγγραφής 18.9.1934, έτος ιδρύσεως της επιχειρήσεως το 1900, «διαγραφείς κατόπιν της από 25.2.1943 διαταγής των τότε Αρχών κατοχής», όπως, με την ίδια διαταγή, άλλωστε, είχαν διαγραφεί και όλα τα μέλη, όσοι ήταν Ισραηλίτες, χωρίς να υπάρξει καμία αντίδραση εκ μέρους του Επιμελητηρίου.


Εικόνα 4. Εβραίοι του Λαγκαδά περνούν μέσα από την πόλη προς το γκέττο /πηγή: Ερυθρός Σταυρός.


Δύο φίλες της οικογένειας Φλωρεντίν, η Όλγα σύζυγος Κωνσταντίνου Πεσεξίδου … «γεννηθείσα εν Βεροία» … και η Μαρία σύζυγος Θεοδώρου Ξυμιτίδου … «γεννηθείσα εν Νοβοροσίσκυ Ρωσσίας»…γνωρίζουν και ενόρκως βεβαιώνουν ότι όλα όσα καταγράφει η Παρασκευή Σιδηροπούλου, στις 26 Αυγούστου 1964, στην ένορκη βεβαίωση με αριθμό 27.491, ανήκαν στην μητέρα της Εστερίνα Φλωρεντίν, την οποία συνέλαβαν οι Γερμανοί Ναζί, μαζί με τα άλλα τέκνα της, και στη συνέχεια τους μετέφεραν και τους δολοφόνησαν στο Άουσβιτς.

Ο κατάλογος που συνέταξε η Παρ. Σιδηροπούλου αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονται τα αντικείμενα τα οποία οι Γερμανοί αφαίρεσαν από το σπίτι της οικογένειας της Εστερίνας, χήρας Σαμουήλ Φλωρεντίν στην οδό Σωκράτους 30 στη Θεσσαλονίκη, και στο δεύτερο μέρος καταγράφεται η αρπαγή ξυλείας που συνέβη στο Λαγκαδά, στις αποθήκες της επιχειρήσεως των αδελφών Εστερίνας και Ιακώβ Ρούσσο.

Όπως φαίνεται τα υπάρχοντα της οικίας Φλωρεντίν συναθροίζονται από τα κοσμήματα - σερβίτσια, τα έπιπλα και, τέλος, όλα  τα άλλα αντικείμενα της οικίας. Είναι βέβαιον ότι η συγκεκριμένη καταγραφή παρέχει ταυτοχρόνως και την δυνατότητα συνεκτιμήσεως του συνόλου των πραγμάτων τα οποία περιελάμβανε η συγκεκριμένη κατοικία καθώς, (η καταγραφή) αυτή καθορίζει και την ποιότητα και την ποσότητα  όσων δεν ήταν δυνατό να περιγραφούν, παρότι αυτά – ένα πλήθος αντικειμένων - υπήρξαν και λεηλατήθηκαν, αμέσως, μόλις οι άνθρωποι εδιώχθησαν από τους χώρους τους.  Σύμφωνα λοιπόν με την ένορκη βεβαίωση αριθμός 27.491 της 26 Αυγούστου 1964 οι δύο γυναίκες μάρτυρες, φίλες της Εστερίνας, γνωρίζουν και δηλώνουν τα παρακάτω:

«αληθές είναι ότι η ….Εστερίνα χήρα Σαμουήλ Φλωρεντίν …είχε τα εξής αντικείμενα, άπερ της αφήρεσαν οι Γερμανοί Ναζί κατά τον Απρίλιον του έτους 1943, κατά τους φυλετικούς διωγμούς των Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης.1) Εκ της επί της οδού Σωκράτους αριθμ.30 οικίας διηρπάγησαν τα εξής: 4 περσικοί τάπητες 3Χ3 μέτρα δραχμών 44.000, 1 περσικός τοίχου 3Χ2 δραχμαί 5.000. Σύνολον δραχμαί τεσσαράκοντα εννέα χιλιάδες (49.000).

[κοσμήματα]. 1 ωρολόγιον γυναικείον από πλατίνα με διαμάντια δραχμαί 95.000, 3 δακτυλίδια με μπριγιάν δραχμαί 60.000, 2 δακτυλίδια με διαμάντια δραχμαί 6.000, 1 ωρολόγιον με χρυσή καδένα δραχμαί 3.000, 3 μπριγιάν 4 καρατίων σε μέγεθος λεπτοκαρύου δραχμαί 45.000, 1 περιδέραιον με 5 διαμάντια και ρουμπίνια δραχμαί 10.000, 1 ωρολόγιον χρυσό με μακρυά καδένα δραχμαί 5.000, 3 βραχιόλια δραχμαί 15.000, 2 ζεύγη σκουλαρίκια με 8 διαμάντια έκαστον, δραχμαί 10.000, [μία] 1 κοσμηματοθήκη ασημένια χρυσοκαπνισμένη δραχμαί 7.500, 1 καρφίτσα με διαμάντια δραχμαί 4.000, 1 βραχιόλι χρυσό δρχ. 3.500.

[σερβίτσια] 1 σερβίτσιο φαγητού πλήρες με 76 τεμάχια δρχ. 27.000, 1 δίσκος ασημένιος δρχ. 2.000. Συνολική αξία [σερβίτσια και κοσμήματα] δραχμαί τριακόσιες χιλιάδες (300.000).

[Έπιπλα κλπ.]. Μία τραπεζαρία καρυδιάς, ήτοι μπουφές, τραπέζι, 6 καθίσματα, βιτρίνα, συνολικής αξίας δραχμαί 15.000, 1 σερβίτσιο κεράσματος κρυστάλλινο 60 ποτήρια διάφορα, 3 καράφες δρχ. 10.000, 1 σερβίτσιο φαγητού 120 τεμαχίων δρχ. 15.000, 3 πίνακες ζωγραφικής έκαστος 3.000 σύνολον 9.000 δρχ., 2 πολύφωτα κρυστάλλινα δρχ. 9.000, 1 πλήρες σαλόνι βελούδινο καρυδιάς, ήτοι 6 πολυθρόνες, καναπές, 3 τραπέζια, δρχ.15.000, 1 καθρέπτης Βιεννέζικος δρχ. 2.000 κ.λ.π. Συνολικής αξίας δρχ. 78.000 (εβδομήντα οκτώ χιλιάδων).

3 πλήρεις κρεββατοκάμαρες 4 κλίναι εκ καρυδιάς με τα στρώματα και κλινοσκεπάσματα αρίστης ποιότητος, 2 ντουλάπες τετράφυλλες, 4 κομοδίνα, 2 σιφονιέρες αξίας 41.000, 2 πλήρεις προίκες ανυπάνδρων κοριτσιών της, <αποτελούμενες εξ εσωρούχων, κουβερτών, σενδονίων, χειροτεχνημάτων αρίστης ποιότητος και εκ δύο περσικών χαλιών διαστάσεων 2Χ3 ήτοι συνολικώς αξίας δραχμών διακοσίων χιλιάδων> προς 100.000 δρχ 200.000 ήτοι δραχμαί διακόσιαι τεσσαράκοντα μία χιλιάδες (241.000).

 [αντικείμενα]. 2 ραπτομηχαναί Σίγγερ του ποδιού δρχ. 12.000, 1 ραδιόφωνον PHILIPS 3.000 δρχ., 1 ωρολόγιον τοίχου <μάρκας Ω> 2.000 δρχ., 3 σόμπες <τύπου Σαλαμάνδρας> δρχ. 7.000, 1 ντιβάνι καρυδιάς 2.000 δρχ., 1 μπουφές, 1 τραπέζι, 6 καθίσματα 4.000 δρχ., 2 βάζα κρυστάλλινα 2.000 δρχ., ήτοι σύνολον δραχμαί τριάκοντα δύο χιλιάδες (32.000).

2) Εκ του επί της οδού Λουτρών εν Λαγκαδά καταστήματός της διηρπάγησαν τα εξής: 2 αποθήκες με ξυλεία οικοδομής 13.000 κυβικά προς 2.200 το κυβικό, ήτοι δρχ. 2.800.000 *< 28.600.000>, σύνολον τρία εκατομμύρια πεντακόσιαι χιλιάδες δραχμαί (3.500.000) <Ήτοι διηρπάγησαν υπό των Ναζί περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας (29.151.000)  είκοσι εννέα εκατομμύρια εκατόν πεντήκοντα μιας χιλιάδων, ήτοι δολαρίων Η.Π.Α. 971.700>, ήτοι δολλάρια εκατόν δέκα επτά χιλιάδες τριακόσια τριάντα τρία (117.333). Τα ανωτέρω πράγματα της αποβιωσάσης μητρός μου, καθ’ ά επληροφορήθην, τα εφόρτωσαν μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία ομοφύλων μας και τα απέστειλαν σιδηροδρομικώς εις Γερμανίαν. […]

Στην παραπάνω βεβαίωση της 26/8/1964 παρεισέφρησε ένα πολύ σοβαρό λάθος στον υπολογισμό της αξίας της ξυλείας των αποθηκών στο Λαγκαδά, το οποίον επεσήμανε ο δικηγόρος G.S. Constant  και εζήτησε να διορθωθεί, με επιστολή του προς την Παρ. Σιδηροπούλου. Προς τούτο στις 17 Φεβρουαρίου 1971, εκδόθηκε «Συμπληρωματική και διορθωτική ένορκος βεβαίωσις» με αριθμό 12.319 στην οποία υπολογίζεται η πραγματική αξία της ξυλείας στο ύψος των 28.600.000 δραχμών και, επομένως, η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων όλων όσα λεηλάτησαν οι Ναζί ανέρχεται στα 29.151.000 δραχμές. Και αυτή τη βεβαίωση υπογράφουν οι δύο γυναίκες, φίλες της οικογένειας, που υπέγραψαν και την προηγούμενη, ενώ παραμένει  ίδια η καταγραφή των άλλων λεηλατηθέντων  περιουσιακών στοιχείων καθώς και η εκτίμησή τους σε δραχμές. Μικρές προσθήκες/τροποποιήσεις μόνον παρατηρούνται στη δεύτερη βεβαίωση προκειμένου, ίσως, να υποστηρίξουν καλλίτερα όσα περιγράφονται σε αυτή. Στη πρώτη βεβαίωση, δηλαδή, αναφέρονται «2 πλήρεις προίκες ανυπάνδρων κοριτσιών της [Εστερίνας] προς 100.000 δρχ 200.000» και στη δεύτερη «Δύο πλήρεις προίκες ανυπάνδρων κοριτσιών αποτελούμεναι εξ εσωρούχων κουβερτών, σενδονίων, χειροτεχνημάτων αρίστης ποιότητος και εκ δύο περσικών χαλιών διαστάσεων 2Χ3 ήτοι συνολικής αξίας δραχμών χιλιάδων(200.000)».

Εδώ δημοσιεύεται η πρώτη  Ένορκος βεβαίωσις με αριθμό 24.491 και εντός των στοιχείων <> προστίθενται οι αλλαγές/προσθήκες τις οποίες επιφέρει η μεταγενέστερη Συμπληρωματική και διορθωτική Ένορκος βεβαίωσις, αυτή με τον αριθμό  12.319 και ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1971.

Ακολουθεί, στις 12 Αυγούστου 1971, ακόμη μία «Έκθεσις Ενόρκου Βεβαιώσεως» με αριθμό 45934 στην οποία παραλείπονται τα κοσμήματα καθώς είχε προηγηθεί στις 8.12.70 απόφαση του Δικαστηρίου Βερολίνου με την οποία επιδικάστηκε ποσόν 10.000 μάρκων ως αποζημίωση υπέρ της Παρ. Σιδηροπούλου. Τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου [8 Δεκ. 1970] καθώς και την συνολική εξέλιξη της διαδικασίας αποζημιώσεώς της διατυπώνει ο G.S. Constant με επιστολή του προς την Παρ. Σιδηροπούλου στις 5.2.71. Σύμφωνα με αυτήν, το αρμόδιο δικαστήριο του Βερολίνου, στις 8.12.1970, επεδίκασε ποσό 10.000 μάρκων στην Παρ. Σιδηροπούλου ως αποζημίωση για τα τιμαλφή τα οποία αφαιρέθησαν κατά την λεηλασία της πατρικής οικίας της, παρότι, όπως σημειώνεται στην απόφαση, «δεν προσκομίστηκαν τα πιστοποιητικά μεταφοράς που απαιτεί η παράγραφος 5 του γερμανικού νόμου περί αποζημιώσεως.». Το ίδιο δικαστήριο απέρριψε το μέρος της αιτήσεως της Σιδηροπούλου περί αποζημιώσεως της οικοσκευής της πατρικής οικίας της, αλλά και της ξυλείας από τις αποθήκες των Ρούσσο στο Λαγκαδά, «καθώς  δεν μπορεί να υπάρξει τεκμηρίωση των αξιώσεων της,  βάσει της παραγράφου 5 του γερμανικού περί αποζημιώσεων νόμου, εφ’ όσον δεν αποδεικνύεται ότι μετά την αφαίρεση των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του τότε Γερμανικού Ράϊχ αυτά είχαν μεταφερθεί στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας…».

25 έτη μετά από το τέλος του πολέμου και 28 από το έτος της λεηλασίας που συντελέστηκε, το δικαστήριο Βερολίνου δέχεται να αποζημιώσει μικρό  μέρος της συνολικής απαιτήσεως, αυτό που ανταποκρίνεται μόνο στα τιμαλφή. Ο G.S. Constant προσφεύγει εις το Πρωτοδικείον Βερολίνου εναντίον της απορριπτικής αποφάσεως, ενώ με την επιστολή του ζητεί από την Παρ. Σιδηροπούλου να του αποστείλει τα δικαιολογητικά έγγραφα εκείνα, τα οποία θα αποδεικνύουν τη δυνατότητα της μητέρας της να κατέχει την οικοσκευή και τα εμπορεύματα που περιγράφονται στην αίτηση, και θα αποδεικνύουν επίσης ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία –οικοσκευή και εμπορεύματα – μεταφέρθηκαν από τη Θεσσαλονίκη στη περιοχή της  Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας, εντός του χώρου δηλαδή που ισχύει ο νόμος περί αποζημιώσεων. Είναι προφανές ότι οι μάρτυρες, οι οποίοι βεβαιώνουν ενόρκως την ύπαρξη των στοιχείων της οικοσκευής ή την ποσότητα της ξυλείας των αποθηκών στον Λαγκαδά, ήταν δύσκολο να έχουν ακριβή εικόνα των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων και της αξίας τους, γι’ αυτό ο δικηγόρος ζητεί από την Παρ. Σιδηροπούλου έγγραφα δημοσίων υπηρεσιών στα οποία να περιγράφεται η περιουσία των οικογενειών Ι. Ρούσσο και Ε. Φλωρεντίν καθώς και η διαδρομή της κάθε μίας κατά την διάρκεια της κατοχής. Επί πλέον ο G.S. Constant σημειώνει τα αντικείμενα εκείνα, (αντίκες, χαλιά, έργα τέχνης, πίνακες ζωγραφικής), τα οποία εκτιμούνται περισσότερο, αξιολογούνται καλλίτερα ενώπιον του δικαστηρίου και, επομένως, η παρουσία τους στην καταγραφή δύναται να προσδιορίσει μία οικοσκευή ως «πολυτελή». Παρ’ όλα αυτά η Παρ. Σιδηροπούλου δεν θα αλλάξει τον κατάλογο των αντικειμένων της πατρικής οικοσκευής και δεν θα συμπεριλάβει σε αυτόν περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα δικαιολογούσαν, κατά το είδος τους, τον όρο «πολυτελής οικοσκευή» και με την επί μέρους αξία τους θα καθόριζαν ευκολότερα το ύψος της συνολικής τιμής εκτιμήσεως, την οποία προσδιόρισε η αιτούσα. Φαίνεται δηλαδή, ότι η Σιδηροπούλου προσπαθεί να αποζημιωθεί για όσα, πραγματικά, περιουσιακά στοιχεία απώλεσε η οικογένειά της ή καλλίτερα με το μέρος εκείνο της απαιτήσεώς της, το οποίον αποφασίζουν τα γερμανικά δικαστήρια να αναγνωρίσουν και να της αποδώσουν, ως υποχρέωση προς αυτήν της γερμανικής κυβερνήσεως.  Ήδη για τα κοσμήματα, των οποίων την αξία, η ίδια, είχε εκτιμήσει στο ποσόν των 300.000 δραχμών, το δικαστήριο της επεδίκασε 10.000 μάρκα, δηλαδή περίπου 80.000 δραχμές. Άλλωστε στην αίτησή της διαπράττει ένα τέτοιο λάθος στην εκτίμηση της αξίας της ξυλείας των αποθηκών του Λαγκαδά, το οποίον κανείς, από εκείνους οι οποίοι θα προσπαθούσαν να επιτύχουν υψηλότερη τιμή από αυτήν που δικαιούνταν ως αποζημίωση, δεν θα είχε διαπράξει.

Είναι γεγονός ότι δεν υπήρχε βέβαια οιαδήποτε δυνατότητα της αιτούσης να συγκεντρώσει έγγραφα στοιχεία από τις ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη της οικογενειακής  οικοσκευής και την αξία της, αλλά και την αξία των οικοδομησίμων υλικών της επιχειρήσεως, καθώς επρόκειτο για μία επιδρομή και λεηλασία των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, η οποία συνέβη και στους δύο χώρους: στην πατρική οικία των Φλωρεντίν στη Θεσσαλονίκη  και στις αποθήκες της επιχειρήσεως των Ρούσσο στον Λαγκαδά. Και δεν κατέγραψαν βεβαίως τη λεία πού απεκόμισαν από τους χώρους αυτούς οι Γερμανοί ή οι συνεργάτες τους, οι οποίοι στη συνέχεια επωφελήθηκαν από την κατοχή και την εκμετάλλευση των εβραϊκών περιουσιών.

Ακόμη και η επιμονή του δικηγόρου G.S. Constant να επιζητεί έγκυρα δημόσια έγγραφα, αντί Ενόρκων βεβαιώσεων τις οποίες υπογράφουν ιδιώτες, γνωστοί της αιτούσης/των αιτούντων, (και ως εκ τούτου οι Ένορκες βεβαιώσεις αυτές έχουν περιορισμένη αποδεικτική αξία ενώπιον του δικαστηρίου),  μοιάζει σαν να μην έχει, μετά τόσα έτη, ακόμη και αυτός συνειδητοποιήσει ακριβώς είτε τον τρόπο με τον οποίον συγκεντρώθηκαν οι Εβραίοι είτε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα καταστήματα και οι οικίες των, αμέσως μετά την εκτόπιση των νομίμων  ιδιοκτητών, περιήλθαν στα χέρια αλλοτρίων  προσώπων.

Τέλος, αξίζει να παρατηρήσει κανείς την αναφορά του δικηγόρου G.S. Constant στον «Δρ. Μέρτεν», την κατάθεση του οποίου περί μεταφοράς «πολυτίμων οικοσκευών και μεγάλων αποθηκών εμπορευμάτων από τη Θεσσαλονίκη στη Δ. Γερμανία»,  θα αξιοποιήσει, προκειμένου να υποστηρίξει και την αίτηση της Παρ. Σιδηροπούλου  ενώπιον του γερμανικού δικαστηρίου.

Στη συνέχεια δημοσιεύεται σχεδόν πλήρης η επιστολή του δικηγόρου, της 5.2.71, λόγω της σπουδαιότητας την οποία έχει για το θέμα μας. 


15. G.S. Constant, Hamburg, 5.2.71

Θέμα: Αίτησις Νο 569

1) Επί της διαδικασίας 569 αφορώσαν τα τιμαλφή, αποστέλλομεν υμίν εσωκλείστως απόφασιν των WGA Βερολίνου από 8.12.70 δια το ποσόν των 10.000 μάρκων […]

2) Επί της διαδικασίας 569Α και 569Β αφορώσαν τα εμπορεύματα και την πολύτιμον οικοσκευήν, αποστέλλομεν υμίν απορριπτικήν απόφασιν του Βερολίνου από 8.12.1970. Εναντίον της αποφάσεως αυτής προσέφυγον εις το Πρωτοδικείον Βερολίνου την 17.12.70. Επειδή εκλήθην όπως εντός μηνός δικαιολογήσω την προσφυγήν μου και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι αι μεγάλαι αυταί απαιτήσεις έχουν πιθανότητα επιτυχίας, παρακαλώ, όπως το συντομώτερον φροντίσητε να μας αποστείλητε όσο το δυνατόν συντομώτερον και όσον το δυνατόν περισσότερα δικαιολογητικά (όχι απλώς ενόρκους καταθέσεις), εκ των οποίων να εμφαίνεται η ύπαρξις των εν λόγω εμπορευμάτων και της πολυτίμου οικοσκευής ως και η οικονομική κατάστασις της αειμνήστου μητρός σας.

Πάντοτε επί τη βάσει της αρχικής αναγγελίας από 24.12.58 εις την οποίαν έχετε αναφέρει απώλειαν τιμαλφών 300.000 δρχ. και απώλειαν εμπορευμάτων 2.800.000 και οικοσκευής 400.000.

Εις την ένορκον κατάθεσιν 27491, έχετε περιγράψει ταύτα με ένα όμως λάθος: Ξυλεία οικοδομής 13.000 προς 2200 δρχ. το κυβικόν κάνει 28.600.000 δρχ. Δέον ως εκ τούτου όπως υποβάλλετε συμπληρωματικήν ένορκον κατάθεσιν εις την οποίαν να διορθώνετε το λάθος αυτό και επί τη ευκαιρία να περιγράφετε ακόμη λεπτομερέστερον τα αφαιρεθέντα αντικείμενα, προσδιορίζουσα τα πολυτιμότερα εξ αυτών, ως αντίκες κ.λ.π., χαλιά, έργα τέχνης, ζωγραφιστούς πίνακες κ.λ.π. έπιπλα αντίκες, αναφέροντες το είδος αυτών κ.λ.π.

Περαιτέρω παρακαλώ όπως φροντίσητε δια την υποβολή σχετικών πιστοποιητικών, αρχών, αστυνομικού τμήματος, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών, εμπορικού επιμελητηρίου, εμπορικού συλλόγου, εφορίας περί του εισοδήματος, υποθηκοφυλακείου περί τυχόν υπάρξεως ακινήτων, προικοσυμφώνου και ό,τι άλλο, εκ του οποίου να εμφαίνηται η εξαιρετική κατάστασις της οικογενείας δικαιολογούσα την ύπαρξιν πολυτίμου οικοσκευής και τόσον πολυτίμων εμπορευμάτων.

Αξίζει τον κόπον να ασχοληθείτε επισταμένως με την προμήθειαν των εν λόγω δικαιολογητικών, ακόμη και αν είναι δύσκολος αύτη. Εν ανάγκη βοηθουμένη εκεί υπό δραστηρίου δικηγόρου. Η υπόθεσίς σας ευρίσκεται κατά τύχην προ δικαστού, ο οποίος είναι ευμενώς διατεθειμένος να ανταποκριθή  ενδεχομένως εις τας εν λόγω απαιτήσεις, εφόσον του προσκομίσωμεν φυσικά ανάλογα δικαιολογητικά, εκ των οποίων να εμφαίνηται η ύπαρξις των εν λόγω αντικειμένων και εμπορευμάτων και η οικονομική κατάστασις της οικογενείας.

Φυσικά προϋπόθεσις κατά τον νόμον είναι ότι εκτός της αφαιρέσεως των αναφερομένων στην αίτηση περιουσιακών στοιχείων πρέπει να αποδειχθή και η μεταφορά ή τουλάχιστον η φόρτωσις των εν λόγω αντικειμένων εις την περιοχήν ισχύος του νόμου δηλαδή εις την περιοχήν της σημερινής Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας. Τούτο δεν είναι δυνατόν [να ισχύσει] για κάθε μεμονωμένη περίπτωση, αλλά επί τη βάσει μακροχρονίων ερευνών και προσπαθειών μας,  τα δικαστήρια φαίνεται ότι είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν την μεταφορά πολυτίμων οικοσκευών και μεγάλων αποθηκών εμπορευμάτων από τη Θεσσαλονίκη στη Δ. Γερμανία επί τη βάσει διαφόρων δοκουμέντων που υπεβάλαμεν και της καταθέσεως του Δρ. Μέρτεν τον οποίον και πάλιν θα χρησιμοποιήσωμεν προς απόδειξιν prima facie των εν λόγω μεταφορών εις τας οποίας εμπίπτει και η δική σας περίπτωσις. […]

Ακολουθεί έγγραφο του Πρωτοδικείου Βερολίνου προς τον Dr. G. S. Constant με το οποίο ζητείται να προσκομισθούν ενώπιον του Δικαστηρίου πληροφορίες από το Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και από την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης σχετικές με την αφαίρεση και την τύχη «των οικιακών σκευών της Εσθήρ Φλωρεντίν και της ξυλαποθήκης του Ιακώβου Σίμον (Συμεών) Ρούσο (Ρούσσο)». Φωτοτυπία του εγγράφου αποστέλλεται από τον δικηγόρο στην Παρ. Σιδηροπούλου και μεταφράζεται στα ελληνικά. Η φωτοτυπία του εγγράφου συνοδεύεται από ερμηνευτική επιστολή του δικηγόρου, στην οποία, επί πλέον, προστίθενται η παρακάτω βασική διαπίστωση καθώς και οδηγίες του ιδίου προς άμεση ενέργεια εκ μέρους της Σιδηροπούλου :

 «Όπως βλέπετε και εκ του εν λόγω εγγράφου εν συνδυασμώ με την προδικαστικήν απόφασιν της 6-7-71 αι απαιτήσεις σας έχουν λάβει ευνοϊκήν τροπήν. Είναι καταφανής η πρόθεσις του Δικαστηρίου να ανταποκριθή εις τα αιτήματά μας, στηριζόμενο φυσικά εις ορισμένα στοιχεία.

Εάν τυχόν δεν υπάρχουν τοιαύτα [στοιχεία], ίσως θα ήτο δυνατόν [να υπάρξουν] επί τη βάσει βεβαιώσεως των τοπικών Αρχών Λαγκαδά (Νομαρχίας, Δήμου, Σιδηροδρόμων κ.λ.π.)  να βεβαιώσουν τόσον το Υπουργείον Βορ. Ελλάδος, όσον και η Ισραηλιτική Κοινότης, ότι η εν λόγω οικοσκευή και η αποθήκη ξυλείας, αφηρέθησαν υπό των γερμανικών Αρχών Ασφαλείας κατά την γνωστήν χρονολογίαν και εφορτώθησαν δια την Δυτ. Γερμανίαν.».

Με αρκετή χρονική καθυστέρηση, στις 20-9-71, η Παρ. Σιδηροπούλου θα υποβάλει αίτηση στον Υφυπουργό Περιφερειακής Διοικήσεως Κεντρικής – Δυτικής Μακεδονίας, στην οποία θα αναφέρει ότι τυγχάνει μοναδική κληρονόμος «των υπό των Γερμανικών αρχών Κατοχής φονευθέντων» γονέων της  και του θείου της «των οποίων άπαντα τα εμπορεύματα των επιχειρήσεών των ως και αι οικοσκευαί διηρπάργησαν από των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και μετεφέρθησαν σιδηροδρομικώς εις Γερμανίαν.». Επί πλέον, ενημερώνει, ότι υπέβαλε αγωγή αποζημιώσεως από του έτους 1956 και αιτείται (με την παρούσα αίτησή της) την έκδοση βεβαιώσεως, για να την υποβάλει στο Πρωτοδικείο του Βερολίνου, με την οποίαν να διαπιστώνεται ότι «κατά την κατοχικήν περίοδον 1941-1944, εγένοντο αθρόως μεταφοραί, εκ Θεσ/νίκης προς Γερμανίαν, διαρπαγέντων περιουσιακών αντικειμένων Ισραηλιτών υπό των Ναζί, ων η ποσότης και η αξία δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθή». Τέλος, στην αίτηση της επισημαίνει ότι «η αιτουμένη βεβαίωσις αποτελεί το πλέον επίσημον και αποφασιστικής σημασίας αποδεικτικόν έγγραφον …προκειμένου να ικανοποιηθή το αίτημά» της, «ως και πολλών άλλων Ελλήνων υπηκόων…».

Αμέσως μετά, στις 27 Σεπτεμβρίου 1971, ο Περιφερειακός Διοικητής υφυπουργός Νικόλαος Γκαντώνας υπογράφει έγγραφο – απάντηση - στην παραπάνω αίτηση, στο οποίον σημειώνεται ότι «λόγω καταστροφής, εκ πολεμικών γεγονότων, του αρχείου της υφισταμένης κατά την αναφερομένη χρονικήν περίοδον 1941-1944 Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, εις ο ενδεχομένως να υφίσταντο τοιαύτα στοιχεία, δεν τυγχάνει δυνατή η χορήγησις της εν λόγω βεβαιώσεως». Το έγγραφο, όπως περαιώνεται, μοιάζει να υποστηρίζει με ένα γενικό, αλλά όχι αποτελεσματικό, τρόπο το αίτημα της Παρασκευής, καθώς σε αυτό  σημειώνεται: «Ουχ’ ήττον όμως τυγχάνει πανελληνίως γνωστόν ότι κατά την ως άνω περίοδον διηρπάγησαν πράγματι διάφορα κινητά αντικείμενα των Ισραηλιτών Θεσ/νίκης υπό των Γερμανικών Αρχών Κατοχής». Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος περί αποζημιώσεως ισχύει στη περίπτωση – και μόνον τότε - κατά την οποία τα διάφορα αντικείμενα τα οποία «διηρπάγησαν» από τα εβραϊκά σπίτια πρέπει να αποδειχθεί ότι μεταφέρθηκαν – ή τουλάχιστον φορτώθηκαν στα τραίνα για να μεταφερθούν - στη Γερμανία, εάν δηλαδή οι κατοχικές δυνάμεις τα χρησιμοποίησαν, δι’ οιονδήποτε λόγο, εντός του ελληνικού εδάφους, τότε δεν ισχύει ο νόμος περί αποζημιώσεως. Επομένως, καθώς δεν βεβαιώνεται επισήμως ότι τα λεηλατηθέντα εμπορεύματα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, το έγγραφο, με το οποίο απαντά η Περιφερειακή Διοίκηση στην Παρ. Σιδηροπούλου, δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση των γερμανικών δικαστηρίων.

Ένα ακόμη έγγραφο της Ανωτέρας Οικονομικής Διευθύνσεως Βερολίνου με τίτλο: «Επί της υποθέσεως αποδόσεως (επιστροφής) - Παρασκευής  Σιδηροπούλου ./. Γερμανικόν Ράϊχ, (από το αρχείο της Α. Σαούλ), αναδεικνύει με ιδιαίτερο τρόπο την στάση του Μ. Μέρτεν αναφορικώς με τις αιτήσεις αποζημιώσεων των Ελλήνων Εβραίων, όπως την αντιμετωπίζει η παραπάνω Υπηρεσία του γερμανικού κράτους. Παρότι το θέμα του εγγράφου αναφέρεται στην απαίτηση περί αποζημιώσεως της Παρ. Σιδηροπούλου, στο ίδιο το κείμενο υπάρχει μόνο μία σχετική αναφορά μερικών γραμμών διατυπωμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε αντιλαμβάνεται κανείς ότι, ενδεχομένως, θα μπορούσε να υπάρξει θετική λύση για αυτήν ειδικά την περίπτωση, την αποζημίωση δηλαδή για το τμήμα οικοσκευής της αιτούσης. Το κείμενο, στο μεγαλύτερο μέρος του, εξετάζει τη στάση και τη συμμετοχή του Μέρτεν ενώπιον των δικαστηρίων, αναφορικώς με το σύνολο των αιτήσεων των Εβραίων Ελλήνων και φροντίζει με σειρά λογικοφανών επιχειρημάτων να αποδυναμώσει και, εν τέλει, να  καταστήσει ολοσχερώς αναξιόπιστη την αξία των μαρτυρικών καταθέσεων του Μ. Μέρτεν. Σύμφωνα με το έγγραφο, ο Μέρτεν έχει προσωπικούς λόγους, προκειμένου να «εναρμονίζει», κάθε φορά, την κατάθεσή του  «με την πλευρά του αιτούντος» Εβραίου, ώστε να διευκολύνει όλους όσοι υπέβαλαν αίτηση αποζημιώσεως. Τούτο, επιδιώκει ο Μέρτεν αφενός επειδή ευρίσκεται κατηγορούμενος σε πολλές ποινικές υποθέσεις λόγω των πράξεων του κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη και αφετέρου ένεκεν της «αυτοϋπερεκτίμησης» του ιδίου,  καθώς θεωρεί τον εαυτό του πρόσωπο-κλειδί για τα εγκλήματα των Ναζί κατά την διάρκεια της Κατοχής αλλά και για τις μεταπολεμικές ποινικές πράξεις, όλες όσες έχουν σχέση με τη γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Μία σειρά συλλογισμών κατατείνει να αποδείξει ότι ο Μέρτεν  έχει καταθέσει «περισσότερα από όσα ήξευρε εξ ιδίας αντιλήψεως και ότι αποδεδειγμένως δεν ηδύνατο να ενθυμηθή ουδέ πρόσφατα και αφορώντα τελείως προσωπικώς εις αυτόν γεγονότα της ζωής του εκ της μεταπολεμικής εποχής». Η προσθήκη στις προηγούμενες αντιρρήσεις όσον αφορά την εγκυρότητα των καταθέσεων του Μέρτεν και του γεγονότος της εξασθενημένης πλέον μνήμης του, οδηγεί τον συντάκτη του κειμένου στο συμπέρασμα ότι «η εξέτασις ενός τοιούτου μάρτυρος δεν θα ηδύνατο ασφαλώς να εξυπηρετήση την ανεύρεσιν της αληθείας.». Όπως φαίνεται, στο υπ’ όψιν έγγραφο περιέχονται μεταπολεμικές εκτιμήσεις και απόψεις  του Μέρτεν για τις ενέργειες υπευθύνων των αρχών κατοχής, οι οποίοι, τότε, όπως αυτός υποστηρίζει, επωφελήθηκαν από τη ληστεία των εβραϊκών περιουσιών  αλλά και μετά τον πόλεμο, οι ίδιοι, διασφάλισαν την λεία τους με την υποστήριξη μάλιστα της γερμανικής δικαιοσύνης. Η παράθεση των τελευταίων κρίσεων του Μέρτεν και οι λόγοι για τους οποίους γίνονται αυτές δεν είναι εύκολο να εξιχνιασθούν σήμερα. Φαίνεται πάντως δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να ρύθμιζαν τις απόψεις του Μέρτεν φόβοι από ποινικές δίκες εναντίον του στο τέλος της δεκαετίας του 60, μετά από όσα συνέβησαν στη δίκη του – και στη καταδίκη του – στην Ελλάδα το έτος 1959. Ούτε η ψυχαναλυτική ερμηνεία περί «αυτό υπερεκτιμήσεως» ανταποκρίνεται σε άτομο με τον χαρακτήρα και τη διαδρομή του Μέρτεν. Φαίνεται ότι ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζεται ο Μέρτεν, συνιστά μία ακόμα προσπάθεια εκείνων που αντιτίθενται στην διαδικασία καταβολής αποζημιώσεων, ώστε να μειώσουν την αξία  της μαρτυρίας του   κατά την ακροαματική διαδικασία και την εξέταση των αιτήσεων ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, με αποτέλεσμα, να επιβραδύνουν κατά το δυνατόν περισσότερο, τη διαδικασία καταβολής αποζημιώσεων στους διασωθέντες. Και, πάντως, να περιορίσουν το ύψος του ποσού της αποζημιώσεως, το οποίο θα καταβάλλεται σε κάθε ένα δικαιούχο.

Επί πλέον, σημειώνεται ότι ο Μέρτεν παρίσταται και εξετάζεται ως «κύριος μάρτυς», η μαρτυρία του έχει εξ αντικειμένου ιδιαίτερη ισχύ και υψηλή αποδεικτική αξία. Από όσα αποδίδονται στον Μέρτεν και παρατίθενται στο έγγραφο, ενδιαφέροντα ούτως ή άλλως καθώς προέρχονται από έναν άνθρωπο με τη θέση την οποία κατείχε ο συγκεκριμένος  κατά την διάρκεια της Κατοχής,  επιλέγεται το παρακάτω ενδεικτικό απόσπασμα: Ο Μέρτεν το τελευταίο διάστημα  «ωμίλησεν …περί μιας κλίκας, η οποία κατά τον χρόνον του πολέμου επλούτισεν αμέτρως δια των ιουδαϊκών περιουσιών και τώρα, ενεργούσα απολύτως εγκληματικώς τελεί υπό σιδηράν συνοχήν είναι βεβαία ότι διέσωσεν καλώς και ασφαλώς τους διαρπαγέντας θησαυρούς, υποστηριζομένη υπό της γερμανικής δικαιοσύνης, ήτις δεν αφήνει να φανή η αλήθεια». Οι «ανταιτούντες», επόμένως, του Υπουργείου Οικονομικών είχαν να αντιμετωπίσουν ενώπιον του δικαστηρίου τις εκτιμήσεις και τις καταθέσεις  Γερμανού μάρτυρος, υπευθύνου από την υψηλότερη  θέση των δυνάμεων κατοχής στη Θεσσαλονίκη – ή πάντως  μία από τις υψηλότερες – ο οποίος σταθερά πλέον είχε τις απόψεις που του αποδίδονται στο έγγραφο και ως εκ τούτου, δημιουργούσε «δυσχέρειες» στις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών. Εάν αποκλείσει κανείς τη περίπτωση να ανένηψε ο Μέρτεν σε ότι αφορά τη διαχρονική στάση του απέναντι στους Εβραίους, η εξήγηση ενός είδους «μετατοπίσεως» η οποία τον διακρίνει, μετά τον πόλεμο, πρέπει να αποδοθεί σε εσωτερικές αντιθέσεις πολιτικής φύσεως, οι οποίες ίσχυσαν κατά τη συγκρότηση και λειτουργία των κομματικών σχηματισμών της Γερμανίας, μετά το τέλος του πολέμου, και την ενεργό συμμετοχή του Μέρτεν σε αυτές.

Σε ότι αφορά τις αποζημιώσεις οικοσκευών, στις οποίες περιλαμβάνεται και αυτή της Παρ. Σιδηροπούλου, ο συντάκτης του κειμένου αποδέχεται τώρα τον αριθμό του Μέρτεν και με αναγωγή στον αριθμό των αιτήσεων [1300], σε σχέση με αυτόν των εβραϊκών οικογενειών της Θεσσαλονίκης [13000], οδηγείται στο συμπέρασμα ότι στο σύνολο των αιτήσεων αντιστοιχούν 24 «πολυτελείς οικοσκευές» οι οποίες – «δήθεν» όπως επιμένει να σημειώνει - μεταφέρθηκαν κατά τη  διάρκεια της γερμανικής κατοχής  από την Θεσσαλονίκη στη Γερμανία, ενώ ο Δρ. Κονστάντ υπέβαλε αξιώσεις για 221 τέτοιες περιπτώσεις πολυτελών οικοσκευών.  Επικεντρώνοντας στην αίτηση της Σιδηροπούλου, η οποία περιλαμβάνεται εις τον κατάλογο των 221  του Δρ. Κονστάντ, συμπληρώνει ότι, «η αξία της οικοσκευής ανεγράφη μόνον με 400.000 δρχ., δηλ. περίπου 50.000 DM.». Παρ’ ότι όμως η απαίτηση της αιτούσης για την οικογενειακή οικοσκευή της ήταν «μόνον» 400.000 δραχμές,  εντούτοις το δικαστήριο θα της επιδικάσει αργότερα το 50% του ποσού, φροντίζοντας να περιορίσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, την καταβαλλόμενη αποζημίωση.

«Η εξέτασις ενός τοιούτου μάρτυρος δεν θα ηδύνατο ασφαλώς να εξυπηρετήση την ανεύρεσιν της αληθείας» διευκρινίζει ο συντάκτης του εγγράφου, εκτιμώντας την στάση του Μέρτεν και υποστηρίζοντας ότι την υπηρεσία του ενδιαφέρει η αλήθεια και μόνον η αλήθεια, όσων είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια τα Κατοχής στους Έλληνες Εβραίους. Αλλά οι απόψεις του Μέρτεν δεν υπηρετούν την αλήθεια επειδή δεν συνάδουν με τις εκτιμήσεις και τις πολιτικές  της Ανωτέρας Οικονομικής Διευθύνσεως. Την Υπηρεσία ενδιαφέρει η αλήθεια, αλλά πρωτίστως την απασχολεί το γεγονός ότι εάν δεχθούν αποστολή οικοσκευών θα αναγκαστούν να παραδεχθούν και την αποστολή εμπορευμάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο Δρ. Κονστάντ αξιοποιώντας τις καταθέσεις του Μέρτεν. Επομένως, είναι προτιμότερο να αποφύγουν την παραδοχή της μεταφοράς οικοσκευών και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συνέβη, προκειμένου να αποφύγουν την καταβολή αποζημιώσεως για τα μεταφερθέντα εμπορεύματα.

Στη συνέχεια δημοσιεύεται το έγγραφο της Ανωτέρας Οικονομικής Διευθύνσεως Βερολίνου:   Αντίγραφον


Ανωτέρα Οικονομική Διεύθυνσις Βερολίνου, Βερολίνον 6 Αυγούστου 1971

Επί της υποθέσεως αποδόσεως (επιστροφής) Παρασκευής  Σιδηροπούλου ./. Γερμανικόν Ράϊχ

«Η ολομέλεια συνέστησεν δι’ αποφάσεως της 6.7.1971, αρ.1, εις τους αντιδίκους, και ιδίως εις τον ανταιτούντα, την εξέτασιν μιας γενικής συμβιβαστικής τακτοποιήσεως όλων δι΄ επιστροφάς απαιτήσεων λόγω της εν Θεσσαλονίκη διαρπαγείσης ούτω καλουμένης «πολυτελούς οικοσκευής» καθότι εκ των δηλώσεων του (εν τω μεταξύ θανόντος) κυρίως μάρτυρος Δρ. Μέρτεν θα ηδύνατο να εξαχθή η σοβαρά δυνατότης της υπαγωγής (VERBRINGUNG) εις τον κατ’ άρθρον 5 Νόμου περί αποζ.[ημιώσεων]  προσδιοριστικόν τομέα.

Εξέθεσα εις τον υπουργόν οικονομικών περί της αποφάσεώς σας και σας εφιστώ ήδη από τώρα - πριν ή μου δοθή εντολή - την προσοχή επί των εξής:

Μόνον εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έχουν μίαν σημαντικήν αποδεικτικήν αξίαν αι καταθέσεις του μάρτυρος Δρ. Μέρτεν όστις από του Αυγούστου 1942  έως του Μαρτίου 1944 διετήρει θέσιν ως στρατιωτικός Διοικητής εν Θεσσαλονίκη και δια τούτο θα ηδύνατο να έχει αποκτήσει εκτεταμένας γνώσεις. Τούτο όμως μεταβάλλεται όταν εξετασθή εκ του πλησιέστερον το πρόσωπον του Κυρίου Δρ. Μέρτεν, όστις  εις όλας τας περιπτώσεις Ελλάδος ωρίσθη ως «κύριος μάρτυς», ως π.χ. εις την εκκρεμούσαν υπόθεσιν BENUSIGLIO ./. Γερμ. Ράϊχ – (142 WGK)… -, εις την οποίαν δι’ εγγράφου μου της 26.2.1970 συνέστησα την προσοχήν επί της ελλιπούς αποδεικτικής αξίας των δηλώσεων του μάρτυρος Δρ. Μέρτεν δια των κάτωθι αναφορών:

«Εν προκειμένω ώφειλεν ο Δρ. Μέρτεν να εξετασθή δικαστικώς την 27.4.1970,  δεν ενεφανίσθη όμως προς εξέτασιν, αλλά προέβη εις δήλωσιν δι’ ενόρκου βεβαιώσεως της 2.5.1970, υπερβαίνουσαν κατά πολύ την αποδεικτικήν απόφασιν της 17.3.1970 […]  [και εν τέλει] διηρμόνισε καταφανώς …την κατάθεσίν του με την πλευράν του αιτούντος.

Άλλωστε γίνεται φανερόν, ότι ο μάρτυς Δρ. Μέρτεν εις την παρούσαν ως και πολλάς άλλας υποθέσεις αναφέρει παρά πάσαν ανθρωπίνην ικανότητα αναμνήσεως πολυαρίθμους λεπτομερείας δια τούτο προφανώς, ίνα διευκολύνη δια του τρόπου αυτού δικαιούχους αποζημιώσεως δια την προσκόμισιν των απαιτουμένων αποδείξεων…αφού λόγω της τότε υπηρεσίας του μάρτυρος Δρ. Μέρτεν εις την κατεχομένην Ελλάδα ηγέρθησαν κατ’ αυτού πολλαί ποινικαί υποθέσεις – (πρβλ. […]).

Ιδιαιτέρως όμως δέον να ληφθή υπ’ όψιν η αυτοϋπερεκτίμησις του μάρτυρος Δρ. Μέρτεν, όστις προφανώς διακατέχεται υπό της αντιλήψεως, ότι αποτελεί το πρόσωπον – κλείδα [κλειδί] δια την αποκάλυψιν λίαν διαδεδομένων εγκλημάτων NS ως και πολιτικών ποινικών πράξεων της μεταπολεμικής εποχής.  Εφιστώ επ’ αυτού ιδιαιτέρως  την προσοχή επί εγγράφων του Δρ. Μέρτεν …[σχετικώς] με την εκκρεμούσαν υπόθεση 44/45 WGA I668/65. Εις την υπόθεσιν ταύτην είχε ερωτηθή ο Δρ. Μέρτεν περί του εάν η αιτούσα κατά τον χρόνο της εκτοπίσεως της εκ Θεσσαλονίκης εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως Ράβενσμπρούκ κατείχεν εισέτι ωρισμένα κοσμήματα και αντικείμενα εκ πολυτίμων μετάλλων. Αντί του να απαντήση εις την ερώτησιν ταύτην, ο Δρ. Μέρτεν υπέβαλεν   άρθρον εφημερίδος περί τινος δίκης του Διευθυντού του Ιουδαϊκού Κέντρου Μελετών Βιέννης SIMON WIESENTHAL  κατά του ελληνικού κράτους, ωμίλησεν περί της «υποθέσεως τεθωρακισμένων HS-30» και του «Θησαυρού των Νιμπελούγκεν» καθώς και περί «των χειρισμών συγκαλύψεως της ανωτ. Οικονομικής διευθύνσεως τη βοηθεία ανωτέρων και ανωτάτων υπηρεσιών της Ομοσπ. Δημοκρατίας» ως και περί μιας «κλίκας, η οποία κατά τον χρόνον του πολέμου επλούτισεν αμέτρως δια των ιουδαϊκών περιουσιών και τώρα, ενεργούσα απολύτως εγκληματικώς τελεί υπό σιδηράν συνοχή είναι βεβαία ότι διέσωσε καλώς και ασφαλώς τους διαρπαγέντας θησαυρούς, υποστηριζομένη υπό της γερμανικής δικαιοσύνης, ήτις δεν αφήνει να φανή η αλήθεια.».

[…]

Παρομοία δήλωσις του μάρτυρος Δρ. Μέρτεν υφίσταται εις την υπόθεσιν (151 WGN) […] Η εξέτασις ενός τοιούτου μάρτυρος δεν θα ηδύνατο ασφαλώς να εξυπηρετήση την ανεύρεσιν της αληθείας. Το ότι ο Δρ. Μέρτεν προβαίνει εις ισχυρισμούς, εξυπηρετούντας μόνον τους σκοπούς του, τουναντίον δε δεν δύναται πλέον να ενθυμηθή κεχωρισμένα πραγματικά γεγονότα της τότε εποχής, προκύπτει και εκ του εγγράφου του της 28.11.1969, εις το οποίον ομιλεί περί της  «εξασθενησάσης μνήμης του» ο ίδιος, ως και περί του ότι άνευ προηγουμένης εξετάσεως των αρχείων δεν δύναται πλέον να ενθυμηθή επαρκώς γεγονότα εκ μιας υπό αυτού του ιδίου μετά τον πόλεμον(!) εγερθείσης υποθέσεως εργατικού δικαστηρίου..

Επί τη βάσει αποκλειστικώς των καταθέσεων ενός μάρτυρος, όστις είχε αφοσιωθεί με καθολικόν φανατισμόν εις τον προσωπικόν αγώνα κατά «χειρισμών συγκαλύψεως της ανωτ. Οικον. Διευθύνσεως τη βοηθεία ανωτέρων και ανωτάτων υπηρεσιών της ομοσπ. Δημοκρατίας», κατά «μιας απολύτως ενεργούσης κλίκας, η οποία ακόμη και σήμερον θέλει να εξασφαλίση δι’ εαυτήν τους διαρπαγέντας θησαυρούς» και κατά της «γερμανικής δικαιοσύνης, ήτις δεν αφήνει να φανή η αλήθεια», η ομοσπ. Δημοκρατία δεν ηδύνατο βεβαίως να αναλάβη την ευθύνην μιας γενικής συμβιβαστικής ρυθμίσεως, απαιτούσης την δαπάνην πολλών εκατομμυρίων DM – τελείως ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο Δρ. Μέρτεν αποδεδειγμένως κατέθεσεν περισσότερα από όσα ήξευρεν εξ ιδίας αντιλήψεως και ότι αποδεδειγμένως δεν ηδύνατο να ενθυμηθή ουδέ πρόσφατα και αφορώντα τελείως προσωπικώς εις αυτόν γεγονότα της ζωής του εκ της μεταπολεμικής εποχής.

Εφόσον ο  Μέρτεν εκτός «της γενικής του γνώσεως λόγω της τότε υπηρεσίας του ανέφερεν καθ’ ολοκληρίαν πηγάς γνώσεων, επί των οποίων (υποτίθεται ότι) στηρίζεται η προβαλλομένη γνώσις του, ανεφέρθη εις τρίτα πρόσωπα τα οποία έχουν αποβιώσει και συνεπώς δεν δύνανται να ερωτηθούν τα ίδια. Όθεν οι δηλώσεις του δεν αρκούν προφανώς αυταί καθ’ εαυτάς προς απόδειξιν της προελεύσεως αλλά το πολύ-πολύ θα ηδύναντο εν συσχετισμώ με άλλας αφορώσας την προέλευσιν να ληφθούν υπ’ όψιν (ούτω π.χ. OPG/A 3946). Τοιαύται περαιτέρω αποδείξεις ωστόσο δεν προσεκομίσθησαν. Ιδιαιτέρως εντατικαί έρευναι προ πάντων εις τας υποθέσεις 153…Alvo δεν απέδωσαν επί την υπό του Δρ. Μέρτεν προβαλλομένην μεταφοράν πλησίον του Μονάχου, πράγμα το οποίον ομιλεί έτι πλέον κατά του Δρ. Μέρτεν, καθόσον μεταφορά αντικειμένων ενός ωρισμένου είδους (οικοσκευή) εις τοιαύτην έκτασιν (όγκον) από ένα μόνον ωρισμένον τόπον (Θεσσαλονίκη) εις μίαν μόνον σχετικώς μικράν περιοχήν (χώρος Μονάχου) θα έπρεπε να είναι γνωστή και εις άλλα ζώντα πρόσωπα. […]

Ιδίως εις τας υποθέσεις Ελλάδος (GR) κατέβαλεν ως γνωστόν o ανταιτών προσπάθειαν μεγάλην δια μίαν ταχείαν και απλήν εις τον χειρισμόν συμβιβαστικήν ρύθμισιν επί τη βάσει πλαισιακών συμφωνιών με την πλευρά των  αιτούντων. Προφανώς δια τον λόγον αυτών η ολομέλεια παραδέχεται (υποθέτει) ότι με την βοήθειάν της θα ηδύναντο  να εξοφληθούν φιλικώς και αι σχετικώς ολίγαι εκ Θεσ/νίκης δι’ απλού τρόπου απαιτήσεις λόγω [των] ούτω καλουμένων «πολυτελών οικοσκευών» και δια τούτο ανέθεσεν …  εις τον Κύριον Δρ. Κονστάντ να αναφέρη τας υπ’αυτού αναληφθείσας σχετικάς υποθέσεις.

 Ο Δρ. Μέρτεν ομιλεί περί 300-400 πολυτελών επιπλώσεων κατοικιών, αι οποίαι (δήθεν) μεταφέρθησαν εκ των εν συνόλω περίπου 13000  ιουδαϊκών κατοικιών εκ Θεσσαλονίκης εις την παλαιάν περιοχή του Ράϊχ. Σχετιζόμενον προς τας περίπου 800-1000 απαιτήσεις εξ Ελλάδος  λόγω [της] εν Θεσ/νίκη διαρπαγείσης οικοσκευής εκ των συνολικώς περίπου 1.300 υποθέσεων, θα έδιδεν τούτο μιαν προέλευσιν (VERBRINGUNG) εκ περίπου μόνον 24 «πολυτελών οικοσκευών», δια τας οποίας εις τας υπό του Δρ. Κονστάντ αναληφθείσας υποθέσεις εξ Ελλάδος εγείρονται απαιτήσεις και περί των οποίων η ολομέλεια πιστεύει προφανώς ότι εν όψει ενός τόσον μικρού αριθμού ομοίως τιθεμένων περιπτώσεων  δεν θα ήτο δυσχερής μια ενιαία συμβιβαστική ρύθμισις».

Εν τούτοις ο Κύριος Δρ. Κονστάντ ουδόλως ακολουθεί τον ανωτέρω λογαριασμόν, αλλά υπέβαλεν εις τον ανταιτούντα ήδη προ μηνών ένα κατάλογο με όχι ολιγωτέρας  των 221 υποθέσεων εις τας οποίας θέλει να [εγείρη] αξιώσεις λόγω «πολυτελούς οικοσκευής» επί τη βάσει των δηλώσεων του μάρτυρος Δρ. Μέρτεν, αι οποίαι κατ’ ουδέν τρόπον θα ηδύναντο να ανακληθούν. Ισχυρίζεται (νομίζει) ότι ο ανωτέρω υπολογισμός (λογαριασμός) είναι ήδη λανθασμένος, διότι κυρίως πλούσιοι Ιουδαίοι επέζησαν και εγείρουν σήμερον απαιτήσεις αποζημιώσεως.

Επίσης ο Δρ. Κονστάντ ουδόλως περιορίζει τας δηλώσεις του μάρτυρος Δρ. Μέρτεν εις «αντικείμενα επιπλώσεως κατοικιών», αλλά θέλει να εξαγάγη εντεύθεν και μίαν γενικήν προέλευσιν εμπορευμάτων επαγγελματιών, και εις τον τόπον διαρπαγής «Θεσ/νίκη» και τον χρόνον διαρπαγής «1943» ως απεφασίσθη ήδη δια (151 WGK)…  

Εις τον προαναφερόμενον κατάλογον εξ ουχί ολιγωτέρων των 221 υποθέσεων ο Κύριος Δρ. Κονστάντ ανέφερεν τας υποθέσεις εκείνας, εις τας οποίας εις την δήλωσιν έχει δηλωθή μία κατά την γνώμην του ιδιαιτέρως υψηλή αξία της διαρπαγείσης οικοσκευής και μάλιστα η προκειμένη περίπτωσις [Σιδηροπούλου]  περιλαμβάνεται εις την λίστα αυτήν, αν και εις την δήλωσιν η αξία της οικοσκευής ανεγράφη μόνον με 400.000 δρχ., δηλ. περίπου 50.000 DM.

Δι’ όλων αυτών παρακαλώ να κατανοήσετε  ότι μία γενική συμβιβαστική λύσις σχετικώς με [την] εν Θεσ/νίκη διαρπαγείσαν «πολυτελή οικοσκευήν» ηδύνατο να εξετασθή υπό του ανταιτούντος  προς τον σκοπόν εξοικονομήσεως των ασκόπων λόγω περαιτέρω επιμονής επί προφανώς (άνευ προοπτικής) απαιτήσεων προκυπτόντων εξόδων οπωσδήποτε μόνον επί ανακλήσεως όλων των υπολοίπων εις τας υποθέσεις Ελλάδος εισέτι εκκρεμουσών απαιτήσεων δια οικοσκευάς, πάντως κατ’ αρχήν θα απήτει την προθυμίαν εκ μέρους των αιτούντων, όπως  περιορισθούν μόνον εις τας πράγματι προς εξέτασιν υποθέσεις.

Θα σας ήμην ευγνώμων, εάν η ολομέλεια θα ηδύνατο συμπληρούσα την απόφασίν της της 6 Ιουλίου 1971 να εκφρασθή ενώπιον αμφοτέρων των διαδίκων επί του θέματος τούτου».

 

Στη συνέχεια δημοσιεύονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι τρεις επόμενες επιστολές οι οποίες εστάλησαν από το γραφείον του G.S. Constant,  αναφέρονται εις το σύνολον των διεκδικήσεων εκ μέρους των Ελλήνων Εβραίων και το περιεχόμενό τους έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι δύο από αυτές απευθύνονται: η πρώτη προς τον Martin Hirsch, μέλος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου και η δεύτερη προς τον Καρλ-Όττο Παίλ, διευθυντήν Υπουργείου [Οικονομικών]  ενώ, με αντίγραφά τους, ενημερώνεται στη Θεσσαλονίκη ο Αλβέρτος Σαούλ. Την τρίτη επιστολή αποστέλλει ο G.S. Constant  προς τον Πρόεδρο του Κ.Ι.Σ. [Ιωσήφ] Λόβιγγερ στην Αθήνα και προς τον εντεταλμένο επί των αποζημιώσεων της Ι.Κ.Θ. Αλβέρτο Σαούλ, στη Θεσσαλονίκη.     

 

Α’.. Η επιστολή προς τον  Martin Hirsch – Σημείωσις, 21/3/1970.

Αφορά: Νόμιμοι απαιτήσεις αποδόσεων των Ελλήνων Εβραίων

1. Γενικά:

«Λόγω της διώξεως …εν Ελλάδι μετεφέρθησαν περίπου 60.000 εβραίοι, κυρίως εκ Θεσσαλονίκης, εις τα Στρατόπεδα Συγκεντρώσεως, όπου και εθανατώθησαν.». Εις κοσμήματα, χρυσόν, οικοσκευάς και εμπορεύματα αφαιρέθησαν περιουσιακά αξίας εκ περίπου ½ δισεκατομμυρίων γερμ. Μάρκων

Εκ των περίπου 13.000 οικογενειών, υπεβλήθησαν περίπου 1300 αιτήσεις εμπροθέσμως ονομαστικής αξίας περίπου 200.000.000 γερμ. Μάρκων. Εξ αυτών επληρώθησαν μέχρι σήμερον αποζημιώσεις ύψους περίπου 6.000.000 γερμ. Μάρκων, εκ των οποίων 5.000.000 γερμ. Μάρκα εις την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης ως Σωματείον Δημοσίου Δικαίου και μόνον περίπου 1.000.000 γερμ. Μάρκα  εις ιδιώτας.

2. Χρυσός και κοσμήματα

Ο αντίδικος ανεγνώρισεν αρχικώς την μεταφορά των εν λόγω αντικειμένων εις την ισχύουσαν περιοχήν του BRUG και εδήλωσεν το σύμφωνον όπως συμβιβασθή δια τα εν λόγω αντικείμενα.

Κατά την Επίσκεψιν της Γερμανικής Επιτροπής εις την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1967  και την συνομιλίαν του Βερολίνου τον Μάρτιον του 1968, αμφότεραι αι επιτροπαί έλαβον ως βάσιν την Γνωμάτευσιν του καθηγητού Νεχαμά από 2/4/46 εν συσχετισμώ με την κατάθεση του Dr Merten από 5/3/62 με την κάτωθι προϋπόθεσιν, ως προκύπτει από την σχετικήν σημείωσιν της Ελληνικής Επιτροπής:

«Κατά την γνωμάτευσιν Νεχαμά εξοντώθησαν περίπου 13000 εβραϊκαί οικογένειαι. Από τας οικογενείας αυτάς αφαιρέθησαν … χρυσός και κοσμήματα ύψους περίπου 130.000.000 γερμ. Μάρκα.

Επειδή μόνον 1300 αιτήσεις υπεβλήθησαν εμπροθέσμως, αντιστοιχούν προς διανομήν κατά μέσον όρον 10.000 γερμ. Μάρκα κατ’ άτομον, ήτοι ένα συνολικόν ποσόν εκ 13.000.000 γερμ. Μάρκων.

Το ποσόν τούτο έπρεπε να διανεμηθεί κατά μίαν συμφωνηθησομένην κλίμακαν εις τους 1300 αιτούντας. […]

Μέχρι σήμερον εσχηματίσθησαν πέντε κατηγορίαι των αιτούντων, οι οποίοι αποζημιώνονται ως κάτωθι:

1) μέχρι 1.000    80%

2).          2.000   70%

3)           3.000   60%

4)           4.000   53%

5)           5.000   50%

Αι απαιτήσεις αι οποίαι υπερβαίνουν τα ανωτέρω όρια πρέπει να διαπραγματευθούν ατομικώς.

Κατά την ανωτέρω διευθεύτησιν των διαδικασιών δεν θα καταβληθεί ούτε το ήμισυ του ανωτέρω συμφωνηθέντος ποσού.

Εν όψει των ανωτέρω υποβάλλεται η κάτωθι παράκλησις:

Ή το προς πληρωμήν υπόλοιπον ποσόν τεθεί εις την διάθεσιν του Κεντρικού Συμβουλίου των Εβραίων, δια νέαν διανομήν ή χρησιμοποίησιν δια κοινούς σκοπούς, ή σχηματισθούν και άλλαι κατηγορίαι των αιτούντων εις τας οποίας να διανεμηθούν υψηλότερα ποσοστά.

3. οικοσκευαί και εμπορεύματα

Ο πρώην Πολεμικός Σύμβουλος Διαχειρήσεως εν Θεσσαλονίκη, ο …Dr. Merten του οποίου αι καταθέσεις θεωρούνται υπό όλων των δικαστηρίων του Πρωτοδικείου Βερολίνου ως πιστευταί και αποδειχθείσαι, επιβεβαίωσε εις την κατάθεσή του από 3/5/1962 ενώπιον των Αρχών Επανορθώσεων Βερολίνου και από 20/3/1968 ενώπιον του Πρωτοδικείου Βερολίνου, ότι μόνον εις Θεσσαλονίκην αφαιρέθησαν το σύνολον των κοσμημάτων, [και] 300-400 πολυτελείς οικοσκευαί και τα αποθέματα εμπορευμάτων και αφίχθησαν εις την ισχύουσαν  περιοχήν του BRUG.

Υποβάλλεται η κάτωθι παράκλησις:

Ο αντίδικος επιθυμεί να συμβιβασθεί εις τας περίπου 300 περιπτώσεις  αι οποίαι αφορούν πολυτελείς οικοσκευές και μεγάλα αποθέματα εμπορευμάτων δια να διεκπεραιωθούν επί τέλους άπασαι αι περιπτώσεις εξ Ελλάδος, εν τέταρτον του αιώνος μετά τα φρικτά γεγονότα και περισσότερο από δέκα έτη μετά την δήλωσιν των σχετικών απαιτήσεων.

Οι αιτούντες είναι πρόθυμοι να διευκολύνουν τον αντίδικον εις περίπτωσιν μιας διευθετήσεως δια συμβιβασμού δια να απολαύσουν ούτοι εφ’ όσον ζουν ακόμη, μία μικράν αποζημίωσιν.

Αμβούργο 21/3/1970

 

Β’. Η επιστολή του Προϊσταμένου του Γραφείου Καγκελαρίου  προς τον Κάρλ –  Όττο Παιλ

Θέμα. Η υμετέρα της 10ης Ιουλίου 1972…ληφθείσα τη 20η /7/72

Αξιότιμε Κύριε Παιλ

[…]

Δεν δύναμαι, αξιότιμε Κύριε Παιλ, να απαλλαγώ εισέτι της εντυπώσεως ότι αι νόμιμοι απαιτήσεις περί αποζημιώσεως των εξ Ελλάδος Ισραηλιτών τυγχάνουν λίαν απροθύμου μεταχειρίσεως υπό όλων των υπηρεσιών. Όλαι αι κανονικώς δηλωθείσαι απαιτήσεις έπρεπε ήδη το έτος 1959/60 να ρυθμισθούν συμβιβαστικώς, διότι κατά την γνώμην του τότε προϊστάμένου των Υπηρεσιών αποζημιώσεων Βερολίνου Δρ. Μέρτεν το από ελληνικής πλευράς υποβληθέν υλικόν ήτο επαρκέστατον. Το Ομοσπονδιακόν Υπουργείον Οικονομικών ωστόσον, παρά την αρχικήν υπόσχεσιν καλής θελήσεως, εχρειάσθη 10 πλήρη έτη, δια να εγκρίνη τοιούτους μερικούς συμβιβασμούς σχετικώς με απαιτήσεις περί κοσμημάτων μόνον το έτος 1969.                   

Μία σαφής σύστασις του Πρωτοδικείου Βερολίνου της 29/3/1968 εις μίαν χαρακτηριστικήν περίπτωσιν αφορώσαν απαιτήσεις οικοσκευών και εμπορευμάτων, ήτις εγένετο επί τη βάσει του αποδεικτικού αποτελέσματος, απερρίφθη αποτόμως υπό του Υπουργείου Οικονομικών […]. Τον Ιούλιον του 1971 εις μίαν παρομοίαν περίπτωσιν εγένετο, παρά την κρίσιν μιας άλλης Ολομελείας, μία νέα απόρριψις εκ μέρους του αιτούντος/ανταιτούντος  (πρβλ. Σιδηροπούλου ./. Γερμ. Ράϊχ 150 ή WGK 9 WGA/GR 1959 (10/71).

Το έτος 1970 η ανωτέρω μνημονευθείσα Ολομέλεια αρ.153, ήτις ήτο πρόθυμος προς συμβιβασμούς δια τους αιτούντας, αντεκατεστάθη υπό της 151ης Ολομελείας, ήτις ετήρησεν πάντοτε απορριπτικήν στάσιν έναντι τοιούτων συμβιβασμών, εις τα πλαίσια μιας ούτω κληθείσης «υπηρεσιακής κατανομής». (πρβλ. ειδησεογραφικόν περιοδικόν «Ντερ Σπήγκελ», αρ.32, σελίς 68 της 2 Αυγούστου 1971).

Ο αντιπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών Κύριος Χέενμπέργκερ διετύπωσεν επί λέξει εις την παρατήρησίν του περί των την 28/3/19.. υπό του αιτούντος και του ανταιτούντος γενομένων συμφωνιών, εν αντιθέσει προς την γνώμην  του Υπουργείου Οικονομικών, τα κάτωθι:

«Το Υπ. Οικονομικών είναι πρόθυμον, λαμβανομένων υπ΄όψιν των ιδιαιτέρων συνθηκών εν Ελλάδι και της ασυνήθους τραγικής μοίρας των εξ Ελλάδος Ισραηλιτών, και στηριζόμενον επί μιας υπ’ αμφοτέρων των πλευρών αναγνωρισθείσης εκθέσεως του Καθηγητού Νεχάμα του έτους 1964, όπως καταβάλη συμβιβαστικώς κατά μέσον όρον DM  10.000.- κατ΄ απαίτησιν. (Δηλ. ανώτατον ποσόν 13 εκατομμύρια DM, διότι υφίστανται κατ’ ανώτατον 1.300 απαιτήσεις)».

Ως προκύπτει εκ των ανωτέρω στοιχείων, όλαι αι προς συμβιβασμόν παραινέσεις έτυχον αδιαφορίας επί μίαν δεκαετίαν, οπότε τα μέσα του τρέχοντος έτους το Δικαστήριον Ολομελείας απέρριψεν τας σχετικάς απαιτήσεις εις μίαν αμφισβητουμένην απόφασιν. Η απόφασις αύτη ωστόσον δεν εγένετο νομικώς έγκυρος. Τώρα πρέπει να δοθή εκ μέρους του ORG (Δικαστηρίου) Βερολίνου η σχετική απόφασις, πράγμα το οποίον θα συνεπέφερεν μεγάλας καθυστερήσεις. Εάν όμως θα πρέπη να αναμένωμεν την απόφασιν του ORG, δεν βλέπω πού υφίσταται το νόημα στάσεως καλής θελήσεως. Εν όψει των ανωτέρω διαλαμβανομένων είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω, ότι η ανωτέρω μνημονευθείσα επιστολή σας, την οποία έλαβον κατόπιν σχεδόν επτά ολοκλήρων μηνών από της αιτήσεώς μου προς τον Κύριον Καγκελάριον, αντιπροσωπεύει μόνον την άποψιν του Υπουργείου Οικονομικών, εν αντιθέσει, ως ήδη ανεφέρθη, π.χ. προς την άποψιν του Υπουργείου Εξωτερικών και των άλλων μνημονευθεισών υπηρεσιών, Τούτο σχετικώς ακόμη και με την από ετών επανειλημμένως αιτηθείσαν τελικήν συζήτησιν δια την τακτοποίησιν όλων των εκκρεμουσών απαιτήσεων. Το Υπουργείον Οικονομικών ήρνήθη αρχικώς επανειλημμένως να προβή εις τελικήν συζήτησιν μεθ’ ημών περί του συνόλου των θεμάτων και έδειξεν μόνον εσχάτως κάποιαν προθυμίαν επ’ αυτού, αλλά πάλιν με την υπόμνησιν ότι μία τοιαύτη συζήτησις δεν θα φέρη μεταβολήν των απόψεών του. Προφανώς με τον σκοπόν δια να κερδίση χρόνον. Δεν είναι δυνατόν να διεξαχθή μία συζήτησις, όταν εκ των προτέρων λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι η μέχρι τούδε τηρηθείσα στάσις θα παραμείνη αμετάβλητος. Τούτο εκφράζεται άλλωστε και εις την τελευταίαν παράγραφον της ανωτέρω επιστολής σας.

Εάν μέχρι τούδε εις τας απαιτήσεις περί κοσμημάτων επετεύχθησαν πολυάριθμοι συμβιβασμοί, τούτο οφείλεται εις το ότι οι ενδιαφερόμενοι ήθελον εν ζωή να λάβουν μίαν μικρά αποζημίωσιν και, δεδομένου ότι ήσαν υποχρεωμένοι να υποκύψουν εις τους όρους του Υπουργείου Οικονομικών, να παραιτηθούν των περαιτέρω απαιτήσεών των.

Ίσως συμφωνείτε με εμέ, αξιότιμε Κύριε Διευθυντά, ότι τοιαύτα βαρύνοντα θέματα θα έπρεπε να αποτελέσουν  το αντικείμενο μιας συζητήσεως υψηλοτέρου επιπέδου.

Η αποζημίωσις (επιστροφή) έχει μίαν νομικήν, οικονομικήν, κοινωνικήν, προ παντός δε μίαν πολιτικήν σημασίαν, διότι το φοβερόν αδίκημα των διωγμών είχεν πολιτικά αίτια. Όλα εξαρτώνται λοιπόν από την πρακτικήν εφαρμογήν και από την νομιμότητα και την σύνεσιν όλων των συμμετεχόντων. Εάν η ακαμψία και η σκληρότης του Νόμου δώση αφορμήν εις τους υποχρέους, να προσφέρουν εις τους δικαιούχους λογικούς συμβιβασμούς και το μήκος των υποθέσεων υποχρεώσει αυτούς προς αποδοχήν των συμβιβασμών, τότε και οι ανεπαρκείς [αποζημιώσεις] δύνανται να φέρουν ευλογίαν.

Όπως και αν έχη, δεν μας μένει άλλη λύσις από του να έλθωμεν ακόμη και σήμερον εις Βόννην δια μίαν τελικήν συζήτησιν.

Σας παρακαλώ λοιπόν, να μεσολαβήσετε δια τον καθορισμόν μιας συντόμου ημερομηνίας συναντήσεως εις τους αρμοδίους Κυρίους, εις την οποίαν να μετάσχουν, όπως και το έτος 1967 εν Αθήναις και το 1968 εν Βερολίνω, επίσης ανά είς αντιπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών και της Ελληνικής Πρεσβείας εν Βόννη, επίσης όμως και μία προσωπικότης υψηλής θέσεως της Διοικήσεως ή της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως.

Εν αναμονή της συντόμου απαντήσεώς σας, δεδομένου ότι η υπόθεσις δεν επιτρέπει πλέον αναβολήν, παραμένω

             Μετ’ εξαιρέτου τιμής

 

Γ’. Η επιστολή του G.S. Constant  προς τους Λόβιγγερ και Σαούλ, 9.1.1973

 εις χείρας του Προέδρου κ. [Ιωσήφ] Λόβιγγερ) …εις χείρας του εντεταλμένου επί των αποζημιώσεων κ. Αλβέρτου Σαούλ

Θέμα: Έκθεσις επί των περιπτώσεων αποζημιώσεων Ελλήνων Ισραηλιτών

Κύριοι,

Περατωθέντος του έτους 1972, έχω την τιμήν να γνωρίσω υμίν την θέσιν των ως άνω περιπτώσεων αποζημιώσεων, ως ακολούθως:

1. Ως γνωστόν είχον υποβληθεί εμπροθέσμως εν έτει 1959 εν όλω 1.300 αιτήσεις ιδιωτών.

2. Εξ αυτών επερατώθησαν από του έτους 1969 μέχρι του έτους 1972, 900 περίπου περιπτώσεις εισπραχθέντων των επιδικασθέντων ποσών δι’ απώλειαν χρυσού και τιμαλφών τα οποία ενεβάσθησαν υμίν, δηλονότι εις τους δικαιούχους. Εκ των εν λόγω περιπτώσεων εισεπράχθησαν εν όλω περίπου 6.500.000 DM (άτοκα) και 7.500.000 (εντόκως).

3. Εκκρεμούν εισέτι 180 έως 200 περιπτώσεις, αίτινες ελπίζομεν ότι θα αχθούν εις πέρας εντός του τρέχοντος έτους εφ’ όσον αποσταλούν τα ελλείποντα δικαιολογητικά. Εκ των εν λόγω εκκρεμουσών περιπτώσεων ελπίζομεν εις την είσπραξιν περίπου εισέτι 2.000.000 DM.

4. Αι απαιτήσεις δια απώλειαν οικοσκευών και εμπορευμάτων - εις εκείνας των περιπτώσεων εις τας οποίας δεν έχουν παραιτηθεί οι ενδιαφερόμενοι κατά την υπογραφήν συμβιβασμών δια τα χρυσαφικά  - έχουν απορριφθεί ή απορρίπτονται ως γνωστόν υπό των Γερμανικών Πρωτοδικείων και Εφετείων με το επιχείρημα της ελλείψεως περιγραφής αυτών και κυρίως ελλείψεως του αποδεικτικού της μεταφοράς εις την περιοχήν ισχύος του νόμου.

5. Σειρά περιπτώσεων απορριφθέντων υπό των Εφετείων, της ως άνω παραγράφου 4, εκκρεμούν κατόπιν αναιρέσεως προ του Ανωτάτου Διεθνούς Δικαστηρίου ORG του Βερολίνου, παρά του οποίου εκλήθημεν να δικαιολογήσωμεν τας περιπτώσεις ταύτας μέχρι τέλη Φεβρουαρίου 1973. 

6. Ως εκ των ανωτέρω εμφαίνηται πρόκειται να κλείσουν επιτυχώς δι’ απώλειαν χρυσού και τιμαλφών εν όλω περίπου 1.100 περιπτώσεις. 200 περίπου περιπτώσεις μέχρι του υποβληθέντος αριθμού αιτήσεων 1.300  έχουν απορριφθεί ή απορρίπτονται ως αδικαιολόγητοι, (είτε διότι εις τας αιτήσεις έχει αναφερθεί ότι δεν έλαβε χώραν απώλειαν τιμαλφών, είτε διότι πρόκειται περί περιπτώσεων Καβάλας, Ιταλικής κατοχής κλπ.

7. Τέλος γνωρίζω υμίν ότι εκ των 1.300 υποβληθεισών αιτήσεων επετεύχθησαν αυξήσεις άνω των 10.000 εις 100 περίπου περιπτώσεις, αποδειχθείσης δι’ ιδιαιτέρων δικαιολογητικών (δεν εννοούμεν ενόρκους καταθέσεις), της εξαιρετικής οικονομικής καταστάσεως των εν λόγω ζημιωθέντων κατά την περίοδον των διωγμών.

Μετά φιλικών χαιρετισμών

G. Constant [υπογραφή]

 

Όπως φαίνεται από την επιστολή προς M. Hirsch, 60.000 Εβραίοι μεταφέρθηκαν από την Ελλάδα στα στρατόπεδα «όπου [σχεδόν όλοι] και εθανατώθησαν». Η αξία των εβραϊκών περιουσιακών στοιχείων που λεηλατήθηκαν υπολογίζεται περίπου σε μισό δισεκατομμύριο μάρκα. Μόνον 1300 άτομα υπέβαλαν αιτήσεις αποζημιώσεως από περίπου 13000 οικογένειες Εβραίων, που συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν και δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Μέχρι την ημερομηνία αποστολής της «Σημειώσεως» - την 21/3/70 - είχαν καταβληθεί ως αποζημιώσεις 6.000.000 γερμ. Μάρκα, εκ των οποίων 5.000.000 στην Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης και μόνον, περίπου,  1.000.000 σε ιδιώτες. Αυτές οι μέχρι τότε αποζημιώσεις αναφέρονται στο χρυσό και τα κοσμήματα των Εβραίων, των οποίων την αξία ο Νεχαμά, από τις 2/4/46, υπολόγισε σε 130.000.000 γερμ. μάρκα. Με αποζημίωση, κατά μέσον όρο, 10.000 μάρκα για το κάθε άτομο που υπέβαλε αίτηση  «εμπροθέσμως» θα έπρεπε να διανεμηθεί συνολικό ποσόν 13.000.000 μάρκων. Σύμφωνα όμως με την διαδικασία καταβολής των αποζημιώσεων, όπως αυτή διαγράφεται στη παραπάνω «Σημείωση» «δεν θα καταβληθή ούτε το ήμισυ του ανωτέρω συμφωνηθέντος ποσού», δηλαδή των 13.000.000 μάρκων. Δια τούτο, ο δικηγόρος προτείνει μία διπλή δυνατότητα τακτοποιήσεως του ζητήματος αποζημιώσεων για τα τιμαλφή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στον Μ. Μέρτεν, του  οποίου δύο καταθέσεις θεωρούνται «υπό όλων των δικαστηρίων του Πρωτοδικείου Βερολίνου ως πιστευταί και αποδειχθείσαι». Σύμφωνα με τον  Μέρτεν, το σύνολο των κοσμημάτων προέρχεται μόνον από τις εβραϊκές οικογένειες της Θεσσαλονίκης, από τις ίδιες προέρχονται και οι «300-400 πολυτελείς οικοσκευές [καθώς] και τα αποθέματα εμπορευμάτων», τα οποία – οικοσκευές και εμπορεύματα – φορτώθηκαν στα τραίνα και «αφίχθησαν εις την ισχύουσαν περιοχήν του BRUG.». Εδώ συμβαίνει το εξής, ισχυρό, παράδοξο: Όπως προκύπτει, ο νομικός εκπρόσωπος «υποχρεώνεται» να χρησιμοποιήσει τις καταθέσεις του Μέρτεν, προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιον των αιτούντων Εβραίων, καθώς σύμφωνα με αυτές, καθίσταται ενεργός ο νόμος περί αποζημιώσεων της Ομοσπονδιακής Γερμανικής Κυβερνήσεως και συγχρόνως, αυτές οι ίδιες καταθέσεις καλύπτουν τις απαιτήσεις του νόμου περί αποζημιώσεως των Εβραίων από την Ελλάδα – ιδίως των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αποδεικνύεται, δηλαδή, η ύπαρξη των αναφερομένων περιουσιακών στοιχείων ( τιμαλφή – πολυτελείς οικοσκευές – εμπορεύματα) αλλά και η μεταφορά τους στον χώρο της Δυτικής Γερμανίας, χώρο ισχύος του νόμου περί αποζημιώσεων.

Σύμφωνα με τον  Μέρτεν, το σύνολο των κοσμημάτων, οι «300-400 πολυτελείς οικοσκευές [καθώς] και τα αποθέματα εμπορευμάτων»,   προέρχονται, άπαντα, μόνον από τις εβραϊκές οικογένειες της Θεσσαλονίκης, από αυτές λεηλατήθηκαν και στη συνέχεια φορτώθηκαν στα τραίνα και «αφίχθησαν εις την ισχύουσαν περιοχήν του BRUG».

Ο προϊστάμενος του Γραφείου Καγκελαρίου αποστέλλει προς τον Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιστολή, στην οποία διατυπώνεται ανάγλυφα η διαφορά εκτιμήσεως  του Γραφείου, απέναντι στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών κατά τη δικαστική διαδικασία  των 1300 αιτήσεων αποζημιώσεως των Εβραίων δικαιούχων. Όπως προκύπτει από την επιστολή, το Γραφείο Καγκελαρίου επιθυμούσε να ρυθμιστούν συμβιβαστικώς οι αιτήσεις που υπεβλήθησαν ήδη από το 1959/1960, ενώ, αντιθέτως, το Υπουργείο Οικονομικών (και η γερμανική δικαιοσύνη) κωλυσιεργούν  και πράττουν ότι είναι δυνατόν είτε για να αποφύγουν την καταβολή αποζημιώσεως είτε, κυρίως, για να αποδώσουν μέρος της αιτούμενης αποζημιώσεως εις τους δικαιούχους Εβραίους. Στην επιστολή αναγνωρίζεται ότι, παρά τις αρχικές υποσχέσεις του Υπουργείου περί καλής θελήσεως, χρειάστηκαν 10 «πλήρη έτη» έως ότου το 1969 εγκριθούν μερικοί συμβιβασμοί και αυτοί μόνον αναφορικώς με τις απαιτήσεις περί κοσμημάτων. Προς ενίσχυση των επιχειρημάτων του ο Προϊστάμενος παραθέτει κρίση - παραίνεση του αντιπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών, με την οποία καλείται το Υπουργείο των Οικονομικών όπως καταβάλει συμβιβαστικώς κατά μέσον όρον 10000 μάρκα. Ο ίδιος αντιπρόσωπος αναφέρεται στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα και περιγράφει την κατάσταση των Ισραηλιτών της Ελλάδος ως ασυνήθως τραγική. Στο έγγραφο αυτό παρέχεται, επί πλέον,  η πληροφορία ότι ο Μ. Μέρτεν υπήρξε προϊστάμενος των Υπηρεσιών αποζημιώσεων Βερολίνου και είχε τη γνώμη   πως το υλικό το οποίον υποστήριζε τις αιτήσεις των Ελλήνων Εβραίων περί αποζημιώσεως «ήτο επαρκέστατον» σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου. Η στάση αυτή, συμπληρώνει το μεταπολεμικό πρόσωπο του Μέρτεν ενώ, παραλλήλως, η παρουσία του ως προϊσταμένου της συγκεκριμένης υπηρεσίας σηματοδοτεί τις ιδιαίτερες θέσεις στις οποίες διορίστηκαν και εργάστηκαν σημαντικά στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, αμέσως μετά τον πόλεμο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελευταίο έγγραφο που δημοσιεύεται εδώ: η επιστολή του G. Constant  προς το ΚΙΣ και την ΙΚΘ (ακριβώς, όπως σημειώνεται σε αυτή την τελευταία, «εις χείρας του εντεταλμένου επί των αποζημιώσεων Αλβέρτου Σαούλ») – η οποία σήμερα απόκειται στο αρχείο της κ. Άντυς Σαούλ. Η επιστολή με ημερομηνία 9.1.1973, περιγράφει την πορεία των αποζημιώσεων των Ελλήνων Ισραηλιτών. Υπεβλήθησαν εμπροθέσμως, κατά  το έτος 1959, 1300 αιτήσεις αποζημιώσεως  ιδιωτών, εξ αυτών επερατώθησαν 900 περίπου κατά το διάστημα 1969 έως 1972   και εκκρεμούν άλλες 180 έως 200 για τις οποίες ο G. Constant  ελπίζει ότι θα περατωθούν εντός του 1973. Από τις αιτήσεις, 200 περίπου έχουν απορριφθεί ή απορρίπτονται, για διαφόρους λόγους, «ως αδικαιολόγητοι» Έχουν εισπραχθεί για τις 900 περιπτώσεις; περίπου 6.500.000 DM  (άτοκα) και 7.500.000 (έντοκα) ενώ εκτιμάται ότι θα εισπραχθούν 2.000.000 DM για αυτές που μένει να «αχθούν εις πέρας…εφ’ όσον αποσταλούν τα ελλείποντα δικαιολογητικά». Οι απαιτήσεις των αιτούντων για την απώλεια οικοσκευών και εμπορευμάτων «έχουν απορριφθεί ή απορρίπτονται.

Όπως προκύπτει από την ίδια επιστολή, 1300 Έλληνες Εβραίοι κατέθεσαν  αιτήσεις έως το έτος 1959,   προκειμένου να αποζημιωθούν, και 10 ολόκληρα χρόνια αργότερα οι αιτήσεις αυτές άρχισαν να εξετάζονται ενώ χρειάστηκε διάστημα, ακόμη, 3-4 ετών προκειμένου να κλείσουν οι 900 – υπολογίζεται  ότι 200 θα περαιωθούν εντός του έτους 1973  και 200, από το σύνολο των 1300, απορρίπτονται οριστικά για το τμήμα της απώλειας χρυσού και χρυσαφικών, προφανώς και για το σύνολο των απαιτήσεων. Μετά από 14 χρόνια αναμονής και μετά τη συγκέντρωση και τη μετάφραση και την ανταλλαγή πλήθους εγγράφων 900 άτομα έλαβαν περιορισμένα ποσά ως αποζημίωση των περιουσιών τους που λεηλατήθηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις (και τους   συνεργάτες τους) κατά τη διάρκεια της κατοχής.

Η Παρ. Σιδηροπούλου ύστερα από 14 χρόνια αναμονής και ενεργειών μέσω του δικηγόρου της εισέπτραξε 10.000 μάρκα [περίπου 80.000 δραχμές] και πολύ πιθανόν άλλες 200.000 δραχμές, το ήμισυ της αξίας οικοσκευής όπως την είχε εκτιμήσει η ίδια, ενώ δεν αποζημιώθηκε για την ξυλεία των αποθηκών στο Λαγκαδά, των οποίων ή αξία ήταν πολλαπλάσια από τις συνολικές αξίες των κοσμημάτων και της οικοσκευής.

Η υποβολή των αιτήσεων και το πλήθος των απαραίτητων εγγράφων τα οποία έπρεπε να συγκεντρώσουν οι Εβραίοι δικαιούχοι και να καταθέσει ο δικηγόρος των, η αναμονή και ο μακρόσυρτος χρόνος των επί μέρους ενεργειών, συνεδριάσεων και αποφάσεων, όλα αυτά  συνιστούν τον κίνδυνο να θεωρήσει κανείς ότι επρόκειτο για μία αποζημίωση τεχνικής φύσεως, όπως εάν κάποιοι είχαν προξενήσει υλικές ζημιές και υποχρεώνονταν από τα δικαστήρια να  αποζημιώσουν τους παθόντες. Ο τρόπος που κινούνται οι υπηρεσίες του Υπουργείου των Οικονομικών (και η δικαιοσύνη) οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Με άλλα λόγια λείπει από τα έγγραφα, από το κάθε έγγραφο, η μνεία του θανάτου των δολοφονημένων, των χιλιάδων αθώων στη περίπτωσή μας Ελλήνων Εβραίων. Αυτοί δολοφονήθηκαν και, ταυτοχρόνως, οι περιουσίες τους  έγιναν βορά σε χέρια επιτηδείων – των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων και των ελλήνων χριστιανών συνεργατών τους. Ο κάθε ένας από τους Εβραίους που κατέθετε αίτηση είχε χάσει, συνήθως, τα μέλη των οικογενειών και από τη πλευρά της μητέρας του και από αυτήν του πατέρα του. Η Παρασκευή Σιδηροπούλου ζούσε την απώλεια των συγγενών της: από τη πλευρά της μητέρα της, του θείου, της θείας και των πρώτων εξαδέλφων της και μαζί ζούσε την απώλεια των μελών της δικής της πατρικής οικογένειας, της μητέρας της και των αδελφών της, Μαζί όμως με τα μέλη των οικογενειών τους, οι αιτούντες αποζημίωση (και η Παρασκευή Σιδηροπούλου) είχαν απολέσει και το σύνολον σχεδόν – το 96% προκειμένου για τη Θεσσαλονίκη – των ομοθρήσκων  αδελφών τους. Η παλαιά κοινότητα των Εβραίων Σεφαρδιτών της Θεσσαλονίκης, οι Έλληνες Εβραίοι μετά το 1912, περίπου το 25% των κατοίκων της Θεσσαλονίκης το 1940, είχαν οριστικά χαθεί [μετά το τέλος του πολέμου] και μαζί με αυτούς είχε –σχεδόν – χαθεί ο σπουδαίος πολιτισμός τους, οι παραδόσεις τους, το πλήθος των εντύπων τους. Και είχε σταματήσει να ακούγεται στους δρόμους και στην αγορά ένα από τα πολυτιμότερα στοιχεία το οποίο επί αιώνες χαρακτήριζε την παρουσία τους στη πόλη: η γλώσσα τους, την οποία είχαν κρατήσει ζωντανή από την χώρα της καταγωγής τους, την Ισπανία, και την είχαν επιβάλει στους ομοθρήσκους τους, εκείνους με καταγωγή από άλλες χώρες της Ευρώπης.  


Έγγραφα.

1. Αριθμός 4220 - Αγοραπωλησία αγρού δραχμών 1800, 2 Οκτωβρίου 1922

Ο Ιακώβ, η Λούτσα [Λούτσια] σύζυγος Μορδοχάη Σαλέμ, η Εστερίνα σύζυγος Σαμουήλ Φλωρεντίν και η Μπονόζα χήρα Συμών Ρούσσου, πωλούν αγρό εις τον Τράικον Τάνον αντί 1800 δραχμών [ακριβές αντίγραφον, 15 Φεβρουαρίου 1971].

 

2. Αριθμός 5305 - Αγοραπωλησία ακινήτου δραχ.135.000, 29 Απριλίου 1925

Ο Ιακώβ Συμών Ρούσσος, ο Μορδοχάη Σαλέμ ως πληρεξούσιος της Μπονόζα χήρας Συμών Ρούσσο  και της συζύγου του Λούτσα και [ο] Σαμουέλ Ιακώβ Φλωρεντίν  ως πληρεξούσιος της συζύγου του Εστερίνας πωλούν στον Γεώργιον Παλαιοχωρινό  εν Πανδοχείον … ελεύθερον παντός βάρους …αντί 135.000 δραχμών. [αντίγραφο]


3. Αριθμός 8743 - Αγοραπωλησία μεριδίων Δρ. 20.000, 15 Ιουλίου 1930.

Η Εστερίνα χήρα Σαμουέλ Φλωρεντίν, θυγάτηρ Συμών Ρούσου πωλεί εις τον αδελφόν της Ιακώβ Συμών Ρούσο το εν τέταρτον εξ αδιαιρέτου 1) μιας διορόφου οικίας μετά της αυλής και του υπ’ αυτής οικοπέδου κειμένης εντός της κωμοπόλεως Λαγκαδά  και συνορευομένης γύρωθεν με οικία Αλβούς Σαμουέλ Φλωρεντίν …και Συναγωγήν 2) Το εν τέταρτον εξ αδιαιρέτου μιας αποθήκης κειμένης εντός της κωμοπόλεως Λαγκαδά… , περιελθόντα αυτή εκ κληρονομίας του πατρός της Συμών Ρούσου, αποβιώσαντος κατά το έτος 1919 […], [ακριβές αντίγραφον, 15 Φεβρουαρίου 1971].

 

4. Αριθμός 3709. Πωλητήριον ακινήτου  δραχμ. 25.000, 17 Ιανουαρίου 1940

ο Αλέξανδρος Αστερίου Βοσνακίδης πωλεί εις τον Γιακώβ Συμεών Ρούσσο, το ήμισυ μαγαζείου χρησιμοποιουμένου ως ξυλαποθήκη κειμένου εντός της κωμοπόλεως Λαγκαδά επί της οδού Λουτρών - 4ης Αυγούστου συνορευομένου γύρωθεν … με μαγαζείον Ρικέτας Ιωσήφ Σαλέμ […] [ακριβές αντίγραφον 15 Φεβρουαρίου 1971, το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 25.2.1971].

 

5. Αριθμός 3744. Πωλητήριον ακινήτου δραχμών 25.000, 6 Φεβρουαρίου 1940,

Ο  Γιακώβ Συμεών Ρούσσο, ξυλέμπορος, αγοράζει από τον Δημήτριο Νάνο «το ήμισυ εξ αδιαιρέτου ενός μαγαζείου χρησιμοποιουμένου ως ξυλαποθήκη μετά του υπ’ αυτού και πέριξ αυτού οικοπέδου και του όπισθεν αυτού οικοπέδου, κειμένου εντός της πόλεως Λαγκαδά και επί της οδού 4ης Αυγούστου πρώην Λουτρών και συνορευομένου γύρωθεν με οδόν 4ης Αυγούστου, με μαγαζείον Ρικέτας Ιωσήφ Σαλέμ …» [ακριβές αντίγραφον, 15 Φεβρουαρίου 1971, το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά]


6. Απόφασις,  Αριθμ. 2129, 22 Οκτωβρίου 1949.

Η εκκαλούσα - αιτούσα Βούλα ή Ζαιρμέν συζ. Γεωργίου Σιδηροπούλου θυγ. Σαμουήλ Φλωρεντίν κατά του ισραηλίτη Σ. Σ. κατοίκου Θεσσαλονίκης. Το Δικαστήριον «αναγνωρίζει, ότι ο εκ μητρός θείος της εναγούσης Ιακώβ Σιμών Ρούσο, η θυγάτηρ αυτού Φλώρα Ιακώβ Ρούσο και ο υιός του Μωΰς Ιακώβ Ρούσο, κάτοικοι Λαγκαδά, συναπεβίωσαν εν Μπιργκενάου της Πολωνίας την 10ην Μαΐου 1943 και ότι πλησιεστέρα συγγενής κατά τον χρόνον του θανάτου του Ιακώβ Σιμών Ρούσο και των τέκνων αυτού, Φλώρας και Μωΰς Ιακώβ Ρούσο, ετύγχανεν η ενάγουσα.» [το ίδιο - αντίγραφο - μεταφρασμένο στα γερμανικά, 2.3.1971].


7. Απόφασις Αριθμ. 2218, 23 Σεπτεμβρίου 1950.

[…]

Η αιτούσα δια της από 10ης Αυγούστου 1950 προς το Δικαστήριον τούτο απευθυνομένης αιτήσεώς της …αιτείται…να βεβαιωθή δικαστικώς ότι ο εκ μητρός θείος της Ιακώβ Σιμών Ρούσο η θυγάτηρ του Φλώρα Ιακώβ Ρούσο και ο υιός του Μωΰς Ιακώβ Ρούσο κάτοικοι Λαγκαδά συναπεβίωσαν εν Μπιργκενάου της Πολωνίας την 10ην Μαΐου 1943. […]

«Επειδή εκ της εξετάσεως του μάρτυρος επαρκώς κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου εβεβαιώθη ότι οι εν τη αιτήσει αναφερόμενοι Ισραηλίται απεβίωσαν εν Μπιργκενάου της Πολωνίας το έτος 1943 δεν εβεβαιώθη δε ο μην και η ημέρα του θανάτου τούτων δέον όπως γίνη δεκτή εν μέρει η κρινομένη αίτησις και βεβαιωθή το αναφερόμενον τούτο γεγονός. Δια ταύτα [το Δικαστήριον] δέχεται εν μέρει την κρινομένην αίτησιν. Βεβαιοί ότι ο Ιακώβ Σιμών Ρούσο η θυγάτηρ αυτού Φλώρα Ιακώβ Ρούσο και ο υιός Μωΰς Ιακώβ Ρούσο κάτοικοι εν ζωή Λαγκαδά απεβίωσαν το έτος 1943 εν Μπιργκενάου της Πολωνίας.» [ακριβές αντίγραφον, 22-7-1971].

 

8. Αριθμός 20237 – Ένορκος βεβαίωσις, 31 Ιανουαρίου 1951.

Οι Νισίμ Λιάου Νισίμ, 34, έμπορος και Σιμών Πιτσών του Σολομώντος, 33, υπάλληλος,  [κάτοικοι Θεσσαλονίκης] βεβαιώνουν πως «…αληθές είναι ότι η Βούλα σύζυγος Γεωργίου Σιδηροπούλου, τυγχάνει θυγάτηρ του Σαμουήλ Φλωρεντίν και της Εστερίνας Συμεών Ρούσσο, αύτη δε τυγχάνει μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Ιακώβ Συμεών Ρούσσο, τέως κατοίκου Λαγκαδά, όντος αδελφού της μητρός της (θείου της)…Ταύτα γνωρίζομεν εξ ιδίας αντιλήψεως ως παλαιοί οικογενειακοί φίλοι». [αντίγραφο, 19.2.71, το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά 25.2.1971]

 

9. [Επιστολή/σημείωμα της Παρασκευής Σιδηροπούλου προς τον δικηγόρο του Αμβούργου Δόκτορα Γεώργιο Κωνσταντόπουλο (Dr. G.S.Constant)]

Εν Θεσσαλονίκη τη 23 Νοεμβρίου 1960

Αξιότιμε κύριε Κωμστάντ [Κονστάντ],

Με τις πρώτες ενέργειες που έγιναν μέσω της Κοινότητος εστάλη και μία ένορκος βεβαίωσις ότι είμαι η μόνη κληρονόμος της μητέρας Εστερίνας χήρας το γένος Ρούσσο, τώρα σας στέλλω και τον κατάλογο σύμφωνα με αυτά που γράφει η εγκύκλιος.

Επειδή το χρονικόν διάστημα είναι ελάχιστον και είναι αδύνατον να μεταφραστούν διότι αργεί το Προξενείο, Σας τα στέλλω Ελληνικά γραμμένα. Ελπίζω να λάβετε τον κόπο να μου απαντήσετε αν χρειάζονται συμπληρωματικά έγγραφα και ό,τι άλλες αποδείξεις ώστε να σας τα στείλω. Θα ήθελα να σας πω, ότι εάν υπάρχει τρόπος να γραφούν εκεί στην Γερμανική, βεβαίως δι’ εξόδων μου, θα ήταν μεγάλη εξυπηρέτησις προς εμέ. Ο φάκελος μου  είναι αριθμός 569.

Μεθ’ υπολήψεως, Π. Σιδηροπούλου [δακτυλογραφημένο, υπογραφή].

 

10. Η Ισραηλιτική Κοινότης Θεσσαλονίκης, 18 Οκτωβρίου 1962

                 Πιστοποιεί ότι:

Ως προέκυψεν εκ της γενομένης ερεύνης και των παρ’ ημίν στοιχείων.

Ι. ΟΙ Ισραηλίται μέλη της Κοινότητός μας ταύτης και κάτοικοι εν ζωή της αυτής πόλεως

1) Εστέρ ή Εστρίνα χήρα Σαμουήλ Φλωρεντίν το γένος Συμών Ρούσσο [Εστερίνα, 1893]

2)  Ζακ ή Ιακώβ Σαμουήλ Φλωρεντίν [18/5/1915]

3) Ματίλδη σύζ. Μωσέ Αλλαλούφ το γένος Σαμουήλ Φλωρεντίν [28/10/1913]

4) Γράσια θυγ. Σαμουήλ Φλωρεντίν [23/7/1917]

5) Λουκία θυγ. Σαμουήλ Φλωρεντίν [16(;)/3/1919]

Συνελήφθησαν πάντες ενταύθα κατά τας ομαδικάς συλλήψεις των Ισραηλιτών παρά των γερμανικών αρχών …και μετεφέρθησαν εις τα στρατόπεδα του Άουσβιτς – Μπυργκενάου , χωρίς  έκτοτε και μέχρι σήμερον να δώσωσι σημεία ζωής, ώστε να καθίσταται βέβαιον ότι εθανατώθησαν ομαδικώς εις τους επί τούτω προητοιμασμένους θαλάμους των ασφυξιογόνων.

ΙΙ. Των ανωτέρω επέζησαν πλησιέστεροι συγγενείς των…οι εξής:

1) Παρασκευή (πρώην Ραχήλ ή Ζερμαίν) σύζ. Γεωργίου Σιδηροπούλου το γένος Σαμουήλ Φλωρεντίν θυγάτηρ της πρώτης και αδελφή των λοιπών τεσσάρων. […] και ουδείς έτερος εγγύτερος ή ομοιόβαθμος αυτών.

Ο Πρόεδρος Ρ. Φρανσές, ο Γραμματεύς Λ. Μπενμαγιόρ.

[Σαμουήλ Φλωρεντίν 26/8/1888, Θεσσαλονίκη - ο γάμος του Σαμουήλ και της Εστερίνας έγινε στις 5/9/1912]

[Παρασκευή (πρώην Ραχήλ ή Ζερμαίν), ημερομηνία γεννήσεως 14/5/1922].

Σημείωση: Μέσα σε αγκύλες σημειώνονται χρονολογικά στοιχεία των μελών της οικογενείας της Παρασκευής Σιδηροπούλου, γραμμένα από το χέρι της ιδίας σε σημείωμα που περιλαμβάνεται στο αρχειακό υλικό.

 

11. Αριθμός 27491. Ένορκος βεβαίωσις, αριθμός 27.491, 26 Αυγούστου 1964

Όλγα, σύζυγος Κωνσταντίνου Πεσεξίδου [Βέροια] και Μαρία, σύζυγος Θεοδώρου Ξυμιτίδου [Νοβοροσίσκυ Ρωσσίας] - η ένορκος βεβαίωσις υπ’ αριθ. 27491 δημοσιεύεται εντός του κειμένου.

 

12. Constant, Αμβούργον

                               Σημείωσις, 21/3/1970

Δια τον κ. Martin Hirsch μέλος του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου 

Αφορά: Νόμιμοι απαιτήσεις αποδόσεων των Ελλήνων Εβραίων [το σημείωμα δημοσιεύεται εντός του κειμένου].

 

13.  Αριθμός 7.361 Υπεύθυνος Δήλωσις, 6 Νοεμβρίου 1970

Η Παρασκευή Σιδηροπούλου [πρώην Ζερμαίν ή Ραχήλ Φλωρεντίν]  Δηλώνει ότι η μητέρα της συνελήφθη και μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα Άουσβιτς – Μπιρκενάου «χωρίς έκτοτε να δώσει σημεία ζωής» - η δηλούσα θεωρεί βέβαιον ότι η μητέρα της  εκεί  θανατώθηκε. Υπήρξε σύζυγος του Σαμουήλ Φλωρεντίν (1880). Τέκνα: Ματίλδη (1913), Ζάκ ή Ιακώβ (1915) Γκράτσια (1917) Λουκία (1919) και η δηλούσα (1922). Όλοι αυτοί οι προαναφερθέντες, (εκτός της δηλούσης),  εθανατώθησαν στα στρατόπεδα Άουσβιτς – Μπιρκενάου. Μόνη κληρονόμος της μητέρας της και των αδελφών της είναι η ίδια, η Παρασκευή σύζυγος Γεωργίου Σιδηροπούλου.

 

14. Υπηρεσία Αποζημιώσεων Βερολίνου , Βερολίνο 8 Δεκεμβρίου 1970

Υπόθεση αποζημιώσεως Παρασκευής Σιδηροπούλου το γένος Φλωρεντίν.

Ο πληρεξούσιος της αιτούσης στην υπόθεση αυτή Dr. Jur. G.S.Constant εναντίον

του Γερμανικού Ράϊχ,

εκπροσωπουμένου από την Ανωτέρα Υπηρεσία Οικονομικών του Βερολίνου.

Η υπηρεσία αποφάσισε μέσω του δικαστή Müßig:

1) Ο αντίδικος καταδικάζεται να καταβάλει στην αιτούσα, βάσει του Γερμανικού νόμου περί αποζημιώσεων, το ποσόν των DM 10.000 .-

2. Η υπόθεση δεν βαρύνεται από δικαστικά έξοδα.

Αιτιολόγηση: Έγκριση αποζημίωσης 10.000 DM για τα κοσμήματα και αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα που της αφαιρέθηκαν. [Η αιτούσα θα εισπράξει την αποζημίωση ] ως αποδεδειγμένη κληρονόμος της μητέρας της, Esther Florentin, παρότι δεν προσκομίστηκαν τα πιστοποιητικά μεταφοράς που απαιτεί η παράγραφος 5 του γερμανικού νόμου περί αποζημιώσεων.

Ο αντίδικος (δλ. η Ανωτέρα Υπηρεσία Οικονομικών του Βερολίνου) δηλώνει πρόθυμος να καταβάλει το ποσόν των 10.000 DM …προς εξόφλησιν όλων των αξιώσεων αποζημίωσης για όλα τα αφαιρεθέντα κοσμήματα και πολύτιμα μέταλλα.

  

15. WGA von Berlin, Berlin 8.12.1970

Απορριπτική απόφαση: οι αξιώσεις αποζημίωσης απορρίπτονται, χωρίς τα δικαστικά έξοδα να επιβαρύνουν την αιτούσα. Για την οικοσκευή και τα εμπορεύματα –πρόκειται για εξοπλισμό επιχειρήσεων- οι αξιώσεις της είναι αδικαιολόγητες. …δεν μπορεί να υπάρξει τεκμηρίωση των αξιώσεων της,  βάσει της παραγράφου 5 του γερμανικού περί αποζημιώσεων νόμου, εφ’ όσον δεν αποδεικνύεται ότι μετά την αφαίρεση των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του τότε Γερμανικού Ράϊχ αυτά είχαν μεταφερθεί στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή στην ευρύτερη περιοχή του Βερολίνου. Τα πιστοποιητικά που έπρεπε να προσκομίσει δεν προσκομίστηκαν.   

 

16. Επιστολή]: G.S. Constant, Hamburg, 5.2.71

Θέμα: Αίτησις Νο 569.

Επί της ως άνω αιτήσεως γνωρίζομεν υμίν τα ακόλουθα:

1)Επί της διαδικασίας 569 αφορώσαν τα τιμαλφή, αποστέλλομεν υμίν εσωκλείστως απόφασιν των WGA Βερολίνου από 8.12.70 δια το ποσόν των 10.000 μάρκων […]

2) Επί της διαδικασίας 569 Α και 569Β αφορώσαν τα εμπορεύματα και την πολύτιμον οικοσκευήν, αποστέλλομεν υμίν απορριπτικήν απόφασιν των WGA Βερολίνου από 8.12.1970. Εναντίον της αποφάσεως αυτής προσέφυγον εις το Πρωτοδικείον Βερολίνου την 17.12.70. Επειδή εκλήθην όπως εντός μηνός δικαιολογήσω την προσφυγήν μου και λαμβανομένου υπ’ όψιν, ότι αι μεγάλαι αυταί απαιτήσεις έχουν πιθανότητα επιτυχίας, παρακαλώ, όπως το συντομότερον φροντίσητε να μας αποστείλητε όσο το δυνατόν συντομότερον και όσον το δυνατόν περισσότερα δικαιολογητικά (όχι απλώς ενόρκους καταθέσεις), εκ των οποίων να εμφαίνεται η ύπαρξις των εν λόγω εμπορευμάτων και της πολυτίμου οικοσκευής ως και η οικονομική κατάστασις της αειμνήστου μητρός σας.

Πάντοτε επί τη βάσει της αρχικής αναγγελίας από 24.12.58 εις την οποίαν έχετε αναφέρει απώλειαν τιμαλφών 300.000 δρχ. και απώλειαν εμπορευμάτων 2.800.000 και οικοσκευής 400.000.

Εις την ένορκον κατάθεσιν 27491, έχετε περιγράψει ταύτα με ένα όμως λάθος: Ξυλεία οικοδομής 13000 προς 2200 δρχ. το κυβικόν κάνει 28.600.000 δρχ. Δέον ως εκ τούτου, όπως υποβάλλετε συμπληρωματικήν ένορκον κατάθεσιν εις την οποίαν να διορθώνετε το λάθος αυτό  και επί τη ευκαιρία να περιγράφετε ακόμη λεπτομερέστερον τα αφαιρεθέντα αντικείμενα, προσδιορίζουσα τα πολυτιμότερα εξ αυτών, ως αντίκες κ.λ.π., χαλιά, έργα τέχνης, ζωγραφιστούς πίνακες κ.λ.π.έπιπλα αντίκες, αναφέροντες το είδος αυτών κ.λ.π.

Περαιτέρω παρακαλώ όπως φροντίσητε δια την υποβολή σχετικών πιστοποιητικών, αρχών, αστυνομικού τμήματος, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών, εμπορικού επιμελητηρίου, εμπορικού συλλόγου, εφορίας περί του εισοδήματος, υποθηκοφυλακείου περί τυχόν υπάρξεως ακινήτων, προικοσυμφώνου και ό,τι άλλο, εκ του οποίου να εμφαίνητε η εξαιρετική κατάστασις της οικογενείας δικαιολογούσα την ύπαρξιν πολυτίμου οικοσκευής και τόσον πολυτίμων εμπορευμάτων.

Αξίζει τον κόπον να ασχοληθείτε επισταμένως με την προμήθειαν των εν λόγω δικαιολογητικών, ακόμη και αν είναι δύσκολος αύτη. Εν ανάγκη βοηθουμένη εκεί υπό δραστηρίου Δικηγόρου. Η υπόθεσίς σας ευρίσκεται κατά τύχην προ δικαστού, ο οποίος είναι ευμενώς διατεθειμένος να ανταποκριθή  ενδεχομένως εις τας εν λόγω απαιτήσεις, εφόσον του προσκομίσωμεν φυσικά ανάλογα δικαιολογητικά, εκ των οποίων να εμφαίνηται η ύπαρξις των εν λόγω αντικειμένων και εμπορευμάτων και η οικονομική κατάστασις της οικογενείας.

Φυσικά, προϋπόθεσις κατά τον νόμον είναι ότι εκτός της αφαιρέσεως πρέπει να αποδειχθή και η μεταφορά ή τουλάχιστον η φόρτωσις των εν λόγω αντικειμένων εις την περιοχήν ισχύος του νόμου δηλαδή εις την περιοχήν της σημερινής Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας. Τούτο. <δεν> είναι φυσικά δυνατόν για κάθε μεμονωμένη περίπτωσιν, αλλά επί τη βάσει μακροχρονίων ερευνών και προσπαθειών μας, τα δικαστήρια φαίνεται ότι είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν την μεταφορά πολυτίμων οικοσκευών και μεγάλων αποθηκών εμπορευμάτων από τη Θεσσαλονίκη στη Δ. Γερμανία επί τη βάσει διαφόρων δοκουμέντων που υπεβάλαμεν και της καταθέσεως του Δρ. Μέρτεν τον οποίον και πάλιν θα χρησιμοποιήσωμεν προς απόδειξιν prima facie των εν λόγω μεταφορών εις τας οποίας εμπίπτει και η δική σας περίπτωσις. […]

[χειρόγραφος επιστολή, υπάλληλος/οι του Γραφείου Dr.Jur. G.S. Constant γράφουν τις επιστολές προς τους πελάτες και τις υπογράφουν αντί αυτού].


17. Πιστοποιητικόν, Ο Δήμαρχος Λαγκαδά, Πιστοποιεί ότι

Εις τα παλαιά καταργηθέντα και μη ισχύοντα ήδη Δημοτολόγια υφίσταται μερίς υπ’ αυξ. αριθμ. 1213 της οικογενείας Ρουσώ Ιακώβ του Συμεών, με τα έναντι εκάστου ονόματος σημειούμενα στοιχεία:

1) Ρουσώ Ιακώβ του Συμεών αρχηγός, γεννηθείς το έτος 1879 εγγεγραμμένος εις τα Μητρώα αρρένων του Δήμου ημών υπ’ αύξ. αριθμ. 68 και έτος γεννήσεως 1879 (επτά–εννέα), έγγαμος επαγγέλματος Ξυλέμπορος, γεννηθείς εν Θεσ/νίκη κάτοικος Λαγκαδά, θρησκ. Ισραηλίτης.

2) Ρουκέτα Ιακώβ [Ρούσσο]  το γένος Ραμπένο Σακκή, σύζυγος γεννηθείσα το 1890 (εννέα – μηδέν), επαγγέλματος οικιακά.

3) Μουσιών, υιός, εγγεγραμμένος εις τα Μητρώα αρρένων του Δήμου ημών υπ’ αύξ. αριθμ.80 και έτος γεννήσεως χίλια εννεακόσια ένδεκα (1911), άγαμος, επάγγ. Ξυλέμπορος, γενν. Θεσ/νίκη, θρησκ. Ισραηλίτης.

4) Όλγα θυγάτηρ, γεννηθείσα το έτος 1919 (ένα – εννέα), άγαμος, οικιακά Ισραηλίτις.

5) Φλώρα, θυγάτηρ, γεννηθείσα το έτος 1923 (δύο – τρία) άγαμος οικιακά, Ισραηλίτις και

6) Μπονόζα Συμεών [Ρούσσο], άνευ έτους γεννήσεως, χήρα, οικιακά, Ισραηλίτις  ήτις απεβίωσεν την 23ην Μαρτίου του έτους 1942 (τέσσαρα – δύο).

Το παρόν εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως της Παρασκευής συζύγου Γεωργίου Σιδηροπούλου εις τετραπλούν, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί δια δικαστικήν υπόθεσιν.

               Εν Λαγκαδά τη 16 Φεβρουαρίου 1971

Η επί των Δημοτολογίων υπάλληλος Αθ. Σπυροπούλου, ο Δήμαρχος Ιωάν. Ζαγκλαβέρας


18. Πιστοποιητικό για τον Ρουσώ Ιακώβ του Συμεών, 18 Φεβρουαρίου 1971

«Ο  Δήμαρχος Λαγκαδά πιστοποιεί ότι ο Ρουσώ Ιακώβ του Συμεών, Έλλην υπήκοος, θρησκεύματος Ισραηλίτης, φέρεται εγγεγραμμένος εις τα παρ’ ημίν τηρούμενα Μητρώα Αρρένων υπ αύξ. αριθμ.68 και έτος γεννήσεως χίλια οκτακόσια εβδομήντα εννέα (1879) και ότι ούτος ήσκει το επάγγελμα του Ξυλεμπόρου.

Το παρόν εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως της Παρασκευής Σιδηροπούλου εις τετραπλούν προκειμένου να χρησιμοποιηθή ενώπιον Δικαστηρίου. [το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 22.2.1971].

 

19. Εμπορικόν & Βιομηχανικόν Επιμελητήριον Θεσσαλονίκης, Πιστοποιητικόν, 19/2/1971

Ο Σαμουήλ Ι. Φλωρεντίν εφέρετο εγγεγραμμένος εις τα Μητρώα επωνυμιών του Επιμελητηρίου …υπό …αύξοντα αριθμόν Μητρώου 1901, έτος ιδρύσεως 1900 και χρονολογίαν εγγραφής 18.9.1934 ως ασχολούμενος επί της οδού Σπανδωνή αριθ. 29 με το εμπόριον κατειργασμένων δερμάτων διαγραφείς κατόπιν της από 25.2.1943 διαταγής των τότε Αρχών κατοχής […]. [το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 25.2.1971]

 

20. Αριθμός 6988 - Ένορκος βεβαίωσις, 18.2.1971

[ο Παντελής Τσαπάρας του Ιωάννου, ετών 84, γεννηθείς και κατοικών εις Λαγκαδάν, γεωργοκτηνοτρόφος και ο Χρήστος Νάκος του Φωτίου, ετών 84, συνταξιούχος ΤΕΒΕ, γεννηθείς και κατοικών εις Λαγκαδάν] καταθέτουν ενόρκως τα εξής:.

«Ομνύω … και βεβαιώ ότι ο Σιμών Ρούσο κάτοικος Λαγκαδά μέχρι του έτους 1919 ήτο έμπορος και δη ξυλέμπορος, ασχολούμενος επί πλέον και με άλλας επιχειρήσεις (επιχείρησιν λουτρών, είσπραξιν δεκάτης κλπ), είχε δύο ιππηλάτους αμάξας δια την μεταφοράν της ξυλείας κλπ εμπορευμάτων, και εν γένει ετύγχανεν καλός επιχειρηματίας και πρώτος νοικοκύρης με πολλά χρήματα μετά δε τον θάνατόν του εσυνέχισαν την επιχείρησιν τα τέκνα του Ιακώβ Ρούσσο και Εστερίνα θυγάτηρ Σιμών Ρούσσο σύζυγος Σαμουήλ Φλωρεντίν, αποτελούντα αφανή εμπορικήν εταιρείαν. Επίσης ο Σιμών Ρούσο είχεν την κατωτέρω ακίνητον περιουσίαν κειμένην εις διαφόρους θέσεις της Κτηματικής Περιφερείας Λαγκαδά ως γνωρίζομεν εξ ιδίας αντιλήψεως ως κάτοικοι Λαγκαδά, ήτοι […] 2) Μίαν αποθήκην δίπλα στην συναγωγήν - [περιγράφονται συνολικά 4 ακίνητα ιδιοκτησίας Σιμών Ρούσο]. [αντίγραφο, 20.2.1971, το ίδιο μεταφρασμένο στα  γερμανικά, 22.2.1971].

 

21. Άριθμός 6989. Ένορκος βεβαίωσις, 18 Φεβρουαρίου 1971

Ο Χρήστος Οικονόμου, γεννηθείς και κατοικών εις Λαγκαδά, ετών 59, έμπορος ηλεκτρικών ειδών  και ο Γεώργιος Πέϊκος γεννηθείς και κατοικών εις Λαγκαδά, ετών 42, έμπορος σιδηρικών καταθέτουν ενόρκως τα εξής «…βεβαιώ ότι γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως και είδον ιδίοις όμμασιν τον Απρίλιον και Μάϊον του έτους 1943 τους Γερμανούς να αδειάζουν και να παίρνουν τα εμπορεύματα από διαφόρους αποθήκας τας οποίας είχεν ιδιοκτήτους ή μεμισθωμένας και πλήρης εμπορευμάτων και δη ξυλείας και άλλων σχετικών εμπορευμάτων εις Λαγκαδάν ο Ιακώβ Συμών Ρούσσο, ξυλέμπορος κατά την εποχήν εκείνην εις Λαγκαδάν και μάλιστα από τους μεγαλυτέρους»… [αντίγραφον 20.2.1971, το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 23.2.1971]

 

22. Αριθμός 12.344 Ένορκος βεβαίωσις, 19 Φεβρουαρίου 1971

Ο Ιωάννης Ιωαννίδης γεννηθείς εις Μοναστήριον – Γιουγκοσλαυϊας το έτος 1911…[Κατέθεσε] ότι : «Αληθές τυγχάνει ότι κατά την κατοχήν της Ελλάδος …και δη κατά Απρίλιον και Μάιον του έτους 1943, υπηρετών ως υπάλληλος των Σ.Ε.Κ. εις τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν Θεσσαλονίκης, είδα δύο μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα έμφορτα οικοδομησίμου ξυλείας να ξεφορτώνουν και η ξυλεία να φορτώνεται εις σιδηροδρομικά βαγόνια αμαξοστοιχίας εξωτερικού. Τα αυτοκίνητα εφρουρούντο υπό Γερμανών στρατιωτών ο εις δε εκ των οδηγών ήτο Έλλην. Τούτον ηρώτησα από πού προέρχεται η ξυλεία και μου απήντησεν ότι εφορτώθη από αποθήκας Ισραηλίτου τινός εις Λαγκαδάν. Επειδή προπολεμικώς ακόμη εγνωριζόμην μετά της οικογενείας Φλωρεντίν, ηρώτησα σχετικώς και επληροφορήθην ότι η ξυλεία διηρπάγη υπό των Γερμανών από τας εν Λαγκαδά αποθήκας της Εστερίνας Φλωρεντίν και Ιακώβ Ρούσσου ως δε μεταγενεστέρως εκ της ιδίας κυρίας Σιδηροπούλου επληροφορήθην η κατά τον ανωτέρω τρόπον αρπαγείσα ξυλεία ανήρχετο εις δέκα τρεις χιλιάδας κυβικά μέτρα (13.000 κ.μ.) περίπου» […] [αντίγραφον, 20.2.1971, το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 25.2.1971].

 

23. αριθμός 12.319 Συμπληρωματική και διορθωτική ένορκος βεβαίωσις, 17 Φεβρουαρίου 1971.

[…] 13.000 κυβικά προς 2.200 κατά κυβικόν αξίας δραχμών 28.6000.000. Ήτοι διηρπάγησαν υπό των Ναζί περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας δραχμών (29.151.000) είκοσι εννέα εκατομμυρίων εκατόν πεντήκοντα μιας χιλιάδων, ήτοι δολαρίων ΗΠΑ 971.700.

Ακριβές αντίγραφον 20 Φεβρουαρίου 1971.

 

24. Οικονομική Εφορία Λαγκαδά, Εν Λαγκαδά τη 23-2-1971`

                                     Πιστοποιητικόν

Καθ’ α προκύπτει εκ των παρ’ ημίν τηρουμένων στοιχείων Φορολογίας Επιτηδεύματος, ο Ιακώβ Ρούσσο, εφέρετο εγγεγραμμένος εις τους Φορολογικούς Καταλόγους  Φορολογίας Επιτηδεύματος από του έτους 1926, ως ασκών εν Λαγκαδά το επάγγελμα του Ξυλεμπόρου, καταταγείς εις την 7ην κλάσιν. […] [«Τη αιτήσει της Παρασκευής συζύγου Γεωργίου Σιδηροπούλου χορηγείται το παρόν …ίνα τη χρησιμεύση ενώπιον των Γερμανικών Δικαστηρίων»], Ο Οικονομικός Έφορος Λαγκαδά. [το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 25.2.1971].

 

25. Dr jur. G.S. Constant,  Hamburg 14 Juli 1971

Frau Paraskewi Sidiropoulos

 …Όπως προκύπτει από την απόφαση της 6.7.1971, καταφέραμε να πείσουμε το δικαστήριο ότι μεταφέρθηκε πολυτελής οικοσκευή στην επικράτεια εκείνη όπου ισχύει ο περί αποζημιώσεως νόμος (δηλ. στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή στην ευρύτερη περιοχή του Βερολίνου), πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή αποζημιώσεως.

Το δικαστήριο πρότεινε στον αντίδικο (δηλ. την Ανωτέρα Υπηρεσία Οικονομικών του Βερολίνου) να προχωρήσει σε συμβιβασμό με την αιτούσα – εάν δεν επιτευχθεί συμβιβασμός, θα διοριστεί εκτιμητής για να προσδιορίσει το ποσό της αποζημίωσης που ο αντίδικος θα κληθεί να καταβάλει. Από το δικαστήριο μας ανατέθηκε να προσκομίσουμε ένορκη βεβαίωση του Ηλία Δούρου, προϊσταμένου της ΥΔΙΠ, σε σχέση με τα τότε γεγονότα.

Όσον αφορά την ξυλεία, το δικαστήριον αποφάσισε να ερωτηθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες εάν τότε έγιναν κατασχέσεις ξυλείας στην Ελλάδα, και αν στη συνέχεια η ξυλεία αυτή μεταφέρθηκε στη Γερμανία.

Βλέπετε ότι όλη η υπόθεση της αιτήσεως έχει λάβει μία ευτυχή τροπή. Σας παρακαλώ να με πληροφορήσετε, εάν θα μπορέσετε να προσκομίσετε έγγραφα σχετικά με τις τότε μεταφορές ξυλείας από την Ελλάδα στη Γερμανία.

Όσον αφορά την κατάθεση του κυρίου Δούρου, θα πρέπει να το συζητήσουμε αυτό το θέμα..

 

26. Πιστοποιητικόν – ο Δήμαρχος Λαγκαδά πιστοποιεί ότι

Ως προκύπτει εκ των… ενόρκων βεβαιώσεων… των μαρτύρων …

1) Ο Σιμών Ρούσο κάτοικος Λαγκαδά μέχρι του έτους 1919 ήτο έμπορος και δη ξυλέμπορος, ασχολούμενος και με άλλας επιχειρήσεις, και εν γένει ετύγχανε εις των ευποροτέρων κατοίκων του Λαγκαδά με αρκετήν ακίνητον περιουσίαν εις διαφόρους θέσεις… 

Την επιχείρησιν αυτού μετά τον θάνατόν του εσυνέχισαν τα τέκνα του Ιακώβ Ρούσσο και Εστερίνα θυγάτηρ Σιμών Ρούσσο σύζυγος Σαμουήλ Φλωρεντίν, αποτελούντα αφανή εμπορικήν εταιρίαν. …

2) Ότι την επιχείρησιν ταύτην ήτις ήτο από τας μεγαλυτέρας την εποχήν εκείνην εις Λαγκαδά αποτελουμένη από ιδιοκτήτους  αποθήκας πλήρεις εμπορευμάτων ξυλείας και άλλων σχετικών ειδών οικοδομισίμων, εξ ιδίας αντιλήψεως και [από τις καταθέσεις]  των μαρτύρων προκύπτει ότι τους μήνας Απρίλιον και Μάϊον του έτους 1943 εξεκένωσαν οι Γερμανοί παραλαμβάνοντες το περιεχόμενόν των με προορισμόν μεταφοράς των δια των ΣΕΚ εις Γερμανίαν. […]

Λαγκαδά, 30-7-1971

Ο Δήμαρχος Ιωάννης Μαγκλαβέρας

 

27.  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

[Προς τον ]Κύριον Δρα Κ. Σ. Κονστάν Αμβούργον

Εν Βερολίνω τη 19 Ιουλίου 1971

Εις την υπόθεσιν αποζημιώσεως της ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ κατά του ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ προσελήφθησαν τα πρακτικά υπ’ αριθ. 153 WGK 74/67 (ALVO)

Λαμβανομένης υπ’ όψιν της εκεί από 14 Μαΐου 1971 αιτήσεως δικαστικής συνδρομής […] προς επίσπευσιν της ενταύθα διαδικασίας παρακαλούμεν όπως προσκομισθούν πληροφορίαι του Υπουργείου Βορείου Ελλάδος ως και της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης περί των υπαρχόντων εκεί στοιχείων της αφαιρέσεως και της τύχης των οικιακών σκευών της Εσθήρ Φλωρεντίν και της Ξυλαποθήκης του Ιακώβου Σίμον (Συμεών) Ρούσο (Ρούσου) και να διαβιβασθούν εις το ως άνω Τμήμα. (Δηλ. το περιεχόμενον των ως άνω στοιχείων). Ο αντίδικος λαμβάνει αντίγραφον προς γνώσιν.

                                           Χίλλεμπραντ

                                             Πρωτοδίκης

[μεταφραστής Otto A. Kielmeyer…, 1.9.1971]

 

28. G. S. CONSTANT     Hamburg 22-7-71

 

σχεδόν επανάληψη του κειμένου του υπ’ αριθ.25 εγγράφου]

[…]

«Όπως βλέπετε και εκ του εν λόγω εγγράφου εν συνδυασμώ με την προδικαστικήν απόφασιν της 6-7-71 αι απαιτήσεις σας έχουν λάβει ευνοϊκήν τροπήν. Είναι καταφανής η πρόθεσις του Δικαστηρίου να ανταποκριθή εις τα αιτήματά μας, στηριζόμενο φυσικά εις ορισμένα στοιχεία.

Εάν τυχόν δεν υπάρχουν τοιαύτα, ίσως θα ήτο δυνατόν επί τη βάσει βεβαιώσεως των τοπικών Αρχών Λαγκαδά (Νομαρχίας, Δήμου, Σιδηροδρόμων κ.λ.π.)  να βεβαιώσουν τόσον το Υπουργείον Βορ. Ελλάδος, όσον και η Ισραηλιτική Κοινότης, ότι η εν λόγω οικοσκευή και η αποθήκη ξυλείας, αφηρέθησαν υπό των γερμανικών Αρχών Ασφαλείας κατά την γνωστήν χρονολογίαν και εφορτώθησαν δια την Δυτ. Γερμανίαν. Παρακαλούμεν και πάλιν όπως δράσητε επιμελώς, εν ανάγκη βοηθουμένη υπό του εκεί Δικηγόρου σας.

Τούτο θα ηδύνατο να βεβαιώσει και ο μάρτυς κ. Δούρος, περί του οποίου σας εγράψαμεν στην προηγουμένη μας επιστολή.

Εσωκλείστως σας αποστέλλομε μία φωτοτυπία επιστολής της γενικής Διευθύνσεως ΣΕΚ από 16 – 1 – 1961 ήτις εξεδόθη τη αιτήσει μας και ομιλεί γενικώς περί τοιούτων αφαιρέσεων και φορτώσεων εις Δ. Γερμανίαν… » [χειρόγραφη επιστολή από το γραφείο του G.S. Constant].

 


29.                                     Αντίγραφον

Ανωτέρα Οικονομική Διεύθυνσις Βερολίνου, Βερολίνον 6 Αυγούστου 1971

Επί της υποθέσεως αποδόσεως (επιστροφής) Παρασκευής  Σιδηροπούλου ./. Γερμανικόν Ράϊχ <περίπτωση 150 Σιδηροπούλου>. [το έγγραφο δημοσιεύεται εντός του κειμένου].

 

 

 

30. Αριθμός 4593 Έκθεσις ενόρκου βεβαιώσεως, 12 Αυγούστου 1971.

Καταθέτουν οι Όλγα Πεσεξίδου και Μαρία Ξυμιτίδου.

[εκτός των κοσμημάτων] […] Ήτοι διηρπάγησαν υπό των Ναζί περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας δραχμών είκοσι εννέα εκατομμυρίων εκατόν πεντήκοντα μιας χιλιάδων (29.151.000), ή δολαρίων ΗΠΑ 971.700.

[αντίγραφον, 12.8.1971, το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά.  Η έκθεση (με το τμήμα των κοσμημάτων) έχει δημοσιευτεί εντός του κειμένου].

 

31. Αίτησις Παρασκευής συζ. Γεωργίου Σιδηροπούλου το γένος Σαμουήλ Φλωρεντίν, Προς τον κ. Υφυπουργόν Περιφερειακής Διοικήσεως  Κεντρικής – Δυτικής Μακεδονίας, 20.9.1971

Κύριε Υπουργέ

Τυγχάνω εκχριστιανισθείσα Ισραηλίτις και μοναδική κληρονόμος …[του Ιακώβ Ρούσσο και των Σαμουήλ και Εστερίνας Φλωρεντίν], οίτινες ετύγχανον λίαν εύποροι έμποροι Ισραηλίται …

Βάσει διεθνών μεταπολεμικών συμβάσεων η Γερμανία ανέλαβε να αποζημιώση τους παθόντας ή τους κληρονόμους τούτων δια τον θάνατόν των ή την αιχμαλωσίαν των και δια την διαρπαγήν των περιουσιακών των στοιχείων ψηφισθέντος ειδικού γερμανικού περί αποζημιώσεων νόμου και εις επιταγήν και εφαρμογήν του, ως μόνη κληρονόμος των ανωτέρω, εν έτει 1956, το πρώτον, ήγειρον αγωγή αποζημιώσεως, ενώπιον του Πρωτοδικείου Βερολίνου, δι ης ητησάμην την καταβολήν σχετικής αποζημιώσεως δια την διαρπαγήν της οικοσκευής της μητρός μου και της ξυλαποθήκης του θείου μου Ι. Σ. Ρούσσο.

Επί της αγωγής μου ταύτης εξεδόθη η υπ’ αριθ. … προδικαστική απόφασις…ήτις και αιτείται πληροφορίας προς απόδειξιν των ισχυρισμών μας, παρά του Υπουργείου Βορείου Ελλάδος (και Ισραηλιτικής Κοινότητος) εκ των  υπαρχόντων στοιχείων σχετικών με την αφαίρεσιν και την τύχην της οικοσκευής και ξυλαποθήκης των ως άνω συγγενών μου.

Η αιτουμένη βεβαίωσις επιθυμούμεν να βεβαιοί, αν όχι συγκεκριμένως δια την προσωπικήν μου περίπτωσιν περί των συγγενών μου, τουλάχιστον να αναφέρη γενικώς ότι εξ υπαρχόντων παρ΄ υμίν στοιχείων ή εξ ερεύνης  … προκύπτει ως αληθές το ευρύτατα άλλωστε γνωστόν γεγονός καθ’ ο κατά την κατοχικήν περίοδον 1941-44, εγένοντο αθρόως μεταφοραί, εκ Θεσσαλονίκης προς Γερμανίαν, διαρπαγέντων περιουσιακών αντικειμένων Ισραηλιτών υπό των Ναζί  ων η ποσότης και η αξία δεν είναι δυνατόν να  προσδιορισθή.

 […]

Συνημμένως, και επικουρικώς προς υποβοήθησιν Υμών, υποβάλλω φωτοτυπικόν αντίγραφον των Σ.Ε.Κ., του ιδίου περιεχομένου, εκδοθέν τη αιτήσει του Καθηγητού του Διεθνούς Δικαίου εις το Πανεπιστήμιον Θεσ/νίκης κ. Κωνσταντοπούλου, ενδιαφερθέντος επί του θέματος των διωγμών και αποζημιώσεων των Ισραηλιτών Ελλάδος.

[…] 

« Εν κατακλείδι δηλώ ότι η ως άνω η αιτουμένη βεβαίωσις αποτελεί το πλέον επίσημον και αποφασιστικής σημασίας αποδεικτικόν έγγραφον δια την έκδοσιν της οριστικής αποφάσεως του Πρωτ. Βερολίνου προκειμένου να ικανοποιηθή το αίτημά μου, ως και πολλών άλλων Ελλήνων υπηκόων, άλλως πως καθίσταται ανέφικτος η ευνοϊκή έκδοσις αποφάσεως με αποτέλεσμα να νικήση εις την δίκην το εναγόμενον Γερμανικόν δημόσιον […]».

 

32. Η Περιφερειακή Διοίκησις Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, [ο υφυπουργός  Περιφερειακός Διοικητής Νικόλαος Γκαντώνας, 27 Σεπτεμβρίου 1971]

Θέμα: Αίτημα χορηγήσεως Βεβαιώσεως περί αφαιρέσεως περιουσιακών στοιχείων υπό Γερμανικών Αρχών Κατοχής.

Σχετ. Από 20 Σεπτ. 71 Υμετέρα αίτησις.

1.Εις απάντησιν επί της ύπερθεν σχετικής, …, έχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν υπό τύπον βεβαιώσεως, ότι λόγω καταστροφής, εκ πολεμικών γεγονότων των αρχείων της υφισταμένης … Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, εις ό ενδεχομένως να υφίσταντο τοιαύτα στοιχεία, δεν τυγχάνει δυνατή η χορήγησις της εν λόγω βεβαιώσεως.

2. Ουχ’ ήττον όμως τυγχάνει πανελληνίως γνωστόν ότι κατά την ως άνω περίοδον διηρπάγησαν πράγματι διάφορα κινητά αντικείμενα των Ισραηλιτών Θεσ/νίκης υπό των Γερμανικών Αρχών Κατοχής.  [το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 30.9.1971].

 

33. G. S. CONSTANT            Hamburg 6-11-71

Θέμα: Αίτησις 569

Αξιότιμος Κυρία Sidiropoulou

 

1. [σημειώνει «δια την τάξιν» τις επιστολές (και τα πιστοποιητικά) τα οποία έλαβε από τη Παρασκευή  Σιδηροπούλου κατά το διάστημα 3.8.71 μέχρι 27.9.71]

2. [αποστέλλει φωτοτυπία 6σελίδου υπομνήματος αντιδίκου προς ενημέρωση].

3. «Πράγματι τέλη Σεπτεμβρίου μετέβην εις Αθήνας δια να παρακολουθήσω προσωπικώς την ανάκρισιν του Δούρου προ του Ελληνικού Δικαστηρίου, η οποία είχε ζητηθεί από του Γερμανικού Δικαστηρίου εις την υπόθεσιν Alvo, λόγω της γενικοτέρας σημασίας αυτής. Αναμένω τώρα να μου κοινοποιηθή επισήμως η εν λόγω κατάθεσις, δια να προχωρήσωμεν εις την κατάθεσιν Δούρου επί της υμετέρας υποθέσεως, ως εζήτησεν το Πρωτοδικείον. Ακολούθως θα υποβάλω νεώτερον συνοπτικόν υπόμνημα προς το Δικαστήριον και θα αναμένωμεν νεωτέραν δικάσιμον».

  

34. G.S. Constant, Hamburg, Επιστολή προς την Παρασκευή Σιδηροπούλου, 14.1.72

Θέμα: Αίτησις Νο 569

Αξιότιμος Κυρία Σιδηροπούλου

 

Εσωκλείστως λαμβάνετε φωτοτυπίαν του εμπειρογνώμονος του Βερολίνου Kurt Wittkowski από 27.12.71 τον οποίον διόρισεν,  το δικαστήριον προς εκτίμησιν της αφαιρεθείσης οικοσκευής.

Ως θέλητε παρατηρήσει ούτος εκτιμά την αξία της οικοσκευής εις το ποσόν των 17.985 DM. Εναπομένει τώρα να υποβάλωμεν την ένορκον κατάθεσιν του Δούρου την οποίαν εζήτησεν το Δικαστήριον όσον αφορά τα εμπορεύματα κ.λ.π., […]

[χειρόγραφη επιστολή από το γραφείο του G.S. Constant μαζί με την φωτοτυπία από την έκθεση του εμπειρογνώμονος].

  

35. G.S. Constant, Hamburg, 16.3.72

Κυρίαν Παρασκευήν Σιδηροπούλου

[…]

1. Δεν νομίζω – και αυτό σας το λέγω όλως ειλικρινώς παρ’ ότι συμφωνώ μαζί σας όσον αφορά τα γνωστά εγκλήματα και τας αδικίας που έγιναν στο παρελθόν – ότι έχετε δίκαιον εις το θέμα της εκτιμήσεως της οικοσκευής. Η ιδία έχετε αναγγείλει απώλεια οικοσκευής αξίας 400.000 δραχμών […]

Ο εμπειρογνώμων […] κατέλειξεν περίπου εις 50%. Τόκοι ως γνωστόν δια τας απωλείας δεν δίδονται. Σας λέγω ειλικρινά ότι εγώ είμαι σχεδόν ευχαριστημένος με την εκτίμησιν. Εάν είχατε αναφέρει αντίκες κλπ. η εκτίμησις θα ήτο καλλιτέρα. Έπειτα το θέμα πρέπει να πολεμήσωμεν ακόμη διότι η εκτίμησις υπάρχει αλλά η απόφασις του δικαστηρίου δεν βγήκε ακόμη. Κατά τα άλλα πρέπει να παραδεχθείτε ότι η τελευταία απόφασις από 6.8.71 ήτο μεγάλη επιτυχία.  Είναι η μόνη απόφασις που επετύχαμεν έως τώρα ευνοϊκή δι’ οικοσκευήν. 

Εκείνο το οποίον έχει μεγάλη σημασίαν όμως, είναι το θέμα των εμπορευμάτων. Συμφωνώ ότι πρέπει να πάρωμεν το γρηγορώτερον την κατάθεσιν του κ. Δούρου. Δι’ αυτό θα έλθω εντός του μηνός εις Αθήνας.

Η βεβαίωσις της αστυνομίας Λαγκαδά που μου στείλατε δεν είναι κατά τούτο  τόσον καλή, διότι αναφέρει, ότι οι Γερμανικές Αρχές κατοχής αφήρεσαν την ξυλείαν προς ικανοποίησιν  των ιδίων αυτών αναγκών. Το τελευταίον θα ημπορούσε να ελλείψη διότι ως γνωρίζητε δια να τύχωμεν αποζημιώσεως πρέπει να αποδειχθή ότι τα εμπορεύματα εστάλησαν εις Γερμανίαν και όχι ότι εχρησιμοποιήθησαν επί τόπου δια τας εκεί ανάγκας του Γερμανικού στρατού. Το πιστοποιητικόν τούτο ως εκ τούτου δεν θα υποβάλλω μέχρις ότου προμηθευτείτε καλλίτερον τοιούτον εις το οποίον να αναφέρεται ότι τα εμπορεύματα μετά την αφαίρεσιν εφορτώθησαν δια Γερμανίαν ή τουλάχιστον να αναφέρη, ότι αφαιρέθησαν υπό των Γερμανικών Υπηρεσιών Ασφαλείας χωρίς να προσθέτη την επικίνδυνον φράσιν «δια τας ιδίας αυτών ανάγκας». [δακτυλογραφημένη επιστολή από το γραφείο του G.S. Constant].

 

36. Αστυνομικόν Τμήμα Λαγκαδά

                                  ΒΕΒΑΙΩΣΙΣ

Βεβαιούται παρά της υπηρεσίας ημών, ότι ο ΡΟΥΣΣΟΣ Ιακώβ του Σιμόν, κάτοικος εν ζωή Λαγκαδά – Θεσ/νίκης, διετήρει ενταύθα αποθήκας οικοδομησίμου ξυλείας, ην ξυλείαν αφήρπασαν περί τους μήνας Απρίλιον και Μάϊον του έτους 1943 αι Γερμανικαί Υπηρεσίαι Ασφαλείας.

Τη αιτήσει της κληρονόμου…εκδίδεται η παρούσα…                      

Εν Λαγκαδά τη 1 Απριλίου 1972,  Ο Διοικητής του Τμήματος,  Γρηγόριος Κόκκορης Ταγματάρχης. [το ίδιο μεταφρασμένο στα γερμανικά, 4.4.1972].

 

37. Ο Προϊστάμενος του Γραφείου Καγκελαρίου

δια τον Διευθυντήν Υπουργείου Καρλ – Όττο Παιλ

Θέμα. Η υμετέρα της 10ης Ιουλίου 1972…ληφθείσα τη 20 /7/72

Αξιότιμε Κύριε Παιλ

[…] [δημοσιεύεται εντός του κειμένου]

 

 

38. G.S. Constant                            Εν Αμβούργω τη 9.1.1973

 

Προς

1. ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕΩΣ

(εις χείρας του Προέδρου κ. [Ιωσήφ] Λόβιγγερ) …

2. την ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

εις χείρας του εντεταλμένου επί των αποζημιώσεων

κ. Αλβέρτου Σαούλ …

[δημοσιεύεται εντός του κειμένου]


Συμπληρωματικά:

 

α) Το Νομοθετικό Διάταγμα 4178 του 1961 «περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας συμβάσεως περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό Εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων  διώξεως…»

 

Α’. Το Ν.Δ. 4178/1961 «περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας συμβάσεως περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό Εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως, και άλλων τινών [συναφών] διατάξεων και παροχής οδηγιών τινών γενικής φύσεως δια την εκτέλεσιν του Νομοθετικού τούτου Διατάγματος» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 24 Αυγούστου 1961 και κοινοποιήθηκε στις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους την 9η Σεπτεμβρίου 1961. Πρόκειται για την κύρωση από την Ελληνική Βουλή της συμφωνίας που είχε υπογραφεί την 18 Μαρτίου 1960 στη Βόννη μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας «περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό Εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως.».

Στην Εισηγητική Έκθεση του Ν.Δ. σημειώνεται: «Ως γνωστόν, αμέσως μετά την άνοδον εις την αρχήν του Εθνικοσιαλιστικού καθεστώτος εν Γερμανία, κατά το έτος 1933 ήρχισαν οι διωγμοί όλων των αντιπάλων του Χιτλερισμού…Μεταξύ των κατηγοριών των διωχθέντων, την πρώτην θέσιν κατέλαβον οι εβραϊκής καταγωγής Γερμανοί υπήκοοι.».

Στη συνέχεια, στην Έκθεση προστίθεται η στάση την οποία επέδειξαν οι γερμανικές  δυνάμεις στις κατεχόμενες χώρες κατά την διάρκεια του πολέμου καθώς και τα μέτρα τα οποία έλαβε στη δεκαετία του 50 η Δημοκρατική Κυβέρνηση της νέας Γερμανίας υπέρ των Γερμανών υπηκόων, θυμάτων του Εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος:

«…τα μέτρα διώξεως εφαρμόσθησαν και εις τας καταληφθείσας χώρας, ασχέτως προς τας πολεμικάς ενεργείας αι οποίαι έπληξαν τους πληθυσμούς των κατεχομένων Χωρών. 

Μετά την λήξιν του πολέμου η Δημοκρατική Κυβέρνησις … εψήφισεν νόμον προβλέψαντα την αποκατάστασιν των Γερμανών υπηκόων θυμάτων του Εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος.».

 Οι Κυβερνήσεις των καταληφθεισών χωρών αξίωσαν να ισχύσουν και γι αυτές τα ίδια μέτρα,  να υπάρξει, εκ μέρους της Γερμανίας, αποζημίωση και για τους ιδικούς τους υπηκόους – θύματα του Εθνικοσοσιαλισμού. Με διμερείς συμφωνίες η Γερμανική Κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να αποζημιώσει και τα θύματα των καταληφθεισών χωρών.

«Η Ελληνική Κυβέρνησις δεν έλειψε να διατυπώση την σχετικήν απαίτησιν δια τους Έλληνας υπηκόους, οι οποίοι εδιώχθησαν εν Ελλάδι και αλλαχού και μετά διαπραγματεύσεις, οπωσούν μακράς, επέτυχε την υπογραφήν της υποβαλλομένης προς κύρωσιν Συμβάσεως».

Διευκρινίζεται ότι το ποσόν που καταβάλλεται με την παρούσα συμφωνία καλύπτει μόνον μία ειδική/συγκεκριμένη υποχρέωση της Γερμανίας, αυτή η οποία προκύπτει από τα ειδικά μέτρα τα οποία έλαβαν τα όργανα του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος·  Οι αποζημιώσεις καλύπτουν μόνον εκείνους οι οποίοι διώχθηκαν από τους Γερμανούς είτε  δια λόγους φυλετικούς, όπως οι Εβραίοι, είτε διότι είχαν αντίθετη πολιτική τοποθέτηση από τις εθνικοσοσιαλιστικές θεωρίες.

Επαναλαμβάνεται, επί πλέον, ότι με τη Συμφωνία ρυθμίζονται μόνον «ζημίαι εις πρόσωπα δια πράξεις διωγμού εκ μέρους των οργάνων του Εθνικο -σοσιαλιστικού καθεστώτος», ενώ ουδόλως θίγονται οι λοιπές ελληνικές απαιτήσεις κατά της Γερμανίας, οι οποίες παραμένουν «πολλαί και μεγάλαι»..

Το Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθ. 4178 αποτελείται από 12 άρθρα και υπογράφεται στις 21 Αυγούστου 1961 από τον Βασιλέα  Παύλο και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, υπουργός της Δικαιοσύνης, την περίοδο εκείνη. είναι ο Κων. Καλλίας.

Ν.Δ.4178.

Στη παράγραφο 1 του άρθρου 3 ορίζονται εκείνοι οι οποίοι δύνανται να υποβάλλουν αιτήσεις: «Της ως άνω αποζημιώσεως δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους Μαΐου 1945 υπό οργάνων του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν εφ’ όσον εκ των τοιούτων ενεργειών του διωγμού επήλθε: α) θάνατος προσώπου, β) σωματική βλάβη, (αναπηρία) και γ) στέρησις προσωπικής ελευθερίας.». Στη παρ. 3 διευκρινίζονται ορισμένες κατηγορίες παθόντων οι οποίες θεωρείται ότι εμπίπτουν στις πράξεις διωγμού ενώ στη παρ. 4 εξηγείται ποιες κατηγορίες παθόντων δεν περιλαμβάνονται εις τους δικαιούχους αποζημιώσεως. Αξίζει να αναφερθεί ότι δεν περιλαμβάνονται στους δικαιούχους «οι παθόντες συνεπεία συμμετοχής εις ένοπλον δράσιν κατά των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων.».

Με το άρθρο 4. ρυθμίζονται τα ποσά τα οποία δικαιούνται να λάβουν οι παθόντες, Έλληνες πολίτες. Σε περίπτωση θανάτου του διωχθέντος πρόσωπου η αποζημίωση ορίζεται σε 35.000 δραχμές, ( η οποία καταβάλλεται εις τους οικείους του θανόντος)  ενώ στη περίπτωση αναπηρίας ορίζεται στις 25.000 εάν η αναπηρία «επάγεται μείωσιν της προς εργασίαν ικανότητος 60% και άνω». Εάν τα ποσοστά αναπηρίας οδηγούν σε μικρότερες μειώσεις της ικανότητας προς εργασίαν του παθόντος, τότε, αναλόγως, μειώνεται και η προβλεπομένη αποζημίωση ενώ όταν η μείωση της ικανότητας προς εργασίαν είναι μικρότερη του 25% ο παθών δεν δικαιούται αποζημιώσεως.

Επίσης, ορίζεται το ποσόν των 500 δραχμών για κάθε μήνα στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας, όταν η δίωξη συνέβη στην Ελλάδα, και 1000 δραχμές  για κάθε μήνα στην περίπτωση κατά την οποία το «διωχθέν πρόσωπο» περιορίστηκε σε φυλακή ή στρατόπεδο στο εξωτερικό.

Στο Άρθρο 5 και στη παράγραφο 1 ορίζεται ότι: «Εν συρροή πλειόνων δικαιωμάτων αποζημιώσεως …εις εν και το αυτό πρόσωπον …η εις τούτο…καταβαλλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να είναι ανωτέρα εν συνόλω του ποσού των εβδομήκοντα χιλιάδων δραχμών.».

Στο ίδιο άρθρο και στη παράγραφο 2 εξετάζεται η περίπτωση να υπάρξει μετά την ικανοποίηση όλων των αποζημιώσεων αδιάθετο ποσό και προβλέπεται ο τρόπος της διαθέσεώς του κατά σειρά προτεραιότητος. Στην τρίτη από τις τέσσαρες περιπτώσεις αναφέρεται ότι είναι δυνατόν να υπάρξει αποζημίωση: « γ) δια τους γεννηθέντας εν Ελλάδι Ισραηλίτας οίτινες ανήλικοι όντες, δεν είχον την Ελληνικήν Ιθαγένειαν και υπηκοότητα κατά τον χρόνον της απαγωγής των εξ Ελλάδος, επιστρέψαντες δε εις την Ελλάδα και εκλέξαντες την Ελληνικήν Ιθαγένειαν άμα τη ενηλικιώσει των, διαμένουσι έκτοτε εν Ελλάδι.». Ο τρόπος περιγραφής για τη συγκεκριμένη περίπτωση είναι τέτοιος που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι  πρόκειται για μία ρητορική καταγραφή χωρίς πραγματική αξία καθώς ελάχιστοι ήταν οι Εβραίοι εκείνοι οι οποίοι θα ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, μετά τον πόλεμο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρον 12, στου οποίου τις παραγράφους 1 και 2 ορίζεται/συζητείται  το ποσόν της δικηγορικής αμοιβής επί της «υπέρ εκάστου δικαιούχου αναγνωριζομένης αποζημιώσεως». Αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει το 5% της αποζημιώσεως και στη περίπτωση που ο ίδιος δικηγόρος έχει αναλάβει περισσότερες από 100 αιτήσεις δικαιούχων τότε η αμοιβή για την κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το 2.5% του ποσού της κάθε αποζημιώσεως.

Στο τέλος δημοσιεύεται, ελληνικά και γερμανικά, η Σύμβασις μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό  εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως.

Αντιγράφεται εδώ ολόκληρο το άρθρον Ι – παράγραφοι 1 και 2, καθώς και απόσπασμα από το άρθρο ΙΙΙ, 

Αρθρον Ι

1. Η γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα καταβάλη εις το Βασίλειον της Ελλάδος εκατόν δέκα πέντε εκατομμύρια γερμανικών μάρκων υπέρ των υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως δια λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας θιγέντων Ελλήνων υπηκόων οίτινες υπέστησαν, συνεπεία των μέτρων τούτων διώξεως, ζημίας ελευθερίας ή υγείας και ιδίως και προς όφελος των επιζησάντων οικείων των φονευθέντων συνεπεία των μέτρων διώξεως τούτων.

2. Η κατανομή του ποσού επαφίεται εις την κρίσιν της Βασιλικής Ελληνικής Κυβερνήσεως.

Άρθρον ΙΙΙ

Δια της εν άρθρω 1ω προβλεπομένης πληρωμής ρυθμίζονται οριστικώς άπαντα τα ζητήματα άτινα αποτελούν το αντικείμενον της Συμβάσεως ταύτης …μη θιγομένων ετέρων νομίμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων.



Εικόνα 5. Κοινοποίησις του Ν. Δ. 4178 του 1961 περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας συμβάσεως περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό Εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως […]





β) στοιχεία από το βιβλίο της κ. Άννας-Μαρίας Δρουμπούκη, Μια ατελείωτη διαπραγμάτευση. Η ανασυγκρότηση των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων και οι γερμανικές αποζημιώσεις, 1945-1961, Αθήνα, «ποταμός», 2019, σ.347.

Τα μαρτύρια των εγκλείστων δεν τελείωσαν με την απελευθέρωσή τους από τα  στρατόπεδα συγκεντρώσεως καθώς «Τέσσερις στους 10 επιζήσαντες  πέθαναν μέσα σε λίγες βδομάδες μετά την απελευθέρωσή τους από τα συμμαχικά στρατόπεδα , διότι η κατάσταση της υγείας τους ήταν πέραν της εμπειρίας της δυτικής ιατρικής.». Αλλά και «…η επανεγκατάσταση στις πατρίδες παρουσίαζε ανυπέρβλητες δυσκολίες και δεν ήταν αυτονόητη».

Η Ελλάδα διευκόλυνε την έξοδο των Ελλήνων Εβραίων προς την Παλαιστίνη και προς το Ισραήλ, (μετά τη δημιουργία του κράτους) εφ όσον οι επιθυμούντες να μεταναστεύσουν παραιτούνταν της Ελληνικής ιθαγενείας. Κατά το διάστημα

1946-51 επαναπατρίσθηκαν και στη συνέχεια μετανάστευσαν  3.600 περίπου Ισραηλίτες. Κατόπιν τούτου εναπέμειναν εις ολόκληρον την Ελλάδα συνολικά 6.435 άτομα.

«Η Σοά δεν ήταν μόνο η μεγαλύτερη γενοκτονία του 20ού αιώνα στην καρδιά της Ευρώπης, αλλά και ένα τεράστιο οικονομικό έγκλημα…». 

Ο Πολ Πέιτζ, στη μνήμη του οποίου  είναι αφιερωμένη «Η Λίστα του Σίντλερ», πέθανε το 2001 χωρίς να λάβει κανένα ποσό ως αποζημίωση. Και για την σπουδαία Εστέλ Σαπίρ χρειάστηκαν 52 χρόνια συστηματικών διεκδικήσεων [1946-1998] απέναντι στην Τράπεζα Credit Suisse έως ότου, σε μεγάλη ηλικία πλέον, επέτυχε  να αποζημιωθεί για τις καταθέσεις, τις οποίες είχε ο πατέρας της στη συγκεκριμένη Τράπεζα. Η Εστέλ Σαπίρ διέθετε όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά του πατρικού λογαριασμού στη ελβετική τράπεζα και παρ’ όλα αυτά χρειάστηκαν 52 έτη αγώνων μέχρι να δικαιωθεί.

Τα μέτρα αριοποίησης των εβραϊκών περιουσιών στη Γαλλία εφαρμόστηκαν από τον Απρίλιο του 1941 και σημαντικό ρόλο στη διαδικασία διεδραμάτισαν οι τράπεζες, οι οποίες κατέσχεσαν τους λογαριασμούς των Γάλλων Εβραίων. 60 έτη μετά τη λήξη του πολέμου και οι Εβραίοι δεν είχαν λάβει καμία αποζημίωση από τις γαλλικές τράπεζες. Οι πρώτες μηνύσεις εναντίον των Γαλλικών Τραπεζών υποβλήθηκαν το 1997 από 16 γηραιούς επιζώντες Εβραίους.

«Κάθε χώρα ιδιοποιήθηκε και εκμεταλλεύτηκε με διαφορετικούς τρόπους τις εβραϊκές περιουσίες».

Το 1957 το γερμανικό Κοινοβούλιο ψήφισε τον Νόμο για την Πλήρωση των Υποχρεώσεων Αποκαταστάσεως, τους νόμους BRÜG και BEG,  οι οποίοι αναγνώριζαν την υποχρέωση του γερμανικού κράτους να καταβάλει αποζημιώσεις στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι περιουσίες όσων επλήγησαν είχαν μεταφερθεί στα εδάφη του Γ’ Ράϊχ.

Επιπροσθέτως, αυτοί οι νόμοι αναγνώριζαν, ότι πληρούσαν τα κριτήρια αποζημιώσεως μόνον εκείνοι, οι οποίοι μετά το 1945 ζούσαν στη Γερμανία.

Ειδικότερα, για την Ελλάδα, και μετά το 1945, πολλοί Έλληνες, ειδικά σε επίσημα θεσμικά πόστα, χαρακτήριζαν του Εβραίους «μη Έλληνες» ή «εχθρική μειονότητα».

Μετά το τέλος του πολέμου υπήρχαν στη Γερμανία  50.000 επιζώντες Εβραίοι οι οποίοι διέμεναν σε στρατόπεδα εκτοπισμένων [των Displaced PersonsDPs] μερικά από τα οποία προηγουμένως υπήρξαν στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Οι επιζώντες αντιμετώπιζαν την ψυχρότητα των συμμάχων αλλά και την απροκάλυπτη, συνήθως, εχθρότητα των συμπολιτών τους, καθώς επέστρεφαν στις πατρίδες τους.

Χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε ο αντισημιτισμός του στρατηγού Τζόρτζ Πάτον, στρατιωτικού κυβερνήτη της Βαυαρίας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν ένα από τα στρατόπεδα εκτοπισμένων, το Feldafing. Εκεί το 1946 ζούσαν 4.000 Εβραίοι, το 1951, 1.585, ενώ το Feldafing έκλεισε το 1953.  Η επιστροφή στις εστίες τους φαίνονταν ότι δημιουργούσε πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Ως εκ τούτου παρέμεναν στα στρατόπεδα και επεδίωκαν την μετακίνηση και την εγκατάστασή τους, κατά σειράν προτιμήσεως, στην Παλαιστίνη και στην Αμερική. Οι εβραϊκές κοινότητες καταστράφηκαν κατά 80-90% στις χώρες οι οποίες καταλήφθηκαν από τους Γερμανούς - στην Ελλάδα το ποσοστό των απωλειών υπολογίζεται στο 80%. Ο Εβραϊκός πληθυσμός ήταν περίπου 73.000 πριν από το 1940 και μετά το 1950 έμειναν 7.000 άτομα.

Οι απώλειες του εβραϊκού πληθυσμού στη Γαλλία ήταν 30% και η διαδικασία αποκατάστασης των δημευθέντων αγαθών «ήταν χρονοβόρα και είχε συναισθηματικό κόστος». Έπρεπε να υπάρξει ο λόγος του προέδρου Ζακ Σιράκ το 1995 και η παραδοχή ότι το γαλλικό κράτος ήταν υπεύθυνο .για την εξόντωση των Εβραίων του, ώστε να ακολουθήσει το 1999 η σύσταση της επιτροπής Drai για τις επανορθώσεις, η οποία μέχρι το 2002 δέχτηκε 7.725 αιτήσεις Γαλλοεβραίων για αποζημιώσεις.

Στην Ολλανδία πριν από τον πόλεμο υπήρχαν περίπου 150.000 Εβραίοι και απέμειναν 14.346. σύμφωνα με την καταγραφή του 1947. Αρκετοί εκ των διασωθέντων, λόγω του «άγχους της καταγραφής», απέφυγαν να καταγραφούν με αποτέλεσμα το 1954 να υπάρχουν  23.723 Εβραίοι  και 29.675  το έτος 1966.  «Ο Δήμος του Άμστερνταμ πλούτισε στον πόλεμο με αυξήσεις στα ενοίκια των σπιτιών που νοικιάζονταν στους Εβραίους», στα γκέτο Άστερντορπ και Τρανσβάαλ. Την κοινότητα αμέσως μετά τον πόλεμο απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, ο ρόλος της ηγεσίας της κατά την διάρκεια του πολέμου. Επί πλέον, οι εναπομείναντες εβραίοι κινήθηκαν δικαστικά εναντίον του κράτους για να τους επιστραφούν τα τιμαλφή και οι περιουσίες τους, που εκλάπησαν στη διάρκεια του πολέμου.

Στο Βέλγιο  από 60.000 πριν από τον πόλεμο απέμειναν 32.000 μετά το 1945. Ενδεικτικό της  περιορισμένης χρήσεως των εβραϊκών δραστηριοτήτων είναι το γεγονός ότι κατά το έτος 1950 δεν εκδίδονταν ούτε ένα εβραϊκό περιοδικό ή εφημερίδα στη χώρα. Και από τους 7.000 – 7.500 εβραιόπαιδες, στα εβραϊκά σχολεία φοιτούσαν μόνο 1.220 από αυτούς.

Στη Γερμανία «Η ανασυγκρότηση …συνδέθηκε αμέσως με έντονα κρούσματα αντισημιτισμού ήδη απ’ το 1946».

«Στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης…η προοπτική του πλουτισμού  μέσα από τη διασπάθιση των εβραϊκών περιουσιών ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας συμμετοχής των ντόπιων πληθυσμών στη λεηλασία που επακολούθησε».  Στην Ουγγαρία 300.000 κατοικίες που ανήκαν σε Εβραίους είχαν κατασχεθεί στη διάρκεια του πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, η προσωρινή κυβέρνηση επέστρεψε τις κοινοτικές περιουσίες στην εβραϊκή κοινότητα όμως οι εβραϊκές περιουσίες  κατασχέθηκαν ξανά, όταν οι κομμουνιστές πήραν τον έλεγχο της χώρας, το 1949.

«Η Πολωνία αποτελεί το πιο δραματικό παράδειγμα πλήρους καταστροφής και εξάλειψης της εβραϊκής ζωής…το κομμουνιστικό καθεστώς κρατικοποίησε το μεγαλύτερο μέρος των εβραϊκών περιουσιών και  αρνήθηκε να αποδεχτεί οποιαδήποτε ευθύνη για τον θάνατο των εκατομμυρίων Εβραίων της χώρας.».

Η Λίζα Πίγχας από τη Θεσσαλονίκη, 27 ετών όταν εκτοπίστηκε, θα γράψει για τις συνθήκες τις οποίες αντιμετώπισαν οι Εβραίοι κατά την επιστροφή τους στη πατρίδα::  «…δεν υπήρχε κανείς, δεν υπήρχε τίποτε να περιμένει εμάς. Απολύτως κανείς. Ήμασταν ολομόναχοι». Και ο Ι. Νεχαμά, στο In Memoriam [σ.313-314], αναφέρει: «Όσοι Έλληνες γλίτωσαν …είχαν την αυταπάτη μιας ενθουσιώδους υποδοχής, φανταζόταν πως θα τους περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες… Και τους δέχθηκαν με αδιαφορία … ακόμη και με εχθρότητα».

«  Το κράτος έμοιαζε εχθρικό απέναντι στους επιζήσαντες Εβραίους κάτι που αποδεικνύεται από πολλές μαρτυρίες» ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής – κυρίως μετά τον Μάρτιο του 1943 - «η καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών είχε πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες.».

«Τελικά, μόλις 300 κατοικίες  και 50 καταστήματα επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους. Και σύμφωνα με την Εβραϊκή Εστία «από τα 2.500 εβραϊκά καταστήματα στη Θεσσαλονίκη, μέχρι το 1947 είχαν αποδοθεί πίσω στους ιδιοκτήτες τους μόλις περίπου 100.».

Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο [ΚΙΣ] ιδρύθηκε με νόμο το 1945, με σκοπό την ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων από τους Ναζί ισραηλιτικών κοινοτήτων. Το 1947 δόθηκε η πρώτη (και ίσως η μόνη) χρηματική συνδρομή του ελληνικού κράτους στις Ισραηλιτικές Κοινότητες: 5.000.000 δραχμές.

Το πρώτο διάστημα τις κοινότητες  απασχολεί η διεκδίκηση του νομισματικού χρυσού και των τιμαλφών, το σύνολον  του οποίου ανέρχεται σε 1.700.000 χρυσές λίρες Αγγλίας.

Το ΥΠΕΞ επιστρέφει μετά από ένα χρόνο τις υποβληθείσες δηλώσεις για τη διεκδίκηση του χρυσού  και ζητεί από τους αιτούντες να τις επανυποβάλλουν αφού τις μεταφράσουν στα γαλλικά και στα αγγλικά – ο κάθε αιτών έπρεπε να τις μεταφράσει μόνος του ή να καταβάλει 50.000 σε μεταφραστή  και οι μεταφράσεις έπρεπε να γίνουν εντός 15 ημερών. Σε μια περίοδο που οι επιζώντες λαμβάνουν ρούχα και τρόφιμα από ξένους οργανισμούς, φαίνεται σαν ενορχηστρωμένη φάρσα η ανάληψη του κόστους των μεταφράσεων από τους ίδιους τους πληγέντες. Επί πλέον, η περιορισμένη χρονικά προθεσμία των 15 ημερών ανάγκασε τους αιτούντες από τις κοινότητες Ιωαννίνων και Άρτας να παραιτηθούν από τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις.

Σε έκθεση του ΚΙΣ περιγράφεται η κατάσταση των Κοινoτήτων της Ελλάδας με τις παρακάτω φράσεις: «Όλες οι εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας είναι φτωχές με την πιο αυστηρή έννοια του όρου και με τον πιο μίζερο και αδιανόητο τρόπο». Οι Ισραηλίτες, παρ’ όλη τη δεινή θέση στην οποία ευρίσκονται,  απευθύνονται  προς τον JMC με ιδιαίτερη αξιοπρέπεια και δηλώνουν ότι «…δεν ζητούμεν ελεημοσύνην αλλά την ανακούφισιν των … πληγέντων ομοθρήσκων μας από τους Ναζί ..Σύν τη παρόδω του χρόνου αι πληγαί…γίνονται βαθύτεραι και σας πληροφορούμεν  βασίμως ότι, αν δεν βοηθηθώμεν επειγόντως και όχι σε μακρύ χρονικόν διάστημα, ο Εβραϊσμός της Ελλάδος θα ανήκη εις την Ιστορίαν.».

Το 1951 ιδρύθηκε ο οργανισμός Jewish Material Claims Conference Against Germany (JMC) με κύριο στόχο την αποζημίωση των Εβραίων επιζώντων και την ανοικοδόμηση των εβραϊκών κοινοτήτων. Η Γερμανία κατέβαλε σημαντικές αποζημιώσεις στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ. Κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Εβραίων και των Γερμανών, μετά το τέλος του πολέμου, ανέκυψαν ηθικά ζητήματα και δημιουργήθηκαν έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό του Ισραήλ και της Γερμανίας, για διαφορετικούς λόγους στην κάθε χώρα. Εν τούτοις, οι ανάγκες των επιζώντων ήταν τεράστιες και αυτές επίεζαν τους υπευθύνους του κράτους του Ισραήλ να αποδεχθούν τις αποζημιώσεις  εκ μέρους της Γερμανίας, διαδόχου κράτους του Γ’ Ράϊχ, των θυτών 6 εκατομμυρίων Εβραίων.

Την 27 Σεπτ. 1951, ο Αντενάουερ  διακήρυξε πως «ανείπωτα  εγκλήματα διαπράχτηκαν στο όνομα του γερμανικού λαού…» και αυτή του η δήλωση θα σηματοδοτούσε ότι ονομάστηκε Wiedergutmachung (Αποκατάσταση – αποζημίωση – επανόρθωση). Στα εβραϊκά, για τις αποζημιώσεις,  χρησιμοποιήθηκε ο βιβλικός  όρος “Shilumim” που σημαίνει «τιμωρία».

Στη Συμφωνία του Λουξεμβούργου, αποφασίστηκε να δοθούν στο Ισραήλ 3 δισ. μάρκα μεταξύ των ετών 1953 και 1965

«Το JMC αποτέλεσε το κύριο κανάλι απόδοσης χρημάτων στις χώρες και στους φορείς που αιτούνταν τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας». Η ΟΔΓ δεσμεύτηκε να καταβάλει πληρωμές, εμπορεύματα και υπηρεσίες συνολικής αξίας  3.5 δισ. μάρκων στους επιζήσαντες Εβραίους. Ο JMC ανέλαβε, επίσης, και την προώθηση ατομικών αιτήσεων Εβραίων και εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης. Η Επιτροπή JMC εξακολουθεί και σήμερα να φροντίζει τις ανάγκες των ηλικιωμένων επιζώντων, ειδικά εκείνων οι οποίοι ζουν στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Αίτημα του Λεβί Αλλαλούφ, προέδρου της Ενώσεως Ομήρων Ισραηλιτών Ελλάδος, περί χορηγήσεως βοηθείας στους Έλληνες Εβραίους, δεν διαβιβάστηκε στον Αντενάουερ, κατά την επίσκεψη του τελευταίου το 1954 στην Ελλάδα, το πρόγραμμα του οποίου «εντέχνως και σκοπίμως» δεν περιελάμβανε συνάντηση με αντιπροσώπους των Εβραίων της χώρας.

Το 1955 τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία του Λονδίνου κατά την οποία ρυθμίστηκε «η επ’ αόριστον αναβολή της απόδοσης αποζημιώσεων στην Ελλάδα». Έκτοτε οι επίσημοι Γερμανοί παρέπεμπαν το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων  εις το μέλλον, με αυτό τον τρόπο αναφέρονταν σε έναν οριστικό διακανονισμό με μια ενιαία Γερμανία. Και όταν το έτος 1990 επήλθε η συνένωση των δύο Γερμανιών, τότε, η Γερμανική πλευρά, μεταβάλλοντας στάση, υποστήριξε ότι θα ήταν «αναχρονιστικό» να ζητούνται πολεμικές αποζημιώσεις από ένα φιλικό, πλέον,  και σύμμαχο κράτος, «ύστερα από μισό αιώνα ειρηνικής συνύπαρξης».

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας [ΟΔΓ], σύμφωνα με την Σύμβαση της 18ης Μαρτίου 1960,  θα κατέβαλε στην Ελλάδα 115 εκατ. Μάρκα – περίπου 860 εκατομμύρια δραχμές -  ως αποζημίωση για εκείνους οι οποίοι  «εθίγησαν υπό <των> εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως …».

Ποσά αποζημιώσεως: 35.000 για την περίπτωση θανάτου του θύματος….500 δρχ για κάθε μήνα φυλάκισης στο εσωτερικό και 1000 στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με τις πρώτες αντιδράσεις της ΙΚΘ «οι Εβραίοι πρέπει να αποζημιωθούν πριν από όλους»,  όλοι οι επιζήσαντες εβραίοι  «διότι οι χιτλερικοί μόνο κατά του εβραϊκού λαού διέπραξαν έγκλημα γενοκτονίας».

Στη Σύμβαση ορίζονταν μία σειρά από περιπτώσεις πολιτών οι οποίοι δεν θα είχαν δικαίωμα να τύχουν αποζημιώσεως από το ποσόν που διετέθη και ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι εκτελεσμένοι των αντιποίνων – οι συγγενείς τους – και «οι παθόντες συνεπεία συμμετοχής εις ένοπλον δράσιν κατά γερμανικών στρατευμάτων…».

Τις αντιδράσεις των Ελλήνων Εβραίων εναντίον του κυβερνητικού νομοσχεδίου για τον τρόπο διαθέσεως του ποσού της αποζημιώσεως αποτυπώνει με τον εναργέστερο τρόπο επιστολή του Μπαρούχ Σιμπή προς τον τότε βουλευτή Θεσσαλονίκης της ΕΡΕ Αλέξανδρο Θεοδοσιάδη. Ο Σιμπή υπελόγισε ότι τα θύματα – οι Εβραίοι – «υπέρ των οποίων η Γερμανία καταβάλλει 800 εκατομμύρια δραχμές θα λάβουν ολιγώτερον, ασφαλώς, του ενός επί τοις εκατό του ποσού, ενώ οι μη προβλεφθέντες εις την συμφωνίαν, ούτε και αναφερθέντες κατά τας διαπραγματεύσεις, θα λάβουν τα 99% και πλέον.».

Σύμφωνα με το άρθρον Ι, αριθ.2 της Συμβάσεως «Η κατανομή του ποσού επαφίεται εις την κρίσιν της Βασιλικής Ελληνικής Κυβερνήσεως».

Στις  ειδικές επιτροπές της βουλής, στις οποίες συζητήθηκε το νομοσχέδιο του  1960 περί αποζημιώσεων, ο βουλευτής  της Ενώσεως Κέντρου Ιωάννης Τούμπας υπεστήριξε ότι στέρηση της ελευθερίας συνιστούσε, πλην του εγκλεισμού στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, και η ανάγκη των Εβραίων να κρυφτούν ή να καταφύγουν στο βουνό προκειμένου να σωθούν, επεσήμανε ακόμη ότι, επειδή υπήρξε γενοκτονία των Εβραίων της Ελλάδος, πρέπει να επεκταθεί ο βαθμός συγγενείας εκείνων οι οποίοι δικαιούνται αποζημιώσεως μέχρι του τετάρτου βαθμού. Τέλος, ζήτησε να αποζημιωθούν όσοι Εβραίοι είχαν την ελληνική υπηκοότητα και την απώλεσαν υποχρεωτικά, όταν μετά τον πόλεμο μετανάστευσαν. Οι βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου συμπαραστάθηκαν στο δίκαιο των Ελλήνων Εβραίων, η ΕΔΑ δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το θέμα ενώ οι εκπρόσωποι της ΕΡΕ ετήρησαν «σκληρή στάση» και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ δεν έκαμε δεκτή καμία τροπολογία, η οποία θα απέδιδε χρήματα ειδικά στους Εβραίους.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70 Έλληνες Εβραίοι (αλλά και Εβραίοι πρώην κάτοικοι Ελλάδος) λαμβάνουν (ή αναμένουν να λάβουν) τα περιορισμένα ποσά των αποζημιώσεων, τα οποία δικαιούνται ύστερα από ενέργειες και αναμονή που διήρκεσαν περισσότερον από 20 χρόνια μετά από την αρχική αίτηση που υπέβαλαν. Ενδεικτική περίπτωση  της παγερής και ανελαστικής στάσεως της γερμανικής δικαιοσύνης στον χειρισμό των αιτήσεων των θυμάτων, αποτελεί η αντιμετώπιση της αιτήσεως προς αποζημίωση  του παλαιού αρχιραβίνου Αθηνών Ηλία Μπαρτζιλάι, του οποίου, το αρμόδιον δικαστήριον του Βερολίνου, απέρριψε την αίτηση λόγω  ελλείψεως .αποδεικτικών στοιχείων της μεταφοράς των αναφερομένων στην αίτησή του αντικειμένων στην Γερμανία. Δικηγόρος του ραβίνου ήταν ο ίδιος ο δικηγόρος του ΚΙΣ  ο G.S. Constant.

            Η Δυτική Γερμανία από το έτος  1959 ζητούσε αποδείξεις, ότι τα διαρπαγέντα αγαθά από τους Έλληνες Εβραίους κατά την διάρκεια της κατοχής είχαν μεταφερθεί στη Γερμανία. Η ύπαρξη αρχείων στη Γαλλία και στην Ολλανδία υποχρέωσε τη Γερμανία να αναγνωρίσει την αρπαγή και τη μεταφορά των εβραϊκών αγαθών από τις δύο αυτές χώρες και να προχωρήσει στην αποζημίωση των εβραίων ιδιοκτητών. Οι Ολλανδοί Εβραίοι  μάλιστα επέτυχαν με την υποστήριξη των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών [υπουργείων Οικονομικών και Εξωτερικών – υπηρεσίας του αρχείου πολέμου της Ολλανδίας] να αποδείξουν ότι το 80% των λεηλατηθέντων επίπλων και οικιακών σκευών μεταφέρθηκε στη Δυτική Γερμανία ή στο Βερολίνο. Το γεγονός αυτό επέτρεψε σε 28.000 Εβραίους της Ολλανδίας να λάβουν αποζημίωση από τη Δυτική Γερμανία. Σε αντίθεση με τον τρόπο τον οποίον εκινήθησαν στην Ολλανδία τα θύματα και οι κρατικές αρχές της χώρας, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν [ή δεν παρουσιάστηκαν] αρχεία από τα οποία να προκύπτει η αρπαγή και μεταφορά στη Γερμανία των περιουσιακών στοιχείων των Εβραίων θυμάτων, και εκείνων βεβαίως οι οποίοι υπέβαλαν αιτήσεις για την αποζημίωσή τους. «Οι Έλληνες Εβραίοι δεν είχαν ούτε τις βασικές διευκολύνσεις από το κράτος». Αντιθέτως,  τους διασωθέντες Έλληνες Εβραίους  οι αρχές  τους αντιμετώπιζαν ως ξένους,  τους κατέγραφαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών Ελλάδος και τους  έπαιρναν αποτυπώματα!

Η περίφημος παράγραφος 5 του νόμου BRÜG όριζε πως για την καταβολή αποζημιώσεως έπρεπε να αποδειχθεί ότι τα περιουσιακά αγαθά των αιτούντων  Εβραίων τα οποία είχαν διαρπαγεί, στη συνέχεια αυτά είχαν μεταφερθεί στη Δυτική Γερμανία. Το 1959 με βάση το νόμο BRÜG 1300 Έλληνες Ισραηλίτες υπέβαλαν εμπροθέσμως αίτηση αποζημιώσεως, ενώ άλλοι τόσοι, τουλάχιστον, είχαν χάσει την ορισμένη προθεσμία. Το σημαντικότερο ζήτημα το οποίο καθιστούσε δυσχερή την ικανοποίηση των αιτήσεων των Ελλήνων Εβραίων ήταν το γεγονός ότι δεν διέθεταν αποδεικτικά στοιχεία για την μεταφορά των περιουσιακών τους αγαθών στη Γερμανία, τέτοια τα οποία διέθεταν, (από τις κρατικές αρχές των χωρών τους), και χρησιμοποίησαν οι Εβραίοι της Γαλλίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου. Ο πρόεδρος της ΙΚΘ Αλμπέρτ Σαούλ σε επιστολή του στο δικηγόρο   G.S. Constant εξήγησε ότι ήταν πολύ δύσκολο – αδύνατο στη πραγματικότητα – να συγκεντρωθούν τα έγγραφα τα οποία ζητούν οι Γερμανικές αρχές κατά την διαδικασία της αποζημιώσεως ενώπιον των δικαστηρίων, καθώς όλα τα αρχεία της κοινότητος είχαν καταστραφεί στη κατοχή και αυτό έπρεπε να το γνωρίζουν πολύ καλά οι Γερμανοί. Ο Α. Σαούλ, και  άλλοι από την Κοινότητα, θεωρούσαν ότι ο πιθανός στόχος των Γερμανών ήταν «ζητώντας αδύνατα πράγματα» να κουραστούν οι Εβραίοι και να απογοητευτούν, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν από τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων. Ο τρόπος με τον οποίο κλείνει η επιστολή, χαρακτηρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πρόεδρος της ΙΚΘ, υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να φροντίζει τους διασωθέντες ως σύνολον αλλά συγχρόνως και τον καθένα χωριστά και να ενημερώνει, όσους είχαν υποβάλει αίτηση, για την πορεία και τα αποτελέσματα των νομικών ενεργειών του πληρεξουσίου δικηγόρου : «Από αυτά μπορείτε να καταλάβετε πόσο έχουμε κουραστεί, ηθικά και σωματικά».

Οι Γερμανοί, προκειμένου να αποφύγουν την καταβολή αποζημιώσεων ή να τις περιορίσουν δραστικά υποστήριζαν ότι τα έμφορτα εβραϊκών αγαθών τραίνα δεν έφτασαν τελικώς στη Γερμανία, διότι  κατεστράφησαν κατά τη διαδρομή  ένεκα των συμμαχικών βομβαρδισμών και της δράσεως των ανταρτικών δυνάμεων. Έναντι των ισχυρισμών αυτών, υπάρχει η πραγματικότητα της μεταφοράς καθημερινώς χιλιάδων τόνων ελληνικών προϊόντων από την Ελλάδα στη Γερμανία, επί πλέον,  υπάρχει η «ασφαλής μεταφορά» δια των τραίνων των χιλιάδων εβραίων από τις εστίες τους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως – και στο θάνατο.

 

Εδώ θα σταματήσω την παράθεση στοιχείων από το βιβλίο της κ. Δρουμπούκη καθώς φοβάμαι ότι έκανα υπερβολική χρήση του κειμένου - ελπίζω να έχω την κατανόησή της. Στο βιβλίο της μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όσα συνέβησαν στους εβραίους στην ίδια την Γερμανία αλλά και στις χώρες τις οποίες αυτή κατέκτησε – ανάμεσα  στις τελευταίες ιδιαίτερη είναι η αναφορά (και η έκτασή της) στην Ελλάδα. Σε δύο περιόδους: Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και μετά το τέλος του πολέμου. Με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης – επαρκής ή ολιγότερον επαρκής -  διαπιστώνει τις ομοιότητες και τις διαφορές, τις οποίες αντιμετώπισαν οι διωκόμενοι στην Ελλάδα και στην άλλη κατακτημένη Ευρώπη. Κοινή υπήρξε η μοίρα και η κατάληξη των Εβραίων, κοινή υπήρξε επίσης και η τύχη των περιουσιακών τους στοιχείων κινητών και ακινήτων. Επί πλέον  δεν ήταν καλή  η υποδοχή την οποία επιφύλαξαν οι τοπικές κοινωνίες στους επιζήσαντες Ισραηλίτες συμπολίτες τους. Εν τούτοις, υπήρξαν σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίον ορισμένες χώρες (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία) διευκόλυναν τους δικούς τους  Εβραίους πολίτες η κάθε μία, προκειμένου να ζητήσουν και να επιτύχουν από τη Γερμανία τις αποζημιώσεις τις οποίες δικαιούνταν. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες εκείνες οι οποίες δεν συνέδραμαν τους επιζήσαντες, (και τους οικείους  εκείνων που δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως), προκειμένου να επιτύχουν σύντομα μετά το τέλος του πολέμου τις αποζημιώσεις, τις οποίες διεκδικούσαν απέναντι στη Γερμανία. Αλλά και στη ίδια τη πατρίδα μας, περιορισμένα περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων αποδόθηκαν στους ιδιοκτήτες τους ή στους κληρονόμους των ιδιοκτητών τους. Και αυτό συνέβη μετά από αγώνες, διεκδικήσεις, πολιτικές παρεμβάσεις, απογοητεύσεις, συμβιβασμούς, έξοδα, και πολύ χρόνο.

Στη στήλη των ανθρώπων – των γυναικών στη περίπτωση μας – που με τον καιρό έχει σχηματιστεί μέσα μου, υπήρχε η Λίζα Πίγχας, τώρα προσετέθη και η Εστέρ Σαπίρ. Στη μνήμη των δύο αυτών σπουδαίων γυναικών θέλω να αφιερώσω, με πολύ σεβασμό, το παρόν κείμενο.


1. Στο blog  Νήσος Λευκάς, http://palaiabiblia.blogspot.com/search?updated-max=2022-08-29T13:54:00-07:00&max-results=7&start=1&by-date=false

2. Παπαδόπουλος, Στέφανος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, «Ε.Μ.Σ.», 1970, σ.77

3. Χατζηκυριακού Γεώργιος, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906), Δευτέρα έκδοσις, Θεσσαλονίκη, «Ι.Μ.Χ.Α.», 1962, σ.206

4. Κοσμάς Νίκος, Ο Λαγκαδάς. Ιστορία – Λαογραφία, Θεσσαλονίκη, «Ε.Μ.Σ.», 1968, σ.135

5. https://www.lagadas.net/index.php?act=viewProd&productId=13022

6. Παμμακεδονικός Σύλλογος – Μακεδονικόν Ημερολόγιον, Επετηρίς των Μακεδόνων 1910 έτος Γ’, εν Αθήναις 1909, σ.336. 

7. Μέγας Οδηγός Βορείου Ελλάδος 1939-1940. Θεσσαλίας – Μακεδονίας – Θράκης. Διευθυντής Γ. Γαβριηλίδης, Β΄έκδοσις, Θεσσαλονίκη, σ.926.